Αὐτὸ ἴσως νὰ μὴν τὸ ἀγνοεῖ κανείς. Εἶναι δὲ φυσικὸ μερικοὶ νὰ ἀναζητοῦμε, ἂν εἶναι δυνατόν, κάποια μέθοδο καὶ ἐκπαίδευση, ἡ ὁποία θὰ μᾶς χειραγωγεῖ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴ θέα τοῦ Θεοῦ. Τὰ μὲν ἱερὰ βιβλία εἶναι γεμάτα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διδασκαλία, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἁγίους προτείνουν τὸν βίο τους σὰν ὁδηγητικὸ φῶς σ’ αὐτοὺς ποὺ πορεύονται πρὸς τὸν Θεὸ (Δευτερ. 11,22. 13, 5. 28, 9. 30,16).

Βέβαια τὶς ὑποδείξεις γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ συγκεκριμένου σκοποῦ εἶναι εὔκολο στὸν καθένα νὰ τὶς συγκεντρώσει καὶ μάλιστα ἄφθονες ἀπὸ τὴ θεόπνευστη Ἁγία Γραφή, τόσο τὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Γιατί πολλὰ μὲν ἀπὸ τοὺς Προφῆτες καὶ τὸν Νόμο, πολλὰ δὲ ἀπὸ τὶς εὐαγγελικὲς καὶ τὶς ἀποστολικὲς παραδόσεις προσφέρονται, γιὰ νὰ πάρει ἄφθονα. Ὅσα δὲ καὶ ἐγὼ μπόρεσα νὰ σκεφθῶ μελετώντας τὰ θεία λόγια εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐκθέτω στὴ συνέχεια.

Ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ τὸ λογικὸ καὶ σκεπτόμενο ζῶο, εἶναι ἔργο καὶ εἰκόνα τῆς θείας καὶ καθαρῆς φύσεως, γιατί ἔτσι ἀναφέρεται περὶ αὐτοῦ στὴ σχετικὴ μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου διήγηση: «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτὸν» (Γέν. 1,27). Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ζῶο, ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶχε στὴ φύση του οὔτε ἦταν ἔμφυτα μέσα του ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ πάθος καὶ ἡ θνητότητα. Γιατί δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθεῖ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, στὴν περίπτωση ποὺ τὸ κάλλος τῆς εἰκόνας θὰ διέφερε ἀπὸ τὸ κάλλος τοῦ ἀρχετύπου. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἐκ τῶν ὑστέρων παθητός, μετὰ τὴν ἀρχικὴ δημιουργία. Εἰσχώρησε δὲ τὸ πάθος στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ὡς ἑξῆς· ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε, ὅπως εἴπαμε, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ μὲ προοπτικὴ νὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ τὸν Θεό.

Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς προαίρεσης ὁμοίαζε μὲ τὸν ἐξουσιαστὴ τῶν πάντων. Δὲν ἦταν ὑποδουλωμένος σὲ καμιὰ ἐξωτερικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ ρύθμιζε τὴ ζωὴ τοῦ σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή του καὶ κατὰ τὴν κρίση του, ἀφοῦ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἐκλέγει αὐτὸ ποὺ τοῦ ἄρεσε. Αὐτὴ δὲ τὴ συμφορά, στὴν ὁποία ἔχει περιπέσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, αὐτὸς τὴν προκάλεσε θεληματικά, ἀφοῦ παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ συμβουλή. Ἔτσι ἔγινε ὁ ἴδιος ἐφευρέτης τοῦ κακοῦ, καὶ δὲν τὸ βρῆκε δημιουργημένο ἀπὸ τὸν Θεό· γιατί «ὁ Θεὸς δὲν ἐδημιούργησε τὸν θάνατον» (Σόφ. Σόλ. 1,13), ἀλλὰ κτίστης καὶ δημιουργός του κακοῦ ἔγινε κατὰ κάποιον τρόπον ὁ ἄνθρωπος.

Τὸ ἡλιακὸ φῶς μποροῦν νὰ τὸ ἀπολαμβάνουν ὅλοι, ὅσοι ἔχουν ἐνεργὸ τὴν αἴσθηση τῆς ὅρασης. Μπορεῖ ὅμως κανείς, ἂν θελήσει, κλείνοντας τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται τὸ φῶς, ὄχι γιατί ὁ ἥλιος μετακινεῖται σὲ ἄλλο σημεῖο καὶ ἔτσι νὰ προκαλεῖ γιὰ ἐκεῖνον τὸ σκοτάδι, ἀλλὰ γιατί ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ κλείσιμο τῶν βλεφάρων, σηκώνει ἕναν τοῖχο ἀνάμεσα στὸν ὀφθαλμὸ καὶ στὴ φωτεινὴ ἀκτίνα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ μὲ τὸ κλείσιμο τῶν ματιῶν εἶναι ἀδύνατο νὰ λειτουργήσει ἡ ὅραση, εἶναι ἀναπόφευκτο ἡ ἀδράνεια τῆς ὅρασης νὰ θέτει σὲ ἐνέργεια τὸ σκότος, τὸ ὁποῖο θεληματικὰ διὰ τῆς ἀορασίας δημιουργεῖται μέσα στὸν ἄνθρωπο.

Ἢ ὅπως, ὅταν κατασκευάζει κάποιος τὸ σπίτι του, δὲν ἀφήσει κανένα παράθυρο, γιὰ νὰ εἰσέρχεται τὸ φῶς στὸ ἐσωτερικό του, ἀναγκαστικὰ θὰ ζήσει μέσα στὸ σκότος, ἀφοῦ θεληματικὰ ἔκλεισε τὴν εἴσοδο στὸ φῶς. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν πρωτόπλαστο ἄνθρωπο, ἢ μᾶλλον μὲ τὸν δημιουργό του κακοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Εἶχε μὲν τὸ καλὸ καὶ ἀγαθὸ κατὰ τὴ φύση στὴ διάθεσή του νὰ ἁπλώνεται γύρω του, θεληματικὰ ὅμως ἄνοιξε νέον ἀφύσικο δρόμο κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ του, ἀποκτώντας μὲ τὴν ἐκλογὴ τοῦ τὴν ἐμπειρία τοῦ κακοῦ, ἀφοῦ ἀποστράφηκε τὴν ἀρετή. Δὲν ὑπάρχει κανένα κακὸ μεταξύ των κτισμάτων, ποὺ νὰ εἶναι ἔμφυτο, ἀκούσιο καὶ ἀπροαίρετο καὶ νὰ ἔχει δική του ὑπόσταση.

Γιατί «κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι καλὸ καὶ κανένα δὲν εἶναι ἀπορρίψιμο» (Ἃ’ Τιμ. 4,4), καὶ «ὅλα ὅσα ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ καλὰ» (Γέν. 1, 31). Ἐπειδὴ ὅμως, μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε, εἰσχώρησε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τὸ μικρόβιο καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ἡ κακία ἀπὸ μικρὴ πηγὴ ξεχύθηκε στὸ ἄπειρο μέσα στὸν ἄνθρωπο. Ἐκεῖνο τὸ θεϊκὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, ποὺ ἦταν ἀπομίμηση τοῦ ἀρχέτυπου, σὰν τὸ σίδηρο σκούριασε καὶ μαύρισε ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς κακίας, γιατί δὲν διατηροῦσε πιὰ τὴ χάρη τῆς συγγενικῆς σ’ αὐτὸν καὶ ἐκ φύσεως εἰκόνας, ἀλλὰ μεταμορφώθηκε, παίρνοντας τὴν ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, αὐτὸ τὸ μεγάλο καὶ ἀξιόλογο δημιούργημα, ὅπως ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὴ Γραφή, ἀφοῦ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴ δόξα του, ἔπαθε αὐτὸ ποὺ παθαίνουν ὅσοι γλιστροῦν καὶ πέφτουν στὸ βόρβορο. Τὸ πρόσωπό τους καλύπτεται μὲ τὴ λάσπη καὶ γίνονται ἀγνώριστοι ἀκόμη καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς οἰκείους τους· ἔτσι καὶ αὐτός, ὅταν ἔπεσε στὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, ἀπέβαλε μὲν τὸ νὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ ἄφθαρτου Θεοῦ, φόρεσε δὲ τὴ φθαρτὴ καὶ χοϊκὴ εἰκόνα, τὴν ὁποία ἡ θεόπνευστη διδασκαλία μᾶς συμβουλεύει νὰ ἀποβάλουμε (Ἰακ. 1.21. Ἐφεσ. 4,22), χρησιμοποιώντας σὰν ἄλλο νερὸ καθαρισμοῦ τὴν καθαρότητα τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ ἀποκαλυφθεῖ καὶ πάλι τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ἀφαιρεθεῖ τὸ χοϊκὸ κάλυμμα.

Ἀφαίρεση δὲ τοῦ ξένου εἶναι ἡ ἐπάνοδος στὴ φυσικὴ καὶ ἰδιαίτερη γι’ αὐτὸν κατάσταση, κάτι ποὺ δὲν κατορθώνεται μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μόνο ἂν γίνει καὶ πάλι τέτοιος, ὅπως ἀρχικὰ δημιουργήθηκε. Γιατί ἡ ἐξομοίωση μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι δικό μας ἔργο οὔτε κατόρθωμα τῆς ἀνθρώπινης δύναμης. Εἶναι δῶρο τῆς γενναιοδωρίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εὐθὺς ἀμέσως μόλις δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο τοῦ χάρισε τὴν ὁμοιότητα πρὸς αὐτόν.

Ἡ δὲ ἀνθρώπινη προσπάθεια, τόσο μόνο συμβάλλει, ὅσο, γιὰ νὰ καθαρίσει τὸ ρύπο τῆς κακίας, ποὺ ἐκ τῶν ὑστέρων δημιούργησε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὸ κρυμμένο στὴν ψυχὴ κάλλος. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια νομίζω ὅτι καὶ ὁ Κύριος διδάσκει στὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν, σ’ αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ ἀκούουν τὴ σοφία ὁμιλεῖ συμβολικά, λέγει ὅτι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὸ ἐσωτερικό σας» (Λουκ. 17,21), Νομίζω δὲ ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου φανερώνει μὲ αὐτό, ὅτι τὸ ἀγαθό του Θεοῦ δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, οὔτε ἔχει ἀποτραβηχθεῖ κάπου μακριὰ ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ τὸ ἀναζητοῦν, ἀλλὰ πάντοτε παραμένει μέσα στὸν καθένα, ἀγνοούμενο μὲν καὶ ξεχασμένο, ὅταν καταπλακώνεται ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἀπολαύσεις, καὶ ποὺ ξαναβρίσκεται ὅμως, ὅταν ξαναφέρουμε τὸν νοῦ μᾶς σ’ αὐτό.

Ἂν πρέπει καὶ μὲ ἄλλα λόγια τοῦ Κυρίου νὰ ἐπιβεβαιώσω τὸν λόγο αὐτό, νομίζω ὅτι αὐτὸ μας τονίζει μὲ τὴν ἀναζήτηση τῆς χαμένης δραχμῆς (Λουκ. 15, 8). Δηλαδὴ λέγει ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀρετές, τὶς ὁποῖες ἡ παραβολὴ ὀνομάζει δραχμές, ἀκόμη καὶ ἂν συμβεῖ νὰ ὑπάρχουν ὅλες, ἀλλὰ ἀπουσιάζει ἐκείνη ἡ μία ἀπὸ τὴν ψυχή, ἡ ὁποία τὴν στερεῖται. Γι’ αὐτὸ κατὰ πρώτον μὲν προστάζει νὰ ἀνάπτουμε λυχνάρι, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσφαλῶς ὑπονοεῖ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ φωτίζει τὰ σκοτεινὰ (Ἃ’Κορ.4, 5). Ἔπειτα δὲ ἡ ἀναζήτηση τῆς χαμένης δραχμῆς νὰ γίνεται στὸ δικό σου σπίτι, δηλαδὴ μέσα σου. Καὶ μὲ τὴν ἀναζητούμενη δραχμὴ ὑπαινίσσεται ὁπωσδήποτε τὴ βασιλικὴ εἰκόνα, ποὺ δὲν χάθηκε τελείως, ἀλλὰ καλύφθηκε κάτω ἀπὸ τὴν κόπρο.

Νομίζω δὲ ὅτι ὡς κόπρο πρέπει νὰ ἐννοοῦμε τὴ σαρκικὴ βρωμιά, ἡ ὁποία ὅταν σαρωθεῖ καὶ καθαρισθεῖ καλὰ μὲ μιὰ ζωὴ προσεκτικὴ καὶ φροντισμένη, ἀποκαλύπτει τὸ ζητούμενο. Γι’ αὐτὸ δικαιολογημένα χαίρεται καὶ ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ ποὺ τὴ βρῆκε καὶ προσκαλεῖ νὰ μετάσχουν στὴ χαρὰ τὶς γειτόνισσες. Γιατί πραγματικὰ ὅλες οἱ ἔμφυτες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὶς ὁποῖες τώρα ἀποκαλεῖ γείτονες, ὅταν ἀνακαλυφθεῖ καὶ λάμψει αὐτὴ ἡ μεγαλοπρεπὴς εἰκόνα τοῦ βασιλιά, τὴν ὁποία ἐξ ἀρχῆς χάραξε μέσα μας σὰν τὴ δραχμὴ τῆς παραβολῆς «ὁ πλάστης τῆς καθεμιᾶς ἀνθρώπινης καρδιᾶς χωριστὰ» (Ψάλμ. 32,15), τότε θὰ ἐπανέλθουν σ’ ἐκείνη τὴ θεϊκὴ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, ἀποθαυμάζοντας τὸ ἀνέκφραστο καὶ ἀπερίγραπτο κάλλος ποὺ ξαναβρῆκαν. Γιατί λέγει: «Χαρῆτε μαζί μου καὶ σεῖς, γιατί βρῆκα τὴ δραχμὴ ποὺ ἔχασα» (Λουκ. 15,9).

Οἱ δὲ γειτόνισσες, δηλαδὴ οἱ συνοικες καὶ ἔμφυτες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ποὺ χαίρονται γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς θεϊκῆς δραχμῆς, εἶναι τὸ λογιστικό, τὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ τὸ θυμοειδές, τὸ ὁποῖο προκαλεῖ ἐσωτερικὰ τὴ διάθεση τῆς λύπης ἢ τῆς ὀργῆς, καὶ ὅποιες ἄλλες δυνάμεις ὑπάρχουν καὶ ἐμφανίζονται γύρω ἀπὸ τὴν ψυχή. Αὐτὲς δικαιολογημένα θεωροῦνται ὅτι εἶναι καὶ φίλες της ψυχῆς, καὶ εἶναι φυσικὸ ὅλες αὐτὲς νὰ χαίρονται ἐν Κυρίω (Φιλιπ. 3,1), ὅταν ὅλες προσβλέπουν πρὸς τὸ καλὸ καὶ τὸ ἀγαθὸ καὶ τὰ πάντα ἐνεργοῦν πρὸς δόξαν Θεοῦ (Ἃ’ Κορ. ἴο, 31), ἐφόσον δὲν γίνονται ποτὲ πλέον ὅπλα τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. 6,13).

Ἂν εἶναι λοιπὸν αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀνεύρεσης αὐτοῦ ποὺ ζητᾶμε, δηλαδὴ ἡ ἀποκατάσταση στὴν ἀρχαία της αἴγλη τῆς θείας εἰκόνας, ἡ ὁποία τώρα εἶναι καλυμμένη μὲ τὸν ρύπο τῆς σάρκας, ἃς γίνουμε ἐκεῖνο ποὺ ἦταν στὴν ἀρχική του ζωὴ ὁ πρωτόπλαστος. Τί ἦταν λοιπὸν ἐκεῖνος; Ἀκάλυπτος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δερμάτινους χιτῶνες. Ἔβλεπε μὲ παρρησία τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶχε ἀκόμη δοκιμάσει μὲ τὴν ὅραση καὶ τὴ γεύση τὸ καλό, ἀλλὰ μόνη του ἀπόλαυση καὶ τρυφὴ ἦταν ὁ Θεὸς (Ψάλμ. 36,4). Γι’ αὐτὴ τὴν ἀπόλαυση χρησιμοποιοῦσε καὶ τὴ βοηθὸ ποὺ τοῦ εἶχε δοθεῖ (Γέν. 2,18), ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι δὲν εἶχε μαζί της γαμικὴ συνάφεια πρὶν ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὸν παράδεισο (Γέν. 3,24), καὶ πρὶν ἐκείνη δεχθεῖ τὴν ποινὴ τοῦ ὀδυνηροῦ τοκετοῦ γιὰ τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπατήθηκε (Γέν. 3,13-16).

Μὲ τὴ σειρά, λοιπόν, καὶ τὴν τάξη ποὺ βρεθήκαμε ἐκτός του παραδείσου, ἀφοῦ διωχθήκαμε μαζὶ μὲ τὸν προπάτορα, μὲ τὴν ἴδια εἶναι δυνατὸ καὶ πάλι, νὰ ξαναγυρίσουμε, νὰ ἐπανέλθουμε στὴν πρώτη μακαριότητα. Ποιὰ ἦταν λοιπὸν ἡ σειρὰ καὶ ἡ τάξη; Ἡ ἔκπτωση ἄρχισε μὲ τὴν ἡδονή, ἡ ὁποία ἀναπτύχθηκε στὸ ἐσωτερικό του ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀπάτη. Ἔπειτα ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἡδονῆς ἐμφανίσθηκε ὡς ἐπακόλουθο ἡ αἰσχύνη καὶ ὁ φόβος καὶ τὸ νὰ μὴν τολμοῦν πλέον οἱ πρωτόπλαστοι νὰ ἀντικρύσουν μὲ τὰ μάτια τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ νὰ καλύπτονται κάτω ἀπὸ τὰ φύλλα καὶ τὶς σκιές. Στὴ συνέχεια σκεπάζονται μὲ τοὺς νεκροὺς δερμάτινους χιτῶνες (Γέν. 3,7.2, 25.3,10.17.21), Καὶ ἔτσι στὸ τέλος ἀποπέμπονται ὡς ἐξόριστοι σ’ αὐτὴ τὴ γῆ μὲ τὶς ἀσθένειες καὶ τοὺς κόπους. Γι’ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ κατάσταση τοῦ θανάτου ἐπινοήθηκε ὁ γάμος ὡς παρηγορία.

Ἂν πρόκειται, λοιπόν, νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ βρεθοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ (Φιλιπ. 1,23) ἡ ἀναχώρηση πρέπει νὰ ἀρχίσει καὶ πάλι ἀπὸ τὸ τελευταῖο. Ὅπως κάνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀποχωρίζονται ἀπὸ τοὺς δικούς τους, ὅταν ἐπιστρέφουν. Πρῶτα ἐγκαταλείπουν ἐκεῖνον τὸν τόπο, στὸν ὁποῖο τελευταία ἔφθασαν ἀπομακρυνόμενοι. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ τελευταῖο μετὰ τὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν παραδείσια ζωὴ εἶναι ὁ γάμος, αὐτὸν μας διδάσκει ὁ λόγος νὰ ἐγκαταλείπουμε πρώτον σὰν τὸν τελευταῖο σταθμὸ γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Χριστό. Ἔπειτα νὰ ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ τὴ βασανιστικὴ ταλαιπωρία γιὰ τὰ γήινα, μὲ τὰ ὁποῖα ζυμώθηκε μετὰ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος.

Μετὰ δὲ ἀπὸ αὐτὸ φροντίζει νὰ ἀποβάλει τὰ σαρκικὰ προκαλύμματα, «τοὺς δερμάτινους χιτῶνες», ἀπορρίπτοντας δηλαδὴ «τὸ σαρκικὸ φρόνημα» (Γέν. 3,21. Ρωμ. 8,6-7). Καὶ ὅταν ἀπαρνούμαστε ὅλα τα κρυπτὰ ἔργα ποὺ προκαλοῦν τὴν αἰσχύνη, δὲν θὰ κρυπτόμαστε πιὰ κάτω ἀπὸ τὴ συκιὰ τῆς πικρῆς αὐτῆς ζωῆς, ἀλλὰ πετώντας τὰ προκαλύμματα, τὰ ὁποῖα κατασκευάσαμε ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα αὐτὰ φύλλα τῆς ζωῆς, θὰ ἀντικρύσουμε καὶ πάλι τὸν Δημιουργό. Θὰ ἀποφεύγουμε ἐπίσης τὴν ἐξαπάτηση ποὺ ἐπιδιώκει ἡ γεύση καὶ ἡ ὅραση καὶ δὲν θὰ ἔχουμε στὸ ἑξῆς σύμβουλο τὸ φαρμακερὸ φίδι, ἀλλὰ μόνο τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὴ παραγγέλλει νὰ δοκιμάζουμε μόνο το καλό, καὶ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴ γεύση τοῦ πονηροῦ, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησε γιὰ μᾶς ἡ φάλαγγα τῶν κακῶν, ἀφοῦ δὲν θελήσαμε νὰ ἀγνοήσουμε τὸ κακό.

Γι’ αὐτὸ ἀπαγορεύθηκε στοὺς πρωτοπλάστους νὰ γνωρίσουν μαζὶ μὲ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, καὶ ἔλαβαν τὴν ἐντολὴ νὰ ἀποφεύγουν μὲν τὴ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, νὰ δοκιμάζουν δὲ τὸ ἀγαθὸ καθαρό, ἀνόθευτο καὶ ἄσχετο πρὸς τὸ κακό. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ὅπως ἐγὼ τὸ σκέπτομαι, παρὰ ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ μόνο. Καὶ αὐτῆς νὰ ἔχει ἀδιάκοπη καὶ συνεχῆ τὴν ἀπόλαυση, χωρὶς νὰ ἀναμιγνύει μαζὶ μὲ τὴν τρυφὴ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκεῖνα ποὺ προσελκύουν πρὸς τὰ ἀντίθετα. Καὶ ἂν ἐπιτρέπεται νὰ πῶ ἕναν τολμηρὸ λόγο, ἴσως ἔτσι μπορεῖ νὰ ἁρπαγεῖ κανεὶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὴν πονηρία, καὶ νὰ ἀνεβεῖ καὶ πάλι στὸν Παράδεισο, ὅπου καὶ ὁ Ἀπόστολος ἀνέβηκε καὶ ἄκουσε καὶ εἶδε τὰ ἀνέκφραστα καὶ τὰ ἀόρατα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀδυνατεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ μιλήσει (Ἃ’ Ἰωάν. 5,19 καὶ Β’ Κορ. 12,2-4).

(Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Μυστικὴ Θεολογία, ἐπιλογὴ κειμένων, ἔκδ. Ἐπέκταση σ. 165-181).