<< μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε (Ματθ. ζ’ 1) περὶ βίου ἐστίν, οὗ περὶ πίστεως>> (Χρυσοστόμου, PG.63,232).

saint-chrisostomosὉ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομός μας διδάσκει εἰς τοὺς λόγους τοῦ τὴν σωστὴ ἑρμηνεία τῶν λέξεων ΚΑΤΑΚΡΙΣΙΣ καὶ ΔΙΚΑΙΑ ΚΡΙΣΙΣ λέγοντας τὰ ἑξῆς

Η ΚΑΚΗ ΚΡΙΣΗ (ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ)

α) Δι’ ὅσους ἐπικρίνουν τοὺς ἱερεῖς καὶ δι’ ὅσους τοὺς σέβονται.

Μ’ αὐτά, τὰ ὅποια λέγω, δὲν ἐπιδοκιμάζω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διαχειρίζονται ἀναξίως τὴν ἱερωσύνην των, ἂπ’ ἐναντίας, τοὺς οἰκτείρω πολὺ καὶ τοὺς κλαίω. Ἂλλ’ ὅμως δὲν θεωρῶ δίκαιον νὰ τοὺς κρίνουν καὶ νὰ τοὺς κατακρίνουν οἱ ἀποτελοῦντες τὸ ποίμνιόν των, ὅπως τὸ κάμνουν δυστυχῶς τόσοι, ἀκόμη καὶ οἱ περισσότερον ἀπαίδευτοι καὶ ἀμόρφωτοι καί, ἑπομένως, καὶ ὀλιγώτερον κατάλληλοι εἰς τὸ νὰ κρίνουν τοὺς ἄλλους.

Δι’ ὅλα, λοιπόν, αὐτὰ καὶ τὸν Θεὸν ἃς φοβούμεθα καὶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς ἃς δεικνύωμεν ὅλην τὴν πρέπουσαν εὐλάβειαν καὶ τιμήν. Ὁ Θεός, τότε, θὰ μᾶς ἀνταμείψη πλουσίως καὶ διὰ τὰς ἰδιαιτέρας ἀρετᾶς μας καὶ διὰ τὸν σεβασμόν, μὲ τὸν ὁποῖον συμπεριεφέρθημεν πρὸς τοὺς πνευματικούς μας πατέρας.

β) Ἡ καταλαλιὰ κατὰ τῶν ἱερέων μεγίστη πληγὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ εἴθε εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν ἁμαρτίαν νὰ μὴ ἤσαν ἔνοχοι καὶ ἄνθρωποι, οἱ ὅποιοι κάμνουν τὸν εὐσεβῆ! Δυστυχῶς, περισσότερον ἐνίοτε καὶ ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστους κακολογοῦν καὶ ὀνειδίζουν τοὺς ἱερεῖς χριστιανοὶ ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι ἐνδιαφέρονται διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐμφανίζονται ὡς πιστοί. Καὶ ὅμως τίποτε δὲν ἠμπορεῖ τόσον νὰ διαφθείρη καὶ νὰ κατάλυση μίαν Ἐκκλησίαν, μὲ περισσὴν μάλιστα εὐκολίαν, ὅσον τὸ νὰ λείπη εἰς αὐτὴν ὁ στενὸς σύνδεσμος τῶν μαθητῶν μὲ τοὺς διδασκάλους, τῶν τέκνων μὲ τοὺς πατέρας, τῶν ἀρχομένων μὲ τοὺς ἄρχοντας, τοῦ ποιμνίου μὲ τοὺς ποιμένας.

γ) Ὁ κακολογῶν τους ἱερεῖς ἀνάξιος νὰ εἰσέλθει εἰς τὸν ναόν. 

Καὶ ἂν μὲν κακολογήση κανεὶς τὸν ἀδελφόν του, κρίνεται ἀνάξιος καὶ ν’ ἀναγινώσκη τὰς Ἁγίας Γραφᾶς. Ἴνα τί ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου; λέγει ὁ Θεὸς (Ψάλμ. ΜΘ’ 16)• ἔπειτα, δηλώνων διὰ τί ἡ τοιαύτη ἀπαγόρευσις, προσθέτει, καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις (Αὐτόθι 20). Πῶς, λοιπόν, ὅταν καταλαλῆς τὸν πνευματικὸν πατέρα σου, πῶς θεωρεῖς τὸν ἐαυτόν σου ἄξιον νὰ πατήση εἰς τὰ ἱερὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ; Πῶς τολμεῖς νὰ νομίζης ὅτι σου εἶναι τὸ τοιοῦτο συγχωρημένον;

Ὅσοι κακολογοῦν τὸν πατέρα των ἢ τὴν μητέρα τῶν θεωροῦνται ἀπὸ τὴν Γραφὴν ἄξιοι μεγίστης τιμωρίας. Ποία, λοιπόν, ποινὴ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιβληθῆ κατ’ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος κακολογεῖ τὸν Ἱερέα; Δὲν φοβεῖσαι μήπως ἄνοιξη ἡ γῆ καὶ σὲ καταπίη ἢ κεραυνὸς πέση ἄνωθεν καὶ σὲ κατακαύση;

δ) Δία τοὺς λαϊκούς τους κρίνοντας τοὺς ἱερεῖς καὶ ἐπεμβαίνοντας εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας.

Δὶ’ αὐτὸ παρακαλῶ καὶ συμβουλεύω νὰ λείψη ἡ πονηρὰ αὐτὴ συνήθεια. Διὰ νὰ μάθης δὲ καλὰ ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη περιπίπτουν εἰς ἁμαρτήματα οἱ ἱερεῖς, σὺ δὲν δικαιολογεῖσαι νὰ γίνεσαι παρήκοος, ἄκουσε τί λέγει διὰ τοὺς συγχρόνους του ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων ὁ Χριστὸς Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθησαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι πάντα οὔν, ὅσα ἂν λέγωσιν ὑμὶν ποιεῖν, ποιεῖτε? κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε (Ματθ. ΚΓ’ 23).

Καὶ ὅμως τί ἠμποροῦσε νὰ εἶναι χειρότερον ἀπὸ ἐκείνους, τῶν ὁποίων τὰ πάθη διέστρεφαν τοὺς μαθητᾶς των; Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν ἠθέλησε νὰ ἐκμηδένιση τὸ κύρος των καὶ νὰ συστήση εἰς τὸν λαὸν νὰ παρακούη. Καὶ πολὺ σωστά. Διότι, ἂν οἱ λαϊκοὶ ἤθελαν λάβη τοιαύτην ἐξουσίαν, θὰ τοὺς ἐβλέπατε νὰ καταληφθοῦν ἀπὸ τὴν μανίαν νὰ καθαιροῦν καὶ νὰ ἐκβάλλουν τοὺς ἱερεῖς ἀπὸ τὸ ἅγιον βῆμα.

…Ὄχι, δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον εἰς τοὺς λαϊκούς, ὀφείλοντας ὑποταγήν, νὰ ἐμφανίζωνται ἐπικριταὶ τῶν Ἱερέων καὶ νὰ ἀξιοῦν ὅτι αὐτοὶ εἶναι ἁρμόδιοι νὰ διορθώσουν τὴν Ἐκκλησίαν. Διότι, ἐὰν ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, μὲ πρόφασιν νὰ διορθώσουν τὰ κακῶς κείμενα, ἔκαμνον ἐπέμβασιν εἰς τὰ Ἱερατικὰ δικαιώματα, οὔτε πρόφασις ἐπεμβάσεως θὰ λείψη ποτέ, οὔτε θὰ γνωρίζωμεν ποῖοι εἶναι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν οἱ ἄρχοντες καὶ ποῖοι οἱ ἀρχόμενοι, ἀλλὰ θὰ ἐπήρχετο γενικὸν ἀνακάτευμα καὶ θαλάσσωμα.

ε) Οἱ δῆθεν εὐσεβοῦντες κατήγοροι τῶν ἱερέων ἄθλιοι ὑποκριταί.

Εἶναι, δυστυχῶς, βέβαιον ὅτι πολλοὶ λαϊκοὶ ἀγαποῦν νὰ παραμεγαλώνουν μικρὰ σφάλματα, εἰς τὰ ὁποῖα ἠμπορεῖ νὰ περιπέση καὶ ὁ ἱερεύς, ὡς ἄνθρωπος καὶ αὐτός, δὲν λείπουν δὲ καὶ οἱ πρόθυμοι συκοφάνται καὶ διαβολεῖς τῶν ἱερέων.

Σὺ ὅμως θέλεις νὰ εἶσαι πράγματι εὐσεβής; Φυλάξου ἀπὸ τὸ νὰ ὕβριζης καὶ κακολογῆς τοὺς ἱερεῖς, ἔστω καὶ ἂν ἤθελε νὰ εἶναι ἐλαττωματικοὶ εἰς τὸ ποιμαντικὸν καὶ διδακτικόν των ἔργον. Διότι, ἐὰν διὰ τὸν σωματικὸν γονέα λέγει ἕνας σοφὸς καν ἀπολίπη σύνεσιν, συγγνώμην ἔχε (Σοφίας Σειρὰχ Γ’ 15), ἤτοι, καὶ ἂν καταντήση ἀνόητος, σὺ ὀφείλεις νὰ τὸν συγχωρῆς, πολὺ περισσότερον χρεωστοῦμεν νὰ φυλάττωμεν τὸν νόμον αὐτόν, προκειμένου διὰ τοὺς πνευματικοὺς γονεῖς μας. Θὰ τὸ φυλάττωμεν δέ, ἐὰν δὲν κρίνωμεν τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ κρίνωμεν τὸν ἐαυτόν μας, διὰ νὰ μὴ ἀκούσωμεν κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ὑποκριτά, τί βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῶ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῶ ὀφθαλμῶ οὐ κατανοεῖς δοκόν; (Ματθ. Ζ’ 3).

Ἐνοχλεῖσαι, διότι σὲ εἶπα ὑποκριτήν;

Καὶ ὅμως ὀφείλεις νὰ τὸ ἀναγνώρισης? Ὑποκριτὴς εἶσαι, ὅταν εἰς μὲν τὸν ναὸν φιλεῖς τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ γονατίζεις ἐμπρός του καὶ ἐπιζητῆς τὰς πρὸς τὸν Θεὸν εὐχᾶς του καί, ὅταν χρειάζεσαι βάπτισιν, τρέχεις καὶ τὸν ἀναζητεῖς, εἰς τὸ σπίτι σου δὲ καὶ εἰς τὰς διαφόρους συναναστροφᾶς σου τὸν λούεις μὲ ὕβρεις ἢ ἀνέχεσαι νὰ κακολογοῦν καὶ νὰ καταλαλοῦν ἄλλοι τοὺς περιβεβλημένους τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα! 

(Ἐκ τῆς 86ης ὁμιλίας τοῦ εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον)

Δυστυχῶς, πολλοὶ δὲν προσέχουν διόλου εἰς τὸ Εὐαγγελικόν: Μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε (Ματθ. Ζ’ 1). Ὄχι μόνον κρίνουν, ἀλλὰ καὶ γίνονται πικροὶ κριταί, ἀκόμη, καὶ διὰ πράγματα, πρὸς τὰ ὁποῖα ὤφειλαν νὰ εἶναι παραβλεπτικοί, ἀφοῦ μάλιστα, ἂν ἐπρόσεχαν εἰς τὸν ἐαυτόν των, θὰ εὕρισκαν ὅτι αὐτοὶ περιπίπτουν εἰς μεγαλύτερα σφάλματα!

Ἡ μανία τῆς κατακρίσεως προχωρεῖ καὶ μέχρι τοῦ μοναχοῦ! Λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἄσωτα ἢ διαπράττουν μυρίας ἅρπαγας καὶ πλεονεξίας καθ’ ἑκάστην, κακολογοῦν τὸν μοναχόν, ὁ ὁποῖος ἔχει κάποια βιωτικὰ μέσα καὶ ἐνδύεται μὲ κάποιαν εὐπρέπειαν. Καὶ σκανδαλίζονται οἱ σεμνότατοι ἄνθρωποι, ἐὰν ἕνας καλόγηρος ἤθελεν ἐξέλθει ἐνίοτε ἀπὸ τὴν πολὺ αὐστηρᾶν δίαιταν, νὰ τὸν καταγγέλλουν ὡς ἐπικούρειον, ἐνῶ οἱ ἴδιοι γαστριμαργοῦν καὶ πίνουν ἢ καὶ μεθύουν καὶ κραιπαλοῦν συχνά! Δὲν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν των ὅτι, τοιουτοτρόπως, ἐπιβαρύνουν τρομερά τα ἁμαρτήματά των καὶ στεροῦν τὸν ἐαυτόν των ἀπὸ κάθε ἀπολογίαν!

Ὕστερον ἀπὸ τὴν τοιαύτην διαγωγήν σου, πῶς θὰ ζήτησης ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ μὴ σὲ κρίνη αὐστηρά; Ἐὰν θέλης ἐπιεικῆ κρίσιν διὰ τὸν ἐαυτόν σου, διατί, τότε, σὺ κρίνεις τόσον πικρὰ τὸν πλησίον σου καὶ εἶσαι τόσο ἀνηλεὴς διὰ τὸν ἱερέα καὶ δὲν ἐννοεῖς νὰ παράβλεψης οὐδὲ τὰ ἐλάχιστα σφάλματά του; Θὰ κριθῆς, λοιπόν, μὲ τὰ ἴδια σου μέτρα καὶ δὲν θὰ δύνασαι νὰ παραπονεθῆς ὅτι σου ζητοῦνται βαρεῖαι εὐθύναι! Ὁ Χριστός σου τὸ φωνάζει. Διατὶ δὲν τὸν ἀκούεις; ὢ μέτρω μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμὶν (Ματθ. Ζ’ 1).

Ὑποκριτὴς ὁ καταλαλῶν. Τὸ ἰδικὸν τοῦ δοκάρι.

Ἄκουσε καὶ τὸ ἄλλο τοῦτο: Ὑποκριτὰ (Ματθ. Ζ’ 5). Διατὶ ἡ κραυγὴ αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐναντίον τοῦ καταλάλου; Διατὶ ὁ χαρακτηρισμός του ὡς ὑποκριτοῦ; Διότι, ὅσον καὶ ἂν προσπαθοῦμεν νὰ παραστήσωμεν ὅτι κρίνομεν καὶ κατακρίνομεν ἀπὸ ἐνδιαφέρον μας πρὸς τὸν πταίστην ἢ ἀπὸ ἐνδιαφέρον μας πρὸς τὴν κοινωνίαν, ἡ ἀλήθεια εἶναι διαφορετική. Ὑπὸ τὰ προσχήματα, τὰ ὁποῖα προβάλλομεν, κρύπτομεν χυδαῖα πάθη. Καὶ διὰ τοῦτο τοὺς καταλάλους ὑποκριτᾶς τοὺς ὠνόμασεν ὁ Χριστός.

Καὶ ὁ ἔλεγχός του ἐξακολουθεῖ. Ἔκβαλε πρώτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου. Πολὺ σωστά. Ἀφοῦ δὲν ἀνέχεσαι εἰς τοὺς ἄλλους οὐδὲ τὰ μικρὰ σφάλματα, ἀλλὰ τοὺς κρίνεις, πολλὲς φορές, καὶ διὰ τιποτένια πράγματα, διατὶ ἐπιτρέπεις εἰς τὸν ἐαυτόν σου τὰ πολὺ μεγαλύτερα καὶ βαρύτερα; Ἀφοῦ ἐνδιαφέρεσαι διὰ τοὺς ἄλλους καὶ διὰ αὐτὸ τοὺς κρίνεις, ὡς βεβαιώνεις, διατὶ δὲν κατακρίνεις πρωτίστως τὸν ἐαυτόν σου; Ἀφοῦ καταγίνεσαι μὲ τὰ ξένα ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα δὲν δύνασαι νὰ γνωρίζης ἐπακριβῶς, διατὶ παρατρέχεις τὰ ἰδικά σου, τὰ ὁποῖα ἠμπορεῖς νὰ γνωρίζης καλύτερα; Θέλεις νὰ ἀπαλλαγῆ ὁ ἀδελφός σου ἀπὸ τὸ μικροσκοπικὸ ξυλαράκι, τὸ ὁποῖον ἔχει εἰς τὸν ὀφθαλμόν του; Διατὶ δὲν ἐλευθερώνεις τὸν ἰδικόν σου ὀφθαλμὸν ἀπὸ τὸ ἐντός του δοκάρι; Ἒφ ὅσον δὲν κάμνεις κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, αὐτοκαταγγέλλεσαι ὅτι κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου ὄχι ἀπὸ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ διότι τὸν ἐχθρεύεσαι ἢ διότι αἰσθάνεσαι ἡδονὴν εἰς τὸ νὰ κακολογῆς καὶ νὰ ἐξευτελίζης τὸν πλησίον σου.

(Ἐκ τῆς Γ’ ὁμιλίας του πρὸς τὸν λαὸν τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῆς ΚΓ’ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον)

α) Διατὶ δὲν δικαιοῦσαι νὰ κρίνεις τὸν ἱερέα.

Ἀλλὰ λέγεις: Δὲν ἔχω, λοιπόν, ἐγὼ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνω τὸν ἱερέα; Ὄχι, δὲν δικαιοῦσαι,.Ἐὰν οἱ λαϊκοὶ εἶχον τὸ δικαίωμα νὰ ἐρευνοῦν τὸν βίον καὶ τὴν πολιτείαν τῶν πνευματικῶν των ποιμένων, διὰ νὰ ἀποφασίζουν ἂν πρέπη νὰ πειθαρχοῦν εἰς αὐτοὺς ἢ νὰ ἀνταρτεύουν, τότε, οἱ ἀρχόμενοι θὰ ἔθεταν τὸν ἐαυτὸν τῶν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸ πᾶν θὰ ἐγίνετο ἄνω κάτω, θὰ ἤσαν ἄνω τα πόδια καὶ κάτω ἡ κεφαλή. Ἢ δὲν ἀκούεις τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος λέγει: μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε; (Ματθ. Ζ’ 1), καὶ τὸν Παῦλον, ὁ ὁποῖος μᾶς φωνάζει, Σὺ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; (Ρωμ. ΙΔ’ 10). Ἐὰν τὸν ἀδελφόν σου ἔχεις καθῆκον νὰ μὴ κρίνης, πολὺ περισσότερον ὀφείλης ν’ ἀπέχης ἀπὸ τοῦ νὰ κρίνης τὸν ἱερέα. Ὁ Θεός σου τὸ ἀπαγορεύει. Πῶς τὸ τολμᾶς ἐσύ;

Ὕστερον ἀπὸ τὴν μοσχοποιΐαν εἰς τὴν ἔρημον οἱ περὶ τὸν Κορὲ καὶ τὸν Δαθᾶν καὶ τὸν Ἀβειρῶν ἐπανεστάτησαν κατὰ τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρῶν. Τί ἔγινε τότε; ὁ Θεὸς τοὺς κατέστρεψε. Ὁ καθείς, λοιπόν, ἃς κοιτάζη τὰ ἰδικά του.

β) Δία τὰς διαφόρους αἰτιάσεις κατὰ τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ ἱερέως.

Ἀλλὰ δὲν δίδει ὁ ἐπίσκοπος, δὲν δίδει ὁ ἱερεὺς πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ φρονεῖς, ὡς λέγεις, ὅτι δὲν διοικοῦν καλά. Σ’ ἐρωτῶ καὶ ἐγώ: Εἶσαι ἀπολύτως βέβαιος περὶ τούτου; Ἔχεις ἐξακριβώσει τὰ πράγματα, ὥστε νὰ μὴ σοῦ μένη καμμιὰ ἀμφιβολία; Διατί, λοιπόν, μέμφεσαι; Φοβήσου τὰς εὐθύνας. Καὶ ὀφείλεις νὰ μὴ λησμονὴς ὅτι πολλὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ κρίνουν μὲ τὰς ὑποψίας των ἢ παρασυρόμενοι εὐκολόπιστα ἀπὸ τὰς ὑποψίας καὶ τὰς σπερμολογίας τῶν ἄλλων. Σύ, λοιπόν, μιμήσου τὸν Θεόν. Ἄκουε τὸν, ὅπου λέγει: Καταβὰς δέομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν συντελοῦνται (Γέν. ΙΗ’ 21). Ἠθέλησε νὰ μᾶς διδάξη διὰ τούτου ὅτι ἀκόμη καὶ φωνὴ ὁλοκλήρου λαοῦ ἠμπορεῖ νὰ εἶναι πεπλανημένη καὶ ἄδικος.

γ) Ἐπὶ τέλους περίμενε τὸν Κριτήν.

Ἐξήτασες ὅμως ἐπιμελέστατα καὶ ἐπληροφορήθης ἀκριβέστατα καὶ ἔχεις πεισθῆ πλέον τελείως; Καί, ἂν τυχὸν τοιουτοτρόπως εἶναι τὸ πράγμα, τὸ καθῆκον σου καὶ πάλιν εἶναι νὰ περιμένης τὸν Κριτὴν καὶ νὰ μὴ σπεύδης καὶ ἁρπάζης τὴν θέσιν τοῦ Χριστοῦ. Εἰς Ἐκεῖνον ἀνήκει ἡ κρίσις, ὄχι εἰς ἐσέ. Σὺ εἶσαι ὑπήκοος, ὄχι Κύριος. Καὶ δὲν σοῦ ἁρμόζει νὰ σφετερίζεσαι δικαιώματα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν εἰς τὴν ἀνωτέραν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰς τὸν Θεόν.

(Ἐκ τῆς Β’ ὁμιλίας τοῦ εἰς τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον) 

Η ΔΙΚΑΙΑ ΚΡΙΣΗ

Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κάνουν σαφῆ διάκριση μεταξὺ ἂφ ἑνὸς μὲν ἀποκλίσεων σὲ θέματα πίστεως καὶ δογμάτων, ἂφ ἑτέρου δὲ σὲ θέματα ἀνθρωπίνης συμπεριφορᾶς. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομός μας διδάσκει ὅτι σὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὸ δόγμα καὶ στὸ περιεχόμενο τῆς πιστεῶς μας δὲν ὑπάρχουν περιθώρια συμβιβασμοῦ. Δεν ἐπιτρέπεται νὰ ὑπακούουμε σὲ αἱρετικὲς διδασκαλίες ἔστω κι ἂν προέρχονται ἀπὸ χείλη ἐπισκόπων ἡ πνευματικῶν ποιμένων <<Ἂν διαστρέφει τὸ δόγμα τῆς πίστεως ( ὁ ἐπίσκοπος) νὰ μὴν πεισθεῖς, νὰ μὴν ὑπακούσεις, ἔστω κι ἂν λέγονται ἀπὸ ἀγγελικὰ χείλη>>. Ὅμως ἂν ὁ πνευματικὸς ἡγέτης <<διδάσκει τὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀκοῦς καὶ νὰ προσέχεις αὐτὰ ποὺ λέει (ἔστω κι ἂν στὴν προσωπική του ζωὴ δὲν εἶναι συνεπής)>>.

Τὸ <<μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε (Ματθ. ζ’ 1) περὶ βίου ἐστίν, οὗ περὶ πίστεως>>(Χρυσοστόμου, PG.63,232). <<Ὁρᾶς ὅτι οὗ περὶ δογμάτων ἐστὶν ὁ λόγος, ἀλλὰ περὶ βίου καὶ ἔργων;>> (τοῦ ἰδίου). Διότι περὶ πίστεως ἰσχύει ἢ ἐντολή, <<τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε>> (Ἰωάν. ζ΄ 24).

<<“Πῶς οὒν Παῦλος φησίν, πείθεσθε τοῖς ἠγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπῶν ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, τότε εἶπε πείθεσθε τοῖς ἠγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε τί οὔν; φησίν, ὅταν πονηρὸς ἢ καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρὸς πῶς λέγεις; Εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν φεῦγε καὶ παραίτησαι: μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ἤ, ἀλλὰ καν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. Εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιέργαζου >> (PG. 63, 232)

«Ἀλλ’ ἴσως θα μας ειπὴ κάποιος, ὅτι ὑπάρχει καὶ τρίτο κακὸ [ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναρχία καὶ τὴν ἀπειθαρχία], ὅταν ὁ ἄρχοντας [τῆς Ἐκκλησίας] εἶναι κακός. Τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ, καὶ δὲν εἶναι μικρό το κακὸ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀναρχία: διότι εἶναι καλύτερο νὰ μὴ καθοδηγεῖσαι ἀπὸ κανένα, παρὰ νὰ καθοδηγεῖσαι ἀπὸ κάποιον κακόν. Διότι ὁ μὲν πολλὲς φορὲς σώθηκε, καὶ πολλὲς φορὲς ἐκινδύνευσε, ἀλλὰ αὐτὸς ὁπωσδήποτε θὰ κινδυνεύσει, ὁδηγούμενος πρὸς βάραθρα. Πῶς λοιπὸν λέγει “Πείθεσθε τοῖς ἠγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε;” Ἀφοῦ πιὸ πάνω εἶπε “τῶν ὁποίων βλέποντες τὴν ἔκβαση τῆς ζωῆς, μιμεῖσθε τὴν πίστη τους” τότε εἶπε “Πειθαρχεῖτε στοὺς ἡγουμένους σας καὶ ὑπακούετε”. Τί γίνεται λοιπόν, λέγει, ὅταν εἶναι πονηρὸς καὶ δὲν πειθαρχοῦμε; Πονηρός, πῶς τὸ ἐννοεῖς; Ἂν ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγε καὶ παράτησε τὸν, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κι ἂν εἶναι ἄγγελος ποὺ κατέρχεται ἐξ οὐρανοῦ [Γαλ. 1, 8] Ἂν ἐξ αἰτίας τῆς ζωῆς του, μὴ ἀσχολεῖσαι […] Ἀλλὰ μὴ προσέχετε στὴ ζωή, ἀλλὰ στὰ λόγια τους· διότι ἐξ αἰτίας τῶν ἠθῶν δὲν θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς ποτὲ νὰ βλαβτεῖ. Γιατί; Διότι εἶναι φανερὰ σὲ ὅλους, καὶ ὁ ἴδιος, ἀκόμη κι ἂν εἶναι πονηρὸς μύριες φορές, ποτὲ δὲν θὰ διδάξει πονηρά. Αλλά ὅταν εἶναι στὴν πίστη [πονηρὸς] οὔτε εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους, κι ὁ πονηρὸς δὲν θὰ σταματήσει νὰ διδάσκει. Διότι καὶ τὸ “Μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε” εἶναι γιὰ τὸν βίο καὶ ὄχι γιὰ τὴν πίστη».

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *