Ἐκείνος πού θέλει νά εὐαρεστήσει στόν Θεό καί μέ τήν πίστη νά γίνει κληρονόμος Του, γιά νά ὀνομασθεῖ καί αὐτός παιδί τοῦ Θεοῦ, γεννημένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νά ἀποκτήσει, πρίν ἀπ’ ὅλα, μακροθυμία καί ὑπομονή.

Πρέπει ἐπίσης, νά ὑπομένει μέ γενναιότητα τίς θλίψεις, τίς ταλαιπωρίες καί ὅλες τίς ἀνάγκες πού τόν βρίσκουν. Πρέπει δηλαδή νά ὑπομείνει τίς σωματικές ἀρρώστιες, τά διάφορα παθήματα, τούς ἐξευτελισμούς καί τίς προσβολές πού τοῦ γίνονται.

Ἐννοῶ ἐπίσης, ὅτι πρέπει νά εἶναι καρτερικός στίς διάφορες ἀφανεῖς θλίψεις, οἱ ὁποῖες προξενοῦνται στήν ψυχή του ἀπό τά πονηρά πνεύματα, τά ὁποῖα σκοπεύουν νά τήν ἐμποδίσουν νά ζήσει τή ζωή τοῦ Θεοῦ καί ἀκόμα νά τήν ὁδηγήσουν σέ χαύνωση, σέ ἀμέλεια καί σέ ἀνυπομονησία.

Αὐτό βέβαια γίνεται μέ τήν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπιτρέπει νά δοκιμασθεῖ κάθε ψυχή μέ διάφορες θλίψεις, ὥστε νά ξεχωρίσουν ἔτσι καί νά φανερωθοῦν ἐκεῖνοι πού ἀγαποῦν τόν Θεό ὁλόψυχα, ἐφόσον βέβαια αὐτοί θά ὑπομείνουν μέ γενναιότητα ὅλα ὅσα τούς προξενεῖ ὁ Πονηρός, ἔχοντας πάντα τήν ἐλπίδα τους στόν Θεό· καί ἐφόσον θά περιμένουν πάντοτε, μέ πίστη καί πολλή ὑπομονή, τή Θεία Χάρη, γιά νά τούς βοηθήσει καί νά τούς λυτρώσει ἀπό τά δεινά.

Αὐτές οἱ ψυχές θά μπορέσουν νά γλυτώσουν ἀπό κάθε εἴδους πειρασμό καί νά κερδίσουν ὅσα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός. Θά φθάσουν δηλαδή νά γίνουν ἄξιές της Βασιλείας Του.

Ὀφείλει λοιπόν ἡ ψυχή, ἀκολουθώντας τό λόγο τοῦ Κυρίου, νά σηκώνει κάθε μέρα τό σταυρό τῆς (Λουκ. 9, 23). Αὐτό σημαίνει νά εἶναι πρόθυμη νά ὑπομένει, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κάθε θλίψη καί πειρασμό, φανερό ἤ κρυφό καί νά στηρίζει πάντοτε τήν ἐλπίδα της στόν Κύριο, διότι ἀπ’ Αὐτόν ἐξαρτᾶται καί τό νά θλιβεῖ -ὅταν Αὐτός τό ἐπιτρέπει- καί τό νά λυτρωθεῖ, μέ τή βοήθειά Του, ἀπό κάθε πειρασμό καί θλίψη.

Ἡ ψυχή ὅμως πού δέν δείχνει ἀνδρεία καί δέν ἀντιστέκεται μέ γενναιότητα, ἀλλά ἀντίθετα λυπᾶται, παραλύει, ἀγανακτεῖ, στενοχωριέται καί ἐγκαταλείπει τόν ἀγώνα ἤ ἀπελπίζεται, σάν νά ‘χει χαθεῖ πιά κάθε ἐλπίδα λύτρωσης -πού καί αὐτό εἶναι τέχνασμα τῆς ἴδιας κακίας, γιά νά σπρώξει τήν ψυχή στήν ἀκηδία καί στήν ἀδιαφορία- δέν ἀξιώνεται νά δεχθεῖ τή Θεία ζωή. Ἐπειδή δηλαδή αὐτή δέν κράτησε σταθερή τήν ἐλπίδα. Δέν περίμενε μέ ἀδίστακτη πίστη τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Δέν μιμήθηκε τούς Ἁγίους καί, τελικά, δέν βάδισε στά ἴχνη τοῦ Κυρίου (Α’ Πέτρ. 2, 21).

Κοίταξε μέ προσοχή καί δές ὅτι ἀπό τήν ἀρχή οἱ Πατέρες, οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Μάρτυρες, πέρασαν ἀπό τόν ἴδιο δρόμο τῶν θλίψεων καί τῶν πειρασμῶν καί κατόρθωσαν νά εὐαρεστήσουν στόν Θεό. Πῶς; Μέ τό νά ὑπομείνουν μέ γενναιότητα κάθε πειρασμό καί θλίψη. Ὅλοι αὐτοί χαίρονταν ὅταν περνοῦσαν βάσανα, γιατί περίμεναν κάποια ἀνταμοιβή, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Παιδί μου, ὅταν ἔρχεσαι γιά νά δουλέψεις γιά τόν Κύριο, προετοίμασε τήν ψυχή σου, γιά νά ὑπομείνει πειρασμό. Στερέωσε τήν καρδιά σου καί ὁπλίσου μέ καρτερία» (Σοφ. Σειρ. 2, 1-2).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης λέει: «Ἄν δέν δοκιμάσετε τή διαπαιδαγώγηση, τήν ὁποία ἔχουν ὅλοι δεχθεῖ, τότε δέν εἴσαστε γνήσια παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νόθα» (Ἑβρ. 12, 8). Ὅλα, λοιπόν, ὅσα σέ βρίσκουν, νά τά δέχεσαι ὡς ἀγαθά, μέ τή σκέψη ὅτι τίποτα δέν γίνεται χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Κύριος ἐπίσης λέει: «Μακάριοι θά εἴσαστε ὅταν σᾶς χλευάσουν, ὅταν σᾶς καταδιώξουν καί ὅταν ἐξαιτίας μου ποῦν ψέματα, λέγοντας ἐναντίον σᾶς ὅλα τα κακά. Νά χαίρεσθε καί νά εὐφραίνεσθε, γιατί ὁ μισθός σας θά εἶναι μεγάλος στούς οὐρανούς» (Ματθ. 5, 11-12). Καί «μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού διώκονται γιά χάρη τῆς δικαιοσύνης, γιατί δική τους θά εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 10).

Ὅταν λέει «διώκονται» ἐννοεῖ ἤ φανερά ἀπό τούς ἀνθρώπους ἤ κρυφά ἀπό τά πονηρά πνεύματα. Γιατί αὐτά πολεμοῦν τήν ψυχή πού ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τή ρίχνουν μέσα σέ ποικίλες θλίψεις, μέ σκοπό νά ἐμποδίσουν τήν εἴσοδό της στή Θεία ζωή.

Αὐτό ἐπίσης συμβαίνει καί γιά νά δοκιμασθοῦν οἱ ψυχές κατά πόσο ἀγαποῦν εἰλικρινά τόν Θεό. Καί αὐτό τό ἀποδεικνύουν μέ τό νά ὑπομείνουν κάθε θλίψη καί μέ τό νά κρατήσουν ἀμείωτη μέχρι τό τέλος τήν ἐλπίδα, κάνοντας ἔτσι φανερό, ὅτι προσδοκοῦν τήν ἀπολύτρωση. Δοκιμάζεται ἐπίσης ἡ ψυχή γιά νά φανεῖ μήπως ἀμελεῖ ἤ ἀδιαφορεῖ καί χάνει τήν ἐλπίδα της, ἐπειδή δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό εἰλικρινά.

Οἱ διάφορες θλίψεις καί οἱ πειρασμοί κάνουν ἐπίσης φανερές τίς ψυχές ἐκεῖνες πού εἶναι ἄξιες, ἀλλά καί ἐκεῖνες πού εἶναι ἀνάξιες. Ἀναδεικνύουν τίς ψυχές πού ἔχουν πίστη, ἐλπίδα καί ὑπομονή, ἀλλά παράλληλα καί αὐτές πού στεροῦνται αὐτές τίς ἀρετές.

Ἔτσι οἱ θλίψεις ἀποδεικνύουν δόκιμες καί πιστές τίς ψυχές ἐκεῖνες πού ὑπομένουν μέχρι τέλους, διατηρώντας τήν ἐλπίδα πού χαρίζει ἡ πίστη καί περιμένοντας τήν ἀπολύτρωση πού προσφέρει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γίνονται δηλαδή μέ τήν καρτερία τούς κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του.

Κάθε ψυχή λοιπόν, πού θέλει νά εὐαρεστήσει στόν Θεό, ἅς κρατᾶ μέ γενναιότητα, πρίν ἀπ’ ὅλα, τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα. Ἔτσι θά μπορέσει νά ἀνταπεξέλθει σέ κάθε ἐπίθεση καί θλίψη πού τῆς προκαλεῖ ὁ Πονηρός.

Ὁ Θεός δέν ἐπιτρέπει, μιά ψυχή πού ἔχει τήν ἐλπίδα τῆς σ’ Ἐκεῖνον καί Τόν περιμένει μέ ὑπομονή, νά πειρασθεῖ τόσο, μέχρι τοῦ σημείου πού αὐτή νά ἀπελπισθεῖ. Οὔτε τήν παραδίδει σέ θλίψεις καί πειρασμούς πού ἐκείνη δέν μπορεῖ νά βαστάξει (Ἅ’ Κορ. 10, 13). Ὁ Πονηρός δέν πειράζει καί δέν θλίβει τήν ψυχή ὅσο θέλει αὐτός, ἀλλά ὅσο ἐπιτρέπει σ’ αὐτόν ὁ Θεός. Φθάνει μόνο νά ὑπομένει ἡ ψυχή μέ γενναιότητα καί νά διατηρεῖ πάντα ζωντανή τήν ἐλπίδα πού τῆς χαρίζει ἡ πίστη, περιμένοντας τή βοήθεια καί τή σκέπη τοῦ Θεοῦ. Τότε δέν εἶναι δυνατόν νά τήν ἐγκαταλείψει Ἐκεῖνος.

Ὅσο ἡ ψυχή ἀγωνίζεται, καταφεύγοντας στόν Θεό μέ πίστη καί ἐλπίδα καί περιμένοντας χωρίς ἀμφιβολίες, τή βοήθεια καί τή λύτρωση πού Ἐκεῖνος χαρίζει, τόσο καί πιό γρήγορα τή λυτρώνει ὁ Κύριος ἀπό κάθε θλίψη πού τήν ταλαιπωρεῖ. Γιατί γνωρίζει Ἐκεῖνος πόσο πρέπει νά μπεῖ ἡ ψυχή σέ δοκιμασία καί πειρασμό καί, ἀνάλογα μέ τήν ἀντοχή της, ἐπιτρέπει καί τόν πειρασμό. Ἀρκεῖ μόνο νά κρατηθεῖ ἡ ψυχή μέχρι τό τέλος, καί τότε δέν θά βγεῖ ντροπιασμένη.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἡ θλίψη φέρνει ὑπομονή καί ἡ ὑπομονή δοκιμασμένο χαρακτήρα, καί ἡ δοκιμή ὁδηγεῖ στήν ἐλπίδα πού ποτέ δέν ντροπιάζει» (Ρωμ. 5, 3-5). Καί ἀλλοῦ πάλι ὁ ἴδιος λέει: «Σάν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, μέ τή μεγάλη ὑπομονή, μέ θλίψεις, μέ δυσκολίες, μέ στενοχώριες» (Β’ Κορ. 6, 4). Ὁ Κύριος ἐπίσης λέει: «Ὅποιος ὑπομένει μέχρι τό τέλος, αὐτός θά σωθεῖ» (Ματθ. 10, 22). Καί «μέ τήν ὑπομονή σας θά κερδίσετε τίς ψυχές σᾶς» (Λουκ. 21, 19). Ἡ Ἁγία Γραφή σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ἐπίσης λέει: «Ποιός πίστεψε στόν Κύριο καί βγῆκε ντροπιασμένος; Ἤ ποιός ἔμεινε σταθερός στό λόγο τοῦ Κυρίου καί ἐγκαταλείφθηκε; Καί ποιός παρακάλεσε τόν Κύριο καί Ἐκεῖνος τόν περιφρόνησε;» (Σόφ. Σείρ. 2, 10).

Οἱ ἄνθρωποι, πού ὡς δημιουργήματα ἔχουν ἀπό τή φύση τούς περιορισμένο νοῦ καί ἀντίληψη, γνωρίζουν καλά καί ζυγίζουν μέ τό μάτι καί ἐξακριβώνουν πόσο βάρος καί φορτίο μπορεῖ νά σηκώσει καθένα ἀπό τά ζῶα -γιά παράδειγμα τό μουλάρι ἤ ἡ καμήλα- καί ὅσο μποροῦν, τόσο καί τά φορτώνουν. Τά φορτώνουν δηλαδή ἀνάλογα μέ τή δύναμή τους. Ὁ ἀγγειοπλάστης ἐπίσης, ἄν δέν βάλει τά φρεσκοπλασμένα ἀγγεῖα στό καμίνι, γιά νά ψηθοῦν καί νά σκληρύνουν, δέν θά εἶναι ἕτοιμα καί κατάλληλα γιά χρήση. Ξέρει ὅμως, ὡς καλός τεχνίτης, πόσο χρόνο πρέπει νά τά ἀφήσει στή φωτιά, ὥστε νά γίνουν κατάλληλα γιά χρήση. Δέν τά ἀφήνει δηλαδή στό καμίνι περισσότερο ἀπ’ ὅσο πρέπει, γιά νά μήν ψηθοῦν πολύ καί γίνουν θρύψαλα. Ἀλλά οὔτε τά βγάζει μισοψημένα, γιά νά μήν εἶναι λειψά καί ἀκατάλληλα γιά χρήση.

Ἄν λοιπόν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τόση διάκριση καί γνώση γιά τά φθαρτά καί ὁρατά πράγματα, πόσο περισσότερο ὁ Θεός -ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀκατάληπτος ὡς πρός τή γνώση καί τή σοφία, Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ Σοφία- γνωρίζει μέχρι πού θά ἐπιτρέψει νά δοκιμασθοῦν οἱ ψυχές ἐκεῖνες, πού θέλουν νά τηρήσουν τό θέλημά Του καί πού ἀγωνίζονται νά γίνουν μέτοχοί της αἰώνιας ζωῆς.

Ἔτσι λοιπόν, ὑπομένοντας γενναία, πρόθυμα καί μέ ἐλπίδα κάθε θλίψη ὡς τό τέλος, οἱ ψυχές γίνονται ἄξιες καί κατάλληλες, γιά νά εἰσέλθουν στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὅπως ἀπό τό κανάβι δέν μπορεῖ νά γίνουν λεπτά νήματα, ἄν αὐτό δέν χτυπηθεῖ πολλή ὥρα -γιατί ὅσο χτυπιέται, τόσο καθαρότερο καί καταλληλότερο γίνεται- ἔτσι καί ἡ φιλόθεη ψυχή. Μπαίνοντας αὐτή σε πολλές δοκιμασίες καί πειρασμούς καί ὑπομένοντας μέ γενναιότητα τίς θλίψεις, γίνεται καθαρότερη καί πιό κατάλληλη γιά τή λεπτή πνευματική ἐργασία καί στό τέλος ἀξιώνεται νά κληρονομήσει τήν ἐπουράνια Βασιλεία.

Οἱ ψυχές εἶναι σάν τό νεόπλαστο ἀγγεῖο, πού ἄν δέν τό βάλουν στή φωτιά, εἶναι ἀκατάλληλο γιά χρήση. Μοιάζουν ἐπίσης μέ νήπιο, πού ὅσο καιρό εἶναι μικρό, δέν μπορεῖ νά ἐργασθεῖ. Γιατί ὡς νήπια οἱ ψυχές, οὔτε πόλεις μποροῦν νά κτίζουν οὔτε χωράφια νά σπέρνουν καί νά φυτεύουν, οὔτε κάποια ἄλλη ἐργασία ἀπ’ αὐτές πού κάνουν οἱ μεγάλοι δέν μποροῦν νά κάνουν. Ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι καί οἱ ψυχές πού μετέχουν στή Θεία Χάρη. Κατατρυφοῦν μέσα στή γλυκύτητα καί τήν ἀνάπαυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδή ἐξαιτίας τῆς νηπιακῆς τους κατάστασης δέν ἐπέτρεψε ποτέ ὁ ἀγαθός Θεός νά δοκιμασθοῦν ἀπό πονηρά πνεύματα, οὔτε νά πέσουν σέ διάφορους πειρασμούς καί θλίψεις, μέ τίς ὁποῖες φανερώνεται ἡ ὑπομονή. Αὐτές οἱ ψυχές παραμένουν ἀκόμα νήπιες καί δέν εἶναι κατάλληλες γιά τή Βασιλεία, ὅπως εἶπε καί ὁ Ἀπόστολος: «Ἄν ὅμως δέν δοκιμάσατε τήν παιδεία, πού ἔχουν ὅλοι δεχθεῖ, τότε εἴσαστε νόθα παιδιά καί ὄχι γνήσια» (Ἑβρ. 12, 8).

Ὥστε, οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί ὠφελοῦν τόν ἄνθρωπο καί κάνουν τήν ψυχή ἄξια καί σταθερή, ἄν βέβαια αὐτή ὑπομένει ὅσα τή βρίσκουν γενναία, πρόθυμα, μέ ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα στόν Θεό καί ἄν περιμένει μέ βεβαῖα πίστη τή λύτρωση πού χαρίζει ὁ Κύριος καί τό δικό Του ἔλεος. Εἶναι ἀδύνατον νά χάσει ἡ ψυχή πού ζεῖ μέ αὐτό τόν τρόπο τήν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά μή λυτρωθεῖ ἀπό τήν ἐμπάθεια καί τήν κακία. Ἀντίθετα, θά ἀξιωθεῖ νά ἀναδειχθεῖ πράγματι ὡς πιστή, ἄν κρατήσει μέ ὑπομονή καί ὡς τό τέλος τήν ἐλπίδα της στόν Κύριο.

Συμβαίνει μέ τίς ψυχές πού βρίσκονται σέ θλίψεις, ὅ,τι ἀκριβῶς ἔγινε καί μέ τούς ἁγίους Μάρτυρες. Αὐτοί ὑπέμειναν δημόσια πολλά βασανιστήρια καί ἔφθασαν μέχρι τό θάνατο -ἐξαιτίας τῆς πίστης τους στόν Κύριο- καί παρέμειναν σταθεροί στήν καλή ὁμολογία. Τελικά, ἀναδείχθηκαν δόκιμοι καί ἀξιώθηκαν νά λάβουν τά στεφάνια τῆς δικαιοσύνης. Σέ ὅσους μάλιστα ὑπέφεραν περισσότερα καί φοβερότερα βασανιστήρια, χαρίσθηκε περισσότερη δόξα καί παρρησία πρός τόν Θεό. Ὅσοι ὅμως ἔδειξαν ἀπιστία -ἐπειδή φοβήθηκαν τίς θλίψεις καί τά μαστίγια- καί δέν ἔμειναν σταθεροί ὡς τό τέλος, κατέληξαν νά μήν ἔχουν πρόσωπο νά δοῦν κανέναν. Ἔτσι καταδικάσθηκαν νά ζήσουν μέσα στή ντροπή καί σ’ αὐτή τή ζωή, ἀλλά ἔτσι θά βρεθοῦν καί κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς ψυχές, οἱ ὁποῖες παραδίδονται στίς θλίψεις. Δοκιμάζονται ἀπό τά πονηρά πνεύματα καί βασανίζονται μέ χίλιους δυό τρόπους μυστικά μέσα τους μέ διάφορες θλίψεις ἤ μέ πονηρούς λογισμούς ἤ ἀκόμα καί μέ ἀρρώστιες τοῦ σώματος. Ἄν αὐτές οἱ ψυχές ὑπομείνουν μέ γενναιότητα καί κρατήσουν τήν ἐλπίδα τους στόν Κύριο, περιμένοντας ἀπό Ἐκεῖνον τή λύτρωση, θά ἀξιωθοῦν νά λάβουν στεφάνια δικαιοσύνης. Θά ἀξιωθοῦν δηλαδή, ὄχι μόνο νά λυτρωθοῦν ἀπό τίς θλίψεις, ἀλλά καί πολύ περισσότερο, αὐτές θά βροῦν ἐνώπιόν του Θεοῦ τήν ἴδια παρρησία μέ τούς ἅγιους Μάρτυρες! Ἐπειδή, τό ἴδιο μαρτύριο τῶν θλίψεων πού οἱ Μάρτυρες ὑπέφεραν μέ τό σταυρό καί τά ἄλλα βάσανα, τό ὑπομένουν καί αὐτές οἱ ψυχές ἀπό τά πονηρά πνεύματα, τά ὁποῖα ἐνεργοῦν διά μέσου των θλίψεων. Καί ὅσες περισσότερες θλίψεις καί ἐπιθέσεις τοῦ Πονηροῦ ὑπομένουν κρατώντας τήν ἐλπίδα, τόσο περισσότερη δόξα ἀποχτοῦν μπροστά στόν Θεό. Καί ἐδῶ θά λυτρωθοῦν, σύμφωνα μέ τήν προσδοκία τους καί ἐκεῖ θά ἀξιωθοῦν νά ἀπολαύσουν τή χαρά καί τήν ἀνάπαυση πού χαρίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσες ὅμως ψυχές ὑποχωρήσουν ἀπό δειλία καί φόβο καί δέν ὑπομείνουν τίς θλίψεις, ἀλλά πέσουν σέ ἀμέλεια, ἀνυπομονησία καί ἀπελπισία καί ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ξεχνώντας τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, πῶς εἶναι δυνατόν -ἀφοῦ ἀποδείχθηκαν ἀνάξιες- νά λάβουν τή δωρεά τῆς αἰώνιας ζωῆς;

Γιατί κάθε ψυχή χρωστᾶ, γιά χάρη τοῦ Κυρίου πού πέθανε γιά μᾶς, νά μακροθυμεῖ καί νά ὑπομένει μέχρι θανάτου, κρατώντας ἄσβεστη τήν ἐλπίδα της στό ἔλεός Του καί ἔτσι θά γίνει ἄξια της αἰώνιας ζωῆς.

Ὅσοι θέλουν νά ξεφύγουν ἀπό τήν αἰώνια γέεννα, πού περιμένει τούς ἁμαρτωλούς, καί ἐπιθυμοῦν νά ζήσουν αἰώνια, προσπαθοῦν νά ὑπομένουν πάντοτε τίς θλίψεις καί τίς ταλαιπωρίες αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἐκεῖνες πού προκαλεῖ ὁ Πονηρός μέ τούς πειρασμούς. Καί ἄν ὑπομείνουν ὡς τό τέλος, περιμένοντας μέ πίστη τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, θά λυτρωθοῦν μέ τή βοήθεια τῆς Θείας Χάρης. Αὐτοί θά ἀξιωθοῦν νά κοινωνήσουν, μέ τή Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καί θά ξεφύγουν τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ἀπό τή γέεννα, κληρονομώντας τήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Κυρίου.

Τέτοιος ὅρισε ὁ Κύριος νά εἶναι ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στή ζωή, στενός καί γεμάτος θλίψεις (Ματθ. 7, 14). Καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού τόν βαδίζουν.

Ἐπειδή λοιπόν μᾶς χαρίσθηκε τέτοια ἐλπίδα καί ἐπειδή ὁ ἀψευδής Θεός μᾶς ἔδωσε τέτοιες ὑποσχέσεις, ἅς ὑπομείνουμε μέ γενναιότητα κάθε ἐπίθεση καί θλίψη τοῦ Πονηροῦ, γιά χάρη τῆς ἐλπίδας πού βρίσκεται ἀποθησαυρισμένη γιά μᾶς στούς οὐρανούς (Κόλ. 1, 5).

Ὅσες θλίψεις καί ἄν ὑπομείνουμε γιά τόν Κύριο, τί ἀξία ἔχουν μπροστά στή μέλλουσα αἰώνια ζωή πού μᾶς ὑποσχέθηκε ἤ μπροστά στήν παρηγοριά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔρχεται ἀπό ψηλά στίς ψυχές ἐκεῖνες πού ὑπομένουν, ἤ ἀκόμα μπροστά στή λύτρωσή μας ἀπό τό σκοτάδι τῆς κακίας καί ἀπό τά πολλά χρέη ποῦ μᾶς φόρτωσαν οἱ ἁμαρτίες μας; Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὅταν κρινόμαστε ἀπό τόν Κύριο, παιδαγωγούμαστε, γιά νά μήν καταδικασθοῦμε μαζί μέ τόν κόσμο» (Ἅ’ Κορ. 11, 32). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει: «Τά παθήματα τοῦ παρόντος καιροῦ δέν ἔχουν καμιά ἀξία, ἄν συγκριθοῦν μέ τή δόξα πού πρόκειται νά μᾶς ἀποκαλυφθεῖ» (Ρωμ. 8, 18).

Ἅς μοιάσουμε στούς γενναίους στρατιῶτες πού πρόθυμα πεθαίνουν γιά τόν βασιλιά τους. Γιατί, ὅταν ζούσαμε τή ζωή τοῦ κόσμου καί ἀσχολούμασταν μέ βιοτικές ὑποθέσεις, δέν ὑποφέραμε τέτοιου εἴδους παθήματα, οὔτε δοκιμάζαμε παρόμοιες θλίψεις. Τώρα ὅμως, πού θελήσαμε νά ἀλλάξουμε τρόπο ζωῆς καί νά εὐαρεστήσουμε στόν Κύριο, ὀρθώνονται ἀπό τόν Πονηρό ἐναντίον μας, τόσες καί τόσο σκληρές ἐπιθέσεις, πειρασμοί καί θλίψεις.

Βλέπεις ὅτι αὐτά τά ὑποφέρουμε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου; Βλέπεις ὅτι πάσχουμε ἐπειδή μᾶς φθονεῖ ὁ Πονηρός καί προσπαθεῖ νά μᾶς βγάλει ἀπό τό δρόμο τῆς ζωῆς καί νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἀδιαφορία καί ἀμέλεια, ὥστε νά μήν εὐαρεστήσουμε στόν Θεό καί ἔτσι νά χάσουμε τή σωτηρία μας; Ὅσο λοιπόν ὁ Πονηρός ἐπιτίθεται ἐναντίον μας, τόσο περισσότερο πρέπει καί ἐμεῖς νά ὑπομένουμε μέ ἀνδρεία, γενναιότητα καί προθυμία· τόσο περισσότερο θά πρέπει, μέ τήν προσευχή καί τήν ὑπομονή, νά ξεπερνοῦμε τό θάνατο, γιά χάρη τῆς ἐλπίδας μας στόν Χριστό. Καί ὅταν ἔτσι ἀντιστεκόμαστε, ὅλες οἱ δαιμονικές πανουργίες διαλύονται. Γιατί ἐμεῖς ἔχουμε ὑπερασπιστή καί ὑπέρμαχο τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος, καί σ’ ἐμᾶς πού θλιβόμαστε καί ἔχουμε ἐναποθέσει τίς ἐλπίδες μᾶς σ’ Ἐκεῖνον, χαρίζει ὑπομονή, ἀλλά καί τούς δαίμονες ντροπιάζει. Ἐπιπλέον, ἐμεῖς παίρνουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Κυρίου, τά βραβεῖα γιά τούς κόπους μας, δηλαδή τήν Οὐράνια Βασιλεία.

Ἅς γίνουμε, ἀδερφοί μου, σάν τά ἀμόνια, ὥστε, ὅταν μᾶς χτυποῦν, νά μήν ὑποχωροῦμε οὔτε νά ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας νά σημαδεύεται ἀπό τήν ἀδιαφορία, τήν ἀμέλεια καί τήν ἀκηδία, πού ἐπιφέρουν αὐτές οἱ μάστιγες καί οἱ πειρασμοί. Ὅταν μᾶς δέρνουν, ἅς νικήσουμε τόν ἀντίπαλο μέ τήν ὑπομονή. Γιατί καί ὁ Κύριός μας ἔτσι διάβηκε αὐτό τόν ἀγώνα. Τόν μαστίγωσαν, Τόν ὀνείδισαν, Τόν ἔδιωξαν, Τόν περιέπαιξαν, Τόν ἔφτυσαν. Τιμωρήθηκε ἀπό τούς ἀνόμους μέ τόν χειρότερο καί τόν πιό ἀτιμωτικό σταυρικό θάνατο. Ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινε γιά τή δική μας σωτηρία, ἀφήνοντας σ’ ἐμᾶς ὑπόδειγμα ζωῆς (Ἅ’ Πέτρ. 2, 21). Ὁ Κύριος ἄφησε παράδειγμα γιά νά Τόν μιμηθοῦν ἐκεῖνοι πού πιστεύουν σ’ Αὐτόν ἀληθινά καί πού θέλουν νά γίνουν συγκληρονόμοι Του στόν ἴδιο δρόμο τῆς θλίψης, τοῦ πειρασμοῦ καί τοῦ θανάτου, ὥστε νά πορευθοῦν καί αὐτοί, ὑπομένοντας πολλά παθήματα, τήν ὁδό πού καί ὁ Ἴδιος πορεύθηκε. Τήν ὁδό πού Τόν ὁδήγησε στόν σταυρικό θάνατο. Στό θάνατο πού τελικά θανάτωσε τό θάνατο καί καταδίκασε τήν ἁμαρτία πάνω στό Κυριάκο Σῶμα (Ρωμ. 8, 3), καταργώντας ἔτσι τίς δυνάμεις τοῦ Ἐχθροῦ, καθώς λέει καί ὁ Ἀπόστολος: «Ὁ Κύριος ἀπογύμνωσε τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες πάνω στό Σταυρό καί τίς διαπόμπευσε, σέρνοντας τές νικημένες στό θρίαμβο τοῦ Σταύρου» (Κόλ. 2, 15).

Καί ἐμεῖς λοιπόν, ἄν ὑπομείνουμε κάθε ἐπίθεση καί θλίψη -πού πάντα προέρχεται ἀπό τόν Πονηρό- μέ γενναιότητα καί προθυμία καί φθάσουμε ὡς τό θάνατο, θά νικήσουμε τόν ἀντίπαλο μέ ὅπλο τήν πίστη, τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα στόν Κύριο. Καί ἔτσι, ἀφοῦ ἀποδειχθοῦμε χωρητικά σκεύη τοῦ Πνεύματος, θά ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε τήν ἀπολύτρωση καί τή Χάρη ἀπό αὐτή τή ζωή. Ἐπιπλέον, θά γίνουμε μέτοχοι καί κληρονόμοι τῆς αἰώνιας καί ἀτελεύτητης ζωῆς. Γιατί, στόν πνευματικό ἀγώνα, ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ Ἐχθροῦ κατορθώνεται μέ πολλά παθήματα καί μέ θάνατο. Πάσχοντας δηλαδή καί πεθαίνοντας γιά τόν Κύριο μέ προθυμία, θά νικήσουμε τελικά τόν Ἐχθρό. Γι’ αὐτό νά θεωρεῖτε κάθε θλίψη καί κάθε πειρασμό ὄχι ὀδυνηρό καί σκληρό, ἀλλά ἁπλό καί εὔκολο. Νά ὑπομένετε κάθε ἐπίθεση τοῦ Ἐχθροῦ, ἔχοντας πάντα μπροστά στά μάτια σας καί ποθώντας τό θάνατο πού ὁ Κύριος ὑπέμεινε. Νά σηκώνετε κάθε μέρα τό σταυρό σᾶς (Λουκ. 9, 23), ὅπως Ἐκεῖνος μᾶς δίδαξε, δηλαδή νά ἀποδεχόσαστε τίς θλίψεις, τούς πειρασμούς καί τό θάνατο.

Ἅς Τόν ἀκολουθήσουμε λοιπόν. Ἔτσι εὔκολα θά ὑπομένουμε κάθε θλίψη εἴτε ἐσωτερική εἴτε ἐξωτερική. Γιατί, ἄν προσμένουμε τό θάνατο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί τόν ἔχουμε πάντοτε μπροστά στά μάτια μᾶς ποθώντας Τόν, θά μπορέσουμε ἀσφαλῶς πολύ περισσότερο νά ὑπομένουμε χαρούμενα, ἄνετα καί εὔκολα, ὁποιεσδήποτε βαριές καί ἀβάσταχτες θλίψεις μᾶς βρίσκουν.

Ὁ λόγος πού μᾶς κάνει νά θεωροῦμε βαριές καί ἀβάσταχτες τίς θλίψεις καί πού αἰσθανόμαστε ἀδύνατοι γιά νά τίς ὑπομείνουμε, εἶναι το ὅτι δέν ἔχουμε συνεχῶς μπροστά στά μάτια μας καί δέν ποθοῦμε νά ὑποστοῦμε καί ἐμεῖς τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά γίνει κληρονόμος τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἐπιθυμεῖ νά ὑποστεῖ καί τοῦ Χριστοῦ τά παθήματα. Ἐκεῖνοι λοιπόν πού ἀγαποῦν τόν Χριστό, ἀπό αὐτό ἀκριβῶς ξεχωρίζουν ἀπό ὅλους τους ἄλλους. Ἀπό τό ὅτι δηλαδή ὑπομένουν γενναία καί πρόθυμα -ἐλπίζοντας ἀδιάλειπτα στόν Χριστό- κάθε θλίψη καί πειρασμό πού τούς βρίσκει.

Ἅς παρακαλέσουμε λοιπόν τόν Κύριο νά μᾶς δώσει σοφία, γιά νά γνωρίσουμε τό θέλημά Του καί νά τό ἐκτελοῦμε πρόθυμα, μέ πολλή ὑπομονή, μακροθυμία καί χαρά. Αὐτές τίς δωρεές, ἄν θελήσουμε, Ἐκεῖνος θά μᾶς τίς χαρίσει καί θά μᾶς ἐνισχύσει σέ κάθε προσπάθεια πού κάναμε γιά νά εὐαρεστήσουμε στόν Θεό. Ἔτσι θά ἀποδειχθοῦμε δοκιμασμένοι καί ἄξιοι, γιά νά δεχθοῦμε τήν αἰώνια σωτηρία, ἐκείνη πού χαρίζει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ ἐξουσία καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἄραγε οἱ ράθυμοι, οἱ ὀκνηροί καί οἱ ἀδιάφοροι γιά ποιό πράγμα θά ἔχουν νά καυχηθοῦν; Γιά τήν ἀδιαφορία, γιά τή ραθυμία ἤ γιά τήν ἀπώλειά τους; Ἀλίμονο, ἀδελφοί μου, σ’ αὐτούς πού εἶναι ράθυμοι.

Ἐλᾶτε λοιπόν, ἅς ἀγωνισθοῦμε πρόθυμα. Ἐλᾶτε, ἅς προσπέσουμε σ’ Αὐτόν. Ἅς πενθήσουμε, ἅς κλαύσουμε ἐνώπιόν Του. Ἐκεῖνος μόνο μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει τό φωτισμό τῆς ψυχῆς. Κατανοῆστε, ἐπιτέλους, τίς πανουργίες τοῦ Ἐχθροῦ μας, τοῦ μισόκαλου καί ἀντίπαλου. Γιατί αὐτός εἶναι πού ρίχνει στό δρόμο μᾶς τίς παγίδες, δηλαδή τά σκάνδαλα, τό πάθος τῆς πολυκτημοσύνης, τήν ἐπιθυμία τῆς κοσμικῆς ζωῆς, τή σαρκική ἡδονή. Αὐτός μας κάνει νά ξεχνᾶμε πόσο μικρή εἶναι αὐτή ἡ ζωή. Αὐτός μας ἐμπνέει τή δειλία στήν ἄσκηση, τήν ὀκνηρία στίς προσευχές, τόν ὕπνο τήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας καί τήν ἀγάπη στή σωματική ἀνάπαυση.

Ὅσο ὁ διάβολος κάνει καλύτερα τή δουλειά του, τόσο ἐμεῖς ἀμελοῦμε καί ραθυμοῦμε. Γι’ αὐτό θά πρέπει καί ἐμεῖς νά τόν καταφρονοῦμε, μέ τή σκέψη ὅτι οἱ ἡμέρες μᾶς εἶναι λίγες. Νά, ἔφθασε ὁ καιρός πού ὁ Κύριος θά ἔλθει μέσα στή μεγαλοπρέπεια τῆς ὡραιότητάς Του, μέ τή συνοδεία τῶν Ἀγγελικῶν δυνάμεων τῆς Βασιλείας Του. Θά ἔλθει γιά νά ἀνταποδώσει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τοῦ (Ματθ. 16, 27).

Φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου, μήπως ἐκπληρωθεῖ σ’ ἐμᾶς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού λέει: «Θά ἔρθουν ἄνθρωποι ἀπό Ἀνατολή καί Δύση, ἀπό τό Βορρᾶ καί ἀπό τή Θάλασσα καί θά καθίσουν στό τραπέζι, στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μαζί μέ τόν Ἀβραάμ καί τόν Ἰσαάκ, ἐνῶ ἐσεῖς θά μείνετε ἔξω» (Ματθ. 8, 11-12 – Λουκ. 13, 28-29).

Σέ παρακαλῶ, Χριστέ μου, Ἐσύ πού εἶσαι τό Φῶς τό Ἀληθινό, ὁ Υἱός τοῦ Εὐλογητοῦ Πατέρα, σφραγίδα καί ἀπαύγασμα τῆς δόξας Του, Ἐσύ πού κάθεσαι στά δεξιά της μεγαλωσύνης Τοῦ (Ἑβρ. 1, 3), Ἀκατάληπτε Υἱέ, Ἀνεξιχνίαστε Χριστέ καί Ἀνεξερεύνητε Θεέ, καύχημα καί χαρά γιά ὅσους Σέ ἀγαποῦν, Χριστέ μου, ἡ ζωή μου, πάρε μέ τόν ἁμαρτωλό στή Βασιλεία Σου.

Μή μοῦ ἀνταποδώσεις σύμφωνα μέ τά ἔργα μου. Ἅς μέ λυτρώσει ἡ Χάρη Σου, ἅς μέ λυπηθεῖ ἡ εὐσπλαχνία Σου καί ἅς μέ ἐλεήσει ἡ φιλανθρωπία Σου. Γιατί Ἐσύ εἶσαι εὐλογημένος καί χιλιοδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο  «Ἀλγηδῶν ἡ ἁγιότοκος: Ἡ Ὑπομονή καί ἡ Εὐχαριστία κατά τούς Πατέρες», Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» 2010, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα)