Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 4 Μαρτίου

Στίχ. Ὑπηρέτης θὴρ τῷ Γερασίμῳ γέρας,
Θῆρας παθῶν κτείναντι πρὶν λῆξαι βίου.
Τῇ δὲ τετάρτῃ Γεράσιμος βιότοιο ἀπέπτη.

Παιδικὰ καὶ νεανικὰ χρόνια τοῦ Ὁσίου Γερασίμου

Στὰ πολὺ παλιὰ χρόνια, πρὶν περάσουν τετρακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεννήθηκε στὰ Μύρα τῆς Λυκίας ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης.

Τὰ Μύρα ἦταν ἀρχαῖα πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ ἦταν Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου τὰ Μύρα ἔγιναν πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας τῆς Λυκίας καὶ μέχρι τὸν 17ο αἰώνα ἦταν ἕδρα ἐπισκόπου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους των Μύρων, ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ προστάτης τῶν θαλασσῶν. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος λάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία του τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Μύρων κατὰ τὸν 4ο αἰώνα καὶ πέθανε λίγα χρόνια πρὶν γεννηθεῖ ὁ Ὅσιος Γεράσιμος. Τὰ ἐρείπια ποὺ σώζονται δείχνουν ὅτι τὰ Μύρα βρίσκονται τέσσερα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν θάλασσα.

Ὁ εὐλογημένος Γεράσιμος γεννήθηκε ὅταν αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ Ζήνων, μεταξὺ 376 καὶ 391 μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι, εὐσεβεῖς καὶ εὐλαβεῖς χριστιανοί. Τὰ ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν τοὺς ἐμπόδισαν νὰ ἔχουν αὐστηρὲς ἠθικὲς ἀρχές. Τὸν πολυαγαπημένο τους γιὸ τὸν ἀνάθρεψαν σύμφωνα μὲ τὰ ἀθάνατα διδάγματα τῆς Ἁγίας μας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τοῦ ἔδωσαν μιὰ τέλεια χριστιανικὴ ἀνατροφή.

Ὅσο μεγάλωνε ὁ χαριτωμένος Γεράσιμος, τόσο πιὸ πολὺ πλουτιζόταν μὲ ἄφθονες ἀρετές, ποὺ τοῦ χάριζε ὁ φωτοδότης Χριστός. Δὲν ἤθελε νὰ ζεῖ ὅπως οἱ πιὸ πολλοὶ νέοι της ἐποχῆς του καὶ νὰ φροντίζει μόνο τὸ σῶμα του, παραμελώντας τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Ἦταν φρόνιμος καὶ προσεκτικός. Καταλάβαινε πὼς ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴν γῆ εἶναι προσωρινή, ἐνῶ ὁ Παράδεισος εἶναι παντοτινὸς καὶ αἰώνιος. Ὁ μεγάλος σεβασμὸς στὸ Θεὸ ριζώθηκε γιὰ καλὰ στὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν ἀπὸ βρέφος στὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ παιδὶ ζοῦσε τὴν μοναχικὴ ζωὴ σὲ κοινόβιο μοναστήρι.

Σὲ κοινόβιο Μοναστήρι – Στὴν ἔρημο τῆς Λυκίας

Ἡ ἀκλόνητη πίστη τοῦ γνωστικοῦ Γερασίμου καὶ ὁ διακαής του πόθος νὰ γίνει μοναχὸς τὸν ὁδήγησαν στὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὴν κοσμικὴ ζωή. Ἀφοῦ μοίρασε τὰ πλούσια ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, ἀφιερώθηκε στὴν ἤρεμη καὶ ἁπλὴ ζωὴ τῶν καλογήρων. Ἔγινε ἐπίσημα μοναχός, ἔδιωξε κάθε κοσμικὴ φροντίδα καὶ ἀφοσιώθηκε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του, στὴν ἀπόκτηση τῶν γνήσιων ἀρετῶν. Στὴν ἀρχὴ ἔγινε μοναχὸς σὲ κοινόβιο μοναστήρι.

Κοινόβιο λέγεται τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο ζοῦν μαζὶ πολλοὶ μοναχοί, ἐκκλησιάζονται ὅλοι μαζί, ὑπακούουν καὶ ἐξομολογοῦνται στὸν ἴδιο ἡγούμενο, τὸ γέροντά τους, τρῶνε σὲ κοινὸ τραπέζι, καθένας τους κάνει κάποια ἐργασία, τὸ διακόνημα, καὶ δὲν ἔχουν δικά τους χρήματα ἢ ὁποιαδήποτε περιουσία.

Ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὸ καιρὸ στὸ κοινόβιο, ὁ ἐνάρετος Γεράσιμος ἀπόκτησε πείρα τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ προόδευσε περισσότερο στὶς ἀσκητικὲς ἀρετές. Τότε, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἔφυγε ἀπὸ τὸ κοινόβιο καὶ ζοῦσε μόνος του, σὰν ἀσκητής, στοὺς πιὸ ἀπρόσιτους καὶ ἔρημους τόπους τῆς Λυκίας.

Ὁ καλοκάγαθος Γεράσιμος δὲν ἀγαποῦσε νὰ ζεῖ ὅπως οἱ περισσότεροι νέοι τῆς ἐποχῆς του, ποὺ φρόντιζαν μόνο τὸ σῶμα τους καὶ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς τους. Ἤξερε ὅτι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀρετὲς ποὺ καλλιεργοῦσε συστηματικά, ἦταν τὰ σκαλοπάτια ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσαν στὴν Αἰώνιο Βασιλεία.

Ἀγωνιζόταν συνέχεια γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν ψυχή του ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἀκαθαρσία κι ἔτσι νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς του ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μὲ εὐχαρίστηση ἀπέφευγε τὰ πολλὰ καὶ νόστιμα φαγητὰ καὶ καθετὶ ποὺ βάραινε τὴν κοιλιὰ τὸ θεωροῦσε βάρος καὶ ἐνόχληση γιὰ τὴ φύση. Ἔτσι ὁ νοῦς του διατηροῦνταν καθαρὸς καὶ ἥσυχος. Κοιμόταν πολὺ λίγο, ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ διατηρεῖται στὴ ζωὴ καὶ δὲν ἀπέφευγε τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους. Ἀγαποῦσε ν᾿ ἀσχολεῖται μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχὲς καὶ τὴ μελέτη τῶν ἁγίων πατέρων. Γιὰ τὸ θέμα τοῦ ὕπνου ἔλεγε: «Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει περισσότερο, πρέπει νὰ κοιμᾶται λιγότερο. Ὁ πολὺς ὕπνος κάνει τὸ σῶμα ἀδύναμο καὶ ἀσθενικό. Ζωὴ εἶναι κυρίως τὸ μέρος τοῦ χρόνου κατὰ τὸ ὁποῖο εἴμαστε ξύπνιοι. Γι᾿ αὐτὸ οἱ παλιοὶ σοφοὶ ἔλεγαν τὸν ὕπνο ἀδελφὸ τοῦ θανάτου. Τὸ κρεβάτι εἶναι ἕνα εἶδος φερέτρου, διότι μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς ζωῆς».

Ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας ὅσα πίστευε, κοιμόταν μόνο ὅσο τοῦ ἦταν ἀναγκαῖο, ὅσο τοῦ χρειαζόταν γιὰ νὰ ζεῖ. Τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του τὸν ἐξόδευε σὲ προσευχή, σὲ μελέτη, σὲ αὐτοεξέταση, σὲ ἀγαθοεργίες καὶ σὲ ἄλλο Θεάρεστο ἔργο. Μὲ τοὺς πολύμοχθους ἀγῶνες του στὴν ἔρημο τῆς πατρίδας του, τῆς Λυκίας, ὁ μακάριος Γεράσιμος ἔδειξε στοὺς μοναχοὺς τὸν ὀρθόδοξο δρόμο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Πάλεψε σκληρὰ ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ἀσκήτευε γιὰ ἀρκετὸ χρόνο μὲ ἱδρῶτες, πόνους καὶ μόχθους καὶ στὸ τέλος ἀναδείχθηκε νικητής.

Στοὺς Ἁγίους Τόπους – Κοντὰ στὸν Μέγα Εὐθύμιο – Στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου

Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἀββὰς Γεράσιμος εἶχε μεγάλο πόθο νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὁ σκοπὸς τῆς σφοδρῆς αὐτῆς ἐπιθυμίας του ἦταν διπλός. Ἤθελε νὰ προσκυνήσει τὰ μέρη ποὺ ἁγίασε μὲ τὸν παρουσία Του ὁ Πανάγιος Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ νὰ ἀσκητεύσει στὰ θεοβάδιστα μέρη τῆς ἐρήμου τοῦ Ἰορδάνου. Θεωροῦσε τὴν ἔρημο καταλληλότερη γιὰ τοὺς μεγαλύτερους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, τοὺς ὁποίους πάντοτε ἀγαποῦσε.

Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ πολλοὶ διαλεχτοὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση, ἔπαιρναν τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀρκετοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεφαν χαρούμενοι στὶς πατρίδες τους. Ἄλλοι πάλι ἀφιέρωναν τὸν ἑαυτό τους στὸ Θεὸ καὶ ἔμεναν μόνιμα στὰ ἁγιασμένα αὐτὰ μέρη καὶ γίνονταν μοναχοί. Μερικοὶ ἐγκαταστάθηκαν στὶς ἐρήμους καὶ ἵδρυσαν μοναστήρια. Τέτοιοι ἦσαν ὁ Μέγας Εὐθύμιος, ὁ Θεόκτιστος, ὁ Κυριακὸς ὁ Ἀναχωρητὴς καὶ ἄλλοι.

Ἐπιτέλους ὁ εὐσεβὴς πόθος τοῦ Ὁσίου Γερασίμου νὰ προσκυνήσει τοὺς τόπους ποὺ ἁγίασε μὲ τὴν παρουσία Του ὁ Κύριος μας πραγματοποιεῖται. Τὸ 451 μ.Χ. φτάνει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκυνεῖ τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ προσκυνήματα. Τὸ ἴδιο ἔτος εἶχε φτάσει ἐκεῖ καὶ ὁ Ἀββὰς Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἄλλη, μεγάλη του ἐπιθυμία πραγματοποιεῖται. Ὁ πανάγαθος Θεὸς στέλνει πλούσια τὴν εὐλογία Του στοὺς γνήσιους στρατιῶτες Του. Μετὰ τὴν προσκύνηση στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Γεράσιμος καταφεύγει στὴν ἔρημο τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης γιὰ νὰ ἀσκητεύσει. Ἀφοῦ ἄκουσε γιὰ τὴ φήμη τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου, ποὺ ἀσκήτευε τότε στὴ γειτονικὴ ἔρημο τοῦ Ρουβᾶ, πῆγε κοντά του γιὰ λίγο καιρὸ καὶ τὸν συμβουλεύτηκε. Πολὺ ὠφελημένος ἀπὸ τὴν πείρα καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ γίγαντα αὐτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, φτάνει στὴ γειτονικὴ ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἀποφασίζει νὰ ἐγκατασταθεῖ μόνιμα καὶ νὰ περάσει μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τοῦ ἐπιγείου βίου του.



Εἰς τόσον δὲ ὕψος ἀρετῶν ἔφθασε, καὶ τόσην οἰκειότητα ἔλαβε πρὸς τὸν Θεόν, διατὶ ἐφύλαξε τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν καθαρόν, ὥστε ὁποῦ, εἶχεν ὑποκάτω εἰς τὴν ἐξουσίαν του καὶ αὐτὰ τὰ ἄγρια θηρία. Κάποτε, ἕνα λιοντάρι, ἔχοντας πληγωμένο ἀπὸ ἕνα ξύλο τὸ πόδι του, κατέφηγε εἰς τὸν Ὅσιον. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ τό εὐσπλαγχνίστηκε τὸ ἔκανε καλά. Κατόπιν ὁ λέον ὑπηρέτει τόν ὅσιον. καί κοντὰ εἰς τὰς ἄλλας ὑπηρεσίας, ὁποῦ ἔκαμνε τοῦ Ὁσίου, εἶχε καὶ τὸ διακόνημα αὐτό, τὸ νὰ βόσκῃ τὸν γαΐδαρον, ὁποῦ ἔφερνε τὸ νερὸν εἰς τὸν Ὅσιον. Μίαν φορὰν δὲ ἐπέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ μερικοὶ πραγματευταί, καὶ βλέποντες τὸν γαΐδαρον μοναχόν, ἔκλεψαν αὐτόν, τὸ δὲ λεοντάρι ἐκοιμᾶτο καὶ δὲν αἰσθάνθηκεν. Ὅθεν τὸ βράδυ ἐγύρισεν εἰς τὸν Ὅσιον χωρὶς νὰ ἔχῃ μαζί του τὸν γαΐδαρον κατὰ τὴν συνήθειαν.

Βλέπων δὲ τὸ λεοντάρι μοναχὸν ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ὁσίου, ἔλεγεν εἰς τὸν γέροντα, ὅτι αὐτὸ ἔφαγε τὸν γαΐδαρον. Ὅθεν ἐκαταδικάσθη τὸ ταλαίπωρον λεοντάρι, νὰ φορτόνεται ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους του τὰς στάμνας, καὶ νὰ φέρνῃ τὸ νερὸν ἀπὸ τὸν ποταμὸν ἀντὶ τοῦ γαϊδάρου, εἰς τόσον διάστημα χρόνου, εἰς ὅσον ἐκρατεῖτο ὁ γαΐδαρος ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω πραγματευτάς. Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἴδιοι πραγματευταὶ ἔτυχε νὰ περάσουν πάλιν ἀπὸ τὸν ἴδιον ἐκεῖνον δρόμον, ἔχοντες μαζί των καὶ τὸν γαΐδαρον, διὰ τοῦτο εὐθὺς ὁποῦ εἶδε τὸ λεοντάρι τὸν γαΐδαρον, ἐγνώρισεν αὐτόν. Ὅθεν ὥρμησεν αἰφνιδίως ἐναντίον τῶν πραγματευτῶν μὲ μεγάλον βρύχημα, οἵτινες φοβηθέντες ἔφυγον. Ἔπειτα ἐπίασε μὲ τὰ ὀδόντιά του τὸ καπίστρι τοῦ γαϊδάρου καὶ τὸ ἐτράβιξεν. Τραβίζον δὲ τὸν γαΐδαρον, ἐτράβιζεν ὁμοῦ καὶ ὅλας τὰς καμήλους, αἱ ὁποῖαι ἦτον δεμέναι εἰς τὸν γαΐδαρον, καὶ οὕτω τὰς ἔφερεν ὅλας εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου Γερασίμου. Κτυπῶν δὲ μὲ τὴν οὐράν του τὴν πόρταν τοῦ κελλίου τοῦ γέροντος, ἔκαμνεν ὡσὰν ἐπίδειξιν, ὅτι ἐπρόσφερεν αὐτὰς κυνήγιον εἰς τὸν γέροντα.

Βλέπωντας δὲ ὁ γέρων τὸ πρᾶγμα, ἐχαμογέλασεν ὀλίγον, καὶ εἶπε πρὸς τὸν μαθητήν του, ἀδίκως ἐκατηγορεῖτο ἀπὸ λόγου μας τὸ ἀθῶον λεοντάρι, ὅτι ἔφαγε τὸν γαΐδαρον. Λοιπὸν τώρα πρέπει νὰ τὸ ἐλευθερώσωμεν ἀπὸ τὸν κόπον τῆς ὑπηρεσίας, καὶ ἂς ὑπάγῃ νὰ βόσκῃ εἰς τοὺς συνειθισμένους του τόπους. Τότε κλίναν τὴν κεφαλήν του τὸ λεοντάρι, ὡσὰν νὰ ἦτον λογικόν, καὶ τρόπον τινὰ ἀποχαιρετῆσαν τὸν γέροντα, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐρημίαν. Κάθε δὲ ἑβδομάδα ἤρχετο μίαν φοράν, καὶ ἐπροσκύνει τὸν γέροντα. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ γέρωντας ἀπέθανεν, ἦλθε πάλιν τὸ λεοντάρι κατὰ τὴν συνήθειάν του, καὶ ἐζήτει νὰ προσκυνήσῃ τὸν γέροντα. Μὴ εὑρίσκον δὲ αὐτόν, ἐφαίνετο ὅτι λυπεῖται καὶ ἀγανακτεῖ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου μὲ πολλὰ σχήματα ἔδωκεν εἰς τὸ λεοντάρι νὰ αἰσθανθῇ, ὅτι ἀπέθανεν ὁ γέρων, διὰ τοῦτο ἐκεῖνο ἐθρήνει μὲ ἕνα λεπτὸν βρύχημα τὸν θάνατον τοῦ γέροντος, καὶ ἐφαίνετο ὅτι ἐζήτει τὸν τάφον του. Ἀφ’ οὗ δὲ ὁ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔφερε τὸ λεοντάρι εἰς τὸν τάφον τοῦ γέροντος, τότε ὁ λέων ἔπεσεν ἐπάνω εἰς αὐτόν, καὶ μεγάλως βρυχήσας, ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸν πόνον τῆς τοῦ γέροντος ἀγάπης ἐξέπνευσε. Μὲ τοιοῦτον τρόπον δοξάζει ὁ Θεὸς τοὺς αὐτὸν δοξάζοντας. Ἔτζι κάμνει νὰ ὑποτάττωνται τὰ θηρία εἰς ἐκείνους, ὁποῦ φυλάττουν καθαρὸν τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν (1).


Μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὴν περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνου, ὁ Ὅσιος συνέχισε τοὺς σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες του. Ὁ ἀγώνας του ἦταν πολὺ δύσκολος καὶ κουραστικός, διότι γινόταν ἐναντίον τοῦ σατανᾶ, ποὺ μισεῖ πολὺ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θέλει τὴν καταστροφή τους, ὀδηγώντας τους μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, στὴν αἰώνια κόλαση. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων δυσκολιῶν ἐδῶ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὸν ἀφόρητο καύσωνα, διότι ἡ περιοχὴ εἶναι ἔρημος καὶ βρίσκεται σχεδὸν τετρακόσια μέτρα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς Μεσογείου.

Τέτοιους σκληροὺς ἀγῶνες ἔκανε ὁ Γεράσιμος σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη περιοχή. Ἡ θεία χάρις ὅμως τὸν ἐνδυνάμωνε καὶ μὲ ἀκαταμάχητα ὅπλα τὴ βαθιὰ πίστη, τὴν ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ ἔφτασε στὴν τελικὴ νίκη. Ἔτσι μετὰ τὸ θάνατό του ἡ Ἐκκλησία μας τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο. Εἶναι γνωστὸς ὡς ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης καὶ τὸν τιμοῦμε στὶς τέσσερις Μαρτίου. (Ὅσιοι λέγονται οἱ ἅγιοι ποὺ πεθαίνουν εἰρηνικά, εἴτε στὰ γεράματά τους, εἴτε ἀπὸ κάποια ἀρρώστια. Οἱ ἅγιοι ποὺ θανατώνονται βίαια καὶ ὑποφέρουν πολλὰ βάσανα, διότι δὲν ἀρνοῦνται τὸ Χριστό, λέγονται μάρτυρες.)

Τώρα ὁ Ἅγιος ζεῖ μέσα στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Ἀγωνίζεται ἀδιάκοπα γιὰ ν᾿ ἀποκτήσει μεγαλύτερες ἀρετές. Δὲν ἤθελε νὰ μένει στάσιμος, ἀλλὰ ἤθελε κάθε μέρα νὰ ξεπερνᾶ τὸν ἑαυτό του στοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Ποτέ του δὲν ἐκοίταζε πίσω ἀλλὰ μπροστά. Ὁπλισμένος μὲ τὰ ἀνίκητα ὅπλα τῆς ἀρετῆς καὶ δυναμωμένος μὲ τὴ Θεία Χάρη, νικᾷ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ τραποῦν σὲ ἄτακτη φυγή.

Ἡ φωνή του ἕλκει σὰν μαγνήτης κοντά του πολλοὺς μοναχοὺς καὶ ἀσκητές, ἀπὸ διάφορα μέρη, ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν ἔχουν ὁδηγὸ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

πηγή


Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκαι στίς 4 Μαρτίου. Ἀπὸ τότε ποὺ ἀνακηρύχθηκε ἅγιος ἑορτάζουμε τὴ μνήμη του αὐτὴ τὴ μέρα καὶ πανηγυρίζει τὸ μοναστήρι του, ποὺ βρίσκεται στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντὰ στὴν Ἱεριχῶ. Λέγεται ὅτι ὁ Ἅγιος θάφτηκε μισὸ μίλι μακριὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι του καί κανείς δέ γνωρίζει τὸ ἀκριβὲς μέρος.


 (Σημείωσις Ὁσίου Νικοδήμου). Ὁ Ὅσιος οὗτος Γεράσιμος, ὡς ἁπλοῦς καὶ ἄκακος ἠπατήθη ἀπὸ τὸν Μονοφυσίτην Θεοδόσιον. (Καθὼς ἠπατήθησαν καὶ ὁ Πέτρος, καὶ Μάρκος, ὁ Ἰούλλων, καὶ Σιλβανὸς οἱ ἀναχωρηταί.) Καὶ ἐδόξαζε συνουσίωσιν καὶ φυρμὸν ἐπὶ τῶν ἀσυγχύτων τοῦ Χριστοῦ δύω οὐσιῶν τε καὶ φύσεων, καὶ μὅλον ὁποῦ ἔκαμνε θαύματα. Ὕστερον δὲ πηγαίνωντας εἰς τὸν Ἅγιον Εὐθύμιον, ἡσυχάζοντα τότε εἰς τὸν Ῥουβᾶν, ὡμίλησε μὲ αὐτὸν περὶ πίστεως, καὶ εὑρέθη ἠπατημένος. Ὅθεν ἐδιωρθώθη ὑπὸ τῶν θεορρήτων λόγων τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου. Καθὼς καὶ οἱ ἀνωτέρω ἀναχωρηταὶ ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου ἐδιωρθώθησαν. (Ὅρα σελ. 399 τῆς Δωδεκαβίβλου.) Ὅρα καὶ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τῆς μνήμης Ἰουστινιανοῦ τοῦ βασιλέως κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Αὐγούστου, καὶ εἰς τὴν δεκάτην τοῦ Ἰουλίου ἐν τῇ ὑποσημειώσει τοῦ Συναξαρίου τῶν δέκα χιλιάδων τῶν Ὁσίων. Ὅρα δὲ καὶ τὸν θεῖον Χρυσόστομον ἐν τῷ πρὸς τὸν Ἰὼβ τετάρτῳ λόγῳ αὐτοῦ, ὅπου φέρων τὰ ἀπὸ ἀκακίας λεχθέντα λόγια πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὸ τοῦ Ἰὼβ τολμηρῶς, οἷον τὸ «Τίς δώσει κριτὴν ἀναμέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, ἵνα γνῶ πόσαι εἰσὶν αἱ ἁμαρτίαι μου, ὅτι οὕτω με ἔκρινας», καὶ τὸ «Λαλήσω πικρίᾳ ψυχῆς μου συνεχόμενος, καὶ ἐρῶ πρὸς Κύριον. Μή με ἀσεβεῖν δίδασκε. Καὶ διὰ τί με οὕτως ἔκρινας;» (Ἰὼβ ι΄ 1). Ταῦτα, λέγω, τὰ τολμηρὰ λόγια, καὶ ἄλλα ὅμοια αὐτοῖς, φέρων εἰς τὸ μέσον, λέγει· «Φοβερὸν τὸ ῥῆμα, ἀλλ’ ἀπ’ ἀκακίας… οὕτω καὶ ὁ Θεὸς εἰδὼς ὅτι οὐκ ἐκ κακίας, ἀλλ’ ἐξ ἀκακίας φθέγγεται (μαρτυρεῖ γὰρ αὐτῷ λέγων· “Ἔτι δὲ ἔχεται ἀκακίας”) δέχεται τὰ παρὰ τοῦ Ἰώβ, εἰς κρίσιν καλούμενος παρ’ αὐτοῦ». Ὅθεν ἐπιφέρει ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ τὰ λόγια ταῦτα ὁ Χρυσορρήμων· «Ἐπειδὴ διὰ τὴν ἀκακίαν ἐξῆλθες τῶν μέτρων τῆς φύσεως, συνέγνων σου τῇ ἀκεραιότητι. Κᾂν γάρ τις ἀπὸ ἀκακίας ἁμάρτῃ, ὁ Θεὸς διορθοῦται τὰ ἀπὸ ἀκακίας γινόμενα». Διατί δὲ ἀνέφερα ἐδῶ τὰ εἰρημένα; Διὰ νὰ προσαρμόσωμεν ταῦτα καὶ εἰς τὸν Ὅσιον Γεράσιμον τοῦτον καὶ τοὺς ἄλλους ἀναχωρητάς, καὶ εἰς τὰς δέκα χιλιάδας τῶν Ὁσίων, οἵτινες κατὰ ἀκακίαν καὶ ἄγνοιαν, ἔπεσαν εἴς τινα ἀπᾴδοντα τῆς κοινῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας.