Παλαιά φορητή εικόνα των τριών Οσίων Πατέρων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ,

Οἱ θεμελιωτὲς τοῦ χιακοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἱδρυτὲς τῆς Νέας Μονῆς Χίου

Μέσα στὴ σεπτὴ χορεία τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι γεννήθηκαν καὶ διέλαμψαν μὲ τὴν ἀσκητική τους βιοτὴ στὴ μυροβόλο νῆσο Χίο, εἶναι καὶ οἱ τιμώμενοι στις 20 Μαΐου Ὅσιοι Πατέρες Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσήφ, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὴν ἀπαρχὴ τοῦ χιακοῦ μοναχισμοῦ, ἀφοῦ εἶναι οἱ πρῶτοι κατονομαζόμενοι μοναχοί της Χίου.

Σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο τους, Ὅσιο Νικηφόρο τὸν Χίο, δὲν μᾶς ἔχουν διασωθεῖ οὔτε ὁ ἀκριβὴς τόπος καὶ χρόνος τῆς γεννήσεώς τους οὔτε καὶ τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τους. Σύμφωνα πάντως μὲ τὴ χιακὴ παράδοση οἱ τρεῖς θεοφόροι Πατέρες γεννήθηκαν στὴ Χίο καὶ ἡ δραστηριότητά τους τοποθετεῖται χρονολογικὰ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων Μιχαὴλ Δ΄ τοῦ Παφλαγόνος (1034 – 1041), Μιχαὴλ Ε΄ τοῦ Καλαφάτου (1041 – 1042) καὶ Κωνσταντίνου Θ΄ τοῦ Μονομάχου (1042 – 1055). Οἱ τρεῖς σεπτοὶ καὶ θεοφόροι ἀσκητὲς ζοῦσαν ἀρχικὰ σὲ μονὴ εὑρισκόμενη κοντὰ στὸν Ἅγιο Γεώργιο τὸν Συκούση, ἀλλὰ ἀργότερα ἐγκαταστάθηκαν σὲ ἀπόκρημνο σπήλαιο στὸ Προβάτειο Ὅρος τῆς Χίου, ἀναζητώντας περισσότερη ἡσυχία καὶ ἀπομόνωση. Ἡ ἐγκαταβίωσή τους στὸ ἀπομονωμένο αὐτὸ σπήλαιο καὶ ὁ συνεχὴς πνευματικός τους ἀγώνας, ποὺ περιελάμβανε αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ὁλονύχτιες ἀκολουθίες, τοὺς κατέστησαν παμμακάριστους ἀθλητὲς τῆς πίστεως, ποὺ θεμελίωσαν τὸν χιακὸ μοναχισμό. Τὸ μοναδικό τους μέλημα ἦταν ἡ συνεχὴς ἄσκηση καὶ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἀνάβαση στὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν, συχνὰ δὲ κάτω ἀπὸ ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες. Ἀλλὰ οἱ πολλαπλὲς κακουχίες καὶ τὸ ἀσίγητο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως ὄχι μόνο δὲν ἔκαμψαν τὸ ἀγωνιστικό τους φρόνημα, ἀλλὰ ἀπεναντίας ἐνίσχυσαν τὸν ἀσκητικό τους ἀγώνα γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν, ἀφοῦ ἡ μοναδική τους ἐπιδίωξη ἦταν ἡ ἀπόλαυση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν καὶ ἡ βίωση τῆς παραδείσιας τρυφῆς καὶ εὐωχίας.

Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία εὑρέθηκε ἀπὸ τοὺς τρεῖς σεπτοὺς θεοφόρους Πατέρες Νικήτα, Ἰωάννη καὶ Ἰωσὴφ καὶ ἔγινε ἡ αἰτία γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς περίλαμπρης καὶ περιώνυμης Νέας Μονῆς τῆς Χίου.

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ἄσκηση τῶν τριῶν μακαρίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ὁδήγησε στὸ νὰ καταστοῦν μέτοχοι οὐρανίων οπτασιων καὶ πολύτιμων πνευματικῶν ἐμπειριῶν καὶ βιωμάτων. Ἔτσι κατὰ παραχώρηση τοῦ Κυρίου ὁδηγήθηκαν στην εύρεση θαυματουργῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε ἀργότερα στὴν ἀνέγερση τῆς περίλαμπρης Νέας Μονῆς τῆς Χίου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σπουδαιότατο βυζαντινὸ μνημεῖο τῆς πατρίδος μας. Κάποια νύχτα καὶ ἐνῶ οἱ Ὅσιοι Πατέρες προσεύχονταν, εἶδαν ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς νὰ λάμπει μέσα στὸ δάσος. Τὸ ἀνεξήγητο φαινόμενο τῆς λάμψης τοῦ θεϊκοῦ φωτὸς ἔγινε ἀντιληπτὸ γιὰ πολλὲς νύχτες. Στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐντοπίσουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ λαμπερὸ αὐτὸ φῶς, δὲν ἀνακάλυψαν ἀπολύτως τίποτα. Γιὰ νὰ διαλευκάνουν τὸ μυστήριο, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ τότε ἔγιναν θεατὲς ἑνὸς θαύματος. Ἐνῶ ἡ φωτιὰ κατέκαιγε τοὺς θάμνους, μόλις πλησίασε σὲ μιὰ μυρσίνη, σταμάτησε νὰ καίει καὶ κατασβέσθηκε μὲ τρόπο ἀόρατο καὶ ἀνερμήνευτο. Ὅταν οἱ Ὅσιοι Πατέρες πλησίασαν τὴ μυρσίνη, εἶδαν κρεμασμένη πάνω στὰ κλαδιὰ μιὰ μικρὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, στὴν ὁποία ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου δὲν ἐναγκαλιζόταν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς βρέφος, ὅπως συνηθίζεται στὴν εἰκονογραφική της ἀπεικόνιση. Μπροστὰ στὴ θαυματουργικὴ αὐτὴ ἀποκάλυψη οἱ τρεῖς σεπτοὶ καὶ μακάριοι Πατέρες αἰσθάνθηκαν ἀπέραντη καὶ ἀπερίγραπτη πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση γιὰ τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα καὶ τὰ ἀνεξήγητα μεγαλεῖα του Θεοῦ. Μετὰ τὴ θαυματουργικὴ εὕρεση τῆς εἰκόνος τῆς Θεομήτορος, ἡ ἱερὰ εἰκόνα μεταφέρθηκε μὲ εὐλάβεια στὸ σπήλαιο τοῦ Προβατείου Ὅρους, ὅπου καὶ τοποθετήθηκε. Ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἦταν νὰ ἐπιστρέψει στὸν εὐλογημένο χῶρο τῆς εὑρέσεώς της. Ἔτσι τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἡ εἰκόνα εὑρέθηκε θαυματουργικῶς πάνω στὴ μυρσίνη καὶ τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονὸς ἐπαναλήφθηκε καὶ ἄλλες φορές. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ τρεῖς θεοφόροι Πατέρες ἀποφάσισαν νὰ ἀνεγείρουν ἕναν μικρὸ πρόχειρο ναΐσκο πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου στὸν χῶρο τῆς εὑρέσεως, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἀργότερα γύρω ἀπὸ τὸν ναΐσκο ἀνήγειραν κελλιά, στὰ ὁποῖα καὶ ἐγκαταστάθηκαν. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ πρώτη μονὴ γιὰ νὰ δώσει στὴ συνέχεια τὴ θέση της στὴν περιώνυμη Νεα Μονή, ἡ ὁποία ἀνεγέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντινο Θ΄ τὸν Μονομάχο (1042 – 1055), ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόταν ἐξόριστος στὴ Μυτιλήνη.

Ὅμως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπιτέλεσε καὶ ἕνα νέο θαῦμα, ἀφοῦ προέβλεψε τὴν ἐπάνοδο καὶ ἀνάρρηση τοῦ ἐξορίστου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς συνέβη, ἀφοῦ τὸν χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Κωνσταντῖνος βρισκόταν ἐξόριστος στὴ Μυτιλήνη, ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο τῶν τριῶν μακαρίων καὶ θεοφόρων Πατέρων καὶ τοὺς παρότρυνε νὰ μεταβοῦν στὴ Μυτιλήνη γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν ἐξόριστο αὐτοκράτορα καὶ νὰ τοῦ ἀνακοινώσουν ὅτι σύντομα θὰ ἀναρρηθεῖ καὶ πάλι στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Τότε ὁ Νικήτας καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀνεχώρησαν γιὰ τὴ Μυτιλήνη καὶ ἀφοῦ διηγήθηκαν λεπτομερῶς στὸν ἐξόριστο Κωνσταντῖνο ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν πρόρρηση τῆς Θεοτόκου θὰ ἐπανέλθει στὸν θρόνο, ὁ ἐξόριστος αὐτοκράτορας πίστεψε στοὺς λόγους τῶν δύο θεοφόρων ἀσκητῶν καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ ἐκπληρώσει κάθε τοὺς ἐπιθυμία. Τότε οἱ Ὅσιοι Πατέρες τοῦ ζήτησαν νὰ ἀνεγείρει περίλαμπρο καὶ μεγαλοπρεπῆ ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Θεομήτορος στὸν χῶρο, ὅπου εὑρέθηκε ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα. Ἀμέσως ὁ Κωνσταντῖνος ὑποσχέθηκε νὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά τους καὶ μάλιστα ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὸ δαχτυλίδι του ὡς ἐνέχυρο γιὰ τὴν τήρηση τῆς ὑποσχέσεώς του. Τὸ 1042 ἡ Ζωή, ἡ ὁποία ἦταν ἡ σύζυγος τοῦ ἀποβιώσαντος αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Ἐ΄ τοῦ Καλαφάτου, ἔφερε ὡς σύζυγο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ τὸν ἀνακάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία, τὸν παντρεύτηκε καὶ τὸν ἀνακήρυξε αὐτοκράτορα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τῆς Θεοτόκου καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Θ΄ ὁ Μονομάχος κατέλαβε τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσὴφ ὑπῆρξαν οἱ ἱδρυτὲς τῆς ἱστορικῆς καὶ περίλαμπρης Νέας Μονῆς τῆς Χίου.

Μόλις οἱ θεοφόροι Πατέρες πληροφορήθηκαν τὴν ἐπάνοδο τοῦ Κωνσταντίνου στὸν θρόνο, πῆγαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δείχνοντας στὸν αὐτοκράτορα τὸ δαχτυλίδι, τοῦ ζήτησαν νὰ ἐκπληρώσει τὴν ὑπόσχεσή του καὶ νὰ ἀνεγείρει μεγαλοπρεπῆ ναό, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὰ κελλιὰ νὰ ἀποτελέσει μιὰ περιώνυμη μονή. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνέλαβε μὲ μεγάλη προθυμία τὸ ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ναοῦ καὶ τῶν κελλιῶν τῆς μονῆς, στὴν ὁποία ἀφιέρωσε καὶ τὰ περίφημα χρυσοβουλλά του. Ἀξιοσημείωτο εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε τοὺς Ὁσίους Πατέρες νὰ ἐπισκεφθοῦν ὅλους τους ναοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως προκειμένου νὰ ἐπιλέξουν τὸ κατάλληλο σχέδιο γιὰ τὸν μεγαλοπρεπῆ ναὸ τῆς μονῆς. Ἡ ἀνέγερση ἄρχισε τὸ 1042 καὶ διήρκησε μέχρι τὸ 1055, ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο ἀπεβίωσε ὁ Κωνσταντῖνος. Τὸ ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως συνεχίστηκε ἀπὸ τὴ βασίλισσα Θεοδώρα, τὴν ἀδελφή της Ζωῆς, ἀφοῦ καὶ ἡ Ζωὴ εἶχε ἤδη ἀποβιώσει. Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε τὸ ἔργο γιὰ νὰ ἀποτελεῖ μέχρι τὶς ἡμέρες μας ἡ περιφημη Νέα Μονὴ τῆς Χίου με τοὺς ἀτίμητους ψηφιδωτοὺς θησαυρούς της, βυζαντινὸ μνημεῖο πανελλήνιας φήμης καὶ παγκόσμιας πολιτιστικῆς ἀκτινοβολίας, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ λαοφιλὲς θεομητορικὸ προσκύνημα χάρη στὴν ἀνευρεθεῖσα θαυματουργή εικονα της Παναγιας Νιαμονίτισσας που χαρίζει πλουσιοπάροχα τὶς δωρεὲς καὶ τὶς εὐεργεσίες Τῆς σ’ ὅσους Τὴν τιμοῦν καὶ ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια τὶς πρεσβεῖες Της.

Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Νέας Μονῆς οἱ τρεῖς μακάριοι καὶ θεοφόροι ἀσκητὲς ἀνέλαβαν τὴν ἡγουμενία της καὶ μάλιστα ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς διαδοχικά. Στὴ συνέχεια ἀνεγέρθηκε καὶ ἄλλο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο ἐπανδρώθηκε μὲ μοναχὲς καὶ ὑπάχθηκε στὴ Νέα Μονή. Ἀλλὰ ὁ μισόκαλος διάβολος μίσησε τὸ ἔργο τῶν Ὁσίων Πατέρων καὶ ἔτσι βρέθηκαν μερικοί, οἱ ὁποῖοι κατασυκοφάντησαν τοὺς τρεῖς ἐνάρετους καὶ μακάριους ἀσκητὲς ὡς ἀσεβεῖς καὶ κακόδοξους. Τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς ὁδήγησε στὴν ἕνωση τῶν δύο μονῶν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς βασιλίσσης Θεοδώρας, οἱ δὲ τρεῖς Ὅσιοι Πατέρες ὁδηγήθηκαν στὴν ἐξορία καὶ παρέμειναν ἐξόριστοι μέχρι τὸν θάνατο τῆς Θεοδώρας καὶ τοῦ διαδόχου αὐτῆς, βασιλέως Μιχαὴλ Γ΄ τοῦ Στρατιωτικοῦ (1056 – 1057). Ὅταν ὅμως ἀνέλαβε ὁ Ἰσαάκιος ὁ Κομνηνὸς (1057 – 1059), προσῆλθαν οἱ τρεῖς Πατέρες στὸν νέο βασιλιά, ὁ ὁποῖος ἀντιλήφθηκε τὴ συκοφαντία καὶ μὲ νέο χρυσοβουλλο παρέδωσε τὰ δύο μοναστήρια στοὺς ἱδρυτές τους. Ἀφοῦ ἐπέστρεψαν οἱ Ὅσιοι Πατέρες στὴν ἀγαπημένη τοὺς μονή, ἔζησαν καὶ οἱ τρεῖς ὀσιακῶς προσευχόμενοι ἀδιαλείπτως στὸν Κύριο καὶ ἀσκούμενοι στὶς θεῖες ἀρετές. Ὅμως κάποια στιγμὴ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀποχωρισθοῦν τὰ γήινα καὶ νὰ παραδώσουν τὴν ἁγία τους ψυχὴ στὸν Θεό. Στὶς 20 Μαΐου 1080 ἐγκατέλειψε τὴν ἐπίγεια βιοτὴ ὁ Ὅσιος Νικήτας, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἐξεδήμησε ὁ Ὅσιος Ἰωάννης. Τελευταῖος ἐκοιμήθη ὀσιακῶς ὁ Ἰωσήφ, τοῦ ὁποίου ἡ ἀκριβὴς ἡμερομηνία τῆς τελευτῆς παραμένει μέχρι σήμερα ἄγνωστη. Η μνήμη καὶ τῶν τριώνπαμμακαριστων ἀθλητῶν τοῦ πνεύματος καὶ φλογερῶν ἐραστῶν τῆς κατὰ Χριστὸν ζωής τιμαται κατ’ ἔτος στὶς 20 Μαΐου.

Ἄποψη τῆς Ἱερᾶς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Μέχρι τὸ 1822 τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ὁσίων Πατέρων φυλάσσονταν στὸν ἐξωνάρθηκα τοῦ καθολικοῦ της Νέας Μονῆς, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταστροφὴ καὶ σφαγὴ τῆς Χίου τὸ 1822 οἱ Τοῦρκοι κατέκαυσαν τὸ καθολικό της μονῆς καὶ διεσκόρπισαν τὰ ἱερὰ λείψανα. Σήμερα διασώζεται μόνο μία κάρα ἐκ τῶν τριῶν Ὁσίων, ἄγνωστο σὲ ποιὸν ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀνήκει. Σύμφωνα μὲ τὸν Ὅσιο Νικηφόρο τὸν Χίο, ὅταν πειρατὲς εἰσῆλθαν στὴ Νέα Μονὴ γιὰ νὰ καταστρέψουν καὶ νὰ λεηλατήσουν τὰ κειμήλια τῆς μονῆς, ἔφτασαν καὶ στὸν ἐξωνάρθηκα καὶ προσπάθησαν νὰ καταστρέψουν τὴ λάρνακα μὲ τὰ φυλασσόμενα ἱερὰ λείψανα. Στὴν προσπάθειά τους νὰ τὴν ἀνοίξουν, ἔπεσε ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς ἐπιδρομέα ἡ σμίλη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀναπηδήσει μεγάλη φλόγα, ποὺ ἄρχισε νὰ κατακαίει τοὺς ἐπιδρομεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀναγκάσθηκαν νὰ τραποῦν σὲ φυγή. Ἀλλὰ ἡ θαυματουργικὴ χάρη τῶν Ὁσίων Πατέρων ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ ἱερομονάχου Ἱερεμίου, ὁ ὁποῖος ἐρχόμενος στὴ Χίο ἀπὸ τὴν Κρήτη τὸ 1669, ἐγκαταστάθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Προβατείου Ὅρους, ὅπου εἶχαν ἀσκητεύσει οἱ τρεῖς Ὅσιοι Πατέρες. Κάποια στιγμὴ προσβλήθηκε ἀπὸ πανώλη καὶ κινδύνευσε νὰ χάσει τὴ ζωή του. Ἀφοῦ ἐπικαλέσθηκε τὶς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων Πατέρων, ἀποκοιμήθηκε καὶ στὸν ὕπνο τοῦ εἶδε τοὺς τρεῖς θεοφόρους καὶ σεπτοὺς ἀσκητὲς νὰ τὸν εὐλογοῦν καὶ νὰ ἀπομακρύνουν τὴν ἀνίατη ἀσθένεια. Μόλις ξύπνησε, ἦταν ἐντελῶς ὑγιής. Τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς Ἁγίους ζωγράφισε τὴ μορφή τους, ὅπως τοὺς εἶδε σὲ ὀπτασία στὸν ὕπνο του.

Ἡ εὐχὴ ὅλων μας εἶναι οἱ σεπτοὶ καὶ θεοφόροι Ὅσιοι Πατέρες Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσήφ, οἱ καὶ θεμελιωτὲς τοῦ χιακοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἱδρυτὲς τῆς παλαιφάτου Νέας Μονῆς Χίου, νὰ πρεσβεύουν ἀδιάλειπτα πρὸς τὸν Πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν πνευματική μας πορεία στὴ σημερινὴ ἐποχὴ τῆς ἠθικῆς καταπτώσεως καὶ τῆς κραυγαλέας καταπατήσεως τῶν θείων ἐπιταγῶν.

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικός

Βιβλιογραφία

Χαροκόπου Ἀντωνίου Ν., Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσὴφ τῆς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Χίου, Χίος 2010.

πηγή