Όταν μοίραζαν το σιτάρι της χρονιάς στους Πατέρες της σκήτης, στον Όσιο Αρσένιο έδιναν το ένα τέταρτο από ό,τι έδιναν στους άλλους, γιατί πάντα του περίσσευε. Κι’ απ’ αυτό το ελάχιστο, εβεβαίωνε ο μαθητής του ο Αββάς Δανιήλ, συντηρείτο ο Όσιος και φιλοξενούσε τους επισκέπτες του. Τόσο νηστευτής ήταν ο ευλογημένος!

Ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, συμβουλεύοντας τους νεότερους αδελφούς ν’ αγαπήσουν τη νηστεία, τους έλεγε συχνά:
Ο καλός στρατηγός, που επιχειρεί να καταλάβει μια πόλη εχθρική, γερά οχυρωμένη, κάνει αποκλεισμό στις τροφές και στο νερό. Μ’ αυτόν τον τρόπο ατονεί η αντίσταση του εχθρού και τέλος παραδίδεται. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις σαρκικές ορμές, που ανελέητα πολεμούν τον άνθρωπο στη νεότητά του. Η ευλογημένη νηστεία καταβάλλει τα πάθη και τους δαίμονες και τελικά τ’ απομακρύνει από τον αγωνιστή.
Και το πανίσχυρο λιοντάρι, τους έλεγε άλλη φορά, συχνά από τη λαιμαργία του πέφτει στην παγίδα κι όλη του η δύναμη κι η μεγαλοπρέπεια εξαφανίζονται. (Εννοεί εκείνους, που πέφτουν σε σαρκικά πάθη από τη πολυφαγία)

Ο Αββάς Βενιαμίν μάς λέγει το ακόλουθο περιστατικό από τη ζωή του:
Όταν ήμουν ακόμη αρχάριος στη μοναχική ζωή και νεοφερμένος στη σκήτη πήγα να θερίσω με τους άλλους αδελφούς. Στην επιστροφή μάς μοίρασαν από ένα σφραγισμένο φλασκί λάδι.
Το επόμενο καλοκαίρι μάς είπαν να πάμε το περίσσευμα του λαδιού στην Εκκλησία. Όλοι οι άλλοι αδελφοί πήγαν σφραγισμένα τα φλασκιά, όπως τα είχαν πάρει. Κανένας δεν είχε δοκιμάσει λάδι. Μόνο το δικό μου βρέθηκε σε μια μεριά τρυπημένο. Το είχα ανοίξει με μια βελόνα κι είχα βάλει μια σταγόνα στο στόμα μου για να το δοκιμάσω. Ένοιωσα τότε τόση ντροπή, σαν να είχα πέσει σε θανάσιμη αμαρτία.

Μερικοί νέοι ευσεβείς ανέβηκαν στη σκήτη για να επισκεφθούν κάποιο γνωστό τους Γέροντα. Επειδή θα έμεναν κοντά του όλη μέρα, του ζήτησαν λίγο λάδι να μαγειρέψουν τα όσπρια, που είχαν πάρει μαζί τους για να φάνει.
-Να εκεί κρέμεται το φλασκί, που μου είχατε φέρει δώρο πριν τρία χρόνια, τους έδειξε ο Γέροντας. Πάρετε όσο θέλετε.
Όταν το ξεκρέμασαν, είδαν πως το φλασκί ήταν ακόμη σφραγισμένο και θαύμασαν τη νηστεία του Οσίου.

Ένας αδελφός επισκέφθηκε τον Αββά Ησαϊα. Ο Γέροντας, για να τον φιλοξενήσει, έβρασε λίγη φακή.
-Ήθελε κι άλλο βράσιμο, Αββά, είπε ο αδελφός, καθώς έτρωγε.
-Ας ευχαριστήσουμε το Θεό που κάναμε Πάσχα σήμερα, τέκνον, του αποκρίθηκε ο Αββάς. Αυτό για μάς είναι μεγάλη ανακούφιση.

Τόσο πολύ είχε εξασκηθεί στη νηστεία ο Όσιος Μάρκος ο Αναχωρητής, έλεγαν οι Γέροντες, ώστε κατώρθωνε να μένει άσιτος επί ολόκληρες εβδομάδες συνεχώς, χωρίς ν’ ατονεί το σώμα του. Εξήντα τρία χρόνια που έμεινε στην έρημο, ημέρα και νύχτα εργοχειρούσε, για να ελεεί τους πτωχούς Ερημίτες. Δώρο δε δέχτηκε ποτέ του από κανένα. Αν κάποιος, περαστικός από την καλύβα του, του έδινε κάτι, ο Αββάς τον ευχαριστούσε για την καλή του πρόθεση, μα δεν έπαιρνε το δώρο.
-Δεν μου χρειάζεται, αδελφέ, του έλεγε. Ας έχει δόξα ο Κύριός μου που μού δίνει ακόμη δύναμη να εργάζομαι, για να τρέφω τον εαυτό μου κι εκείνους που μ’ επισκέπτονται.

Ένας αρχάριος μοναχός συμβουλεύτηκε κάποιο διακριτικό Γέροντα, ποιο μέτρο ν’ ακολουθήσει στη νηστεία.
-Απόφευγε τις υπερβολές, τέκνον μου, τον συμβούλεψε εκείνος. Πολλοί δοκίμασαν να νηστέψουν πάνω από τις δυνάμεις τους και δεν άντεξαν για πολύ καιρό.

Ρώτησαν οι Γέροντες τον Όσιο Μακάριο πως συνέβαινε να είναι το σώμα του πάντοτε λιπόσαρκο κι όταν νήστευε κι όταν έτρωγε.
-Το ξύλο που ανακατεύει τ’ αναμμένα φρύγανα, τους έλεγε εκείνος, κατατρώγεται από τη φωτιά κι είναι κατάξερο. Κι όταν η φλόγα του θείου φόβου κατακαίει την καρδιά του ανθρώπου, ξηραίνεται το σώμα του.

Από το Γεροντικό

πηγή

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *