st-andrew-fool-for-christὉ βίος τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέου συντάχθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Νικηφόρο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ μέσα του 10ου αἰῶνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), ἐπὶ βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκυθία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία εἶχε πουληθεῖ ὡς δοῦλος σὲ κάποιον πρωτοσπαθάριο καὶ στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς, ὀνομαζόμενο Θεόγνωστο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ εὐσεβῆ, ὁ ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τὸν μικρὸ Ἀνδρέα, ὥστε τὸν μεταχειρίστηκε ὡς υἱό του, φροντίζοντας γιὰ τὴν ἐπιμελῆ καὶ θεοσεβῆ μόρφωση αὐτοῦ.

Τὸν Ἀνδρέα εἵλκυαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἰδιαίτερα οἱ βίοι καὶ τὰ Μαρτύρια τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ ζῆλος του πρὸς αὐτά, ὥστε ἀποκλήθηκε «σαλὸς» (μωρός), διότι ὁ ζῆλος του αὐτὸς τὸν ὠθοῦσε πολλὲς φορὲς στὸ νὰ ὑπομένει ἐμπαιγμούς, ταπεινώσεις καὶ βαριὲς ὕβρεις καὶ νὰ προβαίνει σὲ διαβήματα ποὺ κρίνονται ὡς ἀνισόρροπα καὶ ἐκκεντρικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὑπέμενε τοὺς ἐξευτελισμούς, παρηγορούμενος ἀπὸ τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς πετύχαινε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εὐθεία ὁδὸ παραστρατημένες ὑπάρξεις.
Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθοποιία του. Ὄχι μόνο μοιραζόταν τὰ ὑπάρχοντά του μὲ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ προσέφερε ὅτι εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἔμενε νηστικὸς καὶ γυμνός. Σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν παρατηροῦσαν γιὰ τὶς ὑπερβολικὲς ἀγαθοεργίες του, ὑπενθύμιζε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ, ἔβλεπε τὸν Χριστό.

Κάποια νύκτα σηκώθηκε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ὁ φθονερὸς διάβολος δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸν ἀφήσει ἀπείρακτο. Μόλις ἄρχισε τὴν προσευχὴ του ἔρχεται μὲ πολὺ θόρυβο καὶ τοῦ κτυπᾶ τὴν πόρτα. Ὁ μακάριος ὡς νέος καὶ μὴ γνωρίζοντας ἀπὸ τὶς πονηρίες τοῦ διαβόλου, φοβήθηκε, σταμάτησε τὴν προσευχή του καὶ ξάπλωσε στὸ κρεβάτι του καὶ σκεπάστηκε. Ὅταν εἶδε ὁ σατανᾶς ὅτι φοβήθηκε καὶ ἄφησε τὴν προσευχὴ χάρηκε καὶ λέγει στὸν ἄλλο δαίμονα: «Νά! ἀκόμα αὐτὸς εἶναι βρέφος, τρέχουν τὰ σάλια του, καὶ προετοιμάζεται γιὰ νὰ κάνει πόλεμο ἐναντίον μας». Ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ ἐξαφανίστηκε.
Ὁ μακάριος Ἀνδρέας ἀποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε στὸν ὕπνο του ὅτι βρέθηκε στὸ θέατρο τῆς πόλεως. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὑπῆρχαν πολλοὶ ἄνδρες λευκοφόροι (ἀσπροντυμένοι) καὶ φωτεινοὶ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἦταν ἕνα πολὺ μεγάλο πλῆθος κατάμαυροι ἀράπηδες. Ζητοῦσαν καὶ τὰ δύο μέρη νὰ παλέψουν. Οἱ κατάμαυροι εἶχαν ἀνάμεσά τους ἕνα μεγαλύτερο, ποὺ ἦταν χιλίαρχος, καὶ ἔλεγαν πρὸς τοὺς λευκοφόρους: «Ὅποιος θέλει ἀπό σας, ἃς βγεῖ νὰ πολεμήσει μὲ αὐτόν».
Ἐνῶ ὁ Ἅγιος ἔστεκε καὶ ἄκουε τὰ λεγόμενα, βλέπει νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κάποιος νέος πάρα πολὺ ὡραῖος, λαμπρότερος τοῦ ἥλιου στὴ ὄψη, κρατώντας στὰ χέρια του τρία ὑπέροχα στεφάνια. Τὸ ἕνα ἦταν στολισμένο μὲ μαργαριτάρια, τὸ δεύτερο μὲ πολύτιμες πέτρες καὶ τὸ τρίτο μὲ κρίνα καὶ ἄνθη τοῦ Παραδείσου. Ἦταν δὲ αὐτὰ καὶ ἀμάραντα καὶ εἶχαν τόση εὐωδία ὥστε θαύμαζε ὁ μακάριος Ἀνδρέας καὶ ἐπιθυμοῦσε, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ πάρει κάποιο ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ στεφάνια.
Πλησιάζει λοιπὸν τὸν νέο καὶ τοῦ λέει: «Στὸν Χριστὸ πού πιστεύεις, πόσο πουλᾶς αὐτὰ τὰ στεφάνια; Θέλω νὰ μάθω. Ἂν καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἀγοράσω ὅμως θὰ τρέξω γρήγορα νὰ τὸ πῶ στὸ ἀφεντικό μου γιὰ νὰ ἔλθει νὰ πάρει αὐτὸ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ σοῦ δώσει ὅσα χρήματα θέλεις». Αὐτὰ ἀφοῦ τὰ ἄκουσε ὁ νέος, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, χαμογέλασε καὶ λέει στὸν Ἀνδρέα: «Πίστεψε μὲ στ’ ἀλήθεια, ἀγαπητέ, ὅτι ἄν μοῦ φέρεις ὅλο το χρυσάφι τοῦ κόσμου, δὲν δίνω οὔτε ἕνα ἄνθος ἀπὸ αὐτὰ τὰ στεφάνια οὔτε σὲ σένα, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸ ἀφεντικό σου. Γιατί αὐτὰ δὲν ἀνήκουν στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, ὅπως νομίζεις, ἀλλὰ στοὺς οὐράνιους θησαυρούς, μὲ τοὺς ὁποίους στεφανώνονται ὅσοι νικήσουν ἐκείνους τοὺς μαύρους. Ἐάν, λοιπόν, θέλεις καὶ σὺ κανένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ στεφάνια πάλεψε μὲ ἐκεῖνον τὸν ἀκάθαρτο ἀράπη καὶ ἂν τὸν νικήσεις ὄχι μόνο αὐτὰ θὰ σοῦ δώσω ἀλλὰ ὅσα θέλεις».
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ μακάριος Ἀνδρέας πῆρε θάρρος καὶ λέει σ’ αὐτόν: «Κύριέ μου, δέχομαι νὰ παλέψω, μόνο δίδαξέ με μὲ ποιὸν τρόπο θὰ τὸν νικήσω». Εἶπε τότε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἀνδρέα: «Γνώριζε, ἀγαπητέ, ὅτι αὐτοὶ οἱ ἀράπηδες εἶναι μόνο θρασεῖς, ἀλλὰ δὲν ἔχουν καμιὰ δύναμη. Μὴ φοβηθεῖς λοιπὸν ποὺ τὸν βλέπεις τόσον μεγάλο, διότι εἶναι σὰν τὸ χόρτο σάπιος καὶ ἀδύνατος». Ἀφοῦ τὸν ἐνθάρρυνε, τὸν ἐπίασε ἀπὸ τὴ μέση καὶ τοῦ ἔδειξε πὼς νὰ παλέψει μὲ τὸν ἀράπη. Τοῦ παράγγειλε δὲ τὰ ἑξῆς: «Ὅταν σὲ πιάσει ὁ ἀράπης, μὴ φοβηθεῖς, ἀλλὰ ἀγκάλιασέ τον σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ θὰ δεῖς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ».
Τότε μπῆκε στὴ μέση του θεάτρου ὁ Ἀνδρέας καὶ εἶπε μὲ δυνατὴ φωνή: «Μαυρισμένε, ἔλα νὰ παλέψουμε». Ὅταν εἶδε ὁ ἀράπης ἐκεῖνος, ὁ χιλίαρχος τῶν δαιμόνων, ὅτι τὸν ζητοῦσε ὁ Ἀνδρέας σηκώθηκε καὶ ἐρχόταν μὲ μεγάλη ὑπερηφάνεια νὰ τὸν ἁρπάξει καὶ τὸν φοβέριζε μὲ τὸ βλέμμα του. Ὁ Ἀνδρέας τὸν ἐπίασε σταυροειδῶς καὶ τὸν ἔριξε κάτω στὴ γῆ ὥστε γιὰ πολλὴ ὥρα ἔμεινε ἄφωνος. Τότε χάρηκαν πάρα πολὺ οἱ λευκοφόροι καὶ ἀμέσως ἔτρεξαν, τὸν ἀγκάλιασαν καὶ τὸν καταφιλοῦσαν καὶ τὸν ἄλειφαν μὲ θεϊκὸ μύρο. Οἱ δὲ κατάμαυροι ἀράπηδες ἔφυγαν καταντροπιασμένοι.
Ἀμέσως τότε ὁ γεμάτος δόξα ἐκεῖνος νέος ἔδωσε τὰ στεφάνια στὸν μακάριο Ἀνδρέα καὶ καταφιλώντας τὸν τοῦ εἶπε: «Ἀπὸ σήμερα εἶσαι δικός μου φίλος. Νὰ ἀγωνίζεσαι τὸν καλὸν ἀγώνα γυμνὸς καὶ περιφρονημένος. Γίνε σαλὸς γιὰ μένα, γιὰ νὰ σὲ ἀξιώσω πολλῶν ἀγαθῶν στὴ Βασιλεία μου».


Αποτέλεσμα εικόνας για αγια σκεπηΣτὰ χρόνια του βασιλέως Λέοντος τοῦ Μεγάλου (457-474 μ. Χ.) … μία νύχτα ποὺ γινότανε ἀγρυπνία στὸ ναὸ της Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν μαθητὴ του Ἐπιφάνιο, ποὺ ἔγινε ἀργότερα πατριάρχης Κων/πόλεως (520-536 μ. Χ.), εἶδαν τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὀφθαλμοφανῶς, ὄχι σὲ ὅραμα, νὰ μπαίνει ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ ναοῦ. Τὴν συνόδευαν οἱ Ιωάννης ὁ Πρόδρομος καί Ἰωαννης ὁ Θεολόγος καὶ πλήθος Ἀγγέλων. Ἀφοῦ μπῆκε μέσα στὸ ναὸ προχώρησε στὸν σολέα. Ἐκεῖ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε πολλὴ ὥρα μὲ θερμὰ δάκρυα ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, ἐνῶ τὴν βλέπανε μόνο ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἐπιφάνιος. Ἀφοῦ προσευχήθηκε γιὰ πολὺ ἡ Θεοτόκος σηκώθηκε καὶ μπῆκε μέσα στὸ ἱερό, ὅπου φυλασσόταν τὸ μαφόριό της δηλαδὴ τὸ τσεμπέρι της, τὸ πῆρε στὰ χέρια της καὶ βγαίνοντας ἔξω τὸ ἅπλωσε πάνω ἀπὸ τοὺς πιστούς, γιὰ νὰ δείξει ὅτι τοὺς σκέπει καὶ τοὺς προστατεύει.

Αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο στάθηκε ἀφορμὴ ἡ Ἐκκλησία μας νὰ καθιερώσει τὴν γιορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης δηλαδὴ τὴ γιορτὴ πρὸς τιμὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία σκεπάζει (σκέπει) καὶ προστατεύει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ φωτίζει τοὺς πιστοὺς στὸ δρόμο γιὰ τὴν τελείωση. Μᾶς σκεπάζει μὲ τὶς προσευχές της, μὲ τὶς παρακλήσεις της καὶ μὲ τὰ δάκρυά της.

πηγή


Κάποια ἡμέρα συνέβη κάτι παράδοξο στὸ θεράποντα τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὴν συνήθειά του, γιὰ νὰ μὴν γνωρίζει κανεὶς τὴν ἐργασία του στοὺς προθάλαμους τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφὰ πρὸς τὸ ναὸ τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, στὴν ἀριστερὰ στοὰ τῆς ἀγορᾶς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔτυχε, τότε, κάποιο παιδὶ νὰ διέρχεται τὴ λεωφόρο, ἐκτελώντας διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος πήγαινε πρὸς τὸ ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· τὸ παιδὶ τάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τὸν προφθάσε, χωρὶς ὁ Ὅσιος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ. Ὅταν ἔφθασε πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ ὁ Ἀνδρέας, Θεοῦ θέλοντος, ἐξέτεινε τὴ δεξιά του χείρα καὶ ἀφοῦ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ τὶς πύλες, αὐτὲς εὐθὺς ὑποχώρησαν. Εἰσῆλθε στὸ ναὸ καὶ ἄρχισε τὶς προσευχές, μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος τὸν παρακολουθοῦσε. Τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦσε τὸν Ὅσιο, γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν σαλός. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἀνοίγει αὐτομάτως τὶς πύλες τοῦ ναοῦ, ἔφριξε καὶ κυριεύθηκε ἀπὸ τρόμο, ἔλεγε, λοιπόν, στὸν ἑαυτό του: «Ποιὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ οἱ κατὰ ἀλήθειαν μωροὶ σαλὸ ὀνομάζουν! Πόσο μεγάλος ἅγιος εἶναι, καὶ ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι ἀγνοοῦμε! Πόσους κρυφοὺς δούλους ἔχει ὁ Θεὸς καὶ οὐδεὶς γνωρίζει τὰ περὶ αὐτῶν!».
Αὐτὰ λογιζόταν τὸ παιδὶ καὶ πλησίασε, γιὰ νὰ μάθει τί κάνει ὁ Ἅγιος ἐντός του ναοῦ. Βλέπει, λοιπόν, αὐτὸν πρὸ τοῦ ἄμβωνος νὰ κρέμεται στὸν ἀέρα καὶ νὰ προσεύχεται. Κατεπλάγη ἀπὸ τὸ παράδοξο τοῦτο θέαμα καὶ ἀναχώρησε, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴν διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἔφυγε. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ ναό, ἀσφάλισε πάλι τὶς θύρες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἀντιλήφθηκε τὴν παρουσία τοῦ παιδιοῦ καὶ λυπήθηκε, ἐπειδὴ κάποιος οἰκέτης ἔγινε θεατὴς τῶν συμβάντων. Ἀνέμενε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ, γιὰ νὰ τοῦ παραγγείλει νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου. Συνάντησε τὸ παιδὶ καὶ εἶπε: «Φύλαξε, τέκνον, ὅλα ὅσα εἶδες στὸν τόπο τοῦτο καὶ θὰ ἔχεις τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ».
Μία ἡμέρα, πρὸς τὸ τέλος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ λαὸς τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπευφημοῦσε τὸν Δεσπότη Χριστὸ μετὰ βαΐων καὶ ὕμνων. Βλέπει, τότε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας, κάποιον γέροντα, ὡραῖο κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, νὰ εἰσέρχεται στὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πλῆθος λαοῦ τὸν ἀκολουθοῦσε, μὲ βάϊα καὶ σταυρούς, οἱ ὁποῖοι ἔλαμπαν ὡς ἀστραπή· μελωδοῦσαν μέλος τερπνό, ἠδὺ καὶ σωτήριο. Ὁ ἕνας στὸν ἄλλο παραχωροῦσε τὸ προβάδισμα καὶ ὅλοι κατευθύνονταν πρὸς τὸν ἄμβωνα. Ὁ γέροντας ἐκεῖνος κατεῖχε κινύρα καὶ ἔκρουε τὶς χορδὲς συνοδεύοντας τοὺς ψάλτες. Ὁ μακάριος ἐτέρπετο ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴν ψαλμωδία, σκίρτησε καὶ εἶπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης της πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὐρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».
Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους σοφοὺς ἔλεγαν: «Πῶς, σαλέ; Ἀναφέρεται στὸ στίχο αὐτὸ τοῦ ψαλμοῦ ἡ Παναγία; Τί εἶναι αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγεις;», καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιάς τους γέλασαν καὶ ἀναχώρησαν. Ὁ μακάριος τά ἔλεγε αὐτὰ ἐπειδὴ εἶδε τὸν Δαβὶδ μὲ ἄλλους Προφῆτες νὰ ἔχουν ἔλθει ἐκεῖ.


Ο ΑΚΟΛΑΣΤΟΣ ΕΥΝΟΥΧΟΣ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΑΦΕΝΤΗ

Σὲ μιὰ στιγμὴ τὸν πλησίασε (τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα τὸν διὰ Χριστὸν σαλὸ) ἕνας νεαρὸς εὐνοῦχος, δοῦλος κάποιου πλούσιου ἄρχοντα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ροδαλὸ καὶ τὸ δέρμα του λευκό. Ὄμορφος, ξανθὸς καὶ λεπτεπίλεπτος, φοροῦσε ροῦχα πολυτελῆ καὶ μύριζε ἀπὸ μικριὰ ἀρώματα. Ἦταν συνομήλικος, γείτονας καὶ φίλος τοῦ Ἐπιφανίου (φίλου καὶ μαθητὴ τοῦ Ἁγίου). Στὸ χέρι του κρατοῦσε μιὰ ἀρμαθιὰ χουρμάδες. Βλέποντας τὸν ὅσιο γυμνό, ἀπόρησε καὶ ρώτησε ταραγμένος τὸν Ἐπιφάνιο: -Ποιὸς εἶναι αὐτὸς φίλε μου; Γιατί γυρίζει γυμνὸς μέσα στὸ κρύο καὶ κάθεται κάτω σὰν θαλασσοδαρμένος;

-Τί νὰ σοὺ πῶ, δὲν ξέρω. Φαίνεται πώς τὸν νοῦ του τὸν ἔχει αἰχμαλωτίσει ὁ πονηρός, γι’ αὐτὸ γυρίζει ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν τρελὸς (ὁ Ἐπιφάνιος γνώριζε ὅτι ὁ ὅσιος παριστάνει τὸν σαλό, ἀλλὰ δὲν εἶχε εὐλογία ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὸν φανερώσει στὸν κόσμο). Ὅλοι οἱ δαιμονισμένοι ἔτσι κάνουν, ξεσκίζουν τὰ ροῦχα τους καὶ κυκλοφοροῦν γυμνοί, χωρὶς νὰ αἰσθάνονται τὸ κρύο ἢ τὴ ζέστη. Ὁ εὐνοῦχος συμπόνεσε τὸν ὅσιο καὶ τοῦ ἔδωσε τοὺς χουρμάδες.

-Πάρε αὐτὰ γιὰ τὴν ὥρα, τοῦ εἶπε, δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο μαζί μου. Ὁ ὅσιος, ὅμως, πού μὲ τὰ νοερὰ μάτια ἔβλεπε τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς του, τὸν κοίταξε βλοσυρὰ καὶ τοῦ εἶπε:

-Οἱ σαλοὶ δὲν δέχονται δῶρα ἀπὸ κωλοφονίους (ἐννοώντας τοὺς ὁμοφυλόφιλους, κάνοντας λογοπαίγνιο μὲ τὴν λέξη κολοφώνιο πού εἶναι εἶδος λάχανου). Ἐκεῖνος δὲν κατάλαβε τὸ ὑπονοούμενο καὶ εἶπε:

-Εἶσαι πραγματικὰ τρελός. Χουρμάδες βλέπεις καὶ γιὰ κολοφώνια τοὺς περνᾶς;

-Πήγαινε, δόλιε, στὸ δωμάτιο τοῦ κυρίου σου, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ μακάριος, καὶ κᾶνε μαζί του τὴν βδελυρὴ ἁμαρτία τῶν Σοδομιτῶν, γιὰ νὰ σοῦ δώσει κι ἄλλους χουρμάδες. Ταλαίπωρε! Οὔτε τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν βλέπεις, οὔτε τὴν ἀγριότητα τῆς γέεννας γνωρίζεις, οὔτε τὸν ἄγγελό σου, πού σὲ ἀκολουθεῖ καταλυπημένος, ντρέπεσαι. Τί θὰ γίνει μ’ ἐσένα, βρωμερέ, πού συχνάζεις στὶς γωνιὲς μαζὶ μὲ ἄλλους καὶ κάνεις πράξεις ἀφύσικες, πράξεις πού οὔτε τὰ σκυλιὰ τὶς ξέρουν, οὔτε οἱ χοῖροι, οὔτε τὰ φίδια; Ἀπὸ ποῦ τὰ ἔμαθες αὐτά, ἀκάθαρτε; Κρίμα στὰ νιάτα σου, ποῦ τὰ πλήγωσε ὁ σατανᾶς καὶ τὰ γκρέμισε εὔκολα στὰ τρίσβαθα τοῦ ἅδη. Πρόσεξε, μὴ συνεχίσεις ἔτσι, γιὰ νὰ μὴ ρίξει φωτιὰ ὁ Θεὸς καὶ σὲ κάψει, κι ἔτσι ἀπὸ τὴ μιὰ φωτιὰ πέσεις πρόωρα στὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια! Ἡ ταραχὴ τοῦ εὐνούχου ἦταν φανερή. Εἶχε κατακοκκινίσει ἀπὸ τὴν ντροπή του.

-Ἀλίμονό μου! μπόρεσε μόνο νὰ ψελλίσει.

-Τί ἔπαθες φίλε μου; τὸν ρώτησε ὁ Ἐπιφάνιος. Γιατί κοκκίνισες ἔτσι; Ὡστόσο μὴν περιφρονήσεις τὰ λόγια του. Ἂν ἡ συνείδησή σου σὲ ἐλέγχει γιὰ κάτι ἀπ’ αὐτὰ πού σοῦ εἶπε, φρόντισε νὰ διορθωθεῖς. Εἶσαι νέος καί εὔκολα ξεγελιέσαι ἀπὸ τὸν σατανᾶ. Αὐτὸς εἶναι φοβερός, εἶναι πανοῦργος καὶ μοχθηρὸς συνάμα. Μᾶς σπρώχνει στὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἔχει κι ἐμᾶς μαζί του στὴ φωτιὰ τῆς γέεννας καὶ νὰ παρηγοριέται. Ὁ εὐνοῦχος ἔφυγε μὲ τὸ κεφάλι κατεβασμένο, δίχως νὰ πεῖ τίποτα.

ʽΟ Ἐπιφάνιος σήκωσε τὸν ὅσιο καὶ μπῆκαν στὸ σπίτι του. Βρῆκαν τὸ τραπέζι στρωμένο. Κάθησαν κι ἔφαγαν. Ὅταν τελείωσαν, ὁ Ἐπιφάνιος ρώτησε τὸν ὅσιο:

-Γιατί, κύριέ μου, μίλησες τόσο σκληρὰ στὸν φίλο μου;

-Ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι φίλος σου, γι’ αὐτὸ τοῦ μίλησα ἔτσι. Ἂν δὲν ἦταν φίλος σου, δὲν θὰ τοῦ ἔλεγα οὔτε μιὰ λέξη. Σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ ἐλέγχω τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ νὰ βαδίζω στὸν ἴσιο δρόμο, πού ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό.

-Ἀφοῦ, ὅμως, εἶναι δοῦλος καὶ βιάζεται ἀπὸ τὸν ἀφέντη του, τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ καημένος;

-Τὸ ξέρω πώς εἶναι δοῦλος, εἶπε ὁ ὅσιος, πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἀφέντη του μόνο στὶς ὑλικές του ἀνάγκες, ὄχι στὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ στὶς ἄνομες πράξεις, καὶ μάλιστα σ’ αὐτὸ τὸ σιχαμερό, σ’ αὐτὸ τὸ καταραμένο ἁμάρτημα, πού οὔτε στὰ ἄλογα ζῶα τὸ συναντᾶμε! Τί ἄνθρωπος εἶναι, ἀφοῦ δὲν αἰσθάνεται τὴ δυσοσμία τῆς κοπριᾶς καὶ δὲν φεύγει μακριά της;

-Ἄν, ὅμως, ὁ ἀφέντης του, ξαναεῖπε ὁ Ἐπιφάνιος, τὸν προστάξει νὰ κάνει κάποια ὑπηρεσία, ἀκόμα καὶ ἁμαρτωλή, καὶ ὡς δοῦλος δὲν ὑπακούσει, ξέρεις τί τὸν περιμένουν; καὶ βρισιὲς καὶ ξύλο καὶ τόσα ἄλλα βάσανα.

-Αὐτό, παιδί μου, εἶναι τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Κύριος, ὅταν ἔλεγε: «Μακάριοι εἶναι ὅσοι διώκονται γιὰ τὴν ἀρετή, γιατί σ’ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 5, 10). Ἂν οἱ δοῦλοι δὲν ὑποκύπτουν στὴ βδελυρὴ σοδομιτικὴ ἐπιθυμία τῶν κυρίων τους, εἶναι μακάριοι καὶ τρισμακάριοι, γιατί μὲ τὰ βάσανα πού θὰ ὑποφέρουν, θὰ στεφανωθοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο σὰν μάρτυρες.

Ἔτσι θεοφιλῶς ἔζησε ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς Ὅσιος Ἀνδρέας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑξήντα ἕξι ἐτῶν. Εὐθὺς εὐωδίασαν μύρα καὶ θυμιάματα στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἄφησε τὸ πνεῦμα τοῦ ὁ Ἅγιος. Μία γυναίκα φτωχή, ἡ ὁποία διέμενε πλησίον ὀσφράνθηκε τὴν ἠδύπνοο καὶ ἀσύγκριτη εὐωδία, τὴν ἀκολούθησε, λοιπόν, αὐτὴ καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου βρισκόταν ὁ Ἅγιος. Βρῆκε τὸν μακάριο νεκρὸ καὶ ἀνέβλυζε μύρο ἀπὸ τὸ τίμιο λείψανό του. Ἔτρεξε, λοιπόν, καὶ ἀνήγγειλε τὸ θαῦμα, ἐπικαλούμενη μὲ ὅρκο ὡς μάρτυρα τὸν Θεό. Πολλοὶ συγκεντρώθηκαν τότε, ἀλλὰ δὲν βρῆκαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ὁσίου. Τοὺς προκαλοῦσε κατάπληξη, ὅμως, ἡ εὐοσμία τοῦ μύρου καὶ τῶν θυμιαμάτων. Ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ κρίματα ἑκάστου καὶ τὰ ἀπόκρυφα κατορθώματα τοῦ Ὁσίου Ἀνδρέα, μετέθεσε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑορτάζει τὴ μνήμη του στὶς 28 Μαΐου.


ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΝ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟ

Ο Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἔγραψε πολλὲς προφητεῖες οἱ ὁποῖες δὲν ἐκδόθηκαν ποτὲ καὶ βρίσκονται στὴν Μονὴ Ἰβήρων.

Ἀρχὲς τῶν ὠδίνων
Ὁ Ἐπιφάνιος συναντήθηκε κάποτε μὲ τὸν ὅσιο καὶ τὸν πῆρε σπίτι του, μὲ σκοπὸ νὰ ξεκουραστεῖ γιὰ μιὰ τουλάχιστον ἑβδομάδα ἀπ’ τοὺς πολλοὺς κόπους. Κάθισαν κάπου μόνοι τους καὶ ὁ νέος ἄρχισε νὰ τὸν ἐρωτά:
– Πῶς θὰ γίνει τὸ τέλος τοῦ κόσμου; Τί εἶναι «αἱ ἀρχαὶ τῶν ὠδίνων» καὶ πότε θὰ γίνουν; Ἀπὸ ποὺ θὰ καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι πλησιάζει ἡ συντέλεια, καὶ ποιὰ θὰ εἶναι τὰ σημάδια πού θὰ τὴ φανερώνουν; Ποιὸ τέλος θὰ ἔχει ἡ Πόλις μας (Κωνσταντινούπολη), αὐτὴ ἡ νέα Ἱερουσαλήμ; Τί θὰ γίνουν οἱ σεβάσμιοι ναοί; Τί θὰ γίνουν οἱ θεῖοι σταυροί, οἱ ἅγιες εἰκόνες καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία; Ποῦ θὰ ἀσφαλισθοῦν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων; Ἐξήγησέ μου, σὲ παρακαλῶ! Ξέρω ὅτι γιὰ σένα καὶ τοὺς ἁγίους, ποὺ εἶναι ὅμοιοι μ’ ἐσένα, εἶπε ὁ Θεός: «Ὑμὶν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Πόσο μάλιστα τὰ μυστήρια τοῦ κόσμου!
– Ἡ Πόλης αὐτή, ἀποκρίθηκε ὁ μακάριος, ποὺ κατέχει τὰ πρωτεῖα ἀνάμεσά σε πολλὲς ἄλλες πόλεις καὶ ἔθνη, θὰ μείνει ἀπόρθητη καὶ ἐλεύθερη. Τὴ φυλάει ἡ Θεοτόκος «ἐν τῇ σκέπη τῶν πτερύγων της», καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες της θὰ παραμείνει ἄτρωτη. Πολλὰ ἔθνη θὰ πολιορκήσουν τὰ τείχη της, ἀλλὰ ἡ δύναμίς τους θὰ συντριβή, καὶ θ’ ἀναχωρήσουν ντροπιασμένα. Ἀπ’ αὐτὴ θὰ πλουτίσουν πολλοὶ καὶ θὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθά της.
Ὡστόσο κάποια προφητεία λέει ὅτι θὰ τὴν ἀλώσουν οἱ Ἀγαρηνοὶ καὶ θὰ σφάξουν μὲ τὸ μαχαίρι τοὺς πλήθους λαοῦ. Ἐγὼ ὅμως πιστεύω ὅτι θὰ εἰσορμήσει καὶ τὸ ξανθὸ γένος, τοῦ ὁποίου ἡ ὀνομασία ἀρχίζει ἀπὸ τὸ δέκατο ἕβδομο γράμμα τῆς ἀλφαβήτου (Ρ). Θὰ μπεῖ λοιπὸν καὶ θὰ κατακόψει, καὶ θὰ στρώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὸ ἔδαφος. Ἀλλοίμονό του ὅμως ἀπὸ τὰ δύο ὁμογενῆ ἔθνη. Τὰ ὅπλα τους θὰ εἶναι γρήγορα σὰν τὸν ἄνεμο, καὶ καταστροφικὰ σὰν κοφτερὸ δρεπάνι, ποὺ κόβει τὸ θέρος τὰ γεννήματα. Τὰ ὅπλα αὐτὰ δὲν θὰ ἀναχαιτίζονται, ἀλλ’ ὅμως μετὰ θὰ διαλύονται.

Ὁ εὐσεβὴς βασιλιὰς
– Τώρα, παιδί μου, Πὼς νὰ σοῦ διηγηθῶ χωρὶς δάκρια γιὰ τὴν ἀρχὴ τῶν ὠδίνων καὶ τὴ συντέλεια; Κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ ἀναδείξει ὁ Θεὸς βασιλιὰ κάποιο φτωχό. Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς θὰ πολιτευθεῖ μὲ δικαιοσύνη, θὰ σταματήσει ὅλους τους πολέμους καὶ θὰ πλουτίσει τοὺς φτωχούς. Θὰ βασιλεύσει ἡ εὐτυχία ὅπως στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε. Οἱ ἄνθρωποι θὰ πλουτίσουν πολύ, θὰ ζοῦν γαλήνια καὶ εἰρηνικά, θὰ τρῶνε, θὰ πίνουν, θὰ ἔρχονται σὲ γάμο, θὰ κινοῦνται μὲ πολλὴ ἄνεση καὶ θὰ ἀπολαμβάνουν ἀμέριμνοι τά ἀγαθά τῆς γῆς, ἐπειδὴ δὲν θὰ γίνονται πόλεμοι, θὰ μετατρέψουν τὰ σπαθιά τους σὲ δρεπάνια, τὰ βέλη σὲ πασσάλους, καὶ τὰ δόρατα σὲ γεωργικὰ ἐργαλεῖα γιὰ νὰ καλλιεργοῦν τὴ γῆ.
Ἀργότερα ὁ βασιλιὰς θὰ στραφεῖ ἀνατολικὰ καὶ θὰ ταπεινώσει τοὺς Ἀγαρηνούς, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ὀργισμένος μαζί τους γιὰ τὴ βλάσφημη θρησκεία τους καὶ γιὰ τὴ σοδομιτική ἁμαρτία ποὺ κάνουν, πολλοὶ βέβαια ἀπ’ αὐτοὺς θὰ βαπτισθοῦν, θὰ εὐαρεστήσουν στὸν βασιλιὰ καὶ θὰ τιμηθοῦν, οἱ ὑπόλοιποι ὅμως θὰ ἐξοντωθοῦν, θὰ καοῦν ἢ θὰ θανατωθοῦν σκληρά.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ Ἰλλυρικὸ θὰ ἐπανέλθει στὸ βασίλειο τῶν Ρωμαίων, ἐνῶ ἡ Αἴγυπτος θὰ συνθηκολογήσει. Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς θ’ ἁπλώσει τὸ δεξί του χέρι στὰ γύρω ἔθνη, θὰ ἡμερώσει τὰ ξανθὰ γένη καὶ θὰ κατατροπώσει τοὺς ἐχθρούς του. Ἡ βασιλεία του θὰ διαρκέσει τριανταδύο χρόνια. Γιὰ δώδεκα χρόνια δὲν θὰ εἰσπράττει φόρους καὶ δασμούς, θὰ ξαναχτίσει γκρεμισμένα θυσιαστήρια καὶ θὰ ἀνοικοδομήσει ἱεροὺς ναούς. Στὶς ἡμέρες του δὲν θὰ γίνονται δίκες, ἀλλὰ οὔτε θὰ ὑπάρχει ἄδικος καὶ ἀδικημένος, τὸν βασιλιὰ αὐτὸν θὰ τὸν φοβηθεῖ ὅλη ἡ γῆ, θὰ ἀναγκάσει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν φόβο νὰ σωφρονισθοῦν, καὶ θὰ ἐξοντώσει τοὺς ἄρχοντες ποὺ παρανομοῦν.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ὁ Θεὸς θὰ φανερώσει στὸν βασιλιὰ ὅλο το χρυσάφι, ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται κρυμμένο. Κι αὐτὸς θὰ τὸ σκορπίσει «μὲ τὸ φτυάρι» σ’ ὅλη τὴ χώρα του. Ἀπὸ τὸν πολὺ πλοῦτο οἱ ἄρχοντες θὰ ζοῦν σὰν βασιλιάδες καὶ οἱ φτωχοί σας ἄρχοντες. Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς θὰ κάνη μεγάλα κατορθώματα. Θὰ ξεκινήσει μὲ πολὺ ζῆλο γιὰ νὰ διώξει τοὺς Ἰουδαίους. Κανεὶς Ἰσραηλίτης δὲν θὰ ἀπομείνει μέσα σ’ αὐτὴ τὴν Πόλη. Δὲν θὰ ἀκούγονται γλέντια μὲ λύρες, κιθάρες καὶ ἄσεμνα τραγούδια. Δὲν θὰ γίνεται τίποτα αἰσχρό, γιατί θὰ μισήσει καὶ θὰ ἐξολοθρεύσει «ἐκ πόλεως Κυρίου πάντας τους ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν» (Ψαλμ. Ρ΄ 8).
Θὰ ἐπικρατήσει τότε μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλίασις. Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα θὰ δίνουν πλούσια τα ἀγαθά τους. Ἡ ζωὴ θὰ κυλᾶ γαλήνια καὶ εἰρηνικά, καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ εὐφραίνονται ὅπως τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε, μέχρις ὅτου ἦρθε ὁ κατακλυσμός.

Ὁ χιλίαρχος Ἀρᾶν
– Μετὰ τὴν βασιλεία αὐτὴ θ’ ἀρχίσουν οἱ συμφορές. Θὰ ἔρθει σ’ αὐτὴν τὴν Πόλη ὁ υἱὸς τῆς ἀπώλειας, ὁ χιλίαρχος Ἀρᾶν καὶ θὰ βασιλεύσει τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες. Θὰ ἀναγκάσει μάλιστα τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν τέτοια παρανομία, ποὺ ὅμοιά της οὔτε ἔγινε ποτέ, ἀφότου δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, οὔτε θὰ ξαναγίνει. Θὰ διατάξει δηλαδὴ καὶ θὰ νομοθετήσει, ὥστε νὰ συνέρχονται, θέλοντας καὶ μή, πατέρας μὲ κόρη, γιὸς μὲ μητέρα, ἀδελφὸς μὲ ἀδελφή. Κι ὅποιος θὰ ἀντιστέκεται ἢ θὰ ἀντιμιλᾶ, θὰ θανατώνεται. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πεθάνει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ καταταγεῖ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς θὰ διατάξει νὰ συζευχθοῦν οἱ μοναχοὶ μὲ τὶς μοναχές, καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἱερεῖς. Ἔτσι ἡ παρανομία τῆς μίξεως θὰ γίνει χειρότερη ἀπὸ τοῦ φόνου. Ὁ ἴδιος θὰ πορνεύσει μὲ τὴν μητέρα του καὶ τὴν κόρη του. Ἀφοῦ λοιπὸν θὰ γίνει νόμος ἡ ἀκολασία, ὅλοι οἱ ἄσωτοι θὰ κάνουν ὄργια μὲ τὶς ἀδελφές τους. Ἡ δυσωδία τῆς αἱμομιξίας θ’ ἀνέβει στὸν οὐρανό, καὶ ὁ Κύριος θὰ ὀργισθεῖ ὑπερβολικὰ μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Θὰ δώσει τότε διαταγὴ καὶ θ’ ἀρχίσουν νὰ πέφτουν οἱ ἀστραπὲς καὶ οἱ βροντὲς μὲ ἀσυγκράτητο θυμὸ σ’ ὅλη τὴ γῆ. Πολλὲς πόλεις θὰ καοῦν. Οἱ ἄνθρωποι θὰ παραλύσουν ἀπὸ τὸν φοβερὸ κρότο τῶν βροντῶν καὶ θὰ πεθάνουν μὲ κακὸ θάνατο, ἐνῶ ἄλλοι θὰ καοῦν ἀπὸ τὶς ἀστραπές.
Ἀλλοίμονο τότε στὴ γῆ, γιατί πλησιάζει ἡ φοβερὴ ἀπειλὴ καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Παντοκράτορος! Θὰ γίνει λιμός, καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ πεθαίνουν σωρηδὸν ἀπὸ τὴν πείνα. Θὰ ἐπακολουθήσει δυνατὸς σεισμὸς καὶ θὰ πέσει κάθε οἰκοδόμημα. Πολλοὶ ἐργάτες τῆς ἀνομίας θὰ βροῦν κακὸ τέλος χωμένοι μέσα στὰ ἐρείπια.
Ὁ ἥλιος θὰ γίνει μαῦρος καὶ σκοτεινός, ἐνῶ ἡ σελήνη σὰν αἷμα, ἐξ αἰτίας τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξομοιώθηκαν μὲ τοὺς χοίρους. Τ’ ἀστέρια θὰ πέσουν στὴ γῆ. Κάθε βουνὸ καὶ νησὶ θὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴν βία τοῦ σεισμοῦ καὶ τῆς ἀπειλῆς. Οἱ ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, μαζὶ μὲ ὅσους ἐνάρετους καὶ ἐγκρατεῖς θὰ ἔχουν ἀπομείνει, θὰ καταφύγουν στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια.
Τότε λοιπὸν θὰ παταχθεῖ ὁ ἄνομος βασιλιὰς καὶ θὰ ἐξορισθεῖ στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο. Ὅσοι θὰ κατοικοῦν στὴν πρεσβυτέρα Ρώμη, στὴν Ἀρσενόη, στὴ Στρόβυλο, στὴν Ἀρμενόπετρα ἢ στὴν Καρυόπολη θὰ εἶναι μακάριοι. Σ’ αὐτὲς τὶς πόλεις οἱ ἄνθρωποι θὰ ζήσουν εἰρηνικά. Στὶς ἄλλες ὅμως θὰ γίνουν πόλεμοι καὶ ταραχές, καθὼς εἶναι γραμμένο: «Μελλήσεται ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοᾶς πολέμων» (Μάρκ. 13,7) καὶ τὰ ἀκόλουθα.

Ὁ εἰδωλολάτρης βασιλιὰς
– Ἔπειτα στὴν Πόλη αὐτὴ θ’ ἀνέβει ἄλλος βασιλιάς. Θὰ εἶναι βλοσυρὸς καὶ μαῦρος, ἀρνητὴς τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων. Θὰ μελετήσει βιβλία τῶν Ἑλλήνων, θὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τους, καὶ θὰ πολεμήσει τοὺς ἁγίους καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ περάσουν οἱ πρῶτες ἡμέρες τῆς βασιλείας του, θὰ κάψει ὅλα τα ἱερὰ σκεύη καὶ θὰ ὀνομάσει «φούρκα» τὸν Σταυρό. Θὰ διαλύσει ἐπίσης τὸ ἱερατεῖο καὶ θὰ σφάξει τὸν μισὸ πληθυσμὸ στοὺς δημοσίους δρόμους.
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες θὰ στραφοῦν οἱ γονεῖς ἐναντίον τῶν παιδιῶν, τὰ παιδιὰ ἐναντίον τῶν γονέων καὶ θὰ θανατωθοῦν μεταξύ τους. Ὁ ἀδελφὸς θὰ παραδώσει σὲ θάνατο τὸν ἀδελφό, καὶ ὁ φίλος τὸν φίλο. Πολλοί, ποὺ θὰ ὁμολογήσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ «βασιλεὺς τῶν ἁπάντων», θὰ λάβουν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς θὰ μεταφέρει τοὺς κατοίκους ἀπὸ τὰ νησιὰ στὴν περιοχὴ τῆς Θράκης, τῆς Μακεδονίας καὶ τοῦ Στρυμόνος, ὁπότε τὰ νησιὰ θὰ ἐρημώσουν. Στὸν οὐρανὸ θὰ γίνουν κτύποι φοβεροί, στὴν γῆ μεγάλοι σεισμοὶ καὶ κατεδαφίσεις πόλεων. Τὰ ἔθνη καὶ τὰ βασίλεια θὰ ξεσηκωθοῦν τὸ ἕνα ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Θὰ γίνει μεγάλος χαλασμὸς ἐπάνω στὴν γῆ, καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ πέσουν σὲ θλίψη καὶ στεναχώρια.
Τὴν ἴδια ἐποχὴ θὰ φανεῖ φωτιὰ στὸν οὐρανὸ σὰν ἀπὸ πυρωμένα κάρβουνα, ποὺ θὰ ἐπισκιάσει ἀπειλητικὰ μὲ τὴν ταχύτητα τῆς ἀστραπῆς ὁλόκληρη τὴ γῆ. Τέτοια σύγχυση θὰ ἐπικρατήσει στὸν ἀέρα, ὥστε τὸ ἕνα πτηνὸ θὰ πέφτει πάνω στὸ ἄλλο. Ἡ γῆ θὰ γεμίσει φίδια ποὺ θὰ δαγκώνουν τοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν «ὠδίνων».

Ὁ τελευταῖος βασιλιὰς τῶν Ρωμαίων
– Ὅταν πεθάνει ὁ ἀσεβὴς βασιλιὰς θὰ ἔρθει κάποιος ἀπ’ τὴν Αἰθιοπία, ἀπὸ τὸ πρῶτο «κέρας», καὶ θὰ βασιλεύσει, καθὼς λένε, δώδεκα χρόνια. Ἡ βασιλεία του θὰ εἶναι εἰρηνική. Θὰ ἀνοικοδομήσει τοὺς ἱεροὺς ναοὺς ποὺ κατεδάφισαν οἱ προκάτοχοί του καὶ θὰ ἐπαναφέρει τοὺς ἀνθρώπους στὰ νησιά τους. Γιὰ τὴν καλοσύνη του θὰ τὸν ἀγαπήσει ὁ Θεὸς καὶ ὅλος ὁ λαός. Ὅσο θὰ βασιλεύει, θὰ ἐπικρατεῖ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸν θὰ βασιλεύσει κάποιος ἀπὸ τὴν Ἀραβία γιὰ ἕνα χρόνο. Στὶς ἡμέρες του, μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ Παντοκράτορος, θὰ ἑνωθοῦν τὰ ἅγια τμήματα τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ θὰ δοθεῖ ἀκέραιος στὸν βασιλιά. Ἐκεῖνος θὰ τὸν πάρει καὶ θὰ πορευθεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὅταν φθάσει στὸν τόπο τοῦ Κρανίου, θὰ ἀποθέσει μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὸ βασιλικό του στέμμα στὴν κορυφὴ τοῦ Σταυροῦ, θὰ τὸν ὑψώσει καὶ θὰ πεῖ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, συμπληρώθηκαν τὰ χρόνια ποὺ εἶχες προκαθορίσει γιὰ τὴν βασιλεία τῶν Ρωμαίων. Δέξου τὸ ἀοίδιμο καὶ θαυμαστὸ δῶρο Σου, καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ καὶ τὸ πνεῦμα μου».
Ἀμέσως λοιπὸν θὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἄγγελος Κυρίου καὶ θὰ πάρει τὸν τίμιο Σταυρὸ μὲ τὸ διάδημα, καθὼς καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ βασιλιά. Ἔτσι θὰ λήξη ἡ βασιλεία τῶν Ρωμαίων, γιατί τὸ στήριγμά της ὑπῆρξε ἀνέκαθεν γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ὁ τίμιος Σταυρός. Μακάριοι τότε ὅσοι θὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Πόλη ἐκείνη, καὶ θὰ καταφύγουν στὶς ἐρημιὲς καὶ τὰ σπήλαια.

Ἡ συμβασιλεία
– Κατόπιν θὰ ἐμφανισθοῦν στὴν Πόλη μας τρεῖς νέοι, μωροί, ἀναιδεῖς καὶ διεφθαρμένοι. Αὐτοὶ θὰ βασιλεύσουν μὲ διαβολικὴ ὅμως ἐνέργεια θ’ ἀρχίσουν μεταξύ τους φοβερὸ πόλεμο. Θὰ ξεκινήσει ὁ πρῶτος, θὰ μπεῖ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ θὰ πεῖ: «Πόλης τῶν Θεσσαλονικέων! Ἐσὺ θὰ νικήσεις τοὺς ἐχθρούς σου, γιατί εἶσαι καύχημα τῶν ἁγίων, καὶ σὲ ἁγίασε ὁ Κύριος».
Θὰ ἐπιστρατεύσει στοὺς πολίτες ἀπὸ ἑπτὰ ἐτῶν καὶ ἄνω. Θὰ ἐπιστρατεύσει ἀκόμη τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχούς, θὰ κατασκευάσει πολεμικὰ ἅρματα, θὰ ἑτοιμάσει μεγάλο στόλο καὶ θὰ πορευθεῖ στὴ Ρώμη. Μπροστὰ στὶς πύλες της θὰ σταθεῖ καὶ θὰ φωνάξει: «Χαῖρε Ρώμη τρίρρωμη καὶ τιμημένη! Φορεῖς σπαθὶ κοφτερὸ καὶ βέλη ἀκονισμένα. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου καὶ μὴν τὴν ἀλλάξεις μέχρι τὴ συντέλεια καὶ οἱ κάτοικοί σου θὰ εἶναι μακάριοι». Ἔπειτα θὰ ἐπιστρατεύσει τὰ ξανθὰ γένει, καὶ θὰ περιμένει τοὺς ἄλλους δύο βασιλεῖς.
Ὁ δεύτερος θὰ ἐπιστρατεύσει τὴ Μεσοποταμία καὶ τὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων (κατ’ ἄλλη γραφή: τὶς κοιλάδες τῶν νήσων). Θὰ ἐπιστρατεύσει ἀκόμη καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ἀναμμένος ἀπὸ φοβερὸ μίσος ἐναντίον τῶν ἄλλων δύο. Θὰ ξεκινήσει τότε καὶ θὰ ἔρθει στὸν «ὀμφαλὸ» τῆς γῆς. Λένε μερικοὶ ὅτι ὁ «ὀμφαλὸς» τῆς οἰκουμένης εἶναι ἡ Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ θὰ περιμένει τοὺς ἄλλους δύο, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ πολεμήσει.
Ὁ τρίτος θὰ ξεκινήσει κι αὐτὸς ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ θὰ στρατολογήσει τὴν Καρία, Φρυγία, Ἀσία, Ἀρμενία, Γαλατία καὶ Ἀραβία. Ὅταν φθάσει στὸ Σύλαιο, θὰ πεῖ: «Ἂν καὶ ὀνομάστηκες Σύλαιο, δὲν θὰ λεηλατηθεῖς οὔτε θὰ κυριευθεῖς ἀπὸ κανένα ἐχθρό σου». Ὕστερα θὰ συμμαχήσει μ’ ἕνα λαὸ ἀνεξάρτητο, ποὺ δὲν θὰ ἔχει δηλαδὴ ὑποταγεῖ οὔτε σ’ αὐτὸν οὔτε στοὺς ἄλλους δύο βασιλεῖς.
Τέλος θὰ συγκεντρωθοῦν καὶ θὰ παραταχθοῦν καὶ οἱ τρεῖς ἀντιμέτωποι, ὁ ἕνας ἀπέναντι στὸν ἄλλον. Θὰ ἐπακολουθήσει σύγκρουση μεγάλη καὶ φοβερὴ καὶ θὰ κομματιαστοὺν ὅπως τὰ πρόβατα στὸ κρεοπωλεῖο. Οἱ τρεῖς βασιλεῖς θὰ σκοτωθοῦν, καθὼς καὶ ὅλο το στράτευμα. Τὸ αἷμα τῶν Ρωμαίων θὰ κυλήσει σὰν νερὸ ὕστερα ἀπὸ ραγδαία βροχή. Κανεὶς δὲν θὰ σωθεῖ. Τὸ νερὸ τῆς θαλάσσης θὰ ἀνακατευθεῖ μὲ τὸ αἷμα μὲ μῆκος δώδεκα σταδίων. Οἱ γυναῖκες θὰ μείνουν χῆρες. Ἑπτὰ γυναῖκες θὰ ζητοῦν ἕναν ἄνδρα καὶ δὲν θὰ τὸν βρίσκουν, μέχρις ὅτου ἀκούσουν καὶ ἔρθουν ἄλλοι ἀπὸ τὰ ξένα. Ὅσο γιὰ τοὺς ἀνήλικους ποὺ θὰ ἀπομείνουν, ὅταν ἀνδρωθοῦν, θὰ γίνουν ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀσωτία ἀναίσθητοι σὰν τὰ γουρούνια.
Μακάριοι τότε καὶ τρισμακάριοι ὅσοι θὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὸν Κύριο στὰ ὅρη καὶ στὰ σπήλαια, γιατί δὲν θὰ βλέπουν τὸ κακὸ ποὺ θὰ γίνεται στὸν κόσμο. Αὐτοὶ θὰ περιμένουν τὴν ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἀντίχριστο. Αὐτοὶ εἶναι τὰ ἄκακα πρόβατα, ποὺ θὰ θυσιασθοῦν γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν πονηρὸ δαίμονα, τὸν ἀντίχριστο.

Ἡ βδελυρὴ βασίλισσα
– Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἐπειδὴ δὲν θὰ ὑπάρχει ἄξιος ἄνδρας, ἀλλὰ θὰ εἶναι ὅλοι ἀποχαυνωμένοι, θὰ ἔρθει ἀπὸ τὸν Πόντο μία πονηρὴ καὶ αἰσχρὴ γυναίκα καὶ θὰ βασιλεύσει στὴ βασιλίδα τῶν πόλεων. Αὐτὴ θὰ εἶναι βακχεύτρια, μάγισσα καὶ ἄσωτη· μ’ ἕνα λόγο, θυγατέρα τοῦ διαβόλου.
Στὶς ἡμέρες της ὁ ἕνας θὰ ἐπιβουλεύεται τὸν ἄλλον καὶ θὰ γίνονται σφαγὲς στοὺς δρόμους καὶ στὰ σπίτια τῆς πόλεως. Ὁ ἰσχυρότερος θὰ σκοτώνει τὸν ἄλλον. Ὁ γιὸς τὸν πατέρα, ὁ πατέρας τὸν γιό, ἡ μητέρα τὴν κόρη καὶ ἡ κόρη τὴν μητέρα, ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ ὁ φίλος τὸν φίλο. Μεταξύ τῶν ἀνθρώπων θὰ ἐπικρατεῖ πολλὴ κακία καὶ μίσος. Μέσα στὶς ἐκκλησίες θὰ γίνονται ἀσέλγειες, μοιχεῖες, ἀσωτίες, αἱμομιξίες, χοροὶ καὶ σατανικὰ τραγούδια, χλευασμοὶ καὶ παιγνίδια, ποὺ οὔτε εἶδε οὔτε ἄκουσε ἄνθρωπος.
Ἐκείνη ἡ ἀκάθαρτη βασίλισσα θὰ ὀνομάσει τὸν ἑαυτὸ της θεὰ καὶ θὰ πολεμήσει τὸν Θεό. Θὰ μολύνει μάλιστα μὲ ἀκαθαρσίες τὰ ἅγια θυσιαστήρια. Θὰ πλύνει τὸ σῶμα της καὶ μὲ τὸ ἀπόπλυμα αὐτὸ τῆς αἰσχύνης θὰ μολύνει ὅλον τὸν λαό. Θὰ ἀποστρέψει τὸ πρόσωπό της ἀπὸ τὸν Θεό. Θ’ ἁρπάξει τὰ τίμια σκεύη ἀπὸ τοὺς ναούς, τοὺς τίμιους σταυροὺς καὶ τὶς σεβάσμιες εἰκόνες, τὰ «Εὐαγγέλια», τοὺς «Ἀποστόλους» καὶ κάθε ἱερὸ βιβλίο. Κι ἀφοῦ τὰ συγκεντρώσει σὲ μεγάλο σωρό, θὰ βάλει φωτιὰ καὶ θὰ τὰ κάψει. Ὅσο γιὰ τὶς ἐκκλησίες, θὰ τὶς γκρεμίσει μέχρι τὸ ἔδαφος. Θὰ ψάξει ἀκόμη νὰ βρεῖ λείψανα ἁγίων γιὰ νὰ τὰ κάψει, ἀλλὰ δὲν θὰ βρεῖ, γιατί ὁ Θεὸς μὲ ἀόρατη δύναμη θὰ τὰ μεταφέρει ἀλλοῦ. Τότε ἡ ἀθλία θὰ συντρίψει τὴν ἁγία Τράπεζα τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, καὶ θὰ καταστρέψει μέσα σὲ αὐτὴ τὸ κάθε τί. Ὕστερα θὰ στραφεῖ πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ θὰ πεῖ μὲ αὐθάδεια στὸν Ὕψιστο: «Ε, σὺ πού σὲ ὀνομάζουν Θεό, μήπως δίστασα νὰ ἐξαλείψω τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τὴν γῆ; Κοίταξε πόσα σοῦ ἔκανα, κι ἐσὺ δὲν μπόρεσες νὰ μοῦ πειράξεις οὔτε μία τρίχα. Περίμενε λίγο καὶ θὰ σχίσω τὸν οὐρανὸ καὶ θὰ ἔρθω νὰ ἀναμετρηθῶ μαζί σου, καὶ τότε θὰ δῶ ποιὸς Θεὸς εἶναι δυνατότερος καὶ ἰσχυρότερος».
Αὐτὰ θὰ πεῖ ἡ γάγγραινα καὶ θὰ πράξει ἀκόμη χειρότερα, φτύνοντας πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ πετώντας πέτρες. Τὰ αἰσχρότερα ὅμως ἔργα της δὲν θὰ τὰ ἀναφέρω.
Τότε ὁ παντοκράτωρ Κύριος θὰ στρέψει μὲ θυμὸ τὸ τόξο Του πρὸς τὴ μεγάλη αὐτὴ Πόλη καὶ θ’ ἁπλώσει τὸ χέρι Του μὲ τρομερὴ δύναμη ἐπάνω της. Θὰ τὴν ἀδράξει γερά, θὰ κόψει μὲ τὸ δρεπάνι τῆς δυνάμεώς Του τὸ ἔδαφος, πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται, καὶ θὰ διατάξει τὰ κύματα τῆς θαλάσσης νὰ τὴν καταπιούν. Ἐκεῖνα θὰ ὑπακούσουν καὶ θὰ ὁρμήσουν κι ἀπὸ τὰ δύο μέρη μὲ καταπληκτικὴ ταχύτητα καὶ μεγάλη βοή. Τότε ὁ Κύριος θὰ ξεκολλήσει τὴ βάση τῆς πόλεως ἀπὸ τὴ γῆ, καὶ θὰ τὴ σηκώσει ψηλὰ στριφογυρίζοντας τὴν σὰν μύλο, ἐνῶ οἱ κάτοικοι μὲ φρίκη πολλὴ θὰ κράζουν «ἀλλοίμονο». Ἔπειτα θὰ τὴν ρήξη πάνω σ’ αὐτὰ τὰ κύματα, ποὺ θὰ τὴν κατακλύσουν ὁρμητικά, θὰ τὴν σκεπάσουν καὶ θὰ τὴν παρασύρουν στὸ φοβερὸ καὶ ἀχανὲς πέλαγος.
Αὐτὸ θὰ εἶναι, παιδί μου Ἐπιφάνιε, τὸ τέλος τῆς πόλεώς μας. Καὶ ὅσα σου εἶπα ὅτι θὰ συμβοῦν, εἶναι τὰ δεινὰ ἐκεῖνα ποὺ ὀνόμασε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς «ἀρχὴ ὠδίνων». Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς πόλεως αὐτῆς θ’ ἀκολουθήσουν τὰ γεγονότα τῆς συντέλειας.

Ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου
Ἐπανασύστασις τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ κράτους
– Μετὰ τὴν συμπλήρωση τῆς βασιλείας τῶν ἐθνῶν, λένε μερικοὶ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐπανασυστήσει τὸ ἰσραηλιτικὸ κράτος, γιὰ νὰ βασιλεύσει στὴ γῆ μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ἐπικαλοῦνται μάλιστα ὡς μαρτυρία τὸ ἀκόλουθο χωρίο τοῦ Ἠσαΐου: «Καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάτες ἡμέραις, ἀρεῖ Κύριος ὁ Θεὸς σημεῖον ἐν τῇ συμπληρώσει τῶν ἐθνῶν ἐπὶ πάντα τα πρόβατα Ἰούδα, τὰ διεσκορπισμένα ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ συνάξει τοὺς ἀπωσμένους Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἁγία πόλει Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἔσται τῷ Ἰσραὴλ ὡς τὴ ἡμέρα ἡ ἐξῆλθεν ἐκ γῆς Αἰγύπτου» (πρβλ. ια΄ 12, 16). Ἐπικαλοῦνται ἐπίσης καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέει: «Ὅταν τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν ἤξη, τότε πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται» (Ρωμ. 11,25-26).
Ἔτσι μ’ ἕνα στόμα ὑποστηρίζουν αὐτά, ἐνῶ ὁ μάρτυς Ἰππόλυτος προσθέτει πὼς κατὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀντιχρίστου θὰ πλανηθοῦν πρῶτοι οἱ Ἰουδαῖοι. Αὐτὸ τὸ ἔχει ἄλλωστε βεβαιώσει ἐκ τῶν προτέρων καὶ ὁ Χριστός, λέγοντάς τους: «Ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετε μέ· ἐὰν ἄλλος ἔλθη ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίω ἐκεῖνον λήψεσθε» (Ἰωάν. 5,43).
Εἶναι πολὺ φανερὸ ὅτι θὰ συγκεντρώσει πάλι ὁ Θεὸς τοὺς ἰσραηλίτες στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ τοὺς ξαναδώσει ὅσα εἶχαν καὶ πρῶτα. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ ἀνατρέψει τὴ μέχρι τότε πρόφασή τους ὅτι ἡ ἀπώλειά τους ὀφείλεται στὸν διασκορπισμό. Θὰ μποροῦσαν δηλαδὴ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ν’ ἀπολογηθοῦν ὡς ἑξῆς στὸν Χριστό: «Ἂν μᾶς συγκέντρωνες στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ μᾶς ξαναέδινες ὅσα εἴχαμε, τότε θὰ πιστεύαμε σ’ ἐσένα, ἀφοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε πιὰ λόγος νὰ φθονοῦμε τὰ ἔθνη, ποὺ προτιμήθηκαν τόσο εἰς βάρος μας».
Ἔτσι, λοιπόν, θὰ συναχθοῦν ὅλοι μαζὶ καὶ θ’ ἀνακτήσουν ὅτι στερήθηκαν, ἀλλὰ θὰ παραμείνουν στὴν ἴδια ἀπιστία. Καὶ τότε πὼς θὰ σωθοῦν, ὅταν μάλιστα τὴν ἴδια ἐποχὴ θὰ ἔρθει ἀνάμεσά τους ὁ ἀντίχριστος καὶ θὰ πιστέψουν ὅλοι τους σ’ αὐτόν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου; Ο Θεὸς δὲν ψεύδεται. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια» διακηρύττει μὲ τὸν μονογενῆ του Υἱό. Μὲ τὴν ἀποκατάστασή τους λοιπὸν θὰ στερηθοῦν αὐτομάτως ἀπ’ αὐτὴ τὴ δικαιολογία.
Λέγοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι θὰ σωθοῦν, δὲν ἐννοεῖ ὅτι θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν περιπλάνησή τους τόσα χρόνια τώρα στὰ ξένα, καὶ ἀπὸ τὸν ὀνειδισμὸ τῶν ἄλλων λαῶν, καὶ ἀπὸ τὴν ἀνομολόγητη ἐντροπή. Θὰ συναχθοῦν δηλαδὴ στὴν πατρίδα τους καὶ θὰ σωθοῦν ἀπ’ τὴν δουλεία καὶ τὸν ζυγὸ καὶ τὸν χλευασμὸ ποὺ τόσα χρόνια ὑπέφεραν. Δὲν θὰ σωθοῦν ὅμως ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση. Ἀφοῦ δὲν τοὺς ἔπεισε ἡ θλίψης, ὥστε νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό, πῶς θὰ τοὺς πείσει ἡ νομιζόμενη χάρις;

Ὁ καταποντισμὸς τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς
– Πνευματικέ μου πατέρα, εἶπε ὁ Ἐπιφάνιος, ἄφησε αὐτὰ καὶ ἐξήγησέ μου ἐκεῖνο ποὺ λέγεται, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἁγια-Σοφιὰ δὲν θὰ καταποντισθεῖ μαζὶ μὲ τὴν Πόλη, ἀλλὰ θὰ μείνει κρεμασμένη στὸν ἀέρα ἀπὸ κάποια ἀόρατη δύναμη.
– Τί λές, παιδί μου, ἀποκρίθηκε ὁ δίκαιος. Ἀφοῦ θὰ βυθισθεῖ ὅλη ἡ Πόλης, πῶς θὰ σωθεῖ ἡ ἐκκλησία; Καὶ ποιὸς θὰ μπαίνει σ’ αὐτὴν γιὰ νὰ προσκυνήσει;
Μήπως ὁ Θεὸς κατοικεῖ σὲ χειροποίητους ναούς; Ὄχι βέβαια. Πάντως στὴ φήμη αὐτὴ ὑπάρχει καὶ κάτι ἀληθινό: Θὰ μείνει δηλαδὴ μόνο ὁ στύλος ποὺ βρίσκεται στὴν ἀγορά, γιατί κατέχει τοὺς «τίμιους ἥλους». Αὐτὸς μόνο θὰ διασωθεῖ, ὥστε περνώντας τὰ πλοῖα νὰ δένουν ἐπάνω του τὰ σχοινιά τους, καὶ νὰ θρηνοῦν αὐτὴ τὴν ἑπτάλοφη Βαβυλώνα λέγοντας: «Ἀλλοίμονό μας! Ἡ μεγάλη, ἡ ἀρχαία Πόλης βυθίστηκε. Ἐδῶ κάναμε μὲ ἐπιτυχία τὶς ἐμπορικές μας συναλλαγὲς καὶ πλουτίζαμε». Τὸ πένθος της θὰ διαρκέσει σαράντα ἡμέρες. Ἐξ αἰτίας τῆς θλίψεως τῶν ἡμερῶν ἐκείνων θὰ δοθεῖ τὸ βασίλειο στὴν πρεσβυτέρα Ρώμη, καθὼς ἐπίσης στὸ Σύλαιο καὶ στὴ Θεσσαλονίκη. Αὐτὰ θὰ συμβοῦν ὅταν θὰ πλησιάζει ἡ συντέλεια, ὁπότε ἡ κατάσταση τοῦ κόσμου θὰ χειροτερεύει, οἱ πόνοι καὶ οἱ συμφορὲς θὰ πολλαπλασιάζονται.

Τὰ βδελυρὰ ἔθνη
– Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο θ’ ἀνοίξει ὁ Κύριος τὶς πύλες τῶν Ἰνδιῶν ποὺ ἔκλεισε ὁ βασιλιὰς τῶν Μακεδόνων Ἀλέξανδρος. Θὰ βγοῦν τότε ἀπ’ ἐκεῖ οἱ ἑβδομήντα δύο βασιλεῖς μὲ τὸν λαό τους, τὰ λεγόμενα βδελυρὰ ἔθνη, ποὺ εἶναι πιὸ σιχαμερὰ ἀπὸ κάθε ἀηδία καὶ δυσωδία. Αὐτὰ θὰ διασκορπισθοῦν σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Θὰ τρῶνε ζωντανούς τους ἀνθρώπους καὶ θὰ πίνουν τὸ αἷμα τους. Θὰ καταβροχθίζουν ἐπίσης μὲ μεγάλη ἡδονὴ μύγες, βατράχους, σκυλιὰ καὶ κάθε ἀκαθαρσία.
Ἀλλοίμονο στὶς περιοχές, ἀπ’ ὅπου θὰ περάσουν! Ἂν εἶναι δυνατόν, Κύριε, ἃς μὴν ὑπάρχουν τότε Χριστιανοί! Γνωρίζω ὅμως ὅτι θὰ ὑπάρχουν.
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες θὰ σκοτεινιάσουν, σὰν νὰ θρηνοῦν στὸν ἀέρα γιὰ ὅσα ἀποτροπιαστικὰ θὰ διαπράξουν ἐκεῖνα τὰ σιχαμερὰ ἔθνη. Ὁ ἥλιος θὰ γίνει σὰν αἷμα, ἐνῶ ἡ σελήνη κι ὅλα τα ἄστρα θὰ σκοτισθοῦν, καθὼς θὰ τὰ βλέπουν ἐπάνω στὴ γῆ νὰ συναγωνίζονται στὴν ἀκαθαρσία. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ θὰ κατασκάψουν τὴ γῆ, θὰ κάνουν ἀποχωρητήρια τὰ θυσιαστήρια, καὶ θὰ βάλουν τὰ ἅγια σκεύη σὲ ἀτιμωτικὴ χρήση. Τότε ὅσοι θὰ κατοικοῦν στὴν Ἀσία, ἃς φύγουν στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων (κατ’ ἄλλη γραφή: τὶς κοιλάδες τῶν νήσων), γιατί τὰ ρυπαρὰ ἔθνη δὲν θὰ πᾶνε ἐκεῖ, καὶ ἃς πενθήσουν γιὰ ἑξακόσιες ἑξήντα ἡμέρες.

Ὁ ἀντίχριστος
– Τότε θὰ σαρκωθεῖ ἀπ’ τὴν φυλὴ τοῦ Δᾶν ὁ σατανᾶς, δηλαδὴ θὰ γεννηθεῖ ὁ ἀντίχριστος. Δὲν θὰ γίνει ὅμως ἄνθρωπος μὲ τὴ δική του δύναμη, ἀλλὰ θὰ τοῦ πλάση ὁ Θεὸς σκεῦος αἰσχρὸ καὶ ρυπαρό, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν ἔτσι οἱ λόγοι τῶν προφητῶν. Θ’ ἀπολυθεῖ λοιπὸν ἀπ’ τὰ δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε δέσει ὁ δεσπότης Χριστὸς ὅταν κατέβηκε στὸν ἅδη, καὶ θὰ μπεῖ σ’ ἐκεῖνο τὸ σκεῦος ποὺ πλάσθηκε γιὰ αὐτόν. Ἔτσι θὰ γίνει ἄνθρωπος, θὰ ἀνδρωθεῖ, θὰ βασιλεύσει, καὶ τότε θ’ ἀρχίσει νὰ δείχνει τὴν πλάνη του καθὼς λέει ὁ θεολόγος Ἰωάννης. Ἔπειτα θ’ ἀρχίσει πόλεμο μὲ τὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων (κατ’ ἄλλη γραφή: τὶς κοιλάδες τῶν νήσων). Νησιά, καθὼς λέει ὁ Ἠσαΐας, εἶναι οἱ ἐκκλησίες ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς (Ἡσ. 24,15. 45,16. 49,1. 66,19).
Τότε θὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Ἐνώχ, ποὺ ἔζησε πρὶν τὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Θὰ ἐμφανισθεῖ ἐπίσης ὁ Ἠλίας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ νόμου, καθὼς καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ θεολόγος ποὺ ἔζησε τὴν ἐποχὴ τῆς νέας χάριτος. Αὐτοὶ θὰ κηρύξουν σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, γιὰ τὸν καιρὸ τῆς συντέλειας καὶ τὴν ἔλευση τοῦ πλανεμένου, καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν Δευτέρα ἔλευση τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἐπιτελοῦν μάλιστα σημεῖα καὶ τέρατα.
Ὅσοι θελήσουν νὰ τοὺς σκοτώσουν ἢ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ τοὺς ἀδικήσουν, θὰ βγεῖ φωτιὰ καὶ τοὺς κάψει. Θὰ ἐνεργοῦν μὲ μεγάλη ἐξουσία καὶ θὰ ἐλέγξουν τὸν ἀντίχριστο. Θὰ φονευθοῦν ὅμως ἀπ’ αὐτὸν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰ σώματά τους θὰ ἀφεθοῦν ἄταφα στὴ μέση της πόλεως. Ἐκεῖ θὰ συγκεντρωθοῦν οἱ κάτοικοι καὶ θὰ τοὺς περιγελοῦν σὰν ἀπροστάτευτους (Ἀποκ. 11, 5-10).
Τὰ ἅγια σώματά τους θὰ μείνουν τρεῖς ὁλόκληρες ἡμέρες στὴν πλατεία. Κατὰ τὴ μέση τῆς τετάρτης ἡμέρας θὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἕνα περιστέρι λαμπρὸ σὰν ἀστραπή. Αὐτὸ θὰ περπατήσει ἐπάνω τους καὶ θὰ τοὺς δώσει ζωή. Τότε οἱ ἅγιοι θὰ δυναμώσουν καὶ θὰ σηκωθοῦν ὄρθιοι, κι ὅσοι τοὺς δοῦν, πολὺ θὰ τρομάξουν. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ θ’ ἀκουσθεῖ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ θὰ λέει: «Ἀνεβεῖτε, φίλοι μου, κοντά μου». Ἀμέσως θὰ κατεβεῖ ἕνα σύννεφο, ποὺ θὰ τοὺς σηκώσει καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταστήσει στὸν παράδεισο (Ἀποκ. 11, 9-13).
Ἐκεῖνος ὁ πλανεμένος καὶ μάταιος, ὁ ἀντίχριστος, θὰ ταλαιπωρήσει ὑπερβολικά τους χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του μέχρι τὴν τελευταία τους ἀναπνοὴ μὲ θλίψεις καὶ φοβερὲς τιμωρίες. Ὅποιος δὲν πλανηθεῖ καὶ δὲν πιστέψει σ’ αὐτόν, θ’ ἀναδειχθεῖ ἐκλεκτὸς καὶ ἄξιος φίλος του Χριστοῦ. Ὅλοι βεβαίως οἱ ἅγιοι εἶναι μακάριοι. Τρισμακάριοι ὅμως θὰ εἶναι ὅσοι μαρτυρήσουν τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀντιχρίστου. Θὰ τοὺς περιμένει παντοτινὰ ὑπερβολικὴ δόξα καὶ ἀγαλλίαση.
Θ’ ἀκολουθήσει τότε φοβερὸς πόλεμος μεταξύ του ἀντιχρίστου καὶ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Μόλις δηλαδὴ ἀντιληφθεῖ ὁ ἀντίχριστος ὅτι ὁ κόσμος πλησιάζει στὸ τέλος του, θὰ κάνει μανιασμένος ἀντίπραξη στὸν οὐρανό: θὰ ρίξει ἀστραπὲς καὶ βροντὲς καὶ θὰ κάνει τέτοιους κτύπους, ὥστε ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς βοῆς νὰ δονεῖται τὸ σύμπαν καὶ νὰ ἀντηχεῖ φοβερά. Ποιὸς τότε, παιδί μου, δὲν θὰ φοβηθεῖ καὶ δὲν θὰ φρίξει; Μακάριοι θὰ εἶναι, ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων δὲν θὰ κλονισθεῖ ἡ πίστη στὸν Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό μας, ποὺ σαρκώθηκε καὶ γεννήθηκε ἀπ’ τὴν ἁγία παρθένο Μαρία. Μακάριοι ἐπίσης ἐκεῖνοι ποὺ θὰ πεθάνουν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἐλέγξουν θαρρετὰ τὸν δράκοντα καὶ τὴν πλάνη του. Μακάριοι ὅσοι θὰ ὑψώσουν τὸ ἀνάστημά τους ἐναντίον του καὶ θὰ ἐλέγξουν μὲ γενναιότητα τὰ ἀτοπήματά του….
Αὐτὰ ἔλεγε ὁ μακάριος, ἐνῶ ὁ Ἐπιφάνιος θρηνοῦσε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του ἀκούγοντας ὅσα ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν στὴν οἰκουμένη. Ἔπειτα ρώτησε τὸν ὅσιο:
– Πές μου, σὲ παρακαλῶ πὼς θὰ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ γῆ καὶ πῶς θὰ γίνει ἡ ἀνάστασις;
– Ἄλλους, παιδί μου, θὰ σκοτώσουν τὰ βδελυρὰ ἔθνη, ἄλλοι θὰ θανατωθοῦν στοὺς πυκνοὺς πολέμους, ἐνῶ ἄλλους θὰ ἐξολοθρεύσει ὁ ἀντίχριστος. Σὲ ὅσους θὰ πιστέψουν καὶ θὰ προσκυνήσουν τὸν ἀντίχριστο, θὰ στείλει ὁ Κύριος, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ, φτερωτὰ θηρία ποὺ θὰ ἔχουν στὴν οὐρὰ τοὺς βούκεντρα γεμάτα δηλητήριο. Ὅσοι λοιπὸν δὲν θὰ ἔχουν στὰ μέτωπά τους σώα καὶ ἀκέραιη τὴ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ, θὰ δοκιμάσουν φρικτὸ θάνατο ἀπ’ τὸ κεντρὶ καὶ τὸ δηλητήριο τῶν θηρίων. Τότε οἱ ἅγιοι ποὺ διεφύλαξαν μὲ πολὺ ἀγώνα τὴ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ ἀκέραιη, θὰ μεταναστεύσουν στὰ βουνὰ καὶ στὶς ἐρημιές. Ὁ Κύριος ὅμως μὲ τὴν θεϊκή του δύναμη θὰ τοὺς συγκεντρώσει στὴν ἁγία πόλη τῆς Σιῶν. Αὐτοὶ εἶναι ὅσοι ἔχουν γραφεῖ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς
Ὅταν ὁ ἀντίχριστος νικηθεῖ καὶ ὁδηγηθεῖ αἰχμάλωτος μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους δαίμονες στὸ κριτήριο καὶ δικασθεῖ γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια, τότε θὰ σαλπίσει ἡ σάλπιγγα καὶ οἱ νεκροὶ θ’ ἀναστηθοῦν ἄφθαρτοι. Ἔπειτα ὅσοι θὰ ἔχουν ἀπομείνει ζωντανοὶ τὴν ὥρα τῆς δευτέρας παρουσίας, θὰ γίνουν, καθὼς εἶπε ὁ Παῦλος, ἐν ριπὴ ὀφθαλμοῦ ἀπὸ φθαρτοὶ ἄφθαρτοι καὶ θὰ ἁρπαγοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἀναστημένους νεκροὺς μέσα σὲ νεφέλες, γιὰ νὰ προϋπαντήσουν τὸν Κύριο στὸν ἀέρα (Α΄ Θεσ. 4,17).
Ὅποιος λοιπὸν δὴ τὰ βδελυρὰ ἔθνη νὰ ἔρχονται στὸν κόσμο, ἃς γνωρίζει πὼς ὅλα, ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν, βρίσκονται «ἐπὶ θύραις», καὶ πὼς ὁ Κριτὴς ἔρχεται γιὰ νὰ ἀποδώσει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του.
Αὐτὰ εἶπε ὁ μακάριος Ἀνδρέας στὸν Ἐπιφάνιο παρούσης καὶ τῆς ταπεινότητός μου. Ἔτσι μείναμε ξάγρυπνοι ὅλη τὴν νύχτα. Ὅταν χτύπησε τὸ ξυλοσήμαντρο, ξεκίνησε ὁ Ἐπιφάνιος γιὰ τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ ὁ μακάριος Ἀνδρέας ἔμεινε στὸ σπίτι προσευχόμενος.

Πηγή προφητειών: βίος του οσίου Ανδρέου του δια Χριστόν σαλού, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου
ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
 

Προσευχή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρό τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του

«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μωρίαν ἑκούσιον διὰ Χριστὸν τὸν Θεόν, ἐπόθησας Ὅσιε, τὸν σοφιστὴν ἀληθῶς, μωράνας καὶ ἤνυσας, μέσον πολλῶν θορύβων, τὸν ἀγῶνα Ἀνδρέα· ὅθεν σε ὁ Δεσπότης, Παραδείσου πρὸς πλάτος, ἐσκήνωσε πρεσβεύειν ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἑκουσίως κακουχούμενον, πενόμενον, ἐμπαροινούμενον ἑκάστοτε, τυπτόμενον, λιθαζόμενον καὶ θέατρον ἐποφθέντα κόσμῳ μέλψωμεν Ἀνδρέαν ὁσιώτατον, ὥσπερ σαλὸν διὰ Χριστὸν πολιτευσάμενον, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, Πάτερ θεόληπτε.

Ἕτερον Κοντάκιον

Ἦχος α´. Χορὸς ἀγγελικός.
Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐκτελέσας θεόφρον, δοχεῖον καθαρόν, τῆς Τριάδος ἐδείχθης, Ἀνδρέα μακάριε, καὶ Ἀγγέλων ὁμόσκηνος· ὅθεν αἴτησαι τὸν ἱλασμὸν καὶ εἰρήνην, τοῖς τιμῶσί σε, καὶ ἐκτελοῦσι σὴν μνήμην, δοθῆναι πρεσβείαις σου.

 ΠΗΓΗ

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *