αρχείο λήψης (3)(Β’ Μακ. 6,18- 7,42)

Πρόλογος
Στὸν δεύτερο π.Χ. αἰώνα οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀντιμετώπισαν πρωτοφανῆ πίεσι ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς τους Σελευκίδες, διαδόχους του Μ. Ἀλεξάνδρου, νὰ ἀρνηθοῦν τὴν θρησκεία τους καὶ νὰ προσχωρήσουν στὴν εἰδωλολατρεία. Οἱ διωγμοὶ ἦταν σκληροὶ καὶ μάλιστα γιὰ τριάμιση χρόνια ἐπί Ἀντιόχου Δ’ τοῦ Ἐπιφανοῦς, ὁπότε ἐκδηλώθηκε τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀντίθεης μανίας. Δημιουργήθηκαν λαμπροί μάρτυρες, ὁλοζώντανες ἀποδείξεις τῆς δυνάμεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὰ μαρτύρια αὐτὰ ποὺ χρονικὰ τοποθετοῦνται στὶς ἔσχατες ἡμέρες τῆς Π. Διαθήκης, προεικονίζουν ἀντίστοιχους ἄθλους ποὺ θὰ λάβουν χώρα στὶς ἔσχατες ἡμέρες τῆς Κ. Διαθήκης, στὰ τριάμιση χρόνια ποὺ θὰ ἐκδηλωθῆ τὸ ἀντίθεο μένος τοῦ Ἀντίχριστου.

Μακκαβαῖοι ἢ Ἀσμοναῖοι λέγονταν οἱ ἀπόγονοι τοῦ ἱερέα Ματταθία, πατέρα πέντε γυιῶν ποὺ πολέμησαν γενναία τους Σελευκίδες. Ἡ ὀνομασία «Μακκαβαῖοι» προῆλθε ἀπὸ τὸν τρίτο γυιὸ τοῦ Ματταθία, τὸν Ἰούδα ποὺ ἐπικλήθηκε Μακκαβαῖος, διότι σφυροκόπησε τούς ἐχθροὺς («μακκάμπα=σφυρί).
Ἐδῶ παρουσιάζομε τὸ μαρτύριο ἑπτὰ ἀδελφῶν μὲ τὴν μητέρα τους καὶ τὸν πνευματικό τους πατέρα Ἐλεάζαρο. Ἐκ παραδόσεως ξέρουμε ὅτι τὸ ὄνομα τῆς μητέρας ἤταν Σολομονή πού σημαίνει εἰρηνική, καὶ τῶν παιδιῶν της, Ἀβείμ, Ἀντώνιος, Γουρίας, Ἐλεάζαρος, Εὐσέβωνας, Ἀχείμ καί Μάρκελλος. Ἐμαρτύρησαν στὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας Ἀντιόχου Δ’ τοῦ Ἐπιφανοῦς, πρὶν ξεσπάση ἡ μακκαβαϊκὴ ἐπανάστασις μὲ τὸν Ἰούδα. Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ ἐνωρὶς ἐτίμησε τὴν μνήμη τους. Ἡ ἑορτὴ τοὺς ἄγεται στὴν 1η Αυγούστου. Τέτοια ἡμέρα ἐξεφώνησε καὶ ὁ ἅγιος Γρηγοριος ὁ Θεολόγος την ὁμιλία του «Εἰς Μακκαβαίους» τὴν ὁποία παραθέτουμε ἐδῶ σε μετάφρασι καὶ μὲ κάποια σχόλια. Οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου πάντα ἀποζητοῦν τὰ σχόλια, διότι ἔχουν πυκνότητα καὶ βάθος νοημάτων.
Τὸ συγκινητικὸ μαρτύριο γίνεται ἀκόμη πιὸ συγκινητικὸ μὲ τὸν ἀπαράμιλλο κάλαμο τοῦ ἱεροῦ Πατρός. Ἃς σημειωθῆ ὅτι σώζονται καὶ τρεῖς ὡραῖες ὁμιλίες γιὰ τοὺς Μακκαβαίους τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως φυλάσσεται ἄφθαρτο τό λείψανο τῆς ἁγίας Σολομονῆς.

+ Ἀρχιμ.ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ


Κείμενο
1.Καὶ οἱ Μακκαβαῖοι; Γι’ αὐτοὺς εἶναι τούτη ἡ πανήγυρις. Συμβαίνει νὰ μὴ τοὺς τιμοῦνε καὶ τόσο διότι δὲν μαρτύρησαν στὴν χριστιανικὴ περίοδο. Ἀξίζει ὅμως ὅλοι νὰ τοὺς τιμοῦν, διότι ἔδειξαν καρτερία χάριν τῆς πατροπαράδοτης πίστεως. Αὐτοὶ ποὺ ἀναδείχθηκαν μάρτυρες πρὶν ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, τί θὰ κατόρθωναν ἄραγε, ἂν διώκονταν μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ μιμοῦνταν τὸ θάνατό του γιὰ μᾶς; Ἀφοῦ καὶ χωρὶς τέτοιο μεγάλο παράδειγμα, φάνηκαν τόσο σπουδαῖοι στὴν ἀρετή, πῶς δὲν θὰ φαίνονταν γενναιότεροι ἂν ἀντιμετώπιζαν τοὺς κινδύνους ἔχοντας ἐμπρός τους τέτοιο παράδειγμα;
Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἕνα πράγμα μυστικὸ καὶ ἀπόρρητο, ποὺ σὲ μένα φαίνεται πολὺ πιστευτό, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τούς φιλόθεους, ὅτι δηλαδὴ κανένας πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔφθασε στὴν τελειότητα, χωρὶς νὰ τὸν βοηθήση σ’ αὐτὸ ἡ πίστις στὸν Χριστό. Διότι ὁ Λόγος (σημαίνει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος) ἦρθε μὲν καὶ μίλησε φανερὰ ἀργότερα στὸν χρόνο ποὺ ἐκεῖνος διάλεξε, ἀλλ’ ὅμως γνωρίσθηκε καὶ προηγουμένως στοὺς καθαροὺς στὴν διάνοια. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ πολλοὺς ποὺ πρὸ Χριστοῦ ἐτιμήθηκαν (Ὅπως π.χ. ἀπὸ τὰ περιστατικὰ ποὺ συνδέονται μὲ τὸν Μωυσῆ. Τὸ θεϊκὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὡς φωτιὰ στὴν βάτο (Ἐξοδ. 3,2) γιὰ νὰ τὸν διορίση ἐλευθερωτὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄσαρκος Λόγος. Γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται συγχρόνως καὶ «ἄγγελος Κυρίου» καὶ «Κύριος». Ἔτσι ἑρμηνεύουν τὴν περικοπὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους).
2. Ὄχι λοιπὸν νὰ τοὺς περιφρονήσουμε διότι ἐμαρτύρησαν πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρό, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἐπαινέσουμε διότι ἐμαρτύρησαν κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ τοὺς θεωρήσουμε ἄξιους ἐγκωμιαστικῶν λόγων. Αὐτό, ὄχι γιὰ νὰ πάρουν κι ἄλλη δόξα (ποιά; ἀφοῦ οἱ πράξεις τοὺς εἶναι ἔνδοξες), ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξασθοῦν οἱ ἐγκωμιάζοντες καὶ νὰ παρακινηθοῦν στὴν ἀρετὴ οἱ ἀκροατές, καθὼς ἡ ἀνάμνησις θὰ τοὺς κεντρίζη σὲ ὅμοια ἀγωνίσματα.
Ποιοὶ ἦταν οἱ Μακκαβαίοι καί ἀπὸ ποὺ κατάγονταν καὶ ποιὸ ξεκίνημα ἔκαναν στὴν διαπαιδαγώγησι καὶ μόρφωσί τους ὥστε νὰ προοδεύσουν τόσο πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν δόξα, καὶ νὰ τιμῶνται κάθε ἔτος μὲ πομπὲς καὶ πανηγύρεις, καὶ νὰ ἐναποτίθεται ἀκόμη μεγαλύτερη δόξα ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ μέσα στὶς ψυχὲς ὅλων, αὐτὰ θὰ τὸ δείξη στοὺς φιλομαθεῖς καὶ φιλόπονούς το βιβλίο ποὺ γράφει γι’ αὐτούς. Αὐτὸ τὸ βιβλίο φιλοσοφεῖ γιὰ τὸν λογισμὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι αὐτοκράτορας τῶν παθῶν καὶ κυρίαρχός της κλίσεως πρὸς τὰ δύο μέρη, τῆς ἀρετῆς δηλαδὴ καὶ τῆς κακίας. Παρουσιάζει καὶ πολλὰ ἄλλα μαρτύρια, κυρίως ὅμως τὰ κατορθώματα τούτων (Ἐννοεῖ τὸ Δ’ Μακκαβαίων. Ἀλλὰ καὶ στὸ Β’ γίνεται σχετικὸς λόγος. Τὸ Β’ Μακκαβαίων ἀποτελεῖ βιβλίο τοῦ κανόνος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ περιγράφει μία φάσι τῆς μακκαβαϊκῆς ἐπαναστάσεως ἐναντίον τῶν Σελευκιδῶν, καὶ παρέχει ἐνδιαφέροντα γιὰ τὸν μεταγενέστερο Ἰουδαϊσμὸ Ἱστορικὰ καὶ θρησκευτικὰ στοιχεῖα. Τὸ Δ’ Μακκαβαίων εἶναι βιβλίο οἰκοδομητικοὺ καὶ φιλοσοφικοῦ περιεχομένου – φιλοσοφεῖ πάνω στὸν εὐσεβῆ καὶ ἡγεμόνα λογισμὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὰ πάθη – καὶ δὲν ἀνήκει στὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Γραφῆς. Ὡστόσο λόγω τῆς σπουδαιότητας τοῦ τίθεται ἐν παραρτήματι, στὸ τέλος τῆς Π. Διαθήκης). Σὲ μένα εἶναι ἀρκετὸ νὰ πῶ τὰ ἑπόμενα:
3.Ἐδῶ βλέπουμε τὸν Ἐλεάζαρο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῶν μαρτύρων τῶν πρὸ Χριστοῦ, ὅπως ἦταν μετὰ τὸν Χριστὸ ὁ Στέφανος, ἄνδρας Ἱερεὺς καὶ γέροντας, κατάλευκος στὰ μαλλιά, λαμπρὸς καὶ στὴν φρόνησι. Προηγουμένως προσέφερε θυσίες καὶ προσευχὲς χάριν τοῦ λαοῦ. Τώρα ὅμως προσφέρει ἄριστο θύμα στὸν Θεὸ τόν ἑαυτό του. Αὐτὴ ἡ προσφορὰ καθαρίζει ὅλο το λαὸ καὶ ἀποτελεῖ αἴσιο πρόλογο τοῦ μαρτυρικοῦ ἀγῶνος, παραίνεσι ποὺ ἐκδηλώνεται καὶ μὲ τὴν ὁμιλία καὶ μὲ τὴν σιωπή. Προσφέρει ἀκόμη καὶ τὰ ἑπτὰ παιδιά, τὸν καρπὸ τῆς δικῆς του διαπαιδαγωγήσεως, «θυσία ζωντανή, ἅγια, εὐάρεστη στὸν Θεὸ»(Ρωμ. 12,1), ἀπὸ κάθε Ἱεροτελεστία τοῦ Νόμου λαμπρότερη καὶ καθαρότερη.
Καὶ εἶναι πάρα πολὺ νόμιμο καὶ δίκαιο τό νὰ ἀποδίδουμε στὸν (πνευματικὸ) πατέρα τὰ κατορθώματα τῶν παιδιῶν.
Ἐκεῖ βλέπουμε τὰ γενναῖα καὶ μεγαλόψυχα παιδιά, τὰ εὐγενικὰ βλαστάρια τῆς εὐγενοῦς μητέρας, τοὺς φιλότιμους ἀγωνιστὲς τῆς ἀλήθειας, τοὺς ὑψηλότερους ἀπὸ ὅλους ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τοῦ Ἀντιόχου (Κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἐξουσίασαν οἱ διάδοχοι τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ Παλαιστίνη μὲ τὴν Συρία καὶ τὴν Νοτιοδυτικὴ Ἀσία ὑπαγόταν στοὺς Σελευκίδες. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Ἀντιοχος Δ’ ὁ Ἐπιφανὴς κατὰ τὰ ἔτη 169-168 κ.ἐξ. ἐκήρυξε ἀπηνῆ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Ἀπαγόρευσε τὶς θυσίες καὶ τὴν περιτομή, κατάργησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ τὶς ἑορτές, ἔκαψε τὰ θρησκευτικὰ βιβλία, ἐνῶ παράλληλα ἐπέβαλε βίαια τὴν εἰδωλολατρία, στήνοντας στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ στὸ ὅρος Γαριζὶν ἀγάλματα τοῦ Δία. Καὶ τὸν χειμώνα τοῦ 167 π.χ. ἔθεσε τὴν Ἰουδαϊκὴ θρησκεία ἐκτὸς νόμου), τοὺς γνήσιους μαθητὲς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, τοὺς ἀκριβεῖς τηρητὲς τῶν πατροπαράδοτων ἐθίμων, τοὺς ἑπτὰ στὸν ἀριθμὸ – ἀριθμὸ ποὺ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους καὶ ποὺ τιμᾶται μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἕβδομης ἡμέρας τῆς ἀναπαύσεως. Τὰ βλέπουμε αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ εἶναι μία πνοή, νὰ βλέπουν πρὸς τὸ ἴδιο σημεῖο, νὰ γνωρίζουν ἕνα δρόμο ζωῆς ποὺ εἴναι ὁ θάνατος γιὰ τὸν Θεό, νὰ εἶναι ἀδέλφια ὄχι λιγώτερο πνευματικὰ ἂπ’ ὅ,τι σωματικά,νὰ ζηλεύη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ τὸν θάνατο- ὢ θαυμαστὸ πράγμα! -νὰ ἁρπάζουν πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα σὰν θησαυροὺς τὰ βασανιστήρια, νὰ ἐκθέτουν σὲ κίνδυνο τὴν ζωή τους γιὰ χάρι τοῦ «παιδαγωγοῦ» (Ὅπως ὁ «παιδαγωγὸς» δοῦλος ἐπήγαινε τὸ παιδὶ τοῦ κυρίου του στὸ σχολεῖο, ἔτσι καὶ ὁ νόμος τοῦ Μωυσῆ ὠδηγοῦσε τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ στὸν Χριστό, στὸν μεγάλο Διδάσκαλο.) Νόμου, νὰ φοβοῦνται ὄχι τόσο τὰ παρόντα βασανιστήρια, ἀλλὰ νὰ ἐπιζητοῦν τὰ ἑπόμενα, ἔχοντας ἕνα μόνο φόβο νὰ μὴ κουρασθῆ ὁ δήμιος καθὼς βασανίζει καὶ ἀποχωρήσουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀστεφάνωτοι, καὶ παρὰ τὴν θέλησί τους χωρίσουν ἀπὸ τὰ ἀδέλφια τοὺς νικώντας νίκη κακὴ μὲ τὸ νὰ κινδυνεύσουν νὰ μὴ μαρτυρήσουν.
4. Βλέπουμε ἐκεῖ τὴν ἀποφασιστικὴ καὶ γενναία μητέρα ποὺ ἀγαπᾶ τὰ παιδιὰ της ἀλλὰ καὶ τὸν Θεὸ συγχρόνως, καὶ ποὺ σπαράσσονται τὰ σπλάγχνα τῆς ἀντίθετα πρὸς τὴν φύσι. Γιατί δὲν λυπόταν τὰ παιδιὰ τῆς ὅταν ὑπέφεραν, ἀλλὰ ἀγωνιοῦσε μήπως καὶ δὲν μαρτυρήσουν. Οὔτε τόσο λαχταροῦσε αὐτὰ ποὺ ἔφυγαν, ὅσο εὐχόταν νὰ προστεθοῦν σ’ ἐκεῖνα καὶ τὰ ὑπόλοιπα καὶ γι’ αὐτὸ τὰ λόγια τῆς ἀναφέρονταν περισσότερο σ’ αὐτά, παρὰ σ’ ἐκεῖνα ποὺ μετέστησαν. (Καὶ πολὺ σωστὰ) διότι σ’ αὐτά, ἦταν ἀμφίβολος ὁ ἀγώνας, ἐνῶ σ’ ἐκεῖνα ἐξασφαλίσθηκε τὸ κατάλυμα. Καὶ ἐκεῖνα ἤδη τὰ παρέθετε στὸν Θεό, ἐνῶ αὐτὰ φρόντιζε πὼς νὰ τὰ δεχθῆ ὁ Θεός.
Ὢ ἀνδρεία ψυχὴ σὲ γυναικεῖο σῶμα! Ὢ θαυμαστὴ καὶ μεγαλόψυχη (πνευματικὴ) πρόοδος! Ὢ θυσία ὅμοια μὲ τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ μὴ τολμήσουμε καὶ ποῦμε μεγαλύτερη! Διότι ὁ μὲν Ἀβραὰμ προσφέρει μὲ προθυμία ἕνα γυιό, ἔστω κι ἂν ἦταν μονογενὴς καὶ γεννημένος μὲ ὑπόσχεσι καὶ φορτωμένος τὴν ὑπόσχεσι, καὶ ποὺ ἀκόμη περισσότερο ἔγινε ἀπαρχή, (ξεκίνημα), καὶ ρίζα τῶν θυσιῶν αὐτοῦ του εἴδους, ἐνῶ αὐτὴ ἡ γυναίκα ἀφιέρωσε στὸν Θεὸ ὁλόκληρο στράτευμα παιδιῶν. Αὐτὴ ἐνίκησε καὶ μητέρες καὶ Ἱερεῖς ὅσον ἀφορᾶ τὶς θυσίες, διότι προσέφερε θύματα πρόθυμα γιὰ σφαγή, ὁλοκαυτώματα λογικά, σφάγια ποὺ βιάζονταν νὰ θυσιασθοῦν. Αὐτὴ ἔδειχνε τοὺς μαστούς της καὶ θύμιζε τὴν ἀνατροφή τους καὶ πρόβαλλε τὰ λευκὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γηρατειά της σὰν ἱκεσία. Δὲν ζητοῦσε νὰ σώση τὴν ζωή τους, ἀλλὰ τοὺς βίαζε γιὰ τὸ μαρτύριο, θεωρώντας κίνδυνο τὴν ἀναβολὴ καὶ ὄχι τὸν θάνατο.
Αὐτὴ τίποτε δὲν τὴν ἔκαμψε οὔτε τὴν ἐξασθένησε οὔτε τῆς λιγόστεψε τὴν τόλμη· οὔτε τὰ προτεινόμενα ὄργανα ἐξαρθρώσεως οὔτε οἱ τροχοὶ ποὺ ξεπρόβαλαν οὔτε οἰ τροχαντῆρες (Οἱ τροχαντῆρες ἦταν βασανιστικὰ ὄργανα ὅμοια μὲ τοὺς τροχούς. Μὲ τροχὸ μαρτύρησαν μεταξὺ ἄλλων ὁ ἅγιος Γεώργιος καὶ ἡ ἁγία Αἰκατερίνη. Ὀδυνηρὸ μαρτύριο) οὔτε οἱ καταπέλτες οὔτε οἱ αἰχμὲς τῶν σιδερένιων νυχιῶν οὔτε τὰ ξίφη ποὺ ἀκονίζονταν οὔτε τὰ καζάνια ποὺ ἔβραζαν οὔτε ἡ φωτιὰ ποὺ δυνάμωνε οὔτε ὁ τύραννος ποὺ ἀπειλοῦσε οὔτε ὁ λαὸς οὔτε οἱ λογχοφόροι ποὺ βιάζονταν οὔτε τὰ συγγενικὰ πρόσωπα ποὺ ἀντικρυζε, οὔτε τὰ μέλη τοῦ σώματος ποὺ διασπώνταν οὔτε οἱ σάρκες ποὺ ξύνονταν οὔτε τὰ ρυάκια τῶν αἱμάτων οὔτε ἡ νεότητα ποὺ καταστρεφόταν οὔτε τὰ παρόντα δεινὰ οὔτε τὰ ἀναμενόμενα λυπηρά. Δὲν τὴν ἔκαμψε ἀκόμη καὶ ἐκεῖνο ποὺ γιὰ ἄλλους σὲ παρόμοιες περιπτώσεις εἶναι ἀσήκωτο, ὁ ἀργὸς χρόνος τῶν μαρτυρίων. Γι’ αὐτὴν τοῦτο ἦταν τὸ πιὸ ἀνάλαφρο, διότι ἀπελάμβανε τὸ θέαμα. Συνέβαινε νὰ ἀργοποροῦν κάπως τὰ μαρτύρια. Αὐτὸ ὀφειλόταν ὄχι μόνο στὴν ποικιλία τῶν βασανιστηρίων ποὺ ὅλα μαζί τα καταφρονοῦσαν, ὅπως δὲν θὰ καταφρονοῦσε κάποιος ἕνα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ προσέτι στὰ πολύμορφα λόγια τοῦ διώκτη, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε ἔβριζε, ἄλλοτε ἀπειλοῦσε, ἄλλοτε ἐθώπευε. Τί ἤθελες καὶ δὲν ἔκανε γιὰ νὰ ἐπιτυχῆ αὐτὰ ποὺ ἔλπιζε.
5. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀποκρίσεις βεβαίως τῶν παιδιῶν πρὸς τὸν τύραννο διακρίνονται γιὰ τόση σοφία καὶ γενναιότητα, ὥστε ὅλοι οἱ ἔπαινοι τῶν ἄλλων μαζεμένοι νὰ ὑπολείπωνται ἂν συγκριθοῦν μὲ τὴν δική τους ἐγκαρτέρησι. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐγκαρτέρησίς τους ὑπολείπεται ἂν συγκριθῆ μὲ τὰ συνετὰ λόγια τους. Καὶ σ’ αὐτοὺς μόνο συνέβη νὰ ὑποφέρουν τέτοια βασανιστήρια καὶ νὰ ἀποκρίνωνται μὲ τόση σοφία στὶς ἀπειλὲς τοῦ διώκτη καὶ στοὺς φόβους ποὺ ξεπρόβαλλαν. Καὶ πουθενὰ δὲν νικήθηκαν τὰ γενναῖα παιδιὰ καὶ ἡ γενναιότερη μητέρα. Αὐτὴ ἀφοῦ ἀναδείχθηκε ἀνώτερη ἀπὸ ὅλους καὶ ἀφοῦ ἀνέμειξε τὸ (μητρικὸ) φίλτρο μὲ τὴν τόλμη, προσέφερε τὸν ἑαυτό της στὰ παιδιὰ ἐντάφιο δῶρο ἀκολουθώντας τα στὸν θάνατο. Καὶ πῶς ἔγινε αὐτό; Προχώρησε θεληματικὰ στοὺς κινδύνους (Ἡ θεληματικὴ προσέλευσις τῆς μητέρας πρὸς τὸ μαρτύριο ἔχει τὴν ἔννοια νὰ μὴ ἐγγίσουν ἄναγνα χέρια τὸ σῶμα της. Στὸ Δ’ Μάκ. 17,1 διαβάζουμε: «Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες διηγοῦνταν ὅτι σὰν ἦρθε ἡ σειρά της νὰ μαρτυρήση, ρίχτηκε μόνη της στὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴ ἐγγίση κανεὶς τὸ σῶμα της» – «ἴνα μὴ ψαύσειε τὶς τοῦ σώματος ἐαυτῆς»). Καὶ μὲ ποιὰ ἐπιτάφια λόγια; Καλὰ εἶναι βέβαια καὶ τὰ λόγια τῶν παιδιῶν πρὸς τὸν τύραννο καὶ καλύτερα ἀπὸ καλά. Καὶ γιατί ὄχι; Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀντιμετώπισαν καὶ ἐπολέμησαν τὸν τύραννο. Καλύτεροι ὅμως οἱ λόγοι τῆς μητέρας ποὺ πρῶτα ἦταν ἐνθαρρυντικοὶ καὶ ἔπειτα ἐπιτάφιοι.
Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ λόγοι τῶν παιδιῶν; Γιατί εἶναι καλὸ νὰ σᾶς τοὺς θυμίσω γιὰ νὰ ἔχετε παράδειγμα ὄχι μόνο μαρτυρίου ἀλλὰ καὶ λόγων μαρτύρων σὲ τοῦτα τὰ χρόνια. Τοῦ ἑνὸς ἦταν διαφορετικοὶ ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀνάλογα πὼς τὸν ἐξώπλισε τὸν καθένα ἡ ὁμιλία τοῦ τυράννου ἢ ἡ σειρὰ τῶν μαρτυρίων ἢ ἡ φιλοτιμία τῆς ψυχῆς. Ἂν θέλαμε νὰ παρουσιάσουμε τὸν τύπο τῶν λόγων τους, θὰ σημειώναμε τὰ ἑξῆς:
-Γιὰ μας, ὢ Ἀντίοχε καὶ ὅλοι ὅσοι παρίστασθε ἐδῶ, ἕνας εἶναι βασιλεὺς ὁ Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δημιουργηθήκαμε καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο θὰ ἐπιστρέψουμε. Καὶ ἕνας εἶναι νομοθέτης ὁ Μωυσῆς, τὸν ὁποῖο δὲν θὰ προδώσουμε οὔτε θὰ προσβάλουμε – τὸ ὁρκιζόμαστε αὐτὸ στοὺς πολλοὺς κινδύνους του γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ στὶς πολλὲς θαυματουργίες του – ἔστω κι ἂν κάποιος ἄλλος Ἀντίοχος μᾶς ἀπειλῆ σκληρότερα ἀπὸ σένα. Μία γιὰ μᾶς εἶναι ἀσφάλεια, ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν καὶ τὸ νὰ μὴ καταπέση ὁ Νόμος μὲ τὸν ὁποῖο περιτειχιζόμαστε. Μία γιὰ μᾶς εἶναι δόξα, τὸ νὰ περιφρονήσουμε κάθε δόξα ποὺ συνδέεται μὲ τὶς μεγάλες σου ὑποσχέσεις. Ἕνας εἶναι γιὰ μᾶς πλοῦτος, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἐλπίζουμε. Καὶ τίποτε γιὰ μᾶς δὲν εἶναι φοβερό, παρὰ τὸ νὰ φοβηθοῦμε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις παραταχθήκαμε καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὠπλισθήκαμε. Μὲ τέτοια παλληκάρια ἔχεις νὰ κάνης.
» Εἶναι γλυκὸς βέβαια τοῦτος ὁ κόσμος καὶ ἡ πατρικὴ γῆ καὶ οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ συνομίληκοι καὶ ὁ μεγάλος τοῦτος καὶ περιβόητος Ναὸς καὶ οἱ πατροπαράδοτες πανηγύρεις καὶ τὰ μυστήρια καὶ ὅλα τα ὑπόλοιπα, στὰ ὁποῖα ἐμεῖς διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πλὴν ὅμως αὐτὰ δὲν εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες καὶ κινδύνους γιὰ τὴν ἀρετή. Γιὰ μᾶς ὑπάρχει ἄλλος κόσμος, πολὺ ὑψηλότερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ βλέπουμε καὶ μονιμώτερος. Ὑπάρχει καὶ ἄλλη πατρίδα ἡ Ἄνω Ἱερουσαλὴμ ποὺ κανένας Ἀντίοχος δὲν θὰ τὴν πολιορκήση οὔτε θὰ περιμένη νὰ τὴν ὑποτάξη, ἡ ἰσχυρὴ καὶ ἄπαρτη. Συγγενεῖς γιὰ μᾶς εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν μέσα τους τὴν θεϊκὴ πνοὴ καὶ γεννήθηκαν γιὰ τὴν ἀρετή. Φίλοι μας, οἱ προφῆτες καὶ οἱ πατριάρχες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πήραμε καὶ τὸν τύπο τῆς θρησκείας κι εὐσέβειάς μας. Συνομίληκοί μας, ὅσοι κινδυνεύουν συγχρόνως σήμερα μαζί μας καὶ δείχνουν ἐγκαρτέρησι. Καὶ ἀπὸ τὸν Ναὸ αὐτὸ ὑπάρχει ἄλλος πιὸ μεγαλοπρεπής, ὁ οὐρανός. Καὶ πανηγύρεις ἔχουμε τὶς ἀγγελικὲς χοροστασίες. Καὶ μυστήριο ἕνα μεγάλο καὶ μέγιστο καὶ ἄγνωστο στοὺς πολλοὺς ἔχουμε τὸν Θεό, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀναφέρονται καὶ τὰ ἐδῶ μυστήρια.
6.»Σταμάτα λοιπὸν νὰ μᾶς ὑπόσχεσαι τὰ μικρὰ καὶ μηδαμινά. Γιατί δὲν θὰ τιμηθοῦμε μὲ τὰ ἄτιμα οὔτε θὰ κερδίσουμε τὰ ἐπιζήμια. Δὲν θὰ κάνουμε τόσο ἄθλιο ἐμπόριο. Σταμάτα νὰ μᾶς ἀπειλῆς γιατί θὰ ἀπειλήσουμε κι ἐμεῖς μὲ τὴν σειρά μας, ὅτι θὰ ἀποδείξουμε τὴν ἀδυναμία σου καὶ ἐπὶ πλέον θὰ σοῦ προβάλουμε κι ἐμεῖς βασανιστήρια. Ἔχουμε κι ἐμεῖς κάποια (ἄλλου εἴδους) φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία τιμωροῦμε τοὺς διῶκτες. Ἔχεις τὴν ἐντύπωσι ὅτι πολεμᾶς μὲ ἔθνη καὶ πόλεις καὶ πολὺ πολὺ ἄνανδρους βασιλεῖς, ποὺ ἄλλοι θὰ νικήσουν, ἄλλοι ἴσως θὰ νικηθοῦν, ἀφοῦ ἄλλωστε δὲν ἀγωνίζονται καὶ γιὰ τόσο σπουδαία πράγματα.
»Ἐσὺ πολεμᾶς τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, τὶς θεοχάρακτες πλάκες, τοὺς πατροπαράδοτους θεσμοὺς ποὺ εἶναι τιμημένοι ἀπὸ τὸν λόγο καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο, ἑπτὰ ἀδελφοὺς ποὺ τοὺς δένει μία ψυχὴ ποὺ θὰ στήσουν ἑπτὰ τρόπαια καὶ θὰ σὲ ἐξευτελίσουν. Πολεμᾶς ἑπτὰ ἀδελφοὺς ποὺ ἂν τοὺς νικήσης δὲν εἶναι σπουδαῖο κατόρθωμα, ἐὰν ὅμως νικηθῆς θὰ ἀποτελῆ πολὺ μεγάλη ἐντροπή. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀπόγονοι καὶ μαθητὲς ἐκείνων ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε ὁ στύλος τῆς φωτιᾶς καὶ τῆς νεφέλης, στοὺς ὁποίους διαχωριζόταν ἡ θάλασσα καὶ σταματοῦσε τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ καὶ ὁ ἥλιος, καὶ ἔβρεχε (οὐράνιο) ψωμί, καὶ ποὺ μὲ τὰ ἁπλωμένα χέρια (τοῦ Μωυσῆ) νικώνταν μυριάδες ἐχθροὶ χτυπημένοι ἀπὸ τὴν προσευχὴ (του) ἐκείνων ποὺ νικοῦσαν θηρία, ποὺ δὲν τοὺς ἔκαιγε ἡ φωτιά, ποὺ ἔκαναν πίσω οἱ βασιλεῖς θαυμάζοντας τὴν γενναιότητά τους.
»Νὰ ποῦμε καὶ κάτι γνωστὸ σὲ σένα. Εἴμαστε μαθητὲς καὶ μύστες τοῦ Ἐλεαζάρου, τοῦ ὁποίου γνώρισες τὴν ἀνδρεία. Ἀγωνίσθηκε πρῶτα ὁ (πνευματικὸς) πατέρας. Θὰ ἀγωνισθοῦν κατόπιν τὰ (πνευματικὰ) παιδιά του. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ ὁ Ἱερεύς. Θὰ φύγουν κατόπιν καὶ τὰ θύματα. Μὲ πολλά μᾶς φοβίζεις, ἀλλὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ περισσότερα. Καὶ τί θὰ μᾶς κάνης, ὢ ὑπερήφανε, μὲ τὶς ἀπειλές σου; Καὶ τί θὰ πάθουμε; Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἰσχυρότερο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ὑποστοῦν τὰ πάντα (Ὡραῖο γνωμικό. «Οὐδὲν ἰσχυρότερ,ν τῶν πάντα παθεῖν ἑτοίμων». Στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συναντᾶς πολὺ ἐκλεκτὰ ἀποφθέγματα μὲ βάθος νοημάτων καὶ μὲ φραστικὸ κάλλος. Νά, μία πρόχειρη δειγματοληψία: «Κάλλιστον τῶν ὄντων καὶ ὑψηλότατον Θεός». «Θεὸν φρᾶσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον». «Χριστὸς ἐφυγαδεύθη εἰς Αἴγυπτον, ἀλλὰ φυγαδεύει τὰ Αἰγυπτίων». «Μικρὸς εἴμι καὶ μέγας, ταπεινὸς καὶ ὑψηλός, θνητὸς καὶ ἀθάνατος, ἐπίγειος καὶ οὐράνιος». «Ὄναρ ἐσμὲν οὒχ ἱστάμενον, φάσμα τί μὴ κρατούμενον, πτῆσις ὀρνέου παρερχομένου, ναῦς ἐπὶ θαλάσσης ὄχνος οὐκ ἔχουσα, κόνις, ἀτμίς, ἑωθινὴ δρόσος, ἄνθος καιρῶ φυόμενον καὶ καιρῶ λυόμενον». Ἐπίσης ἐκεῖνο ποὺ συναντήσαμε πιὸ πάνω, «φοβερὸν οὐδὲν ἥ το φοβηθῆναι τί πρὸ Θεοῦ»).
»Ὢ δήμιοι, γιατί καθυστερεῖτε; Γιατί ἀναβάλλετε; Γιατί τόσο ἀργεῖτε νὰ πάρετε τὴν καλὴ διαταγή; Ποῦ εἶναι τὰ ξίφη; Ποῦ εἶναι τὰ δεσμά; τὰ ζητῶ γρήγορα. Ἃς ἀναφθῆ περισσότερο ἡ φωτιά, ἃς γίνουν πιὸ ἐπιθετικά τα θηρία, πιὸ περιποιημένα τὰ στρεβλωτήρια (Αὐτὲς οἱ φράσεις μᾶς φέρνουν στὴν μνήμη τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, πρὶν φθάση στὴν Ρώμη γιὰ νὰ μαρτυρήση: «Πῦρ καὶ σταυρός, θηρίων τε συστάσεις, ἀνατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοι ὀστέων, συγκοπῆ μελῶν, ἄλεσμοι ὅλου του σώματος, κακαὶ κολάσεις τοῦ διαβόλου, ἐπ’ ἔμε ἐρχέσθωσαν, μόνον ἴνα Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτύχω» (ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους). Ἃς εἶναι ὅλα βασιλικὰ καὶ περισσότερο πολυτελῆ. «Ἐγὼ εἶμαι πρωτότοκος. Θυσίασε μὲ πρῶτο». «Ἐγὼ εἶμαι τελευταῖος. Ἃς ἀλλάξη ἡ σειρά». «Ἃς μπῆ καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς μεσαίους πρῶτος γιὰ νὰ τιμηθοῦμε ἐξ ἴσου ὅλοι». Ἀλλὰ διστάζεις; Μήπως καὶ περιμένεις νὰ ἀλλάξουμε γνώμη; Σοῦ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ πολλὲς φορὲς θὰ σοῦ ἐπαναλάβουμε τὸν ἴδιο λόγο: «Δὲν πρόκειται νὰ φᾶμε τὰ ἀπαγορευμένα ἀπὸ τὸν Νόμο μας φαγητὰ (Ὁ Ἀντιοχος Δ’ εἶχε δώσει διαταγὴ «ἕκαστον τῶν Ἑβραίων κρεὼν ὑείων καὶ εἰδωλοθύτων ἀναγκάζειν ἀπογεύεσθαι» (Δ’ Μακ. 5,2). Ἀπαγορευμένα λοιπὸν φαγητὸ ἐννοεῖ ἐδῶ το χοιρινὸ κρέας καὶ τὶς τροφὲς ποὺ εἶχαν προσφερθῆ σὲ εἰδωλολατρικὲς θυσίες. Στὸ Β’ Μακ. 6,18 ἀναφέρεται ὅτι ἐπιεζαν τὸν Ἐλεάζαρο νὰ ἀνοίξη τὸ στόμα του γιὰ νὰ φάη χοιρινὸ – «ἀναχανῶν ἠναγκάζετο φαγεῖν ὕειον κρέας»). Δὲν θὰ ὑποχωρήσουμε». Πιὸ γρήγορα θὰ σεβασθῆς ἐσὺ τὰ δικά μας, παρὰ θὰ ὑποταχθοῦμε ἐμεῖς στὰ δικά σας. Μὲ λίγα λόγια: «Ἢ νὰ ἐπινοήσης καινούργια βασανιστήρια ἢ νὰ ξέρης ὅτι τὰ περιφρονοῦμε τὰ τωρινά».
7. Καὶ αὐτὰ μὲν τὰ ἔλεγαν στὸν τύραννο. Ὅσα δὲ ἔλεγαν μεταξύ τους σὰν προτροπές, καὶ ὅσα παρατηροῦσες σ’ αὐτούς, ἀποτελοῦν γιὰ τοὺς φιλόθεους ὅ,τι πιὸ ὡραῖο καὶ ἱερὸ καὶ ἀπὸ κάθε θέαμα ἢ ἄκουσμα γλυκύτερο. Ἐγὼ τουλάχιστον γεμίζω ἀπὸ ἀγαλλίασι καθὼς τὰ ἐνθυμοῦμαι. Βρίσκομαι νοερῶς μαζί τους στὸ μαρτύριό τους καὶ νοιώθω χαρὰ καὶ ὑπερηφάνεια μὲ αὐτὴ τὴν διήγησι. Πλησίαζε καὶ ἀγκάλιαζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Γινόταν πανήγυρις σάν νὰ εἶχαν τελεσθῆ ἀθλητικὰ κατορθώματα. Ἐφώναζαν:
-Ἃς προχωρήσουμε, ἀδελφοί, στοὺς κινδύνους. Ἃς προχωρήσουμε χωρὶς ἀργοπορία, ἐν ὄσω βράζει ἀπὸ θυμὸ ἐναντίον μας ὁ τύραννος, μήπως μαλακώση καὶ χάσουμε τὴν σωτηρία. Μᾶς περιμένει πλούσιο τραπέζι. Ἃς μὴν ἀπουσιάσουμε. Εἶναι καλὸ νὰ συνοικοῦν οἱ ἀδελφοί, νὰ συντρώγουν καὶ νὰ συμπολεμοῦν. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο εἶναι νὰ ἐκτίθενται μαζὶ στὸν κίνδυνο γιὰ τὴν ἀρετή. Ἐὰν τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ περίστασις, θὰ ἀγωνιζόμασταν καὶ σωματικὰ γιὰ τὴν πατρικὴ γῆ καὶ κληρονομιά. Εἶναι κι αὐτὸς ἐπαινετὸς θάνατος. Ἀλλὰ τώρα ποὺ δὲν ἀπαιτεῖ κάτι τέτοιο ὁ καιρός, ἃς θυσιάσουμε τὰ σώματά μας. Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Κι ἂν δὲν θανατωθοῦμε τώρα, δὲν θὰ πεθάνουμε κάποτε; Δὲν θὰ ὑποστοῦμε τὶς συνέπειες τῆς γεννήσεως; Ἃς κάνουμε τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία. Ἃς σοφισθοῦμε τὸν θάνατο. Ἃς κάνουμε ἀτομικὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι κοινὸ (δηλ. τὸν θάνατο. Ἃς ἀγοράσουμε μὲ τὸν θάνατο τὴν ζωὴ (Ἡ περικοπὴ αὐτὴ μᾶς φέρνει στὸν νοῦ ἕνα ὑπέροχο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Μ. Βασιλείου, «εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας». «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος· ἀλγεινὴ ἡ πῆξις, ἀλλ’ ἠδεία ἡ ἀνάπαυσις. Μικρὸν ἀναμείνωμεν καὶ ὁ κόλπος ἠμᾶς θάλψει τοῦ πατριάρχου. Μιᾶς νυκτὸς ὅλον αἰώνα ἀνταλλαξώμεθα. Καυθήτω ὁ πούς, ἴνα διηνεκῶς μετ’ ἀγγέλων χορεύη, ἀπορρυήτω ἡ χείρ, ἴνα ἔχη παρρησίαν πρὸς τὸν Δεσπότην ἐπαίρεσθαι… Μὴ ἐκκλίνωμεν, ὢ συστρατιῶται, μὴ δῶμεν νῶτα τῷ διαβόλω. Σάρκες εἰσί, μὴ φεισώμεθα· ἐπειδὴ δεῖ πάντως ἀποθάνειν, ἀποθάνωμεν ἴνα ζήσωμεν»). Ἃς μὴ βρεθῆ κανεὶς ἀνάμεσα μας φιλόζωος οὔτε ἄτολμος. Ἃς δοκιμάση ἀπόγνωσι ὁ τύραννος ὅτι θὰ λυγίση τοὺς ἄλλους (Ἰουδαίους), ἀντιμετωπίζοντας τώρα ἐμᾶς. Καὶ αὐτὸς βέβαια θὰ κανονίση τὴν σειρὰ τῶν βασανιστηρίων, ἐνῶ ἐμεῖς θὰ βάλουμε τὸ τέλος στὴν σειρὰ ἐκείνων ποὺ διώκονται. Ἃς μὴ φιλονικήσουμε γι’ αὐτὸ ἀπὸ ἔνθερμο ζῆλο. Καὶ ὁ πρῶτος ἃς ἀνοίξη στοὺς ἄλλους τὸν δρόμο, καὶ ὁ τελευταῖος ἃς βάλη τὴν σφραγίδα στὴν ἄθλησι. Ἀλλὰ σ’ ὅλων μας τὸ μυαλὸ ἃς σφηνωθῆ ἐξ ἴσου ἡ ἀπόφασις νὰ πάρουμε οἰκογενειακά το στεφάνι (τοῦ μαρτυρίου) καὶ κανέναν ἀπὸ μᾶς νὰ μὴν τὸν κερδίση ὁ διώκτης, πράγμα ποὺ θὰ τὸν κάνη γιὰ ὅλους νὰ καυχᾶται, βράζοντας ἀπὸ κακία. Ἃς φανοῦμε ὁ ἕνας ἀδελφός του ἄλλου καὶ ὡς πρὸς τὴν γέννησι καὶ ὡς πρὸς τὸν θάνατο. Καὶ ὅλοι ἃς ρίχτουμε στοὺς κινδύνους σὰν ἕνας καὶ ὁ καθένας ἀντὶ ὅλων. Ἐσύ, ὢ Ἐλεάζαρε, ἃς μᾶς ὑποδεχθῆς. Ἐσύ, ὢ μητέρα, ἃς ἀκολουθήσης. Ἐσύ, ὢ Ἱερουσαλήμ, θάψε τοὺς νεκρούς σου μεγαλόπρεπα, ἂν κάτι περισσεύη γιὰ τοὺς τάφους. Διηγήσου τὴν ἱστορία μας καὶ δεῖξε τὸ εὐλογημένο πολυάνδριο μνῆμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ μία μητρικὴ κοιλιά, στὶς ἑπόμενες γενεὲς καὶ στοὺς ἐραστές σου (Ἐραστὲς τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶναι οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλίτες ποὺ ἀγαποῦσαν ὁλόψυχα τὸν Θεό, τὸν νόμο του καὶ τὴν λατρεία του στὸν Ναό. Ἀναγωγικὰ θεωρεῖται ὡς Ἱερουσαλήμ, ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία, ὁπότε ἀντιστοίχως θὰ νοηθοῦν καὶ οἱ ἐραστές της).
8. Αὐτὰ εἶπαν καὶ ἔπραξαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ διήγειρε ὁ ἕνας τὸν ζῆλο τοῦ ἄλλου μὲ λόγια ὅμοια μὲ δόντια χοίρων («Ὡς συῶν ὀδόντες» λέει τὸ κείμενο. Σύες εἶναι οἱ χοῖροι. Χτυπητὸ παράδειγμα. Τὰ λόγια παρομοιάζονται μὲ μυτερὰ δόντια χοίρων. Πολλοὶ μεταφραστὲς κατανοοῦν λανθασμένα αὐτὲς τὶς φράσεις). Καὶ περίμεναν (τὰ μαρτύρια) μὲ τὴν σειρὰ τῆς ἡλικίας καὶ μὲ ἴση προθυμία. Αὐτὸ ποὺ ἐλάμβανε χώρα ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς ὁμοεθνεῖς τους αἰτία ὑπερβολικῆς χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ, ἐνῶ γιὰ τοὺς διῶκτες αἰτία φόβου καὶ καταπλήξεως. Αὐτοὶ ποὺ ἐξεστράτευσαν ἐναντίον κάθε ἔθνους, νικήθηκαν τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ὁμοψυχία ἑπτὰ ἀδελφῶν ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν πίστι τους, ὥστε νὰ μὴ τρέφουν πιὰ καλὲς ἐλπίδες γιὰ τοὺς ἄλλους (Ἰουδαίους).
Καὶ ἡ γενναία τους μητέρα καὶ πραγματικὰ ἀντάξια τέκνων μὲ τέτοια καὶ τόσο μεγάλη ἀρετή, τὸ μεγάλο καὶ μεγαλόψυχο ἀνάθρεμμα τοῦ Νόμου, μέχρι τότε ἔνοιωθε ἀνάμεικτα χαρὰ καὶ φόβο καὶ ἦταν στὸ μεταίχμιο τῶν δύο αὐτῶν παθῶν χαρά, γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὰ ἄλλα ποὺ ἔβλεπε φόβο, γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὰ φοβερὰ βασανιστήρια. Καὶ ὅμοια μὲ ὄρνιθα ποὺ στὰ πουλάκια τῆς πλησιάζει φίδι ἢ κάποιος ἄλλος ἐχθρός, πετοῦσε γύρω τους, ἔβγαζε φωνές, παρακαλοῦσε, συναγωνιζόταν. Καὶ τί δὲν ἔλεγε; Καὶ τί δὲν ἔκανε προετοιμάζοντάς τους γιὰ τὴν νίκη; Ἅρπαζε τὶς σταγόνες ἀπὸ τὸ αἷμα, ἐπίανε τὰ κομμάτια ποὺ ξεσχίζονταν ἀπὸ τὰ μέλη, προσκυνοῦσε τὰ λείψανα. Τὸν ἕνα τὸν μάζευε, τὸν ἄλλον τὸν παρέδιδε, τὸν τρίτο τὸν προετοίμαζε (Γιὰ τὴν μητέρα παρατηρεῖ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δὲν ἔβλεπε τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεχε, ἀλλὰ ἔβλεπε τὰ στεφάνια τῆς δικαιοσύνης ποὺ πλέκονταν. Δὲν ἔβλεπε τὶς πλευρὲς ποὺ ἄνοιγαν, ἀλλὰ ἔβλεπε νὰ οἰκοδομοῦνται αἰώνια σκηνώματα. Δὲν ἔβλεπε τοὺς δημίους ποὺ παρέστεκαν, ἀλλὰ τοὺς ἀγγέλους ποὺ τοὺς ἐκύκλωναν» (ὁμιλία 1η, εἰς τούς ἁγίους Μακκαβαίους). «Ἡ (μητρικὴ) φύσις ἔκανε μάχη μὲ τὴν (θεία) χάρι, καὶ ἡ νίκη ἦταν τῆς (θείας) χάριτος» – «φύσις ἐμάχετο χάριτι, καὶ ἡ νίκη τῆς χάριτος ἣν» (ὁμιλ. 2α). Ἡ μητέρα μετὰ τὸ μαρτύριο τῶν παιδιῶν τῆς «ἐδόξαζε τὸν Θεόν, διότι δέχθηκε ὅλο τὸν καρπὸ τῆς κοιλίας της, διότι κανένα δὲν ἀποδοκίμασε, ἀλλὰ τὸ ἐτρύγησε ὁλόκληρό το δένδρο» (ὁμιλ. 2α). Τὰ μαρτυρικὰ σώματα τῶν ἑπτὰ παιδιῶν ὁ Χρυσορρήμων τὰ παρομοιάζει μὲ στεφάνι καὶ τὸ σῶμα τῆς μητέρας ποὺ προστέθηκε σ’ αὐτὰ μὲ πολυτιμότατο πετράδι – «καθάπερ στεφάνω τινι τιμαλφέστατος λίθος» (ὁμιλ. 1η). Ἀπαράμιλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ὅταν ἐγκωμιάζουν τοὺς Ἁγίους).
Φώναζε δυνατὰ σὲ ὅλους:
-Μπράβο, παιδιά μου! Μπράβο, γενναῖοι μου! Μπράβο ἐσεῖς πού, μὲ σῶμα, μοιάζετε σχεδὸν μὲ ἀσώματους! Μπράβο ὑπερασπιστὲς τοῦ Νόμου καὶ τῶν γηρατειῶν μου καὶ τῆς πόλεως ποὺ σᾶς ἀνέθρεψε καὶ σᾶς ὠδήγησε σὲ τόση ἀρετή! Λίγο ἀκόμη καὶ νικήσαμε. Κουράσθηκαν οἱ βασανιστές· τὸ μόνο ποὺ μὲ φοβίζει. Λίγο ἀκόμη καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι καλότυχη ἀνάμεσα στὶς μητέρες κι ἐσεῖς καλότυχα ἀνάμεσα στοὺς νέους. Ἀλλὰ ἀγαπᾶτε μὲ πόθο τὴν μητέρα; Δὲν πρόκειται νὰ χωρισθῶ. Σᾶς τὸ ὑπόσχομαι. Δὲν ἀποστρέφομαι καθόλου τὰ παιδιά μου.
9. Ὅταν τοὺς εἶδε ὅλους τελειωμένους μὲ τὸ μαρτύριο (Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, σχετικὰ μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ παρουσιάζουν τὰ ἑπτὰ μαρτυρικὰ σώματα, παρατηρεῖ: «Μόλις μαρτύρησε καὶ ὁ ἕβδομος, συμπληρώθηκε ἡ ἑπτάχορδη σιωπηλὴ κιθάρα τῶν μαρτύρων» (ὁμιλ. 3η, εἰς τοὺς ἄγ. Μακκαβαίους) καὶ ἔνοιωθε ἀσφάλεια μὲ τὴν συμπλήρωσι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μαρτύρων, ἀνύψωσε πολὺ χαρούμενή το κεφάλι της, σὰν κάποιος Ὀλυμπιονίκης καὶ μὲ ἀνεβασμένο τὸ φρόνημα καὶ τεντωμένα τὰ χέρια ἀνεβόησε δυνατὰ καὶ ἐπίσημα;
-Σ’ εὐχαριστῶ, ἅγιε Πατέρα καὶ σένα Νόμε, ποὺ μᾶς διδάσκεις καὶ μᾶς ἐκπαιδεύεις, καὶ σένα, πατέρα μας Ἐλεάζαρε, ποὺ μαρτύρησες πρὶν ἀπὸ τὰ (πνευματικά) σου τέκνα, διότι δεχθήκατε τοὺς καρποὺς τῶν μητρικῶν μου ὠδίνων. Σᾶς εὐχαριστῶ διότι ἔγινα μητέρα πιὸ ἱερὴ καὶ εὐλογημένη ἂπ’ ὅλες τὶς μητέρες. Τίποτε δὲν ἄφησα στὸν κόσμο. Ὅλα τα παρέδωσα στὸν Θεόν. Τοῦ παρέδωσα τοὺς θησαυρούς μου, τὶς ἐλπίδες τῶν γηρατειῶν μου. Πόσο μεγαλόπρεπα ἔχω τιμηθῆ! Πόσο τέλεια ἔχω γηροκομηθῆ! Ἔχω λάβει, παιδιά μου, τὸν μισθὸ γιὰ τὰ τροφεῖα. Σᾶς εἶδα νὰ ἀγωνίζεσθε γιὰ τὴν ἀρετή, ὅλους σας ἀντίκρυσα μὲ τὸ στεφάνι τῆς νίκης. Τοὺς δημίους τούς βλέπω σὰν εὐεργέτες. Σχεδὸν εὐγνωμονῶ τὸν τύραννο γιὰ τὴν σειρά, ποὺ μὲ φύλαξε τελευταία γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἔτσι ἀφοῦ σὰν σὲ θέατρο παρουσίασα πρῶτα τα παιδιά μου καὶ ἀφοῦ μαρτύρησα μαζὶ μὲ τὸ καθένα, μὲ αἴσθημα ὁλοκληρωμένης ἀσφάλειας θὰ ἀκολουθήσω τὰ ὁλοκληρωμένα θύματα. Δὲν θὰ μαδήσω τὰ μαλλιά μου, δὲν θὰ κομματιάσω τὸν χιτώνα μου, δὲν θὰ ξεσχίσω μὲ τὰ νύχια τὶς σάρκες μου, δὲν θὰ ξεσπάσω σὲ μοιρολόγι, δὲν θὰ φωνάξω μοιρολογίστρες, δὲν θὰ κλεισθῶ στὸ σκοτάδι γιὰ νὰ κάνω καὶ τὸν ἀέρα νὰ θρηνῆ μαζί μου, δὲν θὰ περιμένω παρηγορητές, δὲν θὰ παραθέσω τραπέζι πένθιμο. Αὐτά, ταιριάζουν σε μὴ εὐγενεῖς μητέρες ποὺ εἶναι μόνο κατὰ σάρκα μητέρες, ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν ζωὴ τὰ παιδιὰ τοὺς χωρὶς νὰ συνδέεται ἡ ἀναχώρησις αὐτὴ μὲ κάποια ἔνδοξη Ἱστορία.
»Γιὰ μένα, ὢ φίλτατα παιδιά μου, δὲν πεθάνατε, ἀλλὰ γίνατε ὥριμοι καρποί. Δὲν χαθήκατε, ἀλλὰ ἀλλάξατε τόπο. Δὲν ὑποστήκατε ξέσχισμα, ἀλλὰ σύμπτηξι. Δὲν σᾶς ἅρπαξε ἄγριο θηρίο, δὲν σᾶς καταπόντισε τὸ κύμα, δὲν σᾶς ἀφάνισε ληστής, δὲν σᾶς διέλυσε ἀρρώστεια, δὲν σᾶς κατέστρεψε πόλεμος ἢ κάτι ἄλλο μικρὸ ἢ μεγάλο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Ἂν κάτι τέτοιο σᾶς συνέβαινε, θὰ θρηνοῦσα καὶ μάλιστα ὑπερβολικά. Τότε θὰ φαινόμουνα φιλοτεκνη ἀπὸ τὰ δάκρυα, ὅπως τώρα ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν δακρύζω. Κι αὐτὰ τότε τὰ δάκρυα θὰ ἦταν ἀσήμαντα. Τότε πραγματικὰ θὰ θρηνοῦσα, ὅταν μὲ κακὸ τρόπο θὰ εἴχατε σώσει τὴν ζωή σας, ὅταν θὰ εἴχατε νικηθῆ στὰ βασανιστήρια, ὅταν κάποιον ἀπὸ σᾶς θὰ τὸν εἶχαν νικήσει ὅπως τώρα νικήθηκαν οἱ διῶκτες.
»Ἀλλὰ τώρα ὅλα εἶναι ἔπαινος, χαρά, δόξα, χοροί, εὐθυμίες σ’ ὅσους ὑπολείφθηκαν. Ἐγὼ βέβαια προστίθεμαι στὴν θυσία σας. Θὰ καταταγῶ μαζὶ μὲ τὸν Φινεὲς (Ὁ ζηλωτὴς Ἱερεὺς Φινεὲς στὰ χρόνια του Μωυσῆ ἀντέδρασε στὴν ἠθικὴ πτῶσι τῶν Ἰσραηλιτῶν ποὺ παρεσύρθησαν ἀπὸ τὶς Μαδιανίτισσες. Χρησιμοποίησε τὸ δόρυ του γιὰ νὰ τιμωρήση προκλητικὴ ἀνήθικη πράξι. Ὁ ζῆλος του ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ σταμάτησε τὸ θανατικὸ ποὺ εἶχε ξεσπάσει ἀπὸ θεϊκὴ ὀργὴ στὸ Ἰσραηλιτικὸ στρατόπεδο. Πρβλ. Ἀριθμ. 25, 114). Θὰ δοξασθῶ μαζὶ μὲ τὴν Ἄννα (Ἡ δικαία Ἄννα εἶναι ἡ μητέρα μεγάλου ἅγίου τῆς Π. Διαθήκης. Ἀφοῦ μὲ προσευχὴ λύθηκε ἡ στειρότητά της καὶ ἀπέκτησε τὸν Σαμουήλ, τὸν ἀφιέρωσε τριετῆ στὸν Θεό. Πρβλ. Α’ Βασιλ. 1, 128). (Ὑπερτερῶ ἀπὸ αὐτοὺς) γιατί ὁ μὲν (Φινεὲς) εἶναι ἕνας, ἐνῶ ἐσεῖς τόσοι πολλοὶ ζηλωταὶ ποὺ ἐφονεύσατε μὲ (πνευματικὸ) δόρυ ὄχι σωματική, ἀλλὰ ψυχικὴ πορνεία. Καὶ ἡ μὲν (Ἄννα) προσέφερε στὸν Θεὸ ἕνα παιδὶ θεοσδοτο καὶ σὲ βρεφικὴ ἡλικία, ἐνῶ ἐγὼ ἑπτὰ ἄνδρες καὶ μάλιστα μὲ τὴν θέλησί τους. Ἅς μοῦ συμπλήρωση καὶ ὁ Ἱερεμίας τὸν ἐπιτάφιο λόγο μου, ὄχι ὅμως θρηνώντας, ἀλλὰ ἐγκωμιάζοντας ὅσιο θάνατο: «Ἐλάμψατε περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι, στερεοποιηθήκατε περισσότερο ἀπὸ τὸ γάλα ποὺ γίνεται τυρί, ἔλαμψε περισσότερο ἀπὸ ζαφείρι ἡ ὁμάδα σᾶς» (Θρήν. 4,7) ποὺ γιὰ τὸν Θεὸ γεννήθηκε καὶ στὸν Θεὸ προσφέρθηκε.
»Τί ἀπομένει; Πρόσθεσέ με καὶ μένα, ὢ τύραννε, στὰ παιδιά μου, ἐὰν μπορῆ νὰ ἰδῆ κανεὶς καὶ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ χάρι, γιὰ νὰ γίνη ἐνδοξότερο τὸ ἀνδραγάθημά σου. Μακάρι καὶ νὰ μποροῦσα νὰ δοκίμαζα ὅλα τα μαρτύρια, γιὰ νὰ ἀναμείξω τὰ αἵματά μου μὲ τὰ αἵματά τους καὶ τὶς σάρκες τους μὲ τὶς γέρικες σάρκες μου. Γιὰ χάρι τῶν παιδιῶν ἀγαπῶ καὶ τὰ βασανιστήρια. Ἄν, ὢ τύραννε, δὲν γίνη αὐτό, ἃς ρίξη τουλάχιστον τὴν σκόνη μου στὴν σκόνη τους καὶ ἃς μᾶς ὑποδεχθῆ ἕνας τάφος. Μὴ ἀρνηθῆς ἰσότιμο θάνατο στοὺς ἰσότιμους κατὰ τὴν ἀρετή.
»Χαίρετε, μητέρες! Χαίρετε παιδιά! Ἔτσι νὰ ἀνατρέφετε τὰ παιδιὰ ποὺ γεννήσατε. Ἔτσι νὰ τὰ ἀνατρέφετε. Καλὸ παράδειγμα σᾶς δώσαμε. Νὰ ἄγωνιζεσθε».
10. Αὐτὰ ἔλεγε καὶ προσέθετε τὸν ἑαυτό της στὰ παιδιά της. Μὲ ποιὸ τρόπο; Καταδικάσθηκε στὴν φωτιά. Καὶ ὤρμησε σ’ αὐτὴν σὰν σὲ νυφικὸ θάλαμο, χωρὶς νὰ περιμένη τοὺς δημίους ποὺ θὰ τὴν ὠδηγοῦσαν, γιὰ νὰ μὴν ἐγγίση ἁμαρτωλὸ σῶμα τὸ ἁγνὸ καὶ γενναῖο σῶμα της (Φαίνεται ὅτι δὲν κάηκε πολύ το σῶμα της, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὰ Ἱερὰ λείψανα ποὺ φύλαγαν οἱ Χριστιανοί. Ὅπως σημειώσαμε ὄτι τό λείψανό της σήμερα σώζεται ὁλόκληρο στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως).
Ἔτσι (μὲ τὸ μαρτύριο) ὁ Ἐλεάζαρος ἀπόλαυσε τὴν Ἱερωσύνη. Αὐτὸς ποὺ ἐμυήθηκε τὰ ἐπουράνια μυστήρια καὶ ἐμύησε ἄλλους σ’ αὐτά. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἅγιασε τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ μὲ ἐξωτερικοὺς ραντισμούς, ἀλλὰ μὲ τὸ δικό του αἷμα. Αὐτὸς ποὺ ἐτέλεσε σὰν τελευταῖο μυστήριο τὸν θάνατό του.
Ἔτσι (μὲ τὸ μαρτύριο) τὰ παιδιὰ ἀπόλαυσαν τὰ νειάτα τους, μὴ ὑποκύπτοντας στὶς ἡδονές, ἀλλὰ κυριαρχώντας στὰ πάθη καὶ ἐξαγνίζοντας τὸ σῶμα τους καὶ πηγαίνοντας στὴν χώρα τῆς ἀπαθείας.
Ἔτσι (μὲ τὸ μαρτύριο) ἡ μητέρα ἀπόλαυσε τὴν πολυτεκνία της. Καὶ ὅσο ζοῦσαν τὰ παιδιὰ της καυχιόταν γι’ αὐτά. Καὶ τώρα ποὺ ἔφυγαν ἀναπαύθηκε μαζί τους, ἀφοῦ παρουσίασε στὸν Θεὸ τὰ παιδιὰ ποὺ γέννησε στὸν κόσμο, καὶ ἀφοῦ παράλληλα πρὸς τὶς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ ἀρίθμησε τὰ μαρτύρια, καὶ ἀφοῦ εἶδε τὴν ἴδια σειρὰ τῶν γεννήσεων στοὺς θανάτους. Διότι τὸ μαρτύριο κράτησε ἀπὸ τὸ πρῶτο παιδὶ μέχρι τὸ τελευταῖο. Ὅπως τὰ κύματα τῆς ἀγριεμένης θάλασσας ἔρχονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἔτσι καὶ τὰ παιδιά, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο παρουσίαζε τὴν ἀρετή του καὶ ἔδειχνε μεγαλύτερη προθυμία στὰ βασανιστήρια, χαλυβδώνοντας τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ προηγουμένου. Ὁ τύραννος τό ἔβλεπε καλό το ὅτι δὲν εἶχε περισσότερα παιδιά, γιατί τότε θὰ ἀποχωροῦσε περισσότερο κατησχυμμένος καὶ νικημένος. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορὰ γνώρισε ὅτι τὰ ὅπλα δὲν τὸν ἔκαναν πανίσχυρο, ἀφοῦ ἐπετέθηκε σὲ ἄοπλα παιδιά, ὠπλισμένα μόνο μὲ ἕνα ὅπλο, τὴν εὐσέβεια, ποὺ εἶχαν περισσότερη προθυμία νὰ ὑφίστανται τὰ μαρτύρια ἀπὸ ὅση εἶχε ἐκεῖνος στὸ νὰ τὰ ἑτοιμάζη.
11. Τοῦτο τὸ κατόρθωμα εἶναι θυσία πιὸ ἀσφαλισμένη καὶ πιὸ μεγαλοπρεττὴς ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Ἰεφθάε (Ὁ Ἰεφθάε, κριτὴς ἐπὶ ἕξι ἔτη τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἄνθρωπος ἰσχυρὸς πίστεως ποὺ ἐνίκησε τοὺς Ἀμμωνίτες καὶ ἐπανέκτησε εἴκοσι Ἰσραηλιτικὲς πόλεις, ἐθυσίασε τὴν μονάκριβη θυγατέρα του στὸν Θεό, διότι εἶχε τάξει, ἂν νικοῦσε τοὺς ἐχθρούς, νὰ θυσιάση τὸ πρῶτο πρόσωπο ποὺ θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι του – γιὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα τῆς Π. Διαθήκης δὲν ἦταν ἐντελῶς παράξενο καὶ ἀσυνήθιστο ἡ ἀνθρωποθυσία. Τὸ τάξιμο, ὅσο φοβερὸ κι ἂν ἦταν, εἶχε τὸν ἡρωισμὸ νὰ τὸ ἐκπλήρωση (Κριτ. 11, 30-40), γιατί δὲν ἀνάγκαζε σ’ αὐτό, ὅπως ἐκεῖ ἡ θερμότητα τῆς ὑποσχέσεως ποὺ δόθηκε (ἀπὸ τὸν Ἰεφθάε) καὶ ὁ πόθος μιᾶς νίκης ποὺ δὲν τὴν ἔλπιζαν. Ἐδῶ ἀντίθετα ἡ ἱερουργία ἔγινε μὲ τὴν θέλησι τῶν ἴδιων τῶν παιδιῶν καὶ μὲ μόνο μισθὸ τὶς (μετὰ θάνατον) ἐλπίδες.
Τοῦτο τὸ κατόρθωμα δὲν εἶναι ὀλιγώτερο ἔνδοξο ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ Δανιήλ πού ρίχθηκε τροφὴ στὰ λιοντάρια καὶ μὲ τὴν ἔκτασι τῶν χεριῶν (σὲ προσευχὴ) ἐνίκησε τὰ θηρία. Τοῦτο τὸ κατόρθωμα δὲν ἔρχεται δεύτερο σὲ σύγκρισι μὲ ἐκεῖνο τῶν (τριῶν) νέων στήν Ἀσσυρία, ποὺ ἄγγελος τοὺς δρόσισε στὴν φωτιά, ἀφοῦ δὲν κατεπάτησαν τὸν Νόμο τῶν Πατέρων τους οὔτε δέχθηκαν τροφὴ βέβηλη καὶ μολυσμένη.
Τοῦτο τὸ κατόρθωμα, σὲ σύγκρισι μὲ τὰ κατοπινά των μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, δὲν ὑπολείπεται σὲ δόξα. Διότι ἐκεῖνοι, ὅπως τὸ εἶπα στὴν ἀρχή, εἶχαν παράδειγμα τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀκολουθοῦσαν. Ἐπὶ πλέον αὐτὸς ποὺ τοὺς ὠδηγοῦσε σ’ αὐτὰ τὰ κατορθώματα ἦταν Θεὸς ποὺ τόσα μεγάλα καὶ παράδοξα πρόσφερε γιὰ μᾶς· ἐνῶ σ’ αὐτοὺς δὲν ὑπῆρχαν τόσα καὶ τέτοια ὑποδείγματα ἀρετῆς.
Τὴν ἐγκαρτέρησι τούτων τὴν ἐθαύμασε ὅλη ἡ Ἰουδαία καὶ σὰν νὰ εἶχε αὐτὴ στεφανωθῆ ἀγαλλόταν καὶ σηκωνόταν ὄρθια ἀπὸ χαρά. Διότι ἦταν αὐτὸς ἀγώνας καὶ μάλιστα ὁ μέγιστος ποὺ μέχρι τότε βρῆκε τὴν πόλι. Θὰ κρινόταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐὰν θὰ κατεπατεῖτο ὁ Νόμος ἢ ἐὰν θὰ δοξαζόταν. Γιὰ ὅλο το Ἑβραϊκὸ ἔθνος ἡ ὑπόθεσις αὐτοῦ του ἀγωνίσματος βρισκόταν στὴν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ.
Καὶ ὁ Ἀντιοχος ἐθαύμασε, καὶ μετέβαλε ἔτσι σὲ θαυμασμὸ τὴν ἀπειλή. Ξέρουν καὶ οἱ ἐχθροὶ νὰ θαυμάζουν τὴν ἀνδρεία τῶν ἀνδρῶν, ὅταν μετὰ τὴν λῆξι τοῦ θυμοῦ κρίνεται μόνη της ἡ (γενναία) πράξις. Ἔφυγε λοιπὸν ἄπρακτος, ἀφοῦ ἐξετίμησε τὴν στάσι τοῦ πατέρα του Σελεύκου (Πρόκειται γιὰ τὸν Σέλευκο Δ’ τὸν Φιλοπάτορα (1871 75) γυιὸ τοῦ Ἀντιοχοὺ Γ’ τοῦ Μεγάλου. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ τὸ μεγάλο κράτος τῶν Σελευκιδῶν ἔχασε πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀνατολικότερες ἐπαρχίες, ἀντιμετώπιζε προβλήματα κατακερματισμοῦ καὶ εἶχε μεγάλα χρέη πρὸς τοὺς Ρωμαίους. Ἐσέβετο τὴν Ἰουδαϊκὴ θρησκεία μέχρι σημείου νὰ τὴν ἐνισχύη καὶ οἰκονομικά. Μὲ τὴν ὑποκίνησι ὅμως ἀσεβοῦς Ἰουδαίου ἐπεχείρησε νὰ ἀφαιρέση τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ναοῦ, στέκοντας ἐκεῖ τὸν στρατηγὸ τοῦ Ἠλιοδῶρο, ἀλλὰ ἡ ἀποστολὴ ἀπέτυχε κατόπιν «ἄνωθεν» τιμωρίας τοῦ στρατηγοῦ μὲ ἀόρατα μαστίγια. Ὁ Ἡλιοδωρος ἀνήγγειλε στὸν Σέλευκο: «Ἐὰν ἔχης κανένα ἐχθρὸ ἢ ἐπίβουλο στεῖλε τον στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ θὰ τὸν πάρης πίσω μαστιγωμένο, ἂν βέβαια γλυτώση τὸν θάνατο. Σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια κάποια δύναμις Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ κατοικεῖ στὸν οὐρανό, ἐποπτεύει καὶ προστατεύει αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἐξοντώνει μὲ χτυπήματα ὅσους πηγαίνουν νὰ κάνουν κακὸ» (Β’ Μακ. 3,38-40). Αὐτὰ τὰ γεγονότα ἔκαναν τὸν Σέλευκο νὰ μὴ παρενοχλῆ τοὺς Ἰουδαίους στὴν θρησκευτική τους ζωὴ) ποὺ ἐτίμησε τὸ (Ἰουδαϊκὸ) ἔθνος καὶ ἔδειξε μεγαλοψυχία πρὸς τὸν Ναὸ καὶ ἀφοῦ ἀντίθετα τονΣίμωνα (Ὁ «δυσσεβῆς» Σίμων ἦταν Ἰουδαῖος καὶ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ «προοτάτου» τοῦ Ναοῦ (ἀνώτατος ὑπάλληλος τοῦ Ναοῦ). Προσπαθοῦσε νὰ καλοπιάνη τοὺς Σελευκίδες κατακτητές, χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τὸ κακὸ ποὺ ἔκανε στὴν θρησκεία του. Αὐτὸς τοὺς παρακίνησε νὰ πάρουν τὰ χρήματα τοῦ Ναοῦ. Αὐτὸς ἀργότερα ἔκανε ἀρχιερέα τὸν ἀδελφό του Μενέλαο, ἐλεεινὸ πρόσωπο ποὺ μὲ τὴν διαγωγὴ του προξένησε ἀφόρητη θλίψι στοὺς εὐσεβεῖς Ἰουδαίους. Πρβλ. Β’ Μακ. κεφ. 3ο καὶ 4ο )ποὺ τὸν παρεκίνησε σὲ ἀντίθετη ἐνέργεια τὸν κατηγόρησε πολὺ σὰν αἴτιο τῆς ἀπανθρωπιᾶς (ποὺ ἔδειξε) καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ (ποὺ ὑπέστη).
12. Αὐτοὺς ἃς μιμηθοῦμε καὶ οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ μητέρες καὶ τὰ παιδιά.Οἱ Ἱερεῖς (ἃς τὸ κάνουν αὐτὸ) πρὸς τιμὴν τοῦ Ἐλεαζάρου τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ λόγια καὶ ἔργα ἔδειξε τὸ ἄριστο. Οἱ μητέρες, πρὸς τιμὴν τῆς γενναίας μητέρας, ἀγαπώντας ἀληθινά τά παιδιά τους καὶ προσφέροντάς τα στὸν Χριστό, ὥστε νὰ ἁγιασθῆ καὶ ὁ γάμος ἀπὸ μία τέτοια θυσία. Καὶ τὰ παιδιά, δείχνοντας εὐλάβεια πρὸς τὰ ἱερὰ αὐτὰ παιδιά, μὴ δαπανώντας τὰ νειάτα τους στὰ αἰσχρὰ πάθη, ἀλλὰ στὴν πάλη ἐναντίον τῶν παθῶν, καὶ ἀντιμετωπίζοντας ἀνδρικὰ τὸν καθημερινὸ Ἀντίοχο ποὺ πολεμᾶ μὲ ὅλα τα μέλη τοῦ σώματος καὶ καταδιώκει μὲ ποικίλους τρόπους (Ὁ «καθ’ ἡμέραν Ἀντιοχος ὁ πάσι μέλεσι πολέμων καὶ διαφόρως διώκων» εἶναι ὁ διάβολος. Στοὺς αἰσθητοὺς ἐχθρούς του Θεοῦ τῆς Π. Διαθήκης διακρίνουμε τύπους καὶ εἰκόνες τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ των Χριστιανῶν, τοῦ λαοῦ τῆς Κ. Διαθήκης. Ἔτσι ὁμιλοῦμε γιὰ νοητὸ Φαραὼ καὶ γιὰ νοητοὺς Φιλισταίους καὶ Ἀσσυρίους καὶ Βαβυλωνίους).
Ποθῶ νὰ βλέπω ἀθλητὲς κάθε ἐποχὴ καὶ μὲ κάθε τρόπο σὲ κάθε φύλο καὶ ἡλικία, ἡ ὁποία καὶ φανερὰ πολεμεῖται καὶ κρυφὰ ὑφίσταται ἐπιβουλές. Ποθῶ νὰ ἐνισχύωνται καὶ μὲ τὰ παλαιὰ διηγήματα καὶ μὲ τὰ νέα καὶ νὰ συγκεντρώνουν τὰ πλέον ὠφέλιμα σὰν τὶς μέλισσες (ποὺ συγκεντρώνουν τὸ νέκταρ) γιὰ νὰ φτιάξουν τὴν γλυκεία κηρήθρα.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ μὲ τὴν Νέα θὰ εὐδοκίση σὲ μᾶς ὁ Θεός, ποὺ δοξάζεται στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ γνωρίζει τοὺς δικούς του καὶ γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς δικούς του, ποὺ ὁμολογεῖται καὶ ὁμολογεῖ(Ματθ. 10,32), ποὺ δοξάζεται καὶ δοξάζει, διὰ τοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

πηγή