8 Ἰουνίου

Ὁ ἔνδοξος νεομάρτυς Θεοφάνης (βαπτιστικὸ ὄνομα Θεόδωρος) γεννήθηκε ἀπὸ φιλόθεους γονεῖς στὴν Καλοβρύση τῆς Μεσσηνίας.

Σὲ μικρὴ ἡλικία εὑρισκόμενος στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μάθει ραπτικὴ τέχνη πῆγε σὲ κάποιο μουσουλμανικὸ πανηγύρι καὶ ἀπὸ ἐπιπολαιότητα ἀρνήθηκε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του.

Οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐκτιμώντας τὰ προσόντα τοῦ τῆς εὐφυΐας καὶ δυνάμεως τὸν προώθησαν στὸ παλάτι τοῦ Σουλτάνου. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἀντίχριστο περιβάλλον γιὰ ἕξι χρόνια μυεῖται στὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία καὶ σπουδάζει μὲ δίψα τὶς ἀραβικὲς ἐπιστῆμες… Σὲ λίγο θὰ ἀνῆκε στὸ τάγμα τῶν Γενιτσάρων καὶ θὰ μποροῦσε νὰ πολεμᾶ τὰ ἀδέλφια τοῦ τοὺς Ἕλληνες…

Ὅμως ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, ποὺ παρακολουθεῖ μὲ συμπόνια τὰ παιδιά του καὶ πιὸ πολύ τα παραστρατημένα, δὲν τὸν ἐγκαταλείπει. Ἡ καλοπροαίρετη ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Θεοδώρου μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ ξύπνησε – εὐτυχῶς ὄχι ἀργὰ – ἀπὸ τὸ βαθὺ ὕπνο τῆς προδοσίας. Καὶ τότε ξέσπασε σὲ λυγμοὺς γιὰ τὴ μεγάλη του ἄρνηση. Καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀναχώρησε κρυφὰ ἀπὸ τὸ παλάτι.

Ὁ Κύριος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ Βενετία, ὅπου ἀρχιεράτευε ὁ Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριὴλ Σεβῆρος. Σ’ αὐτὸν τὸν «σοφὸ καὶ ἐνάρετο» ἀρχιερέα ὁ Θεόδωρος ἐξομολογήθηκε τὸ βαρύτατο ἁμάρτημά του. Ἀπὸ αὐτὸν ἔλαβε πολύτιμες ὁδηγίες καὶ συμβουλές, ἀλλὰ καὶ τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ ποὺ ποθοῦσε, μὲ νέο πλέον ὄνομα: Θεοφάνης. Ὁ μοναχὸς Θεοφάνης ζεῖ τώρα ζωὴ μετανοίας καὶ ἀσκήσεως. Μελετᾶ πνευματικὰ βιβλία, προσεύχεται… Ὁ διακριτικὸς Γαβριὴλ βλέποντας τὴν ὡριμότητά του τὸν προτρέπει νὰ ἐπιστρέψει πίσω στὸν τόπο τῆς ἀποστασίας του καὶ ἐκεῖ νὰ «ὁμολογήσει δημόσια τὴν μεταστροφή του». Ἔτσι θὰ ὁλοκληρωνόταν ἡ μετάνοιά του.

Πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ μὲ ἰσχυρὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Θεοφάνης ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴ Βενετία. Φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλὰ ἐδῶ συναντᾶ ἐμπόδια στὴν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου του. Κατεβαίνει στὴν Ἀθήνα. Παρουσιάζεται στὸν Τοῦρκο δικαστῆ. Τοῦ λέει τὴν ἱστορία του. Ὁ δικαστὴς τὸν ἀκούει μὲ συμπάθεια καὶ τὸν ἀθωώνει. Λυπημένος ὁ Θεοφάνης ἀναχωρεῖ… Διέρχεται τὸν Εὔριπο κηρύττοντας τὸν Χριστό. Φθάνει στὴ Λάρισα. Παρουσιάζεται στὸν Τοῦρκο δικαστῆ της. Ὁμολογεῖ καὶ ἐδῶ – ἀνάμεσά σε ἀγνώστους – τὴ μεταστροφή του. Ὁ σκληρὸς δικαστὴς τῆς Λάρισας τὸν τιμωρεῖ μὲ 600 μαστιγώσεις. Ὁ πιστὸς Θεοφάνης «πάσχει ὑπὲρ Χριστοῦ» ἀγόγγυστα καὶ χαρούμενα. Ὁ Κύριος ὅμως θεραπεύει μὲ θαῦμα τὶς πληγές του.

Στὴ συνέχεια ὁ μοναχὸς Θεοφάνης ἐπισκέπτεται τὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας». Ζητᾶ τὶς εὐλογίες καὶ τὶς εὐχὲς τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων καὶ κατευθύνεται πλέον στὸν τελευταῖο σταθμὸ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τὴν Κωνσταντινούπολη. Κοντά του εἶναι καὶ ὁ Γέροντάς του ἱερομόναχος Εὐθύμιος, ὁ ἀλείπτης (γυμναστῆς, προπονητὴς) πολλῶν Νεομαρτύρων. Σ’ αὐτὸν μετὰ τὸν Θεὸ ἐμπιστεύεται τὰ τελευταῖα του βήματα. Ὑπακούει μὲ ἀκρίβεια σὲ ὅ,τι τὸν συμβουλεύει…

Μετὰ ἀπὸ ὁλονύκτια ὁλοθερμὴ προσευχὴ καὶ ἐν κατανύξει συμμετοχὴ στὰ Ἄχραντα Μυστήρια ὁ Θεοφάνης προφέροντας τὴ φράση «εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος» διασχίζει τὸ παλάτι τοῦ Σουλτάνου. Καὶ σὲ κάποια αὐλὴ τῶν ἀνακτόρων μπροστά σε πλῆθος δικαστῶν καὶ ὑπαλλήλων ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἐπανορθώνει τὸ λάθος του καὶ κηρύττει μὲ παρρησία τὴν ἀληθινή του πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό!

Ἐξοργισμένος ὁ Σουλτάνος διατάζει νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ 700 μαστιγώσεις. Ἀκολουθοῦν καλοπιάσματα. Ὁ Θεοφάνης μένει σταθερός! Τὸν κλείνουν καὶ πάλι στὴ φυλακή. Ἐκεῖ γύρω του οἱ φύλακες βρίσκουν τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν περιπαίξουν. Τὸν εἰρωνεύονται καὶ κοροϊδευτικὰ ζητοῦν ἀπ’ αὐτὸν κάποιο θαῦμα. Ὁ ἅγιος γιὰ τρεῖς ὧρες στέκεται ὄρθιος, ἀκλόνητος, ἀπορροφημένος σὲ προσευχή. Καὶ μετὰ τὸ «ἀμὴν» τῆς προσευχῆς τοῦ ἕνας παράδοξος σεισμὸς συγκλονίζει τὰ θεμέλια της φυλακῆς κι ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς «ἡλίου φαεινότερον» περιλούζει τὸν μοναχὸ Θεοφάνη. Οἱ φύλακες ἠρεμοῦν σὰν πρόβατα. Γονατιστοί του ζητοῦν συγγνώμη. Καὶ πολλοὶ πιστεύουν στὸν Χριστό! Ἡ εἴδηση αὐτὴ φέρνει ἀναστάτωση στὸ παλάτι τοῦ Σουλτάνου. Οἱ Ἀγαρηνοὶ προσπαθοῦν μὲ νέα καλοπιάσματα νὰ τὸν μεταπείσουν. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Θεοφάνης μὲ «ἐμπνευσμένο ζῆλο» διαλύει τὰ τεχνάσματά τους σὰν νὰ εἶναι «ὑφάσματα ἀράχνης».

Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ ἔλθει καὶ τὸ τέλος του, ὁ «πικρότατος θάνατος». Τοῦ ἔγδαραν σὲ λωρίδες τὸ σῶμα, τὸν περιέφεραν «σὰν κακοῦργο» στοὺς δρόμους πάνω σ’ ἕνα μουλάρι ἀνάποδα καὶ καρφωμένο. Μετὰ τὸν κρέμασαν σὲ τσιγκέλια σὲ σχῆμα σταυροῦ. Καὶ τὸν πέταξαν ἔπειτα μέσα σὲ αἰχμηρὰ σίδερα. Πεσμένος ἀνάμεσα σ’ αὐτά, καταπληγωμένος καὶ καταματωμένος, ὅμως εἰρηνικὸς ὁ Ὅσιος, προσευχόταν καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό! Θάμβος δημιούργησε σὲ ὅλους ἕνα θέαμα: Ἕνα πτηνὸ σὰν λευκὸ περιστέρι πετοῦσε τρεῖς ὧρες πάνω ἀπὸ τὸν μάρτυρα. Πολλοὶ Ἀγαρηνοὶ ὁμολόγησαν: «Πράγματι εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς ὁ Χριστὸς ποὺ κηρύττει ὁ Θεοφάνης»!

Καθὼς ἔδυε ὁ ἥλιος, ὁ ὑποψήφιος μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ εἶπε: «Διψῶ». Καὶ οἱ δήμιοί του ἀπάντησαν: «Γίνει ὅπως καὶ ἐμεῖς καὶ θὰ σοῦ δώσουμε νερό». Καὶ ὁ μακάριος ἀθλητὴς συνέχισε: «Διψῶ τὴ σωτηρίας σας. Ὁ Χριστὸς μὲ δροσίζει μὲ οὐράνια δροσιά»! Καὶ ὅταν ἁπλώθηκε γύρω το σκοτάδι τῆς νύχτας, ἀκούστηκαν βροντὲς ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ἀστραπὲς ἔλαμψαν. Καὶ ἕνα φῶς οὐράνιο ἔλουζε τὸ μαρτυρικὸ σῶμα. Κάποιοι Ἀγαρηνοὶ ἔκπληκτοι ὁμολογοῦσαν: «Μία καὶ μοναδικὴ καὶ ἀληθινὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν»! Ἄλλοι ὅμως γεμάτοι μίσος ὅρμησαν μὲ αἰχμηρὰ σίδερα καὶ κατατρυποῦσαν τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος, τοῦ ἔγδερναν τὸ πρόσωπο, τὰ μάγουλα, τοῦ ἔβγαλαν καὶ τὰ μάτια. Καὶ ὅσοι πρωτοστάτησαν στὴ βεβήλωση αὐτή, τιμωρήθηκαν μὲ θεία τιμωρία. Τυφλώθηκαν ἢ παραφρόνησαν καὶ ἔτρεξαν καὶ πνίγηκαν στὴ θάλασσα. Ὅσοι μετάνιωσαν καὶ ζήτησαν τὶς πρεσβεῖες του, σώθηκαν καὶ διαλαλοῦσαν τὴ δύναμη τῆς χριστιανικῆς θρησκείας.

Ὁ μάρτυς Θεοφάνης εἶχε περάσει πλέον στὴν ἀθανασία. Ἦταν 8 Ἰουνίου τοῦ 1588. Τὰ χαριτόβρυτα τίμια Λείψανά του ὑπῆρξαν θαυματουργὰ γιὰ πολλοὺς ἀσθενεῖς, λεπρούς, δαιμονισμένους…

«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοί». Ὅσιε νεομάρτυς Θεοφάνη, πρέσβευε καὶ ὑπὲρ ἠμῶν.

Περιοδικὸ «Ὁ Σωτήρ», ἀριθ. 2002