«Ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ: Ραββί,  σὺ εἰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἰ ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ»

ΜΗΝΙΑΤΗςὍταν ἐγὼ μὲ εὐλαβικὴν θεωρία στοχάζομαι τὴν ἀρχήν, τὴν αὔξηση, τὴν στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου μας πίστεως, διακρίνω μυστήρια, εὑρίσκω θαύματα, ἀφ’ ἑνὸς τόσον πολλά, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νὰ τὰ περιγράψω μὲ τὸν λόγον, καὶ ἀφ’ ἑτέρου τόσον ὑψηλά, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νὰ φθάσω ἐκεῖ μὲ τὴν διάνοιαν. Ὅθεν, ὅλος ἐκστατικὸς ἀπὸ τὸ θάμβος καὶ τὴν χαράν, τoν μὲν ὕψιστον Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε τοιαύτην πίστην, δοξάζω ἀναφωνώντας μὲ τoν Δαβίδ: «Μέγας ὁ Κύριος ἠμῶν καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, καὶ τῆς συνέσεως αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀριθμός». Τoν δὲ ὀρθόδοξον λαόν, ὁ ὁποῖος ἐπαγγέλλεται τοιαύτην πίστην, μακαρίζω λέγοντας: «Μακάριος ὁ λαός, οὐ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ». Μολονότι ὁ περὶ Ὀρθοδόξου πίστεως ὑψηλότατος λόγος, γιὰ νὰ γίνη κτῆμα τῶν καρδιῶν τῶν ἀκροατῶν μὲ ὅλην τὴν ἀήττητο δύναμη τὴν ὁποίαν διαθέτει, ἔπρεπε νὰ κηρυχθῆ ἀπὸ τὸ στόμα ἢ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἢ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς θεοπνεύστους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν τὰ ἐκλεκτὰ ἐκεῖνα ὄργανα τὰ ὁποῖα ἐξ ἀρχῆς μετεχειρίσθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, προκειμένου νὰ ἐνηχήση σὲ ὅλην τὴν γῆ τὸν εὔσημον ἦχο τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας. Παρ’ ὅλα ταῦτα τολμῶ καὶ ἐγὼ νὰ ἀναβῶ σήμερα ἐπάνω σε αὐτὸν τoν ἱερὸν ἄμβωνα μὲ σκοπὸν νὰ κηρύξω,  ὅπως ἠμπορῶ, τὴν δόξαν καὶ τὸ μεγαλεῖον της Ὀρθοδοξίας.

Κατὰ τὴν σεβασμίαν αὐτὴν καὶ κυριώνυμον ἡμέραν, ποὺ εἶναι ἡμέρα πανηγύρεως ἐξ αἰτίας τῆς νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῶν ἀντιπάλων αἱρετικῶν, μὲ παρακινεῖ ἡ ὁμολογία τοῦ ἀδόλου Ἰσραηλίτου Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει «ὃν ἔγραψεν Μωυσῆς ἐν τῷ Νόμω καὶ οἱ Προφῆται» καὶ ὁμολογεῖ λέγοντας προς  τὸν Θεάνθρωπον Κύριον: «Ραββί, σὺ εἰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἰ ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τί εἶναι χαριέστερον, τί εἶναι ὀφελιμώτερον ἀπὸ τoν περὶ Ὀρθοδοξίας λόγον, ὅταν αὐτὸς κηρύττεται ἀπὸ Ὀρθόδοξον διδάσκαλον πρὸς Ὀρθοδόξους ἀκροατᾶς; Γιὰ νὰ ριζώνεται βαθύτερά το θεοφυτὸν δένδρον τῆς πίστεως στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν, γιὰ νὰ ποτίζεται μὲ τὰ καθαρὰ ὕδατα τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας, καὶ νὰ βλαστάνη περισσότερον ἀφθάρτους καρποὺς αἰωνίου ζωῆς;

Πνεῦμα Πανάγιον, ποὺ εἶσαι πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, χάρισε σήμερα φῶς γνώσεως στὸν νοῦ μου, ὥστε νὰ καταλάβω ἐγὼ πρῶτα, καὶ δύναμιν λόγων στὰ χείλη μου γιὰ νὰ ἐξηγήσω καὶ σὲ ἄλλους, τὰ μεγαλεῖα των θαυμασίων σου, τὰ ὁποῖα ἔδειξες στὴν Ὀρθόδοξον πίστην των χριστιανῶν. Ναί, Παράκλητε ἀγαθέ! Τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, χωρὶς τὸ ὁποῖον γλώσσα ἀνθρώπων δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεολογήση, δίδαξε τὴν ἰδικήν μου γιὰ νὰ κηρύξη πῶς ἤρχισε, πῶς ηὐξήθη, πῶς ἐστερεώθη ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ὑψηλότερον, τὸ θαυμασιώτερον, τὸ θειότερον ἔργον τῆς Θείας σου σοφίας καὶ δυνάμεως. Μὲ αὐτὴν τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἐγὼ παρακαλῶ, θὰ καταλάβετε κι ἐσεῖς, πὼς μόνον Θεοῦ εὔρημα καὶ κατόρθωμα εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Γιὰ τοῦτο αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ διδασκαλία γιὰ νὰ πιστεύσωμε, ἡ μόνη ἀληθινὴ ὁδὸς γιὰ νὰ σωθοῦμε.

                               Μέρος Α.

Ὅποιος στοχασθῆ τοῦτον τὸν κόσμον τῆς φύσεως, τὸ σύστημα δηλαδὴ τοῦ παντός, τoν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ ὅσα εἶναι ἐπουράνια καὶ ἐπίγεια, καὶ μέσα  τοὺς ἀντικρύση τόσα θαυμάσια, ἀναγκάζεται νὰ ὁμολογήση πὼς ὅλα αὐτὰ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ κάμη ἄλλος, παρὰ ἕνας Θεός, καὶ τοῦτο γιὰ τρεῖς λόγους. Πρώτον γιὰ τὴν παράδοξον ἀρχήν. Γιὰ τὸ ὅτι ἔγιναν ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι, ἀπὸ τὸ μηδέν, χωρὶς νὰ προϋπάρχη κάποια ὕλη. Δεύτερον γιὰ τὸ ἄπειρον πλῆθος. Πῶς λάμπουν τόσοι ἀστέρες στὸν οὐρανόν, πολλαπλασιάζονται τόσα γένη πτηνῶν στoν ἀέρα, τόσα γένη φυτῶν καὶ ζώων στὴν γῆ, καὶ κητῶν μέσα στὴν θάλασσα. Τρίτον γιὰ τὴν στερεὰν διαμονήν τους. Πῶς ὅλα διατηροῦνται καὶ διαφυλάσσονται, ἄλλα μὲ μίαν ἀδιάκοπον διαδοχήν, μὲ μίαν ἀπαράλλακτον κίνησιν, στερεωμένα ὅλα σὲ μίαν ἀσάλευτον τάξιν. Αὐτὰ δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ κάμη ἄλλος, παρὰ ἕνας Θεός. Ὅθεν ὁ Προφήτης θαυμάζοντας ἐκφωνεῖ: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε! Πάντα ἐν σοφία ἐποίησας!». Πράγματα τόσο μεγάλα, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ κάμη ἄλλος, παρὰ ἕνας Θεὸς πάνσοφος. Πράγματα τόσον χρήσιμα δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ κάμη ἄλλος, παρὰ ἕνας Θεὸς πανάγαθος. Ὁμοίως, ὅποιος στοχασθῆ τoν κόσμον τῆς χάριτος, τὸ σύστημα δηλαδὴ τῶν Ὀρθοδόξων, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν Πίστην των Χριστιανῶν, καὶ εὔρη ἐδῶ τόσον ὕψος Θεολογίας, τόσον βάθος μυστηρίων, τόσον φῶς θείων ἀποκαλύψεων, τόσην ἀλήθεια στὴν διδασκαλία, τόσην ἁγιότητα στoν νόμο, τόσα κατορθώματα τῶν Ἀποστόλων, τόσα ἀνδραγαθήματα τῶν Μαρτύρων, τόσα θαύματα τῶν Ἁγίων, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν ὁμολογήση πὼς αὐτὰ ὅλα δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ κάνει ἄλλος παρὰ ἕνας Θεός. Καὶ τοῦτο διὰ τρεῖς λόγους. Πρώτον γιὰ τὴν ἀρχήν, πῶς δηλαδὴ ἤρχισε. Δεύτερον γιὰ τὴν αὔξηση, πῶς δηλαδὴ ηὐξήθη. Καὶ τρίτον γιὰ τὴν στερέωση, πῶς ἐστερεώθη μία τέτοια Ὀρθόδοξος πίστις. Καὶ ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ πρώτον:

Πρὶν πλασθῆ τοῦτος ὁ κόσμος τῆς φύσεως, δηλαδὴ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, τί ὑπῆρχε; Χάος, ἄβυσσος, τίποτα. Καὶ λοιπὸν ἀπὸ τὸ χάος, ἀπὸ τὴν ἄβυσσον, ἀπὸ τὸ τίποτε, δὲν ἠμποροῦσε νὰ βγάλη ἄλλος τοῦτο τὸ μέγα θέατρον τῶν θαυμάτων, παρὰ ἡ παντοδύναμος δεξιά του Ὑψίστου. Καὶ πρὶν νὰ κτισθῆ ὁ κόσμος τῆς χάριτος, ἡ Ἐκκλησία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, πρὶν ἀρχίση ἡ πίστις καὶ ἡ Ὀρθοδοξία τί ὑπῆρχε; Χάος ἀσεβείας, ἄβυσσος ἀπωλείας, τίποτε ἀπὸ δικαιοσύνην καὶ ἁγιότητα. Ἂν ἑξαιρέσετε ἕνα πολὺ μικρὸν μέρος τῆς γῆς, τὴν Ἰουδαίαν, ὅπου προσκυνεῖτο ὁ ἀληθινὸς Θεός, μολονότι καὶ ἐκεῖνον τὸ μέρος ἦταν πολὺ μολυσμένον ἀπὸ τὰ γειτονικὰ ἔθνη, ὁ κόσμος ὅλος ἦταν γεμάτος ἀπὸ εἰδωλολάτρες καὶ εἴδωλα. Ἡ Αἴγυπτος, ἡ Ἑλλάς, ἡ Ρώμη, ποὺ ἤσαν τὰ εὐγενέστερα μέρη τοῦ κόσμου. Βασιλεῖς καὶ λαός, σοφοὶ καὶ ἀγράμματοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, γέροντες καὶ παιδιά, ἠρνήθησαν τὸν Κτίστη καὶ προσκύνησαν τὰ κτίσματα, ἄλλος τὸν ἥλιον, ἄλλος τὴν σελήνην, ἄλλος τὰ ἄστρα, ἄλλος ζῶα, ἄλλος φυτά, καθένας ἐλάτρευε ὅ,τι ἤθελε, καὶ μάλιστα ἐθεοποιοῦσε τὸ πάθος του. Καὶ ἐπειδὴ ἡ πίστις εἶναι ὁ πρῶτος κανόνας τῆς ζωῆς, σκεφθῆτε πῶς ἐζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι. Ποῖος ἐφοβεῖτο νὰ φονεύση; Ποῖος ἐντρέπετο νὰ πορνεύση ἢ νὰ μοιχεύση; Ἀφοῦ ἐπροσκυνοῦντο θεοὶ αἱμοβόροι σὰν τὸν Ἄρη καὶ τὸν Ἡρακλῆ; Θεοὶ πόρνοι καὶ μοιχοὶ σὰν τὸν Αἴα καὶ τὴν Ἀφροδίτην; Ποῖος νὰ κάμη τὸ καλόν, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ἐλπὶς Παραδείσου; Ποῖος νὰ ἀποφύγη τὸ κακόν, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε φόβος κολάσεως; Ποία ἤθη θὰ ἐπικρατοῦσαν μεταξύ των ἀνθρώπων, ἀφοῦ δὲν ἐγνώριζαν τὸν Θεόν, καὶ ἂν τὸν ἐγνώριζαν δὲν τὸν ἤθελαν; Τὸ κακὸν ἦταν καθολικὸν καὶ παμπάλαιον, κατήντησε νὰ γίνη φύσις. Ἦταν πολὺ δυνατὰ στερεωμένος ὁ θρόνος τοῦ Ἑωσφόρου στὴν γῆ, πρὸς τὸν ὁποῖον ἤσαν ὁλοτελῶς ἀφωσιωμένοι καὶ ὑποδουλωμένοι οἱ ἄνθρωποι. Τότε ἦταν ἀληθῶς ποὺ «ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψε ἐπὶ  τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ἰδεῖν εἰ ἐστὶ συνιῶν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν. Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἐστὶ ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἐστὶ ἕως ἑνός».

Μετρῆστε τώρα μὲ τὸ νοῦν σᾶς τὸ βάθος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀπωλείας στὸ ὁποῖον ἦταν βυθισμένος ὁ κόσμος. Μετρῆστε καὶ τὸ ὕψος τῆς θεογνωσίας καὶ ἁγιότητος στὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ ἀνεβῆ μὲ τὴν πίστην του Χριστοῦ. Ἔμελλε νὰ παύση ἡ εἰδωλολατρία, ποὺ ἦταν τόσο βαθειὰ ριζωμένη στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ πιστευθῆ ἕνας μόνον Θεός. Καὶ τοῦτο ὄχι ἁπλῶς, ἀλλὰ ὅτι αὐτὸς εἶναι Θεὸς στοὺς οὐρανοὺς μὲ μίαν φύσιν καὶ τρεῖς ὑποστάσεις, πλὴν καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς εἶναι ἕνας Θεός. Καὶ Θεὸς στὴν γῆ μὲ δύο φύσεις  καὶ μὲ μίαν ὑπόστασιν, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἀποθαμένος ἐπάνω σε ἕναν σταυρόν. Ἔμελλαν νὰ πέσουν ὅλοι οἱ ναοὶ τῶν εἰδώλων, ποὺ εἶχαν καλύψει ὅλην τὴν γῆν, καὶ νὰ κτισθῆ μία νέα ἐκκλησία, στὴν ὁποία, σὰν σὲ ποίμνη, νὰ συναχθοῦν ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀπολωλότα πρόβατα. Ἔμελλε νὰ κηρυχθῆ μία νέα διδασκαλία ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος μὲ τὴν φιλοσοφίαν τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία θὰ κάμη ἐπιγείους ἀγγέλους στὴν ἀρετὴν ἀνθρώπους, ποὺ ἤσαν ἐπίγειοι δαίμονες στὴν κακίαν. Ἔμελλε, μὲ ὀλίγα λόγια, ὁ κόσμος ποὺ ἐγήρασε στὴν ἁμαρτία, νὰ ἀνακαινισθῆ στὴν ἁγιότητα, νὰ γίνη ὄντως κόσμος ἄλλος, νὰ ἀλλάξη καὶ πίστη καὶ ζωήν.

Καὶ ἀληθῶς ἡ ἀλλαγὴ ἔγινε. Ἀλλὰ τέτοια παράδοξος ἀλλοίωσις ὁποίας δεξιᾶς ἠμποροῦσε νὰ εἶναι κατόρθωμα; Ὄχι βεβαίως ἄλλης παρὰ τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ Ὕψιστος Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ κανένα μέσον γιὰ νὰ κάμη ὅ,τι θέλει, ἠμποροῦσε νὰ κάμη ἕνα ἔργον τόσον θαυμαστὸν ἀπὸ τὸ μὴ oν.

Ποῖον τάχα ἀπὸ τὰ κτίσματα ἐφάνη ἐπὶ γῆς γιὰ νὰ κτίση τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ διδάξη τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Δὲν κατέβη ἀπὸ  τοὺς οὐρανοὺς ἕνας Ἄγγελος ἢ Ἀρχάγγελος γιὰ νὰ ἐκπλήξη τοὺς ἀνθρώπους μὲ μίαν ὑπερφυσικὴν δύναμιν ἐξαισίων θαυμάτων. Δὲν ἀνεδείχθη ἐδῶ στὴν γῆν ἕνας ἀνδρεῖος στρατιώτης, ἕνας σοφὸς ρήτορας ἢ ἕνας ἔνδοξος πλούσιος, γιὰ νὰ ἀναγκάση, καταπείση καὶ νὰ σύρη  τοὺς ἀνθρώπους σὲ μία νέαν πίστη, μὲ τὸν φόβο τῶν ἁρμάτων ἢ μὲ τὴν τέχνην τῆς εὐγλωτίας ἢ μὲ τὸ πλῆθος τῶν δωρεῶν. Ἐντελῶς ἀντιθέτως, λέγει ὁ μακάριος Παῦλος, γιὰ νὰ καταισχύνη ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου, ἐπέλεξε ἀνθρώπους ἀμαθεῖς. Γιὰ νὰ νικήση τὴν δύναμιν τοῦ κόσμου, ἐπέλεξε ἀνθρώπους ἀνίσχυρους. Γιὰ νὰ ταπεινώση τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ κόσμου ἐπέλεξε τὸ τίποτα.

Καὶ ποῖοι εἶναι αὐτοί; Ἄνθρωποι Ἰουδαῖοι, ποὺ σημαίνει τὸ ὄνειδος καὶ τὸ ἐξουθένημα τῶν ἐθνῶν. Ἁλιεῖς στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ σημαίνει ἀγράμματοι καὶ πτωχοί. Δώδεκα στὸν ἀριθμόν, πολὺ ὀλίγοι. Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ διάλεξε ὁ Θεὸς νὰ ὑπάγουν νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιον σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Μοῦ φαίνεται ὅτι τοὺς βλέπω νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ ὑπερῶον τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ ἐτοιμάζωνται νὰ ὑπάγουν ἄλλος σὲ ἕνα, ἄλλος σὲ ἄλλο μέρος τῆς οἰκουμένης. Σταθῆτε, σταθῆτε, ὢ ἄνδρες Γαλιλαῖοι, ἀναμείνατε ὀλίγον, σᾶς παρακαλῶ, γιὰ νὰ μοῦ εἰπῆτε: τί εἶναι τὸ ἔργον ποῦ ἐπιχειρεῖτε;

Ἐμεῖς, ἀποκρίνονται, εἴμεθα ἀπεσταλμένοι νὰ ὑπάγωμε ἄλλος στᾶς Ἀθήνας ποὺ εἶναι ἡ ἕδρα τῆς σοφίας τῆς γῆς, ἄλλος τοὺς Ἰνδοὺς καὶ ἄλλος στοὺς Σκύθες, σὲ ἔθνη ἄγρια καὶ βάρβαρα, ἕως τὰ ἔσχατά της οἰκουμένης, νὰ ἐξοστρακίσωμε κάθε ἄλλην θρησκεία, καὶ νὰ παρακινήσωμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν μίαν νέαν πίστιν, νὰ πιστεύσουν δηλαδὴ γιὰ Θεὸν ἕναν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη χωρὶς Πατέρα, ἀπὸ Μητέρα μόνον καὶ αὐτὴν Παρθένον. Ἄνθρωπον πτωχόν, ποὺ ἀπέθανε ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου ἐπάνω σε ἕναν σταυρόν, μεταξὺ δύο ληστῶν. Ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπέθανε, ἀνέστη, ἀνέβη στοὺς οὐρανούς, καὶ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μέλλει πάλι νὰ κατεβῆ, γιὰ νὰ κρίνη ὅλον το ἀνθρώπινον γένος. Πηγαίνουμε νὰ καταπείσωμε  τοὺς ἀνθρώπους, νὰ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὴν ἀγάπην καὶ πίστιν τούτου τοῦ Ἐσταυρωμένου, νὰ ἀρνηθοῦν τὸν κόσμον, τὴν πατρίδα, τοὺς γονεῖς, τὰ τέκνα, τὴν ἰδίαν τὴν ζωήν τους. Νὰ προτιμήσουν τὴν πτωχείαν καὶ τὴν καταφρόνησιν ἀπὸ ὅλους τους θησαυροὺς καὶ τὰ βασίλεια τῆς γῆς, τὴν σκληραγωγίαν ἀπὸ τὴν τρυφήν, καὶ νὰ ἀγαπῶνται μεταξύ τους τόσον ὥστε νὰ ἀγαποῦν καὶ  τοὺς ἰδίους τους ἐχθρούς, ἀνταλλάσσοντας τὶς ὕβρεις μὲ εὐχές, τὸ μίσος μὲ εὐεργεσίες. Πηγαίνουμε νὰ κηρύξωμε αὐτὴν τὴν νέαν διδασκαλίαν ὄχι σὲ ἀσήμαντους ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὲ Στρατάρχες καὶ Βασιλεῖς, σὲ ρήτορες καὶ φιλοσόφους, καὶ θέλουμε νὰ ρίψουν ἐκεῖνοι τὰ σκῆπτρα καὶ τὰ διαδήματα καὶ νὰ πιάσουν τὸν σταυρόν, αὐτοὶ δὲ νὰ ὑποτάξουν τὸν νοῦν καὶ τὴν θέληση στὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Πηγαίνουμε νὰ φέρωμε τὸν κόσμο σὲ ἄλλη πίστη καὶ ἄλλη ζωή. Νὰ κάνωμε τὸν εἰδωλολάτρη κόσμον Χριστιανόν, τὸν ἀσεβῆ κόσμον ἅγιον.

Πράγματι, ἐσεῖς ἀναλαμβάνετε μίαν μεγάλην καὶ δύσκολον ἀποστολήν, ἀλλά, καλά, ποῦ εἶναι τὰ στρατεύματά σας; Εἴμεθα μόνον δώδεκα. Καὶ ποῦ εἶναι τὰ ὅπλα σας; Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἔστειλε μᾶς παρήγγειλε νὰ μὴν πάρωμε μαζί μας οὔτε ράβδον. Ἔχετε λοιπὸν στὸν νοῦν σας νὰ φέρετε τοὺς ἀνθρώπους στὴν γνώμην σας μὲ τὸ πλῆθος τῶν χρημάτων; Ὄχι, εἴμεθα τόσον πτωχοὶ ὥστε καὶ ἐκεῖνα τὰ ὀλίγα ὑπάρχοντα ποὺ εἴχαμε, τὰ ἀφήσαμε ὅλα. Ἀλλὰ ἔχετε τουλάχιστον τὴν δύναμιν τοῦ λόγου; Εἶσθε εὔγλωτοι ρήτορες γιὰ νὰ πείσετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν δόγματα τόσον παράδοξα, ἀντίθετα ἀπὸ κάθε φυσικὴν λογικήν; Οὔτε αὐτὸ διαθέτουμε. Ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε τί εἶναι ἡ σοφία τοῦ κόσμου καὶ δὲν μιλοῦμε ἄλλην γλώσσα παρὰ τοῦ τόπου μας. Τότε μὲ τί ἐλπίζετε νὰ στρέψετε σ’ αὐτὴν τὴν πίστη ποῦ διδάσκετε ἕναν κόσμον ὁλόκληρο; Ἐμεῖς δὲν ὑπολογίζουμε σὲ καμμίαν ἀνθρωπίνην δύναμη, παρὰ στὴν δύναμη τοῦ διδασκάλου ποὺ μᾶς ἔστειλε, καὶ ἐλπίζουμε νὰ τὰ κατορθώσωμε ὅλα.

Τί ἀκούω, ὅμως ἀκροαταί, τί ἀκούω; Ὅσα εἶπαν νὰ κατορθώσουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὰ κατώρθωσαν. Τώρα, σᾶς παρακαλῶ, νὰ μοῦ εἰπῆτε, ποῖος ἄλλος ἠμποροῦσε νὰ κάμη ἕνα τοιοῦτον κατόρθωμα, νὰ κτίση δηλαδὴ αὐτὴν τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, ἀπὸ τὸ μὴ ὅν, μὲ τοιαῦτα ὄργανα μὴ ὄντα, καθὼς τὰ λέγει ὁ Παῦλος, παρὰ ἕνας Παντοδύναμος Θεός; Ναί, «Δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν», ὄχι ἀγγέλου, ὄχι ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐκείνη πανίσχυρος δεξιά του Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ μὴ ὃν τὸν κόσμον τῆς φύσεως, ἔβγαλεν καὶ ἀπὸ τὸ μὴ ὃν τὸν κόσμον τῆς χάριτος.

Ὥστε ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὅλη Θεία στὴν ἀρχήν της. Εἶναι ὅλη Θεία στὴν αὔξηση. Διότι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ηὐξήθη εἶναι Θεῖος. Ἡ πίστις τῶν χριστιανῶν εἶναι μιὰ διδασκαλία οὐράνιος, ὑπὲρ φύσιν, ὑπὲρ λόγον, ὑπὲρ ἔννοιαν. Περιέχει μυστήρια τὰ ὁποῖα δὲν ἀποδεικνύονται, δὲν καταλαμβάνονται. Νὰ πιστεύωμε εἰς ἕναν Θεόν, ἁπλούστατον καὶ ἀδιαίρετον, πλὴν ὅμως Θεὸν τρισυπόστατον, Θεὸν Πατέρα, Θεὸν Υἱόν, Θεὸν Πνεῦμα Ἅγιον, τρεῖς κατὰ τὴν ὑπόστασιν καὶ ἕναν κατὰ τὴν οὐσίαν καὶ φύσιν. Καὶ πάλι νὰ πιστεύωμε εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, Θεὸν συγχρόνως καὶ ἄνθρωπον, διπλοῦν στὴν φύσιν καὶ ἕναν στὴν ὑπόστασιν. Νὰ βλέπωμε ἐκεῖ στὴν Ἁγίαν Τράπεζαν ἄρτο καὶ νὰ πιστεύωμε πὼς ἐκεῖ εἶναι ἀληθῶς τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σῶμα ἔμψυχον, σῶμα ὁλόκληρον, τὸ ὁποῖον ὁρίζεται σὲ ἕναν τόπον ἀλλὰ δὲν περιγράφεται, ποὺ μελίζεται ἀλλὰ δὲν διαιρεῖται, ἐσθίεται ἀλλὰ δὲν δαπανᾶται, πολλαπλασιάζεται στὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Νὰ βλέπωμε ἐκεῖ μέσα στὴν ἁγίαν Κολυμβήθρα νερὸν φυσικόν, τὸ ὁποῖον βρέχει τὸ σῶμα, καὶ νὰ πιστεύωμε πὼς ἐκεῖνο εἶναι λουτήριον πνευματικὸν ποὺ καθαρίζει τὴν ψυχήν. Νὰ βλέπωμε ἄλλα αἰσθητῶς καὶ νὰ πιστεύωμε ἄλλα νοητῶς μέσα στὰ Μυστήρια. Νὰ ἀρνῆται ὁ νοῦς τὴν αἴσθησιν, καὶ μάλιστα νὰ μὴν πιστεύη ὁ νοῦς τὸν ἐαυτόν του. Αὐτὰ εἶναι δόγματα ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Καὶ πάλιν ἡ πίστις τῶν χριστιανῶν εἶναι νόμος ἐξ ὁλοκλήρου πνευματικὸς καὶ ἅγιος. Νόμος ποὺ διατάζει πτωχείαν, παρθενίαν, νηστείαν, ἐγκράτειαν, ταπεινοφροσύνην καὶ μίαν ἀγάπην τόσον τελείαν, ποὺ παραγγέλλει νὰ ἀγαποῦμε καὶ τοὺς ἐχθρούς. Νόμος ποὺ θέλει τὸν ἄνθρωπον στὸ σῶμα ἀλλὰ πνευματικόν, στὸν κόσμον ἀλλὰ ἅγιον. Νόμος ποὺ ἀντιτίθεται στὸν νόμο τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός. Αὐτὰ εἶναι πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν δέχεται μετὰ χαρᾶς ἡ ἀνθρωπίνη θέλησις. Καὶ παρ’ ὅλα ταῦτα, μία διδασκαλία τόσον δύσκολος γιὰ τὸν νοῦν, ἕνας νόμος τόσον βαρὺς γιὰ τὴν θέλησιν, ηὐξήθη, ἐπροχώρησε σὲ κάθε μέρος τῆς γῆς, σὲ κάθε τάξιν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ πῶς; Μήπως μὲ κάποιο ὄργανον ἀνθρωπίνης δυνάμεως; Ὄχι. Καὶ μάλιστα ὅλη ἡ δύναμις τῶν ἀνθρώπων, συντροφιασμένη μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῶν δαιμόνων, ἀντεστάθη καὶ ἀντεπολέμησε.

Κάμετε μίαν ὑπόθεση, χριστιανοί, ὅτι βλέπετε ἔξω σε ἕναν ἀγρὸν ὀλίγα πρόβατα νὰ πολεμοῦν μὲ λύκους, καὶ μάλιστα μὲ λέοντες, μὲ δράκοντες καὶ μὲ ἄλλα θηρία, ἀναρίθμητα σὲ πλῆθος, ἀνήμερα στὴν ἀγριότητα, θανατηφόρα στὸ δηλητήριον. Ἂν ἐβλέπατε τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα πρόβατα νὰ νικήσουν, νὰ διώξουν, νὰ διασκορπίσουν καὶ τοὺς λύκους καὶ  τοὺς λέοντες καὶ  τοὺς δράκοντες καὶ ὅλα τα ἄλλα θηρία, καὶ ἔπειτα διαμοιρασμένα σὲ διαφόρους τόπους τῆς γῆς νὰ πολλαπλασιασθοῦν τόσον ὥστε νὰ αὐξηθοῦν καὶ νὰ γίνουν ἕνα πολυάριθμον ποίμνιο, τί θὰ ἐλέγατε; Βέβαια, πὼς τοῦτο τὸ πράγμα δὲν εἶναι φυσικόν, ἀλλὰ ἕνα ἐξαίσιον θαῦμα. Τοῦτο ὅμως, ἀληθινά, συνέβη στὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ βλέπω σὰν δώδεκα προβατα  τοὺς δώδεκα ἐκείνους Ἀποστόλους,  τοὺς ὁποίους ἀπέστειλεν ὁ Χριστὸς στὸ παγκόσμιον κήρυγμα ὡσὰν σὲ πολεμικὸν ἀγρόν.  Τοὺς τὸ προεῖπε ὁ ἴδιος: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσω λύκων». Καὶ δὲν εἶναι μόνον λύκοι, χριστιανομάχοι Ἰουδαῖοι, εἶναι καὶ λέοντες, τύραννοι βασιλεῖς, διῶκτες τῆς πίστεως. Εἶναι καὶ δράκοντες, οἱ ἀποστάτες καὶ οἱ ἀντίθεοι δαίμονες. Θηρία ἀναρίθμητα, ὁρατοὶ καὶ ἀόρατοι ἐχθροί, τὰ ὁποῖα ἐξῆλθαν μὲ ἄκρατον ὁρμὴ καὶ θυμὸ νὰ πολεμήσουν τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, τὴν νεολεκτον Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τί παράδοξον θέαμα ποὺ βλέπω! Βλέπω ὅτι ἐκεῖνα τὰ πρόβατα ἐνίκησαν, ἐδίωξαν, διεσκόρπισαν λύκους καὶ λέοντες καὶ δράκοντες καὶ ὅλα τα θηρία, καὶ Ἰουδαίους καὶ τυράννους καὶ δαίμονες καὶ ὅλους  τοὺς ἐχθρούς. Βλέπω ὅτι οἱ ταπεινοὶ ἐθριάμβευσαν ἔναντί των ὑπερηφάνων, οἱ ἄοπλοι ἔναντί των δυνατῶν, οἱ πτωχοὶ καὶ ἀγράμματοι ἔναντί των βασιλέων καὶ τῶν φιλοσόφων. Οἱ δώδεκα ἔγιναν ἀναρίθμητοι, ηὐξήθησαν, ἐπληθύνθησαν, ἐγέμισαν ὅλην τὴν γῆν. Εἰς πάσαν τὴν γην  ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν». Βλέπω ὅτι ἐπάνω στὰ τρόπαια τοῦ Καπιτωλίου τῆς Ρώμης ὑψώθη ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Βλέπω ὅτι στᾶς Ἀθήνας ἐπεσεν ὁ βωμὸς ὁ ἀφιερωμένος «τῷ Ἀγνώστω Θεῶ» καὶ προσκυνεῖται ὁ Ἐσταυρωμένος. Βλέπω ὅτι, καθὼς λέγει ὁ Χρυσόστομος, «πολὺ σύντομα ἁλιεῖς καὶ τελῶνες ἐπεκράτησαν στὴν κορυφαίαν των πόλεων καὶ ὁ σκηνοποιὸς ὅλην τὴν Ἑλλάδα ἐπέστρεψε». Βλέπω ὅτι «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει, εἶδε φῶς μέγα». Βλέπω ἔθνη βάρβαρα βαπτισμένα, πόλεις, ἐπαρχίες, βασίλεια Ὀρθόδοξα. Ἐρήμους γεμάτες ἀπὸ ἀσκητᾶς, μοναστήρια ἀπὸ ἁγίες παρθένους. Βλέπω ἀναρίθμητα πλήθη μαρτύρων νὰ τρέχουν γιὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ στὸ μαρτύριον ὡς πρόβατα ἐπὶ σφαγήν. Βλέπω τὸν πρώην ἄθεον καὶ πολυθεὸν κόσμο, τὸν πρώην ἀσεβῆ καὶ ἀκάθαρτον, εὐσεβῆ, ἅγιον, χριστιανικόν. Κηρύττεται παντοῦ το εὐαγγέλιον, παντοῦ νικᾶ ἡ πίστις. Ἀλλὰ τοιαύτη ἀλλοίωσις ποίου εἶναι κατόρθωμα; Βέβαια «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς του Ὑψίστου». Τοῦτο τὸ μέγα ἔργον πῶς ἔγινε; Βέβαια «δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν». Ναί, ἡ δεξιά του Κυρίου ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία ηὔξησε τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἡ δεξιά του Κυρίου ἔκαμε τὴν μία γλώσσα τῶν Ἀποστόλων νὰ ἀκουστῆ ἀπὸ διάφορα ἔθνη, ἔκαμε μὲ τὰ χέρια τῶν Ἀποστόλων νὰ σωριάζωνται οἱ ναοὶ τῶν εἰδώλων, νὰ συντρίβωνται τὰ εἴδωλα, νὰ πιστεύουν οἱ εἰδωλολάτρες. Διὰ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγίνοντο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῶ πολλά. Σημεῖα: Ἰατρεύοντο ἀσθενεῖς, ἐκαθαρίζοντο λεπροί, ἀνεσταίνοντο νεκροί, ἐδιώκοντο ἀκάθαρτα πνεύματα. Τέρατα: λέοντες νὰ φιλοῦν τοὺς πόδες τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, μάρτυρες νὰ μένουν ἄφλεκτοι μέσα στὴ φωτιάν, παρθένοι νὰ πολεμοῦν μὲ τὰ θηρία καὶ νὰ τὰ δαμάζουν. Βουνὰ ἀσάλευτα νὰ περπατοῦν, ἐξαγριωμένη θάλασσα νὰ γαληνεύη μὲ τὴν προσευχὴν ἑνὸς χριστιανοῦ!

Ἐλᾶτε τώρα, ἄθεοι, ἐλᾶτε ἄπιστοι, ἐλᾶτε ἀσεβεῖς, ἐλᾶτε ὅλοι οἱ ἐχθροί της Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὅσες ἀκτίνες ἔχει ὁ ἥλιος, τόσες εἶναι οἱ ἀποδείξεις ποὺ βεβαιώνουν ὅτι αὐτὴ ἡ πίστις ποὺ κρατῶ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις. Ὅμως ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς προβάλω ἕνα ἐπιχείρημα. Αὐτὰ τὰ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐγὼ λέγω πὼς ὁ Θεὸς ηὔξησε τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν, ἢ ἀληθινὰ ἔγιναν ἢ δὲν ἔγιναν. Ἂν ἔγιναν, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἔκαμε τόσα θαύματα. Ἂν δὲν ἔγιναν, πῶς λοιπὸν μία τοιαύτη πίστις, μία διδασκαλία τόσον δύσκολος στὸν νοῦν, ἕνας νόμος τόσον βαρὺς στὴν θέλησιν, ἐξηπλώθη σὲ ὅλην τὴν γῆ χωρὶς θαύματα; Τοῦτο εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερο θαῦμα, μάλιστα εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Καὶ ἂν ἔτσι ἢ ἀλλέως εἶναι θαῦμα, τοῦτο εἶναι ἔργον Θεοῦ. «Δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν». Ἂν ὅμως ἡ Ὀρθόδοξος πίστις εἶναι θεία στὴν ἀρχήν της, θεία στὴν αὔξηση, δὲν εἶναι ἄραγε θεία καὶ στὴν στερέωση; Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐμφανέστατα ἐξεικόνισε τὴν μυστηριώδη οἰκοδομὴν τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας μὲ τὸ στόμα τοῦ Σολομῶντος: «Ἡ Σοφία ὠκοδόμησεν ἐαυτὴ οἶκον καὶ ἐστερέωσε στύλους ἑπτά». Ἡ Σοφία. Ἀλλὰ ποία; Ἡ σοφία τῶν ἀνθρώπων; Ἡ σοφία τῶν ἀγγέλλων; Ὄχι, λέγει ὁ Παῦλος. «Σοφία ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκε», διότι ἡ ἀληθινή, ἡ ὑπὲρ φύσιν καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον οἰκοδομῆ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἠμποροῦσε νὰ εἶναι κτιστῆς σοφίας ἐφεύρημα. Εἶναι λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἀνωτάτη Σοφία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ὁποία μὲ στάθμη, μέτρον καὶ ἀριθμὸν ἔκτισε μὲ τρόπον ἀνέκφραστό τα πάντα, αὐτὴ ἡ ὁποία κάθηται ἐπὶ θρόνου δόξης στὸν οὐρανόν, καὶ προσκυνεῖται ἀπὸ  τοὺς Ἀγγέλους. Θεμέλιόν του οἴκου ἔβαλε τὴν ὁμολογίαν ἐκείνη ποὺ ἠκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Ναθαναήλ: «Ραββί, σὺ εἰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ποὺ εἶναι ἡ ἰδία τὴν ὁποίαν ἔκαμε ὁ Πέτρος, ὅταν ὁμολόγησε «Σὺ εἰ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Ἐμάθαμε λοιπὸν πὼς αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ὁποῖος πιστεύεται μὲ τὴν καρδίαν καὶ ὁμολογεῖται μὲ τὸ στόμα, εἶναι τὸ ἀρχικὸν θεμέλιό της Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ἡ ἀσάλευτος καὶ ἀρραγὴς πέτρα τῆς Πίστεως. Ἔτσι προφητεύει ὁ Ἠσαίας: «Ἰδοὺ τίθημι ὑμὶν λίθον ἀκρογωνιαῖον, ἐκλεκτόν, ἔντιμον, καὶ ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ μὴ καταισχυνθῆ». Καὶ ὁ Δαυίδ: «Λίθον oν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγεννήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας». Ἔτσι διδάσκει ὁ Παῦλος: «Θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὃς ἐστὶν Ἰησοῦς ὁ Χριστός». Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος στὸν τρίτον λόγο τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων. Ὁ Βασίλειος στὸν λόγο περὶ μετανοίας καὶ στὸ «πρόσεχε σεαυτῶ». Ὁ Χρυσόστομος στὸ ἲς’ κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου, καὶ πολλοὶ ἄλλοι διδάσκαλοι. Ὅθεν τὴν στερέωση τοῦ μυστικοῦ αὐτοῦ οἴκου φανερώνει ἀλληγορικῶς καὶ ὁ Χριστὸς στὸ ζ’ τοῦ Ματθαίου, ὅπου λέγει πὼς ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος ἐθεμελίωσε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν. Οἰκία θεμελιωμένη ἐπάνω στὴν πέτρα, στερεὰ καὶ ἀσάλευτος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κτισμένη ἀπὸ τὸν φρόνιμον, τὸν πάνσοφον καὶ Θεῖον Ἀρχιτέκτονα. Τρία δυνατὰ ὄργανα μετεχειρίσθη ὁ διάβολος γιὰ νὰ τὴν χαλάση. Βροχὴν γιὰ νὰ τὴν καταποντίση, ποταμοὺς γιὰ νὰ τὴν ξεθεμελιώση καὶ ἀνέμους γιὰ νὰ τὴν κατεδαφίση. Οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι φοβεροὶ ἐχθροὶ ποὺ ἤγειρε γιὰ νὰ τὴν πολεμήσουν ἤσαν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Τύραννοι καὶ οἱ Αἱρετικοί. Πρώτη κατέβη ἡ βροχή, ὁ φθόνος τῶν Ἰουδαίων. Ἀετοὶ ποὺ ἐσταύρωσαν τὸν κτίστην τῆς οἰκίας αὐτῆς, συλλογισθῆτε πόσον ἐμισούσαν  τοὺς συνεργοὺς μαθητᾶς του. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον ἐκηρύττετο φανερά, τοὺς ἐπλήγωνε τὴν καρδίαν. Τὸ μεγαλεῖον της Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀνυψώνετο καθημερινῶς ἐπάνω στὴν πτώση τῆς Συναγωγῆς, τοὺς ἐφαρμάκωνε τὴν ψυχή. Πόσες ἐπιβουλές, πόσες συκοφαντίες, πόσους διωγμούς, πόσους πολέμους ἔκαμαν ἐναντίον τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν νέων χριστιανῶν, εἶναι ἀδύνατον νὰ τοὺς περιγράψη κανείς. Σαράντα ἡμέρες, καθὼς γνωρίζετε, διήρκεσεν ὁ κατακλυσμὸς τὸν παλαιὸν καιρὸ καὶ κατεπόντισεν ὅλην τὴν γῆ. Σαράντα χρόνους διήρκεσε ὁ κατακλυσμὸς τοῦ ἰουδαϊκοῦ φθόνου γιὰ νὰ καταποντίση τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀλλὰ τί; Καθὼς τότε ἡ κιβωτὸς δὲν κατεποντίσθη, καὶ ὅσον ἐδυνάμωνε ἡ βροχὴ τόσον ἀνυψώνετο ἡ κιβωτός, ἡ ὁποία περιεφέρετο ἀβλαβὴς ἐπάνω στὰ ὕδατα, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐβλάβη καθόλου ἀπὸ τὸν φθόνον τῶν Ἰουδαίων. Ὅσον ἐπολλαπλασιάζετο ὁ φθόνος τῶν Ἰουδαίων, τόσον ηὔξανεν ἡ πίστις τῶν χ
ριστιανῶν. Ἀλλά, τέλος πάντων, οἱ Ἰουδαῖοι ἐξωλοθρεύθησαν ἀπὸ τὰ στρατεύματα τῶν Ρωμαίων καὶ ἔπαυσεν ἡ βροχή.

Ἦλθαν ὅμως οἱ ποταμοί, βασιλικοὶ καὶ μεγάλοι ποταμοί, στοὺς ὁποίους ἔτρεχαν ὄχι νερά, ἀλλὰ αἵματα ἐσφαγμένων χριστιανῶν. Εἶναι οἱ τύραννοί της παλαιᾶς καὶ τῆς νέας Ρώμης, οἱ χριστιανομάχοι, οἱ διῶκτες τῆς πίστεως οἱ ὁποῖοι ὅρμησαν μὲ σφοδρότατον διωγμὸν νὰ χαλάσουν ἐκ θεμελίων τὴν Ἐκκλησίαν. Θέλετε νὰ μάθετε πόσοι; Δεκαοκτὼ τὸν ἀριθμόν, οἱ σπουδαιότεροι δὲ εἶναι: Νέρων, Δομετιανός, Τραϊανός, Ἀντωνίνος, Μάρκος Αὐρήλιος, Λικίνιος, Αὐρηλιανός, Μαξιμιανός, Κώνστας, Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης, Οὐάλης, Λέων ὁ Ἴσαυρος, Κωνσταντῖνος ὁ Κοπρώνυμος καὶ Θεόφιλος ὁ εἰκονομάχος. Γνωρίζετε πόσον καιρὸν ἐκράτησεν ὁ διωγμός; Πεντακοσίους χρόνους συνολικά, καὶ περισσότερον. Γνωρίζετε πόσοι ἐμαρτύρησαν κάτω ἀπὸ τόσους τυράννους καὶ τόσους χρόνους; Μετρῆστε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ἢ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης. Ἂν ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ φυλάξη σὲ ἕνα μέρος τὰ αἵματα τόσων χριστιανῶν ποὺ ἐμαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἔκαμε βέβαια μίαν ἄλλην Ἐρυθρὰν θάλασσαν ἁγίων αἱμάτων. Καλὰ ὅμως, ἦλθαν οἱ ποταμοί, καὶ τί ἔκαμαν; Ἐπέρασαν, οἱ Τύραννοι ἠφανίσθησαν, ἔπεσαν βασιλεῖς καὶ βασιλεῖες, καὶ οἱ χριστιανοὶ φονευόμενοι ἐπλήθυναν, διωκόμενοι ηὐξήθησαν, πολεμούμενοι ἐστερεώθησαν, πειραζόμενοι ἐλαμπρύνθησαν περισσότερον στὴν ἀρετή.

Ὕστερα ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι, οἱ Αἱρετικοί, ποὺ ἐσηκώθησαν ἀπὸ ὅλα τα μέρη τοῦ κόσμου. Ἄνεμοι ἀληθῶς σφοδροὶ στὴν γνώμη, πολέμιοι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντίθετοι καὶ μεταξύ τους στὴν αἵρεσιν καὶ στὴν ζάλη ποὺ προξένησαν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ εἶναι ἄπειροι στὸν ἀριθμὸν καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ τοὺς ἀπαριθμήσω, πλὴν ὅμως ἃς σᾶς εἰπῶ τὰ πλέον ἐπίσημα τάγματα: Γνωστικοί, Ὀφίται, Μοντανισταί, Σαβελλιανοί, Χιλιασταί, Παυλικιανοί, Μανιχαῖοι, Δονατισταί, Ἀρειανοί, Εὐνομιανοί, Ἀνθρωπομορφίται, Μακεδονιανοί, Πελαγιανοί, Νεστοριανοί, Σεβηριανοί, Διοσκορίται, Μονοθελῆται, Εἰκονομάχοι, Παπικοί, Λουθηρανοὶ καὶ Καλβινισταί. Ἄλλος βλασφημεῖ ἐναντίον ἁπλῶς τοῦ Θεοῦ, ἄλλος ἐναντίον τοῦ Πατρός, ἄλλος ἐναντίον τοῦ Υἱοῦ, ἄλλος ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄλλος ἐναντίον τῶν Μυστηρίων. Ὅλοι ἀπὸ συμφώνου κινοῦνται, ὁρμοῦν, μάχονται κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τόσες Σύνοδοι καὶ Συνέδρια, τόσες διαλέξεις καὶ πόλεμοι, σκάνδαλα, σχίσματα, θόρυβοι, ταραχές, ἐξορίες, θάνατοι, ποῖος νὰ τὰ διηγηθῆ; Ἀλλὰ τέλος πάντων ἐκόπασαν οἱ ἄνεμοι, ἐξουθενώθησαν καὶ αἱρετικοὶ καὶ αἱρέσεις, ἔπαυσεν ἡ ζάλη, ἐπεκράτησεν ἡ εἰρήνη. Ἰδοὺ λάμπει καθαρὴ καὶ  ἀμόλυντος ἡ Ὀρθοδοξία στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατέβη ἡ βροχή, ἦλθαν οἱ ποταμοί, ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι, ἀλλὰ ὁ οἶκος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, δὲν ἔπεσε. Στέκει στερεὰ καὶ ἀσάλευτος, διότι εἶναι θεμελιωμένη ἐπάνω στὴν ἀρραγῆ ἀκρογωνιαίαν πέτραν, τὸν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, καὶ «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν εἶναι μία στερέωσις Θεία; Καὶ ἐκείνη ποῦ τὴν ἐστερέωσε, δὲν εἶναι ἡ δεξιά του Ὑψίστου;

Ὢ πίστις τῶν χριστιανῶν, Θεία στὴν ἀρχήν. Θεία στὴν αὔξησιν, Θεία στὴν στερέωσιν, ὅλη Θεία! Ἐσὺ ἔγινες ἀπὸ τὸν Θεόν, ηὐξήθης ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐστερεώθης ἀπὸ τὸν Θεόν! Ἐσὺ εἶσαι ἡ ἀληθινὴ διδασκαλία. Ὅποιος σὲ περιπατεῖ, φθάνει ἀσφαλῶς στὸν Παράδεισον. Χριστιανὲ Ὀρθόδοξε, ἐσὺ ἔχεις χρέος νὰ εὐχαριστῆς χίλιες φορὲς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σὲ ἔκαμε καὶ ἐγεννήθηκες μέσα σὲ μίαν τοιαύτην πίστη. Ἕνας παλαιὸς φιλόσοφος γιὰ τρία πράγματα εὐχαριστοῦσε τοὺς Θεούς. Πρώτον γιὰ τὸ ὅτι ἐγεννήθη ἄνδρας καὶ ὄχι γυναίκα, δεύτερον ὅτι ἤταν  Ἕλληνας καὶ ὄχι βάρβαρος, τρίτον ὅτι ἦταν φιλόσοφος καὶ ὄχι ἀμαθής. Ἔχεις καὶ ἐσὺ χρέος νὰ εὐχαριστῆς γιὰ τρία ἄλλα πράγματα τὸν Θεόν. Πρώτον γιὰ τὸ ὅτι ἐγεννήθης Χριστιανὸς καὶ ὄχι ἄπιστος, δεύτερον ὅτι εἶσαι χριστιανὸς ὀρθόδοξος καὶ ὄχι αἱρετικός. Γιὰ τὸ τρίτον ἔχε ὑπομονὴ καὶ θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ στὸ δεύτερον μέρος.

                                Μέρος β’

Ἡ πίστις εἶναι ὁ κανὼν τῆς ζωῆς. Καθὼς πιστεύουμε, ἔτσι πρέπει καὶ νὰ ζοῦμε. Διότι ἀλλέως, ἂν ἡ ζωὴ δὲν συμφωνῆ μὲ τὴν πίστιν, αὐτὴ ἡ πίστις εἶναι νεκρά, καὶ σὲ τίποτε δὲν ὠφελεῖ: «τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου — λέγει ὁ Θεῖος Ἰάκωβος — ἐὰν πίστην τὶς λέγη ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχη; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; Ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεῦμα νεκρόν ἐστι, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργων νεκρά ἐστι». Καὶ ὁ Χρυσόστομος, ἐξηγώντας ἐκεῖνο τὸ ρητόν του Χριστοῦ «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοί, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου», λέγει: “Ἐδῶ θέλει νὰ δείξη ὅτι καμμίαν δύναμη δὲν ἔχει ἡ πίστις χωρὶς τὰ ἔργα. Τὸ ὁποῖον σημαίνει ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι λείψανον πίστεως, δὲν ἐνεργεῖ καθόλου. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει σὰν χριστιανός, δὲν ζεῖ ὅμως σὰν χριστιανός, ἃς μὴν ἐλπίζη σωτηρίαν. Ἐδῶ χρειάζεται καὶ πίστις ἀληθής, καὶ ζωὴ καλή. Μὲ τὰ δύο αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ σωθῆ. Μὲ αὐτὲς τὶς δύο πτέρυγες ἠμπορεῖ νὰ πετάξη στὸν Παράδεισον”.

Ἐμεῖς εἴδαμε ποία εἶναι τῶν χριστιανῶν ἡ πίστις. Ἃς ἰδοῦμε τώρα ποία εἶναι τῶν χριστιανῶν ἡ ζωή. Ἡ πίστις τῶν χριστιανῶν στὴν ἀρχή, στὴν αὔξηση, στὴν στερέωση, εἶναι ὅλη Θεία, στὴν διδασκαλίαν εἶναι ὅλη ἀλήθεια, στὸν νόμον εἶναι ὅλη ἁγιότης. Ἀλλὰ ποία τάχα εἶναι τῶν χριστιανῶν ἡ ζωή; Τῶν χριστιανῶν τοῦ καιροῦ τούτου, ποία εἶναι;

(Σημείωση: ὁ λόγος ἐκφωνήθηκε τὸν δέκατο ὄγδοο αἰώνα).

Ἐδῶ δὲν φθάνουν λόγια γιὰ νὰ τὴν περιγράψωμε, ἐδῶ χρειάζονται δάκρυα γιὰ νὰ κλαύσωμε. Ἡ εἰκόνα ἐκείνη, τὴν ὁποίαν εἶδε στὸν ὕπνον τοῦ ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ, γνωρίζουμε τί ἐσήμαινε. Ἔχουμε τὴν ἔννοια καὶ τὴν ἐξήγηση στὴν ἴδια τὴν Θεία Γραφήν. Πλὴν ὅμως ἁρμόζει καὶ στὴν ἰδικὴν μᾶς ὑπόθεση. Ἡ εἰκόνα ἐκείνη εἶχε τὴν κεφαλὴν ἀπὸ καθαρὸν χρυσάφι, τὰ χέρια καὶ τὸ στῆθος ἀργυρᾶ, τὴν κοιλίαν καὶ τοὺς μηροὺς χάλκινα, τὰ πόδια ἕνα μέρος σιδηρᾶ καὶ ἕνα μέρος πήλινα: «ἐθεώρεις Βασιλεῦ, καὶ ἰδοὺ εἰκών, ἧς ἡ κεφαλὴ χρυσίου καὶ αἳ χεῖρες καὶ τὸ στῆθος καὶ οἱ βραχίονες αὐτῆς ἀργυροί. Ἡ κοιλία καὶ οἱ μηροὶ χαλκοί. Οἱ πόδες μέρος μὲν τί σιδηροῦν, μέρος δὲ τί ὀστράκινον». Αὐτή, πιστεύσατε μέ, εἶναι ἡ ἀληθὴς εἰκόνα τῆς ζωῆς καὶ τῆς πολιτείας τῶν χριστιανῶν.

Ἡ εἰκόνα ἐκείνη εἶχε τὴν κεφαλὴν ἀπὸ χρυσάφι καθαρόν. Καὶ ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, στοὺς πρώτους χρόνους τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶχε τὴν ἀρχὴν ἀπὸ χρυσάφι καθαρό, στὴν ἀρετὴν καὶ στὴν ἁγιότητα. Οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Ἱερεῖς, οἱ Διάκονοι, οἱ ὑποδιάκονοι, οἱ μοναχοί, ὅλοι κοινῶς οἱ ἱερωμένοι, χρυσάφι καθαρὸν στὴν διδασκαλία καὶ στὰ ἤθη. Χρυσάφι καθαρὸν στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχήν. Ὅλοι χρυσοί, ἔλαμπαν σὲ ὅλα τους τὰ ἔργα ὡς φῶς ἀληθινόν, καθὼς τοὺς παρήγγειλεν ὁ Χριστός: «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Οἱ λαϊκοὶ ὁμοίως ὡς χρυσάφι καθαρὸν στὴν σωφροσύνη. Οἱ γέροντες, χρυσάφι καθαρὸν στὴν φρόνηση, οἱ νέοι στὴν παρθενία. Τὰ παιδιὰ στὴν ἁπλότητα. Χριστιανοὶ ὅλοι χρυσοὶ στὸν νοῦ τους, δὲν ἐμελετοῦσαν ἄλλο παρὰ τὰ πνευματικὰ καὶ οὐράνια. Ὅλοι χρυσοὶ στὴν γλώσσα τους. Δὲν ἀργολογοῦσαν κατακρίνοντας τὸν πλησίον, ἀλλὰ προσευχόμενοι ὑμνολογοῦσαν τὸν Θεόν. Ὅλοι χρυσοὶ στὰ χέρια τους, δὲν ἤρπαζαν ἀπὸ φιλαργυρίαν τὰ ξένα πράγματα, ἀλλὰ ἐχάριζαν σὲ ἐλεημοσύνες τὰ ἰδικά τους. Ὅλοι χρυσοὶ στὴν καρδία, δὲν ἀγαποῦσαν παρὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἤσαν πάντοτε ἕτοιμοι νὰ χύσουν τὸ αἷμα τους στὸ μαρτύριο. Στὴν δὲ ἀγάπη τοῦ πλησίον, ἤσαν ὅλοι μία καρδία καὶ μία ψυχή. Κεφαλὴ χρυσοῦ καθαροῦ, χριστιανοὶ ἐνάρετοι, ἅγιοι, ἀληθεῖς χριστιανοί.

Ἔπειτα ἠκολούθησε τὸ στῆθος τὸ ὁποῖον ἦταν ἀπὸ ἄργυρον, κατέβη ἡ τιμή. Πολύτιμον εἶναι τὸ ἀσήμι, ἀλλὰ ὄχι σὰν τὸ χρυσάφι τὸ καθαρόν. Μὲ τὸν καιρὸν ἐψυχράνθη ἡ θερμὴ ἐκείνη ζέσις τῆς πίστεως, ἐσμικρύνθη ἡ ἀρετή. Ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν ἦταν καλή, ἀλλὰ ὄχι ὅπως ἐκείνη τῶν πρώτων. Ἀργότερα ἦλθεν ἡ κοιλία ἡ χάλκινη. Ὅλο καὶ χειρότερα. Ἦλθε τότε κάποιος τρόπος ζωῆς πολὺ κατώτερος καὶ ἀπὸ τὸν πρῶτο καὶ ἀπὸ τὸν δεύτερον, ἤθη σκληρὰ καὶ δύσκολα. Πλὴν ὅμως, καθὼς τὸ χάλκωμα, ἂν καὶ δὲν ἀξίζει σὰν τὸ χρυσάφι ἢ σὰν τὸ ἀσήμι, ὅμως κάτι ἀξίζει καὶ αὐτό, ἔτσι καὶ οἱ χριστιανοί, δὲν ἤσαν ὅπως οἱ πρῶτοι ἢ οἱ δεύτεροι, παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν ἤσαν ἐντελῶς ἄχρηστοι. Ἂν καὶ δὲν ἤσαν τέλειοι, δὲν ἤσαν καὶ μηδαμινοί. Ἀνάμεσα στὶς πολλὲς κακίες εὐρίσκετο καὶ μία ἀρετή. Ἡ κοιλία, λοιπόν, χάλκινη.

Ἀλλὰ τέλος πάντων, τοὺς δυστυχισμένους τούτους καιρούς, ἐμεῖς ἐφθάσαμε στὰ κατώτερα μέρη τῆς εἰκόνος, στὰ πόδια, τὰ ὁποῖα εἶναι ἕνα μέρος σιδηρᾶ καὶ ἕνα μέρος πήλινα. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἤλθαμε σὲ μίαν ἀθλία κατάσταση, ποὺ δὲν ἠμποροῦμε νὰ καταντήσωμε οὔτε κατώτερα, οὔτε χειρότερα. Ἕνα μέρος εἴμεθα σίδηρος καὶ ἕνα μέρος πηλός. Σίδηρος, χωρὶς λάμψιν ἀρετῆς, σκουριασμένοι ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν, σκληροὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Πηλὸς στὰ ἤθη μας, τὰ ἔργα μᾶς ἀκάθαρτα, χωρὶς ἀξία, μηδαμινά, ἡ κακία μᾶς ἔφθασε στὰ ἄκρα. Ἡ πίστις μᾶς χριστιανική, ἀλλὰ ἡ ζωὴ μᾶς ἐθνική. Νὰ σᾶς κάμω νὰ τὸ ἰδῆτε ὀφθαλμοφανῶς;

Ἦταν μεσημέρι, ὅταν κάποτε ὁ Διογένης ἄναβε τὸ φανάρι του καὶ περιπατοῦσε μέσα στὴν ἀγορὰ τῶν ἀθηναίων, σὰν νὰ ζητῆ κάτι νὰ εὔρη. Ἐγελοῦσαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν ἐρωτοῦσαν: Διογένη, τί ζητεῖς; Ζητῶ ἄνθρωπον, ἀπεκρίνετο. Μὰ πῶς, δὲν βλέπεις τόσους ἀνθρώπους; Δὲν συναντᾶς τόσους ἀνθρώπους; Ἡ ἀγορὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ μέσα σὲ τόσους ἀνθρώπους ἐσὺ ζητεῖς ἄνθρωπον; Ναί, ἄνθρωπον ζητῶ, ἄνθρωπον ζητῶ. Ἀλλὰ τί εἴδους ἄνθρωπον ζητεῖ ὁ Διογένης; Δύο εἰδῶν εἶναι οἱ ἄνθρωποι΄ αὐτοὶ δηλ. ποῦ ἔχουν μόνον τὴν μορφὴν καὶ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά του ἀνθρώπου, καὶ αὐτοὶ εἶναι ἐξωτερικῶς καὶ κατὰ τὸ φαινόμενον ἄνθρωποι. Ὅμοια εἶναι καὶ τὰ λείψανα καὶ τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ εἴδωλα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐσωτερικῶς δὲν ἔχουν καμμίαν χρησιμότητα, καὶ μάλιστα εἶναι ὡς ἄλογα ζῶα ἢ στὰ πάθη ἢ στὴν ἀχρειότητα. Καὶ ἀπὸ τούτους ἔβλεπε πολλούς, ἀλλὰ δὲν ἐζητοῦσε κάποιον ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Διογένης. Ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινην μορφὴ καὶ τὰ χαρακτηριστικά, ἔχουν καὶ ἀνθρώπινην φρόνηση καὶ ἀρετήν. Εἶναι ὅλοι ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς λογικοί, φρόνιμοι καὶ ἐνάρετοι, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς ζητοῦσε ὁ Διογένης στὴν πολυάνθρωπον πόλιν τῶν Ἀθηνῶν, καὶ δὲν τoν εὕρισκε. Ζητῶ ἄνθρωπον, ζητῶ ἄνθρωπον.

Μοῦ κακοφαίνεται νὰ κάμω τὴν σύγκριση, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια. Σ’ ἕναν καιρὸ ποὺ σὰν μεσημέρι λάμπει ἡ Ὀρθοδοξία, ἀνάπτω κι ἐγὼ τoν λύχνον τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἔρχομαι σὲ μίαν Ἐκκλησία γεμάτην ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ ζητῶ χριστιανόν, ζητῶ χριστιανόν. Μὰ πῶς, τοῦτοι ποὺ βλέπω ἐδῶ καὶ ἀλλοῦ, σὲ πόλεις, σὲ κάστρα, σὲ ἐπαρχίες, σὲ βασίλεια, στὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς οἰκουμένης, δὲν εἶναι χριστιανοί; Δύο εἰδῶν εἶναι οἱ χριστιανοί. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μόνον τὸ ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ, χριστιανοὶ ἐξωτερικῶς καὶ κατὰ τὸ φαινόμενον, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μόρφωσιν ἀληθείας, λέγει ὁ Παῦλος, ἀλλὰ ἐσωτερικῶς δὲν ἔχουν ἔργα χριστιανοῦ. Ἔχουν χριστιανικὴν πίστιν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν χριστιανικὴν ζωή. Καὶ μάλιστα ἔχουν μίαν ζωὴν ἀντίθετο στὴν πίστη. Δὲν ζητῶ κάποιον ἀπὸ αὐτούς. Ὑπάρχουν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα ἔχουν καὶ τὰ ἔργα, μαζὶ μὲ τὴν πίστιν ἔχουν καὶ τὴν ζωή, καὶ ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς εἶναι ὅλοι Ὀρθόδοξοι, ἀληθινοὶ χριστιανοί. Ἀπὸ τούτους ζητῶ ἕναν σὲ μίαν πολυάριθμον πολιτεία τῶν χριστιανῶν, καὶ δὲν τoν εὑρίσκω. Ζητῶ χριστιανόν, ζητῶ χριστιανόν. Περιπατῶ ἀπὸ τόπον σὲ τόπο γιὰ νὰ τoν εὕρω. Τὸν ζητῶ στὶς ἀγορὲς μεταξύ των ἀρχόντων, καὶ βλέπω μίαν ὑψηλόφρονα ὑπερηφάνειαν. Δὲν τoν εὑρίσκω. Τὸν ζητῶ στὰ παζάρια, μεταξύ των πραγματευτῶν, καὶ ἐδῶ βλέπω μίαν ἀχόρταγον φιλαργυρίαν. Δὲν τὸν εὑρίσκω. Τὸν ζητῶ στοὺς δρόμους, μέσα στὴν νεότητα, καὶ ἐδῶ βλέπω μίαν μεγάλην ἀσωτία. Δὲν τὸν εὑρίσκω. Ἀφήνω τὴν πολιτεία καὶ τoν ζητῶ μεταξύ των χωρικῶν, καὶ ἐδῶ βλέπω τοῦ κόσμου τὰ ψεύματα. Δὲν τὸν εὑρίσκω. Περνῶ στὸ μέρος τῆς θαλάσσης, τoν ζητῶ μεταξύ των ναυτικῶν, καὶ ἐδῶ βλέπω τὶς πλέον φοβερὲς βλασφημίες. Δὲν τoν εὑρίσκω. Διαβαίνω στὰ στρατεύματα, τὸν ζητῶ μεταξύ των στρατιωτικῶν, καὶ ἐδῶ βλέπω τὴν τελείαν ἀπώλειαν. Δὲν τoν εὑρίσκω. Εἰσέρχομαι στὶς οἰκίες, τoν ζητῶ μεταξύ των γυναικών, καὶ ἐδῶ τί βλέπω; Βλέπω ὑπανδρευμένες, χωρισμένες ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τους, νὰ χαίρωνται μὲ  τοὺς μοιχούς. Βλέπω ἀνύπανδρες νὰ ζοῦν μὲ τὸν μισθὸν τῆς πορνείας. Βλέπω τιμημένες νὰ μὴ φαντάζωνται ἄλλο παρὰ στολισμὸν καὶ ματαιότητα. Δὲν εὑρίσκω μίαν χριστιανήν. Ἤθελα νὰ ἀνεβῶ καὶ ἐπάνω στὰ παλάτια τῶν μεγιστάνων καὶ τῶν ἐξουσιαστῶν, νὰ ἰδῶ καὶ ἐκεῖ ἂν ὑπάρχη κάποιος χριστιανός. Ἀλλὰ δὲν τολμῶ, φοβοῦμαι. Εἶναι ἡ κολακεία, ποὺ φυλάγει καὶ δὲν ἀφήνει νὰ ἔμβη ἡ ἀλήθεια. Ὅθεν ἔρχομαι στὴν Ἐκκλησίαν, ἕως μέσα στὸ Θυσιαστήριον. Ἐδῶ ἐλπίζω νὰ εὕρω τoν χριστιανὸν ποὺ ζητῶ, μεταξὺ τόσων Ἀρχιερέων, ἱερέων, τόσων μοναχῶν, τόσων κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὸ ἔθνος τὸ ἅγιον, τὸ βασίλειον ἱεράτευμα,  τοὺς διαδόχους των Ἀποστόλων, εἶναι ἔμψυχοι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ἐλπίζω ὅτι θὰ εὕρω τὸν χριστιανόν, καὶ μάλιστα ἕναν ἅγιον, ἕναν ἀσκητήν, ἕναν θαυματουργόν, ἕναν διδάσκαλον, ἕναν Ἰωάννην Χρυσόστομον, ἢ ἕναν μεγάλον φωστήρα τῆς Ἐκκλησίας. Ζητῶ, ἐξετάζω, στοχάζομαι, ἀλλοίμονον ὅμως, τί βλέπω; Ἐδῶ βλέπω στὴν ἔπαρσιν Ἐωσφόρους, στὴν φιλαργυρίαν Ἰουδαίους, στὰ σαρκικὰ Ἐπικούρους, στὴν ἀμάθειαν ζῶα, στὴν πονηρίαν δαίμονες. Δὲν εὑρίσκω οὔτε ἅγιον οὔτε ἀσκητὴν οὔτε θαυματουργὸν οὔτε διδάσκαλον. Δὲν εὑρίσκω τoν χριστιανὸν ποὺ ζητῶ. Μά, πατέρες ἅγιοι! Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί! Αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα ποῦ φοροῦμε, αὐτὰ τὰ μαῦρα ροῦχα ποῦ μᾶς σκεπάζουν, τί εἶναι; Εἶναι ἐνδύματα φαρισαϊκά, τὰ φοροῦμεν ὑποκριτικῶς γιὰ νὰ παραπλανοῦμεν τοὺς ἀνθρώπους; Αὐτὸ τὸ Θεῖον χαρακτηριστικόν της ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖον ἔχουμε, τί εἶναι; Τὸ ἔχουμε ἀντὶ ἐπιχειρήσεως, γιὰ νὰ κερδίσωμε χρήματα; Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, τὰ ὁποῖα ἱερουργοῦμε, τί εἶναι; Ἢ δὲν τὰ γνωρίζουμε ἢ δὲν τὰ πιστεύουμε. Ὢ μεγάλη ἐντροπὴ τῆς πίστεως! Μεγίστη καταδίκη των χριστιανῶν!

Δὲν σᾶς τὸ ἔλεγα ἐγὼ ὅτι ἐκαταντήσαμε στὴν ἐσχάτην κακὴν κατάσταση, ὅτι ἐφθάσαμε στὰ πόδια τῆς εἰκόνος, ποὺ εἶναι ἕνα μέρος ἀπὸ σίδηρον καὶ ἄλλο μέρος ἀπὸ πηλόν; Δὲν σᾶς ἔλεγα ἐγὼ πὼς μεταξὺ τόσων χριστιανῶν, ζητῶ καὶ δὲν εὑρίσκω τὸν ἀληθινὸν χριστιανό; «Πάντες ἐξέκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Ὅλοι, ἱερωμένοι καὶ λαϊκοί, ἄρχοντες καὶ πτωχοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδιά, νέοι καὶ γέροντες, παρεξέκλιναν ἀπὸ τὴν πίστιν, ἠχρειώθησαν στὴν ζωή. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ποὺ νὰ ζῆ ὅπως πιστεύει. Χριστιανοί, τὸ ἀκούετε καὶ δὲν κλαίετε; Καὶ ἂν δὲν θέλετε νὰ κλαύσετε ἀπὸ κατάνυξιν, κλαύσετε τουλάχιστον ἀπὸ ἐντροπήν.

Ὅσον γιὰ ἐμένα, βλέπω ὅτι ὁ πόνος τῆς καρδίας μου δὲν ἀφήνει τὴν γλώσσα μου νὰ ὁμιλήση περισσότερον. Σιωπῶ καὶ τελειώνω μὲ τοῦτο μόνον: Χριστιανέ, ἂν δὲν εἶναι καὶ ἡ ζωή σου καλὴ καὶ ἁγία, ὅπως εἶναι ἡ πίστις σου ἀληθινὴ καὶ ἁγία, μὴν ἐλπίζης νὰ σωθῆς. Πρέπει νὰ ζῆς καθὼς πιστεύεις, καὶ τότε νὰ εὐχαριστῆς τoν Θεὸν γιὰ τρία πράγματα: πρώτον, γιὰ τὸ ὅτι εἶσαι χριστιανὸς καὶ ὄχι ἄπιστος. Δεύτερον, ὅτι εἶσαι χριστιανὸς Ὀρθόδοξος καὶ ὄχι αἱρετικός, Καὶ τρίτον, ὅτι εἶσαι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος τόσον κατὰ τὴν πίστιν, ὅσον καὶ κατὰ τὴν ζωή, καὶ ὄχι μόνον κατὰ τὴν πίστη. Τότε, ἔλπιζε νὰ σωθῆς, νὰ ἀπολαύσης τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.

 (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, σελὶς 497 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)