Ὁ ὅσιος Χαρίτων γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὸ Ἰκόνιο τῆς Μ. Ἀσίας τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270- 276). Ἀρχικὰ ὁ Αὔρηλιανος δὲν φάνηκε ἐχθρικὸς πρὸς τοὺς χριστιανούς. Ἀργότερα ὅμως, ὠθούμενος ἀπὸ τὸν διάβολο, κίνησε βίαιον διωγμὸ ἐναντίον τους. Ὅταν τὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα ἔφθασε στὸ Ἰκόνιο, ὁ Χαρίτων, περιβόητος γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὸν ζῆλο του πρὸς διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἔδαρη βάναυσα καὶ κατακάηκε στὸ σῶμα μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἐνώ ἐφρουρείτο στὴν φυλακή, ἀναμένοντας μὲ χαρὰ τὴν μαρτυρική του τελείωσι, οἱ διωγμοὶ κατέπαυσαν καὶ σύντομα ἐπίσημη θρησκεία τῆς αὐτοκρατορίας ἔγινε ἡ χριστιανικὴ (313).

Ἐλεύθερος πλέον, μὲ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου στὸ ἀθλητικό του σῶμα, ποθοῦσε στὸ ἑξῆς νὰ ζήση ὡς ἀσκητὴς «ἀναπληρώνοντας τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί» του. Στὶς ἑκούσιες κακουχίες, τὶς ὁποῖες ἐπέβαλε στὸ σῶμα του γιὰ νὰ τὸ δουλαγωγήση καὶ νὰ τὸ ὑποτάξη στὸ πνεῦμα, προστέθηκαν καὶ ἀκούσιες δοκιμασίες. Καθὼς μετέβαινε γιὰ νὰ ἐγκατασταθῆ στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδανοῦ, περιέπεσε σὲ ληστᾶς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀπήγαγαν δέσμιον στὸ κρησφύγετό τους, σὲ σπήλαιο τῆς ἐρήμου Φαρᾶν, κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Κατὰ θείαν ὅμως παραχώρηση, ὀχιὰ ἐξέμεσε τὸ δηλητήριό της στὸ ἀγγεῖο πού εἶχαν τὸ κρασί τους, πίνοντας δὲ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ δηλητηριῶδες ποτὸ βρῆκαν ὅλοι τὸν θάνατο. Λυτρωμένος ὁ ὅσιος Χαρίτων ἀπὸ τὰ χέρια τοὺς λύθηκε ἄορατως ἀπὸ τὰ δεσμὰ καί, ἐπειδὴ βρῆκε τὸ σπήλαιο ἐκεῖνο κατάλληλο γιὰ ἡσυχία, ἀπεφάσισε νὰ παραμείνη. Ἀπὸ τὰ συναχθέντα χρήματα τῶν ληστῶν, τὰ ὁποῖα περιῆλθαν στὴν κατοχή του, διεμοίρασε τὰ περισσότερα στοὺς πτωχοὺς καὶ στοὺς ἐρημίτες, πού ἄσκητευαν κοντὰ στὴν Νεκρὰ θάλασσα. Μὲ τὰ ὑπόλοιπα μετέτρεψε τὸ σπήλαιο σὲ ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἵδρυσε τὴν πρώτη λαύρα τῆς Παλαιστίνης, τὴν λαύρα τῆς Φαρᾶν. Τὸν ναὸ τῆς ἐγκαινίασε ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων ἅγιος Μακάριος (314-333, βλ. 16 Αὐγ.).
Σύγχρονος τοῦ μεγάλου Ἴλαριωνος (βλ. 21 Ὄκτ.), πού ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο εἰσήγαγε στὴν Παλαιστίνη τὴν ἀναχωρητική μορφὴ τοῦ μοναχικοῦ βίου —μεμονωμένα κελλιᾶ ἐγκατεσπαρμένα στὴν ἔρημο— ὁ ὅσιος Χαρίτων ἕνωσε τοὺς ἀναχωρητᾶς ὑπὸ κοινὴ ζωὴ καὶ διοίκηση, ἂν καὶ ἀκόμη ὁ κοινὸς αὐτὸς βίος στὴν Παλαιστίνη εἶχε ὑποτυπώδη χαρακτήρα.
Ἐνῶ ὁ ὅσιος ἡσύχαζε μόνος σὲ σπήλαιο τῆς Φαρᾶν, ἀγωνιζόμενος μὲ νηστεία, χαμαικοιτία, ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ ψαλμωδίες, ἔχοντας ὡς τρυφὴ τὸ τρίχινο ἔνδυμα τοῦ πού κατέξεε τὶς μαρτυρικές του πληγές, ἔγινε φανερὸς στὴν περιοχὴ μέσω τῶν θαυμάτων πού ἐπιτελοῦσε. Πολλοὶ προσέτρεχαν στὴν λαύρα του, γιὰ νὰ ταχθοῦν ὑπὸ τὴν χειραγωγία του. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες τῆς περιοχῆς πολλοὶ προσῆλθαν μέσω αὐτοῦ στὸν χριστιανισμό.
Αὐτὴ ἡ κοσμοσυρροὴ τὸν ἀποσποῦσε ἀπὸ τὴν ἡσυχία καί, ἐπειδὴ φοβόταν μήπως ἡ δόξα τῶν ἀνθρώπων λικμήση σὰν τὸ ἄνεμο τὶς ἀρετὲς πού μὲ κόπους καὶ ἱδρῶτες εἶχε ἀποκτήσει, ἀπεφάσισε νὰ ἀναχώρηση ἀπό τὴν Φαρᾶν. Μὲ κοινὴ ψῆφο τῆς ἄδελφοτητός τους ἄφησε ὡς προεστώτα τὸν πλέον ἐνάρετο τῶν μαθητῶν του καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς δέουσες νουθεσίες. Τοὺς ὅρισε νὰ τρώγουν μία φορὰ τὴν ἥμερα, καὶ τότε μὲ ἐγκράτεια, νὰ προσεύχωνται κατὰ τὴν ἥμερα καὶ κατὰ τὴν νύκτα τὶς τακτὲς ὧρες πού ὁ ἴδιος τούς εἶχε παραδώσει, καὶ νὰ εἶναι ἐλεήμονες καὶ φιλόξενοι πρὸς τοὺς πτωχούς. Τέλος, τοὺς εὐλόγησε καὶ ἀνεχώρησε.
Βαδίζοντας ὁδὸ μιᾶς ἡμέρας ἔφθασε στὰ μέρη τῆς Ἰεριχούς. Στὴν κορυφὴ Δὼκ (ἀραβ. Δοὺκ ἢ Ντοὺκ) τοῦ Σαρανταρίου ὅρους βρῆκε κατάλληλο σπήλαιο καὶ ἡσύχαζε ἐκεῖ, κρυμμένος πολὺν καιρὸ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τρεφόταν μὲ τὰ ἄγρια χόρτα τῆς ἐρήμου καὶ ζοῦσε ὅλος ἀπορροφημένος ἀπὸ τὴν ἀδολεσχία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὅμως θέλησε νὰ τὸν χρησιμοποίηση ὡς ὄργανό του γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ τῆς περιοχῆς καὶ τὸν φανέρωσε στὸν κόσμο. Πολλοί, θαυμάζοντας τὸν ἰσάγγελο βίο του, θέλησαν νὰ τὸν μιμηθοῦν, ἀρνούμενοι τὸ φρόνημα τῆς σαρκός, καὶ ζήτησαν νὰ τοὺς δεχθῆ ὑπὸ τὴν καθοδήγησή του.
Γιὰ τοὺς μαθητᾶς του αὐτοὺς οἰκοδόμησε λαύρα, ποὺ ἔμεινε γνωστὴ ἀπὸ τὴν ὀνομασία τοῦ τόπου ὡς λαύρα τοῦ Δούκα. Ὁ θόρυβος ὅμως ἀπὸ τὴν συρροὴ τῶν ἀνθρώπων τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκατάλειψη καὶ αὐτήν, γιὰ νὰ ζήση μόνος μὲ μόνον τὸν Θεό. Παρέδωσε στοὺς μαθητᾶς του τὸν τρόπο τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τοὺς ἄφησε ἄξιον ποιμένα καὶ ἀπεχώρησε.
Ἀναζητώντας ἔρημο τόπο πρὸς τὰ νότια, κατέφυγε στὰ σπήλαια τῆς θεκωέ, ὅποῦ βρῆκε γιὰ λίγο τὴν ποθητή του ἡσυχία. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ, ἐξ αἰτίας τῆς φήμης τῆς ἁγιότητάς του, ἄρχισαν νὰ προσέρχωνται πολλοί, γιὰ νὰ γίνουν μοναχοί. Ἔτσι, ὁ ὅσιος Χαρίτων ἵδρυσε καὶ τρίτη λαύρα, τὴν ὁποία στὰ συριακὰ ὀνόμαζαν Σουκὰ (δύη= ἀγορά, οἰκισμός, λαύρα) ἢ Παλαιὰ Λαύρα.
Τὸ ἀσυγκράτητο πλῆθος τῶν νέων μαθητῶν καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν, πού συνέρρεε γιὰ νὰ εὔφρανθη ἀπό το μέλι τῶν λόγων του καὶ νὰ δὴ αὐτὴν τὴν ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀνάγκασε τὸν ὅσιο νὰ ἀποσυρθή σε παρακείμενο ἀπόκρημνο σπήλαιο, τὸ «κρεμαστὸ σπήλαιο», ὅπως ὀνομάσθηκε ἐξ αἰτίας τοϋ μεγάλου ὕψους του ἀπό τὴν γῆ, στὸ ὁποῖο μόνον μὲ κλίμακα μποροῦσε κάποιος ν’ ἀνέβη. Στὸ σπήλαιο αὐτὸ ὁ ὅσιος ἔζησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Λόγω τοῦ γήρατος ὅμως καὶ τῶν μακροχρονίων κόπων τῆς ἀσκήσεως δὲν μποροῦσε νὰ αὐτουπηρετῆται καὶ νὰ μεταφέρη νερὸ- προσέτρεξε λοιπὸν στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν προσευχὴ του ἀνέβλυσε ἀπό μιὰ πλευρὰ τοῦ σπηλαίου νερὸ ψυχρὸ καὶ διαυγέστατο.
Ὅταν τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ ἡμέρα τῆς πρὸς Θεὸν ἐκδημίας του, μετέβη στὴν πρώτη του λαύρα, στὴν Φαρᾶν. Ἐκεῖ κάλεσε τὰ λογικά του ποίμνια μὲ τοὺς προεστῶτες καὶ τοὺς ἀπηύθυνε τὴν πνευματική του διαθήκη, διὰ τῆς ὁποίας ὑπεδείκνυε τὴν ἀσφαλῆ ὀδὸ τῆς ἑνώσεώς τους μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ τὴν ἄσκησι συνδεδεμένη μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς πάντας. Τέλος, τοὺς εὐλόγησε καί, χωρὶς νὰ ἀσθενήση, παρέδωσε ἐν εἰρήνη τὴν μακαρία ψυχή του στὰ χέρια τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
Ἑορτάζει στὶς 28 Σεπτεμβρίου.

Ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Χαρίτωνος

Πηγή: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
Ἐκδόσεις Ἴνδικτος

πηγή

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ.

Γενική άποψη της παλαιάς Λαύρας του Αγίου Χαρίτωνος (τέταρτο αιώνα) και η πιο κοντινή άποψη της εκκλησίας του Βράχου.

Το μοναστήρι, βρίσκεται στο φαράγγι στο Perat, κοντά στην Ιερουσαλήμ, και ανήκει στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς. Αγοράστηκε από Ρώσους μοναχούς του Αγίου Όρους στις αρχές του εικοστού αιώνα

Χιλιάδες μοναχοί ασκήτευαν στο φαράγγι κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Σήμερα ένας μοναχός ζει μόνιμα εκεί. Πριν δέκα χρόνια υπήρχαν μόνο ερείπια, και ο κλήρος την μονή γιορτάζε μια φορά το χρόνο – την ημέρα της γιορτής του Αγίου Χαρίτωνος (Οκτώβριος 10). Σήμερα, οι δύο εκκλησίες που υπήρχαν κατά το έτος 1965 (Εκκλησία του Αγίου Χαρίτωνος στην κορυφή στην σπηλια και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου κάτω) επανέκτησαν την αρχική τους εμφάνιση και μερικά κελλία χτίστηκαν.
Οι συνθήκες διαβίωσης ειναι ασκητικά, διότι δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα και το νερό είναι πολύτιμο.

πηγή