Ο αββας Ιωάννης ο Κολοβός είπε. Άλλη αρετή δεν υπάρχει, σαν το να μην εξευτελίζει κανείς τον πλησίον.

Δύο αδελφοί ήρθαν κάποτε στον αββά Παμβώ. Και τον ρώτησε ο ένας:
Άββά, εγώ νηστεύω για δυο συνεχόμενες ημέρες Και την Τρίτη τρώγω δυο ψωμάκια. “Άραγε σώζομαι έτσι ή βρίσκομαι σε πλάνη; Άββά, τον λέει Και ο άλλος, εγώ βγάζω από το εργόχειρο μου δυο κεράτια την ημέρα. Κρατάω (άπ’ αυτά) λίγα νουμία για τη διατροφή μου, Και τα υπόλοιπα τα δίνω ελεημοσύνη.
Άραγε σώζομαι έτσι ή βρίσκομαι σε πλάνη;
Ό γέροντας δεν τους απάντησε, μ’ όλο πού τον παρακάλεσαν επίμονα. Μετά από τέσσερις μέρες, θέλησαν πια να φύγουν.
Τότε οι κληρικοί τους παρηγορούσαν, λέγοντας: Μη λυπηθείτε, αδελφοί! Ό Θεός θα σας δώσει την αμοιβή σας. Αυτή είναι ή συνήθεια του γέροντα, να μην απαντάει αμέσως (σε ότι τον ρωτάνε), αν δεν τον πληροφορήσει σχετικά ο Θεός.

Πήγαν λοιπόν οι αδελφοί στο γέροντα Και του είπαν: Άββά, δώσε μας την ευχή σου. Θέλετε να φύγετε; τους ρώτησε εκείνος. Ναι, αποκρίθηκαν.
Τότε έφερε στο νου του τα έργα τους Και, χαράζοντας πάνω στο έδαφος, μονολογούσε:
Παμβώ, νηστεύει δυο μέρες Και τρώει (την τρίτη) δυο ψωμάκια. Γίνεται άραγε έτσι (καλός) μοναχός; “Όχι!… Παμβώ, κάνει δουλειά δύο κερατίων Και τα δίνει ελεημοσύνη. Γίνεται άραγε έτσι (καλός) μοναχός; “Όχι ακόμα!… Καλά είναι τα έργα – είπε γυρίζοντας στους αδελφούς -, αν όμως φυλάξει κανείς τη συνείδηση του (καθαρή) απέναντι στον πλησίον του, τότε σώζεται.
Και εκείνοι, αφού πήραν (εσωτερική) πληροφορία (για την ορθότητα του λόγου του γέροντα), έφυγαν χαρούμενοι.
Ένας άγιος άνθρωπος, όταν είδε κάποιον ν’ αμαρτάνει, έκλαψε πικρά και μονολόγησε:
Αυτός σήμερα, εγώ οπωσδήποτε αύριο. και αυτός οπωσδήποτε μετανοεί, εγώ όμως όχι.

Κοντά σ’ ένα γέροντα κατοικούσε κάποιος αδελφός, κάπως αμελής, πού είχε λίγο καιρό στην ασκητική ζωή. Όταν λοιπόν αυτός ήταν ετοιμοθάνατος, κάθονταν κοντά του μερικοί αδελφοί. Τότε ο γέροντας, βλέποντας τον ν’ αφήνει το σώμα με ιλαρότητα και χαρά και θέλοντας να ωφελήσει τους αδελφούς πού ήταν εκεί, του λέει:
-Αδελφέ, όλοι ξέρουμε ότι δεν έδειξες και μεγάλο ζήλο στην άσκηση. Πώς λοιπόν φεύγεις (από τη ζωή αυτή) τόσο πρόσχαρος;
και ο αδελφός αποκρίθηκε:
Πραγματικά, πάτερ, την αλήθεια λες. Από τότε όμως πού έγινα μοναχός, ξέρω πώς δεν έκρινα άνθρωπο ούτε κράτησα μνησικακία σε κανένα. Κι αν έτυχε ποτέ να διαφωνήσω με κάποιον, την ίδια ώρα συμφιλιωνόμουνα μαζί του. Σκέφτομαι λοιπόν να πω στο Θεό: “Κύριε, Εσύ είπες “μη κρίνετε, και ου μη κριθείτε” (Λουκ. 6:37)· και “άφετε, και άφεθήσεται υμίν” (πρβλ. Ματθ. 6:14)”.
Ό γέροντας τότε του λέει:
-Ή ειρήνη ας είναι μαζί σου, παιδί μου, γιατί και χωρίς κόπο σώθηκες.

Ό άββάς Άμμωνάς, (πού είχε γίνει επίσκοπος), ήρθε κάποτε σ’ έναν τόπο για να φάει. Εκεί ήταν ένας αδελφός με φήμη κακή, δηλαδή πόρνου. “Έτυχε μάλιστα να βρίσκεται τότε στο κελί του και ή γυναίκα, πού μαζί της αμάρτανε.
Αυτοί λοιπόν πού έμεναν στον τόπο εκείνο, μόλις κατάλαβαν πώς ή γυναίκα ήταν στο κελί του αδελφού, κίνησαν για να τον διώξουν από το κελί του. Στο μεταξύ, μαθαίνοντας ότι βρίσκεται κοντά τους και ο επίσκοπος Άμμωνάς, ήρθαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους, για να ελέγξουν μπροστά του τον αδελφό, πριν τον διώξουν.
Ό αδελφός, παίρνοντας είδηση (τι του ετοίμαζαν), πρόλαβε κι έκρυψε τη γυναίκα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, με άνοιγμα από πάνω.
Ό άββάς Άμμωνάς, (σαν προορατικός πού ήταν), γνώρισε αυτό πού έκανε ο αδελφός. και φτάνοντας στο κελί του, μπήκε μέσα και κάθισε πάνω στο πιθάρι. “Ύστερα πρόσταξε να ερευνηθεί το κελί, ν’ αναζητηθεί δηλαδή ή γυναίκα.
Καθώς λοιπόν έψαξαν προσεκτικά παντού και ή γυναίκα δεν βρέθηκε, ο άββάς Άμμωνάς τους είπε:
Ό Θεός να σας συγχωρέσει! και αφού έδωσε σε όλους την ευχή του, τους απομάκρυνε. Έπειτα έπιασε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ! και χωρίς να πει τίποτε άλλο, έφυγε.

Ό άββάς Ησαΐας είπε:
Ό (καλύτερος) τρόπος για ν’ αναπαύσει κανείς τη συνείδηση του, είναι να μην κατακρίνει τον πλησίον και να ταπεινώνει τον εαυτό του.
Κάποτε στη Σκήτη ένας αδελφός έπεσε σε κάποιο σφάλμα, και έγινε σύναξη (των άλλων για να τον δικάσουν). Στη σύναξη κάλεσαν και τον άββά Μωϋσή. Εκείνος όμως δεν ήθελε να έρθει. Ό πρεσβύτερος τον κάλεσε πάλι, παραγγέλλοντας του: Έλα, γιατί όλοι εσένα περιμένουν”.
Σηκώθηκε τότε, πήρε ένα λιωμένο ζεμπίλι, το γέμισε άμμο, το φορτώθηκε και ήρθε.
Οι πατέρες, βγαίνοντας να τον προϋπαντήσουν και βλέποντας τον να έχει στον ώμο το ζεμπίλι, (πού από τις τρύπες του έτρεχε ή άμμος), τον ρώτησαν: Τι είναι τούτο, πάτερ;
Οι αμαρτίες μου είναι, τους απάντησε ο γέροντας, πού γλιστράνε πίσω μου και δεν τις βλέπω. και όμως, ήρθα εγώ σήμερα να κρίνω ξένα αμαρτήματα!
Μόλις τ’ άκουσαν οι πατέρες, δεν είπαν τίποτα στον αδελφό (πού ήθελαν να δικάσουν), και τον συγχώρησαν.

Ένας αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:
Αν δω αδελφό, για τον όποιο άκουσα ότι αμάρτησε, δεν θέλω να τον βάλω στο κελί μου. “Αν όμως δω άλλον καλό, ευχαριστιέμαι μαζί του.
-Αν στον καλό κάνεις μια μικρή καλοσύνη, αποκρίθηκε ο γέροντας, διπλασίασε την σ’ εκείνον πού άκουσες (ότι αμάρτησε)· γιατί αυτός είναι ο άρρωστος. “Έτσι θα σ’ ελεήσει κι εσένα ο Θεός.
Άλλος αδελφός ρώτησε (πάλι) τον αββά Ποιμένα: -Τι να κάνω; και αποκρίθηκε ο γέροντας:
– Είναι γραμμένο: “Την ανομία μου εγώ αναγγέλλω και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου” (Ψαλμ. 37:19).
Ό αββάς Ποιμήν ήρθε κάποτε να κατοικήσει στα μέρη της Αιγύπτου. Κοντά του έμενε ένας αδελφός πού είχε γυναίκα, και ποτέ δεν τον ήλεγξε.
Αυτή λοιπόν (ή γυναίκα) έτυχε να γεννήσει νύχτα. Το πήρε είδηση ο γέροντας και κάλεσε τον μικρότερο αδελφό (της συνοδείας) του.
Πάρε μαζί σου ένα μπουκάλι κρασί, του είπε, και πήγαινε να το δώσεις στο γείτονα, γιατί το χρειάζεται σήμερα. Εκείνος έκανε όπως τον πρόσταξε ο γέροντας.
Μόλις πήρε το κρασί ο αδελφός, κατανύχθηκε. Σε λίγες μέρες απομάκρυνε τη γυναίκα, αφού της έδωσε ότι είχε. Ύστερα ήρθε στο γέροντα και του είπε:
Εγώ από σήμερα μετανοώ. Ό γέροντας του έδωσε θάρρος.
Τότε ο αδελφός πήγε κι έχτισε άλλο κελί, δίπλα στου γέροντα. Κι άπ’ αυτό ερχόταν (συχνά) στο γέροντα, πού τον καθοδηγούσε στο δρόμο του Θεού. Έτσι λοιπόν κέρδισε (ο άββάς Ποιμήν) τον αδελφό.

Ένας γέροντας είπε:
– Μην κατακρίνεις τον πόρνο, αν είσαι αγνός, γιατί έτσι παραβαίνεις κι εσύ το νόμο. Αυτός πού είπε να μην πορνεύσεις, είπε και να μην κατακρίνεις.
Ένας από τους πατέρες είπε:
Δεν υπάρχει κάτω από τον ουρανό άλλο γένος σαν το χριστιανικό. και μέσα σ’ αυτό πάλι, δεν υπάρχει άλλη τάξη σαν τη μοναχική. Εκείνα όμως πού βλάπτουν πολύ (τους μοναχούς και όλους τους χριστιανούς), είναι κατ’ εξοχήν ή μεταξύ τους μνησικακία και ή κατάκριση. Όποιος απομακρύνει από την καρδιά του αυτά (τα δύο), κάνει ζωή αγγελική πάνω στη γη.

Ένας γέροντας είπε:
Αν δεις κανένα να γελάει ή να τρώει υπερβολικά, μην τον κατακρίνεις, αλλά πες καλύτερα: “Μακάριος είναι (ο άνθρωπος) αυτός, γιατί δεν έχει αμαρτίες, και γι’ αυτό χαίρεται ή ψυχή του”

Ένας γέροντας είπε:
Αν δεις με τα μάτια σου κάποιον ν’ αμαρτάνει, πες αμέσως: Ανάθεμα σε, σατανά! Γιατί αυτός (ο άνθρωπος) δεν φταίει”. Και φύλαξε έτσι την καρδιά σου από την κατάκριση του αδελφού σου, γιατί αλλιώς το “Άγιο Πνεύμα σε εγκαταλείπει. Λέγε ακόμα στον εαυτό σου: Όπως νικήθηκε αυτός, έτσι (θα νικηθώ) κι εγώ! Και κλαίγε και ζήτα τη βοήθεια του Θεού και δείχνε συμπάθεια σε οποίον ακούσια έπεσε· γιατί κανένας δεν θέλει ν’ αμαρτήσει ενώπιον του Θεού, όλοι γελιόμαστε (από το διάβολο).

Ένας γέροντας είπε:
– Είκοσι χρόνια πολεμούσα επίμονα ένα λογισμό και παρακαλούσα το Θεό να (με βοηθήσει, ώστε να) βλέπω όλους τους ανθρώπους το ίδιο.

Του αββα Ησαΐα
Αν ένας άνθρωπος, πού κάνει μεγάλους (ασκητικούς) κόπους, δει κάποιον ολότελα αμαρτωλό ή αμελή, και του δείξει περιφρόνηση, μάταιη είναι όλη του ή μετάνοια· γιατί απορρίπτει ένα μέλος (του Σώματος) του Χρίστου, καταδικάζοντας το και μην αφήνοντας την κρίση στον Κριτή Θεό, μήτε κοιτάζοντας τις δικές του (μονάχα) αμαρτίες. Γιατί, στην παρούσα ζωή, όλοι είμαστε σαν σε νοσοκομείο: “Άλλος υποφέρει από το μάτι του, άλλος πονάει στο χέρι, άλλος έχει συρίγγιο ή οποιαδήποτε άλλη πάθηση, άπ’ όσες υπάρχουν. και είναι μερικές πληγές άπ’ αυτές, πού έχουν ήδη θεραπευθεί. “Αν όμως εκείνος πού θεραπεύθηκε φάει κάτι πού τον βλάπτει, τότε υποτροπιάζει.
Έτσι γίνεται και μ’ εκείνον πού βρίσκεται στο δρόμο της μετάνοιας, και κατακρίνει ή περιφρονεί κάποιον: Χάνει τη μετάνοια και ξανακυλιέται (στην αμετανοησία). Γιατί αν κάποιος άπ’ αυτούς πού βρίσκονται σε νοσοκομείο και έχουν διάφορες ασθένειες, βογκάει για τη δική του πάθηση, μήπως θα του πει άλλος, “Γιατί βογκάς;”.
Ό καθένας τα δικά του δεν σκέφτεται; “Αν έκανα έτσι και με την αρρώστια των αμαρτιών μου, δεν θα είχα μάτια να κοιτάξω άλλον αμαρτωλό. Γιατί όλοι όσοι νοσηλεύονται σε νοσοκομείο, φυλάγονται ώσπου να ‘ρθει ο γιατρός, απέχοντας άπ’ ότι θα επιδεινώσει την πληγή τους. και ποιος είναι εκείνος πού δεν έχει
πληγή;
Αν παρατηρήσεις ελάττωμα στον αδελφό σου, μην του δείξεις περιφρόνηση, για να μην πέσεις στα χέρια των εχθρών σου (δαιμόνων).
Πρόσεχε, να μην ειρωνευτείς ποτέ κανένα για την εμφάνιση του, και βλάψεις την ψυχή σου.
Αν ή καρδιά σου πολεμείται να ταπεινώσει τον πλησίον, θυμήσου ότι γι’ αυτό σε παραδίνει ο Θεός στα χέρια των έχθρων σου, κι έτσι θα ησυχάσεις- γιατί πρέπει να ξέρεις τούτο, ότι ο άνθρωπος πού έχει να κατηγορήσει για οτιδήποτε τον αδελφό του, βρίσκεται μακριά από το έλεος του Θεού.

Του αγίου Μαξίμου
Πώς να μη φρίξουμε και να μη σαστίσουμε και να μη χάσουμε το μυαλό μας, πού ο Θεός και Πατέρας δεν κρίνει κανέναν, αλλά την κρίση όλη την έδωσε στον Υιό (Ίω. 5:22); και πού ο Υιός Του πάλι λέει “μη κρίνετε, ίνα μη κριθείτε” (Ματθ. 7:1); και πού ο Παύλος όμοια, “μη προ καιρού τι κρίνετε, έως αν έλθει ο Κύριος” (Α’ Κορ. 4:5) και “εν ω κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις” (Ρωμ. 2:1); και πού οι άνθρωποι, αντίθετα, άφησαν τις αμαρτίες τους, αφαίρεσαν την κρίση από τον Υιό και καταδικάζουν ο ένας τον άλλον; Ό ουρανός έμεινε κατάπληκτος άπ’ αυτό, ή γη έφριξε, κι αυτοί μένουν αναίσθητοι και δεν ντρέπονται.

Του αγίου Αναστασίου του Σιναΐτου
Για να μπορέσουμε να μην κατακρίνουμε εκείνον πού αμαρτάνει φανερά, πρέπει να έχουμε στο νου μας το λόγο του Κυρίου: “Μη κρίνετε, και ου μη κριθείτε· μη καταδικάζετε, και ου μη καταδικαστείτε” (Λουκ. 6:37). Και του αποστόλου, πού λέει παραινετικά: “Ό δοκών έστάναι βλέπεται μη πέση” (Α’ Κορ. 10:12). Και άλλου: “Εν ω κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις” (Ρωμ. 2:1). Γιατί κανείς δεν γνωρίζει τα ιδιαίτερα του κάθε ανθρώπου, παρά μόνο ή ίδια του ή ψυχή, πού είναι μέσα του, όπως είπε (με το στόμα του αποστόλου) ο Κύριος (Α’ Κορ. 2:11).
Πολλοί άνθρωποι, βλέπεις, ενώ αμαρτάνουν πολλές φορές (φανερά) μπροστά στους ανθρώπους, μετά εξομολογούνται κρυφά μπροστά στο Θεό, και παίρνουν την άφεση και Τον ευαρεστούν και λαμβάνουν Πνεύμα “Άγιο. Κι έτσι, αυτοί πού εμείς νομίζουμε πώς είναι αμαρτωλοί, για το Θεό είναι δίκαιοι. Γιατί την αμαρτία τους την είδαμε, τα καλά έργα όμως, πού έκαναν κρυφά, δεν τα γνωρίζουμε. Γι’ αυτό δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανέναν, έστω κι αν τον δούμε με τα ίδια μας τα μάτια ν’ αμαρτάνει. Επειδή δέκα βήματα αν απομακρυνθούμε άπ’ αυτόν πού αμάρτησε, δεν (μπορούμε να) ξέρουμε τα κρυφά του έργα και το τι έκανε μαζί του ο Θεός.
Ό προδότης Ιούδας, το βράδυ της Πέμπτης, ήταν με το Χριστό και τους μαθητές, ενώ ο ληστής ανάμεσα στους κακούργους και τους φονιάδες· και μόλις μπήκε ή Παρασκευή, ο Ιούδας κατρακύλησε στο “σκότος το εξώτερον” (Ματθ. 8:12), ενώ ο ληστής κατοίκησε στον παράδεισο μαζί με το Χριστό.
Γι’ αυτές λοιπόν τις ξαφνικές μεταβολές, καλό είναι να μην κρίνει ο άνθρωπος, ώσπου να έρθει ο Χριστός, Αυτός πού γνωρίζει τόσο καλά τους λογισμούς των ανθρώπων και φέρνει στο φως τα κρυφά των καρδιών τους. Γιατί “ο πατήρ… την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω υιω” (Ίω. 5:22). “Έτσι, οποίος κρίνει τον άλλο, δηλαδή τον πλησίον του, σφετερίζεται το αξίωμα του Κριτή, κι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αντίχριστος.
“Άλλωστε υπάρχουν μερικοί πού παίρνουν την άφεση των αμαρτημάτων τους με ποικίλες δοκιμασίες, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε. “Άλλοι πάλι καθαρίζονται (από την αμαρτία) με σωματική ασθένεια και μακροχρόνιο νόσημα. Γιατί λέει (ή Γραφή): “Παιδεύων επαίδευσε με ο Κύριος, και τω θανάτω ου παρέδωκέ με” (Ψαλμ. 117:18). Και ο απόστολος: “Κρινόμενοι υπό τον Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κοσμώ κατακριθώμεν” (Α’ Κορ. 11:32). Αυτό ακριβώς έκανε Και στην περίπτωση εκείνου πού πόρνευσε, παραχωρώντας “παραδούνε τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρο της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθεί εν τη ήμερα του Κυρίου” (Α’ Κορ. 5:5). Από τούτο μαθαίνουμε, ότι Και οι δαιμονισμένοι, αν υπομείνουν (τη δοκιμασία τους) ευχαριστώντας (το Θεό), σώζονται μ’ αυτή την τιμωρία.

Άλλοι, ικετεύοντας με θερμά δάκρυα το Θεό κι όταν ακόμα είχαν προσβληθεί από θανατηφόρα ασθένεια, βρήκαν έλεος, όπως ο βασιλιάς Εζεκίας (Β’ Παραλ. 32:24).
Άλλοι, αφού συμφιλιώθηκαν κρυφά με το Θεό Και μετανόησαν, μέσα σε λίγες μέρες έφυγαν από τη ζωή αυτή Και σώθηκαν. Γιατί σ’ όποια ψυχική κατάσταση, είτε καλή είτε κακή, βρεθεί (την ώρα του θανάτου) ο άνθρωπος, σ’ αυτή Και θα κριθεί. “Έτσι διακήρυξε ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ιεζεκιήλ: “Εάν ποίηση άνθρωπος πάσας τας αδικίας, και αποστραφείς ποίηση δικαιοσυνην, των ανομιών αυτόν ου μη μνησθώ· εν ω γαρ εύρω αυτόν, εν αυτώ και κρίνω αυτόν” (πρβλ. Ίεζ. 33:12-16).
Είναι Και μερικοί, πού έλαβαν την άφεση των αμαρτιών χάρη σε αγίους ανθρώπους. Γιατί “θέλημα των φοβούμενων αυτόν ποιήσει” ο Κύριος (Ψαλμ. 144:19). Και μάρτυρας τούτου είναι ή Αγία Γραφή: Ό Ααρών, πού έφτιαξε το (χρυσό) μοσχάρι για τους Ισραηλίτες στο Χωρήβ, συγχωρήθηκε χάρη στις προσευχές του Μωϋσή (Εξ. 32:30-35). Το ίδιο Και ή αδελφή του Μαριάμ, θεραπεύθηκε από τη λέπρα, όταν ο Μωυσής παρακάλεσε γι’ αυτή το Θεό (Αριθ. 12:1-15). Ακόμα και ο Ναβουχοδονόσορ βρήκε έλεος από το Θεό με τις προσευχές του προφήτη Δανιήλ (Δαν. 4:1-34).

Πολλές φορές Και οι άγιοι άγγελοι, πού έχουν πολλή παρρησία σ’ Αυτόν, επειδή είναι αφοσιωμένοι υπηρέτες Του Και ποτέ δεν αμαρτάνουν ενώπιον Του, είναι δυνατόν να Του ζητήσουν ο ένας αυτού Και ο άλλος εκείνου του ανθρώπου τη σωτηρία. Και ο Θεός, πού λατρεύεται Και ευαρεστείται νύχτα-μέρα απ’ αυτούς, ικανοποιεί τα αιτήματα τους, όπως ακριβώς και οι επίγειοι βασιλείς, για χάρη ειλικρινών φίλων τους πού τους παρακαλούν, αμνηστεύουν καμιά φορά και θανατοποινίτες.
Ας μην κατακρίνουμε λοιπόν άνθρωπο, ακόμα κι αν τον δούμε ν’ αμαρτάνει φανερά. Καλύτερα να τον συμβουλέψουμε ταπεινά και να προσευχηθούμε γι’ αυτόν. ‘
Αν όμως δεν φτάνουν όσα (παραδείγματα) αναφέραμε, θα προσθέσουμε και άλλα, για να επιβεβαιώσουμε (όσα είπαμε).
Πες μου δηλαδή, αγαπητέ, ποιος θα πίστευε, βλέποντας την πόρνη Ραάβ να πορνεύει απροσχημάτιστα στην Ιεριχώ, ότι θα της συγχωρούσε ο Θεός όλες τις πορνείες της και θα τη δικαίωνε, επειδή δέχθηκε (και βοήθησε) τους κατασκόπους του Ισραήλ (Ίησ. Ναυή 2:1-21); Η ότι ο τελώνης, ο άρπαγας και άδικος, πού προσευχόταν μαζί με το Φαρισαίο, θα κέρδιζε μ’ έναν αναστεναγμό το έλεος του Θεού και θα κατέβαινε “δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού” (Λουκ. 18:9-14); Η ότι ο Σαμψών, μολονότι αυτοκτόνησε (Κριταί 16:30), βρίσκεται ανάμεσα στους αγίους, όπως μαρτυρεί ο Παύλος (Έβρ. 11:32); Η ότι ο Μανασσής, πού για πενήντα δύο χρόνια λάτρευε τα είδωλα και έκανε ολόκληρο τον Ισραηλιτικό λαό να παρανομήσει και να αποστατήσει από το Θεό, αυτός λοιπόν, ποιος θα περίμενε ότι μέσα σε μια ώρα, με μια μικρή προσευχή, θα λάβαινε συγχώρηση, καθώς ή Γραφή αναφέρει (Β’ Παραλ. 33:1-20); Γιατί όταν κλείστηκε από το βασιλιά των Άσσυρίων μέσα σ’ ένα χάλκινο ομοίωμα ζώου, προσευχήθηκε στο Θεό με τη γνωστή προσευχή του, εκεί μέσα στο ομοίωμα του ζώου, και με τη δύναμη του Θεού εκείνο έγινε θρύψαλα. Τότε άγγελος Κυρίου τον μετέφερε στην Ιερουσαλήμ, οπού έζησε με μετάνοια, όπως διηγούνται οι ιστοριογράφοι.

Αφήνω όμως τα παλιά και κλείνω το λόγο θυμίζοντας (και πάλι) τον άγιο ληστή, πού σταυρώθηκε (μαζί με το Χριστό). Αν άραγε το μυστήριο, πού συντελέσθηκε σ’ αυτόν, είχε γίνει κρυφά, θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει κανένας άνθρωπος πάνω στη γη, ότι εκείνος ο στυγερός, πού λήστεψε πολλούς, εκείνος πού σκότωσε μικρούς και μεγάλους, δικαίους και αδίκους, εκείνος πού δίδαξε και σε άλλους την παρανομία της ληστείας, στο τέλος της ζωής του θα δικαιωνόταν μ’ ένα του λόγο, και ότι, πολύ περισσότερο, θα γινόταν (ο πρώτος) οικιστής του παραδείσου (Λουκ. 23:42-43);
“Όλ’ αυτά δεν τα εξήγησα, και μάλιστα μακραίνοντας το λόγο, μάταια, μα επειδή ξέρω ότι ή γλώσσα πολλών είναι κοφτερή “υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον” (Έβρ. 4:12) όταν κατακρίνει τα ξένα (σφάλματα). Αυτοί, κι αν δουν μύρια καλά σ’ έναν άνθρωπο, μόλις παρατηρήσουν κάποιο ανθρώπινο ελάττωμα του – γιατί κανείς δεν είναι αναμάρτητος, παρά μόνο ο Θεός -, αφήνουν και παραβλέπουν τα μύρια εκείνα προτερήματα του, και παρουσιάζουν πάντα εκείνο μόνο το μικρό ελάττωμα, κάνοντας το γνωστό και στους άλλους ανθρώπους. Πάνω σ’ αυτούς (τους κακολόγους) θα ξεσπάσει δίκαια ή τιμωρία του Θεού, όχι μόνο γιατί αμαρτάνουν οι ίδιοι, αλλά και γιατί βλάπτουν και καταστρέφουν (ψυχικά) και τους άλλους.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *