ΙΣΑΑΚἩ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἐαυτῆς»

1. Λένε γιὰ τὸν μακάριο Ἀντώνιο ὅτι ποτὲ τοῦ δὲ σκέφθηκε νὰ κάνει κάτι πού νὰ ὠφελεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ πιότερο ἀπὸ τὸν πλησίον του κι αὐτό, γιατί πίστευε πῶς τὸ κέρδος τοῦ πλησίον του εἶναι γι’ αὐτὸν ἄριστη ἐργασία.

2. Καὶ πάλι εἶπαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ὅτι ἔλεγε πώς «ἤθελα νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ λάβω τὸ σῶμα του καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου». Εἶδες τέλεια ἀγάπη; Καὶ πάλι, ἂν εἶχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δὲν ἄντεχε νὰ μὴν ἀναπαύσει μ’ αὐτὸ τὸν πλησίον του. Εἶχε κάποτε μιὰ σμίλη γιὰ νὰ κόβει τὶς πέτρες. Ἦρθε λοιπὸν ἕνας ἀδελφὸς κοντά του καί, ἐπειδὴ τὴν εἶδε καὶ τὴ θέλησε, δὲν τὸν ἄφησε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ χωρὶς αὐτή.

3. Πολλοὶ ἐρημίτες παρέδωσαν τὰ σώματά τους στὰ θηρία καὶ στὸ ξίφος καὶ στὴ φωτιά, γιὰ νὰ ὠφελήσουν τὸν πλησίον.

4. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει σ’ αὐτὰ τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης, ἂν δὲ ζήσει κρυφά, μέσα του, τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀγαπήσουν ἀληθινά τους ἀνθρώπους ὅσοι δίνουν τὴν καρδιὰ τοὺς σ’ αὐτὸ τὸν ἐφήμερο κόσμο. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀποκτήσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὸν ἴδιο το Θεὸ ντύνεται μαζὶ μὲ αὐτήν. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν αὐτὸς πού ἀπέκτησε τὸ Θεὸ νὰ πεισθεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει, μαζὶ μὲ τὸ Θεό, τίποτε πού νὰ μὴν εἶναι ἀναγκαῖο, ἀλλὰ νὰ ἀποδυθεῖ καὶ τὸ ἴδιο το σῶμα του, δηλ. καὶ αὐτὲς τὶς μὴ ἀναγκαῖες σωματικὲς ἀναπαύσεις. Ἕνας ἄνθρωπος, πού εἶναι ντυμένος, στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, μὲ τὴν κοσμικὴ ματαιοδοξία καὶ πού ποθεῖ νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθά του κόσμου, δὲν μπορεῖ νὰ φορέσει τὸ Θεὸ -νὰ γίνει θεοφόρος- μέχρι νὰ τὰ ἀφήσει. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «ὁποῖος δὲν ἐγκαταλείψει ὅλα τα κοσμικὰ καὶ δὲ μισήσει τὴν κοσμικὴ ζωή του, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Ὄχι μόνο νὰ τὰ ἀφήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ μισήσει. “Ἂν λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μαθητής του, πῶς ὁ Κύριος θὰ κατοικήσει μέσα του; Δὲ θὰ ἀμελήσω νὰ ἀναφέρω τί ἔκαμε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μεγάλος, γιὰ νὰ ἐλέγξει ἐκείνους πού καταφρονοῦν τοὺς ἀδελφούς τους. Βγῆκε λοιπὸν κάποτε νὰ ἐπισκεφθεῖ ἕναν ἄρρωστο ἀδελφὸ καὶ ρώτησε τὸν ἄρρωστο ἂν ἤθελε τίποτε. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε πῶς θὰ ‘θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὅλη τὴ χρονιὰ συνήθιζαν καὶ ἔφτιαχναν τὸ ψωμὶ παξιμάδια, σηκώθηκε ἀμέσως ἐκεῖνος ὁ ἀξιομακάριστος ἄνθρωπος καί, μ’ ὅλα τα ἐνενῆντα του χρόνια, βάδισε ἀπὸ τὴ σκήτη του στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀντάλλαξε τὰ ξερὰ ψωμιά, πού πῆρε ἀπὸ τὸ κελί του μὲ φρέσκα καὶ τὰ πῆγε στὸν ἀδελφό.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀγαθῶν, ποὺ ἦταν σὰν αὐτὸν τὸ Μεγάλο Μακάριο πού ἀνέφερα, ἔκαμε κάτι ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο. Αὐτὸς ὁ ἀββᾶς ἦταν ὁ πιὸ ἔμπειρος στὰ πνευματικὰ ἀπὸ ὅλους τους μοναχούς του καιροῦ του καὶ τιμοῦσε τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ θαυμαστὸς ἄνθρωπος, ὅταν εἶχε πανηγύρι στὴν πόλη, πῆγε νὰ πουλήσει τὸ ἐργόχειρο τοῦ ὁπότε βρῆκε στὴν ἀγορὰ ἕναν ξένο ἄρρωστο καὶ παραπεταμένο σὲ μίαν ἄκρη. Τί ἔκανε τότε; Νοίκιασε ἕνα σπιτάκι καὶ ἔμενε κοντά του ἀσκώντας χειρωνακτικὴ ἐργασία. Ὅ,τι ἔβγαζε τὸ ξόδευε γιὰ τὸν ἄρρωστο καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε συνέχεια ἕξι μῆνες, μέχρι πού ὁ ἄρρωστος ἔγινε καλά.

5. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὁ ἀληθινὸς καὶ ἀψευδής μᾶς λέει ὅτι δὲν μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἔχει μέσα του τὸν πόθο τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ μαζί, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 6, 24).
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ λογίζεσαι ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, πού ἀπὸ τὴν πολλή του εὐσπλαχνία νεκρώθηκε ὡς πρὸς τὶς ὑλικές του ἀνάγκες. Διότι ὁ ἐλεῶν τὸ φτωχὸ ἔχει τὸ Θεὸ νὰ φροντίζει γιὰ τὶς δικές του ἀνάγκες. Καὶ αὐτὸς πού στερεῖται γιὰ τὸ Θεό, βρῆκε θησαυροὺς ἀκένωτους.
Ὁ Θεὸς δὲ χρειάζεται τίποτε. Εὐφραίνεται ὅμως ὅταν δεῖ κάποιον νὰ ἀναπαύει τὴν εἰκόνα του καὶ νὰ τὴν τιμᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη του. Ὅταν ἔλθει κάποιος καὶ σοῦ ζητήσει αὐτὸ πού ἔχεις, μὴν πεῖς μέσα στὴν καρδιά σου ὅτι θὰ τὸ κρατήσω αὐτὸ γιὰ μένα, γιὰ νὰ μὲ ἀναπαύει καὶ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀδελφοῦ μὲ ἄλλο τρόπο. Γιατί αὐτὰ τὰ λόγια τὰ λένε οἱ ἄδικοι, πού δὲ γνωρίζουν τὸ Θεό. Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος τὴν τιμὴ πού τοῦ ἔκανε ὁ ἐνδεὴς ἀδελφός του δὲν τὴν μεταβιβάζει σὲ ἄλλον, οὔτε τὴν εὐκαιρία τῆς ἐλεημοσύνης θὰ ἐπιτρέψει στὸν ἑαυτό του νὰ τὴ χάσει. Ὁ φτωχὸς καὶ ἐνδεὴς ἄνθρωπος λαμβάνει τὰ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὸ Θεό, διότι κανέναν δὲν ἐγκαταλείπει ὁ Κύριος. Σὺ ὅμως, πού θέλησες νὰ ἀναπαύσεις τὸν ἑαυτό σου μᾶλλον παρὰ τὸ φτωχὸ ἀδελφό σου, ἀποποιήθηκες τὴν τιμὴ πού σου ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ ἀπομάκρυνες τὴ χάρη του ἀπὸ σένα. Ὅταν λοιπὸν δώσεις ἐλεημοσύνη, νὰ εὐφραίνεσαι καὶ νὰ πεῖς: Δόξα σοὶ ὁ Θεός, πού μὲ ἀξίωσες νὰ βρῶ κάποιον νὰ ἀναπαύσω. Ὅταν ὅμως δὲν ἔχεις τί νὰ δώσεις, μᾶλλον νὰ χαρεῖς καὶ νὰ πεῖς εὐχαριστώντας τὸ Θεό: Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μου ‘δωσες αὐτὴ τὴ χάρη καὶ τὴν τιμὴ νὰ γίνω φτωχὸς γιὰ τὸ ὄνομά σου καὶ πού μὲ ἀξίωσες νὰ γευθῶ τὴ θλίψη τῆς σωματικῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς φτώχειας, πού ὅρισες στὸ στενὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν σου, ὅπως τὴ γεύθηκαν οἱ ἅγιοί σου, πού περπάτησαν αὐτὸ τὸ δρόμο. (23-4).

Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς προσευχῆς

1. Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τῆς προσευχῆς. Ἡ ἀγάπη ἀρχίζει ἀπὸ τὴ θέα τῆς (κατὰ τὴν προσευχὴ) καὶ ὁδηγεῖ τὸ νοῦ ἀχόρταγα στὸν πόθο της, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει ὑπομονὴ στὴν προσευχὴ χωρὶς ἀμέλεια «ἀκηδία» ὁπότε μόνο προσεύχεται μέσα σὲ σιωπηλὰ ἐνθυμήματα τῆς διάνοιας μὲ θεϊκὴ πύρωση καὶ θέρμη.
2. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μέσα μας ἀπὸ τὴ συνομιλία μαζί του.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι παράδεισος

1. Παράδεισος εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μέσα σ’ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ τρυφὴ ὅλων των μακαρισμῶν. Σ’ αὐτὸν τὸν παράδεισο ὁ μακάριος Παῦλος τράφηκε μὲ ὑπερφυσικὴ τροφή. Καὶ ἀφοῦ γεύθηκε ἐκεῖ το ξύλο τῆς ζωῆς, ἔκραξε λέγοντας: «αὐτὰ πού μάτι δὲν τὰ εἶδε, οὔτε αὐτὶ τὰ ἄκουσε, κι οὔτε πού τὰ ‘βαλε ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ κείνους πού τὸν ἀγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξύλο τῆς ζωῆς ἐμποδίστηκε ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ διαβόλου.
Τὸ ξύλο τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέπεσε ὁ Ἀδὰμ καὶ δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ χαρεῖ, παρὰ δούλευε καὶ ἔχυνε τὸν ἵδρωτά του στὴ γῆ τῶν ἀγκαθιῶν. Ὅσοι στερήθηκαν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δηλ. τὸν παράδεισο, τρῶνε μὲ τὴν ἐργασία τους, μέσα στ’ ἀγκάθια, τὸ ψωμὶ τοῦ ἵδρωτα καὶ ἂν ἀκόμη βαδίζουν στὸν ἴσιο δρόμο τῶν ἀρετῶν. Εἶναι τὸ ψωμὶ πού ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς στὸν πρωτόπλαστο νὰ φάει μετὰ τὴν ἔκπτωσή του. Μέχρι νὰ βροῦμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη, ἡ ἐργασία μᾶς εἶναι στὴ γῆ τῶν ἀγκαθιῶν καὶ μέσα σ’ αὐτὰ σπέρνουμε καὶ θερίζουμε, κι ἃς εἶναι ὁ σπόρος μᾶς σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μᾶς κεντᾶνε τὰ ἀγκάθια καί, ὅσο καὶ νὰ δικαιωθοῦμε, ζοῦμε μέσα σ’ αὐτὰ μὲ τὸν ἵδρωτα τοῦ προσώπου μας.
Ὅταν ὅμως μέσα στὸν ἔμπονο καὶ δίκαιο ἀγώνα μας, βροῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τρεφόμαστε μὲ οὐράνιο ἄρτο καὶ δυναμώνουμε, χωρὶς νὰ ἐργαζόμαστε μὲ ἀγωνία καὶ χωρὶς νὰ κουραζόμαστε, ὅπως οἱ χωρὶς ἀγάπη ἄνθρωποι. Ὁ οὐράνιος ἄρτος εἶναι ὁ Χριστός, πού ἦρθε κάτω σε μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ δίνει στὸν κόσμο τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ αὕτη ἡ ζωὴ εἶναι ἡ τροφὴ τῶν ἀγγέλων.
Ὅποιος βρῆκε τὴν ἀγάπη, κάθε μέρα καὶ ὥρα τρώγει τὸ Χριστὸ κι ἀπὸ αὐτὸ γίνεται ἀθάνατος (Ἴω. 6, 58). Διότι «ὁ τρώγων -λέει- ἀπὸ τὸν ἄρτο πού ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, ποτὲ (“εἰς τὸν αἰώνα”) δὲ θὰ πεθάνει». Μακάριος λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος πού τρώγει ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Ὅτι, βέβαια, αὐτὸς πού τρώγει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τρώγει τὸ Χριστό, τὸ Θεὸ τῶν πάντων, τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης, ὅταν λέει ὅτι «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη» (1 Ἴω. 4, 8). Λοιπὸν ὁποῖος ζεῖ στὴν ἀγάπη, λαμβάνει ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς καρπὸ τὴ ζωὴ καὶ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ὀσφραίνεται ἀπὸ τώρα ἐκεῖνο τὸν ἀέρα τῆς ἀνάστασης, στὸν ὅποιο ἐντρυφοῦν οἱ κοιμηθέντες δίκαιοι.

Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ δεῖπνο τῆς βασιλείας τὸν Θεοῦ

1. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ βασιλεία, πού μυστικὰ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους ὅτι θὰ φᾶνε στὴ βασιλεία του. Διότι τὸ «νὰ τρῶτε καὶ νὰ πίνετε στὸ δικό μου τραπέζι στὴ βασιλεία μου» (Λουκ. 22, 30) τί ἄλλο εἶναι παρὰ ἡ ἀγάπη; Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ θρέψει τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς αὐτὸς νὰ τρώγει καὶ νὰ πίνει. Ἡ ἀγάπη, ἀκόμη, εἶναι τὸ κρασὶ πού εὐφραίνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου (Ψ. 93, 16). Μακάριος εἶναι αὐτὸς πού ἤπιε ἀπὸ τοῦτο τὸ κρασί. Ἀπὸ αὐτὸ ἤπιαν οἱ ἀκόλαστοι καὶ ἔνιωσαν ντροπὴ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ λησμόνησαν τοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας καὶ οἱ μέθυσοι καὶ ἔγιναν νηστευτὲς καὶ οἱ πλούσιοι καὶ πεθύμησαν τὴ φτώχεια καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ πλούτισαν μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ οἳ ἄρρωστοι καὶ ἔγιναν ὑγιεῖς καὶ οἱ ἀγράμματοι καὶ ἔγιναν σοφοί.

Ἡ πρακτικὴ ἀγάπη

1. Ὅπως τὸ λάδι συντηρεῖ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἔτσι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τρέφει στὴν ψυχὴ τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὸ κλειδὶ τῆς καρδιᾶς γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον.
τί ὡραία καὶ ἀξιέπαινη πού εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἐὰν βέβαια ἡ μέριμνα γι’ αὐτὴ δὲν μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Πόσο γλυκιὰ εἶναι ἡ συντροφιὰ τῶν πνευματικῶν μας ἀδελφῶν, ἐὰν μπορέσουμε νὰ φυλάξουμε μαζὶ μ’ αὐτὴν καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεό!
2. Ἕνας ἄνθρωπος πού ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιοτικὰ καὶ ἀσκεῖ χειρωνακτικὴ ἐργασία καὶ λαμβάνει ἀπὸ ἄλλους βοήθεια, αὐτὸς ἔχει χρέος νὰ δώσει ἐλεημοσύνη. Ἂν ἀμελήσει γι’ αὐτήν, ἡ ἀσπλαχνία τοῦ εἶναι ἐνάντια στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου.
3. Ἕνας μοναχὸς ἔχει, ἃς πούμε, κανόνα νὰ ἡσυχάζει στὸ κελὶ τοῦ ἑπτὰ ἑβδομάδες ἡ μία ἑβδομάδα καί, ἀφοῦ ἐκπληρώσει τὸν κανόνα του, συναντιέται καὶ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παρηγορεῖται μαζί τους. Αὐτὸς λοιπόν, ἂν ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς πονεμένους ἀδελφούς του, στοχαζόμενος ὅτι ἀρκεῖ ὁ ἑβδομαδιαῖος κανόνας του, εἶναι ἀνελεήμων καὶ σκληρὸς γιατί μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει ἐλεημοσύνη στὴν καρδιά του καὶ μὲ τὸ νὰ ὑψηλοφρονεῖ καὶ νὰ συλλογίζεται τὸ ψευδός, δὲ συγκαταβαίνει νὰ συμμετάσχει στὸν πόνο τῶν ἀδελφῶν του.
Ὅποιος καταφρονεῖ τὸν ἀσθενῆ ἀδελφό του δὲν πρόκειται νὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁποῖος ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὸν εὑρισκόμενο σὲ στενοχώρια, ἡ ἡμέρα του θὰ εἶναι σκοτεινή.
4. Εἶπε ἕνας γνωστικὸς ἅγιος ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ λυτρώσει τὸ μοναχὸ ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ νὰ τὸν βοηθήσει ὅταν τὸ πάθος τῆς πορνείας εἶναι σὲ ἔξαψη, ὅσο το νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς κατάκοιτους καὶ κείνους πού λιώνουν ἀπὸ τὸ σωματικὸ πόνο.
5. Εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅ,τι θέλετε νὰ κάνουν σὲ σᾶς οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ κάνετε σ’ αὐτοὺς»(Λουκ. 6, 31) Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ὑλικὰ ἀγαθὰ οὔτε σωματικὴ δύναμη γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό του, τότε εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὸ Θεὸ μόνη ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, πού φυλάγεται στὴν προαίρεσή του.

Ἡ ἀγάπη τὸν Θεοῦ εἶναι ἀστείρευτη
1. Ἡ ἀγάπη πού προέρχεται ἀπὸ τὰ πράγματα αὐτοῦ του κόσμου μοιάζει μὲ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, πού συντηρεῖται μὲ τὸ λάδι ἡ ἀκόμη, μοιάζει μὲ τὸ χείμαρρο, πού τρέχει μόνο ὅταν βρέχει καὶ γίνεται ξερὸς ὅταν σταματήσει ἡ βροχή. Ὅμως ἡ ἀγάπη πού προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι σὰν τὴν πηγὴ πού ἀναβλύζει καὶ ποτὲ δὲ σταματάει ἡ ροή της καὶ τὸ νερό της δὲ σώνεται, γιατί ὁ Θεὸς μόνος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φέρνει ἀσυνήθιστη ἀλλοίωση
1. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τῆς θερμή. Καὶ ὅταν πέσει σὲ κάποιον μὲ ὑπερβολή, κάνει ἐκείνη τὴν ψυχὴ ἐκστατική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ καρδιὰ ἐκείνου πού τὴν αἰσθάνθηκε δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δεχθεῖ μέσα του καὶ νὰ τὴν ἀντέξει ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητα τῆς ἀγάπης πού τὸν ἐπισκίασε, φαίνεται ἀπάνω του μιὰ ἀσυνήθιστη ἀλλοίωση. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ αἰσθητὰ σημεῖα αὐτῆς τῆς ἀλλοίωσης:
Τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου γίνεται κόκκινο σὰν τὴ φωτιὰ καὶ χαρούμενο καὶ τὸ σῶμα τοῦ θερμαίνεται. Φεύγει ἀπ’ αὐτὸν ὁ φόβος καὶ ἡ συστολὴ («αἰδὼς») καὶ γίνεται ἐκστατικός. Καὶ ἡ δύναμη πού συμμαζεύει τὸ νοῦ χάνεται καὶ ἔρχεται, σὲ κατάσταση ἐξωλογικὴ («ἔκφρων»). Τὸ φοβερὸ θάνατο γιὰ χαρὰ τὸν περνάει καὶ ποτὲ τοῦ ὁ νοῦς του δὲ σταματάει νὰ βλέπει καὶ νὰ στοχάζεται τὰ οὐράνια. Καὶ χωρὶς νὰ βρίσκεται σωματικὰ στοὺς οὐρανούς, μιλάει σὰν νὰ εἶναι παρὼν ἐκεῖ, χωρὶς βέβαια νὰ τὸν βλέπει κανένας. Χάνει τὴ φυσικὴ γνώση καὶ τὴ φυσικὴ δράση καὶ χάνει τὴν αἴσθηση τῆς κίνησης τοῦ μέσα στὸν αἰσθητὸ χῶρο. Γιατί καὶ ὅταν κάνει κάτι, δὲν τὸ αἰσθάνεται καθόλου, ἀφοῦ ὁ νοῦς τοῦ εἶναι μετέωρος στὴ θεωρία τῶν οὐρανίων. Καὶ ἡ διάνοια τοῦ φαίνεται νὰ συνομιλεῖ μὲ κάποιον ἄλλον.
Αὐτὴ τὴν πνευματικὴ μέθη μεθύσανε οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Μάρτυρες. Καὶ οἱ μὲν Ἀπόστολοι γυρίσανε ὅλο τὸν κόσμο μέσα σὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ ὀνειδισμοὺς ἐνῶ οἱ Μάρτυρες μὲ κομματιασμένα τὰ μέλη τοὺς ἔχυσαν τὰ αἵματά τους σὰν τὸ τρεχούμενο νερὸ καί, ἐνῶ ὑπέφεραν φοβερὰ βασανιστήρια, δὲ δείλιασαν, παρὰ τὰ ὑπέμειναν μὲ γενναιότητα καὶ ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἦταν σοφοί, τοὺς πέρασαν γιὰ ἄμυαλους. Ἄλλοι πάλι περιπλανήθηκαν σὲ ἔρημους τόπους καὶ στὰ βουνὰ καὶ στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς τρύπες τῆς γῆς. Αὐτὰ πού ἔκαμναν ἦταν γιὰ τὸν κόσμο ἀταξίες, ἐνῶ γιὰ τὸ Θεὸ ἦταν εὔτακτα. Αὐτὴ τὴν ἀνοησία τοὺς μακάρι νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς καὶ ἐμεῖς νὰ τὴ φτάσουμε!

Ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη
1. Σπεῖρε τὴν ἐλεημοσύνη μὲ ταπείνωση καὶ θὰ θερίσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὴν ἡμέρα πού θὰ σὲ κρίνει. Ποιὰ ἁμαρτήματα σὲ ἔκαναν νὰ χάσεις τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ; Ἀπ’ αὐτὰ νὰ θεραπευθεῖς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις. Ἔχασες τὴ σωφροσύνη; Δὲ δέχεται ἀπὸ σένα ὁ Θεὸς τὴν ἐλεημοσύνη ἐνόσω ἐπιμένεις στὴν πορνεία. Διότι ὁ Θεὸς ἀπὸ σένα θέλει τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος.

Ὁ πραγματικὸς ἐλεήμων
1. Ὁ ἐλεήμων νὰ δίνει ἐλεημοσύνη ἀπ’ αὐτὰ πού ὁ ἴδιος ἀπέκτησε, μὲ τὸ δικό του μόχθο καὶ πόνο, καὶ ὄχι ἀπ’ αὐτὰ πού κέρδισε μὲ τὸ ψέμα καὶ τὴν ἀδικία καὶ μὲ πονηριές. Ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος εἶπε: Ἂν θέλεις νὰ σπείρεις τὴν ἀγάπη σου στοὺς φτωχούς, νὰ σπείρεις ἀπὸ τὰ δικά σου. Ἂν πάλι θέλεις νὰ σπείρεις ἀπὸ τὰ ἀγαθά των ξένων, πού ἀπέκτησες ἄδικα, νὰ γνωρίζεις ὅτι θὰ γίνουν γιὰ σένα πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα. Σᾶς λέω λοιπὸν ἐγώ, ὅτι ἂν ὁ ἐλεήμων δὲν ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς δικαιοσύνης, δὲν εἶναι ἐλεήμων γιατί πρέπει ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ δικά , του νὰ δίνει ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ καὶ μὲ χαρὰ νὰ ὑπομένει τὶς ἀδικίες πού τοῦ γίνονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἐλεεῖ αὐτοὺς πού τὸν ἀδικοῦν. Ὅταν νικήσει τὴ δικαιοσύνη μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, τότε στεφανώνεται, ὄχι μὲ τὰ στεφάνια τῶν δικαίων τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου, ἀλλὰ μὲ τὰ στεφάνια τῶν τελείων, πού ἀναφέρει τὸ εὐαγγέλιο. Γιατί τὸ νὰ δίνει κανεὶς στοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὰ δικά του καὶ νὰ ντύνει τὸ γυμνὸ καὶ νὰ ἀγαπάει τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴν ἀδικεῖ, οὔτε νὰ λέει ψέματα, αὐτὰ καὶ ὁ παλιὸς νόμος τὰ ἀπαιτοῦσε. Ὅμως ἡ τελειότητα τῆς οἰκονομίας τοῦ εὐαγγελίου ἔτσι προστάζει: «ἀπ’ αὐτὸν πού ἁρπάζει τὰ πράγματά σου μὴν τὰ ζητὰς πίσω καὶ νὰ δίνεις σ’ ὁποῖον ζητάει ἀπὸ σένα, χωρὶς διάκριση», ἂν εἶναι συγγενής σου ἡ ξένος κ.λπ. (Ἄκ. 6, 30). Καὶ ὄχι μόνο ὅταν ἁρπάζουν τὰ πράγματά σου, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα δυσάρεστα πού σου ἔρχονται ἀπέξω, πρέπει νὰ τὰ ὑπομένεις μὲ χαρὰ καὶ νὰ θυσιάζεις ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου γιὰ τὸν ἀδελφό σου. Αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς ἐλεήμων καὶ ὄχι αὐτὸς πού δίνει ἁπλῶς μὲ τὸ χέρι τοῦ ἐλεημοσύνη στὸν ἀδελφό του. Ὅποιος λοιπὸν ἀκούσει ἡ δεῖ μὲ τὰ μάτια του ὅτι κάτι στενοχωρεῖ τὸν ἀδελφό του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀναπαύσει μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ τὸν συμπονάει καὶ καίεται ἡ καρδιὰ τοῦ γι’ αὐτὸν καὶ αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ἐλεήμων. Τὸ ἴδιο εἶναι ἐλεήμων καὶ ὅποιος δεχθεῖ ράπισμα ἀπὸ τὸν ἀδελφό του καὶ δὲν τοῦ ἀντιμιλήσει μὲ τὴν κοσμικὴ ἀδιαντροπιὰ καὶ δὲν προκαλέσει λύπη στὴν καρδιά του.

Ἡ ἀγάπη δὲ γνωρίζει τὴν ντροπὴ οὔτε τὰ μέτρα της
1. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ γνωρίζει τὴν ντροπὴ γι’ αὐτὸ καὶ δὲ γνωρίζει τὴν τυποποιημένη κοσμιότητα. Ἡ ἀγάπη ἔχει τὸ φυσικὸ ἰδίωμα νὰ μὴ γνωρίζει σὲ ποιὰ μέτρα βρίσκεται. Εὐτυχὴς εἶναι ἐκεῖνος πού βρῆκε ἐσένα, πού εἶσαι τὸ λιμάνι κάθε χαρᾶς!

Ἡ ἐλεημοσύνη μᾶς κάνει ὁμοίους μὲ τὸ Θεὸ
1. Θέλεις νὰ ἔχεις πνευματικὴ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀπολαύσεις ἐκείνη τὴν ἡδονὴ πού εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις; Ἀκολούθησε τὴν ἐντολὴ τῆς ἐλεημοσύνης. Αὐτὴ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρεθεῖ μέσα στὴν καρδιά σου, εἰκονίζει μέσα σου ἐκεῖνο τὸ ἅγιο κάλλος τοῦ Θεοῦ, ὡς πρὸς τὸ ὅποιο ἤδη ἔγινες ὅμοιος μὲ αὐτόν.

Νὰ ἐξισώσεις ὅλους τους ἀνθρώπους στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴν τιμὴ
1. Ἀδελφέ μου ἀσκητῆ, ἄν σου περισσεύει κάτι ἀπ’ αὐτὰ πού σου χρειάζονται γιὰ σήμερα, δώσ’ το στοὺς φτωχοὺς καὶ πήγαινε νὰ προσφέρεις τὶς προσευχές σου στὸ Θεὸ μὲ παρρησία. Μίλησε δηλ. μὲ τὸ Θεὸ σὰν γιὸς μὲ πατέρα. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ φέρει τὴν καρδιὰ μᾶς κοντὰ στὸ Θεό, ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη. Καὶ τίποτε δὲν προκαλεῖ στὸ νοῦ τόση γαλήνη, ὅση ἡ θεληματικὴ φτώχεια. Καλύτερα νὰ σὲ λένε οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ἄμαθη γιὰ τὴν ἁπλότητα τῶν τρόπων σου, παρὰ νὰ δοξάζεσαι ὡς σοφὸς καὶ πανέξυπνος. Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι πάνω σε ἄλογο καὶ ἁπλώσει πρὸς τὸ μέρος σου τὸ χέρι του γιὰ νὰ πάρει ἐλεημοσύνη, μὴν τὸν ἀφήσεις νὰ φύγει μὲ ἄδεια χέρια, διότι ὁπωσδήποτε ἐκείνη τὴν ὥρα εἶναι ἐνδεής, ὅπως ἕνας φτωχός. Ὅταν λοιπὸν δίνεις, νὰ δίνεις μεγαλόψυχα καὶ μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο καὶ νὰ δίνεις περισσότερο ἀπ’ ὅσο σου ζητᾶνε. Διότι λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Στεῖλε τὸ ψωμί σου στὸ φτωχὸ καὶ σὲ λίγο θὰ βρεῖς τὴν ἀνταπόδοση». Μὴν ξεχωρίσεις τὸν πλούσιο ἀπὸ τὸ φτωχὸ καὶ μὴ θέλεις νὰ μάθεις ποιὸς εἶναι ἄξιος καὶ ποιὸς ἀνάξιος, ἀλλὰ νὰ εἶναι γιὰ σένα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἴσοι, προκειμένου νὰ τοὺς κάνεις τὸ καλό. Γιατί μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ μπορέσεις νὰ ἑλκύσεις στὸ καλὸ καὶ αὐτοὺς πού δὲν ἀξίζουν νὰ τοὺς ἐλεήσεις διότι ἡ ψυχὴ γρήγορα ἕλκεται ἀπὸ τὶς σωματικὲς εὐεργεσίες στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος καθόταν καὶ ἔτρωγε στὰ τραπέζια μὲ τοὺς τελῶνες καὶ τὶς πόρνες καὶ δὲν ξεχώριζε τοὺς ἀνάξιους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει ὅλους, μὲ τὸ ἔλεός του, στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ πλησιάσουν στὰ πνευματικὰ μέσω τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴν τιμή, ἐξίσωσε ὅλους τους ἀνθρώπους, εἴτε εἶναι κάποιος Ἰουδαῖος, εἴτε ἄπιστος, εἴτε φονιὰς καὶ μάλιστα διότι εἶναι ἀδελφός σου καὶ ἔχει τὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση μὲ σένα καὶ πλανήθηκε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει.
Ὅταν κάνεις ἕνα καλὸ σὲ κάποιον, μὴν περιμένεις ἀνταμοιβὴ ἀπὸ μέρους του καί, ἔτσι, θὰ λάβεις ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὰ δυό: καὶ γιὰ τὸ καλὸ πού ἔκανες καὶ γιατί δὲ ζήτησες ἀναγνώριση. Καὶ ἄν σου εἶναι δυνατό, οὔτε γιὰ τὴ μέλλουσα ἀνταμοιβὴ νὰ κάνεις τὸ καλό, γιατί ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ γνωρίζει τί θὰ πεῖ ἀνταμοιβή.

Ἐλέησε τὸν ἁμαρτάνοντα, τὸν ἀσθενῆ καὶ τὸ λυπημένο.
1. Σκέπασε τὸν ἁμαρτάνοντα, ὅταν δὲν ἔχεις ἀπ’ αὐτὸ πνευματικὴ ζημία. Ἔτσι καὶ αὐτὸν τὸν κάνεις νὰ ἔχει θάρρος στὸν ἀγώνα του καὶ ἐσένα σὲ στηρίζει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου σου. Στήριζε μὲ τὸ λόγο σου τοὺς ἀσθενεῖς καὶ αὐτοὺς πού ἔχουν λυπημένη καρδιὰ καί, ὅσο στὸ χέρι σου ἔχεις ὑλικὰ ἀγαθά, ἐλέησέ τους καὶ θὰ σὲ ὑποστηρίξει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ πού συντηρεῖ τὰ πάντα.
Νὰ μοιράζεσαι τὴ λύπη τῶν ἀνθρώπων πονώντας γι’ αὐτοὺς στὴν προσευχή σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ θ’ ἀνοίξει μπροστὰ στὶς ἱκεσίες σου ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἐλεήμων εἶναι ἰατρὸς τῆς ψυχῆς του
1. Καὶ τοῦτο, ἀδελφέ μου, σοῦ παραγγέλνω. Ἃς γέρνει πάντοτε μέσα σου ὁ ζυγὸς τῆς ἐλεημοσύνης, μέχρι νὰ αἰσθανθεῖς στὴν καρδιά σου ἐκεῖνο τὸ ἔλεος πού πρέπει νὰ ἔχεις γιὰ τὸν κόσμο.
Ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος εἶναι ἰατρὸς τῆς ψυχῆς τοῦ διότι σὰν βίαιος ἄνεμος ἀποδιώκει ἀπὸ μέσα του τὸ σκοτάδι πού προκαλοῦν τὰ πάθη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀγαθὸ χρέος πού ἔχουμε πρὸς τὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο τῆς αἰωνίου ζωῆς.

«Κλαίειν μετὰ κλαιόντων»
1. Νὰ εὐφραίνεσαι μαζὶ μὲ αὐτοὺς πού εὐφραίνονται καὶ νὰ κλαῖς μαζὶ μὲ αὐτοὺς πού κλαῖνε. Αὐτὸ φανερώνει τὴν καθαρή σου καρδιά. Μὲ τοὺς ἀρρώστους ἀρρώστησε καὶ σύ. Μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ κλάψεις. Μὲ αὐτοὺς πού μετανοοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους νὰ χαρεῖς. Νὰ εἶσαι φίλος μὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ νὰ συγκεντρώνεσαι στὸν ἑαυτό σου.
Νὰ ζεῖς κατὰ κάποιον τρόπο τὰ παθήματα ὅλων των ἀνθρώπων, ἀλλά, σὰν μοναχὸς πού εἶσαι, νὰ μὴ ζεῖς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ μὴν ἐλέγξεις κανέναν σὰν νὰ εἶσαι ἐσὺ κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτόν, οὔτε νὰ ὀνειδίσεις καὶ νὰ προσβάλεις ἄνθρωπο, ἀκόμη κι αὐτοὺς πού ἔχουν πολὺ κακὸ βίο καὶ πολιτεία. Ἅπλωσε τὸ φόρεμα τῆς στοργῆς σου καὶ σκέπασε αὐτὸν πού ἁμαρτάνει καὶ ἂν δὲν μπορέσεις νὰ πάρεις ἐπάνω σου τὰ ἁμαρτήματά του καὶ τὴν τιμωρία καὶ τὴν ντροπή του, τουλάχιστο κᾶνε ὑπομονὴ καὶ μὴ τὸν ντροπιάζεις μπροστά σου, ἡ μπροστὰ στὸν κόσμο.

Τὸ ἱλαρὸ πρόσωπο καὶ ὁ πόνος τῆς ἀγάπης
1. Ἐὰν δώσεις κάτι στὸ φτωχό, νὰ τὸ δώσεις μὲ πρόσωπο ἱλαρὸ καὶ μὲ καλὰ λόγια νὰ τὸν παρηγορήσεις γιὰ τὴ θλίψη του. Ὅταν κάνεις αὐτὸ πού εἶπα, ἡ ἱλαρότητα τοῦ προσώπου σου κυριαρχεῖ στὸ μυαλὸ τοῦ περισσότερο παρὰ αὐτὸ πού χρειαζόταν καὶ τὸ ἔλαβε.
Ὅταν ἀνοίξεις τὸ στόμα σου καὶ μιλήσεις ἐναντίον κάποιου, νὰ θεωρήσεις τὸν ἑαυτό σου νεκρὸ καὶ ἄκαρπο γιὰ τὸ Θεὸ ἐκείνη τὴν ἥμερα καὶ ὅτι ὅλα τα καλά σου ἔργα πῆγαν χαμένα, κι ἂν ἀκόμη ἔχεις τὴ γνώμη ὅτι ὁ λογισμός σου σὲ προέτρεψε νὰ μιλήσεις μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσεις. Ποιὰ ἀνάγκη ὑπάρχει, ἀλήθεια, νὰ γκρεμίσεις μὲ τὰ λόγια σου τὸ δικό σου πνευματικὸ σπίτι, γιὰ νὰ διορθώσεις τοῦ ἀλλουνοῦ;
Ἂν ἔχεις μέσα σου λύπη, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο πού γιὰ κάποιο λόγο, σωματικὰ ἡ ψυχικά, εἶναι ἄρρωστος, ἐκείνη τὴν ἥμερα νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου μάρτυρα καὶ νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι ἔπαθες γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι ἀξιώθηκες νὰ τὸν ὁμολογήσεις ὅπως οἱ ὁμολογητές. Θυμήσου βέβαια ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ὄχι γι’ αὐτοὺς πού πιστεύουν πῶς εἶναι δίκαιοι. Κοίτα πόσο σπουδαῖο εἶναι νὰ φέρεσαι ἔτσι. Μεγάλο πράγμα εἶναι νὰ λυπᾶται ἡ καρδιά σου γιὰ τοὺς πονηροὺς καὶ νὰ εὐεργετεῖς τοὺς ἁμαρτωλοὺς μᾶλλον παρὰ τοὺς δικαίους.

Ἡ ἐλεημοσύνη τὸν Θεοῦ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴ δικαιοκρισία
1. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ δικαιοκρισία (δίκαιη κρίση), ὅταν συνυπάρχουν μέσα στὴν ἴδια ψυχή, μοιάζουν μὲ τὸν ἄνθρωπο πού, μέσα στὸν ἴδιο ναό, προσκυνεῖ τὸ Θεὸ καὶ τὰ εἴδωλα. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴ δικαιοκρισία. Ἡ δικαιοκρισία μετράει καὶ ἀποδίδει ἀκριβῶς τὰ ἴσα. Γιατί στὸν καθένα δίνει ὅτι τοῦ ἀξίζει καὶ δὲ γέρνει πρὸς τὸ ἕνα μέρος οὔτε προσωποληπτεῖ κατὰ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ δικαίου.
Ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως εἶναι λύπη τῆς ψυχῆς γιὰ τὸν ἀνήμπορο. Ἡ ἐλεημοσύνη κινεῖται ἀπὸ τὴ θεία χάρη καὶ ξεστρατίζει γιὰ νὰ βοηθήσει ὅλους μὲ συμπάθεια καὶ στὸν ἄξιο τιμωρίας δὲν ἀνταποδίδει τὸ κακὸ καὶ τὸν ἄξιό του κάλου ἐπαίνου τὸν φορτώνει μὲ ἀγαθά. Ὅπως τὸ ξερὸ χορτάρι καὶ ἡ φωτιὰ δὲν μποροῦν νὰ βρεθοῦν μαζὶ στὸν ἴδιο χῶρο, ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ συνευρίσκονται στὴν ἴδια ψυχὴ ἡ δικαιοκρισία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη. Καὶ ὅπως δὲν μποροῦν νὰ ἰσοζυγιαστοὺν στοὺς δίσκους τῆς ζυγαριᾶς ἕνας κόκκος ἄμμου ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὸ πολὺ βαρὺ χρυσάφι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔτσι καὶ ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξομοιωθεῖ στὸ βάρος καὶ νὰ ἰσοζυγιαστεῖ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη του. Καὶ ὅπως μιὰ χουφτιὰ ἄμμου, πού πέφτει σὲ μεγάλη θάλασσα, χάνεται, ἔτσι καὶ τὰ ἁμαρτήματα ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν μπροστὰ στὴ φιλάνθρωπη πρόνοια καὶ στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ φράξει κανεὶς μιὰ πηγὴ μὲ πολὺ νερὸ μὲ μιὰ χούφτα χῶμα, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ νικηθεῖ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν κακία τῶν κτισμάτων , τοῦ ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐμποδίσουμε τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς νὰ ἀνεβεῖ πρὸς τὰ ἐπάνω, ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ ἐμποδιστοῦν οἳ προσευχὲς τῶν ἐλεημόνων νὰ ἀνέβουν στὸν οὐρανό.
2. Νὰ γίνεις κήρυκας τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού, ἐνῶ εἶσαι ἀνάξιος, σὲ φροντίζει καί, ἐνῶ τὰ χρέη σου σ’ αὐτὸν εἶναι πολλά, δὲ σὲ ἐκδικεῖται, παρὰ γιὰ τὰ μικρὰ καλά σου ἔργα σου ἀντιπαρέχει μεγάλες δωρεές. Μὴ καλέσεις λοιπὸν τὸ Θεὸ δίκαιο, γιατί ἡ δικαιοσύνη του δὲ φαίνεται στὰ ἁμαρτωλά σου ἔργα. Καὶ ἂν ὁ Δαβὶδ τὸν ὀνομάζει δίκαιο καὶ εὐθύ, ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς φανέρωσε «ὅτι μᾶλλον εἶναι ἀγαθὸς καὶ χρηστὸς» (Λουκ. 6, 35). Εἶναι ἀγαθός, λέει, γιὰ τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς. Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ ὀνομάζεις τὸ Θεὸ δίκαιο, ἅμα διαβάσεις στὸ κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου πού γράφει γιὰ τὸ μισθὸ τῶν ἐργατῶν; Λέει λοιπὸν ἐκεῖ: «Φίλε, δὲ σὲ ἀδικῶ. Θέλω νὰ δώσω σ’ αὐτὸν τὸν τελευταῖο ὅσα καὶ σὲ σένα. Ἡ μήπως ἐπειδὴ εἶμαι καλός, τὸ μάτι σου γεμίζει ἀπὸ ζήλια;» (Ματθ. 20, 13). Πῶς πάλι μπορεῖ νὰ ὀνομάζει κανεὶς τὸ Θεὸ δίκαιο, ἅμα διαβάσει γιὰ τὸν ἄσωτο γιό, πού σκόρπισε τὸν πλοῦτο ἀσωτεύοντας; Πῶς ἔτρεξε ὁ πατέρας του καί, μόνο μὲ τὴν κατάνυξη καὶ τὴ συντριβὴ πού ἔδειξε, ἔπεσε στὸν τράχηλό του καὶ τοῦ ἔδωσε ἐξουσία νὰ χαίρεται μέσα στὸν πλοῦτο του; Καὶ αὐτὰ βέβαια γιὰ τὸν πατέρα του δὲν τὰ εἶπε κανένας ἄλλος, ὥστε νὰ διστάσουμε νὰ τὸν πιστέψουμε, ἂλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς μὲ τὴ δική του μαρτυρία μᾶς βεβαίωσε ὅτι ἔτσι ἔχει τὸ πράγμα. Πού βλέπεις λοιπὸν τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Στὸ ὅτι ἤμασταν ἁμαρτωλοὶ καὶ ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς; Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἶναι ἐλεήμων καὶ εὔσπλαχνος, ἃς πιστέψουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλοιωθεῖ.
Λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος στὴν ἑρμηνεία τῆς Γενέσεως: Νὰ φοβᾶσαι τὸ Θεὸ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ σκληρὸ ὄνομα τῆς δικαιοσύνης πού τοῦ δώσανε. Ἀγάπησε τὸν, λοιπόν, ὅπως ἔχεις χρέος νὰ τὸν ἀγαπήσεις καὶ ὄχι γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ πού περιμένεις νὰ σοῦ δώσει, ἀλλὰ γιὰ ὅσα λάβαμε καὶ μόνο γιὰ τοῦτον τὸν κόσμο πού δημιούργησε γιὰ μᾶς καὶ μᾶς τὸν χάρισε. Γιατί, εἶναι κανεὶς πού μπορεῖ νὰ ἀνταμείψει τὸ Θεὸ γιὰ ὅτι μᾶς χάρισε; Πού εἶναι ἡ δίκαιη ἀνταπόδοση στὰ ἔργα μας; Ποιὸς ἔπεισε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς δημιουργήσει; Καὶ ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὸν παρακαλεῖ γιὰ λογαριασμὸ μᾶς ὅταν γινόμαστε ἀχάριστοι; Καὶ ὅταν κάποτε δὲν ὑπήρχαμε, ποιὸς ξύπνησε ἐκεῖνο τὸ σῶμα μας καὶ τὸ ἔφερε στὴ ζωή; Ἃς νιώθουμε, λοιπόν, εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη γιὰ ὅσα ἡ ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μᾶς χάρισε καὶ συνεχίζει νὰ μᾶς χαρίζει.

Ἡ ἀγάπη θέλει σοφία καὶ σύνεση
1. Ὅταν βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπάει τὰ γέλια καὶ νὰ θέλει νὰ γελοιοποιεῖ τοὺς ἄλλους, νὰ μὴν πιάνεις φιλία. Γιατί θὰ σὲ κάνει νὰ συνηθίσεις στὴν ψυχικὴ ἀτονία. Σὲ κεῖνο πού ἡ ζωὴ τοῦ εἶναι διεφθαρμένη, μὴ δείχνεις ἱλαρὸ πρόσωπο φυλάξου ὅμως καλὰ μήπως τὸν μισήσεις. Καὶ ἂν θελήσει νὰ μετανοήσει, βοήθησε τὸν καὶ φρόντισε τὸν, θυσιάζοντας ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου, νὰ σωθεῖ. Ἐὰν ὅμως εἶσαι πνευματικὰ ἀσθενής, μὴν τολμήσεις νὰ γίνεις γιατρός του. Μπροστά σε ἄνθρωπο πού ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔχει τὴν ἀρρώστια νὰ προσέχεις πολὺ πῶς θὰ μιλήσεις. Γιατί ἐνόσω μιλᾶς, αὐτὸς ἐξηγεῖ μέσα του τὰ λόγια σου ὅπως ἀγαπᾶ καὶ ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου λόγια παίρνει ἀφορμὴ καὶ σκανδαλίζει τοὺς ἄλλους. Καὶ ἀλλάζει τὸ νόημα τῶν λόγων σου μέσα στὸ μυαλὸ τοῦ σύμφωνα μὲ τὴν πνευματική του ἀρρώστια. Ἂν δεῖς κάποιον νὰ ἔρχεται καὶ νὰ κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό του μπροστά σου, κᾶνε τὸ πρόσωπό σου σκυθρωπό. Ἔτσι καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχεις καὶ ἀπ’ αὐτὸν θὰ φυλαχτεῖς.

Μὴ μισήσεις τὸν ἁμαρτωλὸ
1. Μὴ μισήσεις τὸν ἁμαρτωλὸ γιατί ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ ἂν ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινεῖσαι ἐναντίον του, κλάψε μᾶλλον γιὰ λογαριασμό του. Καὶ γιατί τὸν μισεῖς; Τὶς ἁμαρτίες του νὰ μισήσεις καὶ νὰ εὐχηθεῖς γι’ αὐτόν, γιὰ νὰ γίνεις ὅμοιος μὲ τὸ Χριστό, ὁ ὅποιος δὲν ἀγανακτοῦσε κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀλλὰ προσευχόταν γι’ αὐτούς. Δὲ βλέπεις πῶς ἔκλαψε γιὰ τὴν Ἱερουσαλήμ; Ἄλλα καὶ ἐμᾶς γιὰ πολλὰ ἁμαρτήματα μᾶς περιγελᾶ καὶ μᾶς χλευάζει ὁ διάβολος. Γιατί λοιπὸν νὰ μισοῦμε τὸν ἄνθρωπο πού ὁ διάβολος τὸν περιγελὰ ὅπως καὶ ἐμᾶς; Καὶ γιατί, ἄνθρωπέ μου, μισεῖς τὸν ἁμαρτωλό; Μήπως γιατί τάχα δὲν εἶναι δίκαιος ὅπως ἐσύ; Καὶ πού εἶναι ἡ δικαιοσύνη σου, ἀφοῦ δὲν ἔχεις ἀγάπη; Γιατί δὲν ἔκλαψες γι’ αὐτόν, ἀλλὰ τὸν καταδιώκεις; Μερικοὶ ἄνθρωποι ἐξαιτίας τῆς ἀνοησίας τοὺς ὀργίζονται ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατί πιστεύουν ὅτι ἔχουν διάκριση νὰ κρίνουν τὰ ἔργα τους.

Ἡ ἐλεημοσύνη τὸν Θεοῦ εἶναι θαυμαστὴ
1. τί θαυμαστὴ πού εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ! Πόσο ἐκπληκτικὴ εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἔκτισε! τί δύναμη μᾶς ἔδωσε καὶ μᾶς ἔκανε ἱκανοὺς γιὰ ὅλα! Πόσο ἄμετρη εἶναι ἡ καλοσύνη του, πού εἰσάγει τὴν ἁμαρτωλή μας φύση στὴν ἀνάπλαση! Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐξυμνήσει τὴ δόξα του; Τὸν παραβάτη τῶν ἐντολῶν του καὶ τὸν βλάσφημο τὸν ἀνασταίνει μὲ τὴ μετάνοια τὸν ἄνθρωπο πού ἦταν ἄμυαλο χῶμα τὸν ἀνακαινίζει καὶ τὸν κάνει συνετὸ καὶ λογικὸ τὸν διασκορπισμένο καὶ ἀναίσθητο νοῦ καὶ τὶς διασκορπισμένες λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μᾶς αἰσθήσεις, ὅλα αὐτά, τὰ κάνει μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ λογικὴ φύση, ἄξια νὰ ἐννοεῖ σωστά τα θεία καὶ τὰ ἀνθρώπινα. Γιατί αὐτὸς πού ζεῖ ἀκόμη στὶς ἁμαρτίες του δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐννοήσει τὴ χάρη τῆς προσωπικῆς του ἀνάστασης. Πού εἶναι, λοιπόν, ἡ κόλαση πού θὰ μᾶς γεμίσει μὲ θλίψη; Καὶ ποὺ εἶναι ἡ κόλαση πού μᾶς ἐκφοβίζει ἀπὸ παντοῦ καὶ ὑπερνικᾶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Ποιὰ κόλαση καὶ ποιὰ γέεννα τοῦ πυρὸς μπορεῖ νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὴ χάρη τῆς ἀνάστασης, ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς ἀναστήσει ἐν δόξη ἀπὸ τὸν ἅδη καὶ κάνει τοῦτο τὸ φθαρτὸ σῶμα μας νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία;
Ὅσοι ἔχετε διάκριση, θαυμάστε τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ. Ποιὸς ὅμως ἔχει τόσο σοφὴ καὶ ἀξιοθαύμαστη διάνοια, πού θὰ μπορέσει νὰ θαυμάσει, ὅσο ἀξίζει, τὴ χάρη τοῦ Δημιουργοῦ μας; Ἡ ἀνταπόδοση τῶν ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν εἶναι βέβαιη, ὅμως ἀντὶ τῆς δίκαιης ἀνταπόδοσης ὁ Κύριος ἀνταποδίδει τὴν ἀνάσταση σ’ αὐτοὺς πού μετανοοῦν καί, ἀντὶ νὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού καταπάτησαν τὸ νόμο του, τοὺς ντύνει μὲ τὴν τέλεια δόξα τῆς ἀφθαρσίας. Αὐτὴ ἡ χάρη, πού μᾶς ἀνασταίνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη πού μᾶς δόθηκε, ὅταν ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία μᾶς ἔφερε στὴν κτιστὴ ὕπαρξη. Δόξα στὴν ἄμετρή σου χάρη, Κύριε.

Πῶς ἐνεργεῖ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη
1. Ὅποιος ἔχει μνήμη Θεοῦ καὶ τιμᾶ κάθε ἄνθρωπο, αὐτὸς βρίσκει βοήθεια ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, πού δέχεται μυστικὰ μέσα του τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσει. Ὅποιος πάλι ἀπολογεῖται γιὰ νὰ σώσει τὸν ἀδικούμενο, βρίσκει τὸ Θεὸ νὰ τὸν ὑπερασπίζεται. Ὅποιος δίνει τὸ χέρι του νὰ βοηθήσει τὸν πλησίον του, λαμβάνει τὴ βοήθειά του ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό του κινούμενος ἀπὸ κακία, βρίσκει τὸ Θεὸ κατήγορό του. Ὅποιος διορθώνει τὸν ἀδελφό του κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατρεύει τὴν κακία του καὶ ὁποῖος κατηγορεῖ κάποιον μπροστὰ στοὺς ἄλλους, κάνει πιὸ ὀδυνηρά τα τραύματά του. Ὅποιος θεραπεύει κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸν ἀδελφό του, κάνει φανερὴ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ ἐνῶ αὐτὸς πού τὸν ντροπιάζει μπροστὰ στοὺς φίλους του, ἀποδεικνύει τὴ δύναμη τοῦ φθόνου πού φωλιάζει μέσα του. Ὁ φίλος πού ἐλέγχει κρυφά, εἶναι σοφὸς γιατρὸς ἐνῶ αὐτὸς πού γιατρεύει μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἄλλων, στὴν πραγματικότητα ἐξευτελίζει τὸν ἄρρωστο. Συμπάθεια θὰ πεῖ νὰ συγχωρεῖς κάθε σφάλμα τοῦ ἄλλου. Τὸ πονηρὸ φρόνημα φαίνεται ὅταν ἀντιμιλᾶς στὸν ἁμαρτήσαντα. Αὐτὸς πού διορθώνει τὸν ἄλλον ἀποβλέποντας πραγματικὰ στὴν -ψυχική του ὑγεία, τὸν διορθώνει μὲ ἀγάπη, ἐνῶ αὐτὸς πού ζητάει νὰ ἐκδικηθεῖ, εἶναι κούφιος ἀπὸ ἀγάπη. Ὁ Θεὸς παιδεύει καὶ διορθώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ ἀγάπη, χωρὶς ἐκδίκηση καὶ ζητάει νὰ γιατρέψει τὴν εἰκόνα του, χωρὶς νὰ κρατάει τὴν ὀργή του γιὰ τὶς κακίες τοῦ ἀνθρώπου πολὺν καιρό. Αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐθὺς καὶ δὲν παρεκκλίνει στὴν ἐμπαθῆ ἐκδίκηση. Ὁ δίκαιος καὶ σοφὸς ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μὲ τὸ Θεὸ γιατί δὲν παιδεύει καθόλου τὸ συνάνθρωπό του μὲ ἐκδικητικότητα γιὰ τὴν κακία του, ἀλλὰ τὸν παιδεύει ἡ γιὰ νὰ διορθωθεῖ ὁ ἴδιος, ἂν τὸ θελήσει, ἡ γιὰ νὰ φοβηθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἡ παιδεία πού δὲν εἶναι ὅπως τὴν περιέγραψα, δὲν εἶναι ἀληθινὴ παιδεία.

Ἡ ἐλεήμων καρδία
1. τί εἶναι καρδία ἐλεήμων; Εἶναι νὰ φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη ἡ καρδιὰ γιὰ ὅλη τὴν κτίση: Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὰ πουλιὰ καὶ γιὰ τὰ ζῶα καὶ γιὰ τοὺς δαίμονες καὶ γιὰ κάθε κτίσμα. Καὶ καθὼς ὁ ἄνθρωπος τὰ φέρνει στὴ μνήμη του καὶ τὰ σκέφτεται, τὰ μάτια τοῦ τρέχουν δάκρυα. Ἀπὸ τὴν πολλὴ καὶ σφοδρὴ συμπάθεια πού συνέχει τὴν καρδιά του καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἐμμονὴ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση, μικραίνει ἡ καρδιά του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει ἡ νὰ ἀκούσει ἡ νὰ δεῖ κάποια βλάβη ἡ κάτι ἔστω καὶ λίγο λυπηρὸ νὰ γίνεται στὴν κτίση. Γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς της ἀλήθειας καὶ γι’ αὐτοὺς πού τὸν βλάπτουν προσεύχεται συνεχῶς μὲ δάκρυα, ζητώντας ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τοὺς φυλάξει καὶ νὰ τοὺς συγχωρήσει. Ὁμοίως προσεύχεται καὶ γιὰ τὰ ἑρπετὰ ἀπὸ τὴν πολλή του εὐσπλαχνία, πού συγκινεῖ τὴν καρδιά του, ὑπερβαίνοντας τὸ ἀνθρώπινο μέτρο καὶ φτάνοντας στὴν ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πρακτικὴ ἀγάπη μπορεῖ, σὲ κάποια περίπτωση, νὰ φέρει σύγχυση καὶ ταραχὴ
1. Ρωτήθηκε κάποτε ἕνας πολὺ σοφὸς γέροντας ἀπὸ κάποιον ἀδελφὸ ἡσυχαστὴ μοναχό: Τί νὰ κάνω; Διότι πολλὲς φορὲς συμβαίνει νὰ χρειάζομαι κάτι, πού ἔχω ἡ γιὰ τὴν ἀσθένειά μου ἡ γιὰ τὸ ἐργόχειρό μου ἡ γιὰ κάποια ἄλλη αἰτία καὶ χωρὶς αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω στὴν καλογερικὴ ἡσυχία. Βλέπω λοιπὸν κάποιον πού τὸ χρειάζεται, ὑπερισχύει μέσα μου τὸ ἔλεος καὶ τοῦ τὸ δίνω. Πολλὲς φορὲς μάλιστα μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ ζητήσει κάποιος καί, πάλι, τοῦ τὸ δίνω. Γιατί ἀναγκάζομαι καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πού ἔχω καὶ ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ δίνω σ’ αὐτὸν πού μου ζητάει τὸ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ ζήση μου. Ὕστερα ὅμως ἡ ἀνάγκη αὐτοῦ του πράγματος μὲ κάνει νὰ πέσω σὲ φροντίδες καὶ σὲ ταραχὴ τῶν λογισμῶν καὶ ἔτσι σκορπίζω τὸ νοῦ μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ φροντίσω γιὰ τὴν καλογερικὴ ἡσυχία. Καὶ ἀναγκάζομαι ἴσως νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν ἡσυχία μου καὶ νὰ πάω ἔξω νὰ βρῶ αὐτὸ τὸ πράγμα πού ἔδωσα. Ἐὰν πάλι κάνω ὑπομονὴ καὶ δὲ φύγω ἀπὸ τὸν τόπο μου, μπαίνω σὲ πολλὴ θλίψη καὶ σύγχυση τῶν λογισμῶν. Δὲ γνωρίζω, ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο νὰ προτιμήσω: ἐκεῖνο πού μὲ ἀναπαύει, ἀλλὰ σκορπίζει τὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ βοηθήσω τὸν ἀδελφό μου, ἡ νὰ παραβλέψω τὴν αἴτησή του καὶ νὰ παραμείνω στὴν ἡσυχία μου;
Σ’ αὐτὰ ἀπάντησε ὁ γέροντας καὶ εἶπε.
Μπορεῖ πράγματι ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία ἡ ὁποιαδήποτε ἀρετὴ πού νομίζεις ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ, λέω,
* νὰ σὲ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς ἡσυχίας,
* νὰ σὲ κάνει νὰ σκέφτεσαι τὸν κόσμο,
* νὰ σὲ βάζει σὲ κοσμικὲς μέριμνες,
* νὰ σὲ ταράσσει καὶ νὰ σὲ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ,
* νὰ σὲ κόβει ἀπὸ τὶς προσευχές σου,
* νὰ σὲ βάζει σὲ φασαρία καὶ σὲ ἀκατάστατους λογισμούς,
* νὰ σὲ σταματάει ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἀναγνωσμάτων τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὅπλο σωτήριο κατὰ τῆς περιπλάνησης τῆς φαντασίας ἀκόμη,
* νὰ λύνει τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ σου καὶ
* νὰ σὲ κάνει, ἐνῶ δέθηκες ψυχικὰ μὲ τὴν ἡσυχία, νὰ γυρίζεις ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ μετὰ τὴν ἀπομόνωσή σου στὸ κελί σου, νὰ συναναστρέφεσαι μὲ τὸν κόσμο.
Ἀκόμη μπορεῖ,
* νὰ ξυπνάει τὰ θαμμένα πάθη σου καὶ
* νὰ διαλύει τὴν ἐγκράτεια τῶν αἰσθήσεών σου καὶ
* νὰ ἀφαιρεῖ ἀπὸ μέσα σου τὴ θανάτωση τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος καὶ
* νὰ σὲ κατεβάζει ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία, πού ἔχει μοναδικό της ἔργο τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καὶ
* νὰ σὲ βάζει στὴν τάξη τῶν κοσμικῶν,
ε, μιὰ τέτοια ἐλεημοσύνη καὶ ἀγάπη ἃς λείψει ἀπὸ τὸ μοναχὸ πού διάλεξε τὸ δρόμο τῆς ἡσυχίας. αὐτοῦ του εἴδους ἡ ἐλεημοσύνη, γιὰ τὴν ὁποία μὲ ρώτησες, εἶναι καλὴ καὶ ἀξιοθαύμαστη, ὅταν γίνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου ἡ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς πού ζοῦν σὲ κοινόβιο καὶ εἰσέρχονται στὶς πόλεις γιὰ τὶς ἀνάγκες τους καὶ γυρίζουν πάλι στὸ μοναστήρι.

Προηγεῖται ἡ πρακτικὴ ἀρετὴ καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἡσυχία καὶ ἡ θεωρία τὸν Θεοῦ
1. Ὁ μακάριος Βασίλειος καὶ οἱ μακάριοι Γρηγόριος (ὁ Νεοκαισάρειας καὶ ὁ Θεολόγος), γιὰ τοὺς ὁποίους ἀνέφερες στὴν ἐπιστολή σου ὅτι ἀγαπούσα πολὺ τὴν ἔρημο καὶ ἦταν στύλοι καὶ φῶς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπαινοῦσαν πολὺ τὴν ἡσυχία, δὲν ἦρθαν στὴν ἡσυχία χωρὶς νὰ ἐκπληρώσουν τὶς ἐντολὲς , τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τί ἔκαμαν; Πρῶτα κατοίκησαν στὸν κόσμο ἐν εἰρήνη καὶ φύλαξαν τὶς ἐντολὲς ἐκεῖνες πού ἔπρεπε νὰ φυλάξουν ζώντας μὲ τοὺς ἀνθρώπους καί, ἔτσι, ἔφτασαν στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ ἀξιώθηκαν νὰ ζήσουν στὴ θεωρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐγὼ πιστεύω, γιατί αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅτι ὅταν κατοικοῦσαν στὶς πόλεις, ὑποδέχονταν τοὺς ξένους, ἐπισκέπτονταν τοὺς ἀσθενεῖς, ντύνανε τοὺς γυμνούς, νίβανε τὰ πόδια τῶν κουρασμένων μὲ ἀγάπη καὶ ἂν κάποιος τοὺς ἀγγάρευε νὰ τοῦ μεταφέρουν τὰ πράγματα τοῦ ἕνα μίλι, αὐτοὶ πήγαιναν γιὰ χάρη τοῦ δύο μίλια. Καὶ ὅταν φύλαξαν αὐτὲς τὶς ἐντολές, πού εἶναι γιὰ τὴ ζωὴ στὸν κόσμο καὶ ἄρχισαν νὰ γεύονται στὸ νοῦ τοὺς τὴν πρώτη μορφὴ ἀκινησίας ὡς πρὸς τὸ κακὸ καὶ τὶς ἐσωτερικὲς θεῖες καὶ μυστικὲς θεωρίες, ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἔσπευσαν καὶ βγῆκαν στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καὶ ἐκεῖ ἔκαναν ὑπομονὴ ζωντας ζωὴ ἐσωτερικὴ καὶ ἔγιναν ἄνθρωποι θεωρητικοὶ καὶ ἔζησαν μέσα στὴ θεωρία τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέχρι πού τοὺς κάλεσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγιναν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
2. Ἃς ἀναγκάζουμε λοιπὸν τὸν ἑαυτό μας νὰ εἴμαστε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ μᾶς ἐλεήμονες σὲ εὐκαιρία πρὸ ὅλους τους ἀνθρώπους, γιατί ἔτσι μᾶς ἐπιβάλλει ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου.
Ποιὸς σοφὸς Μοναχός, πού ἔχει τροφὲς καὶ ροῦχα, ἅμα δεῖ τὸν πλησίον του γυμνὸ καὶ πεινασμένο, δὲ θὰ τοῦ δώσει ἀπ’ αὐτὸ πού ἔχει, ἀλλὰ θὰ τσιγγουνευθεῖ; Ἡ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος πού θὰ δεῖ ἕναν ἄνθρωπο νὰ κατατρύχεται ἀπὸ ἀρρώστια καὶ νὰ ταλαιπωρεῖται ἀπὸ σωματικοὺς κόπους καὶ νὰ χρειάζεται νὰ τὸν ἀνακουφίσουν καί, παρ’ ὅλα αὐτά, ἐπειδὴ τάχα ποθεῖ τὴν ἡσυχία, θὰ προτιμήσει τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό του; Ὡστόσο, ὅταν δὲν ἔχουμε τὰ μέσα γιὰ νὰ ἀσκήσουμε τὴν πρακτικὴ Ἐλεημοσύνη, ἃς εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη μέσα στὴν καρδιά μας καὶ στὴν προσευχή μας.
Ἐὰν ἕνας μοναχὸς συγκατοικεῖ μὲ ἄλλους καὶ τὸ κελὶ τοῦ εἶναι κοντά τους καὶ ἀναπαύεται μὲ τοὺς κόπους τους, εἴτε εἶναι ὑγιὴς εἴτε εἶναι ἄρρωστος καὶ αὐτὸς ὀφείλει νὰ κάνει τὸ ἴδιο πρὸς αὐτούς. Μὲ ἄλλα λόγια: Δὲν εἶναι σωστὸ αὐτὸς νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ τὸν ἀνακουφίσουν καὶ ὁ ἴδιος νὰ κάνει πίσω καὶ νὰ κρύβεται ὅταν δεῖ τὸν ὁμοιοπαθῆ καὶ ὁμόσχημο ἀδελφό του, μᾶλλον δὲ τὸν ἴδιο το Χριστό, νὰ στενοχωρεῖται καὶ νὰ εἶναι παραπεταμένος καὶ νὰ κοπιάζει πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του. Ἕνας τέτοιος μοναχὸς εἶναι σκληρὸς καὶ ἡ ἡσυχία τοῦ εἶναι ψεύτικη καὶ μόνο στὴ φαντασία του.
Καὶ καθὼς ὁ ἄνθρωπος συνίσταται ἀπὸ δύο μέρη, ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ὅλα τα ἔργα τοῦ ἔχουν διπλὴ τὴ φροντίδα, σύμφωνα μὲ τὴ σύστασή του. Καὶ ἐπειδὴ ἡ πράξη τῆς ἀγάπης προηγεῖται ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε περίσταση, εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴ θεωρία, ἐὰν δὲν τελειώσει πρῶτα τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη. Καὶ τώρα, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν τολμᾶ νὰ πεῖ ὅτι κατορθώνει στὴν ψυχὴ τοῦ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον, ἐὰν δὲν τὴν ἐκπληρώσει μὲ τὶς σωματικὲς δυνάμεις πού διαθέτει, στὸ χρόνο καὶ στὸν τόπο πού προσφέρονται κάθε φορᾶ.

«Νίκα ἐν τῷ ἀγαθῶ τὸ κακὸν»
1. Ἐὰν στ’ ἀλήθεια εἶσαι ἐλεήμων, ὅταν ἄδικά σου ἀφαιροῦν τὰ πράγματά σου, μὴ λυπηθεῖς καθόλου μέσα σου, μήτε νὰ διηγεῖσαι στοὺς ἀνθρώπους τὴ ζημιὰ πού σου ἔκαμαν, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ ἐλεημοσύνη τῆς καρδιᾶς σου ἃς καταπιεῖ τὴ ζημιὰ αὐτῶν πού σὲ ἀδίκησαν, ὅπως τὸ πολὺ νερὸ διαλύει τὴ δύναμη τοῦ κρασιοῦ. Δεῖξε λοιπὸν τὸν πλοῦτο τῆς ἐλεημοσύνης σου μὲ τὶς εὐεργεσίες σου πρὸς αὐτοὺς πού σὲ ἀδίκησαν. Ὅπως ἔκαμε ὁ μακάριος Ἐλισαῖος στοὺς ἐχθρούς του, πού ἤθελαν νὰ τὸν αἰχμαλωτίσουν. Γιατί ὅταν προσευχήθηκε καὶ τοὺς τύφλωσε θολώνοντας τὰ μάτια τους, τοὺς ἔδειξε τὴ θεϊκὴ δύναμη πού εἶχε μέσα του ὅταν ὅμως τοὺς ἔδωσε νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦνε καί, μετά, τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν, τοὺς ἔδειξε τὴν ἐλεημοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

Τὸ χρῆμα καὶ ἡ ἀγάπη
1. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατό, στὸ ἴδιο σῶμα νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀρρώστια καὶ νὰ μὴ σβήσει τὸ ἕνα ἐξαιτίας τοῦ ἄλλου, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχουν στὸ ἴδιο σπίτι τὸ πολὺ χρῆμα καὶ ἡ ἀγάπη καὶ νὰ μὴν ἐξαλειφθεῖ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει ἐμπάθεια
1. Πάντοτε τοῦτον τὸν τρόπο νὰ ἔχεις στὴ ζωή σου: νὰ εἶσαι γλυκομίλητος καὶ νὰ ἀποδίδεις τιμὴ σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Καὶ νὰ μὴν κάνεις κανέναν νὰ θυμώσει καὶ νὰ ὀργιστεῖ καὶ νὰ μὴ ζηλοφθονήσεις, οὔτε γιὰ τὴν πίστη πού ἔχει κάποιος, οὔτε γιὰ τὰ κακὰ ἔργα κάποιου ἄλλου.
Φυλάξου λοιπὸν νὰ μὴν κατηγορήσεις καὶ νὰ μὴν ἐλέγξεις κανέναν γιὰ κάποια ἀδυναμία του, γιατί ἔχουμε στοὺς οὐρανοὺς κριτὴ ἀπροσωπόληπτο. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ τὸν βοηθήσεις νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἀλήθεια, νὰ λυπηθεῖς γι’ αὐτὸν καὶ μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἀγάπη πὲς τοῦ ἕνα ἡ δυὸ λόγια καὶ μὴν ἀνάψεις ἀπὸ θυμὸ ἐναντίον του, γιὰ νὰ μὴ δεῖ στὴν καρδιά σου σημεῖο ἔχθρας. Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲ γνωρίζει νὰ θυμώνει, οὔτε νὰ παροργίζεται, οὔτε νὰ κατηγορεῖ κάποιον μὲ ἐμπάθεια.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *