ΑΝ ΦΙΛΟΝΙΚΗΣΟΥΝ δυο αδελφοί, λέγει ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, εκείνος που θα ζητήσει συγγνώμη πρώτος, θα κερδίσει τον στέφανο της νίκης. Θα γίνει συγκατάβασης και για τον άλλον, αν δεν περιφρονήσει τον αδελφό του, αλλά προθυμοποιηθεί να ειρηνεύσουν μεταξύ τους.

ΕΝΑΣ ΑΠΟ τους Πατέρες της ερήμου έκανε αυτήν την παραστατική διδασκαλία στους νεότερους μοναχούς:
-Υπόθεσε, αδελφέ μου, ότι αυτή την στιγμή παίρνω το πρόσωπο του δικαίου Κριτού και ανεβαίνω στο δικαστικό βήμα. Σε ερωτώ λοιπόν, «Τι θέλεις να σου κάνω;». Αν μου πεις «ελέησε με», σου αποκρίνομαι, «ελέησε και εσύ τον αδελφό σου». Αν πάλι μου πεις, «συγχώρησον με» , σου απαντώ , «συγχώρησε και συ τα σφάλματα του πλησίον σου».

-Μήπως είναι άδικος ο Κριτής; Μη γένοιτο!

Αδελφέ, στο χέρι σου είναι να κερδίσεις τη συμπάθεια του Κριτού, αρκεί να έχεις μάθει να συγχωρείς.

Ο ΑΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ έδωσε κάποτε μερικά βιβλία σ’ ένα καλλιγράφο να του τα αντιγράψει. Όταν εκείνος τα ετοίμασε, ειδοποίησε τον Όσιο να στείλει να τα πάρει. Κάποιος άλλος όμως, που ήξερε την παραγγελία, πήγε δήθεν εκ μέρους του Αββά Ζωσιμά και παρέλαβε τα βιβλία. Ύστερα από λίγο έστειλε και ο Γέροντας το μαθητή του να τα πάρει. Κατάλαβε τότε ο καλλιγράφος πως εξαπατήθηκε από τον άλλο και ταραγμένος απειλούσε:
-Δεν θα πέσει στα χέρια μου; Θα τον κανονίσω, όπως του αξίζει, τον αυθάδη.

Όταν το άκουσε ο Αββας Ζωσιμάς παρήγγειλε στον καλλιγράφο:

-Αποκτούμε βιβλία, αδελφέ, για να μας διδάξουν αγάπη και ανεξικακία. Αν πρόκειται για χάρη τους να μαλώνουμε, χίλιες φορές καλύτερα να μας λείπουν. «Δούλον Κυρίου ου δεί μάχεσθαι».

ΛΕΓΟΥΝ και για τον Αββα Ιωάννη τον Πέρση οι Πατέρες, πως κάποτε πήγαν στην καλύβη του κακοποιοί με φανερή πρόθεση να τον σκοτώσουν. Εκείνος ο μακάριος ετοίμασε νιπτήρα και έσκυψε να τους πλύνει τα πόδια, όπως θα έκανε στους πιο καλούς του φίλους. Τότε οι κακοποιοί, ντροπιασμένοι, τον άφησαν και έφυγαν.

ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ δεν μπορείς να διώξεις την κακία – λέγει ο Όσιος Ποιμήν. Αν λοιπόν σου κάνει κανένα κακό ο αδελφός σου, προσπάθησε εσύ να του ανταποδώσεις με καλό. Μόνο η καλοσύνη μπορεί να νικήσει την κακία.

ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ σε υβρίσει, λέγει κάποιος Πατήρ, εσύ ευλόγησε τον. Αν δεχθεί την ευλογία, είναι καλό και για τους δυο. Αν όμως δεν τη δεχθεί, εσύ παίρνεις από τον Θεόν την ευλογία και μένει σε αυτόν η ύβρις.

ΣΤΑ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΑ, που είναι γεμάτα με ολόχρυσες σελίδες ηρωικών πράξεων, διαβάζουμε την ακόλουθη συγκινητική ιστορία:
Όταν Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην Αίγυπτο γύρω στα 304 ο Άγιος Ούαρος, νεαρός ακόμη αξιωματικός κάποιας ρωμαϊκής λεγεώνας. Σαν Χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που πήγαινε κρυφά για να ανακουφίζει και να δίνει θάρρος στους μάρτυρες. Ήρθε έτσι και η δική του σειρά να χύση το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. Στον τόπο του μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από την Θεια Πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα. Ήταν χήρα, αλλά πλουσιότατη και είχε κοντά της τον μικρό μοναχογιό της. Η ευγενής κύρια παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στον νέο για αρνηθεί την πίστη του. Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα στους δήμιους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στο αρχοντικό της και το έθαψε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο.

Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μέγας Κωνσταντίνος και σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίων των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο για να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της την Παλαιστίνη και πήρε μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιούσια της και έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ουάρου και αφιέρωσε σε αυτήν το τίμιο λείψανο που φύλαγε σε ολόχρυση λάρνακα.

Όταν ήταν πια όλα έτοιμα, παρακάλεσε τον Επίσκοπο και τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη Θεια Λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα, μαζί με το νεαρό γιο της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. Σαν νύχτωσε και το σπίτι άδειασε από κόσμο, τσακισμένος από την κούραση ο νέος, πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί. Σε λίγο πήγε και η μητέρα του να του πάει φαγητό. Τον βρήκε να καίγεται στον πυρετό. Ανήσυχη του έκανε τις περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούραση της. Αλλά όσο πέρναγε η ώρα, ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφτάσει να έρθει ο γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπησε πάνω στην λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια, θύμισε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε ζωντανό μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρη του και απαιτούσε από αυτόν να κάνει εκείνο που έκανε ο Ελισαίος για την Σωμανίτιδα.

Ανάμεσα στα δάκρυα και στα αναφιλητά, συντριμμένη από τον πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμαστό Όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.

Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι. Η δόξα του δεν περιγράφεται. Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, τον γιο της χήρας, που φόραγε και αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.

-Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές γονατιστή μπροστά στα λείψανα μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν, ύστερα από αυτό εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθει.

Και γυρίζοντας στον νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα.

-Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της.

Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωριστεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε:

-Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτή την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα και από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις.

Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούρια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς, όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα και έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το ναό και πέθανε με φήμη αγίας.

ΠΟΙΟΣ μπορεί να βλάψει τον ευνοούμενο του βασιλέως; Κανείς βέβαια. Ούτε ο διάβολος μπορεί να βλάψει την ψυχή ενωμένη με τον Θεον, έλεγε κάποιος Αββάς.
Μας προσκαλεί ο Θεός δια των θειων Γραφών να τον πλησιάσουμε, για να μας πλησιάσει περισσότερο και Εκείνος. Δύστυχος όμως ο ανθρώπινος νους σκορπίζεται διαρκώς σε εγκόσμιες σκέψεις, για αυτό εύκολα παρασύρεται από τον διάβολο στην αμαρτία.

ΕΙΝΑΙ να απορεί κανείς με τις παραδοξότητες του ανθρώπου, λέγει κάποιος Γέροντας. Προσεύχεται, νοιώθοντας πως ο θεός είναι παρών και ακούει την προσευχή του και συγχρόνως αμαρτάνει με τόση αφροντισιά, σαν να απουσιάζει ο Θεός και να μην βλέπει τις ανομίες του.

ΤΡΕΙΣ ΤΡΟΠΟΥΣ μεταχειρίζεται ο διάβολος, συμπεραίνουν οι πατέρες ύστερα από βαθιά μελέτη του πνευματικού πολέμου της ψυχής, για να παρασύρει στην αμαρτία το πλάσμα του Θεού: Την λησμοσύνη, την αμέλεια και την κακή επιθυμία.
Όταν η λησμοσύνη καταλάβει την ψυχή, γεννά παρευθύς την αμέλεια και εκείνη πάλι την κακή επιθυμία. Ω, αν δεν ξεχνούσαμε με τόση ευκολία τον Θεό και τον προορισμό μας σε αυτόν τον κόσμο, δεν θα παραμελούσαμε την σωτήρια μας και δεν θα μας άφηνε ποτέ η θεια Χάρις να παρασυρθούμε από τις παράλογες επιθυμίες που φωλιάζουν μέσα μας.

ΟΤΑΝ αποφεύγει ο άνθρωπος τις πολλές κουβέντες, τις διαμάχες, την ταραχή και την σύγχυση, έλεγε ο Αββάς Ποιμήν, το Άγιο Πνεύμα επισκιάζει την ψυχή του και τότε, όσο στείρα και αν είναι, θα βλαστήσει καρπούς πνευματικούς.

ΕΝΑΣ αρχάριος Μοναχός εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη, πως επιθυμούσε μεν να διατηρεί καθαρή την καρδιά του, αλλά δεν το κατόρθωνε πάντοτε.
– Όσο αφήνουμε, παιδί μου, ανοιχτή την πόρτα μα την γλώσσα μας, δεν καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο να κρατήσουμε καθαρή την καρδιά μας; Του είπε ο σοφός Αββάς.

ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος Γέροντας επισκέφθηκε έναν από τους Πατέρες. Έψησε εκείνος λίγα όσπρια να τον φιλοξενήσει. Όταν έδυσε ο ήλιος, πρότεινε στον επισκέπτη να πουν την προσευχή τους, πριν καθίσουν στην τράπεζα. Ο άλλος δέχτηκε πρόθυμα. Άρχισαν. Τότε ο μεν ένας είπε απ’ έξω ολόκληρο το ψαλτήρι, ενώ ο άλλος αποστήθισε τους δυο μεγάλους Προφήτες. Έτσι ξημερώθηκαν και έφυγε ο επισκέπτης χωρίς κανένας από τους δυο να θυμηθεί το φαγητό, που τους περίμενε στην τράπεζα.

ΕΝΑΣ αρχάριος Μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πως σε μερικούς ανθρώπους έχει δοθεί το χάρισμα να βλέπουν αποκαλύψεις και να μαθαίνουν ουράνια μυστήρια.
– Μη μακαρίζεις μόνο αυτούς, παιδί μου, αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας, μα πιο πολύ εκείνους που βλέπουν διαρκώς τις αμαρτίες τους, ανακαλύπτουν τις αδυναμίες τους και γνωρίζουν καλά τον εαυτό τους.

– Πριν λίγες μέρες, Αββά, είπε πάλι ο Αδελφός, είδα ένα Μοναχό να βγάζει δαιμόνιο από κάποιον άρρωστο και τον εθαύμασα.

– Εγώ δεν επιθύμησα ποτέ, αποκρίθηκε ο Γέροντας, να διώχνω δαιμόνια και να γιατρεύω αρρώστιες. Παρακαλώ μόνο τον Θεό να μη γίνω ο ίδιος περίγελος του Σατανά και αγωνίζομαι να καθαρίσω το μυαλό μου από πονηρές σκέψεις. Αν το κατορθώσω, τότε θα είμαι άξιος θαυμασμού. Όποιος πετύχει να καθαρίσει την ψυχή του από αμαρτίες και αγαπά τον Θεό και τον πλησίον του, θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή μαζί με τους θαυματουργούς Πατέρες.

ΕΠΙΘΥΜΕΙΣ αδελφέ να διώχνεις δαιμόνια; Ρώτα α Αββας Πιτυρίων, ο μαθητής του Οσίου Αντωνίου. Μάθε τώρα να υποτάσσεις τα πάθη σου. Όποιο πάθος βγάλεις από μέσα σου, διώχνεις μαζί και το δαιμόνιο που το προκαλεί, γιατί κάθε πάθος έχει και το δαιμόνιο του. Νικώντας τα πάθη, διώχνεις και τον διάβολο που τα υποκινεί.

ΛΕΓΟΥΝ πως από θεια προτροπή αγάπησε τόσο πολύ την ησυχία τούτος ο Όσιος. Ενώ προσηύχετο μια μέρα και παρακαλούσε τον Θεό να του υποδείξει με ποιο τρόπο βέβαιο θα εύρισκε την σωτηρία του, άκουσε φωνή να του λέγει.
– Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε. Αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας.

ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ για τον μακάριο Παμβώ: Ενώ ήταν πολύ μελετημένος και γνώριζε καλά την Αγια Γραφή, δεν έδινε ποτέ παρευθύς απάντηση, όταν τύχαινε να του ζητήσουν την εξήγηση κάποιου γραφικού ρητού.
– Αφήστε με να σκεφτώ πρώτα, έλεγε. Περνούσαν πολλές εβδομάδες προτού δώσει απόκριση. Έτσι οι ερμηνείες που έκανε με τόση περίσκεψη ήταν γεμάτες σοφία, που του χάριζε το Άγιο Πνεύμα. Οι Αδελφοί τις δέχονταν με πολλή ευλάβεια σαν να είχαν βγει από το στόμα του Θεού.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΙΑ, γράφει ο Αββας Ησαΐας ο Αναχωρητής, να ξέρει κανείς να συζητεί αριστοτεχνικά. Σοφία είναι να ξέρεις ποτέ πρέπει να μιλήσεις και τι πρέπει να πεις. Δείχνε πως είσαι αμαθείς, για να αποφύγεις πολλούς κόπους. Πολλές ανώφελες σκοτούρες έχει εκείνος που παρουσιάζει τον εαυτό του πολυμαθή. Μη καυχάσαι για πολυμάθεια, γιατί είναι περισσότερα εκείνα που δεν ξέρεις από εκείνα που έχεις μάθει.

ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, ποιο είναι το έργο της ξενιτείας και εκείνος, αντί άλλης απαντήσεως, διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό:
Ένας νέος άφησε την πατρίδα του και ξενιτεύτηκε για τον Χριστό. Πήγε σε μια σκήτη βαθιά στην έρημο και ζήτησε να γίνει Μοναχός. Τον δέχτηκαν. Οι αδελφοί της σκήτης είχαν έθιμο να τρώγουν κάθε Κυριακή, ύστερα από τη Θεια Λειτουργία, όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι. Πήγε και ο ξένος να καθίσει μαζί τους την πρώτη Κυριακή που βρέθηκε στην εκκλησία.

– Ποιος είναι αυτός; Ρωτούσαν μεταξύ τους οι Μοναχοί. Ποιος τον προσκάλεσε να φάει;

Επειδή κανένας δεν τον ήξερε, του είπαν να σηκωθεί να φυγή. Ο νέος χωρίς αντίρρηση έφυγε αμέσως. Σε λίγο όμως μετανόησαν οι Αδελφοί για την συμπεριφορά τους στον ξένο και έστειλαν να τον φέρουν πίσω. Εκείνος παρευθύς εγύρισε. Εθαύμασαν την ακακία του οι Μοναχοί και όταν τελείωσε το φαγητό τον ρώτησαν:

– Τι να σκέφτηκες τάχα, Αδελφέ, όταν σε διώξαμε από το τραπέζι και πάλι σε φέραμε πίσω;

– Σκέφτηκα, αποκρίθηκε με απλότητα εκείνος, πως δεν είμαι καλλίτερος από το σκυλί που φεύγει, σαν το διώχνουν, και όταν πάλι το φωνάζουν έρχεται

ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ Πατήρ: Ο ταπεινόφρων ταπεινώνει τους δαίμονες. Ο υπερήφανος περιπαίζεται από αυτούς.

ΟΤΑΝ παύουν τα πάθη να μας πολεμούν, λέγουν οι Πατέρες, τότε πρέπει να ταπεινοφρονούμε, για να μας σκεπάζει ο Θεός που ξέρει την αδυναμία μας. Αν καυχηθούμε πως είμεθα νηφάλιοι, αφαιρεί παρευθύς τη Χάρη του και τότε κυριευόμεθα πάλι από τα πάθη.

ΕΙΔΑ κάποτε, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, απλωμένες στη γη όλες τις παγίδες του διαβόλου και τρόμαξα.
– Ποιος τάχα μπορεί να τις ξεφύγει; Έλεγα στενάζοντας. Άκουσα τότε μυστηριώδη φωνή να μου αποκρίνεται:

– Ο ταπεινόφρων.

ΚΑΘΩΣ γύριζε μια μέρα στο κελί του ο Όσιος Μακάριος, φορτωμένος φοινικόφυλλα για το εργόχειρο του, τον σταμάτησε ο διάβολος, έτοιμος να του επιτεθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Μια ακατανίκητη δύναμη τον εμπόδιζε.
– Πολύ με έχεις βασανίσει, Μακάριε, του φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σε πολεμώ και δεν μπορώ να σε ρίξω. Και τι περισσότερο από εμένα κατορθώνεις εσύ; Νηστεύεις τάχα; Αμ’ εγώ ποτέ δεν τρώγω. Αγρυπνείς; Εγώ ούτε καν έχω ανάγκη τον ύπνο. Ένα μόνο φοβερό έχεις που με τρομάζει.

– Ποιο είναι αυτό; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Όσιος.

– Η ταπεινοφροσύνη, ομολόγησε θέλοντας και μη ο διάβολος και εξαφανίστηκε.

ΜΗ ΣΥΝΗΘΙΖΕΙΣ να ταπεινολογης, συμβουλεύει άλλος Γέρων, αλλά να ταπεινοφρονης. Χωρίς ταπεινοσύνη δεν μπορείς να προοδεύσεις στα πνευματικά και να τηρείς το θειο θέλημα.

Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ, λέγει άλλος Πατήρ, ούτε ο ίδιος ποτέ οργίζεται, ούτε τον πλησίον του παροργίζει.

ΕΝΑΣ πολύ ταπεινός σε κάποιο Κοινόβιο, ακολουθώντας πιστά την προτροπή του αποστόλου, «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε», όταν έσφαλλε κανένας από τους Μοναχούς, έπαιρνε αυτός την ευθύνη, κατηγορούσε τον εαυτό του και δεχόταν ευχαρίστως τις τιμωρίες που του επέβαλλαν.
Μερικοί Καλόγεροι όμως που δεν έβλεπαν την αρετή του αδελφού, αλλά κάποια αδεξιότητα που είχε στο εργόχειρο-ήταν λίγο αργός-, τον κατηγορούσαν συχνά και έλεγαν μεταξύ τους:

-κοίταξε κει πόσα σφάλματα κάνει διαρκώς για τίποτα δεν είναι ικανός.

Ο Ηγούμενος όμως, που ήξερε καλά πόσο ενάρετος ήταν ο αδελφός, έλεγε σε εκείνους που τον κατηγορούσαν:

-Προτιμώ ένα δικό του ψαθί, πλεγμένο με ταπεινοσύνη, από όσα φτιάχνετε εσείς με υπερηφάνεια.

Μια μέρα, που έπιασε πάλι ο Ηγούμενος τους καλόγηρους να κατακρίνουν τον αδελφό για την αδεξιότητα του, πήρε από τα χέρια τους τα καλάθια που έπλεκαν και τα πέταξε στη φωτιά, που ήταν αναμμένη στη μέση της αυλής. Πέταξε μαζί και το καλάθι του ταπεινού αδελφού. Όλων των άλλων έγιναν σε λίγο στάχτη, το δικό του βγήκε ακέραιο από τη φωτιά.

Βλέποντας αυτό το θαύμα οι φιλοκατήγοροι καλόγεροι έβαλαν μετάνοια στον αδελφό και του ζήτησαν συγγνώμη.

Από τότε τον τιμούσαν σαν πνευματικό Πατέρα.

ΕΝΑΣ ευλαβής Μοναχός, όταν κάποιος του ζητούσε μια εξυπηρέτηση, για να είναι πρόθυμος να την δώσει, έλεγε στον εαυτό του:
-Ο Κύριος σου σε διατάζει κάνε αμέσως αυτό που ζητεί.

Αν ερχόταν σε λίγο άλλος, να τον επιφορτίσει με πιο δύσκολη δουλειά, ψιθύριζε:

– Είναι ο αδελφός του Κυρίου σου πρέπει να τον ακούσεις.

Καμιά φορά συνέβαινε να τον προστάζει και ο μικρότερος του. Τότε γινόταν πιο πρόθυμος

-Υπάκουσε γρήγορα στον γιο του Κυρίου σου, ταπεινέ, έλεγε στον εαυτό του.

Έτσι εξυπηρετούσε όλους με πολύ ταπείνωση και έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ταπείνωσης, Αββα; Ρώτησαν κάποιο Γέροντα οι αδελφοί της σκήτης.
Ταπείνωσης, παιδία μου, αποκρίθηκε εκείνος, είναι να σου φταίξει ο άλλος και εσύ να τον συγχωρέσεις παρευθύς, χωρίς να περιμένεις να σου ζητήσει συγνώμη.

Πιο σύντομο δρόμο για τον Ουρανό από την ταπεινοσύνη δεν μπορείς να βρεις, έλεγε άλλος Πατήρ.

Ο ΑΒΒΑΣ Σέργιος διηγείτο το ακόλουθο περιστατικό στους υποτακτικούς του για να τους αποδείξει πόσο κερδίζει ο ταπεινός:
Κάποτε κατεβαίναμε στην πόλη με τον μακαρίτη το Γέροντα μου και δυο ακόμα Αδελφούς. Στο δρόμο, χωρίς να το καταλάβουμε, πέσαμε σε ένα χωράφι και πατήσαμε λίγα σπαρτά. Μόλις το πήρε είδηση ο ιδιοκτήτης, που έσκαβε πιο πέρα, έγινε έξω φρενών από το θυμό του. Ήλθε κοντά μας και άρχισε να μας βρίζει με το χειρότερο τρόπο:

-Καλόγεροι είσαστε εσείς; Έχετε Θεό μέσα σας αν φοβόσαστε τον Θεό, θα υπολογίζατε τους ξένους κόπους.

-Για την αγάπη του Χριστού, μην απαντήσει κανένας, μας ψιθύρισε ο Γέροντας. Ύστερα γύρισε στον χωριάτη με ταπεινοσύνη:

-Έχεις δίκιο, παιδί μου, του είπε, αν είχαμε φόβο Θεού θα προσέχαμε και δεν θα κάναμε τέτοια ζημιά. Σφάλλαμε, συγχώρησε μας, για την αγάπη του Κυρίου.

Με μιας ο χωρικός ηρέμησε. Τα ταπεινά λόγια του γέροντα έσβησαν τον θυμό του. Ντράπηκε για όσα προηγουμένως είχε πει και πέφτοντας στα γόνατα του είπε:

-Συχώρεσε με, άνθρωπε του Θεού, και πάρε με μαζί σου να γίνω και εγώ Καλόγερος

Ο γέροντας τον δέχτηκε μετά χαράς και από τότε έμεινε για πάντα στην υποταγή του.

ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωησέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίσει από κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από εκεί. Οι ξένοι, που δεν τον γνώρισαν, τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν να τους δήξει την καλύβα του Αββά Μωυσέως.
-Τι γυρεύετε από αυτόν; Έκανε με αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.

Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:

-Κάτω στην πόλη λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωυσή, για αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα με έναν Καλόγερο και έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.

-Τι άνθρωπος ήταν αυτός, ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήσει έτσι για τον Άγιο.

-Ένας μελαψός Καλόγερος, πολύ ψηλός με τριμμένα ρούχα.

Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.

-Άμ αυτός είναι ο Αββάς Μωυσής.

Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντα και γύρισε στην πόλη ωφελημένος.

ΘΕΛΟΝΤΑΣ να βεβαιωθούν οι Γέροντες, αν πραγματικά ήταν τόσο ταπεινός και πράος ο Αββας Αγάθων, όσο τουλάχιστον φημιζόταν, πήγαν μια μέρα τάχα θυμωμένοι στο κελί του και του φώναξαν:
-Εσύ είσαι ο Αγάθων, ο φαύλος και υπερήφανος;

-Ναι, Πατέρες μου, τέτοιος είμαι, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς καν να ταραχθεί.

-Και τολμάς να φλυαρείς και να κατακρίνεις τους αδελφούς; Εξακολούθησαν οι άλλοι.

-Δίκιο έχετε, αλλά παρακαλέστε τον Θεό να με ελεήσει, είπε πάλι ο ταπεινός Αγάθων.

-Και δε φτάνουν όλα αυτά, έγινες τώρα και αιρετικός.

-Α, όχι, αιρετικός δεν έγινα ακόμα, ύψωσε ζωηρά τη φωνή ο Αββας, προς μεγάλη έκπληξη των ανακριτών του.

-Για εξήγησε μας, Αγάθων, του είπαν χαμογελώντας οι Γέροντες, γιατί δέχτηκες ευχαρίστως όλες τις άλλες κατηγορίες και τούτη την τελευταία δεν θέλησες να την παραδεχτής;

-Καλό είναι για την ψυχή μου, και ούτε κανένα βλάπτει, να με νομίζουν οι άλλοι φαύλο και φλύαρο, υπερήφανο και φιλοκατήγορο, αποκρίθηκε ο Όσιος. Αλλά να με νομίζουν αιρετικό, ζημιώνονται, και εμένα χωρίζουν από τον Κύριο μου.

Οι Γέροντες θαύμασαν τη διάκριση του και παραδέχτηκαν πως είχε δίκιο.

ΛΕΝΕ πως ο Αββας Μακάριος φέρνονταν με ψυχρότητα και σπάνια μιλούσε σε εκείνους που τον τιμούσαν και τον εγκωμίαζαν. Οι αδελφοί που τον ήξεραν σαν ήθελαν να τον συμβουλευτούν, του έπιαναν έτσι την κουβέντα:
-Τι έκανες, Αββα, τον καιρό που ήσουν καμηλιέρης και έκλεβες νίτρο και το πούλαγες κρυφά; Έτρωγες πολύ ξύλο από τους φύλακες;

Ο Γέροντας χαμογελούσε ευχαριστημένος, για τα προσβλητικά λόγια, και συνομιλούσε με τους αδελφούς.

Η ΤΑΠΕΙΝΟΛΟΓΙΑ δεν είναι ταπεινοφροσύνη, έλεγε ο Αββάς Σεραπίων, και διηγείτο στους αδελφούς το παρακάτω περιστατικό:
Ήλθε κάποτε στο κελί μου ένας νέος Μοναχός να με συμβουλευτεί. Θέλησα να του πλύνω τα πόδια, όπως έκανα σε όλους τους ξένους μου. Στάθηκε όμως αδύνατο να τον πείσω. Εξευτέλιζε τον εαυτό του και έλεγε πως δεν είναι άξιος να τον αγγίζω. Στην τράπεζα τον παρακάλεσα να πει προσευχή.

-Είμαι αμαρτωλός, μου έλεγε, δεν είμαι άξιος να ευλογήσω το τραπέζι.

Σαν αποφάγαμε, μου είπε πως έχει επιθυμία να γυρίσει όλη την έρημο να συνομιλήσει με τους αναχωρητές.

-Είσαι πολύ νέος ακόμη για τέτοιες περιοδείες, αδελφέ. Αν θες τη σωτηρία σου, κλείσου στο κελί σου και πρόσεχε τον εαυτό σου, τον συμβούλεψα. Καμμίαν ωφέλεια δεν έχεις να γυρίζεις στην έρημο.

Πρόσεξα πως με άκουγε ενοχλημένος. Η όψη του άρχισε να αγριεύει. Νόμιζε ο δυστυχής πως ήθελα να τον ελέγξω με αυτά που του έλεγα και μέσα του αγανακτούσε.

-Μέχρι τώρα, αδελφέ, αναγκάστηκα τότε να του πω, κατηγορούσες τον εαυτό σου για αμαρτωλό και ανάξιο για να ζει ακόμη. Και τώρα, που από αγάπη σου έκανα αυτή τη μικρή υπόδειξη, αναστατώθηκες. Μάθε να έχεις ταπεινοσύνη στην καρδιά σου και όχι στα λόγια μόνο.

Ο αδελφός ένοιωσε ευτυχώς το σφάλμα του και έφυγε ωφελημένος.

ΟΤΑΝ σε τιμούν οι άνθρωποι, τότε να ταπεινώνεσαι περισσότερο και να λες στο λογισμό σου, αν ήξεραν ποιος είμαι στ’ αλήθεια, δε θα μου έδειχναν καμία υπόληψη. Έτσι δε θα ζημιωθεί η ψυχή σου, έλεγε σοφός Πατήρ.

ΕΝΑΣ από τους παλιούς μεγάλους Γέροντες, καθώς προσηύχετο μια μέρα, ήλθε σε έκσταση και ανέβηκε με το πνεύμα του στον ουράνιο κόσμο. Εκεί ξεχώρισε τέσσερα διαφορετικά τάγματα δικαίων. Στο πρώτο είχαν καταταχθεί εκείνοι που βασανίσθηκαν στη ζωή τους από σωματικές ασθένειες και υπόμεναν αγόγγυστα, ευχαριστώντας τον Θεόν. Στο δεύτερο όσοι εξάσκησαν την αρετή της αγάπης και ανακούφιζαν με κάθε τρόπο τον πλησίον τους. Το τρίτο τάγμα αποτελείτο από ερημίτες και αναχωρητές που έζησαν με υπερβολική κακοπάθεια και σκληραγωγία. Το τέταρτο το αποτελούσαν όλοι οι υποτακτικοί. Αυτοί έδειχναν να υπερβάλλουν όλους τους άλλους σε δόξα. Σαν διακριτικό του αξιώματος τους φορούσαν ολόχρυσα επιμανίκια.
-Πως συμβαίνει τούτοι οι μικρότεροι να έχουν μεγαλύτερη δόξα από τους άλλους; Ρώτησε ο Γέροντας τον Άγγελο που τον συνόδευε.

-Γιατί όλοι οι άλλοι, εξήγησε ο Άγγελος, ζήσανε με το θέλημα τους, ενώ αυτοί κάθε ημέρα το θυσίαζαν για την αγάπη του Θεού, σταυρώνοντας διαρκώς τον εαυτό τους.

Ο ΑΒΒΑΣ Μάρκος, ο ασκητής, δίνει αυτή τη χρήσιμη οδηγία στους νέους, που θέλουν να βαδίσουν το δρόμο της υποταγής:
-Μη γίνου μαθητής εκείνου που συνηθίζει να εγκωμιάζει τον εαυτό του, για να μη διδαχθείς αντί ταπεινοφροσύνης υπερηφάνεια.

ΘΕΛΕΙΣ να σώσεις την ψυχή σου, αδελφέ; Λέγει στους υποτακτικούς ο Αββάς Ποιμήν. Γίνε σαν πέτρινη στήλη. Ούτε όταν σε βρίζουν να εξοργίζεσαι, ούτε όταν σε επαινούν να υψηλοφρονείς.

ΕΝΑΣ Γέροντας έμενε με τον μαθητή του σε μια καλύβα στην έρημο της Θηβαϊδος. Κάθε βράδυ, ύστερα από το Απόδειπνο, φώναζε κοντά του τον υποτακτικό του ο Αββάς, άκουγε την εξομολόγηση του, τον συμβούλευε και, τέλος, του έδινε την ευχή του να πάει να κοιμηθεί.
Μια μέρα έτυχε να πάνε πολλοί επισκέπτες να συμβουλευτούν τον Γέροντα. Εκείνος έμεινε όλη την ημέρα κοντά τους για να τους νουθέτηση και να τους ξεκουράσει ψυχικά. Σαν βράδιασε και έφυγαν οι ξένοι, μ’ολο που ήταν κατάκοπος, ο γέροντας δεν παρέλειψε να φωνάξει τον υποτακτικό του για τα συνηθισμένα τους καθήκοντα. Καθώς όμως του μιλούσε, εξαντλημένος, έπεσε σε βαθύ ύπνο. Ο νέος στάθηκε ακίνητος στη θέση του, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και περίμενε να ξυπνήσει ο Γέροντας του, για να δώσει ευχή να πάει να πλαγιάσει. Μα εκείνος δεν ξυπνούσε. Η νύχτα προχωρούσε. Ο αδελφός άρχισε να κουράζεται και να νυστάζει. Σκέφτηκε να φύγει χωρίς ευλογία, μα πάλι δεν αποφάσιζε. Έφτασαν τα μεσάνυκτα και εφτά φορές ως τότε τον πολέμησαν οι λογισμοί να σηκωθεί να φύγει, αλλά αντιστάθηκε με γενναιότητα.

Τέλος, σαν άρχισε να ξημερώνει, ξύπνησε ξαφνικά ο Γέροντας και, βλέποντας το μαθητή του όρθιο στην ίδια θέση παραξενεύτηκε.

-Δεν πήγες να πλαγιάσεις ακόμη; Τον ρώτησε.

-Όχι Αββά δεν μου έδωσες ευλογία.

-Γιατί δεν με ξυπνούσες τέκνο μου

-Σε λυπόμουν που ήσουν κουρασμένος.

Είπαν μαζί τον όρθρο και έστειλε τον νέο ο Γέροντας να αναπαυτεί για λίγο. Εκείνος συνέχισε την προσευχή του. Μα ξάφνου έπεσε σε έκσταση και είδε μπροστά του θειο Άγγελο, ένα θρόνο που ακτινοβολούσε ουράνιο φως και επάνω του εφτά ολόχρυσα στεφάνια.

-Σε ποιον ανήκουν αυτά; Ρώτησε με θαυμασμό ο Γέροντας.

-Στον μαθητή σου, αποκρίθηκε ο Άγγελος. Τον τόπο και τον θρόνο του έχει ετοιμάσει προ πολλού, για την καλή υπακοή του ο Θεός. Μα τα εφτά στεφάνια, τα κέρδισε με μιας αυτή τη νύχτα.

Σαν ήλθε στον εαυτό του ο Γέροντας φώναξε τον μαθητή του και τον εξέταζε τι λογισμούς είχε την περασμένη νύχτα που είχε μείνει άγρυπνος. Ο νέος βασάνισε το μυαλό του για πολύ, μα ύστερα θυμήθηκε:

Εφτά φορές, Αββά μου, με πολέμησε ο λογισμός μου να πάω να πλαγιάσω χωρίς ευχή, μα αντιστάθηκα σε αυτόν και τελικά δεν πήγα.

Εθαύμασε την καρτερία του υποτακτικού του ο Γέροντας, μα δεν του φανέρωσε το όραμα, για να μη τον ζημιώσει. Στους άλλους όμως υποτακτικούς το διηγιόταν συχνά για να πάρουν καλό παράδειγμα.

πηγή

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *