Καταγόμενος ἀπὸ τὰ Σύνναδα τῆς Φρυγίας, ὁ ὅσιος Μιχαὴλ ἐγκατέλειψε νωρὶς τὴν γενέτειρά του γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνδέθηκε μὲ πνευματικὴ φιλία μὲ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο (Β Μαρτ-], ὁ ὁπόιος ἦταν τότε γραματέας τοῦ ἁγίου Ταρασίου (25 Φεβρ.]. Οἱ δύο νέοι ἔδειχναν τέτοια σύμπνοια, ὥστε βλέποντάς τους κανεὶς πίστευε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν καὶ μόνο νέο ῎Ανθρωπο, ῞Οταν ὁ ἅγιος Ταράσιος ἀνῆλθε στὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸ Σχῆμα, οἱ δύο φιιλοι ἔγιναν κι αὐτοὶ μοναχοὶ μὲ τὴν σειρά τους στὴν μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρύσει στὸν Βόσπορο. ῾Αμιλλώμενοι στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, πρόκοψαν σύντομα στὴν ἀρετή, τὴν ὁποία ἐκόσμησαν μὲ τὸ ἔνδοξο στολίδι τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τὴν διαρκῆ εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς.

῾Ο Ταράσιος, μαθαίνοντας τὰ σπουδαία τους κατορθώματα, τοὺς δίορισε σκευοφύλακες τῆς Μεγάλης ᾽Εκκλησίας καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο κατάφερε νὰ τοὺς πείσει νὰ δεχθοῦν, ἔστω ἀπρόθυμα, νὰ χειροτονηθοῦν ἐπίσκοποι: ὁ Θεοφύλακτος ὡς μητροπολίτης Νικομηδείας καὶ ὁ Μιχαὴλ ὡς ποιμενάρχης τῆς γενέτειράς του (περὶ τὸ 784).
᾽Ορθομώντας τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, τόσο μὲ τὶς διδαχές του ὅσο καὶ μὲ τὴν πολιτεία του, ὁ πράος, ὑπομονετικὸς καὶ φιλεύσπλαχνος αὐτὸς ποιμένας ποὺ εἶχε νικήσει τὴν ὀργή, μερίμνησε νὰ κτισθοῦν ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια καὶ ἴδρυσε ἄσυλα καὶ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα γιὰ νὰ συνδράμει ἀρρώστους, ἀπόκληρους καὶ ξένους. Συμμετείχε στὴν Δεύτερη Σύνοδο τῆς Νικαίας (787), ὅπου ὑποστήριξε τὸ ὀρθόδοξο δόγμα γιὰ τὴν τιμὴ τῶν σεπτῶν εἰκόνων καὶ ἐπιστρέφοντας στὴν ἐπισκοπή του ξανάρχισε εἰρηνικὰ τὸ ποιμαντικό του ἔργο.
Τὸ 806, ἔτος κατὰ τὸ ὁπόιο ὁ ἅγιος Νικηφόρος (2 ᾽Ιουν,) διαδέχθηκε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο τὸν ἐκδημησαντα ἅγιο Ταράσιο, ὁ ὅσιος Μιχαὴλ ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς πρεσβείας ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Νικηφόρο (802-811) στὸν χαλίφη, κατὰ τὴν ὁποία ἐπέδειξε ὅλες τὶς ἀρετές του ὡς ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης καὶ τῆς συμφιλιώσεως. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἔτους 811, στάλθηκε στὴν Ρώμη ὡς πρεσβευτὴς τοῦ πατριάρχη Νικηφόρου προκειμένου νὰ παραδώσει στὸν Πάπα τὶς συνοδικὲς ἐπιστολές του καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν στήριξή του, ὅσον ἀφορᾶ στὴν τιμὴ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Καρλομάγνο στὸ ῎Ααχεν καὶ πέτυχε σύμφωνο εἰρήνης.
῞Οταν μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια βασιλείας ὁ νέος αὐτοκράτορας Λέων Ε’ ὁ ᾽Αρμένιος (813-811) ἀποκάλυψε τὰ σκοτεινά του σχέδια καὶ ξανάρχισε τὸν διωγμὸ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ ἅγιος Μιχαὴλ συντάχθηκε παρευθὺς μὲ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς ἀληθινῆς πίστεως ποὺ συσπειρώθηκαν γύρω ἀπὸ τὸν πατριάρχη Νικηφόρου Εὐθύμιο Σάρδεων (26 Δεκ.), ᾽Ιωσὴφ Θεσσαλονίκης (14 ᾽Ιουλ.), Αἰμιλιανὸ Κυζίκου (Β Αὐγ.), Θεοφύλακτο Νικομηδείας καὶ πολλοὺς ἄλλους, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαίκούς, ποὺ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ χύσουν τὸ αἴμα τους γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας. Παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν κάνουν νὰ λογικευθεῖ, τόσο μὲ ἐπιχειρήματα ἀντλημένα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὅσο καὶ μὲ τὴν ὑπενθύμιση τῆς στήριξης ποὺ τοὺς παρείχε ἡ ᾽Εκκλησία τῆς Ρώμης. Μάταια, ὅμως· ὁ τύραννος, τυφλωμένος ἀπὸ μένος, διέταξε νὰ τοὺς συλλάβουν καὶ νὰ τοὺς ἐξορίσουν, χωριστὰ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ἀπαγορεύοντάς τους νὰ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους, ῾Ο ὅσιος Μιχαὴλ στάλθηκε τότε στὴν Εὐδοκιάδα τῆς Φρυγίας, ὅπου παρέμεινε δέκα χρόνια, ὑπομένοντας τὴν κακομεταχείριση μὲ εὐχαριστίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ προσευχόμενος ὑπὲρ τῶν διωκτῶν του. Δὲν ἔπαυσε, ὡστόσο, νὰ ὑπερασπιζεται τὴν ὀρθόδοξη Πίστη καὶ νὰ συντρέχει τοὺς δυστυχισμένους, κράτησε δὲ ἀναλλοίωτη τὴν τάξη τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας του καὶ τὴν νυκτερινὴ προσευχή. ᾽Επιτέλεσε ἐκεί πλῆθος θαυμάτων, θεραπεύοντας μὲ τὴν προσευχή του ἀνθρώπους, ὅπως καὶ οἰκόσιτα ζῶα, καὶ μὲ τὸν μελίρρυτο λόγο του κατάφερε νὰ γλυκάνει καὶ νὰ μεταστρέψει τοὺς ἀγροίκους κατοίκους τῆς ἀπομακρυσμένης ἐκείνης περιοχῆς.
῾Ο αὐτοκράτορας μαθαίνοντας ὅτι ἡ ἐξορία ἀπέβαινε γιὰ τὸν ἅγιο εἰς ἐπίμετρον δόξης, διέταξε νὰ τὸν μεταφέρουν ἀλλοῦ. Περιπλανώμενος ἔτσι ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔφθασε σὲ περιοχὴ ποὺ μαστιζόταν ἀπὸ πλήθη ποντικῶν ποὺ ρήμαζαν τὶς σοδειές. ᾽Εξήγησε στοὺς κατοίκους ὅτι ἡ μάστιγα αὐτὴ εἴχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς τιμωρία γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ τοὺς πρόσταξε νὰ νηστεύσουν τρεῖς ἡμέρες καὶ νὰ μετανοήσουν. ῞Οταν πέρασε ὁ χρόνος αὐτὸς τοὺς κάλεσε νὰ συγκεντρωθοῦν ὄλοι μαζί στοὺς ἀγρούς. Καὶ ἐνῶ ὁ λαὸς ἀναβοοῦσε τὸ Κὑριε ἐλέησον, ὁ ἅγιος γονατιστὸς μεσίτευε γιὰ χάρη τους μὲ τὰ χέρια καὶ τοὺς ὀφθαλμούς του στραμμένα πρὸς τὸν οὐρανό. Παρευθὺς σεισμὸς συγκλόνισε τὸν τόπο καὶ ὁλα τὰ τρωκτικὰ ἀφανίσθηκαν.
Περνώντας ἀπὸ ἕνα ἄλλο μέρος, τὴν Εὐραντίσια, δέχθηκε τὶς παρακλήσεις τῶν κατοίκων νὰ προσευχηθεῖ γιὰ νὰ τοὺς γλυτώσει ἀπὸ τὶς ἀκρίδες ποὺ σὲ ἀμέτρητα πλήθη κατέστρεφαν τὶς καλλιέργειες καὶ τὰ ὀπωροφόρα καὶ τοὺς ἀπειλοῦσαν μὲ σιτοδεία. ῾Ο ἅγιος πέρασε τὴν νύχτα προσευχόμενος καὶ τὴν αὐγὴ ἐτέθη ἐπικεφαλῆς μιᾶς λιτανείας στὴν ὁποία συμμετείχε ὁλος ὁ λαὸς τῆς περιοχῆς ψάλλοντας τὸ Κύριε ἐλέησον. Οἱ ἀκρίδες τότε σχημάτισαν ὅλες μαζί ἕνα πυκνὸ καὶ σκοτεινὸ νέφος ποὺ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα καὶ ἐξαφανίσθηκε.
῾Ο ὅσιος συνέχισε τὴν περιπλάνησή του, σκορπίζοντας παντοῦ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἀνθρώπους καὶ καλλιέργειες. Τέλος, ἀφοῦ πέρασε κάποιο διάστημα φυλακισμένος στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐξορίσθηκε ἐκ νέου στὶς ὄχθες τῆς λίμνης τῆς Νικομήδειας, ὅπου καὶ ἄλλοι ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως περίμεναν πότε θὰ εὐδοκήσει ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Τραυλὸς νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ ἐπιστρέψουν στὶς ἐπισκοπὲς ἢ τὶς μονές τους. ᾽Ογδοηκονταετὴς καὶ πλέον, ἐξαντλημένος ἀπὸ τὶς δοκιμασίες, ὁ ὅσιος Μιχαὴλ δὲν ἔπαυσε ἐντούτοις νὰ προσεύχεται ὑπὲρ τοῦ αὐτοκράτορος, ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τῆς ᾽Εκκλησίας, ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ τῆς εὐκρασίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς.
Τὴν Δευτέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους 826, βγαίνοντας ἀπὸ γεῦμα ποὺ τοῦ εἴχε παραθέσει ὁ παλαιόθεν φίλος του ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, μὲ τὸν ὁπόιο δὲν ἔπαυσε νὰ ἀλληλογραφεῖ κατὰ τὴν ἐξορία του, ὁ ὅσιος ἱεράρχης αἰσθάνθηκε ἀδιαθεσία καὶ ὑποχρεώθηκε νὰ ἀναπαυθεῖ. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Θεόδωρος τὸν βρῆκε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ φρικτοὺς πόνους καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ ὅσιος Μιχαὴλ ἔχοντας χάσει τὴν ἱκανότητα τοῦ λόγου, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ παρουσίᾳ τοῦ φίλου καὶ συναγωνιστῆ του, μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἐπισκοπείας. Τὸ ἄψυχο σῶμα του, ἔγραψε ὁ Θεόδωρος, εἴχε τὴν ὄψη ἀγγέλου καὶ ἔλαμπε ἀπὸ ἀπαύγασμα θείου φωτὸς ποὺ τόσα χρόνια προσευχῆς καὶ θεωρίας εἶχαν ἐντυπώσει σ’ αὐτό.
῾Η τίμια, κάρα του, τὴν ὁποία ἐδώρισε στὴν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾽Αθανασίου ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ καὶ ο ἀδελφός του Κωνσταντίνος Η’ (978), τιμᾶται μέχρι σήμερα καὶ συνεχιζει νὰ ἐπιτελεῖ πλῆθος θαυμάτων ὑπὲρ τῆς προστασίας τῶν καλλιεργειῶν ἀπὸ ἐπιζήμια ζῶα, τόσο τῆς μονῆς ὅσο καὶ τῶν περιοχῶν στὶς ὁποίες ἀποστέλλεται.

Νέος συναξαριστής Μακαρίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου