(10 Σεπτεμβρίου)

Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Ἀνάμεσα στὴ χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ βασιλεῖς, αὐτοκράτορες καὶ μέλη τῶν ἀνακτόρων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀλλοτριώθηκαν ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Ἐνέταξαν τὴν ἐγκόσμια δόξα στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀνακηρύχτηκαν ἅγιοι γιὰ τὴν προσφορά τους στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Μιὰ ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε και η ἁγία Πουλχερία, ἡ εὐσεβὴς Αὐγούστα τοῦ Βυζαντίου.

Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη το 399. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη κόρη τοῦ αὐτοκράτοραΑρκαδιου (395-408) καὶ της Ευδοξίας καὶ ἀδελφὴ του Θεοδοσίου Β΄ (408-450). Εἶχε δὲ τὴν τιμὴ νὰ λάβει τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἀπὸ τον ιερὸ Χρυσόστομο. Ἂν καὶ βρέθηκε μέσα στὴν χλιδὴ τῶν ἀνακτόρων καὶ συναναστρέφονταν καὶ μὲ ραδιούργους παλατιανούς, εἶχε καλλιεργήσει στὴν ψυχὴ τῆς βαθειὰ πίστη στὸ Θεὸ καὶ ἀπόκτησε σπάνιες ἀρετές.

Μετά τὸ θάνατο τοῦ πατέρα τῆς Ἀρκαδίου, το 408, ἡ Πουλχερία, ἐννέα μόλις ἐτῶν, ἀνάλαβε τὴν κηδεμονία τοῦ ἑπτάχρονου ἀδελφοῦ της Θεοδοσίου Β΄, ὁ ὁποῖος ἀνάλαβε τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, ὡς ὁ νόμιμος διάδοχός του πατέρα τους. Παρὰ τὸ παιδικό της ἡλικίας της, τὴ διέκρινε σπάνια ὡριμότητα καὶ σωφροσύνη. Τὸ πρῶτο, ποὺ ἔκαμε ἦταν νὰ διαπλάσει τὸ χαρακτήρα τοῦ ἀδελφοῦ της, ὥστε νὰ βασιλέψει θεοφιλῶς. Τοῦ παραστάθηκε μὲ ἀφοσίωση καὶ προσπάθησε νὰ σταλάξει στὴν ψυχὴ τοῦ τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ νὰ τοῦ καλλιεργήσει τὶς εὐαγγελικὲς ἀρετές. Τὸν ἤθελε νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι μεθοῦσαν ἀπὸ τὴν ἐξουσία καὶ συμπεριφέρονταν μὲ ἀλαζονεία καὶ τυραννία στοὺς ὑπηκόους τους. Θεωροῦσε τὴν βασιλικὴ καὶ κάθε ἄλλη ἐξουσία ὡς διακονία, ἔχοντας ὑπόψη τῆς τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «ὃς ἂν θέλη γενέσθαι μέγας ἐν ὑμίν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἂν θέλη ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος» (Μάρκ.9,42-44).

Ὅμως ὁ Θεοδόσιος δὲν διέθετε τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα νὰ ἐπιτελέσει τὰ ὑψηλὰ του καθήκοντα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Πουλχερία, ἡ ὁποία διακρινόταν γιὰ τὴν δυναμικότητά της, τὴ σωφροσύνη της καὶ τὴν ἀξιολογότατη μόρφωσή της. Διέθετε μιὰ σπάνια σωματικὴ ὀμορφιὰ καὶ ἕναν πλουσιότατο ψυχικὸ κόσμο. Σπούδασε τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς της καὶ μιλοῦσε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ λατινικὴ γλώσσα, καὶ τὴν ἑλληνική. Θαύμαζε τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ μελετοῦσε τοὺς ἀρχαίους ἕλληνες φιλοσόφους. Ἦταν ἀξιολάτρευτη γιὰ τὴν πραότητά της, τὴν εὐγένειά της, τὴν ἀνεκτικότητά της, τὴ σεμνότητά της καὶ τὴν ἔκδηλη ἀγάπη της γιὰ τὸ λαό.

Το 414, σὲ ἡλικία μόλις δεκαέξι ἐτῶν ἀναδείχτηκε Αὐγούστα, μὲ τὴ θέληση τοῦ ἀδελφοῦ της Θεοδοσίου. Ὑπῆρξε δὲ πραγματικὸς ἡγεμόνας τοῦ ἀπέραντου βυζαντινοῦ κράτος, ὡς τὸ τέλος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου (450), τὸ ὁποῖο σημείωσε ἡμέρες δόξας, χάρις στὴν συγκυβέρνηση μὲ τὴν δυναμικὴ καὶ σώφρονα Πουλχερία. Ἡ ἴδια ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ στὸ λαό. Ἀποφάσισε νὰ μείνει σὲ ὅλη τὴ στὴ ζωὴ παρθένος καὶ γι’ αὐτὸ φοροῦσε συνεχῶς τὴ μοναχικὴ καλύπτρα. Προσευχόταν καὶ νήστευε, μὴ συμμετέχοντας στὰ πολυτελῆ τραπέζια τοῦ παλατίου. Παράλληλα ἄρχισε τὴν ἀναδιοργάνωση τοῦ κράτους μὲ τὴν ἐποπτεία της. Ἀναδιοργάνωσε τὸ στρατό, ἐξασφαλίζοντας ἐξωτερικὴ ἀσφάλεια καὶ εὐημερία στοὺς ὑπηκόους. Σὲ κάθε τῆς ἀπόφαση προηγοῦνταν θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεό. Φρόντισε δὲ νὰ ἔχει κοντά της εὐσεβεῖς καὶ εἰδήμονες συμβούλους ὅλα τα χρόνια της ἐξουσία της.

Ἀσκούσε μεγάλη ἐπιρροὴ στὸν ἀδελφό της αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, στερούμενος, ὅπως προαναφέραμε, προσόντων καὶ ἀποφασιστικότητας, στὴν ὁποία ἄκουε καὶ ὑπολήπτονταν καὶ ἔτρεφε γιὰ τὸ πρόσωπό της ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη. Ὁ δὲ λαὸς τὴν ὑπεραγαποῦσε, γιὰ τὴ συνετὴ καὶ φιλολαϊκή της διακυβέρνηση.

Ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ τὴν ὤθησε νὰ νυμφεύσει τὸν Θεοδόσιο, μὲ τὴ λόγια κόρη τοῦ ἀθηναίου φιλοσόφου Ἠρακλείτου Ἀθηναΐδα, ἡ ὁποία ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη, βαπτίσθηκε καὶ ὀνομάστηκε Εὐδοκία. Σκοπὸς τῆς Πουλχερίας ἦταν νὰ μεταλαμπαδευτεῖ στὴ Βασιλεύουσα ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Καὶ πράγματι, ἡ Ἀθηναΐδα ἔφερε μαζί της ἑκατοντάδες φιλοσόφους καὶ διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι μετέβαλαν τὴν Κωνσταντινούπολη σὲ «μικρὴ Ἀθήνα». Μεγάλης σημασίας γεγονὸς ὑπῆρξε ἡ ἵδρυση, τὸ 425, μὲ τὴ φροντίδα τῆς Πουλχερίας καὶ τὴν ἀρωγὴ τῆς Εὐδοκίας, τὸ φημισμένο «Πανδιδακτήριο» (Πανεπιστήμιο) τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ πρῶτο ὀργανωμένο πανεπιστήμιο τῆς Εὐρώπης καὶ τοῦ κόσμου! Ἐπίσης σημαντικὸ γεγονὸς ὑπῆρξε καὶ ἡ καθιέρωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὡς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ κράτους. Τὰ δύο αὐτὰ μεγάλα γεγονότα ὑπῆρξαν ἡ ἀπαρχὴ για τον ἐξελληνισμὸ τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους.

Ἡ Πουλχερία πρωτοστάτησε καὶ γιὰ τὴν περιφρούρηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Με δική της δυναμικὴ παρέμβαση, πέτυχε νὰ πείσει τὸν Θεοδόσιο νὰ συγκαλέσει τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431), ἡ ὁποία καταδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Φρόντισε ἀκόμα νὰ χτίσει λαμπρους ναούς, ὅπως τὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μοναστήρια, ὅπως τὶς Μονὲς Ἐσφιγμένου καὶ Ξηροποτάμου στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἵδρυσε πλῆθος εὐαγῶν ἱδρυμάτων (νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, κλπ), ὅπου ἔβρισκαν ἀνακούφιση χιλιάδες ἐνδεεῖς. Τὸ 438 φρόντισε νὰ ἀρθεῖ μιὰ μεγάλη ἀδικία ποὺ διέπραξαν οἱ γονεῖς τῆς Ἀρκάδιος καὶ Εὐδοξία. Νὰ ἀποκαταστήσει τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ νὰ μεταφέρει τὰ λείψανά του στὴ Βασιλεύουσα, παρακαλώντας γονατιστὴ τὸν ἅγιο νὰ συγχωρήσει τοὺς διῶκτες τοῦ γονεῖς της.

Οἱ αἱρετικοὶ νεστοριανοὶ τὴν μισοῦσαν θανάσιμα καὶ πέτυχαν μὲ συκοφαντίες, νὰ τὴν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀλλὰ γιὰ λίγο, διότι τὸ 450 πέθανε ὁ Θεοδόσιος καὶ ἔμεινε αὐτή, ὡς ἡ μόνη νόμιμη διάδοχός του θρόνου. Ὄντας 52 ἐτῶν νυμφεύτηκε τὸν εὐσεβῆ συγκλητικὸ Μαρκιανὸ (450-457), στὸν ὁποῖο παρέδωσε τὸ θρόνο, μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ σεβαστεῖ τὴν ἀπόφασή της νὰ μείνει παρθένα. Ἐκεῖνος σεβάστηκε τὴν ἀπόφασή της, διότι ἦταν τὸ ἴδιο θεοσεβὴς μὲ τὴν Πουλχερία. Το 451 συγκάλεσαν τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα, ἡ ὁποία καταδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ο Μαρκιανὸς καὶ ἡ Πουλχερία εἶχαν μιὰ σύντομη βασιλεία, τὴν ὁποία ἀφιέρωσαν στὴ στήριξη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν φιλανθρωπία.

Το 453 σὲ ἡλικία πενήντα τεσσάρων ἐτῶν κοιμήθηκε εἰρηνικὰ ἡ Πουλχερία, ἀφιερώνοντας τὴν περιουσία της στοὺς φτωχούς. Τὴ θρήνησε ὁλόκληρη ἡ αὐτοκρατορία καὶ ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀνακήρυξε ἁγία. Η μνήμη τῆς ἑορτάζεται στὶς 10 Σεπτεμβρίου. Ο Μαρκιανὸς κοιμήθηκε τὸ 457 καὶ ἀνακηρύχτηκε καὶ αὐτὸς ἅγιος.

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοὺ
Πηγὴ

Κοντάκιον τῆς Ἁγίας. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν σεπτήν σου σήμερον, πανηγυρίζομεν μνήμην, καὶ πιστῶς δοξάζομεν, τὸν στεφανώσαντα ταύτην, στέμμασι, τῆς παρθενίας πανακηράτοις, κάλλεσιν, Ὀρθοδοξίας διαυγεστάτοις, Πουλχερία στεφηφόρε, πρεσβείαν ποίει, ὑπὲρ ἠμῶν πρὸς Θεόν.

Ὁ Οἴκος.
Κάλλη οὐράνια ἐκμανθάνειν, καὶ πέρατα γῆς ἐρευνᾶν, πολυπόνον ἐστὶν ἔργον, καὶ δυσνόητον, ὥσπερ οὒν ἀστέρας οὐρανοῦ, καὶ ψάμμον θαλάσσης, ἀριθμῆσαι ἀδύνατον, οὕτως οὐδὲ Πουλχερίας, τὰς εὐποιΐας, καὶ ἀγαθοεργίας, καὶ τὴν σωφροσύνην καὶ εὐσέβειαν εἰπεῖν ἱκανῶς, τοσούτοις αὐτὴν χαρίσμασιν, ἐκόσμησεν ὁ Κύριος, Οὗ τὴν πίστιν ἐτήρησεν ἀδιάφθορον, κηρύξασα τὴν ἀειπάρθενον Αὐτοῦ Μητέρα Θεοτόκον, καὶ Αὐτὸν Θεάνθρωπον τέλειον, ἐκ δύο φύσεως τελείων, εἰς μίαν ἀσύγχυτον ὑπόστασιν, ὢ καὶ πρεσβεύει ὑπὲρ ἠμῶν ὡς Θεῶ.