ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ´

Ἡ φροντίδα ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ εἰρηνεύῃ

Λοιπόν, πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο νὰ ἔχῃς τὴν εἰρήνη αὐτὴν καὶ συστολή, ἀδελφέ, στὶς πέντε αἰσθήσεις σου: δηλαδὴ στὸ νὰ μὴν βλέπῃς, ἢ νὰ κινῇς τὰ χέρια σου ἢ νὰ ὁμιλῇς ἢ νὰ βαδίζῃς ταραγμένα, ἀλλὰ εἰρηνικὰ καὶ μὲ καλὲς κινήσεις. Γιατὶ ὅταν συνηθίσῃς νὰ διατηρῇς τὴν εἰρήνη αὐτὴ στὶς ἐξωτερικές σου κινήσεις, εὔκολα καὶ χωρὶς κόπο θὰ κατορθώσῃς νὰ εἰρηνεύῃς ἐσωτερικά, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος μετασχηματίζεται μὲ τὸν ἐξωτερικό. Συνήθιζε νὰ ἀγαπᾷς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶσαι εἰρηνικὸς μὲ ὅλους, ὅπως παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐσᾶς νὰ ζῆτε εἰρηνικὰ μὲ ὅλους» (Ρωμ. 12,18). Πρόσεχε τὴν συνείδησί σου νὰ μὴ σὲ κατηγορῇ γιὰ κανένα πράγμα, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀναπαυμένη μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν ἑαυτό σου, μὲ τὸν πλησίον καὶ μὲ τὰ ἔξω πράγματα, ὅπως εἴπαμε στὸ η´ κεφάλαιο τοῦ μέρους αὐτοῦ. Καὶ μάλιστα νὰ μὴν σὲ κατηγορῇ ὅτι παρέλειψες κάποια ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἡ διατήρησις τῆς καθαρῆς συνειδήσεως γεννᾷ τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς: «Ἔχουν πολλὴ εἰρήνη ὅσοι ἀγαποῦν τὸ νόμο σου καὶ δὲ συναντοῦν ἐμπόδιο μπροστά τους» (Ψαλμ. 118,164). Συνήθιζε νὰ ὑποφέρῃς τὶς ὕβρεις χωρὶς ταραχή. Εἶναι, ναί, ἀλήθεια ὅτι θὰ ὑποφέρῃς πολὺ μέχρι νὰ ἀποκτήσῃς τὴν εἰρήνη αὐτή, διότι εἶσαι ἀγύμναστος. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὴν ἀποκτήσῃς ἡ ψυχή σου θὰ βρίσκῃ πολὺ παρηγοριὰ σὲ κάθε ἀντίθετη κατάστασι ποὺ θὰ συναντᾷ. Καὶ ἀπὸ μέρα σὲ μέρα θὰ μάθης καλύτερα τὴν ἄσκησι αὐτὴ γιὰ νὰ εἰρηνεύῃς πνευματικά.

Ὅταν πάλι δῇς τὸν ἑαυτό σου καμμιὰ φορὰ νὰ εἶναι στενοχωρημένος καὶ λυπημένος καὶ νὰ ἐνοχλῆται τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴν μπορῇ νὰ ἔχῃ εἰρήνη μέσα του, τρέξε ἀμέσως στὴν προσευχὴ καὶ νὰ ἐπιμένῃς σ᾿ αὐτήν, μιμούμενος τὸν Κύριό μας ποὺ προσευχήθηκε στὸν Κῆπο τρεῖς φορές, γιὰ νὰ σοῦ δώσῃ παράδειγα ὥστε σὲ κάθε σου θλῖψι νὰ ἔχῃς ὡς καταφύγιο τὴν προσευχή, καὶ ὅσο λυπημένος καὶ ὀλιγόψυχος κι ἂν εἶσαι, δὲν πρέπει νὰ τὴν ἐγκαταλείπῃς, ἕως ὅτου βρῇς τὴν θέλησί σου σύμφωνη μὲ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ, καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὴν βρῇς εὐλαβῆ καὶ εἰρηνικὴ καὶ συγχρόνως μὲ πολὺ θάρρος καὶ τόλμη, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ δεχθῆ καὶ νὰ ἐναγκαλισθῆ ἐκεῖνο ποὺ προηγουμένως φοβόταν καὶ τὸ ἀπέφευγε. Διότι καὶ ὁ Κύριος ἐνῷ πρῶτα φοβόταν τὸ πάθος, μετὰ τὴν προσευχὴ ὅμως δέχθηκε θάρρος καὶ εἶπε: «Σηκωθῆτε, ἂς ἀναχωρήσουμε: νά, πλησίασε ἐκεῖνος ποὺ θὰ μὲ παραδώσῃ» (Ματθ. 26,46).


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ´

Αὐτὴ ἡ εἰρηνικὴ κατοικία οἰκοδομῆται σιγὰ σιγά

Φρόντισε, ὅπως λέχθηκε, νὰ μὴ συγχυσθῆ ποτὲ ἡ καρδιά σου, οὔτε νὰ ἀναμιχθῇ σὲ κάποια ὑπόθεσι ποὺ τὴν ἐνοχλεῖ, ἀλλὰ νὰ ἀγωνίζεσαι πάντοτε καὶ νὰ τὴν κρατᾷς εἰρηνικὴ καὶ ἀναπαυμένη. Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ σὲ βλέπει νὰ ἐνεργῇς ἔτσι καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι, θὰ οἰκοδομήσῃ μὲ τὴν χάρι του στὴν ψυχή σου μία πόλι εἰρήνης. Καὶ ἡ καρδιά σου θὰ εἶναι ἕνας οἶκος τρυφῆς (χαρᾶς), ὅπως, κατὰ κάποιον τρόπο, ἐννοεῖται ἐκεῖνο τὸ ψαλμικό: «Ἱερουσαλὴμ ποὺ οἰκοδομεῖσαι ὡς πόλις» (Ψαλμ. 121,2). Αὐτὸ μόνο θέλει ἀπὸ σένα ὁ Θεός· κάθε φορὰ ποὺ θὰ τύχη νὰ ταραχθῇς, ἀμέσως νὰ ἀλλάξης καὶ νὰ προσπαθήσῃς νὰ ἡσυχάζῃς καὶ νὰ εἰρηνεύῃς σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα καὶ τοὺς λογισμούς. Καὶ ὅπως δὲν οἰκοδομεῖται μία πόλις σὲ μία ἡμέρα, ἔτσι νὰ σκεφθῇς καὶ σύ, ὅτι, δηλαδή, σὲ μιὰ μέρα δὲν μπορεῖς νὰ ἀποκτήσῃς αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Γιατὶ αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ οἰκοδομήσῃς γιὰ τὸν Θεὸ τῆς εἰρήνης ἕναν οἶκο καὶ ἕνα σκήνωμα στὸν ὕψιστο καὶ νὰ γίνῃς ναός του. Καὶ νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ οἰκοδομήσῃ τὸν οἶκον αὐτόν. Διότι ὁ κόπος σου διαφορετικὰ θὰ ἦταν μάταιος, ὅπως λέγει καὶ τὸ γραφικό: «ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσῃ τὸν οἶκο, ἄδικα κοπίασαν ἐκεῖνοι ποὺ οἰκοδομοῦν» (Ψαλμ. 126,1). Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι τὸ βασικὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς καρδιακῆς εἰρήνης εἶναι ἡ ταπείνωσις (111) καὶ τὸ νὰ ἀποφεύγῃς, ὅσο μπορεῖς, τὶς ταραχὲς καὶ τὰ σκάνδαλα. Γιατὶ καὶ στὴ Γραφὴ βλέπουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θέλησε νὰ τοῦ κτίσῃ ναὸ καὶ κατοικία ὁ Δαβίδ, ποὺ εἶχε πολέμους καὶ ταραχὲς σχεδὸν σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ ὁ υἱός του ὁ Σολομώντας, διότι, σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομά του, παρέμενε εἰρηνικὸς βασιλιᾶς καὶ μὲ κανένα δὲν ἔκανε πόλεμο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ´

Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ κάθε τιμὴ καὶ νὰ ἀγαπᾷ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν πτωχεία τοῦ Πνεύματος, μὲ τὴν ὁποία ἀποκτᾶται ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς

Λοιπόν, ἀδελφέ, ἂν ἀγαπᾷς τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, ἀγωνίζου νὰ εἰσέλθης σ᾿ αὐτὴν ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ταπεινώσεως (γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη εἴσοδος σ᾿ αὐτὴν ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ταπείνωσι). Γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς ὅμως τὴν ταπείνωσι, πρέπει νὰ ἀγωνισθῇς καὶ νὰ κοπιάσης (καὶ ἰδιαιτέρως στὴν ἀρχή) στὸ νὰ ἀγκαλιάσης ὅλες τὶς θλίψεις καὶ ἐναντιότητες ὡς ἀγαπητές σου ἀδελφές, στὸ νὰ ἀποφεύγῃς κάθε δόξα καὶ τιμή, ἐπιθυμώντας νὰ καταφρονῆσαι ἀπὸ τὸν καθένα καὶ νὰ μὴν ὑπάρχη κανένας ποὺ νὰ σὲ ὑπερασπίζεται καὶ νὰ σὲ παρηγορῆ, παρὰ μόνον ὁ Θεός σου. Βεβαίωσε καὶ στήριξε τὸ λογισμὸ αὐτὸ στὴν καρδιά σου, ὅτι δηλαδὴ μόνον ὁ Θεός σου εἶναι τὸ καλό σου, τὸ μόνο σου καταφύγιο, καὶ ὅτι ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα εἶναι γιὰ σένα τέτοια ἀγκάθια, τὰ ὁποῖα, ἂν τὰ βάλῃς στὴν καρδιά σου, θὰ σὲ ζημιώσουν μὲ τὸν θάνατο. Ἂν σὲ ντροπιάση κάποιος, δὲν πρέπει νὰ λυπηθῇς, ἀλλὰ νὰ ὑποφέρῃς μὲ χαρὰ τὴν ντροπή, ὄντας βέβαιος ὅτι τότε ὁ Θεὸς εἶναι μαζί σου. Καὶ μὴ ζητᾶς ἄλλη τιμή, οὔτε τίποτε ἄλλο νὰ γυρεύῃς, παρὰ νὰ ὑποφέρῃς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ προξενεῖ μεγαλύτερη δόξα.

Ἀγωνίζου νὰ χαίρεσαι ὅταν κάποιος σὲ βρίσῃ ἢ σὲ ἐλέγξῃ ἢ σὲ καταφρονήσῃ, διότι κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκόνι καὶ τὴν ἀτιμία βρίσκεται κρυμμένος μεγάλος θησαυρός. Καὶ ἂν τὸν δεχθῇς μὲ τὴν θέλησί σου, γρήγορα θὰ γίνῃς πλούσιος, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζῃ οὔτε ἐκεῖνος ποὺ σοῦ προξενεῖ αὐτὸ τὸ χάρισμα, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἀτιμάζει. Μὴ ζητήσῃς ποτὲ νὰ σὲ ἀγαπᾷ κάποιος στὴ ζωὴ αὐτή, οὔτε νὰ σὲ τιμᾶ, γιὰ νὰ μπορέσῃς νὰ ἀφήνεσαι νὰ ὑποφέρῃς μαζὶ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ καὶ κανένας νὰ μὴ σὲ ἐμποδίζῃ ἀπὸ αὐτό. Νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, σὰν ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο ἐχθρὸ ποὺ ἔχεις. Μὴν ἀκολουθῇς τὴν θέλησί σου, οὔτε τὸν νοῦ σου, οὔτε τὴν γνώμη σου, ἂν θέλῃς νὰ μὴ χαθῇς. Γι᾿ αὐτὸ πάντοτε νὰ κρατᾷς τὰ ὅπλα, γιὰ νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου. Καὶ ὅταν ἡ θέλησίς σου θέλῃ νὰ κλίνῃ σὲ κάποιο πρᾶγμα, ἔστω καὶ ἅγιο, ἀπόμονωσέ την πρῶτα καὶ ἀπογύμνωσέ την καὶ τοποθέτησέ την μόνη της μπροστὰ στὸν Θεό σου, παρακαλώντας νὰ γίνῃ τὸ δικό του θέλημα καὶ ὄχι τὸ δικό σου. Καὶ αὐτὸ μὲ ἐγκάρδιες ἐπιθυμίες, χωρὶς καμμία ἀνάμιξι φιλαυτίας, γνωρίζοντας ὅτι δὲν ἔχεις τίποτε ποὺ νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, οὔτε μπορεῖς νὰ κάνῃς τίποτε.

Νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ φέρνουν μαζί τους μορφὴ ἁγιότητος καὶ ζήλου ποὺ δὲν ἔχει διάκρισι, γιὰ τὸν ὁποῖο λέγει σχετικὰ ὁ Θεός: «Νὰ προσέχετε ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες ποὺ ἔρχονται πρὸς ἐσᾶς μὲ ἐνδυμασία προβάτου, ἐνῷ ἀπὸ μέσα εἶναι λύκοι ἁρπακτικοί. Ἀπὸ τοὺς καρπούς τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσετε» (Ματθ. 7,15). Καὶ οἱ καρποί τους εἶναι ἡ ὅποια ἀνησυχία καὶ ἐνόχλησι ποὺ ἀφήνουν στὴν ψυχή. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ σὲ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν ταπείνωσι καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία, μὲ ὅποιο χρῶμα καὶ σχῆμα κι ἂν εἶναι. Αὐτὰ εἶναι οἱ ψευδοπροφῆτες, οἱ ὁποῖοι ὄντας ντυμένοι μὲ σχῆμα προβάτου, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόκρισι τοῦ ζήλου, χωρὶς διάκρισι, γιὰ νὰ ὠφελήσουν τὸν πλησίον, εἶναι πράγματι λύκοι ἁρπακτικοί, ποὺ ἁρπάζουν τὴν ταπείνωσί σου καὶ ἐκείνην τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία, ποὺ εἶναι τόσο ἀπαραίτητα σὲ ὅποιον θέλει νὰ ἔχῃ σίγουρη πρόοδο πνευματική. Καὶ ὅσο ἡ ὑπόθεσις αὐτὴ ἔχει ἐξωτερικὰ περισσότερη ἐπιφάνεια καὶ χρῶμα ἁγιότητος, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ τὸ ἐξετάζῃς, καὶ αὐτό, ὅπως λέχθηκε, πρέπει νὰ γίνεται, μὲ πολλὴ ἠρεμία καὶ ἐσωτερικὴ ἡσυχία. Ἂν ὅμως καμμία φορὰ κάτι σοῦ λείψῃ ἀπὸ αὐτά, μὴ συγχυσθῇς, ἀλλὰ ταπεινώσου μπροστὰ στὸν Θεό σου καὶ γνώρισε τὴν ἀδυναμία σου καὶ στὸ ἑξῆς νὰ γνωρίζῃς καλά, γιατὶ μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτρέπῃ ὁ Θεὸς ἴσως γιὰ νὰ ταπεινώσῃ κάποια σου ὑπερηφάνεια, ποὺ βρίσκεται κρυμμένη μέσα σου καὶ δὲν τὸ γνωρίζεις.

Ἂν πάλι αἰσθανθῇς καμμιὰ φορὰ νὰ κεντᾶται ἡ ψυχή σου ἀπὸ κάποιο δυνατὸ καὶ φαρμακερὸ ἀγκάθι, δηλαδὴ ἀπὸ κάποιο πάθος καὶ λογισμό, μὴν ταραχθῇς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ δεῖξε μεγαλύτερη προσοχή, γιὰ νὰ μὴν περάση στὰ σπλάγχνα σου. Γύρισε πίσω τὴν καρδιά σου καὶ μὲ εὐχαρίστησι βάλε τὴν θέλησί σου μέσα στὸν τόπο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἡσυχίας, φυλάττοντας καθαρὴ τὴν ψυχή σου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο θὰ βρίσκῃς πάντοτε στὰ σπλάγχνα σου καὶ στὴν καρδιά σου γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς γνώμης σου, ὄντας βέβαιος ὅτι τὸ κάθε τί συμβαίνει γιὰ νὰ σὲ δοκιμάσῃ, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ καταλάβης τὸ συμφέρον σου καὶ γιὰ νὰ εἶσαι ἄξιος του στεφάνου τῆς δικαιοσύνης, ποὺ σοῦ εἶναι ἑτοιμασμένος ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ´

Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ διατηρῆται σὲ νοερὴ μοναξιὰ καὶ ἡσυχία, γιὰ νὰ φέρῃ ὁ Θεὸς τὴν δική του εἰρήνη μέσα της

Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τῶν θεῶν καὶ Κύριος τῶν κυρίων ἔκανε τὴν ψυχή σου γιὰ κατοικία καὶ δικό του ναό, πρέπει νὰ τὴν τιμᾷς τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴν τὴν ἀφήσῃς νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ κλίνῃ σὲ ἄλλο πρᾶγμα· οἱ ἐπιθυμίες σου καὶ οἱ ἐλπίδες σου ἂς εἶναι πάντοτε στὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἂν δὲν βρῇ τὴν ψυχὴ μόνη της, δὲν θὰ ἔλθη νὰ τὴν ἐπισκεφθῆ. Αὐτὸς τὴν θέλει χωρὶς λογισμούς, ὅσο μπορεῖ: μόνην ἐντελῶς ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ πολὺ περισότερο μόνη της ἀπὸ τὴν θέλησί της. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει ἐσὺ μόνος σου καὶ χωρὶς διάκρισι νὰ σκληραγωγῆσαι, οὔτε νὰ ψάχνῃς ἀφορμὲς γὰ νὰ πάσχῃς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὲ μόνη τὴν γνώμη τῆς δικῆς σου θελήσεως, ἀλλὰ μὲ τὴν συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ σου πατρὸς ποὺ σὲ κυβερνᾷ ὡς τοποτηρητὴς τοῦ Θεοῦ, ὥστε διὰ μέσου αὐτοῦ ὁ Θεὸς διατάσσῃ καὶ ἐνεργῇ στὴ θέλησί σου ἐκεῖνο ποὺ αὐτὸς θέλει. Μὴν κάνῃς ποτὲ ἐκεῖνο ποὺ θέλεις. Ἀλλὰ ἂς κάνῃ ὁ Θεὸς ἐκεῖνο ποὺ θέλει σὲ σένα. Ἡ θέλησίς σου ἂς εἶναι πάντοτε ἐλεύθερη ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, δηλαδή, ἐσὺ νὰ μὴν θέλῃς ποτὲ κανένα πρᾶγμα, καὶ ὅταν θελήσῃς τίποτε, ἂς εἶναι τέτοιου εἴδους, ὥστε κι ἂν δὲν γίνῃ ἐκεῖνο ποὺ θέλεις, ἰδιαίτερα τὸ ἀντίθετο, νὰ μὴ λυπᾶσαι, ἀλλὰ ἂς μένη τὸ πνεῦμα σου τόσο ἥσυχο, σὰν νὰ μὴν θέλησες τίποτε.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία τῆς καρδιᾶς καὶ μοναξιά, τὸ νὰ μὴ δεσμεύεται δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦ ἢ μὲ τὴν θέλησί της σὲ κανένα πράγμα. Λοιπὸν ἂν δώσῃς στὸν Θεὸ τὴν ψυχή σου τόσο λυμένη, ἐλεύθερη καὶ μοναχή, θὰ ἰδῆς θαύματα ποὺ αὐτὸς θὰ ἐνεργήσῃ σ᾿ αὐτήν, ἐξαιρετικὰ ὅμως καὶ ἰδιαίτερα τὴν θεϊκὴ εἰρήνη, ποὺ εἶναι τὸ δῶρο ἐκεῖνο, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνῃ αἰτία νὰ χωρέσῃ ὅλα τὰ ἄλλα του χαρίσματα, ὅπως εἶπε ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (112): Ὦ θαυμαστὴ μοναξιὰ καὶ ἀπόκρυφο ταμεῖο τοῦ Ὑψίστου! Μέσα στὸ ὁποῖο μόνον αὐτὸς θέλει νὰ ἀκούγεται καὶ ὄχι ἀλλοῦ καὶ ἐκεῖ νὰ ὁμιλῇ στὴν καρδιὰ τῆς ψυχῆς σου. Ὦ ἐρημιὰ καὶ ἡσυχία ποὺ ἔγινε παράδεισος! Ἐπειδὴ μόνον σ᾿ αὐτὴν δίνει ἄδεια ὁ Θεὸς νὰ τὸν βλέπουν ἢ νὰ τοῦ ὁμιλοῦν. «Παρελθὼν ὄψομαι τί τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο», ἔλεγε ὁ Μωυσῆς, ὅταν βρισκόταν στὴν αἰσθητὴ καὶ νοητὴ ἔρημο τοῦ Σινᾶ (Ἔξοδ. 3,3). Ἀλλὰ ἐὰν καὶ σὺ θέλῃς νὰ φθάσης σ᾿ αὐτό, μπὲς στὴν γῆ αὐτὴ ἀνυπόδητος, γιατὶ εἶναι ἁγία. Ἀπογύμνωσε πρῶτα τὰ πόδια σου, δηλαδὴ τὶς διαθέσεις τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἂς μείνουν γυμνὲς καὶ ἐλεύθερες ἀπὸ κάθε γήϊνο πρᾶγμα. Μὴ βαστάσῃς, οὔτε σακκούλι, οὔτε ράβδο σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁδό, ὅπως παρήγγειλε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του (Λουκ. 10,4), διότι ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ θέλῃς κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, σὰν αὐτὰ ποὺ ζητοῦν οἱ ἄλλοι. Οὔτε νὰ ἀσπασθῇς κανένα πρόσωπο στὴν ὁδὸ αὐτή, ὅπως παρήγγειλε ὁ Ἐλισσαῖος στὸ παιδάριό του (Βασιλ. 4,29) καὶ ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του (Λουκ. 10,4), ἔχοντας ὅλο σου τὸν λογισμὸ καὶ τὴν διάθεσι καὶ τὴν ἀγάπη μόνο στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὰ κτίσματα: «ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς δικούς τους νεκρούς» (Ματθ. 8,22). Ἐσὺ προχώρα μόνος σου στὴν χώρα τῶν ζωντανῶν, καὶ ἂς μὴν ἔχῃ μερίδιο ὁ θάνατος μὲ σένα (μέρος μετὰ σοῦ ὁ θάνατος).


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ´

Ἡ φρόνησις ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, γιὰ νὰ μὴ μᾶς προκαλέσῃ ἐνόχλησι στὴν εἰρήνη αὐτή.

Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ᾖλθε νὰ βάλῃ τὴν φωτιὰ τῆς ἀγάπης του στὴ γῆ, δηλαδὴ στὴν καρδιὰ καὶ μᾶς ἔδειξε πόσο θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνάβῃ αὐτή: «Ἦλθα νὰ βάλω φωτιὰ πάνω στὴ γῆ, καὶ δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ εἶναι ἀναμμένη αὐτή» (Λουκ. 12,29). Ἔτσι (ὅθεν) ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ὅριο, ὅπως δὲν ἔχει ὅριο καὶ μέτρο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ ἀγαπᾶται, ἡ ἀγάπη ὅμως πρὸς τὸν πλησίον πρέπει νὰ ἔχῃ. Γιατὶ ἂν δὲν τὴν χρησιμοποιήσῃς μὲ τὸ μέτρο ποὺ πρέπει, μπορεῖ νὰ σὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νὰ σοῦ προξενήσῃ μεγάλη ζημία καὶ νὰ καταστρέψης τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ κερδίσῃς ἄλλους. Ναί, νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου, ἀλλὰ μέχρι τὸ σημεῖο ποὺ δὲν θὰ ζημιώσῃς τὴν ψυχή σου. Εἶσαι ὑποχρεωμένος βέβαια νὰ τοῦ δίνης τὸ καλὸ παράδειγμα, δὲν πρέπει ὅμως ποτὲ νὰ κάμνῃς κάθε πρᾶγμα μόνον γι᾿ αὐτό. Διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, δὲν θὰ ἔκαμνες τίποτε ἄλλο, παρὰ θὰ προξενοῦσες ζημία στὸν ἑαυτό σου. Νὰ κάνῃς ὅλα τὰ πράγματα σωστὰ καὶ ἅγια, χωρὶς νὰ ἀποβλέπῃς πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μόνο στὸ νὰ ἀρέσῃς στὸν Θεό.

Ταπεινώσου σὲ ὅλα σου τὰ ἔργα, καὶ θὰ καταλάβης πόσο λίγο μπορεῖς μὲ αὐτὰ νὰ ὠφελήσῃς τοὺς ἄλλους. Σκέψου ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἔχῃς τόση πολλὴ θερμότητα καὶ ζῆλο τῆς ψυχῆς σου, σὲ σημεῖο ποὺ γι᾿ αὐτὸ νὰ χάνῃς τὴν ἡσυχία καὶ τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς (113)· νὰ διψᾷς πολὺ καὶ νὰ ἐπιθυμῇς δυνατὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὴν ἀλήθεια, ὅπως τὴν καταλαβαίνεις καὶ τὴν ἐννοεῖς ἐσύ, καὶ νὰ μεθύσουν ἀπὸ τὸ κρασὶ ἐκεῖνο ποὺ ὑπόσχεται καὶ χαρίζει στὸν καθένα ὁ Θεὸς χωρὶς πληρωμή: «Καὶ θὰ ἀγοράσετε χωρὶς χρήματα κρασὶ καὶ λίπος» (Ἡσ. 55,1). Αὐτὴν τὴν δίψα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ πλησίον πρέπει νὰ τὴν ἔχῃς πάντοτε. Ἀλλὰ πρέπει νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχεις πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἀδιάκριτο ζῆλο σου. Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ φυτέψη τὴν ἀγάπη αὐτὴν στὴ νοητὴ μοναξιὰ τῆς ψυχῆς σου, καὶ ὅταν θέλῃ, νὰ συγκεντρώσῃ τὸν καρπό. Ἐσὺ ἀπὸ μόνος σου μὴν σπείρῃς τίποτε, ἀλλὰ πρόσφερε στὸν Θεὸ τὴν γῆ τῆς ψυχῆς σου ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ἀπὸ κάθε πρᾶγμα, καὶ αὐτὸς τότε, ὅπως θέλει, θὰ σπείρῃ μέσα της τὸν σπόρο, καὶ ἔτσι θὰ καρποφορήσῃ.

Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε ὅτι ὁ Θεὸς θέλει τὴν ψυχή σου αὐτὴν μόνη καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε δεσμό, γιὰ νὰ τὴν ἑνώσῃ μὲ τὸν ἑαυτό του. Μόνον ἄφησέ τον νὰ σὲ ἐκλέξῃ καὶ μὴ τὸν ἐμποδίσῃς μὲ τὸ ἐλεύθερο αὐτεξούσιο ποὺ ἔχεις. Νὰ κάθεσαι χωρὶς νὰ ἔχῃς κανένα λογισμὸ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πρέπει νὰ ἀρέσῃς τὸν Θεό, ἀναμένοντας νὰ σὲ καλέσουν γιὰ νὰ ἐργάζεσαι. Γιατὶ ὁ οἰκοδεσπότης ἤδη βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ ψάχνει νὰ βρῇ ἐργάτες γιὰ τὸ ἀμπέλι του, σύμφωνα μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Διῶξε μακριά σου κάθε φροντίδα καὶ λογισμό, ἀπογυμνώσου ἀπὸ κάθε μέριμνα τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ ἀπὸ κάθε ἀγάπη γιὰ τὰ πρόσκαιρα πράγματα, γιὰ νὰ σὲ ντύσῃ ὁ Θεὸς μόνος του καὶ νὰ σοῦ χαρίσῃ ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φαντασθῇς. Λησμόνησε ὅσο μπορεῖς ἐντελῶς τὸν ἑαυτό σου καὶ ἂς ζῇ στὴν ψυχή σου μόνον ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἀκόμη μὲ κάθε φροντίδα πρέπει νὰ καταπραύνης τὸν ζῆλο καὶ τὴν θέρμη ποὺ ἔχεις γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ σὲ φυλάη ὁ Θεὸς μὲ κάθε εἰρήνη καὶ γαλήνη. (Στοχάσου) Φρόντισε νὰ μὴ στερηθῆ ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὸ δικό της κεφάλαιο (ποὺ εἶναι ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς), γιὰ νὰ τὸ βάλη χωρὶς διάκρισι στὴ θέσι τῶν ἄλλων. Διότι μόνη πανήγυρις κατὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐμπορεύεσαι γιὰ νὰ γίνῃς πλούσιος, εἶναι ἡ ὑποταγὴ τῆς ψυχῆς σου στὸν Θεό, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε πρᾶγμα. Πλὴν ὅμως καὶ αὐτὸ νὰ τὸ κάνῃς χωρὶς νὰ τὸ ἀποδίδῃς στὸν ἑαυτό σου ἢ νὰ ἔχῃς τὴν ἐντύπωσι ὅτι κάνεις κάποιο πρᾶγμα, γιατὶ ὁ Θεὸς τὰ κάνει ὅλα καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου δὲν θέλει τίποτε, παρὰ νὰ ταπεινώνεσαι μπροστά του καὶ νὰ τοῦ προσφέρῃς ἐλεύθερη ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ἐπίγεια τὴν ψυχή σου, ἐπιθυμώντας μέσα σου νὰ γίνεται σὲ ὅλα στὴν τελειότητα καὶ γιὰ ὅλα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ´

Ἡ ψυχὴ ἀφοῦ ἀπογυμνωθῆ ἀπὸ τὴν θέλησί της, πρέπει νὰ στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ

Ἐλπίζοντας, ἀδελφέ, στὸν ἴδιο τὸν Θεό, ποὺ σὲ προσκαλεῖ λέγοντας: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11,29), δηλαδὴ ἐλᾶτε ὅλοι ἐσεῖς ποὺ εἶσθε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, σ᾿ αὐτὸ τὸ κάλεσμα λέγω τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀκολουθῇς προσμένοντας τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ρῖξε τὸν ἑαυτό σου ἀποφασιστικὰ μὲ κλεισμένα μάτια στὸ πέλαγος τῆς θείας προνοίας καὶ τῆς αἰώνιας εὐδοκίας, σὲ τρόπο ποὺ νὰ φέρεσαι σὰν ἄψυχο ἀντικείμενο μόνον ἀπὸ τὰ δυνατώτατα κύματα τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ προβάλῃς κάποια ἀντίστασι σ᾿ αὐτὰ μὲ τὴν δική σου θέλησι, γιὰ νὰ μεταφερθῇς στὸ λιμάνι τῆς τελειότητος καὶ σωτηρίας σου. Κάνοντάς το λοιπὸν αὐτὸ πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, ἀγωνίσου καὶ φρόντισε μὲ ὅση ἀσφάλεια μπορεῖς, ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερική, νὰ πλησιάσῃς μὲ ὅλες σου τὶς ψυχικὲς δυνάμεις, στὶς πράξεις ἐκεῖνες ποὺ σὲ παρακινοῦν νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Θεό, καὶ αὐτὲς εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ παντοτινὴ μνήμη τοῦ γλυκυτάτου ὀνόματός του, τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἡ θερμὴ εὐλάβεια καὶ χαρὰ πρὸς αὐτὸν καὶ τὰ ἄλλα πνευματικὰ ἔργα. Καὶ αὐτὲς οἱ πράξεις ἂς γίνωνται πάντοτε χωρὶς τὴν βία καὶ τὴν καταπίεσι τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ μὴ σὲ ἀδυνατίσουν μέσῳ τῶν ἀδιάκριτων καὶ ἐνοχλητικῶν γυμνασμάτων καὶ ἴσως σὲ σκληρύνουν καὶ σὲ κάνουν ἄτομο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῆ καὶ νὰ χωρέσῃ κάτι πνευματικὸ μέσα του. Γι᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα δέξου καὶ τὴν συμβουλὴ τῶν ἐμπείρων καὶ προπάθησε νὰ συνηθίζῃς πάντοτε νὰ βρίσκεσαι μὲ ἐπιθυμία στὴν μνήμη τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, καὶ στὴν θεωρία τῶν συνεχῶν καὶ ἀξιαγάπητων εὐεργεσιῶν του. Καὶ νὰ δέχεσαι μὲ ταπείνωσι τὶς σταγόνες καὶ γλυκύτητες ποὺ θὰ κατεβοῦν στὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη ἀγαθότητά του. Ὅλα αὐτά, καὶ ἰδιαιτέρως τὰ δάκρυα (114), μὴν τὰ ψάχνῃς ἐσὺ μὲ τὴν βία, ἀλλὰ παράμενε ἥσυχος στὴν ἐσωτερική σου μοναξιά, παρακαλώντας γι᾿ αὐτὰ καὶ προσμένοντας νὰ γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος σοῦ τὰ δώσῃ, τότε θὰ εἶναι γλυκὰ καὶ καρποφόρα χωρὶς δικό σου κόπο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ τὰ δεχθῇς μὲ κάθε εὐχαρίστησι. Καὶ περισότερο ἀπὸ ὅλα μὲ κάθε ταπείνωσι. Τὸ δὲ κλειδὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἀνοίγονται τὰ ἀπόκρυφα ταμεῖα τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν τῆς γνώσεως καὶ τῆς θείας ἀγάπης, εἶναι τὸ νὰ γνωρίζῃς νὰ ἀπαρνῆσαι τὸν ἑαυτό σου σὲ κάθε καιρὸ καὶ σὲ κάθε περίπτωσι. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο κλειδὶ κλείνει καὶ ἡ θύρα τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς ψυχρότητος ποὺ εἴχαμε μέχρι τότε.

Ὅσο μπορεῖς, νὰ ἀγαπᾷς νὰ στέκεσαι μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄκουγε ἐκεῖνο ποὺ θὰ σοῦ λέγει ὁ Θεός. Πρόσεχε, οἱ ἐχθροί σου (ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶσαι ἐσὺ ὁ ἴδιος) νὰ μὴ σοῦ ἐμποδίσουν αὐτὴν τὴν ἁγία σιωπή. Καὶ ὅταν ἐσὺ ζητᾷς μὲ τὸ νοῦ σου νὰ βρῇς τὸν Θεὸ γιὰ ν᾿ ἀναπαυθῇς σ᾿ αὐτόν, μὴ ζητᾷς τόπους καὶ σύνορα μὲ τὴν ἀδύνατη καὶ στενὴ φαντασία σου (115). Γιατὶ αὐτὸς εἶναι ἀσύγκριτα ἄπειρος καὶ βρίσκεται παντοῦ σὲ ὅλα, μᾶλλον ὅλα τὰ πράγματα βρίσκονται σ᾿αὐτόν. Ἐσὺ θὰ τὸν βρῇς μέσα στὴν ψυχή σου (116) κάθε φορὰ ποὺ πράγματι θὰ τὸν ἀναζητήσῃς, δηλαδὴ γιὰ νὰ βρῇς μόνον αὐτὸν καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό σου. Διότι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ βρίσκεται μὲ μᾶς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, ὅπως προείπαμε, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ ἀντάξιους τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀπὸ ἐμᾶς κάποια ἀνάγκη.

Ὅταν διαβάζῃς ἢ μελετᾷς τὶς Ἅγιες Γραφές, μὴν τὸ κάνῃς αὐτὸ μόνο γιὰ νὰ τὶς ξεφυλλίζῃς, ἀλλὰ στὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ θὰ βρῇς κατάνυξι ἢ ἀγάπη θεϊκὴ ἢ πνευματικὴ χαρά, ἐκεῖ νὰ σταματήσῃς καὶ νὰ ἀπολαύσῃς τὸν Θεὸ μὲ κάθε τρόπο ποὺ αὐτὸς θέλει νὰ ἐπικοινωνήσῃ μαζί σου. Καὶ ἂν ἐγκαταλείψῃς νὰ μελετήσῃς ἐκεῖνο ποὺ εἶχες προγραμματίσει, μὴν ἀνησυχήσῃς γι᾿ αὐτό, διότι ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν τῶν ἀσκήσεων εἶναι νὰ ἀπολαύσῃς τὸν Θεό. Μὲ γνώμη ὅμως νὰ μὴν ἐπιλέξης ὡς κύριο σκοπό σου αὐτὴν τὴν παρόμοια ἀπόλαυσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καλύτερα, γιὰ νὰ ἀγαπήσῃς τὸ ἅγιο θέλημά του, ἐπιθυμώντας νὰ μιμηθῇς τὰ ἔργα του σὲ ὅ,τι μπορεῖς. Ἔτσι, ὅταν βρῇς ἐσὺ τὸν σκοπό, δὲν πρέπει νὰ φροντίζῃς πλέον γιὰ τὰ μέσα τὰ ὁποῖα ὑποδεικνύονται, ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκτηθῆ αὐτὸς ὁ σκοπός. Παρόμοια καὶ ὅταν μελετᾷς κάποιο ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ ἢ κάποιο ἀπὸ τὰ ἔργα του, σὲ ἐκεῖνο ποὺ κατανύγεσαι περισσότερο, σὲ ἐκεῖνο νὰ σταματήσῃς, καὶ νὰ μελετήσῃς τὸν περισσότερο καιρό. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπόδια τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἡσυχίας, ἀδελφέ, εἶναι τὸ νὰ φροντίζῃς καὶ νὰ ἀναγκάζῃς τὸν λογισμό σου ὅτι πρέπει νὰ διαβάσης κάθε μέρα τόσα καθίσματα τοῦ Ψαλτηρίου, τόσα κεφάλαια ἀναγνώσεως ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ἢ τὶς Ἐπιστολές, καὶ νὰ ταράσσεσαι ἂν δὲν τὰ περάσης μόνο, χωρὶς νὰ φροντίζῃς νὰ κατανυχθῇ ἡ καρδιά σου ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διαβάζεις ἢ νὰ λάβη ὁ νοῦς σου κάποιο πνευματικὸ νόημα (117), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ νὰ ἀναζητᾷς τὸν Θεὸ φεύγοντας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ θέλῃς νὰ ὑπηρετήσῃς τὸν Θεό, χωρὶς νὰ κάνῃς τὸ θέλημά του.

Ἂν πράγματι ἐπιθυμῇς στὴ ζωὴ αὐτὴ νὰ ζήσῃς ἐνάρετα καὶ νὰ φθάσῃς στὸ τέλος ποὺ ἐπιθυμεῖς, μὴν ἔχῃς ἄλλο σκοπὸ παρὰ νὰ βρῇς τὸν Θεό· καὶ ὅπου θέλει αὐτός, ἐκεῖ ἂς φανερωθῆ. Καὶ τότε ἐγκατάλειψε τὸ κάθε πρᾶγμα καὶ μὴ προχωρᾷς μπροστὰ πλέον, ὅπου ἐσὺ δὲν ἔχεις θέλημα· ἀλλὰ λησμόνησε κάθε ἄλλο καὶ νὰ ἀναπαύεσαι μόνο στὸν Θεό σου· καὶ πάλι ὅταν θέλῃ ἡ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ νὰ κρυφθῆ καὶ νὰ μὴ σοῦ φανερωθῆ πλέον μὲ τὸν τρόπο ἐκεῖνον, τότε μπορεῖς πάλι νὰ ἐπιστρέψης καὶ νὰ τὸν γυρεύῃς ἀκολουθώντας τὰ γυμνάσματά σου καὶ πάλι μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ τὴν ἴδια ἐπιθυμία, δηλαδὴ διὰ μέσου αὐτῶν νὰ βρῇς αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾷς καὶ βρίσκοντάς τον, νὰ κάνῃς αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἐγκαταλείποντας κάθε πρᾶγμα καὶ ἀναπαυόμενος μόνο στὸν Θεό, γνωρίζοντας καλὰ ὅτι τότε ἐκπληρώνεται ἡ ἐπιθυμία του. Καὶ νὰ γνωρίζῃς καλὰ καὶ τὸ ἑξῆς, ὅτι δηλαδὴ πολλὰ πνευματικὰ πρόσωπα δὲν ἔχουν καρπὸ πνευματικὸ καὶ ἡσυχία, διότι αὐξάνουν τόσο πολὺ τὶς πνευματικές τους ἀσκήσεις καὶ νομίζουν ὅτι δὲν κάνουν τίποτε, ἂν δὲν τὰ τελειώσουν ὅλα, τοποθετώντας σ᾿ αὐτὸ τὴν τελειότητα καὶ γινόμενοι ἰδιόρρυθμοι καὶ ἀκολουθοῦν ἔτσι τὴν θέλησί τους: βασανίζονται οἱ ταλαίπωροι καὶ πολὺ κοπιάζουν, ποτὲ ὅμως δὲν φθάνουν στὴν ἀληθινὴ ἀνάπαυσι καὶ ἐσωτερικὴ ἡσυχία, στὴν ὁποία ἀληθινὰ βρίσκεται καὶ ἀναπαύεται ὁ Θεός.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ´

Δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ζητᾷ τροφὲς οὔτε κάτι ποὺ προξενεῖ ὄρεξι, ἀλλὰ μόνον τὸν Θεὸ

Νὰ διαλέγῃς πάντοτε τὰ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις καὶ νὰ ἀγαπᾷς νὰ ἔχῃς χαρὰ μερικῶν φιλιῶν καὶ ὑπερασπίσεων ποὺ δὲ σοῦ προξενοῦν καμμία ὠφέλεια στὴν ψυχὴ καὶ νὰ χαίρεσαι νὰ εἶσαι ὑπὸ τὴν ἐξουσία ἄλλων καὶ νὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὴν θέλησι ἄλλων. Τὸ κάθε τί πρέπει νὰ σοῦ γίνεται αἰτία καὶ λόγος νὰ πορεύεσαι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ κανένα πρᾶγμα νὰ μὴν σὲ ἐμποδίζῃ ἀπὸ τὸν δρόμο αὐτόν. Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ χαρά σου, δηλαδὴ τὸ κάθε πρᾶγμα γιὰ σένα νὰ ἀποτελῇ πικρία καὶ μόνο ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἡ ἀνάπαυσίς σου. Ὅλα σου τὰ βάσανα νὰ τὰ ἀναφέρῃς στὸν Θεό. Ἀγάπα τον καὶ πρόσφερέ του ὅλη σου τὴν καρδιὰ χωρὶς κανένα φόβο καὶ αὐτὸς θὰ βρῇ τρόπο νὰ σοῦ διαλύσῃ ὅλες τὶς ἀμφιβολίες καὶ νὰ σὲ ἀνορθώσῃ καὶ ἂν ἀκόμη ἔπεσες. Τελειώνοντας σοῦ λέγω ἐν συντομίᾳ: Ἂν ἐσὺ ἀγαπᾷς τὸν Θεό, θὰ λάβης κάθε μισθό. Πρόσφερε τὸν ἑαυτό σου σ᾿ αὐτὸν τὸν Θεὸ ὡς θυσία μὲ εἰρήνη καὶ μὲ ἠρεμία πνευματική. Γιὰ νὰ συνεχίσῃς ὅμως καλύτερα τὴν πορεία καὶ νὰ παραμείνης χωρὶς κούρασι καὶ ταραχή, πρέπει σὲ κάθε σου βῆμα νὰ παραχωρῇς τὴν θέλησί σου στὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅσο περισσότερο τὴν ὑποτάσσεις, τόσο περισσότερο θὰ λάβης. Ἡ θέλησίς σου πρέπει νὰ εἶναι διατεθειμένη μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ θέλῃς κάθε τί ποὺ θὰ τὸ θέλῃ καὶ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μὴ θέλῃς τίποτε, ἂν δὲν τὸ θέλῃ ὁ Θεός. Πάντοτε καὶ σὲ κάθε σου ὑπόθεσι νὰ ἀνανεώνῃς τὴν πρόθεσι καὶ ἀπόφασι τῆς ψυχῆς σου, τὸ νὰ εἶσαι δηλαδὴ ἀρεστὸς στὸν Θεό. Πρόσεξε νὰ μὴν ἀποφασίσῃς ποτὲ γιὰ κανένα σου πρᾶγμα ποὺ πρόκειται νὰ ἀκολουθήσῃ ἔξω ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὥρα στὴν ὁποία βρίσκεσαι, διότι δὲ γνωρίζεις τί θὰ προκύψη τὴν ἑπόμενη ἡμέρα» (Παρ. 27,1), ἀλλὰ νὰ κρατᾷς ἐλεύθερο τὸν ἑαυτό σου. Δὲν ἐμποδίζεται ὅμως κανένας γι᾿ αὐτὸ νὰ προσέχῃ μὲ φρόνιμη ἐπιμέλεια σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ χρειάζεται, σύμφωνα μὲ τὴν θέσι καὶ τὸ ἐπάγγελμά του. Διότι αὐτὴ ἡ προσοχὴ καὶ φροντίδα εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ἐμποδίζει τὴν εἰρήνη, οὔτε τὴν ἀληθινὴ Πνευματικὴ πρόοδο. Σὲ ὅλες σου τὶς ὑποθέσεις νὰ ἀποφασίσῃς νὰ κάνῃς ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖς καὶ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ κάνῃς, καὶ μὴν ἐνδιαφέρεσαι καὶ ἀσχολῆσαι σὲ ὅ,τι συμβαίνει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖς νὰ κάνῃς πάντοτε, εἶναι τὸ νὰ προσφέρῃς τὴν θέλησί σου στὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἐπιθυμῇς περισσσότερα, ἔχοντας πάντοτε τὴν ἐλευθερία αὐτὴ καὶ ὄντας ξεκομμένος ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη (τὸ ὁποῖο μπορεῖς νὰ ἔχῃς σὲ κάθε καιρὸ καὶ σὲ κάθε τόπο), θὰ χαίρεσαι τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία. Στὴν εἰρήνη αὐτὴ τοῦ Πνεύματος συνίσταται τὸ μεγάλο ἐκεῖνο καλὸ ποὺ ἐσὺ ἀκοῦς ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφές, καὶ ἡ ὁποία ἐλευθερία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ παραμονὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου στὸν ἑαυτό του, χωρὶς νὰ ἐξαπλώνῃ ἢ νὰ ἐπιθυμῇ νὰ ψάχνῃ κάποιο πρᾶγμα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὥστε ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖο ἐσὺ θὰ παραμένῃς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐλεύθερος, θὰ ἀπολαμβάνῃς συγχρόνως καὶ ἐκείνην τὴν θεϊκὴ καὶ ἀνεκδιήγητη χαρά, ποὺ εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι μέσα μας, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος· «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σας» (Λουκ. 17,21).


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ´

Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀνησυχῇ καὶ ὅταν ἀκόμη αἰσθάνεται μέσα του κάποια ἀντίστασι γιὰ τὴν εἰρήνη ποὺ προαναφέραμε

Νὰ γνωρίζῃς ὅτι πολλὲς φορὲς θὰ αἰσθανθῇς τὸν ἑαυτό σου νὰ ἐνοχλῆται καὶ νὰ λείπῃ ἀπὸ μέσα του αὐτὴ ἡ ἁγία εἰρήνη καὶ γλυκειὰ μοναξιὰ καὶ ἀγαπητὴ ἐλευθερία, καὶ μερικὲς φορὲς μπορεῖ νὰ σηκωθῆ ἀπὸ τὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς σου μία σκόνη, ποὺ θὰ σὲ ἐνοχλήσῃ στὴν πορεία ποὺ πρόκειται νὰ ἐκτελέσῃς. Καὶ αὐτὸ σοῦ τὸ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ μεγαλύτερο καλό σου. Θυμήσου ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πόλεμος ἀπὸ τὸν ὁποῖον οἱ ἅγιοι ἔλαβαν τὰ στεφάνια τῶν μεγάλων μισθῶν. Σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σὲ συγχίζουν πρέπει νὰ πῇς: «Κύριέ μου, βλέπῃς ἐδῶ τὸν δοῦλο σου, ἂς γίνῃ σὲ μένα τὸ θέλημά σου. Γνωρίζω καὶ τὸ ὁμολογῶ ὅτι ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων σου παραμένει πάντοτε σταθερὴ καὶ οἱ ὑποσχέσεις σου εἶναι ἀψευδεῖς καὶ σ᾿ αὐτὲς ἐλπίζω. Ἐγὼ παραμένω μόνον γιὰ σένα». Εὐτυχισμένη, βέβαια, εἶναι ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ προσφέρεται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὸν Κύριό της, κάθε φορὰ ποὺ ἐνοχληθῆ ἢ συγχισθῆ. Καὶ ἂν παραμείνη ὁ πόλεμος αὐτὸς καὶ δὲν μπορέσῃς ἔτσι γρήγορα, ὅπως θέλεις νὰ ἑνώσῃς τὸ θέλημά σου μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὴν δειλιάσης γι᾿ αὐτὸ οὔτε νὰ λυπηθῇς. Ἀλλὰ συνέχισε νὰ προσφέρῃς τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ προσκυνᾷς καὶ θὰ νικήσῃς. Ρῖξε μία ματιὰ καὶ στὸν κῆπο ποὺ ἦταν ὁ Χριστός σου καὶ ποὺ τὸν ἀποστρεφόταν ἡ ἀνθρωπότητα λέγοντας: «Πατέρα, ἂν εἶναι δυνατό, ἂς παρέλθη τὸ ποτήριο αὐτὸ ἀπὸ ἐμένα». Ἀλλὰ ἀμέσως διέταξε νὰ βάλῃ τὴν ψυχή του σὲ μοναξιὰ καὶ μὲ ἕνα θέλημα ἁπλὸ καὶ ἐλεύθερο ἔλεγε μὲ πολὺ βαθειὰ ταπείνωσι: «ἀλλὰ ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλὰ ὅπως Ἐσύ» (Ματθ. 26,39).

Ὅταν βρίσκεσαι σὲ κάποια δυσκολία, μὴν ὑποχωρήσῃς καθόλου, ἂν δὲν ὑψώσῃς πρῶτα τὰ μάτια σου στὸ Χριστό, πάνω στὸ σταυρό, καὶ θὰ δῇς τυπωμένο ἐκεῖ μὲ μεγάλα γράμματα ὅτι κι ἐσὺ πρόκειται νὰ ὁδηγηθῇς στὴν θλῖψι ἐκείνη· καὶ τὸν τύπο αὐτὸν ἀντέγραψέ τον μὲ τὰ ἔργα στὸν ἑαυτό σου, καὶ ὅταν καμμιὰ φορὰ ἐνοχληθῇς ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου, μὴν δειλιάσης, οὔτε νὰ χωρισθῇς ἀπὸ τὸ σταυρό, ἀλλὰ τρέξε σὲ προσευχὴ καὶ δεῖξε ὑπομονὴ στὴν ταπείνωσι, μέχρις ὅτου νικήσῃς τὴν θέλησί σου καὶ θελήσῃς νὰ γίνῃ σὲ σένα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ ἀναχωρήσῃς ἀπὸ τὴν προσευχή, συγκεντρώνοντας μόνον τὸν καρπὸν αὐτόν, νὰ σταθῇς χαρούμενος. Ἀλλὰ ἂν δὲν ἔφθασε σ᾿ αὐτὸ ἡ ψυχή σου, ἀκόμη παραμένει νηστικὴ καὶ χωρὶς τὴν τροφή της. Ἀγωνίζου ὥστε νὰ μὴν κατοικήσῃ στὴν ψυχή σου κανένα ἄλλο πρᾶγμα, οὔτε γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα, παρὰ μόνον ὁ Θεός. Μὴν λυπᾶσαι καὶ μὴν πικραίνεσαι γιὰ κανένα πράγα, οὔτε νὰ παρατηρῇς τὶς πονηριὲς καὶ τὰ κακὰ παραδείγματα τῶν ἄλλων, ἀλλὰ ἂς εἶσαι σὰν ἕνα μικρὸ παιδί, ποὺ δὲν ὑποφέρει ἀπὸ καμμία ἀπὸ τὶς πικρίες αὐτές, ἀλλὰ τὰ ξεπερνᾷ ὅλα χωρὶς καμμία βλάβη.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ´

Ποιά εἶναι ἡ ἐπιμέλεια τὴν ὁποία ἔχει ὁ διάβολος γιὰ νὰ ἐνοχλήσῃ τὴν εἰρήνη αὐτὴ τῆς ψυχῆς μας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὶς πανουργίες καὶ τὶς ἀπάτες του

Συνηθίζει ὁ ἐχθρός μας διάβολος νὰ χαίρεται σὲ κάθε μας σύγχισι καὶ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς μας, ὅπως χαίρεται ὁ λύκος κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χειμῶνα καὶ τῆς ἀνεμοταραχῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ καταρουφᾷ τὶς ψυχές μας καὶ νὰ τὶς κάνῃ, ὅσο μπορεῖ, νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἁπλότητα· ἀκόμη νὰ ἀποδίδουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ στὴν φροντίδα μας κάποια ὑπόληψι καὶ νὰ μὴν βλέπουμε τὸ ἔργο τῆς θείας καὶ λεγομένης προκαταρκτικῆς θείας χάριτος, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως λέγει καὶ ὁ Παῦλος: «Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πῇ τὸν Κύριο, Ἰησοῦ, παρὰ μόνον ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α´ Κορ. 12,3). Καὶ ἂν μποροῦμε νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν χάρι αὐτὴ μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησί μας, δὲν μποροῦμε ὅμως πάλι νὰ τὴν δεχθοῦμε χωρὶς αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν χάρι, σὲ τρόπο ὥστε, ἂν κάποιος δὲν τὴν δεχθῆ, αἴτιος εἶναι ὁ ἴδιος· ἂν ὅμως κατορθώσῃ καὶ τὴν δεχθῆ, τότε δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κανένα ἔργο χωρὶς τὴν χάρι αὐτὴ ποὺ δίνεται ἀρχικὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Προσπαθεῖ λοιπὸν ὁ ἐχθρὸς νὰ μᾶς κάνῃ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ νομίζῃ κανεὶς ὅτι δείχνει μεγαλύτερη ἐπιμέλεια ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ δείχνει καλύτερη διάθεσι γὰ νὰ δέχεται τὰ χαρίσατα τοῦ Θεοῦ· καὶ κατόπιν προσπαθεῖ ὁ ἐχθρὸς νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος τὰ καλὰ ἔργα μὲ ὑπερηφάνεια, χωρὶς νὰ σκεφθῆ τὴν ἀδυναμία του, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δέχεται τὸν λογισμὸ νὰ καταφρονῇ τοὺς ἄλλους. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ σὺ ἂν δὲν δείχνῃς μεγάλη προσοχὴ καὶ δὲν ἀλλάξης γρήγορα, ὥστε νὰ ντραπῆς καὶ νὰ ταπεινωθῇς καὶ νὰ καταφρονήσῃς τὸν ἑαυτό σου, ὅπως εἴπαμε, θὰ σὲ κάνῃ νὰ πέσῃς σὲ ὑπερηφάνεια σὰν τὸν Φαρισαῖο ποὺ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ ὁποῖος ἐκαυχάτο γιὰ τὰ καλά του ἔργα καὶ ἔκρινε τὰ κακὰ ἔργα τῶν ἄλλων.

Κι ἂν ὁ ἐχθρὸς μία φορὰ σὲ κυριεύσῃ μὲ τὴν θέλησί σου, σίγουρα κατόπιν θὰ σὲ κυριεύσῃ πολλὲς φορές, καὶ θὰ σὲ γκρεμίσῃ σὲ κάθε εἴδους κακία. Καὶ ἔτσι θὰ πάθης μεγάλη ζημία καὶ θὰ κινδυνεύσῃς πολύ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς παρήγγειλε καὶ ὁ Κύριος νὰ ἀγρυπνοῦμε καὶ νὰ προσευχώμαστε: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26,41).

Εἶναι λοιπὸν ἀπαραίτητο νὰ προσέχῃς, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο, μὲ κάθε λεπτομέρεια γιὰ νὰ μὴ σὲ κάνῃ ὁ ἐχθρὸς καὶ χάσης ἕναν τόσο μεγάλο θησαυρό, ὅπως εἶναι ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γαλήνη τῆς ψυχῆς. Γιατὶ μὲ κάθε του δύναμι προσπαθεῖ νὰ διώξη ἀπὸ μέσα σου αὐτὴ τὴν ἀνάπαυσι καὶ τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ νὰ κάνῃ τὴν ψυχὴ νὰ ζῇ μὲ ἀνησυχία καὶ σύγχυσι, πρᾶγμα στὸ ὁποῖο, γνωρίζει αὐτὸς ὅτι βρίσκεται ὅλη της ἡ ζημία καὶ ἡ καταστροφή. Διότι ὅταν μία ψυχὴ εἶναι εἰρηνικὴ τὸ κάθε της πρᾶγμα τὸ κάνει μὲ εὐκολία, κάμνει καὶ πολλὰ ἔργα καὶ καλὰ ὅλα, ὑπομένει μὲ τὴν θέλησί της καὶ εὔκολα ἀνθίσταται σὲ ὅ,τι τῆς συμβῇ. Ἀντίθετα, ἂν εἶναι συγχισμένη καὶ ἀνήσυχη, κάνει λίγα ἔργα καὶ αὐτὰ ἀτελῆ σε μεγάλο βαθμό, κουράζεται εὔκολα καὶ τελικὰ ζῇ ἕνα μαρτύριο χωρὶς ὄφελος. Γι᾿ αὐτὸ ἐσύ, ἂν θέλῃς νὰ νικήσῃς καὶ νὰ μὴ χαλάση ὁ ἐχθρὸς τὸ ἐμπόρευμά σου, πρέπει νὰ προσέχῃς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, νὰ μὴν ἐπιτρέψης νὰ ταραχθῆ ἡ ψυχή σου καὶ νὰ μὴν δεχθῇς νὰ παραμείνη συγχισμένη οὔτε μία στιγμή. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ φυλάγεσαι καλύτερα ἀπὸ τὶς πανουργίες καὶ τὶς ἀπάτες στὸ συμβὰν αὐτό, κράτησε ὡς βέβαιο κανόνα τὸ ἑξῆς· ὅτι κάθε λογισμὸς ποὺ σὲ χωρίζει καὶ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ γενικὰ ἀπὸ ὅλη τὴν ἐλπίδα σου στὸν Θεό, εἶναι ἕνας φοβερὸς ἄγγελος τοῦ ᾅδη, καὶ σὰν τέτοιον πρέπει νὰ τὸν ἀπομακρύνῃς καὶ μὴν τὸν δέχεσαι οὔτε νὰ τὸν ἀκοῦς. Γιατὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ τὸ νὰ ἑνώνῃ σὲ κάθε περίπτωσι τὶς ψυχὲς πάντοτε καὶ μὲ κάθε ἀφορμὴ μὲ τὸν Θεό, ζεσταίνοντας καὶ δυναμώντάς τις στὴν γλυκειά του ἀγάπη καὶ βάζοντας μέσα τους νέα πεποίθησι καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό· ἐνῷ τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο.

Ἐπειδὴ αὐτὸς χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ μέσα καὶ τοὺς τρόπους ποὺ μπορεῖ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτόν, δηλαδή, βάζει στὴν καρδιὰ φόβο παραπάνω ἀπὸ τὸν κανονικό, αὐξάνει τὴν συνηθισμένη ἀδυναμία τῆς ψυχῆς, δὲν ἀφήνει νὰ διατεθῆ οὔτε νὰ γλυκαθῆ ἡ ψυχὴ ὅπως πρέπει, οὔτε στὴν ἐξομολόγησι, οὔτε στὴν θεία μετάληψι, οὔτε στὴν προσευχή, ἀλλὰ τὴν κάνει νὰ μεταχειρίζεται ὅλα αὐτὰ χωρὶς θάρρος, χωρὶς ἀγάπη, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ σύγχισι. Τὴν ἔλειψι τῆς αἰσθητικῆς εὐλάβειας καὶ τὴν στέρησι τῆς ἐσωτερικῆς γλυκύτητος, ποὺ συμβαίνει πολλὲς φορὲς στὴν προσευχὴ καὶ στὰ ἄλλα γυμνάσματα, κάνει τὴν ψυχὴ νὰ τὰ δέχεται μὲ μία ἀνυπόμονη λύπη, δίνοντάς της νὰ ἐννοῇ ὅτι αὐτὸ γίνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ νὰ τὴν δοκιμάση, ἀλλὰ ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὅλα της τὰ ἔργα εἶναι χαμένα καὶ εἶναι καλύτερα νὰ ἐγκαταλείψη τὶς πνευματικές της ἀσκήσεις. Καὶ στὸ τέλος τὴν κάνει νὰ ἔλθη σὲ τόση μεγάλη σύγχισι καὶ ἀπελπισία, ὥστε νὰ νομίζῃ πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνῃ, εἶναι ἐντελῶς ἀνώφελο γενικὰ καὶ χωρὶς καρπό. Ἔτσι αὐξάνει μέσα της ὁ φόβος καὶ ἡ λύπη, καὶ νομίζει ὅτι ὁ Θεὸς τὴν ἐγκατέλειψε. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια. Διότι ἂν δοκιμάζῃ ἡ ψυχὴ ξηρασία καὶ ἔλλειψι τῆς πνευματικῆς γλυκύτητας, μπορεῖ ὅμως πάντοτε νὰ κάμνῃ ἀναρίθμητα καλὰ ἔργα, ἀκολουθώντας μόνον τὴν ἁπλὴ πίστι καὶ ἔχοντας ὑπομονὴ καὶ καρτερία στὸ νὰ κάνῃ τὸ καλό, ὅπως μπορεῖ. Ἔτσι καὶ γιὰ νὰ τὸ καταλάβης καὶ σὺ καλύτερα αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ μή σου γίνῃ αἰτία βλάβης τὸ καλὸ ἐκεῖνο καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ πρόκειται νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς μὲ τὴν στέρησι τῆς παρόμοιας εὐλαβείας καὶ γλυκύτητας, θὰ τοποθετήσω στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο τὰ καλὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ταπεινὴ ὑπομονὴ (καρτερία), ποὺ θὰ δείξη κανεὶς κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ξηρασίας τῆς εὐλαβείας, γιὰ νὰ τὰ μάθης καὶ σὺ καὶ γιὰ νὰ μὴ χάσης τὴν εἰρήνη γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἂν σοῦ συμβῇ νὰ βρεθῇς σὲ μία παρόμοια ξηρασία νοὸς καὶ λύπη τῆς καρδιᾶς, τόσο γιὰ τὴν στέρησι τῆς εὐλάβειας καὶ τῆς πνευματικῆς γλυκύτητας ποὺ εἶχες, ὅσο καὶ γιὰ τὴν πικρία ποὺ γεύεσαι ἀπὸ κάθε ἐσωτερικὸ πειρασμὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ´

Ἡ ψυχὴ δὲν πρέπει νὰ συγχίζεται γιὰ τοὺς ἐσωτερικοὺς πειρασμοὺς καὶ λογισμούς

Ἂν καὶ εἴπαμε προηγουμένως, στὸ ζ´ κεφάλαιο, γιὰ τὴν πικρότητα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ξηρασία τῆς εὐλάβειας, ἀλλὰ καὶ τώρα θὰ ποῦμε ὅσα παραλείψαμε ἐκεῖ, δηλαδὴ ὅτι εἶναι πολλὰ τὰ καλὰ ποὺ προξενεῖ στὴν ψυχὴ ἡ πικρότητα καὶ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ξηρασία, δηλαδὴ ἡ στέρησις τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ γλυκύτητος, ἂν τὰ δεχθοῦμε μὲ ταπείνωσι καὶ ὑπομονή, πράγματα ποὺ ἂν τὰ καταλάβαινε ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς ἀμφιβολία δὲν θὰ τὸν ἐνοχλοῦσε αὐτὸ τόσο πολὺ καὶ δὲν θὰ λυπόταν τόσο ὅταν τοῦ συνέβαιναν γιατὶ θὰ δεχόταν τὴν πικρότητα καὶ τὴν στέρησι αὐτή, ὄχι ὡς σημεῖο μίσους ποὺ τοῦ δείχνει ὁ Θεός, ἀλλὰ ὡς σημεῖο μεγάλης καὶ ἐξαιρετικῆς ἀγάπης, καὶ θὰ τὴν δεχόταν ὡς ἐξαίρετη χάρι ποὺ τοῦ κάνει ὁ Θεός. Διότι οἱ παρόμοιες καταστάσεις δὲ συμβαίνουν σὲ ὅλους, παρὰ σὲ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ δοθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ τοὺς ζημιώσουν. Καὶ γενικὰ δὲ συμβαίνουν στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστροφῆς τους, ἀλλὰ ἀφοῦ ὑπηρετήσουν τὸν Θεὸ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἀφοῦ καθαρίσουν μέτρια τὴν καρδιά τους μὲ τὴν ἱερὴ προσευχὴ καὶ κατάνυξι καὶ αἰσθανθοῦν ἐν μέρει στὴν καρδιά τους κάποια γλυκύτητα πνευματική, θέρμη καὶ χαρά, καὶ ἀποφασίσουν νὰ ἀφιερωθοῦν ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν μὲ περισσότερη τελειότητα καὶ ὅταν ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τὸ ἔργο. Γιατὶ ποτὲ δὲν βλέπουμε τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐκείνους, ποὺ εἶναι δοσμένοι στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, νὰ παραπονοῦνται γιὰ παρόμοιους πειρασμούς. Ἔτσι φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ πικρότητα αὐτὴ εἶναι ἕνα τίμιο καὶ ἀκριβὸ φαγητό, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς προσκαλεῖ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾷ νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ. Καὶ ἂν στὴ γεῦσι μας δὲν εἶναι νόστιμο, παρὰ ταῦτα μᾶς ὠφελεῖ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουμε τότε ποὺ τὸ γευόμαστε. Γιατὶ ἡ ψυχὴ ποὺ βρίσκεται σὲ τέτοια ξηρασία καὶ πικρὴ γεῦσι καὶ ἔχει τέτοιους πειρασμοὺς καὶ λογισμούς, ποὺ μόνο νὰ τοὺς σκεφθοῦμε μᾶς ταράσσουν, ἂς φαρμακώνουν τὴν καρδιὰ καὶ σχεδὸν παραλύουν ὅλον τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποκτᾷ φόβο, μῖσος καὶ ἀποστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ ἐκείνην τὴν ταπείνωσι ποὺ μᾶς ζητᾷ ὁ Θεὸς καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκτᾷ θερμότερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ἀκριβέστερη προσοχὴ στοὺς λογισμούς, δυνατώτερο στομάχι γιὰ νὰ μπορῇ νὰ χωνεύῃ τοὺς πειρασμοὺς χωρὶς βλάβη καὶ γυμνασμένα αἰσθητήρια, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ διακρίνῃ μὲ εὐκολία τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὅπως εἶπε ὁ Παῦλος (Ἑβρ. 5,14). Ἡ ψυχὴ ὅμως ποὺ τότε δὲν καταλαβαίνει τὰ μυστικὰ αὐτὰ αἴτια, σιχαίνεται καὶ ἀποφεύγει τὴν πικρότητα ποὺ λέχθηκε, σὰν νὰ μὴ θέλῃ ποτὲ νὰ μείνη χωρὶς πνευματικὴ γεῦσι καὶ ἡδονὴ καὶ χωρὶς αὐτὴν κάθε ἄλλη ἄσκησι τὴν θεωρεῖ χαμένο καιρὸ καὶ κόπο χωρὶς προκοπή.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ´

Οἱ πειρασμοὶ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ ὠφέλειά μας

Καὶ γενικά, γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλοι οἱ πειρασμοί μας δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ συμφέρον μας (118), πρέπει νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς κλίσεως τῆς διεφθαρμένης του φύσεως, εἶναι ὑπερήφανος, φιλόδοξος, στὸ ἔπακρο δοκησίσοφος καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς ἰδικῆς του γνώμης, καὶ θέλει πάντοτε νὰ τὸν ὑπολογίζουν ὅλοι, περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα. Αὐτὴ ὅμως ἡ ὑπόληψις εἶναι τόσο ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν πνευματική του πρόοδο, ὥστε καὶ αὐτὴ μόνον ἡ ὀσμή της νὰ εἶναι ἀρκετὴ νὰ ἐμποδίσῃ τὸν ἄνθρωπο ὥστε νὰ φθάση στὴν ἀληθινὴ τελειότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεός, ὡς φιλόστοργος Πατέρας, ποὺ ἔχει ἕνα ἀγαπητικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν καθένα καὶ μάλιστα γιὰ ἐκείνους ποὺ δόθηκαν στὴν ὑπηρεσία του, φροντίζει πάντοτε μὲ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἐπιτρέπει νὰ μᾶς συμβαίνουν, ὥστε νὰ μᾶς βάλῃ σὲ μία τέτοια θέσι, ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν φοβερὸ αὐτὸν κίνδυνο τῆς παρόμοιας ὑπολήψεως, καὶ σχεδὸν μὲ τὴν βία νὰ ἐρχόμαστε στὴν ἀληθινὴ ταπεινὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅπως ἔκανε μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, στὸν ὁποῖον ἐπέτρεψε νὰ τὸν ἀρνηθῆ τρεῖς φορές, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀδυναμία του καὶ νὰ μὴν ἔχῃ θάρρος καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του: ὅπως ἔκανε καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε μέχρι τὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε τὰ θεϊκὰ καὶ ἀπόκρυφα μυστήρια, τοῦ ἔδωσε ἕναν φυσικὸ πειρασμὸ γιὰ νὰ γνωρίσῃ τὴν φυσικὴ χαυνότητα καὶ ἀσθένειά του, νὰ ταπεινώνεται καυχώμενος στὶς ἀσθένειές του καὶ ἔτσι τὸ μέγεθος τῶν ἀποκαλύψεων ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴ τὸν κάνῃ νὰ ὑπερηφανεύεται, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἴδιος, «μοῦ δόθηκε σκόλοπας στὴ σάρκα, Ἄγγελος τοῦ Σατανᾶ, νὰ χτυπάῃ, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύωμαι» (Β´ Κορ. 12,7).

Ὁ Θεὸς λοιπὸν συμπαθώντας τὴν ταλαίπωρη καὶ παράνομη κλίσι μας, ἐπιτρέπει νὰ μᾶς ἐπισκέπτωνται οἱ πειρασμοὶ ποὺ μερικὲς φορὲς νὰ εἶναι τόσο φρικτοὶ καὶ φοβεροὶ μὲ διάφορους τρόπους, ὥστε νὰ ταπεινωνόμαστε καὶ νὰ γνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας, μολονότι μᾶς φαίνωνται ὅτι εἶναι χωρὶς ὤφελος. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ συγχρόνως δείχνει καὶ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφία του, ἐπειδὴ μὲ ἐκεῖνο ποὺ τὸ θεωροῦμε ἐμεῖς περισσότερο βλαπτικό, μὲ ἐκεῖνο μας ὠφελεῖ, ἐπειδὴ ταπεινωνόμαστε περισσότερο, πράγμα τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ πιὸ ἀπαραίτητο ἀπὸ ὅλα στὴν ψυχή μας. Ἔτσι, ἂν γενικὰ ὅλοι οἱ πειρασμοὶ προξενοῦν ταπείνωσι, πρέπει νὰ ταπεινώνεται καὶ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ποὺ αἰσθάνεται στὴν καρδιά του τοὺς πειρασμοὺς καὶ λογισμοὺς ποὺ προαναφέραμε καὶ τὴν τόση ἀνευλάβεια τῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ γλυκύτητος καὶ νὰ σκέπτεται ὅτι αὐτὰ συμβαίνουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη κάποιος ποὺ νὰ ἔχῃ τόσο ἠλαττωμένη τὴν ψυχὴ καὶ νὰ ὑπηρετῇ τὸν Θεὸ μὲ τόση χλιαρότητα, ὅπως εἶναι ἡ δική του ψυχή, καὶ ὅτι τέτοιοι λογισμοὶ δὲν συμβαίνουν σὲ ἄλλους, παρὰ σὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἐγκαταλειμμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἄξιος ἐγκαταλείψεως.

Νὰ τί κέρδος προέρχεται κατόπιν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ταπεινοὺς λογισμούς: Ἐκεῖνος ποὺ προηγουμένως δὲν νόμιζε ὅτι ἔχει κάποιο κακό, τώρα νομίζει ὅτι εἶναι ὁ πιὸ παράνομος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου καὶ ὅτι εἶναι ἀνάξιος ἀκόμη καὶ αὐτοῦ τοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος. Βέβαια ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σκεφθῆ τόσο χαμηλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του (εὐτελῆ ἔννοιαν), οὔτε νὰ ἔλθη σὲ τόση βαθειὰ ταπείνωσι, ἂν δὲν τὸν ἀνάγκαζαν ἡ μεγάλη θλῖψις καὶ οἱ ξεχωριστοὶ ἐκεῖνοι πειρασμοὶ καὶ πικρότητες τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι μία εὐεργεσία ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὴν ζωὴ αὐτὴ στὴν ψυχὴ ἐκείνη ποὺ ἀφιερώνεται σ᾿ αὐτὸν ταπεινωμένη, γιὰ νὰ τὴν ἰατρεύσῃ μὲ ἐκεῖνα τὰ φάρμακα, μὲ τὰ ὁποῖα αὐτὸς μόνος γνωρίζει καλὰ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ὑγεία καὶ τὴν καλή της κατάστασι.

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς καρποὺς αὐτοὺς ποὺ προξενοῦν στὴν ψυχή μας οἱ παρόμοιοι πειρασμοὶ καὶ ἡ ἔλλειψις τῆς εὐλαβείας, ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ ἄλλοι πολλοὶ καρποί. Γιατὶ ὅποιος εἶναι στενοχωρημένος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐσωτερικοὺς πειρασμούς, σχεδὸν ἀναγκάζεται νὰ πλησιάση τὸν Θεό, καὶ προσπαθεῖ νὰ κάνῃ ὅ,τι εἶναι σωστὸ γιὰ τὴν θεραπεία τῆς θλίψεως καὶ τῆς καρδιακῆς πικρίας καὶ γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἐλευθερωθῆ γρήγορα ἀπὸ τέτοιο νοητὸ μαρτύριο. Πηγαίνει ἐξετάζοντας τὴν καρδιά του, ἀποφεύγοντας κάθε ἁμαρτία καὶ κάθε ἄλλο παραμικρὸ ἐλάττωμα ποὺ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο. Καὶ ἔτσι ἐκείνη ἡ θλῖψις, τὴν ὁποία αὐτὸς νόμιζε τόσο ἀντίθετη καὶ ζημιογόνα, κατόπιν αὐτὴ ἡ θλῖψις, τοῦ γίνεται σὰν ἕνα κέντρο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκινᾷ καὶ ἀναζητεῖ τὸν Θεὸ μὲ περισσότερη θερμότητα, καὶ ἀπομακρύνεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ νομίζει ὅτι δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω ἐν συντομίᾳ, ὅλες οἱ θλίψεις καὶ τὰ βάσανα ποὺ ὑποφέρει ἡ ψυχὴ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐσωτερικοὺς πειρασμοὺς καὶ ἐλλείψεις τῶν πνευματικῶν τρυφῶν καὶ εὐχαριστήσεων, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα φιλικὸ καθαρτήριο μὲ τὸ ὁποῖο τὴν καθαρίζει ὁ Θεός, ἂν τὰ ὑπομένῃ μὲ ταπείνωσι καὶ ὑπομονή: καὶ αὐτὰ μποροῦν νὰ μᾶς κάνουν νὰ λάβουμε στὸν οὐρανὸ ἐκεῖνο τὸ στεφάνι ποὺ ἀποκτᾶται μόνον μὲ τὸ μέσο αὐτῶν. Καὶ ὅσο μεγαλύτερα εἶναι τὰ βάσανα, τόσο πιὸ ἔνδοξος εἶναι καὶ ὁ οὐρανός.

Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ συγχιζώμαστε καὶ νὰ λυπούμαστε τόσο γιὰ τοὺς ἄλλους ἐξωτερικοὺς πειρασμοὺς ποὺ μᾶς ἔρχονται, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς προλεχθέντας ἐσωτερικούς, ὅπως κάνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν λίγη πείρα στὰ παρόμοια καὶ ὅ,τι τοὺς συμβαίνει τὸ ἀποδίδουν ὅτι τοὺς ἔρχεται ἢ ἀπὸ τὸν διάβολο ἢ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ ἀτέλειές τους, καὶ τὰ σημεῖα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὰ νομίζουν ὡς σημεῖα μίσους, καὶ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς δωρεές του τὶς θεωροῦν ὅτι εἶναι δοκιμασίες καὶ κτυπήματα, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ μία ὀργισμένη καρδιὰ καὶ ὅ,τι κάνουν εἶναι χαμένο καὶ χωρὶς μισθὸ καὶ ὅτι ἡ ζημία αὐτὴ δὲν θεραπεύεται. Διότι ἂν πίστευαν ὅτι ἀπὸ τοὺς παρόμοιους πειρασμοὺς δὲν προκύπτει καμμία ζημία, ἀλλὰ μεγάλη ἀπόκτησις ἀρετῶν, ἂν ἡ ψυχή τους τοὺς μεταχειρισθῆ καὶ τοὺς δεχθῆ μὲ εὐχαρίστησι, καὶ ἂν πίστευαν ὅτι αὐτοὶ εἶναι μόνο μία ἐνθύμησι τῆς στοργικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ταράσσωνται καὶ νὰ χάνουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς τους, γιατὶ θλίβονται ἀπὸ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ λογισμοὺς παράξενους καὶ βλάσφημους καὶ βρίσκονται σὰν ξηροὶ καὶ χλιαροὶ καὶ χωρὶς εὐλάβεια στὴν προσευχὴ καὶ στὶς ἄλλες πνευματικὲς ἀσκήσεις ποὺ κάνουν.

Μάλιστα τότε μὲ μία νέα ἐπιμονὴ θὰ ἤθελαν νὰ ταπεινώσουν τὶς ψυχές τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποφασίζουν σὲ κάθε περίπτωσι νὰ ἐκπληρώσουν τὸ θεῖο θέλημα μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο θέλει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν στὸν κόσμο αὐτὸν καὶ νὰ φροντίζουν νὰ φαίνονται εἰρηνικοὶ καὶ ἥσυχοι, νομίζοντας ὅτι δέχονται κάθε πρᾶγμα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ οὐράνιου Πατέρα, στὸ χέρι τοῦ ὁποίου βρίσκεται αὐτὸ τὸ πικρὸ ποτῆρι ποὺ τοὺς δίνεται. Διότι εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολο εἶναι ἡ ἐνόχλησις αὐτὴ καὶ ὁ πειρασμὸς ποὺ ὑποφέρουν, εἴτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἴτε γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, εἴτε γιὰ κάθε ἄλλο λόγο, πάντοτε καὶ σὲ ὅλα ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ τὰ παραχωρεῖ μὲ διάφορα μέσα, ὅπως κρίνει σωστό, γιὰ νὰ μὴν φθάσης σὲ ἄλλο κακό, παρὰ σὲ ἐκεῖνο μόνο τῆς ποινῆς καὶ τιμωρίας, τὸ ὁποῖο πάντοτε αὐτὸς ἐπιτρέπει νὰ ἔρχεται γιὰ ὠφέλειά σου. Καὶ ἂν τὸ κακὸ τοῦ πταίσματος, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία ποὺ γίνεται, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὸν πλησίον, εἶναι ἀντίθετη στὸ θέλημά του, αὐτὸς ὅμως καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν μεταχειρίζεται γιὰ τὴν δική σου ὠφέλεια καὶ σωτηρία, ἂν ἐσὺ τὴν ὑπομένῃς χωρὶς ταραχή. Ἔτσι ἀντὶ νὰ λυπῆσαι καὶ νὰ ἀνησυχῇς, πρέπει νὰ τὸν εὐχαριστῇς μὲ ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, κάνοντας ὅ,τι μπορεῖς μὲ ἐπιμονὴ καὶ καρτερία, χωρὶς νὰ χάνῃς τὸν καιρὸ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ νὰ χάνῃς καὶ πολλοὺς καὶ μεγάλους μισθούς, ποὺ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἀποκτᾷς μὲ τὴν ἀφορμὴ ποὺ ἐπιτρέπει νὰ ἔρχεται.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΣΤ´

Ποιά ἰατρεία πρέπει νὰ μεταχειριζώμαστε γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλούμαστε στὰ σφάλματα καὶ τὶς ἀδυναμίες μας

Ἂν κάποτε πέσῃς σὲ κάποιο σφάλμα συγγνωστὸ ἢ στὰ λόγια ἢ στὰ ἔργα, δηλαδὴ νὰ συγχισθῇς μὲ κάποιο γεγονὸς ποὺ θὰ σοῦ συμβῇ, ἢ κατακρίνῃς ἢ ἀκούσῃς νὰ κατακρίνουν ἄλλοι, ἢ φιλονικήσῃς μὲ κάποιον ἢ δείξης ἀνυπομονησία ἢ περιέργεια ἢ ὑποψία ἄλλων ἢ πέσῃς σὲ ἀμέλεια, δὲν πρέπει πλέον νὰ συγχίζεσαι οὔτε νὰ ἀπελπίζεσαι καὶ νὰ λυπᾶσαι συλλογιζόμενος ἐκεῖνο ποὺ ἔκανες, ἄλλοτε νομίζοντας ὅτι δὲν πρόκειται νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τέτοιες ἀδυναμίες, ἄλλοτε ὅτι οἱ ἀτέλειές σου εἶναι αἰτία αὐτῶν καὶ ἡ ἀδύνατη προαίρεσίς σου, καὶ ἄλλοτε βάζοντας στὸ νοῦ σου ὅτι δὲν βαδίζεις πραγματικὰ στὴν ὁδὸ τοῦ Πνεύματος καὶ στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, καὶ φορτώνεις μὲ χίλιους φόβους τὴν ψυχή σου σὲ κάθε τι ποὺ συμβαίνει ἀπὸ λύπη καὶ μικροψυχία σου.

Ἔτσι τί ἀκολουθεῖ; Τὸ νὰ ντρέπεσαι νὰ σταθῇς μπροστὰ στὸν Θεό, τὸ νὰ μὴν ἔχῃς θάρρος σ᾿ αὐτόν, σὰν νὰ μὴν τοῦ φύλαξες τὴν πίστι ποὺ ἔπρεπε καὶ τὸ νὰ πέφτῃς καὶ νὰ χάνῃς τὸν καιρὸ σκεπτόμενος τὰ πράγματα αὐτά, ψάχνοντας πόσο παρέμεινες στὸ κάθε πταῖσμα καὶ ἂν συγκατατέθηκες, ἂν θέλησες αὐτὰ ἢ ὄχι, ἂν ἀπέβαλες τὸν λογισμὸ ἐκεῖνον καὶ τὰ παρόμοια. Καὶ ὅσο περισσότερο λυπᾶσαι τόσο περισσότερο αὐξάνει ἡ ἀνορεξία καὶ ἐνόχλησις καὶ ἀνησυχία γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇς. Ἀλλὰ καὶ ὅταν πηγαίνῃς στὴν ἐξομολόγησι, ἐξομολογεῖσαι μὲ ἕναν φόβο ἐνοχλητικό, καὶ ἀφοῦ πάλι πολὺ ξοδέψης καιρὸ στὴν ἐξομολόγησι, πάλι δὲν μπορεῖς νὰ ἔχῃς ἀναπαυμένο τὸ πνεῦμα σου, γιατὶ νομίζεις ὅτι δὲν τὰ εἶπες ὅλα. Καὶ ἔτσι περνᾷς μιὰ ζωὴ πικρὴ καὶ ἀνήσυχη μὲ μικρὸ καρπὸ χάνοντας τὸν καιρό σου. Καὶ αὐτὸ ὅλο γίνεται γιὰ νὰ σκεπτώμαστε καλύτερα τὴν φυσική μας χαυνότητα καὶ γιὰ νὰ μὴν ξέρουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἡ ψυχή μας πρέπει νὰ ἀσχολῆται (πραγματεύομαι) μὲ τὸν Θεό: δηλαδὴ καλύτερα νὰ μεταχειρίζεται ταπεινὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό, ὅταν πέσῃ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ καὶ μὴ θανάσιμα ἁμαρτήματα, παρὰ νὰ λυπᾶται γι᾿ αὐτὰ καὶ νὰ στενοχωρῆται τόσο πολὺ καὶ νὰ ταράσσεται.

Εἶπα συγγνωστὰ ἁμαρτήματα γιατὶ μόνο σ᾿αὐτὰ εἶναι συνηθισμένη νὰ πέφτῃ ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐδῶ ὑποθέσαμε, μιλώντας μόνο γιὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ ζητοῦν νὰ προοδεύσουν πνευματικὰ καὶ βρίσκονται χωρὶς θανάσιμα ἁμαρτήματα. Γιατὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε καὶ μὲ θανάσια ἁμαρτήματα λυπώντας κάθε τόσο τὸν Θεό, χρειάζεται ἄλλου εἴδους συμβουλὴ καὶ παραγγελία καὶ δὲν εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τὸ φάρμακο αὐτὸ ποὺ εἴπαμε· οἱ παρόμοιοι πρέπει νὰ ἐνοχλοῦνται καὶ νὰ κλαῖνε μὲ πόνο καὶ νὰ ἔχουν μεγάλο συλλογισμὸ ἐξετάζοντας πάντοτε τὴν συνείδησί τους καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται γιὰ νὰ μὴ λείψουν ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τους ἀπὸ τὴν ἀναγκαία ἰατρεία καὶ σωτηρία τους.

Λοιπὸν θέλοντας νὰ ποῦμε γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ ἐκεῖνος ποὺ δουλεύει καὶ ὑπηρετεῖ τὸν Θεό, λέμε ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια γιὰ νὰ εἶναι ὅλη ἀποθεμένη στὴν ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἐννοῆται ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐλαφριὰ καὶ καθημερινὰ πταίσματα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ μεγαλύτερα καὶ βαρύτερα καὶ συνηθισμένα, στὰ ὁποῖα καμμιὰ φορὰ πέφτει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο ἀπὸ ἀδυναμία καὶ χαυνότητα, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς καὶ ἀπὸ κακία καὶ προαίρεσι (119). Διότι ἡ συντριβὴ ποὺ κάνει τὴν διάνοια τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου νὰ ταράσσεται καὶ νὰ ἀπορῇ, δὲν θὰ ὁδηγήσῃ ποτὲ τὴν ψυχὴ σὲ τέλεια στασιμότητα, ἂν δὲν ἑνωθῆ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγαπητὴ ἐλπίδα τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ κατὰ πρῶτον εἶναι ἀπαραίτητο καὶ ἀναγκαῖο γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν ὄχι μόνον νὰ βγοῦν ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες τους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκτήσουν μεγάλο βαθμὸ ἀρετῶν καὶ μεγάλη ἀγάπη καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο μὴ θέλοντας νὰ ἐννοήσουν πολλοὶ πνευματικοὶ ἄνδρες, παραμένουν πάντοτε μὲ μία καρδιὰ καὶ μὲ ἕνα νοῦ σχεδὸν ἀπελπισμένοι, ποὺ τοὺς κρατεῖ καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ προχωρήσουν ἐμπρὸς ἢ νὰ γίνουν δεκτικοὶ τωνμεγαλυτέρων χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἔχει ἑτοιμάσει γι᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς καὶ μέρα μὲ τὴν μέρα ζοῦν πολλὲς φορὲς μία ζωὴ ἄθλια καὶ ἀνώφελη καὶ ἄξια γιὰ νὰ τοὺς κλαίῃ κανείς. Διότι δὲν θέλουν παρὰ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν δική τους φαντασία, μὴ δεχόμενοι τὴν ἀληθινὴ καὶ σωτήρια διδασκαλία ποὺ τοὺς κατευθύνει διὰ μέσου τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ στὶς ὑψηλὲς καὶ σταθερὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ στὴν εἰρήνη ἐκείνη ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ λέγοντας: «Σὰς ἀφήνω εἰρήνη· τὴν δική μου εἰρήνη σᾶς ἀφήνω» (Ἰω. 14,27).

Ἀκόμη ὀφείλουν οἱ παρόμοιοι κάθε φορὰ ποὺ θὰ βρεθοῦν σὲ κάποια ἐνόχλησι γιὰ κάποια ἀμφιβολία, νὰ δέχωνται τὴ συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ τους πατρὸς ἢ ἀπὸ κάποιον ἄλλον ποὺ τὸν θεωροῦν ἱκανὸ νὰ τοὺς δίνη παρόμοιες συμβουλὲς καὶ νὰ ἀφιερώνωνται σὲ αὐτὸ καὶ νὰ ἀναπαύωνται πλήρως. Καὶ ἐν συντομίᾳ, γιὰ νὰ τελειώσουμε τὸν λόγο, ὅσο γιὰ τὴν ἐνόχλησι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὶς ἐλλείψεις, ἀκολουθεῖ τὸ ἑπόμενο κεφάλαιο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΖ´

Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ εἰρηνεύῃ καὶ νὰ προοδεύῃ χωρὶς νὰ χάνῃ καιρὸ

Κάνε ἐκεῖνα ποὺ σοῦ εἶπα στὸ κστ´ κεφάλαιο τοῦ πρώτου μέρους, δηλαδὴ ὅλες τὶς φορὲς ποὺ θὰ δῇς τὸν ἑαυτό σου νὰ πέφτῃ σὲ κάποιο ἐλάττωμα ἀπὸ τὰ συγγνωστά, μικρότερο ἢ μεγαλύτερο καὶ χίλιες φορὲς τὴν ἡμέρα νὰ τὸ κάνῃς αὐτὸ καὶ πάντοτε μὲ τὴν θέλησί σου καὶ ἐν γνώσει σου, μὴ συγχισθῇς μὲ ἐνοχλητικὴ λύπη καὶ μὴ ταραχθῇς, οὔτε νὰ χάνῃς πολὺ καιρὸ ἐξετάζοντάς το, ἀλλὰ ἀμέσως γνωρίζοντας ἐκεῖνο ποὺ ἔκανες, ταπεινώσου, καὶ βλέποντας τὴν ἀδυναμία σου, νὰ στραφῆς μὲ ἀγάπη στὸν Θεό σου καὶ μὲ τὸ στόμα ἢ καὶ μὲ τὸν νοῦ, νὰ πῇς πρὸς αὐτόν: «Κύριέ μου, ἐγὼ ἔκανα σὰν αὐτὸς ποὺ εἶμαι. Καὶ ἀπὸ ἐμένα δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένῃ τίποτε ἄλλο, παρὰ αὐτὰ τὰ ἐλαττώατα καὶ ἄλλα ἀκόμη. Καὶ δὲν θὰ παρέμενα μόνο σ᾿ αὐτά, ἂν δὲν ἦταν ἡ ἀγαθότητά σου νὰ μὲ βοηθῇ καὶ νὰ μὴ μὲ ἐγκαταλείπῃ. Σ᾿ εὐχαριστῶ γι᾿ αὐτό, γιατὶ μὲ ἐλευθέρωσες, καὶ πονῶ γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανα, μὴ ἀνταποκρινόμενος στὴν χάρι σου. Συγχώρεσέ με καὶ δός μου τὴν χάρι ὥστε νὰ μὴ σὲ λυπήσω πλέον, καὶ νὰ μὴ μὲ χωρίσῃ κανένα πρᾶγμα ἀπὸ σένα, τὸν ὁποῖον πάντοτε θέλω νὰ ὑπηρετῶ καὶ νὰ ὑπακούω». Καὶ ἀφοῦ κάνῃς αὐτό, μὴ χάνῃς τὸν καιρὸ νὰ σκέπτεσαι ἢ νὰ νομίζῃς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σὲ συγχώρεσε. Ἀλλὰ μὲ πίστι καὶ ἀνάπαυσι προχώρα μπροστά, ἀκολουθώντας πάντοτε τὰ συνηθισμένα σου γυμνάσματα, σὰν νὰ μὴν ἔπεσες σὲ κανένα σφάλμα.

Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κάνῃς ὄχι μία φορά, ἀλλὰ ἂν εἶναι ἀνάγκη καὶ ἑκατὸ φορές, καὶ σὲ κάθε στιγμὴ καὶ μὲ τόσο θάρρος καὶ ἀνάπαυσι τὴν τελευταία φορά, ὅπως καὶ τὴν πρώτη. Γιατὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τιμᾷς πολὺ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο πάντοτε ὀφείλεις νὰ ἐννοῇς ὅτι εἶναι ὅλος ἀγαθὸς καὶ ἀπείρως σπλαγχνικὸς καὶ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖς ἐσὺ νὰ σκεφθῇς. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἐμποδισθῆ ποτὲ ἡ πρόοδός σου καὶ ἡ ὑπομονή σου καὶ ἡ πορεία σου πρὸς τὰ ἐμπρός. Γι᾿ αὐτὸ μὴ χάνῃς τὸν καιρό σου ἄδικα καὶ τὸν καρπό.

Μπορεῖς ἀκόμη νὰ μένῃς εἰρηνικός, ὅταν πέφτῃς σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ἐλαττώματα, ἐνεργώντας μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Μὲ τὸ νὰ παρακινῆσαι μὲ κάποια ἐσωτερική σου ἐνέργεια στὸ νὰ ἀναγνωρίζῃς τὴν ἀθλιότητά σου καὶ νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν Θεό. Καὶ μὲ μία ἄλλη ἐνέργεια· μὲ τὸ νὰ ἀναγνωρίζῃς τὴν ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔκανε σὲ σένα καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾷς καὶ νὰ τὸν ἐξυψώνῃς περισσότερο, μὲ τὴν βοήθεια ποὺ θὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεός. Σὲ αὐτὸ ποὺ εἴπαμε πρέπει νὰ προσέχουν ἐκεῖνοι ποὺ ἐνοχλοῦνται καὶ ἀποροῦν καὶ διστάζουν, ὅταν τύχη νὰ σφάλλουν, νὰ ἰδοῦν πόσο μεγάλη εἶναι ἡ τύφλωσί τους, ἐπειδὴ προχωρώντας μὲ τόση ζημιά τους, χάνουν τὸν καιρό. Γι᾿ αὐτό, καὶ ἀναφέρουμε σ᾿ αὐτοὺς αὐτὴ τὴν εἴδησι, ποὺ εἶναι ἕνα κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ ἡ ψυχὴ νὰ ἀνοίγῃ μεγάλους θησαυροὺς πνευματικοὺς καὶ σὲ λίγο καιρὸ νὰ πλουτήσῃ μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖον πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν Ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ Πανάγιο Αὐτοῦ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἡ τελειότητα τῶν χριστιανῶν ἀπαιτεῖται σὰν ἐντολὴ καὶ παραδίδεται στὴν Καινὴ Διαθήκη γιατὶ λέγει ὁ Κύριος· «νὰ εἶσθε τέλειοι, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ Πατέρας σας» (Ματθ. 5,48). Καὶ ὁ Παῦλος λέει «τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε» (Α´ Κορινθ. 14,20)· καὶ πάλι «νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ νὰ ἐκπληρώνετε σὲ ὅλα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ» (Κολοσ. 8,12). Καὶ πάλι· «Στὴν τελειότητα ἂς ὁδηγούμαστε» (Ἐβρ. 6,1). Προανεκηρύχθηκε αὐτὴ σὰν ἐντολὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γιατὶ λέει στοὺς Ἰουδαίους ὁ Θεὸς στὸ Δευτερονόμιο: «Νὰ εἶσαι τέλειος ἀπέναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου» (18,18). Καὶ ὁ Δαβὶδ διατάζει τὰ ἴδια στὸν υἱό του τὸν Σολομῶντα. «Καὶ τώρα παιδί μου Σολομῶντα, νὰ γνωρίσῃς τὸν Θεὸ τῶν πατέρων σου καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήσῃς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ προθυμία ψυχῆς» (Α´ Παραλ. 28,9). Συμπεραίνουμε λοιπόν, ὅτι ἀπαιτεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἀσκοῦν καὶ νὰ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὴν τελειότητα, δηλαδὴ ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός, νὰ γίνουμε τέλειοι σὲ ὅλες τὶς ἀρετές.

2. Γιὰ αὐτὴ βλέπε πιὸ κάτω στὸ μς᾿ κεφάλαιο.

3. Σημείωσε, ὅτι, κατὰ τοὺς θεολόγους, βλάβη τοῦ Θεοῦ λέγεται, κάθε ἁμαρτία ἁπλά, γιατὶ βλάπτει, πληγώνει καὶ ἐναντιώνεται στὸ Θεόν. Καὶ κατὰ τὸ ὅτι αὐτὴ μὲν δὲν ὑπάρχει σὰν ζωντανὸς ὀργανισμός, βλάπτει καὶ ἐναντιώνεται στὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ, καὶ καθότι εἶναι κακό, βλάπτει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, καθότι εἶναι ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία, βλάπτει τὴν δύναμί του, καθότι ἀγνωσία, βλάπτει τὴν σοφία του. Καὶ ἁπλά, καθότι αὐτὴ εἶναι καὶ λέγεται ἀτελειότητα καὶ παράλειψη, βλάπτει καὶ ἐναντιώνεται στὶς ἄπειρες τελειότητες τοῦ Θεοῦ καὶ καθότι παράβαση καὶ ἀνομία βλάπτει καὶ πληγώνει τοὺς νόμους καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ καθώς, κάθε λόγος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζεται βλασφημία, γιατὶ βλάπτει τὴν φήμη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ κάθε ἁμαρτία βλάβη λέγεται τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο γιατὶ ἀπὸ μόνη της ἐναντιώνεται σὰν μεγαλύτερο κακὸ στὸ μεγαλύτερο κακό, ἀλλὰ γιατὶ καὶ σὰν γίνεται στὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ, κάνει νὰ βλασφημῆται ὁ Κτίστης αὐτῶν, πὼς εἶναι καὶ αὐτὸς τέτοιος κακός, καὶ στὴ συνέχεια ὅτι ἔκτισε καὶ τέτοια κακά· καθὼς καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν κτισμάτων, κάνει νὰ δοξάζεται καὶ ὁ Κτίστης τους.

4. Βλέπε ἀγαπητέ, πόσο ἄριστη εἶναι ἡ τάξι καὶ ἡ μέθοδος, ποὺ μεταχειρίζεται αὐτὸ τὸ βιβλίο. Ἐπειδὴ κάθε τάξι καὶ τέχνη, ἀπὸ τὸ σκοπό της γνωρίζεται, σύμφωνα μὲ τὸ φιλοσοφικὸ ἀξίωμα καὶ τὸ τέλος ποὺ προκατασκευάζεται καὶ στοχεύεται σύμφωνα μὲ τὴν διάνοια, ἀρχὴ γίνεται καὶ λόγος τῆς ἐργασίας καὶ τῆς ἐπιχειρήσεως κάθε πράγματος· γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ βιβλίο αὐτό, πρὶν ἀπὸ κάθε τί ἄλλο, προσθέτει ἐδῶ στὴν ἀρχή, τὴν τελειότητα καὶ τὸ σκοπὸ ὅλου αὐτοῦ τοῦ ἀοράτου πολέμου, ὥστε γνωρίζοντας τὰ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ πρόκειται νὰ πολεμήσουν, νὰ μὴν πλανηθοῦν μὲ τίποτα ἄλλο, ἀλλὰ νὰ κατευθύνωνται πρὸς αὐτό, σὰν σὲ σημεῖο καὶ πρὸς μία κατεύθυνσι νὰ ὁδηγοῦν ὅλες τὶς πράξεις τους.

5. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος διατάζει νὰ κάνουμε γενικὰ ὅλα μας τὰ ἔργα γιὰ μόνο τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ λέγοντας «Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάτι ἄλλο κάνετε, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴν δόξα» (Α´ Κορ. 10,31).

6. Καὶ ἀληθινά, τὸ νὰ ὑποτασσώμαστε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πάντα καὶ νὰ προτιμᾶμε αὐτὸ ἀπὸ τὸ δικό μας, καὶ μὲ τὴν φωνή του μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ ἀρχηγὸς καὶ τελειωτὴς τῆς σωτηρίας μας Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος μᾶς παράγγειλε νὰ προσευχώμαστε καὶ νὰ λέμε «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς… γεννηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ματθ. 6,10), καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του, γιατὶ καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του, ἀμέσως ποὺ μπῆκε στὸ κόσμο, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐζήτησε νὰ κάνῃ κατὰ τὸν Παῦλο ποὺ λέει: «Νά, ἔρχομαι νὰ κάνω τὸ θέλημά σου» (Ἑβρ. 16,9)· καὶ στὸ μέσον τοῦ Εὐαγγελίου του, αὐτὸ ἔλεγε «κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὄχι γιὰ νὰ κάνω τὸ δικό μου θέλημα, ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ μ᾿ ἔστειλε» (Ἰωάν. 6,38)· καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, αὐτὸ τὸ ἴδιο ἐσφράγισε λέγοντας, στὴν προσευχή· «Πάτερ, ἂς μὴ γίνῃ τὸ δικό μου θέλημα, ἀλλὰ τὸ δικό σου» (Λουκ. 22,42).

7. Τὰ ἴδια σχεδὸν λέει καὶ ὁ ἄββας Ἰσαὰκ (λόγ. κγ´), ὅπου λέει: «Εἶναι καλύτερο νὰ λύσῃς τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν σύνδεσμο τῆς ἁμαρτίας, παρὰ νὰ ἐλευθερώσῃς δούλους ἀπὸ τὴν δουλεία»· καὶ ἄλλα πολλὰ σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ ἐξηγοῦνται ἐδῶ (ἀνάγνωσε καὶ τὸν νς᾿ λόγο τοῦ ἰδίου).

8. Ὁ προφήτης Ἱερεμίας καταραμένο ὀνομάζει καὶ ἀποστάτη τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνον ποὺ θαρρεύεται καὶ ἐλπίζει στὸν ἑαυτό του λέγοντας: «Τάδε λέγει Κύριος· Ἐπικατάρατος ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ᾿ ἄνθρωπον καὶ στηρίσει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῆ ἡ καρδιὰ αὐτοῦ» (ιζ´ 5). Αὐτὸ τὸ ρητὸ ἑρμηνεύοντας ὁ μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι γιὰ αὐτόν, ποὺ ἔχει τὴν ἐλπίδα αὐτοῦ πάνω σὲ ἄνθρωπο, φανέρωσε ὁ προφήτης τὸ νὰ μὴν ἐλπίζουμε σὲ ἄλλον μὲ τὸ νὰ νὰ στηρίζῃ τὴ σάρκα ὁ βραχίονας αὐτοῦ, ἐφανέρωσε τὸ νὰ ἐλπίζουμε στὸν ἑαυτό μας· καὶ τὰ δυὸ δὲ αὐτὰ τὰ ὠνόμασε ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεὸν (βλ. κατὰ πλάτος, μβ´). Καὶ μὲ ἄλλον τρόπο τὸ ρητὸ αὐτὸ ἑρμηνευόντας, συμπεραίνει ὅτι εἶναι καταραμένος καὶ ἀποστάτης, ἐκεῖνος, ποὺ ἐλπίζει στὸν ἑαυτό του. Γιατὶ, λέει, ὅτι ὅποιος ἐλπίζει στὸν ἄνθρωπο εἶναι καταραμένος καὶ τοῦ Θεοῦ ἀποστάτης. Βλέπε καὶ ἐδῶ πόσο ἄριστη εἶναι ἡ τάξις, ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸ βιβλίο αὐτό, γιατὶ ἀρχίζει τὸν πόλεμο ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ προκαταρκτικὴ αἰτία καὶ ἡ ρίζα καὶ ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν ἄλλων παθῶν καὶ κακιῶν.

9. Τὸ νὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε κάποιοι, αὐτὸ ὀνομάζεται ὑπερηφάνεια (οἴησις), ἡ ὁποία εἶναι ἕνα πάθος, ποὺ γεννιέται μὲν ἀπὸ τὴν φιλαυτία, γεννᾷ δὲ αὐτὰ πάλι καὶ γίνεται ρίζα καὶ ἀρχὴ καὶ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων παθῶν, τόσο δὲ λεπτὸ καὶ κρυφὸ πάθος εἶναι ἡ οἴησις αὐτή, σὲ τρόπο πού, γιὰ τὴν πολλὴ λεπτότητά του, οὔτε τὸ αἰσθάνονται καθόλου ἐκεῖνοι ποὺ τὸ ἔχουν, ὅσο ὅμως εἶναι λεπτὸ καὶ κρυφό, τόσο εἶναι καὶ μεγάλο κακό. Γιατὶ, τὴν πρώτη ἐκείνη πόρτα τοῦ νοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία πρόκειται νὰ μπῆ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κατοικήσῃ στὸν ἄνθρωπον, αὐτὸ τὸ καταραμένο πάθος στέκεται καὶ τὴν κλείνει καὶ δὲν ἀφήνει τὴν χάρι νὰ μπῆ, ἡ ὁποία δίκαια ἀναχωρεῖ· γιατί πῶς μπορεῖ νὰ ἔρθει ἡ χάρις νὰ φωτίσῃ ἢ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ποὺ νομίζει πὼς εἶναι κάτι μεγάλο; πὼς εἶναι σοφός; καὶ πὼς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλη βοήθεια; ὁ Κύριος νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τέτοιο ἑωσφορικὸ πάθος καὶ ἀρρώστια, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ πάθος αὐτὸ τῆς περηφανίας· τὴν βασανίζει ὁ Θεὸς μὲ τὸν προφήτη, λέγοντας· «Ἀλοίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι σοφοί» (Ἡσ. 5,21)· καὶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς παραγγέλνει αὐτό· «Μὴν ἔχετε τὴν ψευδαίσθησι ὅτι εἶσθε σοφοί» (Ρωμ. 12,16)· καὶ ὁ Σολομώντας «Μὴ νομίζῃς σοφὸ τὸν ἑαυτό σου» (Παρ. 3,7).

10. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅτι ὅποιος νομίζει τὸν ἑαυτό του ὅτι δὲν εἶναι τίποτα, ἐκεῖνος περισσότερο ἀπὸ ὅλους γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του· «οὗτος μάλιστα ἐστὶν ὁ ἑαυτὸν εἰδώς, ὁ μηδὲν ἑαυτὸν εἶναι νομίζων». Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος «Ἀρετῆς ὄρος ἐστίν, ἡ τῆς ἀνθρωπινῆς ἀσθενείας κατ᾿ ἐπίγνωσιν πρὸς τὴν θείαν δύναμιν ἕνωσις» (κεφ. οθ᾿ τῆς Ι᾿ ἑκατονταδ. Φιλοκαλ.). Ὁ δὲ Πέτρος ὁ Δαμασκηνός· «οὐδὲν κρειττον τοῦ γνῶναι τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν καὶ ἀγνωσίαν, οὐδὲ χεῖρον τοῦ ταύτην ἁγνοεῖν» (Φιλοκ. σελ. 611. Περὶ τοῦ μὴ ἀπογινώσκειν).

11. Ὄχι μόνον ὅταν πέσῃ κάποιος σὲ κανένα ἁμάρτημα, ἀλλὰ καὶ ὅταν πέσῃ σὲ διάφορες δυστυχίες, περιστάσεις καὶ θλίψεις, καὶ μάλιστα σὲ ἀσθένειες σωματικὲς καὶ πολυχρονίους, πρέπει νὰ γνωρίζῃ τὴν ταπεινὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῆς ἀδυναμίας του, καὶ νὰ ταπεινώνεται, γιατὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ παραχωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἔρχονται ὅλοι ἁπλὰ οἱ πειρασμοὶ οἱ ἀπὸ τοῦ διαβόλου, οἱ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ οἱ ἀπὸ τῆς φύσεως. Ὁπότε καὶ ὁ Ἀπόστολος αὐτὸ τὸ σκοπὸ σκεπτόμενος, ἔλεγε ὅτι γι᾿ αὐτὸ καὶ μόνο αὐτὸ ἀκολούθησαν οἱ στὴν Ἀσία θανατηφόροι πειρασμοί. «Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν, ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾿ ἑαυτοῖς, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ Θεῷ, τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς» (Β´ Κορ. α´ 9). Καὶ γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία ὅποιος θέλει νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀσθένειά του στὴν πρᾶξι, ἂς παρατηρήσῃ, ὄχι πολὺ χρόνο, ἀλλὰ μιᾶς μόνο ἡμέρας τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα, ποὺ σκέφθηκε καὶ μίλησε καὶ ἔκανε καὶ βρίσκοντας ὅτι οἱ περισσότεροί του λογισμοὶ καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα εἶναι λανθασμένα, στραβά, ἀνόητα καὶ κακά, ἀπὸ τὴν δοκιμὴ αὐτὴ θὰ καταλάβη πόσο εἶναι ἀσθενὴς ὁ ἑαυτός του καὶ ἀπὸ τὴν κατανόηση αὐτὴ καὶ τὴν ἀληθινὴ γνῶσι, ὁπωσδήποτε θὰ ταπεινωθῇ, καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ἐλπίζῃ στὸν ἑαυτό του. Ὄχι λιγώτερο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε πιὸ πάνω, θὰ μᾶς φέρῃ στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀσθένειάς μας, ἡ ὑλικὴ ἀρχὴ τοῦ εἶναι μας, δηλαδή, ὅταν σκεφτοῦμε πὼς τὸ εἶναι μας,…

12. Τὰ λόγια της Ἀποκαλύψεως εἶναι αὐτά: «Νά, στέκομαι μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ κτυπῶ. Ἂν κάποιος ἀκούσῃ τὴν φωνή μου καὶ μοῦ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα, θὰ μπῶ στὸ σπίτι του καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του κι αὐτὸς μαζί μου» (3, 20).

13. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλεὺς Αὔγαρος, ἀφοῦ ἀναστήλωσε τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας, πάνω στὴν Πόρτα τῆς πόλης Ἔδεσσα, ἔγραψε καὶ αὐτὰ τὰ λόγια σὲ αὐτὴ «Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ εἰς σὲ ἐλπίζων, οὐκ ἀποτυγχάνει ποτέ» (ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ τῆς ις᾿ τοῦ Αὐγούστου).

14. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος, σύμφωνα μὲ αὐτὸ λέει, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος, συνηθίζει νὰ κλέβεται ἡ ἀλήθεια· «δὲν ὑπάρχει τίποτε τόσο εὐχάριστο στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο τὸ νὰ συζητοῦν τὰ ξένα, καὶ μάλιστα ὅταν ἐπηρεάζωνται ἀπὸ μῖσος ἢ συμπάθεια γιὰ κάποιον, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων, ὡς συνήθως, ἐξαφανίζεται ἡ ἀλήθεια» (Λόγ. ἀπολογητικ.)

15. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος προστάζει, νὰ εἶναι σὲ μᾶς, σὰν μιὰ πικρὴ γεῦσι ὅλα τὰ κοσμικὰ διηγήματα· «ἤτω σοι πικρὰ γεῦσις, ἡ τῶν κοσμικῶν διηγημάτων ἀκρόαση, κηρία δὲ μέλιτος, τὰ τῶν ὁσίων ἀνδρῶν διηγήματα» (Λόγ. ἀσκητικ. περὶ ἀποταγ.)” καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, λέει· «Διηγήσαντό μοι παράνομοι ἀδολεσχίας, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ὁ νόμος σου Κύριε» (Ψαλμ. ριη´ 85).

16. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς παραγγέλλει νὰ δοκιμάζουμε ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο τὸ ἀγαθό, ἀλλὰ καὶ τὸ εὐάρεστο καὶ σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τέλειο. «Νὰ μεταμορφώνεσθε συνέχεια πρὸς τὸ καλό… γιὰ νὰ διακρίνετε ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ καλὸ καὶ ἀρεστὸ στὸν Θεὸ καὶ τέλειο» (Ρωμ. 12,2). Ἐπειδὴ ἐὰν μία μόνο περίστασι λείπει ἢ ἂν μὲ ὅλη τὴν προαίρεσι καὶ δύναμί μας δὲν κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀτελὲς καὶ ἐλιπὲς αὐτὸ καὶ γίνεται καὶ ὀνομάζεται.

17. Τὸ νὰ αἰσθανώμαστε ἐνεργὴ τὴν ἀπὸ τὸ Θεὸ παρακίνησι, αὐτὸ γίνεται ἢ μὲ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ νοερὴ φώτισι, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτεται στοὺς καθαροὺς τὸ τοῦ Θεοῦ θέλημα θεωρητικά, ἢ μὲ ἐσωτερικὴ ἔμπνευσι τοῦ Θεοῦ μὲ λόγο· ἢ μὲ ἄλλες ἐνέργειες τῆς θείας χάριτος ποὺ ἐνεργοῦνται στὴν καθαρὴ καρδιά, τὰ ὁποῖα εἶναι μία ζεστασιὰ ποὺ δίνει ζωή, μία χαρὰ ἄρρητη, σκιρτήματα πνευματικά, κατάνυξι, καρδιακὰ δάκρυα, θεία ἀγάπη καὶ τὰ ἄλλα θεοφιλῆ καὶ μακάρια πάθη, τὰ ὁποῖα πετυχαίνονται ὄχι μὲ τὴν θέλησι τὴ δική μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἑτεροκίνητα καὶ παθητικά· μέσα ἀπὸ τὴν αἴσθησι λοιπὸν αὐτῶν ὅλων πληροφορούμαστε, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶμε νὰ κάνουμε εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Προτύτερα ὅμως ἀπὸ αὐτά, ἔχουμε χρέος γιὰ τὸ θέμα μας νὰ κάνουμε πρὸς τὸν Θεὸ θερμότατη καὶ καθαρὴ προσευχὴ καὶ μία φορὰ καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορές.

18. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔγραφε: «Πρόσεχε καὶ στὴν πρόθεσι· (δηλαδὴ τηνπροαίρεσί σου) μὲ ἀκρίβεια ἐρεύνα κάθε ὥρα ποὺ κίνει· ἐάν κάθεσαι ἡσυχάζοντας κατὰ Θεόν, γι᾿ αὐτὸ τὸ καλὸ ἢ γιὰ τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια, εἴτε ψάλλεις εἴτε μαλετᾶς, εἴτε προσεύχεσαι, εἴτε ἐργαζόμενος κάποια ἀρετὴ γιὰ νὰ μὴ συλληφθῇς χωρὶς νὰ ξέρῃς τί κάνεις» (Κεφ. ιβ´. Φιλοκαλ.).

19. Οἱ τρεῖς αὐτὲς θελήσεις, ὀνομάζονται καὶ νόμοι ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. κεφ. 7). Ἡ λογικὴ θέλησις, νόμος τοῦ νοῦ, ὁ παράλογος νόμος ποὺ βρίσκεται στὰ μέλη καὶ ἀντιστρατεύεται τὸ νόμο τοῦ νοῦ, ἡ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, νόμος πνευματικὸς καὶ νόμος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέεται ὁ νόμος τοῦ νοῦ, προσθέτει δὲ καὶ τέταρτο νόμο, τὸν τῆς ἁμαρτίας· ὁ ὁποῖος εἶναι, κατὰ τὴν ἐρηνεία τοῦ θείου Δαμασκηνοῦ, ἡ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ ἐξαπολυμένη ἐπίθεσις τῶν κακῶν λογισμῶν, στὴν ὁποία αἰχμαλωτίζει τὸν νοῦ ὁ νόμος ποὺ βρίσκεται στὰ μέλη· τὴν δὲ λογικὴ ἐπιθυμία, καὶ νόμο τοῦ νοός, ὁ Θεῖος Δαμασκηνός, ὀνομάζει συνείδησι. (Βιβλ. Θεολόγ. κεφ. 99).

20. Ἐπειδή, κατὰ τὸν Σολομῶντα «Ὅταν ἔλθη ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ».(Παρ. ιη´ 3).

21. Γιατὶ τόσο μεγάλο καὶ λεπτὸ πρᾶγμα εἶναι ἡ τελειότητα καὶ ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Θεόν, ὥστε ἕνα τόσο μικρὸ ἐμπόδιο, ὅσο εἶναι μία μοναχὴ τρίχα, μπορεῖ νὰ τὴν στερήσῃ ἀπὸ μᾶς καὶ νὰ μὴ μᾶς ἀφήσῃ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό, καθὼς λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος (Λόγ. νζ´). «Ἤγουν, ἂν ἔχωμεν ἀπὸ ἀμέλειάν μας κανένα μικρὸ λογισμόν, ἢ δισταγμὸν ἀπιστίας, ἢ διψυχίας, ἢ δειλίας, ἢ ἄλλο κανένα πάθος καὶ προσπάθειαν, δὲν θέλομεν ἀξιωθῆ νὰ ἔχωμεν ἐγκάτοικον τὸν Θεὸν εἰς τὴν ψυχήν μας».

22. Σημείωσε ἐδῶ, ἀδελφέ, καὶ γιὰ κάποιες φυσικὲς κλίσεις ἢ πάθη, τὰ ὁποῖα οὔτε θανάσιμα ἁμαρτήματα λέγονται, οὔτε συγγνωστά, μὲ τὸ νὰ μὴ γίνωνται ἀπὸ τὴν προαίρεσί μας, εἶναι ἐξαρτημένα ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασία τῶν σωμάτων αὐτὰ δὲ ὀνομάζονται ἀτελειότητες, ἐλαττώματα καὶ ψεγάδια φυσικά, καθὼς λόγου χάρι, εἶναι πολλοὶ ἀπὸ τὴ φύσι τους πικροὶ καὶ μελαγχολικοί· ἄλλοι αὐστηροὶ καὶ ὀξύθυμοι· ἄλλοι ἐλαφροὶ στὸ λογισμὸ καὶ ἀσύστατοι, ἄλλοι πεισματώδεις· ἄλλοι φιλόφιλοι καὶ ἄλλοι ἔχουν ἄλλα φυσικὰ ἐλαττώματα. Ὁπότε καὶ κατὰ αὐτῶν τῶν ἐλαττωμάτων πρέπει νὰ πολεμᾶμε, διορθώνοντας τὶς ὑπερβολὲς καὶ τὶς ἐλλείψεις τους μὲ τὴν διάκρισι τοῦ σωστοῦ λόγου καὶ μετατρέποντας αὐτὰ σὲ ἀρετές. Γιατὶ κανένα φυσικό, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἄγριο, δὲν ἀντιστέκεται τόσο στὴν προαίρεσι, ποὺ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν ἐπιμέλεια τὴ δική μας, νὰ μὴν μπορῇ νὰ νικηθῆ. Λέγω δὲ νὰ πολεμοῦμε καὶ αὐτά, γιατὶ ἂν καὶ φυσικὰ καὶ ὄχι καὶ προαιρετικά, μᾶς ἐμποδίζουν ὅμως ἀπὸ τὴν τελειότητα.

23. Ὅσοι μὲν ἀφοῦ πρόκοψαν στὴν πρακτικὴ ἔγιναν δυνατοὶ στὸ λογισμό, μὲ τὸ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ κάθε ψεύτικη καὶ παράλογη δόξα, ἀπόκτησαν δὲ σωστὸ λόγο μέσα ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν ἀληθινῶν καὶ πνευματικῶν λόγων, αὐτῶν ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν θεία Γραφή, ὅσο καὶ στὴν κτίσι, αὐτοὶ μποροῦν νὰ ἀντιστέκωνται καὶ νὰ πολεμοῦν τὰ πάθη καὶ τοὺς λογισμοὺς μὲ ἀντίδρασι ὀξύθυμη, δηλαδή, πότε μὲ ρητά της ἁγίας Γραφῆς, τὰ ἀντίθετα στὰ πάθη ποὺ τοὺς πολεμοῦν καὶ στοὺς λογισμούς, καθὼς μὲ αὐτὴν τὴν ἀντιλογία ὁ Κύριος πολέμησε καὶ νίκησε τὶς τρεῖς προσβολὲς ποὺ τοῦ ἔφερε ὁ πειρασμός, τῆς φιληδονίας, φιλοδοξίας καὶ φιλαργυρίας. Καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν ὀρθὸ καὶ φυσικὸ λόγο, τὸν ἀποδεικνύοντα τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀπάτη τῶν σπαρμένων λογισμῶν καὶ τῶν πολεμούντων παθῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ αὐτοὶ λέγονται ἀληθινὰ ὅτι πολεμοῦν κατ᾿ εὐθεῖαν τους ἐχθροὺς καὶ τοὺς νικοῦν καὶ στεφανώνονται. Ὅσοι ὅμως εἶναι ἀδύνατοι στὸ λογισμό, εἶναι καλύτερα νὰ πολεμοῦν τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη πλάγια· δηλαδή, ἀμέσως μόλις τοὺς πολεμήσουν οἱ λογισμοὶ ἢ τὰ πάθη, νὰ τρέχουν στὸν Θεὸν μὲ τὴν προσευχή, ἕως ποὺ νὰ καταπαύσουν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὶς κινήσεις τῶν παθῶν καὶ τὶς ὁμιλίες τῶν λογισμῶν, καθὼς διδάσκει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. (Ἂν καὶ αὐτὸ δὲν λέγεται κυρίως πόλεμος, ἀλλὰ φυγὴ πολέμου γιὰ τὴν ἀδυναμία ποὺ ὑπάρχει). Ὅμως, καὶ οἱ ἀσθενεῖς αὐτοί, κάποτε, ἢ ὅταν μὲ ὑπερβολὴ τοὺς ἐνοχλοῦν τὰ πάθη καὶ οἱ λογισμοί, ἢ ὅταν γνωρίζουν τὸν ἑαυτόν τους πὼς ἔχει δύναμι κατὰ καιρό, πρέπει νὰ πολεμοῦν καὶ κατ᾿ εὐθεῖαν τους λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη, γιὰ νὰ φανῆ καὶ ἡ δική τους ἀνδρεία καὶ τὸ ἐλεύθερό της προαιρέσεως αὐτῶν καὶ μισόκακο, καθὼς καὶ αὐτὸ βλέπουμε στὸ ἴδιο τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. «Ἐὰν δὲ γένηται φησι καιρὸς ἀντιστῆναι καὶ παλαίσαι πρὸς αὐτὰ (τὰ πάθη δηλ.) καὶ τοῦτο ποιήσωμεν». Πλήν, ὅταν κατ᾿ εὐθείαν πολεμοῦμε τὰ πάθη καὶ τοὺς λογισμούς, ἀκαταμάχητη βοήθεια εἶναι τὸ νὰ κρατοῦμεν ὡς ὅπλο πολεμικό, ἢ μὲ τὴν καρδιὰν ἢ μὲ τὰ χείλη, τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἤτοι τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με», καθὼς καὶ μπροστὰ λέμε στὸ ις´ κεφάλαιο. Γιατὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τοὺς ἐχθροὺς πολεμοῦμε καὶ νικοῦμε καὶ σὲ αὐτὸ δὲν ὑπερηφανευόμαστε, μὲ τὸ νὰ καταγράφουμε τὴ νίκη αὐτὴ στὸ νικοποιὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Σημείωσε, ὅτι ὄχημα μέγιστο καὶ δυνατώτατο εἶναι στὸν πόλεμο τῶν λογισμῶν καὶ τῶν παθῶν ἡ καταφρόνησις. Δηλαδή, τὸ νὰ καταφρονῇ κάποιος σὰν γαυγίσματα σκύλων τὶς προσβολὲς τῶν λογισμῶν καὶ τὶς κινήσεις τῶν παθῶν καὶ μάλιστα τοὺς λογισμοὺς ἐκείνους καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἔφθασε νὰ πολεμήσῃ προτύτερα καὶ νὰ διώξη, αὐτὰ δὲ πάλι μὲ ἀναίδεια τὸν ἐνοχλοῦν καὶ γενόμενος σοβαρὸς καὶ σιωπηλὸς στὸν ἑαυτό του, νὰ μὴ θέλῃ, οὔτε νὰ γυρίσῃ νὰ τὰ δῆ, οὔτε νὰ τὰ ἀκούσῃ ἐκπληρώνοντας τὸ ψαλμικὸ ἐκεῖνο ποὺ λέει «Ἐγὼ ὅμως ἔκανα σὰν κουφὸς ποὺ δὲν θέλει ν᾿ἀκούῃ καὶ ἄλαλος ποὺ δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του» (Ψαλμ. 37,14). Ἀλλὰ νὰ τρέχῃ στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς προκοπῆς του, χωρὶς νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ τὰ μηδαμινὰ φόβητρα τῶν λογισμῶν καὶ ὅποιος τὸ ἀγαπᾷ, ἂς χρησιμοποιήσῃ αὐτὸ τὸ ὅπλο καὶ θὰ ὠφεληθῆ πολύ.

24. Συνήθεια θὰ πεῖ, μία μεγάλη εὐκολία, ποὺ λαμβάνει κάποιος στὴν ἀρετὴ ἢ στὴν κακία ἢ σὲ κάποιο ἄλλο κανένα ἔργο καὶ τέχνη, ἡ ὁποία μὲ εὐκολία ἀποκτᾶται καὶ γίνεται, ἀπὸ πολυχρόνιους καὶ συνεχεῖς πράξεις καὶ ἐνέργειες τῆς ἀρετῆς ἢ κακίας ἢ τοῦ ἔργου καὶ τῆς τέχνης· γι᾿αὐτὸ καὶ αὐτὴ ἡ συνήθεια, δεύτερη φύση ὀνομάζεται ἐπειδή, καθὼς ἡ φύση, οὕτως καὶ αὐτὴ μὲ εὐκολία προβάλλει τὶς ἐνέργειές της.

25. Ἄριστα τοῦτο ἐδῶ διδάσκεται δὲ σύμφωνα μὲ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ ποὺ λέει, ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ ἐξαπατοῦμε καὶ νὰ νικᾶμε τὰ πάθη μὲ τὴν ἐνθύμησι τῶν ἀντιθέτων σε αὐτὰ ἀρετῶν, παρὰ μὲ τὴν ἀντίστασι. «Κρεῖσσον ἐν τῇ μνήμῃ τῶν ἀρετῶν ὑποκλέπτειν τὰ πάθη, ἢ τῇ ἀντιστάσει». Ὁπότε, ἐπειδὴ καὶ τὰ τρία εἶναι τὰ μέρη τῆς ψυχῆς, λογιστικό, ἐπιθυμητικὸ καὶ θυμικό, γνώριζε ὅτι, ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία γεννοῦνται καὶ οἱ τριῶν εἰδῶν λογισμοί. Καὶ ἀπὸ μὲν τὸ λογιστικὸ γεννοῦνται οἱ λογισμοὶ τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀχαριστίας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοῦ γογγυσμοῦ, τῆς ἀδιακρισίας, τῆς ἀγνωσίας καὶ ἁπλά, ὅλοι οἱ καλούμενοι καθολικὰ βλάσφημοι λογισμοί, ἀπὸ δὲ τὸ ἐπιθυμητικὸ γεννοῦνται οἱ λογισμοὶ τῆς φιληδονίας, φιλοδοξίας, φιλαργυρίας καὶ ἁπλά, ὅλοι οἱ καλούμενοι αἰσχροὶ λογισμοί· ἀπὸ δὲ τὸ θυμικὸ γεννοῦνται οἱ λογισμοὶ τῶν φόνων, τῆς ἐκδικήσεως, φθόνου, μίσους, ταραχῆς καὶ ἁπλά, ὅλοι οἱ καλούμενοι πονηροὶ λογισμοί. Λοιπὸν ἐσὺ πρέπει νὰ νικᾷς αὐτὰ μὲ τὶς ἀντίθετές τους ἀρετές· δηλαδή, τὴν ἀπιστία, μὲ τὴν ἀδίστακτη πίστι στὸ Θεό, τὴν ἀχαριστία καὶ τὸν γογγυσμὸ πρὸς τὸν Θεό, μὲ τὴν εὐχαριστία, τὴν ἀδιακρισία, μὲ τὴν διάκρισι τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ· τὴν ἀγνωσία, μὲ τὴν ἀληθινὴ γνῶσι αὐτῶν ποὺ ὑπάρχουν ἀληθινὰ καὶ τὶς βλασφημίες, μὲ τὶς δοξολογίες. Παρόμοια τὴν φιληδονία μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν νηστεία, τὴν φιλοδοξία μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν φιλαργυρία μὲ τὴν λιτότητα. Παρομοίως, τὸν φθόνο καὶ μῖσος, μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐκδίκηση μὲ τὴν πραότητα καὶ ὑπομονή, τὴν ταραχὴ μὲ τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς. Καὶ γιὰ νὰ πῶ γενικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο: Τὸ μὲν λογιστικὸ τῆς ψυχῆς σου, στόλιζέ το μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς, καὶ θείας γνώσεως. Τὸ ἐπιθυμητικό, μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς ἐγκράτειας· καὶ τὸ θυμικό, μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης· καὶ βέβαια τὸ φῶς τοῦ νοῦ σου δὲν θὰ σκοτισθῆ ποτέ, οἱ δὲ προηγούμενοι λογισμοί, μποροῦν εὔκολα νὰ γεννηθοῦν ἀπὸ αὐτούς.

26. Ὁ θεῖος Χρυσόστομος (ὁμιλ. ιε´, Κεφάλ. ε´ τοῦ κατὰ Ματθαῖον) λέει, ὅτι ὁ Κύριος στὸ Κεφάλαιο αὐτὸ διδάσκει ἐννέα βαθμούς, στοὺς ὁποίους ἀνεβάζει ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὶς ἁγίες του ἐντολὲς α´, ὅτι, οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ ἀδικοῦν κάποιους· β´, ὅτι ἂν ἀδικήσῃ κάποιος αὐτούς, αὐτοὶ πρέπει νὰ μὴ τὸν ἐκδικοῦνται μὲ τὴν ἴδια ἀδικία· γ´, ὅτι νὰ μὴ κάνουν στοὺς ἄλλους, ἐκεῖνα τὰ κακὰ ποὺ τοὺς ἔκαναν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ νὰ τὰ ὑπομένουν καὶ νὰ ἡσυχάζουν δ´, ὄχι μόνο νὰ ἡσυχάζουν, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσουν θεληματικὰ τὸν ἑαυτό τους στὸ νὰ πάθουν τὰ κακά· ε´, τὸ καὶ νὰ δώσουν τὸν ἑαυτό τους στὰ πάθη περισσότερο καὶ προθυμώτερα, παρὰ ὅπου θέλει ἐκεῖνος ποὺ τοὺς κακοποιεῖ· ς´, τὸ νὰ μὴ μισήσουν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς κακοποιεῖ· ζ´, τὸ καὶ νὰ ἀγαπήσουν αὐτὸν ἀπὸ τὴν καρδιά τους· η´. τὸ καὶ νὰ τὸν εὐεργετήσουν θ´, τὸ νὰ παρακαλοῦν καὶ τὸν Θεὸ γι᾿ αὐτόν. Ὁ δὲ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος θεολόγος, στὸ λόγο σχετικὰ μὲ τὴν ἀπάθεια καὶ τῶν χαρισμάτων της, προσθέτει κοντὰ στοὺς ἐννέα βαθμοὺς καὶ ἄλλους τρεῖς μεγαλύτερους, δηλαδή, ἕνα μέν, τό, ὄχι μόνο νὰ προσευχώμεθᾳ γιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κακοποιῆσαν, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ τυπώνουμε νοερὰ στὴν φαντασία μας τὰ πρόσωπά τους καὶ νὰ τὰ φιλᾶμε μὲ ἀπάθεια, μὲ δάκρυα ἀγάπης, σὰν γνήσιους φίλους. Δεύτερο δέ, τὸ νὰ φυλᾶμε πρὸς αὐτοὺς καὶ στὸν ἴδιο χρόνο ποὺ μᾶς κακοποιοῦν, ἴδια καὶ χωρὶς ἀλλαγὲς τὴν διάθεσι τῆς καρδιᾶς μας. Καὶ τρίτον, τὰ νὰ ξεχνᾷ κανεὶς τελείως ὅλα ὅσα ἔπαθε καὶ νὰ μὴ τὰ ἐνθυμῆται, τόσο ὅταν εἶναι παρόντες αὐτοὶ ποὺ τὸν κακοποίησαν, ὅσο καὶ ὅταν λείπουν, ἀλλὰ νὰ φέρεται σὲ αὐτοὺς χωρὶς καμμία σκέψι, καθὼς φέρεται καὶ στοὺς φίλους του, συνομιλώντας καὶ συντρώγοντας μὲ αὐτούς.

27. Καθὼς o Θεὸς δὲν ἐξωλόθρευσε ὅλα τὰ ἔθνη ἀπὸ τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ ἄφησε σὲ αὐτὴ τὶς πέντε περιφέρειες τῶν ἀλλοφύλων καὶ τοὺς Σιδωνίους καὶ Ἑβραίους, ἕνα μέν, γιὰ νὰ δοκιμάζῃ τοὺς Ἑβραίους, ἂν φυλάττουν τὶς ἐντολές του καὶ σταθερὴ τὴν πίστι τους σὲ αὐτή. Καὶ ἄλλο, γιὰ νὰ τοὺς μαθαίνῃ πάντοτε τὸν πόλεμο, ὅπως γράφτηκε. «Καὶ αὐτὰ τὰ Ἔθνη ἄφησε ὁ Κύριος, ὥστε πειράσαι ἐν αὐτοῖς τὸν Ἰσραήλ…. Γνῶναι εἰσακούσονται τὰς ἐντολὰς Κυρίου. Τοῦ διδάξαι αὐτοῖς πόλεμον» (Κρίτ. γ´ 13, 14). Κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν ἐξολοθρεύει ὅλα τὰ πάθη ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ἀφήνει καὶ μερικὰ νὰ μᾶς πολεμοῦν μέχρι τὸ θάνατό μας, ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ἢ αἰτία δική του, ἀλλὰ ἀπὸ αἰτία δική μας, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος: Ὁ α´, γιὰ νὰ μὴ πέσωμε σὲ ἀμέλεια, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἐπιμελεῖς καὶ προσεκτικοί· ὁ β´, γιὰ νὰ μὴν λησμονήσουμε τὸν πόλεμο καὶ ξαφνικὰ μᾶς πλακώσουν καὶ μᾶς νικήσουν τὰ πάθη καὶ οἱ ἐχθροί· γ´, γιὰ νὰ προστρέχωμεν πάντα στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζητοῦμε θερμότερα τὴν βοήθειά του· ὁ δ´, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευώμαστε, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ στὸ φρόνημα· ε´, γιὰ νὰ μισήσουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὰ πάθη καὶ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ τόσο ἀκούραστα ἂς πολεμοῦν ς´, διὰ νὰ δοκιμασθοῦμε, ἂν μέχρι τέλους φυλάξουμε τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι· ζ´, γιὰ νὰ παρακινούμεθα στενώτερα στὸ νὰ φυλάττουμε ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ νὰ μὴ παραβαίνουμε οὔτε τὴν παραμικρή· η´, γιὰ νὰ μάθουμε μὲ τὴν δοκιμὴ πόσο ἀξίζει ἡ ἀρετὴ καὶ ἀκολούθως νὰ μὴ τὴν ἀφίνουμε καὶ νὰ πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, θ´, γιὰ νὰ γίνεται καὶ ὁ παντοτεινὸς πόλεμος ὑπόθεσις μεγαλυτέρων στεφάνων σὲ μᾶς· ι´, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ντροπιάσουμε περισσότερο τὸν διάβολον καὶ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν μέχρι τέλους ὑπομονή μας καὶ ια´, γιὰ νὰ εἴμαστε γυμνασμένοι ἀπὸ συνήθεια στὸν πόλεμο νὰ μὴν φοβηθοῦμε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου, ὅταν θὰ μᾶς γίνῃ ὁ πλέον δυνατώτερος πόλεμος.

28. Ὁ μέγας Βασίλειος στὸν σχετικὰ μὲ τὴν Παρθενία λόγο του, ἀναφέρει πάνω σὲ αὐτὸ ἕνα ὡραῖο παράδειγμα καὶ λέει. «Καθὼς οἱ βασιλικοὶ στρατιῶτες σὲ καιρὸ πολέμου, δὲν βάλλουν τὰ ἅρματά τους μέσα σε κλεισμένα σπίτια, ἀλλὰ μέσα σὲ ἐκεῖνα ποὺ βρίσκουν ἀνοικτὰ καὶ ἀφοῦ τὰ βάλουν μίαν φορά, τὰ ἀφήνουν μέσα καὶ αὐτοὶ βγαίνουν ἔξω καὶ περπατοῦν, χωρὶς νὰ φοβοῦνται ὅτι κάποιος θὰ ρίξη ἔξω τὰ ἅρματά τους, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὅταν βρίσκουν ἀνοικτὴ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, βάζουν μέσα σὲ αὐτὴ τὰ ἅρματά τους, τὰ ὁποῖα εἶναι οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ τὰ πάθη καὶ τὰ ἀφήνουν, ἐὰν ἐμεῖς δὲν ἀγωνισθοῦμε νὰ τὰ πετάξουμε ἔξω.

29. Στάδιο λέγεται ὁ τόπος ἐκεῖνος μέσα στὸν ὁποῖο γίνονται οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες καὶ ὁ πόλεμος.

30. Πολὺ σοφὰ καὶ ἀληθινὰ αὐτὸ ἐδῶ μαθαίνουμε, ὅτι, ἡ προμελέτη καὶ προετοιμασία εἶναι τὸ μεγαλύτερο ὅπλο καὶ τὸ πιὸ δραστικὸ προστατευτικὸ στὰ ξαφνικὰ κινήματα τῶν παθῶν, γιατὶ ὅπως ὁ σίφουνας καὶ αὐτὰ ποὺ καλοῦνται μπουρίνια, ὅταν πέσουν ξαφνικὰ στὴ θάλασσα, ἀναποδογυρίζουν τὰ πλοῖα, καὶ κάνουν αὐτοὺς τοὺς πολὺ ἔμπειρους ναῦτες, νὰ τὰ χάνουν γιὰ τὸ ἀνέλπιστο, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τὰ ξαφνικὰ αὐτὰ συναντήματα καὶ οἱ κινήσεις τῶν παθῶν, κάνουν νὰ χάνουν τὴ διάκρισι καὶ αὐτοὶ οἱ τέλειοι στὴν ἀρετή.

31. Δηλαδὴ δὲν βγῆκε πρὸς τὰ ἔξω τὸ πάθος καὶ ἡ ταραχὴ τοῦ θυμοῦ· ἀλλά, ὅπως τὸ κῦμα τῆς θαλάσσας τὸ ἄγριο, δὲν βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς θάλασσας, ἀλλὰ κατατσακιζόμενο μέσα στοὺς παραθαλάσσιους αἰγιαλοὺς γίνεται ἤρεμο, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ὁ θυμός· ἔτσι ἑρμηνεύει τὸ γνωμικὸ αὐτὸ ὁ Μέγας Βασίλειος (Λόγος κατὰ ὀργιζομένων).

32. Καὶ ὁ ἀγαπημένος Ἰωάννης λέγει· «Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφό του εἶναι ἀνθρωποκτόνος» (α´ 3,15)· καὶ πάλιν «Ὅποιος δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφό του, παραμένει στὸν θάνατο» (αὐτόθ. 14).

33. Ὅταν ὁ μέγας ἐκεῖνος Νεῖλος εἶπε «Καὶ ἂν νομίζῃς ὅτι εἶσαι μὲ τὸν Θεό, νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, γιατὶ εἶναι πολὺ ἀπατεώνας καὶ φθονερὸς καὶ θέλει νὰ εἶναι πιὸ γρήγορος ἀπὸ τὴν κίνησι καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ σου» (Κεφ.γ´ σελ. 61, Φιλοκαλ.). Ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία πάντοτε μᾶς πειράζει, εἶναι, γιατὶ καθὼς ἕνας φυσικὰ ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτό του, ἔτσι φυσικὰ ἀγαπᾷ νὰ πολλαπλασιάση μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν κακία τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ νὰ κάνῃ ὅμοιον μὲ αὐτὸν ἔτσι ὅπως ἡ κενοδοξία πάντα μᾶς ἐξαπατᾷ ἔτσι καὶ ἡ σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ δύσκολα ἀπὸ αὐτὴ φυλασόμαστε.

34. Πολλοὶ πολλὲς φορὲς πλανήθηκαν ἀπὸ τὰ παρόμοια ἐνάρετα καὶ εὐλαβῆ πρόσωπα, εἴτε γυναικῶν, εἴτε ἀνδρῶν χωρὶς γένεια καὶ συγκατοίκησαν μὲ αὐτά, ἢ καὶ ἀπρόσεκτα συναναστράφηκαν, ἔπεσαν σὲ πάθη ντροπῆς, πλανηθέντες ἀπὸ τὰ δεξιά, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν σεμνότητά τους· ἐμεῖς ὅμως προσθέτουμε ἐδῶ, ὅτι, ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτὰ καταπιάνεται κάποιος σὲ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ σαρκικὸ ἔρωτα μὲ αὐτὰ τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ ἂν αὐτά, μπορεῖ νὰ ὑποτεθῆ, εἶναι παιδιὰ πλουσίων γονέων, εὐγενῆ ἢ μὲ καλὴ ὁμιλία στὴ γλῶσσα ἢ καλόφωνα στὰ μουσικὰ ἢ ὡραῖα στὴν ὄψι ἢ ἐπιδέξια στὸ μυαλό, ἢ ἐπιδέξια στὰ χειρωνακτικὰ καὶ στὶς τέχνες ἢ ἔχουν ἄλλα τέτοια φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματα· γιατὶ ὅλα αὐτὰ αὐξάνουν τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν ἀγάπη, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ νὰ προφυλασσώμαστε ἀπὸ τὰ παρόμοια.

35. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σολομώντας, σοφὸ μὲν ὀνομάζει ἐκεῖνον ποὺ φοβᾶται καὶ ἀποφεύγει τὶς αἰτίες τῶν κακῶν, καὶ σώφρονα ἐκεῖνον, ποὺ ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν τὶς ἀποφεύγει· «σοφὸς φοβηθείς, ἐξέκλινεν ἀπὸ κακοῦ, ὁ δὲ ἄφρων, ἑαυτῷ πεποιθώς, μίγνυται ἀνόμῳ» (Παρ. ι8´ 16). Σοφὸς ἦταν ὁ πάγκαλος Ἰωσὴφ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀφοῦ ἄφησε τὸ ἱμάτιό του καὶ ἀπόφευγε τὴν αἰτία τῆς ἁμαρτίας, ἀπέφυγε καὶ τὴν ἁμαρτία· γιατὶ ἂν δὲν ἀπέφευγε, σίγουρα θὰ ἁμάρτανε μὲ τὴν κυρία του, ὅπως εἶναι ἡ ἄποψις πολλῶν διδασκάλων. Ἀσύνετος βρέθηκε ὁ μάρτυρας ἐκεῖνος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ποὺ ἔπαθε γιὰ τὸν Χριστό, εὑρισκόμενος στὴ φυλακὴ καὶ ὑπηρετούμενος ἀπὸ μία μοναχή, ἐπειδὴ πίστεψε στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἀπέφευγε τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν σκανδάλιζε, κύλησε μὲ αὐτὸ στὴν πορνεία, ὅπως γράφει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος τὴν ἀποφυγὴ αὐτὴ ὑπονοοῦσε ὅταν ἔλεγε «νὰ ἀποφεύγετε τὴν πορνεία» (Α´ Κορινθ. 6,18).

36. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει, ὅτι, ὅποιος ἔπεσε στὴν πορνεία ἢ ἄλλη σαρκικὴ ἁμαρτία, ἐκεῖνος ἀπὸ πρὶν εἶχε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ πέσῃ γιὰ νὰ ταπεινωθῆ· «ὅπου πτῶμα κατέλαβεν, ἐκεῖ ὑπερηφάνεια προεσκήνωσεν». Καὶ πάλι, «παίδευσις ὑπερηφάνω, πτῶμα» (Λόγος, κβ´).

37. Γιατὶ δυὸ εἶναι οἱ ἐλπίδες, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰσαάκ, μία ἀληθινὴ καὶ πολὺ σοφὴ καὶ μία ψεύτικη καὶ ἀνόητη. Καὶ ὅσοι ἀφιέρωσαν ὅλο τὸν ἑαυτόν τους στὸ Θεό, γιὰ κανένα πρᾶγμα δὲν φροντίζουν κοσμικό, μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ δοσμένοι στὴν ἐπιμέλεια καὶ ἐργασία τῶν ἀρετῶν· αὐτοὶ ἀληθινὰ ἐλπίζουν στὸ Θεὸ νὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ στὴν τωρινὴ καὶ στὴ μέλλουσα ζωή· ὅσοι ὅμως περνοῦν μὲ ἀμέλεια τὴν ζωήν τους καὶ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιμελοῦνται, αὐτοὶ ἂν καὶ λένε ὅτι ἐλπίζουν στὸ Θεό, ψεύτικα ὅμως ἐλπίζουν καὶ ἀνόητη εἶναι ἡ ἐλπίδα τους. «Προηγούμενος, λέγει, ἐστὶν ὁ διὰ τὸν Θεὸν κόπος καὶ ὁ ἱδρὼς ὁ ἐν τῇ γεωργίᾳ αὐτοῦ, τῆς εἰς αὐτὸν ἐλπίδος»· σὰν νὰ λέγῃ, ὅτι, πρῶτα πρέπει νὰ κουρασθῆ κάποιος γιὰ σπείρῃ ἔργα καλὰ καὶ ἀρετὲς καὶ ἔπειτα νὰ ἐλπίζῃ ὅτι καὶ ἔχει νὰ θερίσῃ καὶ νὰ πάρη τὸ μισθὸ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του.

38. Γιὰ αὐτὸ ὁ μέγας ἐκεῖνος Αὐγουστίνος ἔλεγε, ὅτι, «ὅσα κτίσματα εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον, ὁμιλοῦσι μὲ τοὺς ἐναρέτους ἄνδρας μὲ μίαν γλῶσσαν βουβὴν ἀληθινὰ καὶ σιωπηλήν, ἀλλὰ κατὰ πολλὰ ἐνεργητικήν, ἡ ὁποία εὔκολα ἀκούεται καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοὺς παρακινεῖ περισσότερον εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ πάντα ἐβρίσκουν ἀφορμὴν νὰ λαμβάνουν καλοὺς καὶ εὐλαβητικοὺς λογισμούς». Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Ὅλα δοξάζουν τὸν Θεὸ μὲ ἀλάλητες φωνές· γιὰ ὅλα εὐχαριστεῖται ὁ Θεὸς διὰ μέσου ἐμοῦ· καὶ ἔτσι ὁ ὕμνος ἐκείνων γίνεται δικός μας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐγὼ παίρνω τὸν ὕμνο». (Λόγος εἰς τὴν Καινὴν Κυριακήν). Ὁπότε καὶ οἱ τρεῖς παῖδες πῆραν ἀφορμὴ ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα νὰ δοξολογήσουν τὸν Κτίστη στὸν ὕμνο τους.

39. Σημείωσε ὅτι, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἡ οὐσία τῶν ὑπαρκτῶν ἔχει εἰκόνα τοῦ Πατέρα, ἡ δύναμις τοῦ Υἱοῦ, ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε κατὰ ὅποιον τρόπο παραθέτει αὐτὸν σὰν Θεὸ ποιητή, ὄχι μόνο πὼς εἶναι ἕνας, ἀλλὰ καὶ πὼς εἶναι Τρία.

40. Βλέπε τὸ λη´ κεφ. τῶν φυσικῶν καὶ θεολογικῶν τοῦ μεγάλου τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγορίου στὴ Φιλοκαλίας, ποὺ λέγει ἐκεῖνος ὁ θειότατος νοῦς ὅτι τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τοῦ σώματος, εἶναι ἕνας ἔρωτας νοερός, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὸ Λόγο, καὶ ὑπάρχει στὸ λόγο καὶ στὸ νοῦ καὶ σὲ αὐτὸ ὑπάρχει τὸν λόγο καὶ τὸ νοῦ· καὶ ὅτι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, ἡ νοερὰ καὶ ἡ λογικὴ ψυχή, πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν τέτοιο εἴδους ζωοποιὸ Πνεῦμα, διότι δὲν ἔχουν τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο νὰ δίνῃ ζωή.

41. Γι᾿ αὐτό, ἀπὸ μὲν τὸ ἕνα μέρος ὁ Σολομώντας εἶπε· «ἀπὸ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν δημιουργημάτων, παίρνουμε τὴν ἀνάλογη ἰδέα γιὰ τὴν δημιουργία τους» (Σοφ. 13,5)· ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο ὁ μακάριος Παῦλος· «Μολονότι εἶναι ἀόρατες καὶ ἡ αἰώνια δύναμις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θεϊκή του ἰδιότητα, μποροῦσαν νὰ τὶς ἰδοῦν μέσα στὴν δημιουργία, ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος» (Ρωμ. 1,20). Προσθέτουμε καὶ αὐτὸ ἐδῶ ὅτι γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ δημιουργήθηκαν, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ὅλα τὰ Δημιουργήματα, μὲ λόγο καὶ μὲ σοφία, ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι πλουτίσθηκαν μὲ δύναμι λογική, μελετώντας τοὺς λόγους τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ἀπὸ τὴ λογικὴ αὐτὴ δύναμι νὰ ἀνεβαίνουν στὴ γνῶσι καὶ μελέτη τοῦ προαιώνιου καὶ ἐνυπόστατου λόγου, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο τὰ πάντα ἔγιναν. «Πάντα γάρ φησι, δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν, ὃ γέγονεν» (Ἰωάν. 1,3). Ἐπειδὴ ἀπὸ τὶς αἰτίες γνωρίζουμε τὰ ἀποτελέσματα, καὶ ἀπὸ τὰ ἐπακόλουθα, τί προηγήθηκε· ὥστε φθάνει μόνο κάποιος νὰ γνωρίζει νὰ σκέφτεται σωστὰ καὶ ἀμέσως, μέσα στὴν Δημιουργία βρίσκει τὴν πίστι καὶ ἀπὸ τὰ Κτίσματα καὶ τοὺς μελετώμενους λόγους τῶν κτισμάτων, ἀντιλαμβάνεται καὶ πιστεύει χωρὶς ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει Θεός.

42. Γιὰ δυὸ λόγους ὁ λόφος τοῦ Γολγοθᾶ ὠνομάσθηκε Κρανίου τόπος, πρῶτα καὶ τὸ πιὸ σημαντικό, γιατὶ κατὰ τὴν γνώμη Βασιλείου, Χρυσοστόμου καὶ Θεοφυλάκτου εἶναι ἡ παράδοσις αὐτὴ ὅτι, ἐκεῖ ἦταν θαμμένο τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μοναχὸς Ἐπιφάνιος σὲ αὐτὸ τὸ σύγγραμμα σχετικὰ μὲ τὴν Συρία καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ λέει· «Ὑπὸ τὸν Γολγοθᾶν ναὸς (ἤτοι οἶκος) μικρὸς τοῦ Ἀδάμ ἐστι καὶ ἐν αὐτῷ ἣν ἡ κάρα αὐτοῦ ὑπὸ τὸ δεῖγμα τοῦ Γολγοθᾶ» ὁπότε ἀπὸ αὐτὸ ὀνομάστηκε Κρανίου τόπος· ἡ δεύτερη καὶ πιὸ πρόχειρη αἰτία εἶναι γιατὶ κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Κορεσσίου καὶ ἄλλων ἱστορικῶν, δὲν ἔλειπαν ἀπὸ ἐκεῖ πάντα κρανία σπαρμένα αὐτῶν τῶν κακούργων ποὺ ἀπεκεφάλιζαν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάστηκε Κρανίου τόπος.

43. Ὁ πύρινος οὐρανὸς ἔχοντας τὴν οὐσία του ἀπὸ φῶς καθαρώτατο, κατὰ τὸν ἅγιο Κάλλιστο, εἶναι, κατὰ τοὺς θεολόγους, ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ «ὁ οὐρανός μοι θρόνος»· καὶ πάλι, «ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίῳ» αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ κατοικία ὅλων τῶν ἁγίων, τόσον Ἀγγέλων, ὅσον καὶ τῶν ἀνθρώπων· αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ πολυπόθητη βασιλεία τῶν οὐρανῶν, σχετικὰ γιὰ τὴν ὁποία ἔλεγε ὁ μακάριος Αὐγουστῖνος, «ἂν καὶ μίαν μόνην ἡμέραν ἔμελλον νὰ ἀπολαύσω τὴν οὐράνιον βασιλείαν, πάντα τὰ τοῦ κόσμου καὶ πᾶσαν σωματικὴν καταφρονήσω ἀπόλαυσιν». Καὶ ὁ Ἱερώνυμος ἐμφανίστηκε σὲ ὄνειρο στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο πρῶτα τὸν ἐρώτησε σχετικὰ μὲ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔλεγε· «Ἀδελφέ, ἡ οὐράνια μακαριότητα καὶ μὲ τὸ στόμα δὲν περιγράφεται καὶ μὲ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ δὲν καταλαβαίνεται. Αὐτὴν καὶ οἱ Ἄγγελοι ἀπολαμβάνουν καὶ οἱ δίκαιοι συναπολαμβάνουν καὶ πίστευε ἔτσι».

44. Τρεῖς ἐξαίσιοι ὕμνοι καὶ δοξολογίες εἶναι, μὲ τὶς ὁποῖες δοξολογοῦν τὴν Ἁγία Τριάδα οἱ ἐννιὰ τάξεις τῶν Ἀγγέλων. Καὶ τῆς μὲν πρώτης Ἱεραρχίας τῶν Θρόνων, Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ, εἶναι ὁ ἴδιος ὕμνος, τό, Γὲλ γὲλ τὸ ὁποῖο βγαίνει ἀπὸ τοὺς κύκλους τῶν Χερουβὶμ κατὰ τὸν Ἰεζεκιὴλ (κεφ. 1,13), δηλώνει δὲ ἀνακυλισμό, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιον Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη (Οὐράν. Ἱεραρχ. κεφ. ιε´)· τῆς δὲ δεύτερης ἱεραρχίας, τῶν Κυριοτήτων, Δυνάμεων καὶ Ἐξουσιῶν, ὁ ἴδιος ὕμνος εἶναι τό, Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος (Ἡσ. 6,3). Τῆς δὲ τρίτης τῶν Ἀρχῶν Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων ἴδιος ὕμνος εἶναι τό, Ἀλληλούϊα, κατὰ τὸν Νικήτα τὸν Στηθᾶτο (Φιλοκαλ. κεφ. η´ τῆς τρίτης ἐκατοντ.).

45. Μιλώντας θυμήσου νὰ προσέχῃς στὴν προσταγὴ τοῦ ἁγίου Θαλασσίου ἡ ὁποία λέει· «Ἀπὸ τοὺς πέντε τρόπους τῆς συνομιλίας νὰ διαλέξης τοὺς τρεῖς. Τὸν τέταρτο μὴ τὸν συνηθίσῃς. Καὶ ἀπὸ τὸν πέμπτο νὰ ἀπέχῃς» (Φιλοκαλ.). Οἱ τρεῖς δὲ τρόποι, σύμφωνα μὲ τὸν Νικόλαο Κατασκεπηνὸ εἶναι τὸ ναί, τὸ ὄχι καὶ τὸ ξεκάθαρο. Ὁ τέταρτος εἶναι τὸ ἀμφίβολο. Ὁ δὲ πέμπτος, τὸ ἄγνωστο, δηλαδὴ νὰ μιλᾷς γιὰ πράγματα ποὺ γνωρίζεις πὼς εἶναι ἀληθινά, ἢ ψεύτικα ἢ συγκεκριμένα· καὶ γιὰ τὰ ἀμφίβολα καὶ ἄγνωστα στοὺς λόγους σου, νὰ μὴν μιλᾷς· ἢ ἐπειδὴ εἶναι πέντε τὰ εἴδη τοῦ λόγου, σύμφωνα μὲ τὸν Βλεμίδη στὴ λογική. Κλητικὸ μὲ τὸ ὁποῖο καλοῦμε κάποιον. Ἐρωτηματικό, μὲ τὸ ὁποῖον ἐρωτοῦμε. Εὐκτικό, μὲ τὸ ὁποῖο εὐχόμαστε. Ὁριστικό, μὲ τὸ ὁποῖο ὁριστικὰ καὶ καταφατικὰ μιλᾶμε καὶ Προστακτικό, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχοντικὰ καὶ αὐθεντικὰ προστάζουμε. Ἐσὺ χρησιμοποίησε στὴν ὁμιλία σου μόνο τὰ τρία, τὸ δὲ Ὁριστικὸ καὶ Προστακτικὸ μὴ τὸ χρησιμοποιῇς.

46. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ (Λόγοι γ´) λέγει, ὅτι εἶναι συνεργὸς τῶν καλῶν ἡ σιωπὴ καὶ μεγαλύτερη ὅλων τῶν ἔργων τῆς μοναχικῆς πολιτείας (Λογ. λδ´) καὶ μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (Ἐπιστολ. γ´ ). Ὁ δὲ μέγας Βαρσανούφιος λέει, ὅτι ἡ σιωπὴ ποὺ κρατεῖται μὲ τὴ θέλησί μας, εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεολογία.

47. Ὁ δὲ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέγει, ὅτι γιὰ τρία πράγματα σιωπᾷ κάποιος· ἢ γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἢ γιὰ τὴν ζεστὴ ἐπιθυμία καὶ τὸ ζῆλο τῆς ἀρετῆς ἢ γιατὶ ἔχει κρυφὴ θεϊκὴ συνομιλία μέσα στὸν ἑαυτό του καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο πηγαίνει τὸ νοῦ του σὲ αὐτὴ (λόγ. κστ´).

48. Εἶναι ὁλοφάνερο αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὰ παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιατὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Σὴθ καὶ τοῦ Ἐνώς, μὲ τὸ νὰ δοῦν τὶς κόρες τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάιν ὅτι ἦταν ὄμορφες, πῆραν αὐτὲς γυναῖκες καὶ διέφθειραν αὐτὲς καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀκολούθησε ὁ παγκόσμιος ἐκεῖνος κατακλυσμὸς (Γέν. κεφ. ς´). Ὁ Συχὲμ ὁ γιὸς τοῦ Ἐμμὼρ στὰ Σίκιμα, γιὰ νὰ δῇ τὴν Δείνα τὴν κόρη τοῦ Ἰακώβ, τὴν ἀγάπησε καὶ ἔτσι τὴν διέφθειρε καὶ ἀπὸ τὴ διαφθορὰ αὐτή, ἔγινε ὁ καταστροφικὸς ἐκεῖνος ἀφανισμὸς τῶν Σικίμων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἕως τὰ ζῷα. (Γέν. λδ´). Ὁ Σαμψὼν γνώρισε γυναῖκες, τόσο στὰ Θαμναθᾶ, ὅσο καὶ στὴ Γάζα καὶ ἀγάπησε αὐτὲς καὶ κοιμήθηκε μαζί τους (Κρίτ. ιδ´ καὶ ις´.) Εἶδε ὁ βασιλιὰς Δαβὶδ τὴν Βηρσαβεὲ ὅταν λουζόταν καὶ τὴν ἀγάπησε καὶ ἔτσι ἐμοίχευσε μὲ αὐτὴ (Β´ Βασιλ. ια´). Εἶδαν οἱ δυὸ ἐκεῖνοι ἡλικιωμένοι καὶ κριτὲς τοῦ λαοῦ τὴν Σωσάννα καὶ τὴν ἐπιθύμησαν (Σωσαν. ἰστορ. 9). Καὶ ἄλλα τέτοια πολλά.

49. Στὰ ἐπιτίμια ποὺ δὲν ἔχουν γραφή.

50. Ὁ μοναχὸς Ἰώβιος, στὴν Μυριόβιβλο τοῦ Φωτίου, λέγει, ὅτι ὀνομάζεται μυρμηκολέων ὁ διάβολος, διότι, πρῶτα ρίχνει τὸν ἄνθρωπο στὰ μικρὰ ἁμαρτήματα· καὶ ἔπειτα τὸν ρίχνει στὰ μεγάλα· καὶ στὴν ἀρχὴ φαίνεται ἀσθενὴς καὶ μικρός, ὡσὰν μήρμυγκας, ἀλλ᾿ ὕστερα φαίνεται κατὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, σὰν ἀνδρειωμένο καὶ μεγάλο λεοντάρι

51. Ὁπότε καὶ ὁ Σιναΐτης θεοφόρος Γρηγόριος, ἔτσι λέγει περὶ τῶν Δαιμόνων. «Ὄντας κάποτε καὶ αὐτοὶ νοερὰ ὄντα, ἀφοῦ ἐξέπεσαν τῆς ἀϋλίας καὶ τῆς λεπτότητος ἐκείνης, κάθε ἕνας ἀπόκτησε κάποιο ὑλικὸ πάχος, ἔχοντας σῶμα ἀνάλογο μὲ τὴν τάξι καὶ τὴν ἐνέργεια τὴν ὁποία ἔχει κάνει ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν» (Κεφ. ρκγ´ Φιλοκαλ.). Καὶ συνεχίζοντας παρακάτω λέγει· «ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν, ἔγιναν κάπως ὑλικοί» (οἱ δαίμονες δηλαδή).

52. Βλέπε στὸ ξδ´ κεφάλαιο Καλλίστου καὶ Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων. Φιλοκαλ.

53. Ὁπότε καὶ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἂν καὶ εἶχε τὴν φυσικὴ τῶν ὄντων φιλοσοφία καὶ γνῶσι (σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία βλέπε στὸ νβ´ κέφ.), δὲν εἶχε ὅμως καὶ τὸν παθητικὸ αὐτὸν καὶ σύμφωνο νοῦ, δηλαδὴ τὴν φαντασία τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ τὸν ἐνεργείᾳ καὶ ἀπαθῆ, αὐτὸν ποὺ ἐπιβάλλεται ἀμέσως στοὺς ἀσώματους λόγους τῶν ὑπάρξεων, ὅπως εἶναι ἡ γνώμη τῶν θεολόγων. Ὁπότε ὁ θεολόγος ἐκεῖνος, Γεώργιος ὁ Κορέσσιος, σὲ μία ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπορίες καὶ λύσεις του σχετικὰ μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία, εἶπε τὰ ἑξῆς· «Ἦταν ἄξιος μισθοῦ ὁ Κύριος… ἐξ αἰτίας τῆς αὐξανομένης ἐπιστήμης (δηλαδὴ τῆς δυσικῆς γνώσεως τῶν ὄντων) ποὺ ὑπάρχει ἀμέσως στὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἐμποδίζοταν ἀπὸ τίποτε (ἢ ἀπὸ τὸν ὕπνο), δηλαδὴ ἀπὸ τὶς φαντασίες τοῦ ὕπνου ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη αἰτία, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων διότι ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξαρτόταν ἀπὸ τὶς φαντασίες, πρᾶγμα ποὺ γίνεται ἐμπόδιο στὴν μετάδοσι τῶν νοητῶν στοὺς ἄϋλους λόγους)». Σὲ ἀπόδειξι αὐτοῦ οὔτε λίγο συντείνει καὶ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (ἑρμην. τοῦ δ´ τοῦ κατὰ Λουκ.) ὅτι ὁ Κύριος δὲν φανταζόταν τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου ποὺ τοῦ φανέρωνε ὁ ἐχθρός.

54. Βλ. στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου κεφαλαίου.

55. Βλέπε πιὸ μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο κεφάλαιο.

56. Γιατὶ ἂν καὶ τύχη καὶ συναρπασθῆ κανεὶς ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ δῇ μὲ ἐμπάθεια κανένα ὄμορφο πρόσωπο, πολεμήσῃ ὅμως καὶ δὲν τυπώσῃ στὴν φαντασία του τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου ἐκείνου, βυθίζοντας τὸν νοῦ του μέσα στὴν καρδιά του, γλυτώνει ἀπὸ τὸν ἡδονικὸ συνδυασμὸ τῶν λογισμῶν, γλυτώνει ἀπό τὴν πάλη, γλυτώνει ἀπό τὴν συγκατάθεσι καὶ τελευταῖα γλυτώνει καὶ δὲν πέφτει στὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἶπε τὰ ἑξῆς: «Μὲ συνήρπασε ὁ ὄφις, ἀλλὰ δὲν μὲ συνέλαβε. Δὲν ἔστησᾳ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πεῖρα εἶναι εἴδωλο, ἀποφύγαμε τὴν διάπραξι. Αὐτὰ εἶναι τὰ στάδια τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ». Ἐὰν ὅμως ἀφήσῃ κάποιος νὰ τυπωθῆ στὴν φαντασία του ἡ εἰκόνα καὶ ἐνθύμησις τοῦ προσώπου ἐκείνου, εὔκολα μπορεῖ νὰ πέσῃ στοὺς μεγαλύτερους βαθμοὺς τῆς ἁμαρτίας ἕως καὶ στὴν διάπραξι αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας· ὥστε τὸ κάθετι στὴ φαντασία μένει.

57. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ὁ νοῦς δὲν σκορπίζεται στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, οὔτε ἁπλώνεται στὸ κόσμο ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, γυρίζει στὸν ἑαυτό του καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀνεβαίνει στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ· «νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, μηδὲ ὑπὸ τῶν αἰσθητηρίων εἰς τὸν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισι μὲν πρὸς ἑαυτόν, δι᾿ ἑαυτοῦ δέ, πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει» (ἐπιστολ. α´).

58. Γιατὶ τρεῖς εἶναι οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς, κατὰ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο· α´) μὲν ἡ κυκλική, ἡ ὁποία γίνεται ὅταν ἡ ψυχὴ γυρίζῃ ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἀπὸ ἔξω πράγματα, πρῶτα μαζεύεται στὸν ἑαυτό της, ἔπειτα ἑνώνεται μὲ τὶς ἑνιαῖες καὶ ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἔτσι ἑνώνεται μὲ τὸν χωρὶς ἀρχή καὶ τέλος ἀγαθό, δηλαδὴ τὸν Θεό, β´) ἡ ἑλικοειδής, ἡ ὁποία γίνεται, ὅταν ἡ ψυχὴ κινῆται καὶ παίρνῃ τὶς θεῖες γνώσεις, ὄχι τελείως νοερὰ καὶ ἑνιαῖα καὶ ἀμετάβατα, ἀλλὰ μεταβατικὰ καὶ μὲ σκέψι, ἀπὸ ἕνα νόημα σὲ ἄλλο φερομένη, μὲ ἐνέργειες, μὲ κάποιο τρόπο ἀνακατεμένη ἀπὸ τὴν κυκλικὴ κίνηση καὶ ἀπὸ τὴν εὐθεία, γ´) εὐθεία κίνησις εἶναι, ὅταν ἡ ψυχὴ βγαίνῃ στὴ θεωρία τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὴν αἰσθητῶν πραγμάτων καὶ ἀπὸ τὰ ἀπὸ ἔξω καὶ αἰσθητά, ὡσὰν ἀπὸ κάποιες εἰκόνες διάφορες καὶ πολλές, ἀναβαίνει στὶς ἁπλὲς καὶ ἑνιαῖες θεωρίες. (Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. δ´). Λέγεται κυκλικὴ ἡ ἀνωτέρα καὶ πρώτη κυρία κίνησις τῆς ψυχῆς, γιατί, καθώς, παραδείγματος χάρι, ὅταν οἱ δυὸ ἄκρες μιᾶς βέργας ἑνωθοῦν, γίνεται στεφάνι καὶ κύκλος, ἔτσι καὶ ὅταν ἡ νοερὰ καὶ γνωστικὴ δύναμις καὶ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται ἐξαίρετα στὸν ἐγκέφαλο, ὡς σωματικὸ ὄργανο, ἑνωθῆ μὲ τὴν νοερὴ οὐσία τῆς ψυχῆς ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐκεῖ καθαρώτατο ζωτικὸ πνεῦμα, ὅπως σὲ ἕνα σωματικὸ ὄργανο, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες (Φιλοκαλία)· ἀπὸ τὴν ἕνωσι καὶ ἐπιστροφὴ τῶν δυὸ αὐτῶν, κάποιος κύκλος γίνεται καὶ μὲ τὸν κύκλο αὐτὸν ἑνώνεται ὁ νοῦς μὲ τὴν θεία χάρι, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ μέσο της καρδιᾶς.

59. Γιὰ νὰ ἀναφέρω κάποιο καλύτερο παράδειγμα· ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ κέντρο καὶ τὸ μέσον τοῦ γυαλιοῦ, ποὺ ἀνάβει τὴν ἴσκα, τόσο ἀσθενέστερες, ἀραιότερες καὶ σκοτεινότερες γίνονται, καὶ ὅσο συμμαζεύονται στὸ κέντρο, τόσο δυνατώτερες, πυκνότερες καὶ λαμπρότερες γίνονται, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ὁ νοῦς καὶ οἱ γνωστικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅσο μαζεύονται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, τόσο δυνατώτερες καὶ λαμπρότερες γίνονται.

60. Ἂν μὲ αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα καὶ τὶς μελέτες ζωγράφιζες, ἀδελφέ, τὸν χάρτη τῆς φαντασίας σου, ὄχι μόνο θὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐπαινεθῇς μὲ παρρησία σὲ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως· γιατὶ λέγει ὁ μέγας Βασίλειος στὸν λόγο περὶ Παρθενίας, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὸ σῶμα του, παρομοιάζεται μὲ ἕνα ζωγράφο, ποὺ ζωγραφίζει κάποια εἰκόνα μέσα σὲ ἀπόκρυφο τόπο. Καθὼς λοιπὸν ὁ ζωγράφος ἐκεῖνος, ὅταν βγάλη ἔξω στὸ θέατρο τὴν εἰκόνα του, ἐπαινεῖται μὲν ἀπὸ τοὺς θεατές, ἂν ζωγράφησε ἀπάνω σὲ αὐτὴ χαρακτῆρες ἁγίων καὶ ἄλλα ὡραῖα καὶ ἀξιοθέατα πράγματα, κατηγορεῖται ὅμως, ἂν ζωγράφησε σὲ αὐτὴ συχαμερά, ἄσεμνα καὶ ἀξιομίσητα πράγματα, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν μετὰ τὸ θάνατον βρεθῆ στὴν Κρίσι τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπαινεθῇ καὶ θὰ μακαρισθῆ ἀπὸ Θεὸ καὶ Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους, ἂν στόλισε τὸν νοῦ του καὶ τὴν φαντασία του μὲ λαμπρά, θεῖα καὶ πνευματικὰ νοήματα. Καὶ πάλι, θὰ ντραπῆ καὶ θὰ κατακριθῆ, ἂν γέμισε τὴν φαντασία του μὲ πάθη, μὲ ἄσεμνα καὶ αἰσχρὰ εἴδωλα καὶ εἰκόνες. Καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θαυμάζει πῶς ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ μὲ τὴν φαντασία ἢ νοητὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παρέχει ζωὴ αἰώνια ἢ νοητὸ καὶ σκοτάδι κολαστήριο (Φιλοκαλία).

61. Καὶ ὅτι μὲν τὰ πάθη καὶ οἱ λογισμοὶ βρίσκονται κρυμμένα στὴ καρδιὰ καὶ ἀπὸ κεῖ βγαίνουν καὶ μᾶς πολεμοῦν, τὸ μαρτυρεῖ ὁ Κύριος, λέγοντας· «Ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο» (Ματθ. 15,18-19). Ὅτι ὅμως καὶ οἱ ἐχθροὶ δαίμονες τριγύρω ἀπὸ τὴν καρδιὰ κρύβονται καὶ βρίσκονται (κατ᾿ ἐνέργεια ὅμως καὶ ὄχι κατ᾿ οὐσία, ὅπως λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, Κυριακ. Δ´ Νηστειῶν)· καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Διάδοχος, λέγοντας ὅτι πρὸ μὲν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ θεία χάρις παρακινεῖ τὸν ἄνθρωπο στὰ καλὰ ἀπὸ μέσα, ὁ δὲ σατανᾶς παραφυλάει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς· ἀφοῦ δὲ βαπτισθῇ ὁ ἄνθρωπος, ὁ δαίμονας πηγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά, ἐνῷ ἡ χάρις μέσα (κεφ. ος´). Πλὴν καὶ μετὰ τὸ Βάπτισμα (λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος κεφ. πβ´), παραχωροῦνται νὰ βρίσκωνται στὰ βάθη τοῦ σώματος (καὶ μπορεῖ νὰ πῇ κάποιος στὴν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς), γιὰ δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου καὶ ἀπὸ κεῖ ἐρεθίζουν τὸν νοῦ μὲ τὴν ὑγρότητα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Γι᾿ αὐτὸ λένε οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ δαίμονες δὲν ἀγαποῦν νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι αὐτοὶ βρίσκονται μέσα τους, γιὰ νὰ μὴν διώχνουν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τοὺς πολεμοῦν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο λέγεται μέσα στὴ καρδιά, ὅπως προείπαμε. Ὅτι οἱ δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεῖ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, πὼς τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἀφ᾿ οὗ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, πάλιν παίρνει ἑπτὰ ἄλλα πνεύματα καὶ εἰσέρχονται καὶ κατοικοῦν σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον (Ματθ. 12,43)· αὐτό, λέω, μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος, ὅτι γίνεται μετὰ τὸ Βάπτισμα, παραχωροῦντος τοῦ Θεοῦ νὰ μπαίνουν οἱ δαίμονες στὸν βαπτισθέντα, γιὰ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ κακὰ ἔργα, ποὺ θὰ κάνῃ μετὰ τὸ Βάπτισμα (Λόγ. εἰς τὰ Φῶτα· βλ. καὶ τὸ κ´ κεφάλ. τοῦ β´ μέρους).

62. Βλέπε ὅτι σοῦ ἔφερα παράδειγμα ἀπὸ τὴν φαντασία ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὅρασι. Γιατὶ γνώριζε, πὼς ἄλλη αἴσθησι δὲν μᾶς πολεμάει τόσο, ὅσο ἡ ὅρασι. Καὶ καθὼς αὐτὴ εἶναι ἡ βασιλικώτερη, ἡ λεπτότερη, ἡ καθαρώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἡ συγγενὴς μὲ τὸ νοῦ κατὰ τὴν λαμπρότητα καὶ τὸ ἀσώματο, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἔτσι καὶ οἱ φαντασίες ποὺ γίνονται ἀπὸ αὐτή, πολὺ δύσκολα σβύνουν. Κατὰ δεύτερο τρόπο μᾶς πολεμοῦν οἱ φαντασίες ἐκείνων τῶν αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν λόγων, ποὺ ἀκούσαμε· καὶ αὐτὸ γνώριζε, ὅτι καθώς, ὅταν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, τὰ μάτια δὲν εὐχαριστοῦνται, ἂν δὲν βλέπουν καὶ αὐτὰ ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνονται οἱ λοιπὲς αἰσθήσεις, ἔτσι καὶ ἡ φαντασία, δὲν εὐχαριστεῖται, ἂν ἴσως δὲν κάνῃ ὁρατά, ὅλα ὅσα ἀκούγονται καὶ γεύονται καὶ μυρίζονται καὶ πιάνονται κατὰ τὸν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (Φιλοκαλία).

63. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὄχημα καὶ ἁμάξι τοῦ διαβόλου ὀνομάζει τὴν σύγχυσι, πάνω στὸ ὁποῖο καθήμενος εἰσέρχεται στὴ ταλαίπωρη ψυχὴ καὶ τὴν καταποντίζει (Λόγος λγ´ ). καὶ ὁ Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς λέγει· «Καμμία κακία δὲν εἶναι τόσο εὔκολη γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο ἡ σύγχυσις (Φιλοκαλία).

64. Γι᾿ αὐτό, ἄξιο μνήμης εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ συνήθιζε νὰ λέγῃ πάντα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σὲ κάθε περίστασι ποὺ τοῦ συνέβαινε, καλὴ καὶ κακή, δυστυχῆ καὶ εὐτυχῆ· εἶναι δὲ τὸ ἀπόφθεγμα αὐτό: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν· οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεὶ ἐπὶ πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσι» (ἐκ τῶν πρὸς τὴν Διάκονον Ὀλυμπιάδα ἐπιστολῶν ια´)· τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος μιμούμενος, αὐτὸ τὸ ἴδιο συνήθιζε καὶ ἔλεγε, ὅπως βλέπουμε στὸ βίο του.

65. Τὸ κς´ καὶ κζ´ κεφάλαιο τοῦ β´ μέρους αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, μᾶς διδάσκει καθαρώτερα, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ποὺ λέει τὸ παρὸν κεφάλαιο, δὲν ἐννοοῦνται πὼς εἶναι θανάσιμα, ἀλλὰ μὴ θανάσιμα καὶ συγγνωστά, καὶ αὐτοὶ ποὺ σὲ αὐτὰ ἁμαρτάνουν δὲν ἐννοοῦνται ὅτι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε ἁπλὰ καὶ ἀδιάφορα καὶ κάνουνε θανάσιμα πταίσματα κάθε λίγο· (γιατὶ αὐτοὶ πρέπει καὶ νὰ ἐνοχλοῦνται καὶ μὲ πόνο καρδιᾶς νὰ κλαῖνε καὶ μεγάλη σκέψι νὰ ἔχουν στὸ νὰ ἐξετάζουν πάντα τὴν συνείδησί τους καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται· καὶ λύπη ἀνάλογη νὰ ἔχουν πάντα, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη νὰ πέφτουν σὲ ἀπελπισία)· ἄλλα αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε πνευματικὴ ζωή, οἱ ἀγωνιζόμενοι στὴ ἀρετή. Γιατὶ αὐτοὶ αὐτὰ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα κάνοντας (ποιά δὲ εἶναι αὐτά, βλέπε στὴν ἀρχὴ τοῦ κς´ κεφαλαίου) ἢ καὶ βαρύτερα ἀπὸ αὐτὰ καὶ μεγαλύτερα (στὰ ὁποῖα κάποτε πέφτουν καὶ αὐτοί, κατὰ παραχώρησι Θεοῦ), κάνουν κατὰ τὴν διάταξι τοῦ παρόντος κεφαλαίου· πλὴν ἡ διάταξις αὐτή, ὡφελεῖ ἁπλὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ κάνει τὸ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα.

66. Σὲ αὐτὸ ἁρμόζει ἡ ἱστορία ποὺ ἀναγινώσκομε στὸ Γεροντικό· φαίνεται ἐκεῖ ὅτι ἕνας μοναχὸς ἀπὸ συναρπαγὴ ἔπεσε σὲ πορνεία. Καὶ ἐπειδὴ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀπογνώσεως ἀπὸ μέσα τὸν ἐνωχλοῦσαν, ὅτι ἔχασε τὴν ψυχή του καὶ πλέον σωτηρία δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ὡς φρόνιμος καὶ ἔμπειρος στὸν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ ἀόρατο πόλεμο, ἔλεγε στοὺς λογισμούς του· «οὐχ ἥμαρτον, οὐχ ἥμαρτον»· ἕως ὅτου μπῆκε στὸ κελλί του καὶ κλείσθηκε καὶ ἀφοῦ εἰρήνευσε τὴν καρδιά του, τότε ἔδειξε τὴν πρέπουσα μετάνοια διὰ τὴν ἁμαρτία του· ὁπότε καὶ ἀποκαλύφθηκε σὲ ἕνα ἄλλο διορατικὸ Γέροντα, ὅτι ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος, ἔπεσε, ναί, ἀλλὰ σηκώθηκε καὶ νίκησε.

67. Γνώριζε, λοιπόν, ἀγαπητέ, ὅτι ἀπὸ ἕξι μέρη μας πολεμοῦν οἳ δαίμονες, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής· ἀπὸ πάνω καὶ κάτω, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ ἀπὸ ἐμπρὸς καὶ ἀπὸ πίσω. Καὶ ἀπὸ ἐπάνω εἶναι οἱ ὑπερβολὲς ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν δύναμί μας ποὺ κάνομε γιὰ τὴν ἀρετή· ἀπὸ κάτω οἱ ἐλλείψεις ποὺ ἔχομε στὴν ἴδια ἀρετὴ ἀπὸ τὴν ἀμέλειά μας· (γι᾿ αὐτὸ εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι τὰ ἄκρα εἶναι τῶν δαιμόνων)· καὶ δεξιὰ λέγονται, ὅταν οἱ δαίμονες μὲ δεξιὰ αἰτία καὶ πρόφασι τοῦ καλοῦ, μᾶς ρίχνουν στὸ κακό· ἀριστερά, ὅταν ἀπὸ φανερὴ αἰτία τοῦ κακοῦ, μᾶς κάνουν νὰ ἁμαρτάνωμε. Καὶ ἀπὸ μπροστά, ὅταν οἱ δαίμονες μᾶς πολεμοῦν μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐνθυμήσεις τῶν πραγμάτων ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθουν ἀπὸ πίσω, ὅταν μᾶς πολεμοῦν μὲ τὶς ἐνθυμήσεις καὶ προλήψεις τῶν περασμένων πραγμάτων. Καὶ γενικά, ὅλοι οἱ πονηροὶ λογισμοὶ προσβάλλουν τὴν ψυχὴ ἐσωτερικὰ ἢ ἐξωτερικά· καὶ ἐσωτερικὰ τὴν προσβάλλουν ἢ μὲ ἰδέα καὶ εἰκόνα ποὺ τυπώνεται θεωρητικὰ στὴν φαντασία, ἢ μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο τῆς καρδιᾶς ποὺ τυπώνεται οὐσιαστικὰ στὴν ἴδια τὴν φαντασία. Ἐξωτερικὰ τὴν προσβάλλουν διὰ μέσου τῶν αἰσθητῶν ἀντικειμένων τῶν πέντε αἰσθήσεων, δηλαδὴ μὲ τὰ ὁρατὰ πράγματα, τὰ ἀκουστά, τὰ ὀσφρητά, τὰ ἁπτὰ καὶ τὰ γευστικά· (σχετικὰ μὲ αὐτὰ βλέπε στὸ κγ´ κεφάλαιο: Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὶς αἰσθήσεις μας). Τὰ αἴτια τῶν ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν κινουμένων λογισμῶν εἶναι τρία· πρῶτα οἱ δαίμονες, δεύτερον τὰ πάθη, δηλαδὴ οἱ πληγὲς ποὺ δεχθήκαμε στὴν καρδιά μας μὲ τὴν ἔξι προαιρετικά, ἢ μισώντας κάποιο πρᾶγμα, ἢ ἀγαπώντας αὐτὸ μὲ ἐμπάθεια· καὶ τέλος ἡ διεφθαρμένη κατάστασις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

68. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ προκόβει κάτω ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ κάποιου Γέροντα, ἐπιθυμώντας νὰ κατορθώσῃ μεγαλύτερες ἀρετές, ἀπατᾶται καὶ ἀφίνει τὴν ὑπακοὴ καὶ πηγαίνει στὴ μοναξιὰ καὶ ἄσκησι· καὶ ἐκεῖ πέφτοντας στὴν ἀμέλεια, χάνει καὶ τὴν λίγη προκοπὴ ποὺ ἔκαμνε στὴν ὑπακοή, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας· τὸ ἴδιο παθαίνει καὶ ὁ ἐρημίτης καὶ ἀναχωρητής, ὅταν ἀφήσῃ τὴν ἐρημιὰ καὶ πηγαίνῃ σὲ ὑπακοή, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ τάχα περισσότερες ἀρετὲς καὶ ὠφέλεια· ἐπειδὴ στὴν ὑποταγὴ χάνει καὶ τὴ λίγη ἡσυχία, ποὺ ἀπελάμβανε στὴν μοναξιά.

69. Δηλαδὴ νὰ παρακαλοῦμε νὰ μὴ μπαίνουμε σὲ πειρασσμό, διότι λέγει· «Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 6,13). Καὶ πάλι· «Προσεύχεσθε νὰ μὴ εἰσέλθετε σὲ πειρασμό» (Λουκ. 22,40)· αὐτὸ ἑρμηνεύοντας ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ὅτι εἶναι δαιμονικὸ πρᾶγμα καὶ ὑπερήφανο, τὸ νὰ ρίχνῃ κάποιος μόνος τὸν ἑαυτό του σὲ πειρασμούς. «Δαιμονιώδες γὰρ τὸ ἐπιρρίπτειν ἑαυτοὺς εἰς πειρασμοὺς καὶ ἀλαζονικόν». Πρέπει λοιπὸν καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, νὰ παρακαλοῦμε γιὰ νὰ μὴ πέσουμε σ᾿ αὐτόν, καὶ ἀφοῦ πέσουμε στὸν πειρασμὸ πάλι νὰ παρακαλοῦμε, γιὰ νὰ μὴ νικηθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν (διότι ἔτσι ἑρμηνεύτεται τὸ «μὴ εἰσελθεῖν ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», κατὰ τὸν Θεοφύλακτο)· δὲν πρέπει ὅμως νὰ πέφτουμε τόσο, νὰ γογγύζουμε, νὰ ἀνησυχοῦμε καὶ νὰ λυπούμαστε, ὅταν μᾶς τύχουν πειρασμοὶ διάφοροι καὶ θλίψεις, ἀλλὰ νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ χαιρώμαστε, καθὼς μᾶς παραγγέλλει ὁ Ἀδελφόθεος: «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· ὄντας πληροφορημένοι, ὅτι ὁ πειρασμὸς ποὺ πάσχουμε, κατὰ τὸ ὄνομα πειράζει, δηλαδὴ δοκιμάζει καὶ λαμπρύνει τὴν πίστι καὶ ἀγάπη ποὺ ἔχομε πρὸς τὸν Θεό, ὅπως καὶ ἡ φωτιὰ λαμπρύνει τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι.

70. Πόσο πολὺ ὠφέλιμο πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του χειρότερο καὶ κατώτερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὸ μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι· ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Δὲν ὑπάρχει στὸν Θεὸ τίποτε τόσο ἀγαπητό, ὅσο τὸ νὰ θεωρῇ κάποιος τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους». Ὁ μέγας ἀνάμεσα στοὺς Πατέρες Βαρσανούφιος εἶπε· «ᾶν πράγματι θέλῃς νὰ σωθῇς, ἄκουσε τί νὰ κάνῃς ἔμπρακτα· σήκωσε τὰ πόδια σου ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ὕψωσε τὸ νοῦ σου στὸν Θεό. Καὶ ἡ μελέτη σου ἂς εἶναι ἐκεῖ μέρα καὶ νύκτα· καὶ μὲ ὅση δύναμι ἔχεις καταφρόνησε τὸν ἑαυτό σου· πιστεύοντας ὅτι βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ὁδός· ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει ἄλλη γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σωθῆ μὲ τὴν δύναμι τοῦ Χριστοῦ· ἂς τρέχῃ ἐκεῖνος ποὺ θέλει γιὰ νὰ προλάβη· τὸν ἐξορκίζω στὸ ὄνομα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ ποὺ θέλει νὰ χαρίσῃ τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ὅποιον ἐπιθυμεῖ». Ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, προσθέτει, ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε τὸν ἑαυτό μας χειρότερο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα καὶ ἐλεεινότερο ἀπὸ τοὺς ἰδίους δαίμονες, διότι λέγει. «Ὑπάρχουν δυὸ εἴδη ταπεινώσεως, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες. Τὸ ἕνα εἶναι νὰ θεωρῇ κανεὶς τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ ὅλους καὶ νὰ ἀναφέρῃ τὰ κατορθώματά του στὸν Θεό· τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀρχή, τὸ δεύτερο τὸ τέλος». Καὶ αὐτὴ ἡ ταπείνωσις πετυχαίνεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐπιζητοῦν ὅταν ἐν γνώσει τους σκέπτωνται αὐτὰ τὰ τρία γιὰ τὸν ἑαυτό τους· ὅτι εἶναι οἱ πιὸ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ ὅλους· καὶ τὸ ὅτι εἶναι οἱ πιὸ αἰσχροὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ἐπειδὴ βρίσκονται στὴν παρὰ φύσι κατάστασι· καὶ ὅτι εἶναι πιὸ ἐλεεινοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ ὑπηρετοῦν τοὺς δαίμονες». (Φιλοκαλία, κεφ. ριε´).

71. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία αὐτή, λέγει καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος ἔγκλειστος καὶ προφητικώτατος Βαρσανούφιος τὰ ἑξῆς: «Τὸ νὰ εἶσαι ἀμέριμνος ἀπὸ κάθε πρᾶγμα σὲ κάνει νὰ πλησιάσης στὴν πόλι, καὶ τὸ νὰ μὴ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄνθρωποι, σὲ κάνει νὰ κατοικήσῃς στὴν πόλι· καὶ τὸ νὰ πεθάνης γιὰ κάθε ἄνθρωπο, σὲ κάνει νὰ κληρονομήσῃς τὴν πόλι καὶ τοὺς θησαυρούς της. Ἂν θέλῃς νὰ σωθῇς, κράτα τὸ ἀψήφιστο, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ τρέχε πρὸς τὸν σκοπό σου». Τὸ ἀψήφιστο, κατὰ τὸν ὅσιο Ἰωάννη, τὸν μαθητὴ τοῦ Βαρσανουφίου, εἶναι τὸ νὰ μὴν ἐξισώσῃς τὸν ἑαυτό σου μὲ ἄλλον καὶ νὰ τὸν συγκρίνῃς μὲ κάποιον ἄλλον. Οὔτε νὰ πῇς καὶ γιὰ κανένα καλὸ ἔργο ὅτι κι ἐγὼ αὐτὸ τὸ ἔκανα. (πάλι ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐννοεῖ ἢ τὴν καρδιά, ἢ τὴν ἀπάθεια ἢ τὴ θεϊκὴ γνῶσι).

72. Καὶ ἀκολούθως συλλογίσου αὐτὸν τὸν ἀληθέστατο καὶ βεβαιώτατο στοχασμό, δηλαδὴ ὅσες περισσότερες ἀρετὲς κατορθώσεις καὶ ὅσα περισσότερα χαρίσματα λάβεις, τόσο περισσότερο εὐεργετεῖσαι ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ ὅσο περισσότερο εὐεργετεῖσαι, τόσο καὶ περισσότερο χρέος ἔχεις πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τόσο περισσότερο ὑπόχρεως γίνεσαι· ἔτσι ἀπὸ τὸν στοχασμὸ αὐτὸν ὄχι μόνο δὲν θὰ ὑπερηφανευθῇς γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματά σου, ἀλλὰ θὰ ἀγωνισθῇς καὶ νὰ κατεβῆς στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως μὴ ἔχοντας κάτι τὸ ἀντάξιο γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃς τὸν Θεὸ γιὰ τὰ θεϊκά του χαρίσματα.

73. Χωριστὰ ἀπὸ αὐτὸ ὅλες οἱ ἀρετές, μὲ τὸ νὰ εἶναι φυσικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ δωρεὲς καὶ χάριτες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀκολούθως εἶναι ἄναρχες καὶ ἀτέλειωτες κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἄπειρες δὲ κατὰ τὸ μέγεθος καὶ ἀναρίθμητες κατὰ τὸ πλῆθος, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ κάποιος νὰ ὑψηλοφρονήσῃ, ὅτι ἀπέκτησε ἀρετές, ἀφοῦ μάθη πὼς καὶ οἱ ἀρετές, οὔτε ἀρχὴ ἔχουν, οὔτε τέλος, οὔτε ἀριθμό; καὶ πὼς μάλιστα δὲν θὰ κατεβῇ στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως, συλλογιζόμενος πὼς ὅσες ἀρετὲς κι ἂν κατώρθωσε, πάλι οὔτε στὴν ἀρχὴ ἀκόμη τῶν ἀρετῶν δὲν ἔφθασε; ἀλλὰ δέχθηκε ἀπὸ αὐτὲς τόσο μόνο, ὅσο εἶναι μία σταλαγματιὰ ἀπὸ ἄπειρο πέλαγος· ἢ πὼς δὲν θὰ παρακινηθῆ καὶ αὐτὸς πάντοτε νὰ λέγῃ ἐκείνη τὴν εὐχὴ τοῦ μεγάλου Ἀρσενίου, ποὺ λέγει· «Ὁ Θεός μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψης· δὲν ἔκανα κανένα ἀγαθὸ ἐνώπιόν σου, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς εὐσπλαγχνίας σου, βοήθησέ με νὰ κάνω ἀρχή».

74. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος θέλοντας νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν θαυμαστὴ οἰκοδομὴ τῶν μακαρισμῶν, πρῶτο θεμέλιο αὐτῶν ἔβαλε τὴν πτωχεία τοῦ πνεύματος, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, λέγοντας· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,3)

75. Ὁ θεῖος καὶ ἅγιος Αὐγουστίνος, ὄχι μόνον ὁ ἴδιος πολὺ ἀγαποῦσε νὰ συνθέτῃ καὶ νὰ ἀναγινώσκῃ τὶς παρόμοιες ἀκοντιστικὲς προσευχὲς καὶ σαϊτευτικές, ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματική του θυγατέρα, τὴν εὐλαβῆ ἐκείνην Πρόβα, συμβούλευε νὰ ἀναγινώσκῃ καὶ νὰ μελετᾷ τὶς παρόμοιες προσευχές· μερικοὶ θέλουν καὶ οἱ ἐρωτικὲς εὐχὲς τοῦ ἁγίου αὐτοῦ νὰ ὀνομάζωνται σαϊτευτικές.

76. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος μᾶς παραγγέλλει, ἡ ὑπομονή μας νὰ μὴν εἶναι ἀτελὴς καὶ ἐλλιπής, ἄλλα ὑπομένοντας καὶ ἄλλα ὄχι· ἀλλὰ τέλεια καὶ ὁλόκληρη πάντα, μικρὰ καὶ μεγάλα ὑπομένοντας· «Ἡ ὑπομονὴ ἂς παράγῃ τέλειο τὸν καρπὸ τῆς τελειοποιήσεως σας, γιὰ νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι καὶ νὰ μὴ σᾶς λείπῃ τίποτε» (Ἰάκ.1,4).

77. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ (λόγος ιβ´) θέλει νὰ τοποθετοῦμε σημάδια σὲ κάθε βῆμα ποὺ κάνουμε γιὰ νὰ γνωρίζουμε τὴν πρόοδό μας ἢ τὴν πλάνη τοῦ ἐχθροῦ· λέγει μάλιστα καὶ τὰ ἑξῆς σημεῖα· ὅταν βλέπῃς ὅτι ὁ νοῦς σου ὄχι μὲ κάποια βία, ἀλλὰ ἐλεύθερα τρέχει στοὺς ἀγαθοὺς λογισμούς, αὐτὸ εἶναι σημεῖο ὅτι προοδεύεις. Παρόμοια ὅταν στεκόμενος στὴν προσευχή, ὁ νοῦς σου δὲν γυρίζῃ ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ ὁ στίχος τοῦ ψαλμοῦ, κόβεται ἀπὸ τὴν γλῶσσα σου καὶ σοῦ ἔρχεται σιωπὴ καὶ θαυμασμὸς χωρὶς νὰ τὸ θέλῃς ἐσύ. Καὶ πάλι ὅταν βλέπῃς ὅτι σὲ κάθε σου ἐνθύμησι καὶ κάθε λογισμό, καὶ κάθε μελέτη καὶ θεωρία, γεμίζουν τὰ μάτια σου ἀπὸ δάκρυα, χωρὶς βία. Παρόμοια ὅταν βλέπῃς σὲ μερικὰ χρονικὰ διαστήματα νὰ βυθίζεται ὅλος ὁ νοῦς σου στὴν καρδιά σου, καὶ νὰ μένῃ ἐκεῖ λίγη ὥρα καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βέπης ὅλα τὰ μέλη σου ἐξασθενημένα καὶ βασιλεύῃ στοὺς λογισμούς σου εἰρήνη, ὅλα αὐτά, λέγει ὁ ἅγιος εἶναι σημεῖο τῆς προόδου μας.

78. Ἀλλὰ οὔτε τότε πρέπει νὰ ξεθαρρέψουμε, ἂν δὲν ταραχθοῦμε, ὅταν μᾶς τύχουν ξαφνικὰ τὰ αἴτια τῶν παθῶν. Ἐπειδή, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι δὲν ταραχθήκαμε τὴν μία ἢ τὶς δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, ὄντας σὲ καλὴ κατάστασι, πιθανὸν τὴν τέταρτη ἢ τὴν πέμπτη φορὰ νὰ ταραχθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη. Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ ἁπλά, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν τρεπτότητα σὰν κάτι τὸ φυσικὸ καὶ μπορεῖ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ ἀλλάξη, καὶ τὴν μία στιγμὴ νὰ βρίσκεται στὸν παράδεισο καὶ τὴν ἄλλη στὸν ᾅδη, γι᾿ αὐτὸ πρέπει πάντοτε νὰ ἔχῃ φόβο στὴν καρδιά του, ὅπως παραγγέλλει ὁ Παῦλος· «νὰ κατεργάζεσθε τὴν σωτηρία σας μὲ φόβο καὶ τρόμο» (Φιλιπ. 2,12) καὶ ποτὲ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ξεθαρρέψη σὲ ὅλη του τὴ ζωή.

79. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὠνόμασαν καὶ αὐτὴν τὴν τελειότητα τῶν τελείων ἀτελῆ καὶ λειψή· «ἡ ἀτέλειωτη τελειότητα τῶν τελείων». Καὶ ὁ Παῦλος σὲ αὐτὸ ὁρίζει τὴν τελειότητα, στὸ νὰ τρέχουμε πάντοτε μπροστὰ καὶ νὰ μὴ γυρίζουμε πίσω, καὶ στὸ νὰ νομίζουμε ὅτι δὲν κατωρθώσαμε τίποτε· γι᾿ αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του ἀτελῆ, καὶ λέγει ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ λάβη τίποτε· «Δὲν λέῳ ὅτι ἔλαβα πλέον τὸ βραβεῖο καὶ ἔχω κατορθώσει τὴν πνευματική μου τελειοποίησι… Ἀδελφοί, ἐγὼ δὲν νομίζω ἀκόμη ὅτι ἐπέτυχα τὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖον ἀπεστάλθηκα ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὅσα κι ἂν ἔχω ἐργασθῆ καὶ ὅσα καὶ ἂν ἔχω κατορθώσει δὲν φρονῶ ὅτι ἀνταποκρίθηκα πλήρως στὴν ἀποστολή μου. Ἀλλὰ ἕνα πρᾶγμα κάνω καὶ γιὰ ἕνα φροντίζω· νὰ λησμονῶ τὰ ὅσα ἔγιναν στὸ παρελθὸν καὶ νὰ ἀπλώνωμαι συνέχεια καὶ νὰ σπεύδω σὲ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἐμπρός μου καὶ πρέπει νὰ ἐκτελέσω». Καὶ θέλοντας νὰ φανερώσῃ ὅτι ἡ τελειότητα βρίσκεται σὲ αὐτό, λέγει· «Ὅσοι λοιπὸν προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε τέλειοι, αὐτὸ ἂς φρονοῦμε» (Φιλιπ. 3,12-15). Δηλαδή, αὐτὸ εἶναι ἡ τελειότητα, τὸ νὰ φρονοῦμε ὅτι δὲν φθάσαμε ποτὲ στὴν τελειότητα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ στάσι τῆς ἀρετῆς, τὸ νὰ μὴ στεκώμαστε, ἀλλὰ νὰ τρέχουμε πάντοτε πρὸς αὐτήν, πρᾶγμα ποὺ φαίνεται κάπως παράξενο ὅταν λέγεται.

80. Ἀπὸ ποῦ καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτὰ ἡσυχάζουν μέσα στὴν καρδιά μας; Ἀπὸ τὸ ἑξῆς σημάδι· γιατὶ ὅταν συναντήσουμε κάποιο αἴτιο καὶ μάλιστα ξαφνικὸ ποὺ νὰ παρακινῇ τὰ πάθη, τότε καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς ὅτι τὰ πάθη μᾶς ταράσσουν καὶ θαυμάζουμε ποῦ ἦταν κρυμμένα καὶ ξεφύτρωσαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὡραία εἶναι καὶ ἡ παρομοίωσις ποὺ κάνει γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Λέγει, ὅτι ὅπως τὸν χειμῶνα τὰ χορτάρια καὶ τὰ βότανα ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, οἱ ρίζες τους ὅμως εἶναι κρυμμένες στὸ βάθος τῆς γῆς, καὶ ἀμέσως μόλις μυρίζουν τὶς ἀνοιξιάτικες βροχές, ξεφυτρώνουν καὶ γεμίζουν τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη. Καὶ γιὰ νὰ τὸ πῶ πιὸ ἔξυπνα· ὅπως αὐτὴ ἡ γῆ καταράσθηκε νὰ βλαστάνῃ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύσις μας, ἀφοῦ ἐφθάρη καὶ σπείρεται καὶ συλλαμβάνεται μὲ ἁμαρτία, φυσικὰ κατὰ κάποιον γεννᾷ τὰ πάθη καὶ ποτὲ δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη.

81. Βιβλ. Α´ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κεφ. με´. Σύμφωνα μὲ τοὺς θεολόγους ὑπάρχουν δυὸ θελήματα τοῦ Θεοῦ· προηγούμενο καὶ ἑπόμενο. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ προηγούμενο θέλημα, τὸ ὁποῖο λέγεται καὶ εὐδοκία καὶ προέχεται ἀπὸ τὸν Θεό, κατὰ τὸν ἱερὸ Δαμασκηνό, ἐπιθυμεῖ ὁ Θεὸς ὄχι μόνον ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀμοιβὲς τῶν καλῶν, τόσο τῶν προσκαίρων ὅσο καὶ τῶν αἰωνίων. Κατὰ δὲ τὸ ἑπόμενον θέλημα, ποὺ λέγεται καὶ παραχώρησις, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν δική μας αἰτία, θέλει ὁ Θεὸς τὶς τιμωρίες ὅλων τῶν κακιῶν, τόσο τῶν προσκαίρων ὅσο καὶ τῶν αἰωνίων. Καὶ αὐτὴ ἡ αἰώνια κόλασις, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου, συμφέρει στοὺς κολαζομένους καὶ ὠφέλιμη εἶναι, διότι εἶναι ἐκκοπὴ τοῦ κακοῦ καὶ ἐκπλήρωσις τῆς θείας δικαιοσύνης. Τὰ δὲ ἀληθινὰ κακά, δηλαδὴ τὶς ἁμαρτίες, δὲν τὶς θέλει ὁ Θεὸς οὔτε κατὰ τὸ προηγούμενο θέλημα, οὔτε κατὰ τὸ ἑπόμενο, διότι αὐτὲς εἶναι γέννημα μόνον τῆς κακῆς προαιρέσεως τῶν λογικῶν κτισμάτων.

82. Λέγει ὁ ἅγιος αὐτὸς ὅτι ὅσο διαφέρει καὶ εἶναι πιὸ δυνατὸς ὁ χαλκὸς καὶ ὁ σίδηρος ἀπὸ τὰ φρύγανα καὶ τὰ ξύλα, τόσο διαφέρει καὶ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἕνα σῶμα καὶ μία κρᾶσις ἀπὸ τὴν ἄλλη. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γιὰ μερικοὺς κακοπάθεια πάνω ἀπὸ τὸ μέτρο, γιὰ τοὺς δυνατώτερους εἶναι μιὰ ἀνάπαυσις ἄνετη· ἔτσι δογματίζει τὸ ἑξῆς· «Ἀρίστη ἐγκράτεια τῆς γαστρὸς εἶναι αὐτὴ ποὺ ὑπολογίζεται ἀνάλογα μὲ τὴν δύναμι τοῦ καθενός» (Διατάξ. Ἀσκητ. δ´.).

83. Ἐνεργουμένη προσευχή, κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο, εἶναι ἐκείνη ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα ἔργα στηνπροσευχή, τόσο ἐκείνου ποὺ προσεύχεται ὅσο καὶ τοῦ ἄλλου γιὰ τὸν ὁποῖον κάποιος προσεύχεται.

84. Σύμφωνα μὲ αὐτὰ λέγει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (λόγος α´ στοὺς Ἀνδριάντας): «Μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι ἡ προσευχή, ὅταν γίνεται μὲ εὐχάριστη διάνοια. Πρέπει νὰ ἐκπαιδεύσουμε τοὺς ἑαυτοὺς νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό μας, ὄχι μόνον ὅταν λαμβάνουμε ἀλλὰ καὶ ὅταν δὲν λαμβάνουμε· γιατὶ ἄλλοτε δίνει καὶ ἄλλοτε δὲν δίνει, πάντοτε ὅμως πρὸς τὸ συμφέρον. Ὥστε κι ἂν λάβης, κι ἂν δὲν λάβης, χωρὶς νὰ λάβης, ἔχεις λάβει. Καὶ ἂν πετύχης, κι ἂν δὲν πετύχης, πέτυχες, χωρὶς νὰ ἔχῃς πετύχη· διότι μερικὲς φορὲς περισσότερο ὠφέλιμο εἶναι τὸ νὰ μὴ λάβη κανείς. Διότι ἂν δὲν ἦταν συμφέρον, πολλὲς φορὲς τὸ νὰ μὴ λάβουμε, θὰ μᾶς τὸ ἔδινε· ὥστε τὸ νὰ ἀποτύχῃ κανείς, σύμφωνα μὲ τὸ συμφέρον του, αὐτὸ εἶναι ἐπιτυχία».

85. Πολλὰ καὶ μεγάλα εἶναι τὰ χαρίσματα ποὺ προκαλεῖ αὐτὴ ἡ ἱερὴ καὶ νοερὴ προσευχή, τὰ ὁποῖα ἀπαριθμοῦν οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες, οἱ καλούμενοι Νηπτικοί, καὶ βλέπε στὴν Φιλοκαλία. Ἐγὼ ὅμως ἀναφέρω ἐδῶ τὸ γενικώτερο καὶ σπουδαιότερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καὶ λέγεται κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, ἔχοντας νοῦ, λόγο καὶ ζωοοποιὸ πνεῦμα τοῦ σώματος, δηλαδὴ φυσικὴ θέλησι καὶ ἀγάπη. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι τρία καὶ ἕνα, καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ νὰ γίνῃ καὶ τρία καὶ ἕνα, γιὰ νὰ μοιάζῃ μὲ τὸ πρωτότυπό του καὶ στὴ συνέχεια νὰ ἑνωθῆ μὲ αὐτό. Αὐτὴ ἡ ἕνωσις καὶ ὁμοιότητα μὲ τὸν Θεὸ δὲν γίνεται μὲ ἄλλον τρόπο παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχὴ αὐτή. Ὅταν λοιπὸν ὁ νοῦς ἔχῃ ὅλη του τὴν προσοσχὴ στραμένη στὸν ἐνδιάθετο λόγο, ποὺ εἶναι μέσα στὴν καρδιὰ καὶ ὁ ἐνδιάθετος λόγος λέγῃ τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ἐνῷ τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φυσικὴ θέλησις μὲ ὅλη της τὴν δύναμι ἀγαπᾷ καὶ ἀφιερώνεται στὰ λόγια αὐτὰ τῆς προσευχῆς, τότε αὐτὲς οἱ τρεῖς δυνάμεις, μένοντας τρεῖς γίνονται ἕνα· Καὶ ὁ ἕνας ἄνθρωπος γίνεται τρία, μένοντας ἕνα· Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἐκεῖνο ποὺ λέγει ἀμυδρὰ ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ὁ μεγάλος ἐκεῖνος ἐργάτης καὶ διδάσκαλος τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς: «Ὅταν τὸ ἑνιαῖο τοῦ νοῦ γίνεται τρία, μένοντας ἕνα, τότε ἑνώνεται μὲ τὴν Θεαρχικὴ Τριαδικὴ Μονάδα, ἀποκλείοντας κάθε εἴσοδο πλάνης, καὶ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάθε καθεστὼς σάρκας κόσμου καὶ κοσμοκράτορος». Καὶ στὴ συνέχεια λέγει ὁ ἅγιος ὅτι, κι ἂν αὐτὴ ἡ ἕνωσις τῶν τριῶν, μὲ τὴν προσευχὴ αὐτή, εἶναι πιὸ κοπιαστικὴ ἀπὸ κάθε ἄλλο κόπο ἀρετῆς, ὅμως δίνει τὰ ἀπόρρητα μυστήρια καὶ τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ, ὅταν κανεὶς ὑπομένῃ πολὺ χρόνο στὴν ἐργασία καὶ ἕνωσι αὐτή. Καὶ γιατί νὰ πολυλογῶ; Μὲ ἄλλον τρόπο δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φυλάξη τὴν πρώτη ἐντολή, δηλαδή, τὸ «νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Κύριο τὸ Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή…», ὅπως προστάσσει ὁ Κύριος (Λουκ. 10,27), παρὰ μὲ τὸ μέσο τῆς Νοερᾶς αὐτῆς Προσευχῆς. Σημειώνω δὲ καὶ τὰ ἑξῆς σὲ ὅσους εἶναι ἀντίθετοι στὸν τρόπο τῆς προσευχῆς αὐτῆς, τὴν ἀπόφασι ποὺ ἔχει ὁ Συνοδικὸς Τόμος, κατὰ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, ἐπὶ Βασιλέως Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου, ἐνώπιον τῆς Συγκλήτου καὶ τῶν Ρωμαίων κριτῶν. Ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς: «Φάνηκε ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐλέγχθηκε ὁ Βαρλαὰμ ὅτι βλασφημεῖ καὶ ὁμιλεῖ κακόδοξα γιὰ τὸ Θαβώρειο Φῶς, καὶ γιὰ ἐκείνους τοὺς Μοναχοὺς καὶ γιὰ τὴν ἱερὴ εὐχὴ ποὺ προφέρουν αὐτοί. Οἱ Μοναχοὶ ἀποδείχθηκαν ἀνώτεροι ἀπὸ τὴν κατηγορία του, ὡς μένοντες στὶς ἐξηγήσεις καὶ παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων… Γι᾿ αὐτό… ὁ ἴδιος ὁ Βαρλαάμ… ἀλλὰ καὶ ὅποιος ἄλλος ἀναφανῆ νὰ ὁμιλῇ βλάσφημα καὶ κακόδοξα μὲ βάσι ἐκεῖνα τὰ βλάσφημα ποὺ εἶπε αὐτὸς καὶ στρέφονται κατὰ τῶν Μοναχῶν, μᾶλλον κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ὅποιος φανῆ νὰ ἀσχολῆται γενικὰ μὲ τὰ παρόμοια, στὴν ἴδια καταδίκη ἀπὸ τὴν δική μας Μετριότητα ὑποβαλλόμενος, ἀποκηρυγμένος θὰ εἶναι καὶ αὐτὸς καὶ ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἀνατολικὴ Ἐκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου συστήματος τῶν χριστιανῶν».

86. Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Διότι τόσο ἡ χάρις, ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὴν παροῦσα ζωή, ὅσο καὶ ἡ δόξα ποὺ πρόκειται νὰ δώσῃ στὴν ἄλλη, γιὰ τὶς ὁποῖες εἶπε ὁ Δαβὶδ «χάρι καὶ δόξα θὰ δώσῃ» (Ψαλμ. 83,12), καὶ τὰ δυὸ ὀνομάζονται ἔλεος· ἡ μὲν χάρις, γιατὶ ὅσοι χαριτώθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, ἁπλὰ κατὰ τὸν ἀπόστολο Πέτρο ὀνομάζονται ἐλεημένοι «Ἐσεῖς ποὺ κάποτε δὲν ἤσασταν λαός, τώρα γίνατε λαὸς τοῦ Θεοῦ· ἐσεῖς ποὺ ἄλλοτε δὲν εἴχατε ἐλεηθῆ, τώρα βρήκατε ἔλεος» (Α´ Πέτρ. 2,10). Καὶ ὁ θεῖος Παῦλος, αὐτὸς ποὺ ἐλεήθηκε τόσο πολὺ ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του ἐλεημένο· «Ἐκφράζω τὴ γνώμη μου σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐλεηθῆ» (Α´ Κορ. 7,25)· καὶ ἀλλοῦ λέγει· «Ἀλλὰ ἐλεήθηκα διότι τὸ ἔκανα ἀπὸ ἄγνοια» (Α´ Τιμ. 1,13). Παρόμοια καὶ ἡ δόξα τῶν ἁγίων στοὺς οὐρανοὺς καὶ ὁ στέφανος λέγεται ἔλεος καὶ ἀπὸ ἔλεος δίνεται, ὅπως λέγει ὁ ψαλμῳδός· «Αὐτὸν ποὺ σὲ στεφανώνει μὲ ἔλεος καὶ οἰκτιρμούς» (Ψαλμ. 102,4). Ἑρμηνεύοντας αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει· «Λοιπὸν ὁ στέφανος εἶναι ἀποτέλεσμα χάριτος καὶ φιλανθρωπίας».

87. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ: «Πρέπει νὰ γνωρίζετε καὶ τὸ ἑξῆς ἀδελφοί· ὅτι κάθε συνομιλία ποὺ γίνεται στὰ κρυφὰ καὶ κάθε μέριμνα ἀγαθῇς διανοίας ἐν Θεῷ καὶ κάθε μελέτη τῶν πνευματικῶν καθορίζεται μὲ τὸ ὄνομα τῆς εὐχῆς (δηλαδὴ ὀνομάζεται προσευχή) καὶ κρύβεται μέσα στὸ ὄνομα αὐτό· εἴτε ἀναφέρεις διάφορες ἀναγνώσεις, ἢ φωνὲς τοῦ στόματος ἢ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἢ λυπηρῶν φροντίδα ἐν Κυρίῳ, εἴτε γονυκλισίες, εἴτε στιχολογία ψαλτηρίου εἴτε τὰ ὑπόλοιπα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ἡ διδασκαλία τῆς ἀληθινῆς εὐχῆς» (Λόγος λε´).

88. Αὐτὸ ἦταν ἑπόμενο νὰ συμβῇ ὁπωσδήποτε. Γιατὶ καθὼς διηγεῖται ὁ Κορνήλιος ὁ Ἰταλὸς τὰ ὄργανα τῆς μαστιγώσεως τοῦ Κυρίου μας ἦταν ἁλυσίδες, βούνευρα, βέργες ἀγκαθωτὲς καὶ σχοινιὰ ποὺ εἶχαν δεμένα στὶς ἄκρες ἀγκίστρια. Οἱ Δήμιοι ποὺ τὸν μαστίγωναν στὸν ἀριθμὸ ἦταν ἑξήντα. Ἔτσι δὲν τοῦ ἄφησαν μέρος χωρὶς πληγές. Ἄνοιξαν οἱ φλέβες καὶ τὸ αἷμα ἔτρεχε σὰν ποτάμι, σὲ σημεῖο ὥστε ἀπὸ τοὺς πολλοὺς δαρμοὺς οἱ σάρκες του ἐξαφανίσθηκαν καὶ μποροῦσαν νὰ μετρήσουν ἕνα ἕνα τὰ κόκκαλά του, ὅπως προφήτεψε γι᾿ αὐτὰ ὁ προφήτης Δαβὶδ λέγοντας «Ἀπαρίθμησαν ὅλα τὰ ὀστᾶ μου» (Ψαλμ. 21,18), Αὐτὴ ἡ διήγησις φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ μὲ τὰ Εὐαγγέλια. Γιατὶ τόσο ὁ Ματθαῖος ὅσο καὶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρουν ὅτι αὐτοὶ ποὺ ὑπηρέτησαν στὴν μαστίγωσι καὶ τοὺς ἄλλους ἐμπαιγμοὺς τοῦ Κυρίου ἦταν ὅλη ἡ σπεῖρα, δηλαδὴ ὅλο τὸ στρατιωτικὸ τάγμα τοῦ Πιλάτου, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Θεοφύλακτος· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι πιθανὸν καὶ εἶναι ἑπόμενον νὰ ὑπερβαίνῃ καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἑξήντα.

89. Μὲ κάθε δίκαιο χαιρόταν καὶ χαιρόταν καὶ μὲ τὸ παραπάνω ἡ Ἁγία Τριάδα πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων, σύμφωνα μὲ τὴν θεαρχική της ἰδέα, τὴν ἀειπάρθενο Μαριάμ. Γιατὶ εἶναι γνώμη μερικῶν θεολόγων, ὅτι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὅλα τὰ ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων γκρεμίζονταν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ γίνονταν δαίμονες, ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος ἐγίνοντο κακοὶ καὶ πήγαιναν στὴν κόλασι χωρὶς νὰ γλυτώσῃ κανείς· ἂν ὅλα τὰ κτίσματα οὐρανός, φωστῆρες, ἄστρα, στοιχεῖα, φυτὰ ζῷα, ἀποστατοῦσαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν τάξι τους καὶ πήγαιναν στὴν ἀνυπαρξία, παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὅλες αὐτὲς οἱ κακίες τῶν κτισμάτων συγκρινόμενες μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου, δὲν μποροῦσαν νὰ λυπήσουν τὸν Θεό· διότι μόνο ἡ Κυρία Θεοτόκος μποροῦσε νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ ὡς πρὸς ὅλα καὶ γιὰ ὅλα, καὶ νὰ μὴν τὸν ἀφήσῃ νὰ λυπηθῆ τόσο πολὺ γιὰ τὸν χαμὸ καὶ τὴ ἀπώλεια τῶν τόσων κτισμάτων του, ὅσο θὰ τὸν ἔκαμνε νὰ χαίρεται ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν ἴδια της· διότι μόνον αὐτὴ χωρὶς καμμία σύγκρισι τὸν ἀγάπησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον διότι αὐτὴ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ὑπάκουσε στὸ θέλημά του· διότι μόνον αὐτὴ μπόρεσε καὶ ἔγινε ἱκανὴ νὰ δεχθῆ ὅλα ἐκεῖνα τὰ φυσικά, ὑπερφυσικὰ καὶ προαιρετικὰ χαρίσατα ποὺ ὁ Θεὸς διαμοίρασε σὲ ὅλη τὴν κτίσι. Καὶ μὲ ἕνα λόγο, γιατὶ αὐτὴ ἔγινε ἕνας ἄλλος Δεύτερος Κόσμος, ἀσύγκριτα καλλίτερος ἀπὸ ὅλον τὸν αἰσθητὸ καὶ νοητὸ κόσμο καὶ ἀρκετὸς καὶ μόνος του νὰ δοξάζῃ αἰώνια τὸν Ποιητὴ ἀπὸ τὴν καλλονὴ καὶ ποικιλία τῶν χαρισμάτων του περισσότερο ἀπὸ ὅλη τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος. Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι, ἐπειδὴ καὶ ὁ Θεὸς προώρισε τὴν Θεοτόκο, σύμφωνα μὲ τὴν προαιώνια εὐδοκία του, ποὺ εἶναι ὄχι τὸ ἑπόμενο καὶ κατ᾿ ἐπακολούθησι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ προηγούμενο καὶ τὸ κύριο θέλημα αὐτοῦ, ὅπως τὸ ἑρμηνεύει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (λόγ. Α´ εἰς τὰ Φῶτα καὶ λόγος εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν). Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν βγαίνει λέγω τὸ συμπέρασμα ὅτι, ὅπως γίνεται τὸ περιβόλι γιὰ νὰ φυτευθῆ τὸ δένδρο καὶ πάλι τὸ δένδρο φυτεύεται γιὰ τὸν καρπό, ἔτσι καὶ ὅλος ὁ αἰσθητὸς καὶ νοητὸς Κόσμος ἔγινε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, δηλαδὴ γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο· καὶ πάλι ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε γιὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό· καὶ ἔτσι ἐξεπληρώθη ἡ ἀρχαία βουλὴ καὶ ὁ πρῶτος σκοπὸς τοῦ Θεοῦ· μὲ τὸ ὅτι ἀνακεφαλαιώθηκαν ὅλα ἐν Χριστῷ καὶ ἑνώθηκε ἡ κτίσις μὲ τὸν Κτίστη, ὄχι φυσικά, ὄχι προαιρετικὰ καὶ κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ τὴν ὑπόστασι· αὐτὸς εἶναι ὁ ἀνώτατος βαθμὸς τῆς ἑνώσεως, μετὰ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἄλλος ἀνώτερος οὔτε βρέθηκε, οὔτε καὶ θὰ βρεθῆ.

90. Τὰ λόγια του Μεγάλου Βασιλείου εἶναι τὰ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν πρώτη του ἡλικία ὑποτασσόμενος στοὺς γονεῖς του, κάθε κόπο σωματικὸ ἐκτελοῦσε μὲ πραότητα καὶ ὑπακοή. Γιατὶ ὄντας ἄνθρωποι δίκαιοι καὶ εὐσεβεῖς, φτωχοὶ ὅμως καὶ χωρὶς νὰ ἔχουν τὰ ἀπαραίτητα (καὶ τὸ ἀποδεικνύει ἡ φάτνη ὡς τόπος τοῦ θείου τοκετοῦ), φυσικὰ ἐργάζονταν συνέχεια οἰκονομώντας γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὰ ἀπαραίτητα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὑποτασσόμενος σ᾿ αὐτούς, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἔδειχνε ὅτι στοὺς κόπους ἔδειχνε τὴν ἀπαραίτητη ὑπακοή.

91. Ὅλοι οἱ ἅγιοι ὅταν βρίσκονταν στὴ γῆ ἀξιώθηκαν νὰ βλέπουν ἀμυδρὰ τὸν Θεὸ καὶ σὰν σὲ καθρέφτη καὶ αἰνιγματικά, ὅπως λέγει καὶ ὁ Παῦλος (Α´ Κορ. 13), ἀνερχόμενοι ὅμως στοὺς οὐρανοὺς καὶ γινόμενοι μακάριοι, βλέπουν τὸν Θεὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, δηλαδὴ ἀμέσως καὶ καθαρά, ὅπως τὸ λέγει καὶ αὐτὸ ὁ Παῦλος. Ἡ ψυχὴ ὅμως τοῦ Χριστοῦ, ὄντας ἑνωμένη καθ᾿ ὑπόστασι μὲ τὸν Θεὸ Λόγο καὶ ἔχοντας τὴν Θεότητα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄκρα σύλληψί του, ὅπως διδάσκουν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι, εἶχε στὴ συνέχεια καὶ αὐτὴ τὴν ἀπόλυτη θέα ἀπὸ αὐτὴν τὴν πρώτη ἕνωσι. Καὶ ἐνῷ ἀκόμη ὁ Χριστὸς ἦταν πάνω στὴ, γῆ ἔβλεπε μὲ τὸν νοῦ του καθαρὰ καὶ ἄμεσα τὸν Θεό, στὴν μακάρια θέα τοῦ ὁποίου πάντοτε ἐντρυφοῦσε καὶ αἰσθανόταν ἀγαλλίαση, ἀκόμη κι ὅταν βρισκόταν σ᾿ αὐτὰ τὰ πολυώδυνα πάθη τοῦ σταυροῦ, τὰ ὁποῖα αἰσθανόταν μόνον κατὰ τὴν ἀνθρώπινη αἴσθησί του. Αὐτὴ ἡ μακαρία θέα τοῦ Χριστοῦ συμπεραίνεται καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα, ἰδιαιτέρως ὅμως ἀπὸ τὸ ρητό· « Κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, παρὰ μόνον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανό» (Ἰω. 3,12), τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν στὸν οὐρανὸ μὲ αὐτὴ τὴν μακάρια ὅρασι, ποὺ δίνεται στὸν οὐρανό. Γιατὶ οἱ θεολόγοι λέγουν ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ εἶχε τρεῖς γνώσεις· αὐτὴν τὴν μακάρια, ὅπως εἴπαμε, τὴν Θεόπνευστη, ποὺ εἶχαν καὶ οἱ Προφῆτες, μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς γνώριζε καὶ τὶς κρυφὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀναφέρεται· «Καὶ δὲ χρειαζόταν νὰ τὸν πληροφορήσῃ κανεὶς γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, διότι αὐτὸς ἤξερε καλὰ τί εἶχε ὁ καθένας μέσα του» (Ἰω. 2,25)· καὶ τὴν ἐπίκτητη, δηλαδή, τὴν φυσικὴ φιλοσοφία τῶν ὄντων, ἡ ὁποία ἦταν βέβαια στὴν ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ ἐγκεχυμένη, ὅπως ἦταν καὶ στὸν Σολομώντα, ὡς πρὸς τὴν φύσι της ὅμως καὶ τὴν ὑπόστασί της εἶναι καὶ λέγεται ἐπίκτητη, γιατὶ ἀποκτᾶται μὲ πόνο καὶ μάθησι.

92. Τόσο ἄφθονη καὶ τόσο πλούσια ἔγινε ἡ πληρωμὴ τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀπὸ τὸν Κύριο, ὥστε αὐτὴ νὰ μοιάζη μὲ ἕνα ἀτέλειωτο πέλαγος καὶ ὅλες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, περασμένες, παροῦσες καὶ μελλοντικές, νὰ μοιάζουν μὲ μία σταγόνα νεροῦ. Ἔτσι θεολογεῖ γι᾿ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Πλήρωσε ὁ Χριστὸς περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ χρωστούσαμε. Καὶ τόσο περισσότερα, ὅσο συγκρίνεται τὸ ἀμέτρητο πέλαγος μὲ μία μικρὴ σταγόνα νεροῦ». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε: « Ἡ χάρις ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός, δὲ συγκρίνεται μὲ τὸ παράπτωμα» (Ρωμ. 5,15)· καὶ πάλι· Ὅπου ἡ ἁμαρτία φάνηκε στὸ ἀληθινὸ τρομακτικό της μέγεθος, ἐκεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὴν ὑπερκάλυψε μὲ τὸ παραπάνω» (Ρωμ. 5,20). Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος: «Καὶ ἂν κατέκρινε τοὺς ἀνθρώπους ἡ γεῦσις τοῦ καρποῦ, πόσο μᾶλλον τοὺς δικαίωσε τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ» (Λόγ. Εἰς τὰ Γενέθλ.). Καὶ μερικοὶ θεολόγοι λέγουν ὅτι ἦταν ἀρκετὸ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ πληρώσῃ τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἂν ἀκόμη αἰσθανόταν τόσο μικρὸ πόνο, ὅσο αἰσθάνεται κανείς, ὅταν τοῦ ἀφαιρέσουν μία τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι του. Ἐπειδὴ ὅμως δέχθηκε τόσους πολλοὺς πόνους καὶ ἔχυσε ὅλο του τὸ αἷμα, μέχρι τὴν τελευταία του σταγόνα καὶ πέθανε μὲ τέτοιον ἀτιμωτικὸ θάνατο, σκέψου καὶ σὺ πόσο πλούσια καὶ ἄπειρη εἶναι ἡ πληρωμὴ καὶ ἱκανοποίησις ποὺ ἔγινε γιὰ χάρι μας.

93. Τὸ μέγεθος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἦταν στὸ μῆκος τοῦ δεκαπέντε ποδῶν, στὸ πλάτος του, δηλαδὴ στὸ πλάγιο ξύλο, ὀκτὼ ποδῶν, ὅπως εἶναι παλιὰ παράδοσις. Γι᾿ αὐτὸ ἑπόμενο ἦταν, ἀπὸ τὸ πολὺ βάρος τοῦ Σταυροῦ νὰ μὴν μποροῦσε πλέον ὁ Ἰησοῦς νὰ τὸν σηκώσῃ, ὡς ἀποκαμωμένος ἀπὸ τὰ προηγούμενα βασανιστήρια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ δρόμο πολὺ συχνὰ γονάτιζε, πράγμα τὸ ὁποῖο βλέποντάς το οἱ στρατιῶτες ἀγγάρεψαν τὸν Σίμωνα γιὰ νὰ τὸν σηκώσῃ, ὄχι ἐπειδὴ τὸν σπλαγχνίσθηκαν, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο μήπως πεθάνη στὸν δρόμο, πρὶν δεχθῆ τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο τοῦ Σταυροῦ.

94. Ἡ σταύρωσις μὲ τὰ καρφιὰ συνηθίζονταν στοὺς Ρωμαίους ὄχι γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ στοὺς πιὸ ὑπόδικους καὶ κακοποιούς, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀπόφασι τοῦ Πιλάτου κατὰ τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἔχουν τὴν γνώμη ὅτι οἱ δυὸ λῃστὲς δὲν σταυρώθηκαν μὲ καρφιά, ὅπως ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ δέθηκαν σφιχτὰ μὲ σχοινιά.

95. Ὁ τίτλος γράφτηκε σὲ τρεῖς γλῶσες, γιὰ νὰ καταλάβουν ὅλοι, Ρωμαῖοι, Ἕλληνες καὶ Ἑβραῖοι ὅτι τάχα ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἀποστάτης τῆς βασιλείας καὶ μόνος του θέλησε νὰ κάνῃ τὸν ἑαυτό του βασιλιά. Γιὰ χάρι τῶν φιλολόγων προσθέτουμε καὶ τὰ λόγια τῶν τριῶν γλωσσῶν. Τὰ Ἑβραϊκὰ ἦταν τὰ ἑξῆς: «Γιεσουὰ Ναζωρὶ μέλεχ Γεχουντίμ», τὰ Ἑλληνικὰ « Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων», καὶ τὰ Ρωμαϊκὰ «Γιέζους Ναζαρέννους ρὲξ Γιουνταιόουμ».

96. Ὅπως ἀπὸ τὸν καπνὸ γνωρίζουμε τὴν φωτιά, ἔτσι ἀπὸ κάποια ἐξωτερικὰ σημεῖα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ταπεινὰ τὴν ἐσωτερικὴ φωτιὰ τῆς ἀμέτρητης ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε ὁ Κύριος γιὰ νὰ πάθη· αὐτὰ ἐν συντομίᾳ εἶναι: τὸ νὰ ἐλέγχῃ τὸν Πέτρο καὶ νὰ τὸν ὀνομάζῃ Σατανᾶ, διότι τὸν ἐμπόδιζε νὰ πάῃ στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μὴν πάθη: «Πήγαινε πίσω μου Σατανᾶ, διότι δὲν φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 16,23)· ἡ ὑπερβολικὴ στενοχώρια τοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος, πότε δηλαδὴ νὰ ἔλθη ἡ ὥρα γιὰ νὰ πάθη· διότι αὐτὸ φανερώνει τὸ «ἔχω βάπτισμα γιὰ νὰ βαπτισθῶ, καὶ μὲ κατέχει μία ἀνυπομονησία μέχρις ὅτου τελειώσει» (Λουκ. 12,50)· τὸ νὰ ὀνομάζῃ τὸ πάθος καὶ τὸν θάνατο ποτήριο, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, κατὰ τὸν ἱερὸ Θεοφύλακτο δείχνει χαρὰ καὶ ἡδονὴ καὶ γιορτή, τὴν ὁποία δέχονται αὐτοὶ ποὺ πίνουν τὸ κρασί. «Τὸ ποτήριο ποὺ μοῦ ὤρισε ὁ Πατέρας δὲν θὰ τὸ πιῶ;» (Ἰω. 18,11)· τὸ νὰ τρέχῃ τὰ μεσάνυχτα νὰ περνάῃ τὸν χείμαρρο τῶν Κέδρων καὶ νὰ φροντίζῃ νὰ ἔλθη στὸν Κῆπο, τὸν ὁποῖο γνώριζε ὁ Ἰούδας καὶ νὰ δείχνῃ μὲ αὐτὸ ὅτι θεληματικὰ ἔρχεται στὸ πάθος, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, βγῆκε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του καὶ πῆγαν στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας κῆπος, ὅπου μπῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητές του. Αὐτὸν τὸν τόπο τὸν γνώριζε καὶ ὁ Ἰούδας» (Ἰω. 18,1-2)· τὸ νὰ βγαίνῃ μόνος του νὰ λέῃ στοὺς στρατιῶτες ὅτι αὐτὸς εἶναι γιὰ νὰ τὸν πιάσουν «ἐγὼ εἶμαι» (Ἰω. 18,5), ὅπως ἑρμηνεύει καὶ ὁ Σολομώντας στὸ ᾆσμα τὸ ἐθελούσιο πάθος τοῦ Κυρίου καὶ εἶπε ἐκ μέρους του: «Θὰ πορευθῶ στὸ βουνὸ τῆς σμύρνης» (4,6), δηλαδὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς νεκρώσεως, γιατὶ τέτοιο ἔγινε τὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Νύσσης, τοῦ Μαξίμου καὶ τοῦ Νείλου· τὸ νὰ ἔχῃ χαρούμενα τὰ μάτια ὅταν κρεμόταν πάνω στὸ σταυρό, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο τοῦ Ἰακώβ· «Χαρούμενα εἶναι τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ κρασί» (Γεν. 49,12) κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Κυρίλλου. Μὲ ἰδιαίτερο ὅμως τρόπο καὶ ἔμφασί μας δείχνουν τὴν ἄπειρη ἀγάπη καὶ ἐπιθυμία ποὺ εἶχε ὁ Χριστὸς νὰ πάθη καὶ νὰ παθαίνῃ πάντοτε γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ δυό· α) ἡ παράδοσις τῶν θείων μυστηρίων, στὰ ὁποῖα μυστηριακὰ καὶ πνευματικὰ πεθαίνει πάντοτε καὶ παθαίνει ἀλλὰ καὶ ἀνασταίνεται ὁ Χριστός· β´) ἡ ἱστορία ποὺ ἀναφέρει ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης στὴν ἐπιστολή του πρὸς Δημόφιλο· διότι λέγει ὅτι ὁ ἀπόστολος Κάρπος ὄντας στὴν Κρήτη, λυπόταν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ κολάσῃ ἕναν ἀσεβῆ, ποὺ ἕναν χριστιανὸ τὸν ὡδήγησε στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀσέβεια. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ προσευχόταν κατέβηκε ὁ Κύριος μὲ πλῆθος ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀφοῦ τοῦ ἅπλωσε τὸ δεξί του χέρι, τοῦ εἶπε νὰ τὸν χτυπᾷ· γιατὶ παρόλο ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὸν σταυρώνουν καὶ γι᾿ αὐτὸ κολάζονται, αὐτὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνη γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων πολλὲς φορές· «χτύπησέ με λοιπὸν διότι καὶ πάλι εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω γιὰ ἀνθρώπους ποὺ πάλι θέλουν νὰ σωθοῦν, καὶ αὐτό μου εἶναι ἀγαπητό, ἀφοῦ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ἁμαρτάνουν».

97. Ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει καὶ ἕνα ἄλλο χρέος ποὺ ἔχουν αὐτοὶ ποὺ μεταλαμβάνουν. Διότι ὅσοι μεταλαμβάνουν καταγγέλλουν τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου μὲ τὴν Μετάληψι, ὅπως λέγει καὶ ὁ Παῦλος: «Ὅσες φορὲς τρώγετε τὸν ἄρτον αὐτὸ καὶ πίνετε αὐτὸ τὸ ποτήριο, καταγγέλλετε τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου» (Α´ Κορ. 26). Καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἔγινε γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γενικὰ σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέγει: «Ἐὰν ἕνας πέθανε γιὰ ὅλους ἄρα ἀπέθαναν ὅλοι, καὶ πέθανε γιὰ ὅλους» (Β´ Κορ. 5,15). Λοιπὸν ὅσοι μεταλαμβάνουν ὀφείλουν νὰ δείχνουν, γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι καὶ γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου καὶ νὰ μὴ ζοῦν πλέον στὸν κόσμο καὶ στὴν ἁμαρτία καὶ στὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ μόνο στὸν Θεὸ ποὺ μεταλαμβάνουν, σὲ αὐτὸν ποὺ πέθανε γι᾿ αὐτοὺς καὶ ἀναστήθηκε, πάλι σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, ποὺ λέγει: «Ὥστε ὅσοι ζοῦν, νὰ μὴ ζοῦν πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ πέθανε γι᾿ αὐτοὺς καὶ ἀναστήθηκε» (Β´ Κορ. 5,15). Καὶ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος ὅτι εἶναι δόγμα ποὺ ἔχει παραδοθῆ ἀπὸ τὸν Παῦλο. (Στὸν λόγο ὅτι «δεῖ τὸν ἀναγενηθέντα διὰ τοῦ βαπτίσματος τρέφεσθαι καὶ τὰ ἑξῆς)

99. Διότι ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετὲς μὲ τὴν ὁμοιότητα ποὺ ἔχουν πρὸς τὸν Θεὸ κάνουν τὸν ἐνάρετο ἄνθρωπο ἱκανὸ στὸ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεό, δὲν τὸν ἑνώνουν ὅμως. Ἡ Νοερὰ ὅμως προσευχὴ ἔχει τέτοια δύναμι καὶ νὰ ἑνώνῃ μὲ τὸν Θεὸ (βλέπε καὶ στό με´ κεφάλαιο). Καὶ κατὰ κάποιον τρόπο οἱ ἄλλες ἀρετὲς μοιάζουν μὲ τὰ ὄργανα ποὺ ἰσιάζουν καὶ προσαρμόζουν δυὸ σανίδια, ἐνῷ ἡ προσευχὴ παρομοιάζει μὲ τὴν κόλλα, ποὺ ἑνώνει αὐτὰ τὰ ταιριαστὰ σανίδια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Γρηγόριος ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης εἶπε ὅτι «ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς ἱερουργεῖ τὴν ἀνάτασι καὶ ἕνωσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, διότι εἶναι σύνδεσμος τῶν λογικῶν κτισμάτων μὲ τὸν κτίστη» (Φιλοκαλία).

100. Ἀπὸ τὸ ρητὸ αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος συμπεραίνει ὅτι ὅποιος ἐργάζεται τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, δὲν δέχεται μόνο τὸν Κύριο στὴν ψυχή του, ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὸν δέχεται καὶ τὸν Πατέρα ποὺ εἶναι μαζί του καὶ τὸ ἀχώριστο ἀπὸ αὐτὸν Ἅγιο Πνεῦμα. Γενιὰ δέχεται μέσα του ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ γίνεται κατοικία της (κεφ. οα´ τῆς β´ ἑκατοεντ.).

101. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι θέλουν πολὺ συχνὰ καὶ δὲν μποροῦν νὰ δεχθοῦν τὴν μυστηριώδη Θεία Κοινωνία, δηλαδὴ νὰ μεταλαμβάνουν τὸν Χριστὸ ποὺ βρίσκεται μέσα στὰ Μυστήρια, ἢ διότι βρίσκονται σὲ τόπο ἔρημο ὅπου δὲν ὑπάρχουν οὔτε ἱερεῖς οὔτε θυσιαστήριο καὶ ἐκκλησία: ἢ βρίσκονται στὸν κόσμο ἐμποδίζονται ὅμως ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ὄχι γιὰ κανένα τους σφάλμα, ἀλλὰ γιὰ τὴν διεστραμμένη καὶ πονηρὴ συνήθεια ποὺ ἐπικρατεῖ, αὐτοὶ λέγω, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦν καὶ θέλουν νὰ δεχθοῦν μυστηριακὰ τὸν Χριστὸ μέσα τους, ἀλλὰ γιὰ ὅσα λέχθηκαν καὶ γιὰ ἄλλους λόγους δὲν μποροῦν, ἂς δέχωνται τὸ Χριστὸ μέσα τους νοερὰ καὶ πνευματικά, ὅπως λέγει ὁ Νικόλαος ὁ Καβάσιλας στὴν ἑρμηνεία τῆς Λειτουργίας (κεφ. μβ´), διότι ὁ Χριστὸς ποὺ βρίσκεται στὰ μυστήρια νοερὰ καὶ χωρὶς νὰ φαίνεται καὶ ἀόρατα τοὺς μεταδίδει τὸν ἁγιασμὸ τῶν μυστηρίων μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει ὁ ἴδιος.

102. Γι᾿αὐτὸ καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ἔγραψε: «Ἡ εὐχαριστία ἐκείνου ποὺ ἔλαβε ἐρεθίζει αὐτὸν ποὺ ἔδωσε γιὰ νὰ δώσῃ δῶρα μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα» (Λόγ. Λ´). Μερικοὶ πάλι καὶ τὸ χωρίο ἐκεῖνο τοῦ ψαλτηρίου λεγόμενο ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τὸ ἑρμήνευσαν ἔτσι: «Τί ὑπάρχει γιὰ μένα στὸν οὐρανό; (παρὰ μόνον ἡ εὐχαριστία δηλαδή) καὶ ἀπὸ σένα ἄνθρωπε τί ζήτησα πάνω στὴ γῆ; (παρὰ δόξα καὶ εὐχαριστία δηλαδή)» (Ψαλμ. 72,24)

103. Ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο (ὅρος κατ᾿ ἐπιτομὴν νγ´), αὐτὸς εἶναι ὁ ἁγιασμός, τὸ νὰ ἀφιερωθῆ κανεὶς στὸν ἅγιο Θεὸ ὁλοκληρωτκὰ καὶ χωρὶς διακοπὴ σὲ κάθε καιρὸ καὶ νὰ φροντίζῃ νὰ κάνῃ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀρεστὰ στὸν Θεό. Καὶ ἀκόμη λέγει, ὅτι ὅ,τι ἀφιερωθῆ μία φορὰ στὸν Θεό, εἶναι ἀσεβὲς καὶ τολμηρό, ἂν κάποιος τὸ ἀποσύρῃ καὶ τὸ χρησιμοποιήσῃ γιὰ κοινὴ χρῆσι καὶ ἀνθρώπινη.

104. Σημείωσε ὅτι κάθε ἔργο καὶ κάθε εἶδος τοῦ πάθους Κυρίου μας ὀνομάζεται ἀπὸ μερικοὺς διδασκάλους μυστήριο, διότι καὶ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ περιέχει καὶ κάποιο μυστηριῶδες νόημα: γι᾿ αὐτὸ καὶ παρακάτω στὸ κεφάλαιο αὐτὸ λέγει νὰ περνᾶμε ἀπὸ τὸ ἕνα μυστήριο στὸ ἄλλο μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πάθους του. Μαθαίνοντας λοιπὸν αὐτό, μὴν ἀμφιβάλλῃς.

105. Γιὰ παράδειγμα: ὅπως εἶναι μερικοὶ εὐλαβεῖς καὶ ποὺ κατανύσσονται εὔκολα, ὅπως οἱ γυναῖκες, καὶ ὅσοι ἔτυχε ἀπὸ τὴν φύσι της νὰ ἔχουν ἰδιοσυγκρασία ἁπαλή.

106. Λέγεται ὅτι κατανύγονται ἀπὸ τὸν διάβολο ὅσοι κάνουν αὐτὰ ἀπὸ κενοδοξία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια ἢ ἀπὸ μέθη ἢ ἀπὸ διάφορα ἄλλα παρόμοια πάθη.

107. Μελέτησε τὸν λόγο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ ἰδῆς τὴν ἀλλοίωσι ποὺ δέχεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸν σκοτισμὸ καὶ τὴν ἀπόγνωσι καὶ τὸν δισταγμὸ γιὰ τὴν πίστι καὶ τὶς βλασφημίες καὶ πῶς καὶ γιατί καὶ ποιοὶ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ πῶς θεραπεύονται.

108. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ λέγει στὸν ἴδιο λόγο ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πάσχει αὐτὰ χρειάζεται φωτισμένον ἄνθρωπο καὶ ποὺ νὰ ἔχῃ πεῖρα στὰ παρόμοια θέματα γιὰ νὰ φωτισθῆ ἀπὸ αὐτὸν καὶ δυναμωθῆ.

109. Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸ πρόλογό του στοὺς κατὰ πλάτος ὅρους πολὺ σοφὰ καὶ ἐκτεταμένα ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένοι ὅλοι οἱ χριστιανοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ τηροῦν ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Κύριος στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς νὰ ἑξαιρεθῇ καμμία ἀπὸ αὐτές: Α´) Διότι ὁ Κύριος ἀποστέλοντας τοὺς μαθητάς του στὸ κήρυγμα τοὺς εἶπε νὰ διδάξουν ὅλα τὰ ἔθνη νὰ τηροῦν ὅσες ἐντολὲς τοὺς παρήγγειλε αὐτός: «Πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές μου ὅλα τὰ ἔθνη… διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ σᾶς ἔδωσα» (Ματθ. 28,19): δηλαδὴ ὄχι ἄλλες ἐντολὲς νὰ φυλάττουν καὶ ἄλλες νὰ παραμελοῦν, ἀλλὰ ὅλες, ὅλες χωρὶς καμία ἐξαίρεσι. Β´) Διότι ἂν δὲν ἦταν ἀναγκαῖες καὶ ἀπαραίτητες ὅλες οἱ ἐντολὲς γιὰ τὴ σωτηρία μας, δὲν θὰ γράφονταν καθόλου στὴν Ἁγία Γραφή, οὔτε θὰ θὰ ἔδινε ἐντολὴ ὁ Κύριος νὰ φυλάττωνται ὅλες ὑποχρεωτικά. Γ´) Ἂν ὁ Κύριος μᾶς προστάσση νὰ γινώμαστε τέλειοι «Νὰ εἶσθε τέλειοι» (Ματθ. 5,48) καὶ ὁ Παῦλος παραγγέλλει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καταρτισμένος καὶ σωστὸς καὶ ὁλόκληρος «γιὰ νὰ εἶναι καταρτισμένος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» (Β´ Τιμ. 3,17), εἶναι φανερὸ ὅτι τὴν τελειότητα αὐτὴ καὶ ὁλοκλήρωσι θὰ μᾶς τὴν χαρίσῃ ἡ φύλαξις τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Δ´) Διότι οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ εἶναι συνδεδεμένες ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη σὰν μὲ κάποια ἁλυσίδα, ὥστε ὅποιος καταλύσῃ καὶ παραβῇ μία μόνον ἀπὸ τὶς ἐντολές, ἐκεῖνος μὲ τὴν λύσι καὶ τὴν παράβασι τῆς μιᾶς ἐντολῆς, λύνει καὶ παραβαίνει συγχρόνως ὅλες τὶς ἄλλες ἐντολὲς καὶ δὲν δέχεται τόσο μισθὸ γιὰ τὶς ἐντολὲς ποὺ φύλαξε, ὅσο τιμωρία γιὰ ἐκείνην ποὺ δὲν φύλαξε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ λέγει ὅτι «Ὅποιος τηρήσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου καὶ παραβῇ μία, θεωρεῖται παραβάτης ὅλου τοῦ νόμου» (2,10) καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: Τί θὰ μὲ ὠφελήσουν οἱ ἄλλες ἐντολὲς ποὺ κατώρθωσα ἂν πῶ τὸν ἀδελφό μου μωρὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ θεωρηθῶ ἔνοχος τῆς γέεννας τοῦ πυρός;». Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν βγάινει τὸ συμπέρασμα ὅτι κάθε χριστιανὸς ἔχει μεγάλη ὑποχρέωσι νὰ τηρῇ ὅλες τὶς ἐντολές. Καὶ τί λέγω ἁπλῶς νὰ τὶς τηρῇ; νὰ τὶς τηρῇ μὲ ὅλη του τὴν δύναμι μὲ ὅλη του τὴν θέλησι καὶ μὲ ὅλη του τὴν ἀγάπη, ἂν θέλῃ, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο νὰ στεφανωθῆ σὰν νόμιμος ἀθλητής. Καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του νὰ προσθέτῃ κάτι παραπάνω στὶς ἐντολές, κάνοντας κάτα κάποιον τρόπο, μία ὑπερβολή. Διότι κι ἐκείνος ποὺ εἶχε τὸ ἕνα τάλαντο δὲν δέχθηκε ἔπαινο ἀπὸ τὸν Κύριό του, διότι ἐπέστρεψε τὸ τάλαντο, ἀλλὰ κατακρίθηκε διότι δὲν τὸ αὔξησε. Τελειώνω τὴν ὑποσημείωσι καὶ σοῦ λεγω: Ἀδελφέ, ἂν ἀνήκῃς στὴν τάξι τῶν δούλων καὶ φοβᾶσαι τὸν Θεὸ γιὰ νὰ μὴ σὲ κολάση, φύλαττε ὅλες τὶς ἐντολές. “Εὐτυχισμένος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο, στὶς ἐντολὲς βρίσκει εὐχαρίστησι” (Ψαλμ. 111,1). Ἂν ἀναβῇς στὴν τάξι τῶν μισθωτῶν καὶ περιμένῃς νὰ λάβης μισθὸ γιὰ τὴν ἀρετή σου στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, φύλαττε ὅλες τὶς ἐντολές: “Ἔκκλινε τὴν καρδιὰν μοῦ τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου δι᾿ ἀντάμειψιν” (Ψαλμ. 118,111). Ἂν ἀνεβῇς στὴν τάξι τῶν υἱῶν καὶ δουλεύσῃς τὸν Θεὸ γιὰ μόνο τὴν ἀγάπη πρὸς αὐτόν, φύλαττε ὅλες τὶς ἐντολές: “Ὑψώνω τὰ χέρια μου πρὸς τὶς ἐντολές σου ποὺ ἀγάπησα” (Ψαλμ. 118,49). Καὶ πάλι: “Ἂν εἶμαι Πατέρας, ποῦ εἶναι ἡ δόξα μου;” λέγει ὁ Θεός. Δόξα τοῦ πατρὸς εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ υἱοῦ πρὸς τὶς πνευματικὲς ἐντολές. Γιατὶ γνώριζε καὶ τὸ ἑξῆς: Ἂν παραβῇς μία μόνο ἐντολή, ὅταν μπορῇς νὰ μὴν τὴν παραβῇς, δὲν θὰ ἔχῃς παρρησία, ἀλλὰ θὰ ντραπῆς τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε: “Τότε δὲν θὰ ντραπῶ ὅταν θὰ ξανακοιτάζω τὶς ἐντολές σου” (Ψαλμ. 118,6). Σοῦ θυμίζω ἀκόμη ὅτι ὅλες οἱ ἐντολές, τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λέγονται μὲ ρῆμα προστακτικό, ὅπως: “ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, εὐλογεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς καταρῶνται….”, σπάνια προφέρονται σὲ ὁριστική, ὅπως τὸ “ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις…”, καὶ πάρα πολὺ σπάνια προφέρονται μὲ ἄλλα ρήματα.

110. Λέγει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν ἑρμηνεία τοῦ ζ´ ψαλμοῦ ἐξηγώντας τὸ “μήποτε ἁρπάση ὡς λέων τὴν ψυχήν μου, μὴ ὄντος λυτρουμένου μηδὲ σῴζοντος”, ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ γενναῖοι ἀθλητές, ὅσοι πάλαιψαν μὲ τοὺς δαίμονες σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ καὶ γλύτωσαν ἀπὸ τὶς παγίδες καὶ τὶς ἐπιθέσεις τους, στὸ τέλος ὅμως τῆς ζωῆς τους ἐξετάζονται ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος, καὶ ἂν βρεθοῦν νὰ ἔχουν κάποιες πληγὲς ἢ μολυσμοὺς ἢ ρύπους τῆς ἁμαρτίας, κρατοῦνται ἀπὸ αὐτόν· ἂν ὅμως βρεθοῦν χωρὶς πληγὲς καὶ μολυσμούς, ἀναπαύονται ὡς ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸ Χριστό. Μερικοὶ πάλι καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Θεὸς στὸν ὄφι, τὸ “σὺ τηρήσεις αὐτοῦ (τοῦ ἀνθρώπου) πτέρναν”, τὸ ἐννόησαν ἀλληγορικὰ ὡς ἑξῆς: Ὅτι ὁ Διάβολος παρατηρεῖ πάντοτε τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ προσπαθεῖ νὰ βρῇ κάποιο ἁμάρτημα γιὰ νὰ τὸν παραλάβη. Σημαίνει δηλαδὴ ἡ πτέρνα τὸ τέλος τῆς ζωῆς, γιατὶ καὶ αὐτὴ εἶναι τὸ τέλος καὶ τὸ ἄκρο τοῦ σώματος.

111. Καὶ πράγματι ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ εἰρήνη καὶ ἡ πραότητα τῆς καρδιᾶς εἶναι τόσο ἑνωμένα, ὥστε ὅπου βρίσκεται τὸ ἕνα εἶναι καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ὅποιος εἶναι πρᾶος στὴν καρδιά, ἐκεῖνος εἶναι καὶ ταπεινός: καὶ ἀντίστροφα, ὅποιος εἶναι ταπεινὸς στὴν καρδιά, ἐκεῖνος εἶναι πρᾶος καὶ εἰρηνικός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὰ πρόφερε αὐτὰ ἑνωμένα λέγοντας: “Μάθετε ἀπὸ ἐμένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς καὶ εἰρηνικὸς στὴν καρδιά” (Ματθ. 11,29)

112. Αὐτὸ τὸ λέγει ὁ ἅγιος στοὺς λόγους του πρὸς τὴν μοναχὴ Ξένη.

113. Γιὰ παράδειγμα: ὅπως εἶναι μερικοὶ εὐλαβεῖς καὶ ποὺ κατανύσσονται εὔκολα, ὅπως οἱ γυναῖκες, καὶ ὅσοι ἔτυχε ἀπὸ τὴν φύσι τους νὰ ἔχουν ἰδιοσυγκρασία ἁπαλή.

114. Ἄλλο εἶναι πένθος καὶ ἄλλο δάκρυα. Πένθος εἶναι λυπηρὸς λογισμὸς καὶ ἕνας πόνος τῆς καρδιᾶς, μὲ τὸν ὁποῖο λυπούμαστε καὶ πονοῦμε: α) διότι λυπήσαμε καὶ παραπικράναμε τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ παραβήκαμε τὶς ἐντολές του, β) διότι στὴ ζωὴ αὐτὴ στερηθήκαμε τὴν χάρι του καὶ μετὰ θάνατο μπορεῖ νὰ στερηθήκαμε καὶ τὴν βασιλεία του καὶ γ) διότι μὲ τὶς ἁμαρτίες μας κάναμε τὸν ἑαυτό μας ὑπεύθυνο γὰ τὴν αἰώνια κόλασι. Ὁ πόνος αὐτὸς καὶ ἡ σκέψις γίνεται σὰν ἕνα βάρος καὶ πλακώνει τὴν καρδιὰ ἢ σὰν ἕνα κεντρὶ ποὺ τὴν κεντᾷ καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀκολουθοῦν οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί: ὅταν αὐξηθῆ πολὺ τὸ πλάκωμα καὶ τὸ κέντρισμα αὐτό, τότε κατανύγεται ἡ καρδιὰ καὶ πηδοῦν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια, διὰ μέσου ὅμως τῆς συνεργίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς χαρίζει αὐτὰ γιὰ νὰ πλύνουμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ νὰ ξανακερδίσουμε τὴν χάρι του. Διότι ὅπως ἀναφέρεται ὁ Θεὸς μὲ τὴν στέρησι τῆς χάριτός του σκληρύνει τὶς καρδιές: «Σκλήρυνες τὶς καρδιές μας ὥστε νὰ μὴ σὲ φοβούμαστε» (Ἡσ. 63,17). Ἔτσι ἀναφέρεται ὅτι μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ χορηγία τῆς χάριτός του κατανύγει τὶς καρδιές (Ρωμ. 11,8 καὶ Ψαλμ. 59,3. Ἡσ. 29,10). Λοιπὸν ἐμεῖς πρέπει πάντοτε νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ πένθος, διότι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μοιάζει μὲ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια τοῦ Ἀσώτου. Τὰ δάκρυα ὅμως πρέπει νὰ τὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν ἕνα χάρισμα δικό του, καὶ παρομοιάζουν μὲ τοὺς ἐναγκαλισμοὺς καὶ ἀσπασμοὺς τοῦ Θεοῦ πατρὸς πρὸς τὸν Ἄσωτο, ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος Θεσσαλονίκης.

115. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος στὶς ἐρωτικές του εὐχές, ἀφοῦ ρώτησε τοὺς φωστῆρες τὰ ἄστρα, τὴν ἄβυσσο καὶ τὰ ἄλλα κτίσματα ἂν αὐτὰ ἔχουν τὸ Θεό του, καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι δὲν κατοικεῖ σ᾿ αὐτά, στὸ τέλος ἀφοῦ στράφηκε στὸν ἑαυτό του βρῆκε τὸν Θεὸ νὰ κατοικῇ μέσα του. Καὶ ἔτσι ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτό του ποὺ ζητοῦσε τὸν Θεὸ στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἐνῷ αὐτὸς βρισκόταν μέσα του.

116. Σημείωσε ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται μέσα στὴν ψυχὴ καὶ μετέχεται, ὄχι κατὰ τὴν ἀληθινή του οὐσία, μακριὰ μία τέτοια σκέψι, ἀλλὰ κατὰ τὴν δική του χάρι καὶ ἐνέργεια, ὅπως λέγουν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι: βρίσκεται μάλιστα, ὄχι μόνο στὴν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στὴν οὐσία της. Διότι ἐφόσον μόνον ὁ Θεὸς εἶναι δημιουργὸς οὐσιῶν, κατὰ συνέπεια αὐτὸς εἶναι μόνον ποὺ ἑνώνεται καὶ διὰ μέσου τῶν οὐσιῶν καὶ μὲ τὶς οὐσίες, τόσο τῶν σωμάτων, ὅσο καὶ τῶν πνευμάτων, ὅπως ἀναφέρει μὲ λεπτομέρεια ὁ ὑψινούστατος ἐκεῖνος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Βαρλαάμ. Μᾶλλον γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ συγκεκριμένα, αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρο ὅλο στὸ ὁποῖο βρίσκονται καὶ στερεώνονται ὅλες οἱ οὐσίες τῶν ὄντων, σύμφωνα μὲ τὸ γραφικὸ χωρίο «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. 7,28). Βλέπε καὶ τὸ κδ´ κεφάλαιο τοῦ α´ μέρους. Εἶπα ὅτι μόνον ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὶς οὐσίες, ἐπειδὴ κανένα κτίσμα, εἴτε εἶναι πνεῦμα εἴτε σῶμα, δὲν ἑνώνεται μὲ τὴν οὐσία ἄλλου κτίσματος, ἀλλὰ μὲ μόνη τὴν ἐνέργεια: ὥστε καὶ ὁ σατανᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ μόνη τὴν ἐνέργειά της κατὰ συζυγία, ὅπως λέγει ὁ ἀνωτέρω ἅγιος Γρηγόριος.

117. Τὰ ἴδια λέγει καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ παραγγέλοντας νὰ ἀφήσουμε τὴν ποσότητα καὶ τὴν γνῶσι τῶν μέτρων καὶ τοὺς στίχους καὶ τὸ ἀποστήθισμα, καὶ μόνον ἡ σκέψι μας νὰ βρίσκεται στὴν μελέτη τῶν λεγομένων, μέχρις ὅτου ἐγερθῆ ἡ ψυχή μας ἢ στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἢ σὲ ὠφέλιμη λύπη καὶ κατάνυξι: καὶ ἀπὸ τότε ἀναχωρεῖ ἡ σύγχυσις, ποὺ ἀφαιρεῖ τὴν γλυκύτητα τῶν νοημάτων καὶ σὰν βδέλλα πνίγει τὰ νοήματα αὐτῶν ποὺ μελετῶνται (λόγος γ´): βλέπε καὶ τὸν κη´ λόγο του, ὅπου ὁ ἴδιος λέγει ὅτι πρέπει μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία νὰ κάμνουμε τὴν ἀκολουθία μας, χωρὶς ταραχή. Κι ἂν ὁ λογισμός μας πῇ ὅτι πρέπει νὰ συντομέψουμε, πρέπει νὰ ἀφήνουμε μία στάσι ἢ ὅσο θέλουμε…

118. Πολλὲς καὶ διάφορες εἶναι οἱ αἰτίες γιὰ τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἄβυσσο τῶν ἀκατάληπτων κριμάτων του, νὰ συμβαίνουν οἱ πειρασμοὶ τόσο στοὺς ἁμαρτωλούς, ὅσο καὶ στοὺς ἁγίους καὶ ἐναρέτους. Ὁ θεῖος Χρυσόστομος, στὴν ὁμιλία ποὺ κάνει στὸ ἀποστολικὸ ρητὸ «οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας», ἀπαριθμεῖ ἕνδεκα αἰτίες γιὰ τὶς ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πειράζωνται οἱ ἅγιοι. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἀναφέρει πολλὲς ἄλλες αἰτίες, γιὰ τὶς ὁποῖες πειράζονται οἱ ἄνθρωποι τόσο στὸν ε´ του λόγο, ὅσο καὶ στὸν μη´. Ἀναφέρει ὅμως ὁ ἴδιος στὸ μη´ λόγο γενικά, ὅτι «ὁ πειρασμὸς ὠφελεῖ κάθε ἄνθρωπο… οἱ ἀγωνιστὲς πειράζονται γιὰ νὰ προσθέσουν πλοῦτο στὸν πλοῦτο. Οἱ χαῦνοι γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοὺς βλάπτουν, αὐτοὶ ποὺ κοιμοῦνται γιὰ νὰ ξυπνήσουν καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι μακριὰ γιὰ νὰ πλησιάσουν τὸν Θεό· οἱ δὲ φίλοι του γιὰ νὰ ἔχουν μεγαλύτερη παρρησία». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἄγος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στό με´ κεφάλαιο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀφοῦ εἶπε ὅτι οἱ πειρασμοὶ ἔρχονται στοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατὰ συγχώρεσι ἢ παραχώρησι ἢ ἀπὸ ἐγκατάλειψι οἰκονομικὴ καὶ πνευματική, στὸ τέλος συμπληρώνει: «Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὅλα τὰ δυσάρεστα σὲ ὅσους τὰ δέχονται μὲ εὐχαρίστησι, ὁπωσδήποτε προξενοῦν ὠφέλεια».

119. Πολὺ καλὰ διδάσκεται αὐτὸ ἐδῶ. Ὅτι, δηλαδή, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ μερικὲς φορὲς πέφτει στὰ ἐλαφριὰ καὶ συνηθισμένα ἢ στὰ πιὸ βαρειὰ σφάλματα ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα κοινῶς ὀνομάζονται συγγνωστὰ καὶ μὴ θανάσιμα. Γιατὶ ἄλλο εἶναι τὸ συγγνωστὸ ἁμάρτημα καὶ ἄλλο εἶναι τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς κάποια κλίσι καὶ θέλησι γενικὰ σὲ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνῃ πολλὲς φορές· γιατὶ ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ αὐτὰ ἁμαρτήματα καὶ αὐτοὶ οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι ἐντελῶς ἐλεύθεροι σύμφωνα μὲ τὸν ρκε´, ρκστ´ καὶ ρκζ´ κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ ἁγίας Συνόδου, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς πέφτουν ἢ ἀπὸ ἄγνοια ἢ καὶ ἐν γνώσει τους ἢ καὶ μὲ τὴν προαίρεσί τους σ᾿ αὐτὰ λόγῳ τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθένειας. Οἱ παρόμοιοι ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἔχουν γενικὰ κλίσι σ᾿ αὐτά, οὔτε πολὺ συχνά, καὶ μὲ ἐπιμονὴ νὰ τὰ κόβουν, ἀλλὰ νὰ πολεμοῦν πάντοτε γιὰ νὰ καθαρίσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν κακὴ αὐτὴ κλίσι, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν εὐαρέσκεια πρὸς τὸν Θεό. Γιατὶ ἂν καὶ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα ὁ Θεὸς δὲν τὰ τιμωρεῖ μὲ αἰώνια κόλασι, ὅμως πάντοτε τοῦ φάινονται δυσάρεστα καὶ μισητά, ὅπως καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ τὰ διαπράττουν. Καὶ ἐπὶ πλέον ἀπὸ αὐτὰ τὰ συγνωστὰ ἁμαρτήματα ἀδυνατίζουν τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, καταστρέφουν τὴν εὐλάβεια, ἐμποδίζουν τὴν χάρι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀνοίγουν θύρα στοὺς πειρασμούς, καὶ ἂν δὲν θανατώνουν τὴν ψυχή, ὅμως τὴν κάνουν νὰ ἀσθενῇ καὶ ἰδιαιτέρως ὅταν κανεὶς παραμένῃ σ᾿ αὐτὰ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα μὲ τὴν κλίσι ποὺ ἔχει καὶ μὲ τὴν θέλησί του. Γιατὶ ἄλλο εἶναι τὸ νὰ πῇς μία ἢ δυὸ φορὲς ἕνα ἐλαφρὺ ψέμα καὶ ἄλλο τὸ νὰ λέγῃς ψέμα γιὰ κάθε ὑπόθεσι καὶ νὰ ἔχῃ κάποια κλίσι καὶ χαρὰ σὲ τέτοιο ἐλάττωμα. Οἱ μῦγες ὅταν περνοῦν γρήγορα ἀπὸ κανένα ἀρωματικό, δὲν τὸ καταστρέφουν ὅλο, ἀλλὰ ὅταν σταματήσουν καὶ ψοφήσουν μέσα σ᾿ αὐτό, τὸ καταστρέφουν ὁλόκληρο καὶ τὸ βρωμίζουν, ὅπως λέγει ὁ Σολομώντας: «Οἱ μῦγες ὅταν ψοφοῦν βρωμίζουν τὴν συσκευασία ἀρωματικοῦ ἐλαίου» (Ἐκκλ. 10,1). Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὰ σύγγνωστα ἁμαρτήματα, ὅταν παραμένουν γιὰ πολὺ καιρὸ στὴν ψυχή, καταστρέφουν ὅλη της τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν καλή της κατάστασι.