Ἀνάμεσα στοὺς χαρισματικοὺς ἱεράρχες τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα, ποὺ κοσμοῦν τὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ τιμώμενος στὶς 22 Ἰουνίου ἔνδοξος ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Εὐσέβιος, ὁ φλογερὸς ἐπίσκοπός των Σαμοσάτων, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ σφοδρὸς πολέμιος τῶν κακοδοξιῶν τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρείου. Ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ἡ βαθιὰ ἀφοσίωσή του στὴν ἀληθινὴ πίστη, ὅπως αὐτὴ διατυπώθηκε στὴν Ἃ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, καὶ τὸ ἀγωνιστικό του φρόνημα στὴν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, τὸν κατέστησαν φωτεινὸ διδάσκαλο καὶ φλογερὸ ἀγωνιστή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέθηκε μὲ δεσμοὺς πνευματικῆς ἀγάπης καὶ εἰλικρινοῦς φιλίας, τὸν ὀνόμασε «γενναῖο φύλακα τῆς πίστεως καὶ σώφρονα προστάτη τῶν Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸν ἐγκωμιάζει ὡς «στύλο καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας» ὡς «φωστήρα τοῦ κόσμου», ὡς «κανόνα πίστεως, δῶρο Θεοῦ καὶ πρεσβευτὴ τῆς ἀλήθειας».

Ο Άγιος Εὐσέβιος ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορος Κωνστάντιου (337-360), ὁ ὁποῖος εὐνοοῦσε τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ πυρπολούμενος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἀγάπη στὴν ὀρθόδοξη πίστη Ἅγιος Εὐσέβιος ἐξελέγη ἐπίσκοπος στὴν πόλη Σαμόσατα τῆς Συρίας, ἡ ὁποία βρισκόταν 200 χιλιόμετρα ἀνατολικά της Ἀντιόχειας. Ἀγωνίστηκε ὡς ἀληθινός, φιλόστοργος καὶ εὐσυνείδητος ἱεράρχης γιὰ τὴ διάδοση καὶ ἐνίσχυση τῆς ἀκραιφνοῦς χριστιανικῆς πίστεως σὲ ὅλη τὴ Συρία καὶ διαδραμάτισε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἁγίου Μελετίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Ἀντιόχειας. Ὅταν ὅμως ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλυψε ὅτι ὁ Μελέτιος ὄχι μόνο δὲν ἦταν ὀπαδὸς τῆς αἵρεσης τοῦ Ἀρείου, ἀλλὰ καὶ σφοδρὸς πολέμιός της, τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ παραδώσει τὰ πρακτικά της ἐκλογῆς του, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐμπιστευτεῖ στὸν ἐπίσκοπό των Σαμοσάτων Εὐσέβιο. Μάλιστα ὁ αἱρετικὸς Κωνστάντιος ἀπείλησε τὸν Εὐσέβιο ὅτι θὰ τοῦ κόψει τὸ δεξὶ χέρι, ἐὰν δὲν τοῦ παραδώσει τὰ πρακτικά. Τότε ὁ γενναῖος ἱεράρχης τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε μὲ παρρησία, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τοῦ παραδώσει τὴν ἀπόφαση τῆς ἐκλογῆς καὶ νὰ προδώσει τὴν πίστη του, ἐνῶ ταυτόχρονά του ἅπλωσε καὶ τὸ ἀριστερό του χέρι, γιὰ νὰ τοῦ κόψει καὶ τὰ δύο μαζί.

Τὸν Κωνστάντιο διαδέχθηκε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (360-363), ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ ἑδραιώσει τὴν εἰδωλολατρία. Σ’ αὐτὴ τὴν πρόκληση καὶ στὸν κίνδυνο διάδοσης τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος φόρεσε στρατιωτικὴ στολὴ καὶ καλύπτοντας τὸ κεφάλι του μὲ περικεφαλαία, περιόδευσε στὴ Συρία, τὴ Φοινίκη καὶ τὴν Παλαιστίνη γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη, ἐνῶ παράλληλα χειροτόνησε διακόνους καὶ πρεσβυτέρους. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἀνῆλθε στὸν θρόνο ὁ αἱρετικὸς Οὐάλης (364-378), ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πληροφορήθηκε τὴν ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ ἐπισκόπου Εὐσεβίου, ποὺ ὑπερασπιζόταν μὲ ξεχωριστὸ ζῆλο τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἀντιμαχόταν τὸν ἀρειανισμό, ἀποφάσισε νὰ τὸν ἐξορίσει στὴ Θράκη. Ὅταν ὅμως ὁ ἀγγελιοφόρος τοῦ ἔφερε τὸ διάταγμα τῆς ἀπόφασης τῆς ἐξορίας του, ὁ Εὐσέβιος τοῦ εἶπε νὰ σιωπήσει καὶ νὰ μὴν ἀποκαλύψει σὲ κανέναν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀπόφασης, διότι αὐτὸ θὰ προκαλοῦσε τὴν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ καὶ θὰ ὁδηγοῦσε στὴ συνέχεια σὲ ἀπώλειες χριστιανῶν καὶ σὲ ἀπρόβλεπτες συνέπειες. Ὅμως ἕνας ὑπηρέτης, στὸν ὁποῖο ὁ Εὐσέβιος εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ τὶς προθέσεις του, γνωστοποίησε τὸ σχέδιο τοῦ φλογεροῦ ἱεράρχου ποὺ ἦταν νὰ φύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν πόλη μόλις νυχτώσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε τὸν θρῆνο καὶ τὸν ὀδυρμὸ τῶν χριστιανῶν τῶν Σαμοσάτων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ μεταβοῦν στὸν πορθμὸ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη γιὰ νὰ πείσουν τὸν ἀγαπημένο τοὺς ἐπίσκοπο νὰ μὴν ἐγκαταλείψει τὸ ποίμνιό του καὶ μείνει ἐκτεθειμένο στοὺς αἱρετικούς. Ὁ γενναῖος ἐπίσκοπός τους εἶπε ὅτι θὰ πρέπει νὰ ὑπακούσουν στὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολή, ἡ ὁποία ἐντάσσεται στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀρνήθηκε νὰ λάβει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς χρυσὰ νομίσματα, γιατί θὰ ἔπρεπε νὰ δοκιμασθεῖ. Ἀφοῦ τοὺς ἐνουθέτησε μὲ τὶς πνευματικές του συμβουλές, ἔφυγε γιὰ τὴν ἐξορία.

Στὰ Σαμόσατα τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Οὐάλη ὁ ἐπίσκοπος Εὐνόμιος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσπασθεῖ τὸν ἀρειανισμό. Ὅμως ὁ λαὸς τῆς πόλης ἔδειξε τόσο μεγάλη περιφρόνηση πρὸς τὸ πρόσωπό του, ὥστε ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ Σαμόσατα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη, διότι στὴν πρόσκλησή του πρὸς τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἰσέλθουν μέσα στὸ λουτρό, ὅπου εἶχε κάνει μπάνιο, οἱ χριστιανοὶ ἀρνήθηκαν, ἐπειδὴ πίστευαν ὅτι τὸ νερὸ ἦταν μολυσμένο ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, τῆς ὁποίας ὀπαδὸς ἦταν ὁ Εὐνόμιος. Μάλιστα ἀπαίτησαν νὰ ἀλλάξουν τὸ νερὸ γιὰ νὰ μποῦν μέσα στὸ λουτρό. Τὴ θέση τοῦ Εὐνόμιου κατέλαβε ὁ Λούκιος, ὁ ὁποῖος ἦταν φανατικὸς ὑπέρμαχος τοῦ ἀρειανισμοῦ. Μάλιστα ἀντιμαχόταν μὲ τέτοια σφοδρότητα τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ἄρχοντες νὰ ἐξορίσουν τοὺς ἱερωμένους ἐκείνους, ποὺ ὑπερασπίζονταν σθεναρά τα δόγματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως τὸν διάκονο Εὐόλκιο καὶ τὸν πρεσβύτερο Ἀντίοχο.

Στὸ μεταξὺ ὁ Οὐάλης βρῆκε ἀπεχθέστατο θάνατο κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἐκστρατείας ἐναντίον τῶν Γότθων τὸ 378 καὶ τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία ἀνέλαβε ὁ Μέγας Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος ἀποκατάστησε τὴν ἐλευθερία μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια ἐξορίας ἐπέστρεψε στὰ Σαμόσατα καὶ στὸ ἀγαπημένο τοῦ ποίμνιο, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδέχθηκε μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπάνοδό του προσπάθησε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ χειροτόνησε νέους ἐπισκόπους στὴ Βέροια, στὴν Ἱεράπολη, στὴν Καλχηδόνα καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. Τελευταῖο χειροτόνησε τὸν ἐπίσκοπο Μάριν στὴν πόλη Δολιχή, στὴν ὁποία εἶχε διαδοθεῖ ἡ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ὅταν ὅμως ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος μαζὶ μὲ τὸν νέο ἐπίσκοπο ἔμπαιναν στὴν πόλη, μιὰ γυναίκα ποὺ ἦταν πιστὴ ὀπαδὸς τοῦ ἀρειανισμοῦ, πέταξε ἀπὸ μιὰ στέγη ἕνα κεραμίδι στὸ κεφάλι τοῦ Ἁγίου Εὐσεβίου, τὸ ὁποῖο καὶ τὸν σκότωσε. Ἡ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ φλογεροῦ ἐπισκόπου καὶ ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Ἁγίου Εὐσεβίου ἔλαβε χώρα στὶς 22 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 379, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς παντιμῆς μνήμης του. Προτοῦ παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν δικαιοκρίτη Κύριο, ζήτησε ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους νὰ δεσμευτοῦν μὲ ὅρκους ὅτι δὲν θὰ τιμωρήσουν τὴ γυναίκα ποὺ διέπραξε τὸν φόνο. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ μιμούμενος τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔνδοξο πρωτομάρτυρα Στέφανο ζήτησε νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἀσεβεῖς αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι τὸν φόνευσαν.

πηγή