imagΞes

Παράφρασις Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ

εἰς  150 κεφάλαια εἰς τούς 50 λόγους τοῦ

Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου

Περί τῆς πνευματικῆς τελειότητας

  1. Μέ τή χάρη καί τή θεία δωρεά τοῦ Πνεύματος ὁ καθένας ἀπό μᾶς κερδίζει τή σωτηρία· μέ πίστη πάλι καί ἀγάπη καί μέ ἀγώνα τῆς αὐτεξούσιας προαιρέσεως μπορεῖ νά φτάσει στό τέλειο μέτρο τῆς ἀρετῆς. Καί τοῦτο, γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή ὄχι μόνο μέ τή χάρη, ἀλλά καί μέ τή δικαιοσύνη.

Καί μήτε νά ἀξιώνεται τήν τέλεια ἀρετή μέ μόνη τή θεία δύναμη καί χάρη, χωρίς νά συνεισφέρει καί τούς δικούς του κόπους, μήτε πάλι μέ μόνη τή δική του προθυμία καί δύναμη νά φτάνει τό τέλειο μέτρο τῆς ἐλευθερίας καί τῆς καθαρότητας χωρίς νά βοηθήσει ἀπό ψηλά το χέρι τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λέει καί ὁ Ψαλμωδός, ἄν ὁ Κύριος δέν

οἰκοδομήσει τό σπίτι, ἤ δέ φυλάξει τήν πόλη, μάταια ἀγρυπνοῦν οἱ φύλακες καί μάταια κοπιάζουν οἱ οἰκοδόμοι (Ψάλμ. 126, 1).

  1. Ἐρώτηση: Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο προτρέπει καί καλεῖ ὁ

Ἀπόστολος (Ρωμ. 12,2) τόν καθένα νά φτάσει;

Ἀπόκριση: Ἡ τέλεια κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ἐλευθερία ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας καί ἡ ἀπόκτηση τῆς κορυφαίας ἀρετῆς. Αὐτό εἶναι ὁ καθαρισμός καί ἁγιασμός τῆς καρδιᾶς πού γίνεται μέ τή μέθεξη τοῦ τέλειου καί θεϊκοῦ Πνεύματος, μέ ἐσωτερική αἴσθηση.

Γιατί λέει ὁ Κύριος: «Μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρή καρδιά, γιατί αὐτοί θά δοῦν τό Θεό»(Ματθ. 5, 8), καί: «Νά γίνεστε καί σεῖς τέλειοι, ὅπως εἶναι τέλειος καί ὁ οὐράνιος Πατέρας σᾶς»(Ματθ. 5, 48). Καί ὁ Δαβίδ λέει: «Εἴθε νά γίνει ἡ καρδιά μου ἄμεμπτη στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Σου, γιά νά μήν ντροπιασθῶ»(Ψάλμ. 118, 80), καί πάλι: «Τότε μόνο δέν θά ντροπιασθῶ, ὅταν ἐκπληρώνω ὅλες τίς ἐντολές Σου»(Ψάλμ. 118, 6).

Ἐπίσης σ’ ἐκεῖνον πού ἐρωτᾶ: «Ποιός εἶναι ἄξιος νά ἀνεβεῖ στό ὅρος τοῦ Κυρίου καί νά σταθεῖ στόν ἅγιο τόπο Του;» ἀποκρίνεται: «Αὐτός πού ἔχει ἀθώα χέρια καί καθαρή καρδιά» (Ψάλμ. 23, 3-4). μέ τά λόγια αὐτά ὑποδηλώνει τήν τέλεια ἀναίρεση τῆς ἁμαρτίας πού ἐπιτελεῖται μέ τήν πράξη καί μέ τή διάνοια.

  1. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζοντας ὅτι τά ἀφανῆ καί κρυφά πάθη δύσκολα φεύγουν καί εἶναι σάν ριζωμένα βαθιά στήν ψυχή, μᾶς δείχνει μέσω τοῦ Δαβίδ, μέ τί τρόπο νά ἐπιχειροῦμε τήν κάθαρσή τους. Λέει αὐτός δηλαδή: «Καθάρισε μέ ἀπό τά κρυμμένα πάθη μου»(Ψάλμ. 18, 3). Ἔτσι φανερώνει ὅτι θά τό πετύχομε αὐτό μέ πολλή δέηση καί πίστη καί μέ ὁλοκληρωτική στροφή πρός τό Θεό, μαζί μέ τή συνεργεῖα τοῦ Πνεύματος. Παράλληλα, μέ τό νά ἀντιστεκόμαστε καί ἐμεῖς στά πάθη καί νά φυλάγομε μέ κάθε τρόπο τήν καρδιά μᾶς(Παροιμ. 4, 23).
  2. Καί ὁ μακάριος Μωυσῆς, θέλοντας μέ παραδείγματα νά δείξει ὅτι ἡ ψυχή δέν πρέπει νά ἀκολουθεῖ δυό γνῶμες, δηλαδή τό καλό καί τό κακό, ἀλλά μόνο το καλό, οὔτε νά καλλιεργεῖ δύο εἴδη καρπῶν, δηλαδή ὠφέλιμους καί βλαβερούς, ἀλλά μόνο ὠφέλιμους, λέει: «Στό ἁλώνι σου, δέ θά ζέψεις μαζί ζῶα διαφορετικοῦ γένους, λ.χ. βόδι μέ γαϊδούρι, ἀλλά ἀφοῦ ζέψεις ζῶα τοῦ ἴδιου γένους, νά ἁλωνίσεις τά σπαρτά σου», —δηλαδή στό ἁλώνι τῆς καρδιᾶς μας νά μήν ἁλωνίζουν μαζί ἀρετή καί κακία, ἀλλά μόνον ἡ ἀρετή. «Δέν θά ὑφάνεις λινό μαζί μέ μάλλινο ὕφασμα, οὔτε μαλλί μέ λινό.

Δέ θά καλλιεργήσεις στό χωράφι σου δύο εἴδη καρπῶν μαζί. Δέ θά διασταυρώσεις ζῶα διαφορετικοῦ γένους, ἀλλά θά ἑνώσεις ζῶα ἴδιου γένους(Δεύτ. 22, 9-11)». Μέ ὅλα αὐτά ὑπαινίσσεται μέ μυστικό τρόπο ὅτι δέν πρέπει νά καλλιεργοῦνται μέσα μας, ὅπως εἴπαμε, κακία καί ἀρετή, ἀλλά νά γεννιοῦνται ἀποκλειστικά οἱ γόνοι της

ἀρετῆς· οὔτε νά μετέχει ἡ ψυχή σέ δύο πνεύματα, στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί στό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλά μόνο στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί νά καρποφορεῖ μόνο τους καρπούς τοῦ Πνεύματος(Γαλ. 5, 22). Γι’ αὐτό λέει ὁ Ψαλμωδός: «Συμμορφωνόμουν

σ’ ὅλες τίς ἐντολές Σου καί μίσησα κάθε τί πού ὁδηγεῖ στήν ἀδικία»(Ψάλμ. 118, 128).

  1. Ἡ ψυχή πού ἐπιθυμεῖ νά διατηρήσει τήν παρθενικότητά της καί νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό, δέν πρέπει νά μένει ἁγνή μόνο ἀπό τά φανερά ἁμαρτήματα, ὅπως εἶναι ἡ πορνεία, ὁ φόνος, ἡ κλοπή, ἡ γαστριμαργία, ἡ κατάκριση, τό ψεῦδος, ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία καί τά ὅμοια, ἀλλά πολύ περισσότερο ἀπό τά ἀφανῆ, ὅπως προείπαμε. Δηλαδή ἀπό ἐπιθυμία, κενοδοξία, ἀνθρωπαρέσκεια, ὑποκρισία, φιλαρχία, δολιότητα, κακοήθεια, μίσος, ἀπιστία, φθόνο, φιλαυτία, ὑπερηφάνεια καί τά ὅμοια. Κατά τήν Γραφή, τά ἐσωτερικά αὐτά ἁμαρτήματα εἶναι ἴσα μέ τά ἐξωτερικά.

Γιατί λέει: «Ὁ Κύριος διασκόρπισε τά κόκκαλα τῶν ἀνθρωπαρέσκων»(Ψάλμ. 52, 6), καί: «Ὁ Κύριος ἀποστρέφεται τόν αἱμοχαρῆ καί δόλιο ἄνθρωπο»(Ψάλμ. 5, 7), δείχνοντας μέ αὐτό ὅτι τήν δολιότητα ὁ Κύριος τήν ἀποστρέφεται ἴσα μέ τόν φόνο. Ἐπίσης λέει γιά «ἀνθρώπους πού μιλοῦν εἰρηνικά στούς ἄλλους, μέσα τους ὅμως σχεδιάζουν κακά»(Ψάλμ. 27, 3), καί πάλι: «Μέσα στήν καρδιά σᾶς συλλογίζεστε πῶς νά διαπράξετε ἀνομίες στή ζωή»(Ψάλμ. 57, 3), καί: «Ἀλοίμονό σας, ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς ἐπαινοῦν»(Λουκ. 6, 26), ὅταν δηλαδή ἐπιδιώκετε νά ἀκοῦτε καλά γιά τόν ἑαυτό σας ἀπό τούς ἀνθρώπους καί κρέμεστε ἀπό τή γνώμη καί τούς ἐπαίνους τους· ἐπειδή, πῶς εἶναι δυνατό νά διαφύγετε τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων γιά πάντα ὅταν κάνετε τό καλό;

Ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει: «Νά λάμψει τό φῶς σᾶς μπροστά στούς ἀνθρώπους»(Ματθ. 5, 16), ἀλλά προσθέτει: «Νά ἐπιδιώκετε νά πράττετε τό ἀγαθό γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι γιά δική σας δόξα, οὔτε νά σᾶς κινεῖ ἔρωτας γιά ἀνθρώπινους ἐπαίνους». Γιατί ὁ Κύριος φανέρωσε ὅτι οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι, λέγοντας: «Πῶς μπορεῖτε νά ἔχετε πίστη, ἀφοῦ ἀποζητᾶτε τόν ἔπαινο ὁ ἕνας του ἄλλου καί δέ ζητᾶτε τή δόξα ἀπό τόν μόνο Θεό;»(Ἰω. 5, 44).

Πρόσεξε καί τόν Ἀπόστολο, πῶς ἀπαιτεῖ ἀκρίβεια ἀκόμη καί μέχρι τό φαγητό καί τό ποτό. Δίνει ἐντολή, ὅλες οἱ πράξεις μας νά ἀποβλέπουν στή δόξα τοῦ Θεοῦ, λέγοντας:

«Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάνετε ὀ,τιδήποτε, ὅλα νά τά κάνετε γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ»(Α΄ Κορ. 10, 31). Καί ὁ Θεολόγος Ἰωάννης κατατάσσει τό μίσος μαζί μέ τό φόνο, λέγοντας: «Αὐτός πού μισεῖ τόν ἀδελφό του εἶναι ἀνθρωποκτόνος»(Α΄ Ἰω. 3,15).

  1. «Ἡ ἀγάπη ὅλα τα δέχεται, ὅλα τα ὑπομένει· ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»(Α΄ Κορ. 13, 7-8), λέει ὁ Ἀπόστολος. Μέ τό “οὐδέποτε ἐκπίπτει” ἐννοεῖ τό ἑξῆς: Ἐκεῖνοι πού ἔλαβαν τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος πού ἀνέφερε(Α΄ Κορ. 12, 28), ἀλλά δέν ἀξιώθηκαν ἀκόμη τήν τέλεια ἐλευθερία ἀπό τά πάθη μέσω τῆς πλήρους καί ἐνεργούς ἀγάπης, δέν ἔφτασαν ἀκόμη στήν ἀσφάλεια, ἀλλά ἡ ἀρετή τούς βρίσκεται ἀκόμη σέ κίνδυνο καί ἀγώνα καί φόβο λόγω τῆς ἐπιβουλῆς τῶν πονηρῶν πνευμάτων(Ἔφ. 6, 12). Ἡ τέλεια ἀγάπη ὅμως δέν ὑπόκειται οὔτε σέ πτώση, οὔτε σέ πάθος, ἀλλά, ὅπως ὑπέδειξε ὁ Ἀπόστολος, εἶναι τέτοια ὥστε οἱ γλῶσσες τῶν Ἀγγέλων, ἡ προφητεία, ὅλη ἡ γνώση καί τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων εἶναι μηδέν ὅταν παραβληθοῦν μέ ἐκείνη(Α΄ Κορ. 12, 28· 13, 1-2).
  2. Ὁ λόγος πού ὁ Κύριος παρουσίασε τήν τελειότητα ὡς σκοπό (Ματθ. 5, 48), εἶναι γιά νά βλέπει ὁ καθένας πόσο φτωχός εἶναι ἀπό ἕνα τόσο μεγάλο πλοῦτο καί νά

τρέχει μέ ζέση καί ὁρμή πρός αὐτό τό τέρμα καί νά διανύει ἔτσι τόν πνευματικό δρόμο μέχρις ὅτου τό φτάσει, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ἔτσι νά τρέχετε, γιά νά κερδίσετε τό βραβεῖο»(Α΄ Κορ. 9, 24).

  1. Τό νά ἀπαρνηθεῖ κανείς τόν ἑαυτό τοῦ (Ματθ. 16, 24) σημαίνει τό ἑξῆς: Νά εἶναι κανείς παραδομένος τελείως στήν ἀδελφότητα καί νά μήν ἀκολουθεῖ διόλου δικό του θέλημα, μήτε νά ἔχει τίποτε δικό του, παρά μόνο το ἔνδυμα, γιά νά εἶναι ἀπό ὅλα ἐλεύθερος καί νά ἐκτελεῖ μέ χαρά ὅ,τι τόν διατάζουν.

Τούς ἀδελφούς ὅλους καί μάλιστα τούς ἀνωτέρους καί ἐκείνους πού ἔχουν ἀναλάβει τά βάρη τῆς μονῆς, νά τούς θεωρεῖ κυρίους καί δεσπότες του γιά τό Χριστό, ὑπακούοντας σ’ Αὐτόν πού εἶπε: «Ὅποιος ἀπό σᾶς θέλει νά εἶναι Πρῶτος καί μέγας,

ἅς εἶναι τελευταῖος ἀπ’ ὅλους καί ὑπηρέτης σέ ὅλους καί δοῦλος ὅλων» (Μάρκ. 9, 35).

Νά μήν ἐπιδιώκει ἀπό τούς ἀδελφούς οὔτε δόξα, οὔτε τιμή, οὔτε ἔπαινο, ἀκόμη κι ἐκεῖνον τόν ἔπαινο πού συνοδεύει τήν καλή διακονία καί διαγωγή. Γιατί λέει ὁ Ἀπόστολος: «Νά διακονεῖτε μέ κάθε καλή διάθεση, ὄχι γιά τά μάτια καί γιά νά εἶστε ἀρεστοί στούς ἀνθρώπους» (Ἐφ. 6, 6-7). Καί νά θεωρεῖ πάντοτε τόν ἑαυτό τοῦ χρεώστη τῆς διακονίας πρός τούς ἀδελφούς μέ ἀγάπη καί ἁπλότητα.

  1. Οἱ προϊστάμενοι τῆς ἀδελφότητας, ἐπειδή ἔχουν ἀναλάβει μεγάλο ἔργο, πρέπει νά ἀγωνίζονται πρός τίς ἀντίθετες πανουργίες τῆς κακίας μέ τήν ταπεινοφροσύνη, γιά νά μήν πέσουν στό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας καί, ἀσκώντας δυναστική ἐξουσία στούς ὑποταγμένους ἀδελφούς, προξενήσουν στόν ἑαυτό τούς ζημία ἀντί μέγιστο κέρδος.

Ἀλλά σάν εὔσπλαχνοι πατέρες καί σάν νά ἔχουν παραδώσει γιά τό Θεό τούς ἑαυτούς των στήν ἀδελφότητα σωματικά καί πνευματικά, νά φροντίζουν γι’ αὐτούς καί νά τούς ἐπιμελοῦνται σάν παιδιά τοῦ Θεοῦ.

Στά φανερά βέβαια δέν πρέπει νά ἀμελοῦν τά καθήκοντα τοῦ προϊσταμένου, δηλαδή νά διατάζουν, ἤ νά συμβουλέψουν τούς πιό ὥριμους, ἤ νά ἐπιπλήξουν, ἤ νά ἐλέγξουν ὅπου χρειάζεται, ἤ νά παρηγορήσουν ὅπου πρέπει, γιά νά μήν ἐπέλθει σύγχυση στά μοναστήρια μέ τήν πρόφαση τῆς ταπεινώσεως ἤ τῆς πραότητας, καθώς θά καταργεῖται ἡ πρέπουσα διάκριση σέ προϊσταμένους καί σέ ὑποτακτικούς.

Βαθιά ὅμως στήν καρδιά τους νά πιστεύουν ὅτι εἶναι ἀνάξιοι δοῦλοι ὅλων των ἀδελφῶν καί, σάν καλοί παιδαγωγοί πού τούς ἔχουν ἐμπιστευθεῖ τά παιδιά τοῦ κυρίου τους, νά φροντίζουν μέ κάθε καλή διάθεση καί φόβο Θεοῦ νά καταρτίζουν καθένα ἀδελφό σέ κάθε καλό ἔργο, γνωρίζοντας ὅτι γι’ αὐτόν τόν κόπο τούς ὁ Θεός τούς ἔχει ἑτοιμάσει μεγάλο καί ἀναφαίρετο μισθό.

  1. Αὐτοί πού ἔχουν ἀναλάβει τήν παιδαγωγία παιδιῶν πού τυχαίνει νά εἶναι κάποτε καί δικοί τους κύριοι, γιά χάρη τῆς ἀγωγῆς καί τῆς εὐταξίας δέν παραμελοῦν καί νά τά χτυποῦν, ἀλλά μέ ἀγάπη. Ἔτσι πρέπει καί οἱ προεστῶτες ὄχι ἀπό θυμό καί ὑψηλοφροσύνη, οὔτε γιά ἐκδίκηση, νά τιμωροῦν τούς ἀδελφούς ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη παιδεύσεως, ἀλλά μέ σπλάχνα οἰκτιρμῶν, καί μέ σκοπό πνευματικῆς ὠφέλειας νά προξενοῦν τή διόρθωσή τους.
  2. Ὁ καθένας πού θέλει νά χαραχθοῦν ἐπάνω του αὐτά τά καλά ἤθη, πρέπει πρίν ἀπό κάθε ἄλλο καί παντοῦ νά ἐπιδιώκει τό φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἱερή ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη ἐντολή (Ματθ. 22, 37-38).

Καί νά τήν ζητεῖ ἀπό τόν Κύριο ἀκατάπαυστα νά τήν κάνει περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του, καί ἔτσι μέ τή συνεχῆ καί ἀδιάκοπη μνήμη τοῦ Θεοῦ, προκόβοντας μέρα τή μέρα μέ τή χάρη, νά προσθέτει σ’ αὐτήν καί νά τήν αὐξάνει.

Γιατί μέ τό ζῆλο καί τό σθένος, τήν φροντίδα καί τόν ἀγώνα, γινόμαστε ἱκανοί νά ἀποκτήσομε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διαμορφώνεται μέσα μας μέ τή χάρη καί τή δωρεά τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό αὐτήν κατορθώνομε εὔκολα καί τή δεύτερη ἐντολή, δηλαδή τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον (Ματθ. 22-39).

Γιατί τά πρῶτα πρέπει νά μπαίνουν μπροστά καί νά τά φροντίζομε περισσότερο ἀπό

τά ἄλλα, καί κατόπιν τά δεύτερα ἀκολουθοῦν τά πρῶτα. Ἄν τώρα κανείς παραμελήσει τήν πρώτη καί μεγάλη ἐντολή, δηλαδή τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, —ἡ ὁποία συγκροτεῖται ἀπό τήν ἐσωτερική μας διάθεση, τήν ἀγαθή συνείδηση καί τά ὀρθά περί Θεοῦ φρονήματα, συνάμα δέ καί ἀπό τή θεία βοήθεια—, καί ἀπό τή δεύτερη θέλει μόνο στήν ἐξωτερική ἐπιμέλεια τῆς διακονίας νά ἀφοσιωθεῖ, εἶναι ἀδύνατο νά τήν ἀσκήσει σωστά καί καθαρά.

Γιατί ὅταν ἡ κακία βρεῖ τό νοῦ ἔρημο ἀπό τή μνήμη καί τήν ἀγάπη καί τήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἤ κάνει νά φαίνονται δύσκολα καί κοπιαστικά τα θεία προστάγματα, συδαυλίζοντας στήν ψυχή γογγυσμούς καί λύπες καί κατηγορίες ἐναντίον τῆς διακονίας τῶν ἀδελφῶν, ἤ τόν ἐξαπατᾶ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι τάχα ἐνάρετος καί τόν φουσκώνει καί τόν παραπείθει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ ἄξιο τιμῆς καί σπουδαῖο καί τέλειο τηρητή τῶν ἐντολῶν.

  1. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νομίσει ὅτι ἐπιμελεῖται ἄριστα τίς ἐντολές, τότε εἶναι φανερό ὅτι ἁμαρτάνει καί παραβαίνει τήν ἐντολή, γιατί ἔκρινε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του καί δέν περίμενε Ἐκεῖνον πού κρίνει ἀληθινά. Ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δίνει κοινή μαρτυρία μέ τό δικό μας πνεῦμα, σύμφωνα μέ τό ρητό του Παύλου(Ρωμ. 8, 16), τότε εἴμαστε ἀληθινά ἄξιοί του Χριστοῦ καί τέκνα Θεοῦ· ὄχι ὅμως ὅταν ἀπό τή δική μας ἰδέα δικαιώσομε τόν ἑαυτό μας.

Γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, δέν εἶναι δόκιμος ἐκεῖνος πού αὐτοσυσταίνεται, ἀλλά ἐκεῖνος πού τόν συσταίνει ὁ Κύριος(Β΄ Κορ. 10, 18). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι γυμνός ἀπό τή μνήμη καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ, τότε εἶναι ἀναπόφευκτο νά ἔχει ἔρωτα γιά τή δόξα καί νά κυνηγᾶ τόν ἔπαινο ἐκείνων τούς ὁποίους ὑπηρετεῖ. Αὐτός ὅμως ἐλέγχεται ὡς ἄπιστος ἀπό τόν Κύριο, ὅπως προείπαμε. «Πῶς μπορεῖτε, λέει, νά πιστεύετε σεῖς πού δέχεστε δόξα ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καί δέ ζητᾶτε τή δόξα ἀπό τόν μόνο

Θεό;»(Ἰω. 5, 44).

  1. 13. Μέ μεγάλο ἀγώνα καί κόπο τοῦ νοῦ, μέ σεμνές ἔννοιες καί μέ συνεχῆ φροντίδα ὅλων των καλῶν κατορθώνεται ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό, ὅπως προείπαμε. Καί αὐτό

γιατί ὁ ἐχθρός ἐμποδίζει τό νοῦ καί δέν τόν ἀφήνει νά προσηλώνεται στόν θεῖο ἔρωτα

μέ τή μνήμη τῶν καλῶν, ἀλλά τοῦ ἐρεθίζει τήν αἴσθηση πρός τίς γήινες ἐπιθυμίες.

Γιατί ὁ θάνατος τοῦ ἐχθροῦ καί ἡ ἀγχόνη του, μποροῦμε νά ποῦμε, εἶναι ὅταν ὁ νοῦς χωρίς περισπασμό ἐνδιατρίβει στήν ἀγάπη καί στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἀπό αὐτό μπορεῖ νά γεννηθεῖ καί ἡ εἰλικρινής ἀγάπη τοῦ πλησίον· ἐπίσης καί ἡ ἀληθινή ἁπλότητα, ἡ πραότητα, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀκεραιότητα, ἡ ἀγαθότητα καί ἡ προσευχή, καί γενικά ὅλο το πανέμορφο στεφάνι τῶν ἀρετῶν, ἀπό τή μία καί μόνη καί πρώτη ἐντολή, τήν

ἀγάπη πρός τό Θεό (Ματθ. 22, 38), ἀντλεῖ τήν τελειότητα.

Ἔχομε λοιπόν ἀνάγκη ἀπό μεγάλο ἀγώνα καί πόνο κρυφό καί ἐσωτερικό, ἀπό ἔρευνα τῶν λογισμῶν καί γύμναση τῶν ἐξασθενημένων αἰσθητηρίων τῆς ψυχῆς γιά νά διακρίνουν τό καλό καί τό κακό (Ἑβρ. 5, 14), καί ἀπό ἐνδυνάμωση καί ἀναζωπύρωση τῶν καταπονημένων μελῶν τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐπιμελῆ ὕψωση τοῦ νοῦ πρός τό Θεό. Γιατί ὅταν ὁ νοῦς μᾶς συνεχῶς προσκολλᾶται μέ τέτοιο τρόπο στό Θεό, θά γίνει ἕνα πνεῦμα μέ τόν Κύριο, σύμφωνα μέ τό ρητό του Παύλου (Α΄ Κορ. 6, 17).

  1. Ἐκεῖνοι πού ἀγαποῦν τήν ἀρετή πρέπει νύχτα καί μέρα νά ἔχουν ἀκατάπαυστα αὐτόν τόν κρυφό ἀγώνα καί τόν πόνο καί τή μελέτη κατά τήν ἐργασία ὁποιασδήποτε ἐντολῆς, δηλαδή ὅταν προσεύχονται, ὅταν διακονοῦν, ὅταν τρῶνε, ὅταν πίνουν, ἤ

ὅταν κάνουν ὀ,τιδήποτε, ὥστε ὅποιο ἀγαθό πραγματοποιηθεῖ, νά γίνει γιά τή δόξα του

Θεοῦ(Α΄ Κορ. 10, 31) καί ὄχι γιά δική μας δόξα.

Ἔτσι θά εἶναι εὐχερής καί εὔκολη γιά μᾶς ὅλη ἡ ἐπιμέλεια τῶν ἐντολῶν, καθώς θά

τήν εὐκολύνει καί θά ἐλαφρύνει τόν κόπο της ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅλος ὁ ἀγώνας καί ἡ φροντίδα τοῦ ἐχθροῦ συγκεντρώνεται, ὅπως προείπαμε, στό νά ἀποτραβήξει τό νοῦ ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τό φόβο καί τήν ἀγάπη Του, καί ἐξαπατώντας τόν μέ γήινα δολώματα νά τόν στρέψει ἀπό τό ὄντως ἀγαθό στά νομιζόμενα ἀγαθά.

  1. Ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, ὅταν συνάντησε τόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ Μελχισεδέκ, τοῦ ἔδωσε δῶρο ἀπό τά καλύτερά των ὑπαρχόντων του καί ἔτσι δέχθηκε τήν εὐλογία τοῦ(Γέν. 14, 19). Μέ αὐτό, τό πνεῦμα μᾶς ἀνυψώνει σέ ὑψηλότερη θεωρία. Πρέπει δηλαδή τά ἄκρα καί τά καλύτερα λιπαρά μέρη τοῦ ὅλου ψυχοσωματικοῦ μας συνθέματος, τά ὁποῖα εἶναι ὁ νοῦς, ἡ συνείδηση, ἡ ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς, νά τά προσφέρομε πρῶτα ἀπ’ ὅλα σάν ἱερό ὁλοκαύτωμα.

Ἔπειτα, τούς πρώτους καί καλύτερους ἀπό τούς ὀρθούς λογισμούς μας νά τούς ἀφιερώνομε στή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί νά τούς ἀπασχολοῦμε ἀδιάκοπα στήν ἀγάπη Του καί στόν μυστικό καί ὑπερλόγο ἔρωτά Του.

Καί ἔτσι μποροῦμε νά προκόβομε μέρα τή μέρα καί νά προοδεύομε στήν ἀρετή, μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάρης, ὁπότε καί τό φορτίο τῆς δικαιοσύνης τῶν ἐντολῶν θά μᾶς φανεῖ ἐλαφρό(Ματθ. 11, 30) καί θά τίς ἐκτελοῦμε καθαρά καί ἄμεμπτα, βοηθούμενοι ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο μέ τήν πίστη μας πρός Αὐτόν.

  1. Σχετικά μέ τήν ἐξωτερική ἄσκηση καί ποιά ἀγαθή ἐργασία εἶναι μεγαλύτερη καί πρώτη, πρέπει νά γνωρίζετε τοῦτο, ἀγαπητοί· ὅτι οἱ ἀρετές εἶναι δεμένες μεταξύ τους καί ἀκολουθοῦν ἡ μία τήν ἄλλη, σάν κάποια ἱερή ἁλυσίδα, πιασμένες ἡ μία ἀπό τήν

ἄλλη.

Ἡ προσευχή, γιά παράδειγμα, ἀπό τήν ἀγάπη, ἡ ἀγάπη ἀπό τή χαρά, ἡ χαρά ἀπό τήν πραότητα, ἡ πραότητα ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη ἀπό τήν διακονία, ἡ διακονία ἀπό τήν ἐλπίδα, ἡ ἐλπίδα ἀπό τήν πίστη, ἡ πίστη ἀπό τήν ὑπακοή, ἡ ὑπακοή ἀπό τήν ἁπλότητα.

Ἐπίσης καί τά ἀντίθετα εἶναι δεμένα τό ἕνα μέ τό ἄλλο. Τό μίσος μέ τό θυμό, ὁ θυμός μέ τήν ὑπερηφάνεια, αὐτή μέ τήν κενοδοξία· τούτη μέ τήν ἀπιστία, ἡ ἀπιστία μέ τή σκληροκαρδία, αὐτή μέ τήν ἀμέλεια, ἡ ἀμέλεια μέ τήν χαύνωση, μέ τήν ὀλιγωρία τούτη, αὐτή πάλι μέ τήν ἀκηδία, ὅπως ἐπίσης κι αὐτή μέ τήν ἀνυπομονησία, ἐνῶ τούτη μέ τή φιληδονία. Ἔτσι καί οἱ ὑπόλοιπες κακίες, ἡ μία ἀκολουθεῖ τήν ἄλλη.

  1. Ὅ,τι καλό κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ πονηρός θέλει νά τό σπιλώνει καί νά τό καταμολύνει μέ τήν ἐπιμιξία τῶν δικῶν τοῦ σπερμάτων, δηλαδή τῆς κενοδοξίας ἤ τῆς οἰήσεως ἤ τοῦ γογγυσμοῦ ἤ κάποιου ἄλλου παρομοίου, ὥστε νά μή γίνεται τό καλό γιά τό Θεό μονάχα ἤ μέ προθυμία.

Ἀναφέρεται στή Γραφή ὅτι ὁ Ἄβελ πρόσφερε στό Θεό θυσία ἀπό τά λιπαρά μέρη καί ἀπό τά πρωτότοκα πρόβατα. Ἐπίσης κι ὁ Κάιν πρόσφερε δῶρα ἀπό τούς καρπούς τῆς γῆς, ἀλλ’ ὄχι ἀπό τά πρῶτα.

Γι’ αὐτό ὁ Θεός δέχτηκε τίς θυσίες τοῦ Ἄβελ, ἀλλά τά δῶρα τοῦ Κάιν δέν τά δέχτηκε(Γέν. 4, 3-5). Ἀπ’ αὐτό μαθαίνομε ὅτι ἕνα καλό, μπορεῖ νά μήν τό κάνομε καλά· νά τό κάνομε δηλαδή ἤ μέ ἀμέλεια, ἤ καταφρονητικά, ἤ γιά κάτι ἄλλο καί ὄχι γιά τό Θεό. Καί γι’ αὐτό συμβαίνει νά μή γίνεται εὐπρόσδεκτο ἀπό τό Θεό.

Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: Λόγοι σέ 150 κεφάλαια – β΄)Περί προσευχῆς (Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, γ΄ τόμος)

  1. Ἡ συγκεφαλαίωση κάθε ἀγαθῆς ἐπιμέλειας καί ἡ κορυφή τῶν κατορθωμάτων εἶναι ἡ ἐπιμονή στήν προσευχή, μέ τήν ὁποία ἀποκτοῦμε καί τίς ἄλλες ἀρετές, καθώς ὁ Θεός πού τόν ἐπικαλούμαστε, μᾶς ἁπλώνει τό χέρι Του σέ βοήθεια. Κατά τήν προσευχή γίνεται στούς ἄξιους κοινωνία τῆς μυστικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καί συνάφεια τῆς διαθέσεώς τους πρός τήν ἁγιότητά Του, ὅπως καί τοῦ νοῦ πρός τόν Κύριο μέ ἄρρητη ἀγάπη.

«Ἔδωσες, λέει ὁ Ψαλμωδός, εὐφροσύνη στήν καρδιά μου»(Ψάλμ. 4, 8). Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βρίσκεται μέσα σας»(Λουκ. 17, 21). Τό νά βρίσκεται ἐσωτερικά ἡ βασιλεία τί ἄλλο σημαίνει, παρά ὅτι ἡ οὐράνια εὐφροσύνη τοῦ Πνεύματος φανερώνεται μέ ἐνάργεια στίς ἄξιες ψυχές;

Γιατί οἱ ἄξιες ψυχές, μέ τήν ἐνεργό κοινωνία τοῦ Πνεύματος, ἀπό ἐδῶ ἤδη δέχονται τόν ἀρραβώνα καί τά προοίμια τῆς ἀπολαύσεως καί τῆς χαρᾶς καί τῆς πνευματικῆς εὐφροσύνης, στήν ὁποία θά μετάσχουν μέσα σέ αἰώνιο φῶς οἱ Ἅγιοι στή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ.

Κάτι ἀντίστοιχο ἐννοεῖ καί ὁ θεῖος Ἀπόστολος πού λέει: «Ὁ Θεός μᾶς παρηγορεῖ στή θλίψη μας, γιά νά μποροῦμε κι ἐμεῖς νά παρηγοροῦμε ὅσους περνοῦν κάθε εἴδους

θλίψη, μέ τήν παρηγοριά πού παίρνομε οἱ ἴδιοι ἀπό τό Θεό»(Β΄ Κορ. 1, 4). Ἀλλά καί τό ρητό: «Ἡ καρδιά μου καί ἡ σάρκα μου ἀναγάλλιασαν στήν παρουσία τοῦ ζῶντος Θεοῦ»(Ψάλμ. 83, 3), ὅπως καί το: «Ἡ ψυχή μου θά χορτάσει, σάν ἀπό λιπαρό καί θρεπτικό φαγητό»(Ψάλμ. 62, 6) καί τά ὅμοια, ἔχουν τό ἴδιο νόημα καί ὑπαινίσσονται τήν ἐνεργό εὐφροσύνη καί παρηγοριά τοῦ Πνεύματος.

  1. Ὅπως μεγαλύτερο ἀπό τά ἀλλά εἶναι τό ἔργο τῆς προσευχῆς, ἔτσι χρειάζεται καί περισσότερο κόπο καί φροντίδα ἐκεῖνος πού ἔχει ἔρωτα γι’ αὐτήν, μήν τυχόν τόν ἐξαπατήσει ἡ κακία χωρίς νά τό καταλάβει. Γιατί ἐκείνους πού φροντίζουν γιά μεγαλύτερο ἀγαθό, τούς προσβάλλει καί ὁ πονηρός περισσότερο.

Γι’ αὐτό ὁ προσευχόμενος χρειάζεται πολλή νήψη, γιά νά παρουσιάζει κάθε μέρα περισσότερους καρπούς ἀγάπης καί ταπεινοφροσύνης, ἁπλότητας καί ἀγαθότητας, ὅπως ἐπίσης καί διακρίσεως, καθώς θά παραμένει καρτερικά στήν προσευχή. Οἱ καρποί αὐτοί θά κάνουν φανερή τήν προκοπή καί τήν ἐπίδοσή του στά θεία, ἐνῶ θά παρακινοῦν καί τούς ἄλλους στόν ἴδιο ζῆλο.

  1. Ὁ θεῖος Ἀπόστολος διδάσκει νά προσευχόμαστε ἀδιαλείπτως(Α΄ Θεσ. 5, 17) καί νά ἐπιμένομε στήν προσευχή, ὅπως ἐπίσης καί ὁ Κύριος μ’ ἐκεῖνο πού εἶπε: «Πόσο περισσότερο ὁ Θεός θά ἀποδώσει τό δίκαιο σ’ ἐκείνους πού τόν παρακαλοῦν νύχτα – μέρα»(Λουκ. 18, 7), καί μέ το: «Ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεστε»(Ματθ. 26, 41).

Πρέπει λοιπόν πάντοτε νά προσευχόμαστε καί νά μήν ραθυμοῦμε(Λουκ. 18, 1). Ὅπως λοιπόν ἐκεῖνος πού ἐπιμένει καρτερικά στήν προσευχή διάλεξε τό σπουδαιότερο

ἔργο, ἔτσι πρέπει νά ἀναλάβει μεγάλον ἀγώνα καί ἀνένδοτη εὐψυχία, γιά τό λόγο ὅτι ἡ κακία φέρνει πολλά ἐμπόδια στήν ἐπίμονη προσευχή, δηλαδή ὕπνο, ἀκηδία, βάρος τοῦ σώματος, ἐκτροπή τῶν λογισμῶν, ἀκαταστασία τοῦ νοῦ, ἀτονία καί τά λοιπά τεχνάσματα τῆς κακίας.

Ἔπειτα θλίψεις καί ἐξεγέρσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων πού πολεμοῦν σφοδρά ἐναντίον μας καί ἀντιστέκονται, καί ἐμποδίζουν νά πλησιάζει τό Θεό ἡ ψυχή ἐκείνη πού ἀληθινά ζητεῖ τό Θεό ἀκατάπαυστα.

  1. Ἐκεῖνος πού ἐπιμελεῖται τήν προσευχή, πρέπει νά δείχνει ἀνδρεία μέ κάθε προθυμία καί νήψη, μέ ὑπομονή καί ἀγώνα ψυχῆς καί κόπο τοῦ σώματος, χωρίς νά χαλαρώνει καί νά ἀφήνεται στίς ἐκτροπές τῶν λογισμῶν, ἤ στόν πολύν ὕπνο, ἤ στήν ἀκηδία, στήν ἀτονία καί στή σύγχυση, ἤ νά μεταχειρίζεται θορυβώδεις καί ἀπρεπεῖς φωνές, ἤ νά παραδίνει σέ κάτι τέτοια τή διάνοιά του, μένοντας ἱκανοποιημένος μόνο μέ τήν παρατεταμένη ὀρθοστασία στήν προσευχή καί τή γονυκλισία, ἐνῶ ἔχει τό νοῦ του νά περιπλανιέται μακριά ἀπ’ ὅσα γίνονται.

Γιατί ἄν δέν ἀγωνίζεται νά ἔχει καθαρή νήψη, ὥστε ἀπό τή μία νά ἐναντιώνεται στούς περιττούς λογισμούς, καί ἀπό τήν ἄλλη νά τούς ἐξετάζει σχολαστικά καί νά τούς ἀνακρίνει μέ μεγάλη ἀκρίβεια, καί ἄν δέν ποθεῖ θερμά πάντοτε τόν Κύριο, τίποτε δέν τόν ἐμποδίζει νά δελεάζεται κρυφά μέ ποικίλους τρόπους ἀπό τόν πονηρό. Ἤ ἀκόμη καί νά ὑπερηφανεύεται εἰς βάρος ἐκείνων πού δέν μποροῦν νά ἐπιμένουν ἄλλο στήν προσευχή, καί μέ τά τεχνάσματα αὐτά τοῦ πονηροῦ νά διαφθείρει τήν καλή ἐργασία τῆς προσευχῆς καί νά τή θυσιάζει στόν πονηρό δαίμονα.

  1. Ἄν τήν προσευχή μας δέν τήν καταστολίζουν ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀγάπη, ἡ ἁπλότητα καί ἡ ἀγαθότητα, τότε ἡ προσευχή μᾶς αὐτή, μᾶλλον τό πρόσχημα αὐτό τῆς προσευχῆς, πολύ λίγο μπορεῖ νά μᾶς ὠφελήσει. Καί δέν τό λέμε αὐτό μόνο γιά τήν προσευχή, ἀλλά καί γιά κάθε κόπο καί μόχθο, παρθενία ἤ νηστεία ἤ ἀγρυπνία ἤ ψαλμωδία ἤ διακονία, ἤ ὁποιαδήποτε ἐργασία πού κάνομε γιά χάρη τῆς ἀρετῆς.

Ἄν δέν δοῦμε ὅτι ἔχομε μέσα μας τούς καρπούς τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς χαρᾶς, τῆς ἁπλότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς πραότητας, τῆς ἀπουσίας προσποιήσεως, τῆς ὀρθῆς πίστεως, τῆς μακροθυμίας, τῆς εὐπροσηγορίας, δέν ὠφεληθήκαμε διόλου ἀπό τούς κόπους. Γιατί τούς κόπους τούς ὑπομένομε γιά τήν ὠφέλεια τῶν καρπῶν. Ἄν δέν βρίσκονται μέσα μας οἱ καρποί τῆς ἀγάπης, εἶναι περιττή κάθε ἐργασία.

Ὥστε αὐτοί πού δέν ἔχουν μέσα τους αὐτούς τούς καρπούς, δέν διαφέρουν διόλου ἀπό τίς πέντε μωρές παρθένες, οἱ ὁποῖες, ἐπειδή δέν εἶχαν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο μέσα στίς καρδιές τούς τό πνευματικό λάδι, δηλαδή τήν ἐνέργεια τῶν παραπάνω ἀρετῶν μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, ὀνομάστηκαν μωρές καί ἀποκλείσθηκαν μέ ἀξιοθρήνητο τρόπο ἀπό τόν βασιλικό νυμφώνα(Ματθ. 25, 2 καί 12), χωρίς νά ὠφεληθοῦν διόλου ἀπό τόν κόπο τῆς παρθενίας.

Ὅπως ὅταν καλλιεργεῖται τό ἀμπέλι, ὅλη ἡ ἐπιμέλεια καί ὁ κόπος γίνονται μέ τήν ἐλπίδα τῶν καρπῶν, καί ἄν δέν παραχθοῦν καρποί, ἀποδεικνύεται μάταιη ὅλη ἡ ἐργασία, ἔτσι ἄν μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος δέ δοῦμε μέσα μας καρπούς ἀγάπης, εἰρήνης, χαρᾶς καί τῶν λοιπῶν πού ἀπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος(Γαλ. 5, 22), καί ἄν αὐτό δέν τό ὁμολογοῦμε μέ κάθε ἐσωτερική βεβαιότητα καί πνευματική αἴσθηση, τότε ἀποδεικνύεται περιττός ὁ κόπος τῆς παρθενίας, τῆς προσευχῆς, τῆς ψαλμωδίας, τῆς νηστείας καί τῆς ἀγρυπνίας.

Γιατί ὅπως εἴπαμε, οἱ κόποι αὐτοί καί οἱ προσπάθειες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος πρέπει νά γίνονται μέ τήν ἐλπίδα πνευματικῶν καρπῶν, ἐνῶ ἡ καρποφορία των

ἀρετῶν εἶναι ἀπόλαυση πνευματική μέ ἄφθαρτη ἡδονή, πού ἐνεργεῖται ἀπό τό πνεῦμα μέ τρόπο ἀνέκφραστο μέσα σέ πιστές καί ταπεινές καρδιές. Ὥστε οἱ κόποι καί οἱ προσπάθειες ἅς θεωροῦνται αὐτό πού εἶναι, δηλαδή κόποι καί προσπάθειες, ἐνῶ οἱ καρποί, καρποί.

Ἄν τώρα κανείς ἀπό ἔλλειψη γνώσεως, τήν ἐργασία καί τόν κόπο του, τά νομίζει καρπούς τοῦ Πνεύματος, ἅς μήν ἀγνοεῖ ὅτι ἐξαπατᾶ καί παραπλανᾶ τόν ἑαυτό του, καί ἔτσι τόν στερεῖ ἀπό τούς μεγάλους πράγματι καρπούς τοῦ Πνεύματος.

  1. Ὅπως ἐκεῖνος πού εἶναι ὅλος παραδομένος στήν ἁμαρτία, πράττει σάν φυσικά τα παρά φύση πάθη τῆς ἀτιμίας, δηλαδή τήν ἀσέλγεια, τήν πορνεία, τήν πλεονεξία, τό μίσος, τή δολιότητα καί τίς λοιπές ἐκδηλώσεις τῆς κακίας, μέ ἀπόλαυση καί ἡδονή, ἔτσι καί ὁ ἀληθινός καί τέλειος Χριστιανός, ὅλες τίς ἀρετές καί ὅλους τους ὑπερφυσικούς καρπούς τοῦ Πνεύματος, δηλαδή τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν ὑπομονή, τήν πίστη, τήν ταπείνωση καί ὅλο το χρυσό πράγματι γένος τῶν ἀρετῶν, τά πραγματοποιεῖ σάν φυσικά μέ μεγάλη ἀπόλαυση καί πνευματική ἡδονή, ἄκοπα καί εὔκολα.

Καί δέ μάχεται πλέον ἐναντίον τῶν παθῶν τῆς κακίας, γιατί λυτρώθηκε τελείως ἀπό τόν Κύριο καί δέχθηκε ἀπό τό ἀγαθό πνεῦμα στήν καρδιά τοῦ τήν τέλεια εἰρήνη καί

ἀγαλλίαση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού προσκολλήθηκε στόν Κύριο καί ἔγινε ἕνα πνεῦμα μέ Αὐτόν(Α΄ Κορ. 6, 17).

  1. Ἐκεῖνοι πού ἀπό ἀνωριμότητα δέν μποροῦν ἀκόμη νά ἐπιδοθοῦν τελείως στό ἔργο τῆς προσευχῆς, αὐτοί πρέπει νά ἀναλάβουν τήν ὑπηρεσία τῶν ἀδελφῶν μέ εὐλάβεια καί πίστη καί φόβο Θεοῦ, σάν νά ὑπηρετοῦν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί πνευματική ὑπόθεση, καί ὄχι σάν νά περιμένουν μισθό καί δόξα ἤ εὐχαριστία ἀπό ἀνθρώπους. Ἐπίσης νά μή γογγύζουν διόλου, οὔτε νά ὑψηλοφρονοῦν ἤ νά ἀμελοῦν καί νά χαλαρώνουν. Ἔτσι δέ θά σπιλώνεται καί δέ θά διαφθείρεται τό ἀγαθό αὐτό ἔργο, ἀλλά μᾶλλον μέ τήν εὐλάβεια, τό φόβο καί τή χαρά, θά γίνεται εὐπρόσδεκτο ἀπό τό Θεό.
  2. Πόση εἶναι ἡ θεϊκή εὐσπλαχνία ἀπέναντί μας! Μέ τόσο μεγάλη φιλανθρωπία καί ἀγαθότητα ἔκανε συγκατάβαση στούς ἀνθρώπους ὁ Κύριος, ὥστε ὑποσχέθηκε νά μήν παραβλέψει κανενός ἀγαθοῦ ἔργου τό μισθό, ἀλλά νά μᾶς ἀνυψώσει ἀπό τίς μικρές στίς μεγάλες ἀρετές, ἔτσι πού καί ἕνα ποτήρι κρύο νερό ἄν δώσει κανείς, νά μήν τοῦ στερήσει τήν ἀνταπόδοση.

Γιατί εἶπε: «Ὅποιος δώσει σέ κάποιον ἕνα ποτήρι κρύο νερό, μόνο ἐπειδή εἶναι μαθητής μου, σᾶς βεβαιώνω ὅτι δέ θά χάσει τό μισθό τοῦ»(Ματθ. 10, 42), καί πάλι:

«Ἐφόσον τό κάνατε σ’ ἕναν ἀπό αὐτούς, σ’ ἐμένα τό κάνατε»(Ματθ. 25, 40). Μόνον ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται γιατί τό θέλει ὁ Θεός καί ὄχι γιά δόξα ἀνθρώπινη. Γιατί ὁ Κύριος πρόσθεσε, “μόνο ἐπειδή εἶναι μαθητής μου”, δηλαδή ἀπό φόβο καί ἀγάπη Χριστοῦ. Καί, κατηγορώντας ἐκείνους πού κάνουν τό καλό ἐπιδεικτικά, κατέληξε:

«Σᾶς βεβαιώνω ὅτι δέν θά πάρουν ἄλλη ἀνταμοιβή»(Ματθ. 6, 2), βεβαιώνοντας ἔτσι τό λόγο Του μέ ἀμετάκλητη ἀπόφαση.

  1. Ἡ ἁπλότητα πρίν ἀπό ὅλα καί ἡ ἀφέλεια, ἡ ἀγάπη τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο, ἡ χαρά καί ἡ ταπείνωση, ἅς τεθοῦν μέ κάθε τρόπο σάν θεμέλιο στήν ἀδελφότητα, γιά νά μήν ὑπερηφανευόμαστε καί γογγύζομε ὁ ἕνας κατά τοῦ ἄλλου καί ἔτσι κάνομε ἀνώφελο τόν κόπο μας. Ἐκεῖνος πού ἀδιάλειπτα ἐπιμένει μέ καρτερία στίς προσευχές νά μήν ὑπερηφανεύεται εἰς βάρος ἐκείνου πού δέν μπορεῖ νά κάνει τό ἴδιο, καί ἐκεῖνος πού εἶναι δοσμένος στή διακονία νά μή γογγύζει ἐναντίον ἐκείνου πού σχολάζει στήν προσευχή.

Ἄν συμπεριφέρονται οἱ ἀδελφοί μεταξύ τους μέ τέτοια ἁπλότητα καί καλή διάθεση, θά πηγαίνει τό περίσσευμα ὅσων προσεύχονται στό ὑστέρημα ὅσων διακονοῦν, καί τό περίσσευμα ὅσων διακονοῦν στό ὑστέρημα ὅσων προσεύχονται, ὥστε νά ἐπέρχεται ἰσότητα, σύμφωνα μέ τό ρητό: «Ὅποιος μάζεψε πολύ, δέν τοῦ περίσσεψε, κι ὅποιος μάζεψε λίγο, δέν τοῦ ἔλειψε»(Β΄ Κορ. 8, 14-15).

  1. Τότε γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πάνω στή γῆ ὅπως στόν οὐρανό , ὅταν, ὅπως εἴπαμε, δέν ὑπερηφανευόμαστε ὁ ἕνας κατά τοῦ ἄλλου, καί ὅταν ὄχι μόνο χωρίς ζηλοτυπία, ἀλλά καί μέ ἁπλότητα εἴμαστε ἑνωμένοι μέ ἀγάπη, εἰρήνη καί χαρά μεταξύ μας καί θεωροῦμε τήν προκοπή τοῦ πλησίον σάν δική μας, καί τήν ἔλλειψή του σάν δική μας ζημία.
  2. Ἐκεῖνος πού καί στήν προσευχή εἶναι ὀκνηρός, καί στήν ὑπηρεσία τῶν ἀδελφῶν νωθρός καί ἀμελής, αὐτός ὀνομάζεται καθαρά ἀπό τόν Ἀπόστολο ἀργός καί κρίνεται ἀνάξιος καί γι’ αὐτό τό ψωμί του. «Ὁ ἀργός, εἶπε, οὔτε νά τρώει»(Β΄ Θεσ. 3, 10). Καί ἀλλοῦ: «Τούς ἀργούς τους μισεῖ καί ὁ Θεός», καί: «Ὁ ἀργός, οὔτε πιστός μπορεῖ νά εἶναι». Ἐπίσης στή Σοφία λέγεται: «Ἡ ἀργία δίδαξε πολλή κακία»(Σ. Σείρ. 33, 28). Πρέπει λοιπόν καθένας, σέ ὁποιοδήποτε ἔργο κάνει κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά παρουσιάζει καρπούς καί νά δείχνει ζῆλο, ἔστω καί σέ ἕνα ἀπό τά καλά ἔργα, γιά νά μή βρεθεῖ ὁλότελα ἄκαρπος, καί γίνει τελείως ἀμέτοχός των αἰωνίων ἀγαθῶν.
  3. Σ’ ἐκείνους πού λένε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά φτάσομε τήν τελειότητα καί νά ἀπαλλαγοῦμε ὁλότελα ἀπό τά πάθη, ἤ καί νά ἐπιτύχομε τή μετοχή καί πλήρωση τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος, εἶναι ἀνάγκη νά φέρομε μαρτυρία ἀπό τίς θεῖες Γραφές καί νά δείξομε ὅτι δέν ξέρουν καλά καί ὅτι δέ λένε τό σωστό καί τήν ἀλήθεια.

Ἔτσι, ὁ Κύριος λέει: «Νά γίνεστε τέλειοι, ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρας σᾶς εἶναι τέλειος»(Ματθ. 5, 48), καί: «Θέλω ὅπου εἶμαι ἐγώ, νά εἶναι κι ἐκεῖνοι μαζί μου, γιά νά θεωροῦν τή δόξα μου»(Ἰω. 17, 24). Αὐτά εἶναι λόγια Ἐκείνου πού εἶπε: «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά πάψουν νά ὑπάρχουν, οἱ λόγοι μου ὅμως ποτέ δέ θά πάψουν νά ἰσχύουν»(Ματθ. 24, 35).

Ἴδιο νόημα ἔχουν καί τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Γιά νά παρουσιάσομε κάθε ἄνθρωπο τέλειο, σύμφωνα μέ τό πρότυπό του Χριστοῦ»(Κόλ. 1, 28), καί: «Ὥσπου νά καταλήξομε ὅλοι στήν ἑνότητα πού δίνει ἡ πίστη καί ἡ ἐπίγνωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, νά γίνομε ὥριμοι καί νά φτάσομε τήν τελειότητα πού μέτρο τῆς εἶναι ὁ Χριστός»(Ἔφ.

4, 13).

Ὅταν λοιπόν ἔτσι ἀποβλέπομε στήν τελειότητα, πετυχαίνομε δύο κάλλιστα πράγματα:

πρώτον, ὅτι ἀναλαμβάνοντας ἐντατικό καί ἀδιάκοπο ἀγώνα, τρέχομε πρός τό τέρμα μέ τήν ἐλπίδα τῆς κατακτήσεως αὐτῆς τῆς καταστάσεως καί τῆς κορυφῆς, καί δεύτερον, δέν κυριευόμαστε ἀπό τήν ἀλαζονεία,, ἀλλά μετριοφρονοῦμε καί θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μᾶς μικρούς, ἐπειδή δέ φτάσαμε ἀκόμη στήν τελειότητα.

  1. Ἐκεῖνοι πού τά λένε αὐτά, βλάπτουν πάρα πολύ τήν ψυχή μέ τρεῖς τρόπους: πρώτον, γιατί φανερώνονται ὅτι ἀπιστοῦν στίς θεόπνευστες Γραφές· δεύτερον, καθώς δέν οἰκειώθηκαν τόν ἀνώτερο καί τέλειο σκοπό τοῦ Χριστιανισμοῦ, οὔτε ἀγωνίζονται νά φτάσουν σ’ αὐτόν, δέν μποροῦν νά καταβάλουν κόπο καί ἐπιμέλεια ἤ νά ἔχουν πείνα καί δίψα γιά τή δικαιοσύνη(Ματθ. 5, 6), ἀλλά μένοντας ἱκανοποιημένοι ἀπό τά ἐξωτερικά σχήματα καί ἤθη καί ἀπό κάποια μικρά κατορθώματα, ὑστεροῦν στήν μακάρια ἐλπίδα καί τελειότητα καί τήν τέλεια κάθαρση τῶν παθῶν καί τρίτον, καθώς νομίζουν ὅτι ἔφτασαν στήν κορυφή, μέ τήν κατόρθωση λίγων, ὅπως εἴπαμε, ἀρετῶν, καί καθώς δέ δείχνουν σπουδή πρός τήν τελειότητα, ὄχι μόνο ἐλάχιστα μποροῦν νά ἔχουν ταπείνωση καί πτωχεία καί συντριβή καρδίας, ἀλλά καί δέν παρουσιάζουν καθημερινή προκοπή καί ἀνάβαση, ἐπειδή δικαιώνουν τόν ἑαυτό τούς πιστεύοντας

ὅτι ἤδη πέτυχαν τό σκοπό τους.

  1. Ἐκείνους πού νομίζουν ἀδύνατη αὐτή τήν τελειότητα πού συντελεῖται στούς ἀνθρώπους μέ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος καί πού εἶναι ἡ “καινή κτίση”(Β΄ Κορ. 5, 17) τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, ὁ Ἀπόστολος τούς παρομοιάζει σαφῶς μέ ἐκείνους πού δέν ἀξιώθηκαν νά μποῦν στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας λόγω τῆς ἀπιστίας τους καί γι’ αὐτό ἄφησαν τά κόκκαλά τους στήν ἔρημο(Ἑβρ. 3, 17-18).

Καί βέβαια, ὅ,τι ἦταν τότε ἐξωτερικά ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, αὐτό εἶναι γιά μᾶς μυστικά ἡ ἀπολύτρωση ἀπό τά πάθη, πού ὁ Ἀπόστολος ἔδειξε ὅτι εἶναι τέλος κάθε ἐντολῆς(Ἑβρ. 9, 15). Αὐτή εἶναι ἡ ὄντως ἀληθινή γῆ τῆς ἐπαγγελίας καί γι’ αὐτήν μας παραδόθηκαν ὅλες ἐκεῖνες οἱ προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Γι’ αὐτό ὁ θεσπέσιος Παῦλος, θέλοντας νά ἐξασφαλίσει τούς μαθητές ὥστε νά μήν κυριευθεῖ κανείς ἀπό ἀπιστία, λέει: «Προσέχετε ἀδελφοί μου, μήπως κανείς ἀπό σᾶς ἔχει πονηρή καρδιά, γεμάτη ἀπιστία, καί ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν ἀληθινό Θεό»(Ἑβρ.

3, 12). Μέ τή λέξη “ἀπομακρυνθεῖ” δέν ἐννοεῖ τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν ἀπιστία στίς ὑποσχέσεις Του.

Ἐξηγώντας λοιπόν ἀλληγορικά τίς προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί συγκρίνοντας τές μέ τήν ἀλήθεια, συνεχίζει: «Ποιοί πίκραναν τό Θεό, μέ τήν παρακοή τους; Δέν ἦταν ὅλοι ὅσοι ἔφυγαν ἀπό τήν Αἴγυπτο μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Μωυσῆ; Μέ ποιούς ἀγανάκτησε ὁ Θεός ἐπί σαράντα χρόνια; Δέν ἦταν μέ ὅσους ἁμάρτησαν καί γι’ αὐτό ἄφησαν τά κόκκαλά τους στήν ἔρημο; Γιά ποιούς ὁρκίσθηκε ὁ Θεός ὅτι δέν θά μποῦν στή γῆ ποῦ θά τούς ἔδινε γιά ἀνάπαυση, ἄν ὄχι γιά ὅσους ἀπείθησαν; καί βλέπομε ὅτι δέν μπόρεσαν νά μποῦν ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους.»(Ἑβρ. 3, 16-19).

Καί ὁ Παῦλος προσθέτει: «Ἅς φοβηθοῦμε λοιπόν, μήπως, μ’ ὅλο πού ἔχομε τήν ὑπόσχεσή Του ὅτι θά μποῦμε στόν τόπο ἀναπαύσεως πού ἑτοίμασε, κανείς ἀπό σᾶς βρεθεῖ ἀπ’ ἔξω. Γιατί κι ἐμεῖς δεχτήκαμε τή χαρμόσυνη εἴδηση ὅπως κι ἐκεῖνοι· ἐκείνους ὅμως δέν τούς ὠφέλησε τό ἄκουσμά της, γιατί δέν ἀποδέχτηκαν μέ πίστη αὐτά πού ἄκουσαν. Ἐνῶ ἐμεῖς πού πιστέψαμε, θά μποῦμε στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεως»(Ἑβρ. 4, 1-3).

Καί μετά ἀπό λίγο, πάλι προσθέτει: «Ἅς φροντίσομε λοιπόν νά μποῦμε σ’ ἐκείνη τήν ἀνάπαυση, γιά νά μήν πέσει κανείς στό ἴδιο παράπτωμα τῆς ἀπείθειας»(Ἑβρ. 4, 11). Καί ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἀνάπαυση τῶν Χριστιανῶν, παρά ἡ ἀπολύτρωση ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη καί ἡ πλήρης καί ἐνεργῆς κατοίκηση τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος μέσα στήν καθαρή καρδιά; Ἔτσι ὀδηγώντας πάλι ὁ Παῦλος τούς μαθητές στήν πίστη, λέει:

«Ἅς προχωρήσομε μέ εἰλικρινῆ διάθεση καί μέ βεβαιότητα στήν πίστη μας, μέ καθαρμένη τήν καρδιά ἀπό κάθε πονηρία»(Ἑβρ. 10, 22).

Λέει ἐπίσης: «Πόσο περισσότερό το αἷμα τοῦ Ἰησοῦ θά καθαρίσει τή συνείδησή μας ἀπό τά ἔργα πού ὁδηγοῦν στό θάνατο, ἔτσι ὥστε νά μποροῦμε νά λατρεύομε τόν ζῶντα καί ἀληθινό Θεό;»(Ἑβρ. 9, 14). Ἁρμόζει λοιπόν, γιά τήν ὑποσχεμένη ἄμετρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μέ τά παραπάνω λόγια, νά ὁμολογοῦμε σάν εὐγνώμονες δοῦλοι καί νά θεωροῦμε ἀληθινές καί βέβαιες τίς ἐπαγγελίες Του.

Ὥστε καί ἄν ἀπό ὀκνηρία ἤ ἀπό ἀδυναμία προαιρέσεως δέν προσφέραμε τούς ἑαυτούς μᾶς ὁλωσδιόλου στό Θεό, οὔτε ἐπιδιώξαμε τά μεγάλα καί τέλεια μέτρα τῆς ἀρετῆς, τουλάχιστο νά μπορέσομε νά ἐπιτύχομε κάποιο ἔλεος γιά τό ὀρθό καί

ἀδιάστροφο φρόνημά μας καί γιά τήν ὑγιῆ πίστη μας.

  1. Τό ἔργο τῆς προσευχῆς καί τοῦ λόγου, ὅταν γίνεται ὅπως πρέπει, εἶναι ἀνώτερο ἀπό κάθε ἀρετή καί ἐντολή. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Εἶχε πάει στό σπίτι τῆς Μάρθας καί τῆς Μαρίας, καί ἐνῶ ἡ Μαρία ἦταν ἀπασχολημένη στή φιλοξενία Του, ἡ Μαρία κάθισε κοντά στά πόδια Του καί ἀπολάμβανε τήν ἀμβροσία ἀπό τή θεία ἐκείνη γλώσσα. Ὅταν τήν κατηγόρησε ἡ ἀδελφή της ὅτι δέν τή βοηθεῖ καί γι’ αὐτό πῆγε στό Χριστό, Αὐτός, προτάσσοντας τό κυριώτερο ἀπό τό δευτερεῦον, εἶπε: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καί ἀγωνιᾶς γιά τόσα πολλά, ἐνῶ ἕνα μόνο χρειάζεται.

Ἡ Μαρία ἔκανε τήν καλή ἐκλογή πού δέ θά τῆς ἀφαιρεθεῖ ποτέ»(Λουκ. 10, 38-42). Αὐτό τό εἶπε ὄχι ἐπειδή ἀπέρριπτε τό ἔργο τῆς διακονίας, ἀλλά γιά νά προτάξει τό μεγαλύτερο ἀπό τό μικρότερο. Διαφορετικά, πῶς ὁ ἴδιος δεχόταν τή διακονία; Ή

πάλι, πῶς διακόνησε καί ὁ ἴδιος, ὅταν ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν(Ἰω. 13, 5); Ὅπου τόσο ἀπέφυγε νά ἐμποδίσει τή διακονία, ὥστε ἔδωσε ἐντολή στούς μαθητές νά

κάνουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο σύμφωνα μέ τό δικό Του παράδειγμα(Ἰω. 13, 14-15).

Μπορεῖς ἀκόμη νά δεῖς καί τούς Ἀποστόλους, πού ἐνῶ στήν ἀρχή ὑπηρετοῦσαν στά τραπέζια τῶν πιστῶν, κατόπιν προέκριναν τό μεγαλύτερο ἔργο, δηλαδή τήν προσευχή καί τό λόγο. Εἶπαν λοιπόν: «Δέν εἶναι σωστό νά ἀφήσομε τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά διακονοῦμε στά τραπέζια. ἅς ἐκλέξομε ἄνδρες πού νά ἐμφοροῦνται ἀπό Ἅγιο

Πνεῦμα, γιά νά τούς τοποθετήσομε στήν ὑπηρεσία αὐτή. Ἐμεῖς θά ἀφοσιωθοῦμε στό ἔργο τοῦ λόγου καί στήν προσευχή»(Πράξ. 6, 2-4). Βλέπεις ὅτι προέκριναν τά πρῶτα ἀπό τά δεύτερα, ἄν καί γνώριζαν ὅτι καί τά δύο εἶναι βλαστοί μιᾶς ἀγαθῆς ρίζας;

Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: Λόγοι σέ 150 κεφάλαια – γ΄) Περί ὑπομονῆς καί διακρίσεως

  1. Ἐκείνους πού θέλουν νά πειθαρχοῦν στό λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά ἐργάζονται ἀγαθό καρπό, τούς συνοδεύουν τά ἑξῆς σημάδια: στεναγμοί, κλαυθμός, σκυθρωπότητα, ἡσυχία, κίνηση τῆς κεφαλῆς, προσευχή, σιωπή, ἐπιμονή, πένθος γεμάτο ὀδύνη, πόνος καρδίας πού προέρχεται ἀπό εὐσεβῆ διάθεση. Καί τά ἑξῆς ἔργα: ἀγρυπνία, νηστεία, ἐγκράτεια, πραότητα, μακροθυμία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τῶν θείων Γραφῶν, πίστη, ταπείνωση, φιλαδελφία, ὑποταγή, κόπος, κακοπάθεια, ἀγάπη, καλωσύνη, κοσμιότητα, καί γενικά, φῶς, τό ὁποῖο εἶναι ὁ Κύριος(Ἰω. 8, 12). Ἐκείνων πού δέν παράγουν καρπό ζωῆς, σημάδια εἶναι τά ἑξῆς: ἀκηδία, μετεωρισμός, περίεργο βλέμμα, ἀπροσεξία, γογγυσμός, κουφότητα. καί ἔργα τά ἑξῆς: πολυφαγία, ὀργή, θυμός, καταλαλιά, ἔπαρση, ἀκαιρολογία, ἀπιστία, ἀκαταστασία, λησμοσύνη, ταραχή,

αἰσχροκέρδεια, φιλαργυρία, ζητοτυπία, φιλονεικία, ὑπεροψία, φλυαρία, ἄκαιρο γέλιο,

ἐπιδίωξη δόξας, καί γενικά σκότος, τό ὁποῖο εἶναι ὁ σατανᾶς.

  1. Κατά θεία οἰκονομία, δέν παραπέμφθηκε εὐθύς ὁ πονηρός στή γέεννα τήν ὁποία ὁ ἴδιος διάλεξε, ἀλλά ἀφέθηκε γιά δοκιμασία καί ἔλεγχο τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ αὐτεξουσίου του. Καί αὐτό γιά νά κάνει χωρίς νά θέλει πιό ἄξιους καί δίκαιούς τους Ἁγίους μέ τήν ὑπομονή καί νά γίνει αἴτιος μεγαλύτερης δόξας γι’ αὐτούς. Στόν ἑαυτό τοῦ πάλι μέ τήν ἐθελοκακία του καί τίς κατά τῶν Ἁγίων πανουργίες του, νά κάνει δικαιότερη τήν κόλαση. Καί γιά νά ἐκδηλωθεῖ, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἡ ἁμαρτία σέ ὅλη της τήν ἁμαρτωλότητα(Ρωμ. 7, 13).
  2. Ἀφοῦ ἐξαπάτησε ὁ ἐχθρός τόν Ἀδάμ(Γέν. 3, 1-6) καί κυριάρχησε πάνω του, τοῦ ἀφαίρεσε τήν ἐξουσία καί ὀνομάστηκε ὁ ἴδιος “ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου”(Ἰω. 12,

31). Ἄρχοντας ὅμως τοῦ κόσμου τούτου καί κύριος των ὁρατῶν ἀρχικά ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ὁρισμένος ἀπό τόν Κύριο(Γέν. 1, 26). Γιατί οὔτε ἡ φωτιά ἦταν πιό δυνατή ἀπ’ αὐτόν, οὔτε τό νερό τόν βύθιζε, οὔτε θηρίο τόν ἔβλαπτε, οὔτε τό δηλητήριο τοῦ φιδιοῦ τόν ἐπηρέαζε. Ἀφοῦ ὅμως ὑποχώρησε στήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου, παρέδωσε σ’ αὐτόν τήν ἀρχή πού εἶχε. Ἀπ’ αὐτή τήν αἰτία, μάγοι καί ἀγύρτες, μέ διαβολική ἐνέργεια καί κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, γίνονται θαυματοποιοί. Δηλαδή ἐξουσιάζουν καί φαρμακερά φίδια καί ἀψηφοῦν τό νερό καί τή φωτιά, ὅπως οἱ σύντροφοι τοῦ Ἰαννῆ καί Ἰαμβρή, πού ἀντιστάθηκαν στόν Μωυσῆ(Ἐξ. 7, 11-12· Β΄ Τιμ. 3,8), καί ὅπως ὁ μάγος Σίμων πού ἀντιτάχθηκε στόν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο(Πράξ. 8, 18-19).

  1. Νομίζω ὅτι ὅταν ὁ ἐχθρός εἶδε τήν προπτωτική δόξα τοῦ Ἀδάμ νά λάμπει ἐξίσου στό πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ(Ἐξ. 34, 29-30), θά πληγώθηκε πολύ, βλέποντας σ’ αὐτό τήν ἀπόδειξη γιά τήν κατάργηση τῆς βασιλείας του. Δέν ἐμποδιζόμαστε νά ἑρμηνεύσομε μέ τήν ἴδια ἔννοια τό ρητό του Ἀποστόλου: «Ὁ θάνατος βασίλεψε ἀπό τόν Ἀδάμ

μέχρι τό Μωυσῆ, ἀκόμη καί σ’ αὐτούς πού δέν ἁμάρτησαν»(Ρωμ. 5, 14). Γιατί μου φαίνεται ὅτι τό λαμπρό πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ ἦταν τύπος καί ὑπόδειγμα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου πού δημιουργήθηκε μέ τά χέρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό πρόσωπο ὅταν εἶδε ὁ θάνατος, δηλαδή ὁ αἴτιος τοῦ θανάτου διάβολος, ὑποπτεύθηκε τότε ὅτι θά ἐκπέσει ἀπό τή βασιλεία του, πράγμα πού ἔπαθε στ’ ἀλήθεια ἀργότερα ἀπό τόν Κύριο. Αὐτή λοιπόν τή λαμπρότητα τή φοροῦν ἀπό τώρα οἱ ἀληθινοί Χριστιανοί, καί καταργεῖται μέσα τους ὁ θάνατος, δηλαδή τά πάθη τῆς ἀτιμίας, ἐπειδή δέν μποροῦν νά ἐνεργοῦν, καθώς οἱ ψυχές τούς ἑλλάμπονται ἀπό τή λαμπρότητα τοῦ Πνεύματος μέ κάθε αἴσθηση καί πληρότητα. Κατά δέ τήν ἀνάσταση θά καταργηθεῖ τελείως ὁ θάνατος(Α΄ Κορ. 15, 26).

  1. Ὁ ἐχθρός ἐξαπάτησε τόν Ἀδάμ μέ τή γυναίκα, δηλαδή μέ κάτι ὅμοιό του, καί τοῦ ἀφαίρεσε τή λαμπρότητα μέ τήν ὁποία τόν εἶχε ντύσει ὁ Θεός. Κι ἔτσι βρέθηκε

γυμνός καί εἶδε τήν ἀσχημοσύνη του, τήν ὁποία πρωτύτερα δέν ἔβλεπε, ἐπειδή εἶχε τό φρόνημά του νά ἐντρυφᾶ στά οὐράνια κάλλη(Γέν. 3, 1-7). Γιατί μετά τήν παράβαση

τά νοήματά του ἔγιναν γήινα καί χαμηλά καί τό ἁπλό καί ἀγαθό φρόνημά του ἀναμείχθηκε μέ τό σαρκικό φρόνημα τῆς κακίας. Τό ὅτι κλείσθηκε στόν Ἀδάμ ὁ Παράδεισος καί ἀνατέθηκε στό Χερουβείμ μέ τή φλόγινη ρομφαία νά τοῦ ἐμποδίζει τήν εἴσοδο(Γέν. 3, 24), πιστεύομε πώς ἀποτελεῖ ὁρατό γεγονός, ὅπως ἔχει λεχθεῖ. Εἶναι ὅμως καί κάτι πού συμβαίνει, χωρίς νά τό καταλαβαίνομε, καί σέ κάθε ψυχή. Γύρω δηλαδή ἀπό τήν καρδιά ἁπλώνεται τό κάλυμμα τοῦ σκότους, ἐννοῶ τή φωτιά τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος, τό ὁποῖο δέν ἀφήνει οὔτε τό νοῦ νά πλησιάσει τό Θεό, οὔτε τήν ψυχή νά προσευχηθεῖ ἤ νά πιστέψει ἤ νά ἀγαπήσει τόν Κύριο, ὅπως θέλει. Ὅλων αὐτῶν διδάσκαλος εἶναι ἡ πείρα σ’ ἐκείνους πού ἐμπιστεύθηκαν ἀληθινά τόν ἑαυτό τους στόν Κύριο, τόσο μέ τήν ἐπίμονη,προσευχή, ὅσο καί μέ τήν ὁρμητική ἐπίθεση κατά τοῦ διαβόλου.

  1. Ραβδί παιδαγωγικό καί λουρί μαστιγώσεως εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου σ’ ἐκείνους πού εἶναι πνευματικά νήπιοι. Σ’ αὐτούς, ὅπως καί προηγουμένως εἴπαμε, προξενεῖ μεγάλη δόξα καί περισσότερη τιμή μέ τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς. Ἀπ’

αὐτά δηλαδή ἀποκτοῦν αὐτοί καί τήν τελειότητα. Στόν ἑαυτό τοῦ ὅμως ἑτοιμάζει περισσότερη καί σκληρότερη κόλαση. Μέσω τοῦ διαβόλου οἰκονομεῖται ἕνα πολύ μεγάλο θεῖο σχέδιο· ὅπως εἶπε κάποιος, τό κακό συνεργεῖ στό ἀγαθό, μέ ὄχι βέβαια καλή προαίρεση. Γιατί στίς ἀγαθές καί καλοπροαίρετες ψυχές, κι ἐκεῖνα πού θεωροῦνται λυπηρά καταλήγουν σέ καλό, ὅπως εἶπε καί ὁ Ἀπόστολος: «Σ’ αὐτούς πού ἀγαποῦν τό Θεό, ὅλα συνεργοῦν στό ἀγαθό»(Ρωμ. 8, 28).

  1. Γι’ αὐτό ἀφέθηκε ἐλεύθερο αὐτό τό παιδαγωγικό ραβδί, γιά νά γίνουν μ’ αὐτό τά σκεύη πιό στερεά, σάν νά ψήνονται στό καμίνι, καί νά ξεχωρίσουν τά ἀκατάλληλα, τά ὁποῖα ὡς εὔθραυστα δέ θά ἀντέξουν στήν πύρωση. Ἐπειδή καί ὁ διάβολος εἶναι δοῦλος καί κτίσμα τοῦ Θεοῦ, δέν πειράζει κατά τήν κρίση του, οὔτε ἐπιφέρει θλίψεις ὅσο θέλει, ἀλλά ὅσο τοῦ ἐπιτρέψει κατά παραχώρηση ὁ Θεός. Γιατί ὁ Κύριος γνωρίζει ἀκριβῶς τήν κατάσταση τοῦ καθενός καί πόση δύναμη ἔχει ὁ καθένας, καί

τόση δοκιμασία παραχωρεῖ, ὅπως φρονεῖ καί ὁ Ἀπόστολος πού λέει: «Ὁ Θεός κρατάει τίς ὑποσχέσεις Του καί δέ θά ἀφήσει νά δοκιμάσετε πειρασμό πού νά ξεπερνᾶ τίς δυνάμεις σας, ἀλλά, ὅταν ἔρθει πειρασμός, θά δώσει μαζί καί τή διέξοδο, ὥστε νά μπορέσετε νά τόν ὑπομείνετε»(Α΄ Κορ. 10, 13).

  1. Ἐκεῖνος πού ζητᾶ καί χτυπᾶ τήν θύρα καί αἰτεῖ μέχρι τέλους(Ματθ. 7, 8), σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου, ἐπιτυγχάνει τά αἰτήματά του. Μόνο ἅς ἔχει θάρρος νά ζητᾶ ἀδιάλειπτα μέ τό νοῦ καί μέ τό στόμα, καί νά ἐπιμένει ἀνένδοτα στή σωματική λατρεία τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά περιπλέκεται στά κοσμικά πράγματα, οὔτε νά εὐχαριστεῖται μέ τά πάθη τῆς κακίας.

Γιατί εἶναι ἀψευδής Ἐκεῖνος πού εἶπε: «Κάθε τί πού θά μοῦ ζητήσετε στήν προσευχή μέ πίστη, θά τό λάβετε»(Ματθ. 21, 22). Ἐκεῖνοι τώρα πού λένε ὅτι καί ἄν κάνει κανείς ὅλα τα διαταγμένα, ἀλλά δέ λάβει τή θεία χάρη σ’ αὐτόν τόν κόσμο, δέν ὠφελήθηκε τίποτε, νομίζουν καί λένε ἐσφαλμένα καί ἀσύμφωνα μέ τίς θεῖες Γραφές.

Γιατί δέν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ὥστε ὅταν ἐμεῖς κατορθώσομε ὅ,τι ἀπαιτεῖται ἀπό μας, Αὐτός νά μήν κάνει ὅ,τι ἀφορᾶ Ἐκεῖνον. Φρόντιζε μονάχα τότε, ὅταν ἡ ψυχή θά χωρίζεται ἀπό τό ἄθλιο αὐτό σῶμα, νά βρεθεῖς ἀγωνιζόμενος, γεμάτος σπουδή κι ἀπαντοχή τῆς θείας ὑποσχέσεως, καρτερικός, γεμάτος πίστη, καί νά ζητᾶς μέ διάκριση.

Καί ἐγώ σου λέω, καί πίστεψέ το, ὅτι θά φύγεις ἀπό τή ζωή μέ χαρά, θά ἔχεις παρρησία καί θά ἀποδειχθεῖς ἄξιος της βασιλείας. Γιατί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος βρίσκεται ἤδη σέ κοινωνία μέ τό Θεό ἀνεπαίσθητα, μέ τήν πίστη δηλαδή καί τήν προθυμία. Ὅπως δηλαδή ἐκεῖνος πού βλέπει μιά γυναίκα μέ πονηρή ἐπιθυμία, ἤδη ἔχει διαπράξει μέσα του μοιχεία μ’ αὐτήν(Ματθ. 5, 28), καί μ’ ὅλο πού δέ μολύνθηκε στό σῶμα, θεωρεῖται ἤδη μοιχός, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού ἀποστράφηκε μέ τήν καρδιά τοῦ τά πονηρά καί συνδέεται μέ τόν Κύριο μέ πόθο καί ἀναζήτηση, μέ ἐπιμονή καί

θεοφιλῆ διάθεση, βρίσκεται ἤδη κάπως σέ κοινωνία μέ τό Θεό, καί ἔχει λάβει μεγάλο δῶρο ἀπό Αὐτόν το νά ἐπιμένει στήν προσευχή καί στόν καλό ζῆλο καί στή φιλάρετη ζωή. Ἄν ἀκόμη καί ἕνα ποτήρι κρύο νερό πού δίνομε δέ μένει χωρίς μισθό(Ματθ. 10,

42), πόσο περισσότερο δέ θά δώσει ὁ Θεός ὅ,τι ὑποσχέθηκε σ’ ἐκείνους πού εἶναι προσηλωμένοι σ’ Αὐτόν μέρα καί νύχτα καί τόν παρακαλοῦν;

  1. Σ’ ἐκείνους πού ἀποροῦν λέγοντας ὅτι «ἔρχεται μέρα πού καί μίσος ἔχω κατά τοῦ ἀδελφοῦ, ἤ καί ἄλλα κακά μου ἔρχονται στό νοῦ, τά ὁποῖα μου συμβαίνουν καί χωρίς

νά θέλω», πρέπει νά εἰπωθοῦν τά ἑξῆς: Ὅλος ὁ ἀγώνας καί ἡ ἐπιμέλεια τοῦ ἀνθρώπου ἅς εἶναι νά ἀντιστέκεται στόν πονηρό καί στούς πονηρούς λογισμούς.

Εἶναι ὅμως ἀδύνατον, ὅπου εἶναι τό σκοτάδι τῶν παθῶν καί ὁ θάνατος, δηλαδή τό σαρκικό φρόνημα, νά μήν παρουσιάζεται καί κάποιος ἰδιαίτερος καρπός τῆς κακίας, κρυφά ἤ φανερά. Ἕνα τραῦμα πού ὑπάρχει στό σῶμα, μέχρις ὅτου γιατρευθεῖ τελείως, εἶναι ἀδύνατο νά μή βγάζει ἔστω καί λίγο πύον, ἤ νά μήν εἶναι ὑγρό καί νά σαπίζει, ἤ νά μή φουσκώνει καί νά πρήζεται, παρ’ ὅλο πού τοῦ γίνεται θεραπεία καί δέν παραλείπεται τίποτε ἀπ’ ὅσα συντελοῦν στήν περιποίησή του· ἄν μάλιστα παραμεληθεῖ, φέρνει σήψη καί καμιά φορᾶ τέλεια καταστροφή σέ ὅλο το σῶμα.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἐννόησε ὅτι καί τά πάθη τῆς ψυχῆς, ἄν καί ἀπορροφοῦν πολλή φροντίδα μας, ἐντούτοις ἐπιμένουν νά σιγοκαῖνε ἐσωτερικά. Ἀλλά μέ τήν ἐπίμονη ἐπιμέλεια, μέ τή χάρη καί τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, θεραπεύονται ἐντελῶς. Γιατί ὑπάρχει ἕνας κρυφός ρύπος καί ἕνα πυκνό σκοτάδι τῶν παθῶν, τό ὁποῖο παρά τήν καθαρή φύση τοῦ ἀνθρώπου διείσδυσε κρυφά μέ τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ σ’ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, καί αὐτό θολώνει καί καταμολύνει καί τό σῶμα καί τήν ψυχή.

Ἀλλά καθώς τό σίδερο καθαρίζεται ὅταν πυρώνεται καί σφυροκοπιέται, ἤ ὅταν ὁ χρυσός ἀνακατωθεῖ μέ χαλκό ἤ σίδερο, μόνο μέ τή φωτιά ξεχωρίζεται, ἔτσι καί ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό κάθε πάθος καί κάθε ἁμαρτία ὅταν πυρώνεται καί χτυπιέται ἀπό τό ἀγαθό πνεῦμα μέ τά ἄχραντα πάθη τοῦ Σωτήρα.

  1. Ὅπως πολλά λυχνάρια, ἐνῶ ἀνάφθηκαν μέ τό ἴδιο λάδι καί τήν ἴδια φωτιά, δέν βγάζουν τό ἴδιο φῶς, ἔτσι καί τά χαρίσματα πού προέρχονται ἀπό διάφορα κατορθώματα, ἔχουν διαφορετική λάμψη τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος. Ἤ ὅπως σέ μιά πόλη ὅπου εἶναι πολλοί καί τρῶνε τό ἴδιο ψωμί καί πίνουν τό ἴδιο νερό, ἄλλοι εἶναι

ἄνδρες, ἄλλοι νήπια, ἄλλοι παιδιά καί ἄλλοι γέροντες, καί ἔχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές· ἤ ὅπως τό σιτάρι πού εἶναι σπαρμένο στό ἴδιο χωράφι, δίνει διαφορετικά στάχυα, ὡστόσο μαζεύεται στό ἴδιο ἁλώνι καί ἀποθηκεύεται στήν ἴδια ἀποθήκη, ἔτσι κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά εἶναι καί ἡ διαφορά τῆς δόξας ἐκείνων πού θά ἀναστηθοῦν, οἱ ὁποῖοι θά δοξάζονται καί θά γνωρίζονται ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τῶν κατορθωμάτων τους καί ἀνάλογα μέ τή μέθεξη τοῦ θείου Πνεύματος πού θά ἔχει ἤδη κατοικήσει ἀπό ἐδῶ σ’ αὐτούς. Καί αὐτό σημαίνει το: «Ἀστέρι ἀπό ἀστέρι διαφέρει στή λάμψη»(Α΄ Κορ. 15, 41).

  1. Ἄν καί ὑπάρχουν ἄστρα μικρότερα ἀπό ἄλλα, ὡστόσο λάμπουν μέ τό ἴδιο φῶς. Ἡ εἰκόνα λοιπόν εἶναι φανερή. Τοῦτο μόνο νά φροντίζει ὁ καθένας, ἀφοῦ γεννηθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά ξεπλυθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία πού βρίσκεται μέσα του. Γιατί καί αὐτή ἡ γέννηση πού γίνεται ἀπό τό Ἅγιο πνεῦμα, ἔχει βέβαια μιά μερική τελειότητα, καί στή μορφή καί στήν ἀρτιμέλεια, ὄχι ὅμως καί στή δύναμη ἤ στό νοῦ ἤ στήν ἀνδρεία.

Καί ἐκεῖνος πού φτάνει στήν πλήρη ἀνάπτυξη τοῦ τέλειου ἄνδρα(Ἔφ. 4, 13), καταργεῖ φυσικά τους τρόπους τοῦ νηπίου(Α΄ Κορ. 13, 11). Καί αὐτό εἶναι πού λέει ὁ Ἀπόστολος: «Οἱ γλῶσσες κάποτε θά πάψουν νά ὑπάρχουν, τό ἴδιο καί οἱ προφητεῖες»(Α΄Κορ. 13, 8). Ὅπως δηλαδή ἐκεῖνος πού ἔγινε ἤδη ἄνδρας, δέν καταδέχεται πλέον νά τρώει καί νά μιλᾶ σάν παιδί, ἀλλά αὐτό τό θεωρεῖ ἀνάξιό του,

γιατί ἄλλαξε πλέον συμπεριφορά, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού προχωρεῖ στήν τελείωση τῶν εὐαγγελικῶν κατορθωμάτων, ἀφήνει τή νηπιότητά του καί καταλήγει στήν

τελειότητα. Ὅπως λέει πάλι ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Ὅταν ἔγινα ἄνδρας, κατάργησα τούς τρόπους τοῦ νηπίου»(Α΄ Κορ. 13, 11).

  1. Ἐκεῖνο πού γεννιέται ἀπό τό πνεῦμα εἶναι κατά κάποιο τρόπο τέλειο, καθώς δείξαμε· ὅπως ἕνα νήπιό το λέμε τέλειο, ὅταν ἔχει ἀρτιμέλεια. Πλήν ὅμως ὁ Κύριος δέν δίνει τό πνεῦμα καί τή χάρη γιά νά περιπέσει κανείς σέ ἁμαρτίες. Οἱ ἄνθρωποι μόνοι τους γίνονται αἴτιοι τῶν κακῶν στούς ἑαυτούς των, γιατί δέν ἀκολουθοῦν τή χάρη καί γι’ αὐτό κυριεύονται ἀπό τά κακά. Ἐπειδή μπορεῖ καί ἀπό δικούς του καί φυσικούς λογισμούς νά γλιστράει ὁ ἄνθρωπος, ἀπό ἀμέλεια ἤ καταφρόνηση ἤ καί ἀπό ὑψηλοφροσύνη.

Ἄκου τί λέει ὁ Παῦλος: «Γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι, μοῦ δόθηκε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα, ἕνας ἄγγελος τοῦ σατανᾶ»(Β΄ Κορ. 12, 7). Βλέπεις ὅτι καί ἐκεῖνοι πού

ἔφτασαν σέ τέτοια ὑψηλά μέτρα ἔχουν ἀνάγκη προφυλάξεως; Ἐξάλλου, ἄν δέ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀφορμή στό σατανᾶ, δέν μπορεῖ αὐτός νά κυριαρχήσει πάνω του μέ τή βία. Γι’ αὐτό τό λόγο κανείς δέν εἶναι μέ βεβαιότητα τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ σατανᾶ· ἀλλά ἄν παραμείνει μέ τή χάρη ὡς τό τέλος, πηγαίνει μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἄν δέν κάνει ἔτσι, τότε ἀκόμη καί ἄν γεννήθηκε ἀπό τό πνεῦμα κι ἄν ἔγινε μέτοχός του

Ἁγίου Πνεύματος, θά ἀκολουθήσει τό θέλημα τοῦ σατανᾶ μέ δική του εὐθύνη. Γιατί ἄν εἴτε ὁ Κύριος, εἴτε ὁ σατανᾶς ἔπαιρναν μαζί τους τόν ἄνθρωπο μέ τή βία, αὐτός δέ θά ἦταν αἴτιος οὔτε στήν κόλαση νά ριχτεῖ, οὔτε τή βασιλεία νά κερδίσει.

  1. Ὁ φίλος της ἀρετῆς πρέπει νά ἔχει πολλή διάκριση, ὥστε νά γνωρίζει καλά τή διαφορά τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί νά ἐλέγχει καί νά κατανοεῖ τά ποικίλα τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος συνηθίζει νά ἐξαπατᾶ τούς περισσότερους μέ ἀληθοφανεῖς φαντασίες. Πλήν ὅμως ἡ ἐπιφύλαξη εἶναι πάντοτε ὠφέλιμη.

Ὅπως δηλαδή κανείς πού θέλει νά βεβαιωθεῖ γιά τή σωφροσύνη τῆς γυναίκας του, πηγαίνει σ’ αὐτήν νύχτα σάν ξένος, καί ἄν δεῖ ὅτι τόν διώχνει, χαίρεται πού εἶναι ἀπλησίαστη καί ἐπιδοκιμάζει τήν ἐπιφυλακτικότητά της, ἔτσι πρέπει κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ἐπιφυλακτικοί κατά τίς ἐπισκέψεις τῶν νοερῶν δυνάμεων.

Γιατί ἄν ἀπωθήσεις τούς οὐρανίους, περισσότερο θά εὐχαριστηθοῦν καί θά σέ ἑτοιμάσουν νά μετάσχεις σέ περισσότερη χάρη καί θά σέ γεμίσουν πνευματική ἀπόλαυση, μέ τό νά πάρουν ἀπόδειξη ἀπό τή στάση σου γιά τήν πρός τόν Κύριο ἀγάπη σου. Μή λοιπόν ἀπό διανοητική ἐλαφρότητα ἀνοίγεσαι ἀμέσως σέ νοερές

ἐπισκέψεις, ἀκόμη καί ἄν εἶναι οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι, ἀλλά μένε σταθερός καί ὑπόβαλέ τα ὅλα αὐτά σε αὐστηρό ἔλεγχο.

Καί ἔτσι, δεχόμενος τό καλό καί ἀπωθώντας τό κακό, θά κάνεις νά αὐξηθοῦν μέσα σου οἱ ἐκδηλώσεις τῆς χάρης, τίς ὁποῖες ἡ ἁμαρτία, ὅσο καί ἄν ὑποκρίνεται τό πρόσωπο τοῦ ἀγαθοῦ, δέν μπορεῖ διόλου νά δώσει. Γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, γνωρίζει ὁ σατανᾶς νά μετασχηματίζεται σέ φωτεινό ἄγγελο(Β΄ Κορ. 11, 14), γιά νά ἐξαπατήσει· ἀλλά καί ἄν παρουσιαστεῖ μέ λαμπρή ἐμφάνιση, δέν μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε, νά δώσει ἀγαθή ἐνέργεια, καί ἀπό αὐτό φανερώνεται τό ψεύτικο προσωπεῖο του.

Οὔτε δηλαδή ἀγάπη στό Θεό ἤ στόν πλησίον, οὔτε πραότητα, οὔτε ταπείνωση, οὔτε χαρά, οὔτε εἰρήνη, οὔτε καθαρότητα λογισμῶν, οὔτε μίσος τοῦ κόσμου, οὔτε ἀνάπαυση πνευματική, οὔτε ἐπιθυμία τῶν οὐρανίων μπορεῖ νά προξενήσει, οὔτε νά καταστείλει τίς ἡδονές καί τά πάθη. Ὅλα αὐτά εἶναι ὁλοφάνερα ἐνεργήματα τῆς χάρης· ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος, οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη κλπ.(Γαλ. 5, 22).

Ἀντίθετα, ἴσως καί ἔπαρση καί ὑψηλοφροσύνη εἶναι πολύ ἐπιτήδειος καί ἱκανός νά προκαλέσει. Ἀπό τήν ἐνέργεια λοιπόν θά καταλάβεις ἄν τό φῶς πού ἔλαμψε στήν ψυχή σου εἶναι ἀπό τό Θεό ἤ ἀπό τό σατανᾶ. Ἀλλά καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ ψυχή, ἄν ἔχει δυνατή διάκριση, εὐθύς ἀπό τή νοερή αἴσθηση ἀναγνωρίζει τή διαφορά. Ὅπως τό ξύδι καί τό κρασί στήν ὅραση εἶναι τά ἴδια, μετά τή γεύση ὅμως τά διακρίνει ὁ λάρυγγας, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἀπό αὐτή τή νοερή αἴσθηση καί ἐνέργεια μπορεῖ νά διακρίνει τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος καί τά φαντάσματα τοῦ σατανᾶ.

  1. Εἶναι ἀνάγκη ἡ ψυχή νά παρατηρεῖ καί νά βλέπει ἄριστα μπροστά της μήν τυχόν καί στό ἐλάχιστο κυριευθεῖ ἀπό τή δύναμη τοῦ ἐχθροῦ. Ὅπως ὅταν κάποιο ζῶο πιαστεῖ στήν παγίδα ἀπό τό ἕνα πόδι, ἀναγκαστικά λυγίζει ὅλο καί πέφτει στά χέρια

τῶν κυνηγῶν, ἔτσι συμβαίνει συνήθως καί στήν ψυχή ἀπό τούς δαίμονες. Καί αὐτό τό φανερώνει ὁ Προφήτης λέγοντας: «Ἑτοίμασαν παγίδα στά πόδια μου καί λύγισαν τήν ψυχή μου»(Ψάλμ. 56, 7).

  1. Ἐκεῖνος πού θέλει νά μπεῖ ἀπό τή στενή πύλη(Ματθ. 7, 13) στό σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ διαβόλου καί νά ἁρπάξει τά σκεύη τοῦ(Ματθ. 12, 29), δέν πρέπει νά ἐπιθυμεῖ τή μαλθακότητα καί τόν ὄγκο τοῦ σώματος, ἀλλά νά ἐνδυναμώνεται ἀπό τό ἀγαθό πνεῦμα καί νά θυμᾶται πάντοτε Ἐκεῖνον πού εἶπε ὅτι «σάρκα καί αἷμα δέ θά κληρονομήσουν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ»(Α΄ Κορ. 15, 50). Πῶς πρέπει ὅμως νά ἐνδυναμωθοῦμε ἀπό τό Πνεῦμα; Ἅς προσέξομε τόν Ἀπόστολο, πού λέει ὅτι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται μωρία ἀπό τούς ἀνθρώπους(Α΄ Κορ. 1, 23-24).

Ἐπίσης καί ὁ Προφήτης λέει: «Εἶδα τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ μορφή τοῦ ἦταν χωρίς καμιά τιμή, καταφρονεμένη ὅσο κανενός ἄλλου ἀνθρώπου»(Ἡσ. 53, 3). Πρέπει λοιπόν ἐκεῖνος πού θέλει νά γίνει υἱός τοῦ Θεοῦ, νά ὑποστεῖ πρῶτα τήν ἴδια ταπείνωση, νά θεωρηθεῖ μωρός καί ἄτιμος, νά μήν ἀποστρέφει τό πρόσωπό του ἀπό φτυσίματα(Ἡσ. 50, 6), νά μήν κυνηγᾶ οὔτε δόξα, οὔτε ὀμορφιά ἤ κάτι παρόμοιο αὐτοῦ του κόσμου, νά μήν ἔχει πού νά γείρει τό κεφάλι(Ματθ. 8, 20), νά ὀνειδίζεται καί νά ἐξουθενώνεται, νά τόν ἔχουν ὅλοι γιά περιφρόνηση καί παραγκωνισμό, νά ἀντιμετωπίζει κρυφό καί φανερό πόλεμο, ἀκόμη καί νοερό.

Καί τότε ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖνος πού εἶπε: «Θά κατοικήσω μέσα σας καί θά βαδίσω μαζί σας»(Λευϊτ. 26, 12), θά φανερωθεῖ στήν καρδιά του καί θά τοῦ δώσει δύναμη καί ἰσχύ, ὥστε νά δέσει τόν ἰσχυρό καί νά ἁρπάξει τά σκεύη του, καί νά πατήσει πάνω στήν ἀσπίδα καί στό βασιλίσκο(Ψάλμ. 90, 13), καί πάνω σε σκορπιούς καί φίδια(Λουκ. 10, 19).

  1. Δέν εἶναι μικρός ὁ ἀγώνας πού χρειάζεται γιά νά συντρίψομε τό θάνατο. Λέει

βέβαια ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σας»(Λουκ. 17, 21), βρίσκεται ὅμως κατά κάποιο τρόπο καί ὁ θάνατος μέσα μας, ὁ ὁποῖος μᾶς πολεμᾶ καί μᾶς αἰχμαλωτίζει. Ἅς μήν ὑποχωρεῖ λοιπόν διόλου ἡ ψυχή, μέχρις ὅτου νεκρώσει ἐκεῖνον πού τήν αἰχμαλωτίζει. Καί τότε θά φύγει κάθε πόνος, λύπη καί στεναγμός(Ἡσ. 35,

10), γιατί θ’ ἀναβλύσει νερό στή διψασμένη γῆ καί ἡ ἔρημος θά γεμίσει πηγές ὑδάτων(Ἡσ. 41, 18).

Ἐπειδή ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε νά γεμίσει τήν ἔρημο-καρδιά μέ ζωντανό νερό· πρῶτα διά μέσου του Προφήτη πού λέει: «Ἐγώ θά δώσω νερό σ’ ἐκείνους πού βαδίζουν στήν κατάξερη ἔρημο καί διψοῦνε»(Ἡσ. 44, 3), ἔπειτα καί μέ ὅσα λέει ὁ Ἴδιος: «Ὅποιος πίνει ἀπό τό νερό πού ἐγώ θά τοῦ δώσω, δέ θά διψάσει στόν αἰώνα»(Ἰω. 4, 14).

  1. Ἡ ψυχή πού εἶναι εὐάλωτη ἀπό τήν ἀκηδία, εἶναι φανερό ὅτι κατέχεται καί ἀπό τήν ἀπιστία· γι’ αὐτό ἀναβάλλει ἀπό μέρα σέ μέρα καί δέ δέχεται τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Πολλές φορές μάλιστα δίνει φτερά στόν ἑαυτό της μέ ὄνειρα, καί δέν ἐννοεῖ τόν πόλεμο πού συμβαίνει μέσα της, γιατί τήν ἔχει κυριέψει ἡ οἴηση. Ἡ ὁποία οἴηση εἶναι ἀναπηρία τῆς ψυχῆς, πού δέν τήν ἀφήνει καθόλου νά δεῖ τήν ἀδυναμία της.
  2. Ὅπως τό νεογέννητο βρέφος εἶναι εἰκόνα τοῦ τέλειου ἄνδρα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ψυχή εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού τήν ἔπλασε. Ὅπως λοιπόν τό παιδί ὅσο μεγαλώνει, τόσο γνωρίζει τόν πατέρα του, καί ὅταν φτάσει σέ ἡλικία, τότε φαίνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά του πατέρα στό γιό καί τοῦ γιοῦ στόν πατέρα, καί τοῦ φανερώνεται ἡ πατρική περιουσία, ἔτσι καί ἡ ψυχή πρίν ἀπό τήν παρακοή, ἔμελλε νά προοδεύει καί νά φτάσει σέ τέλειο ἄνδρα(Ἔφ. 4, 13). Ἐξαιτίας ὅμως τῆς παρακοῆς βυθίστηκε σέ πέλαγος λησμοσύνης καί σέ βυθό πλάνης καί κατοίκησε στίς πύλες τοῦ ἅδη.

Ἀφοῦ λοιπόν ἀπομακρύνθηκε σέ τόσο μεγάλη ἀπόσταση ἡ ψυχή ἀπό τό Θεό, δέν μποροῦσε πιά νά πλησιάσει καί νά γνωρίσει ὀρθά τόν Πλάστη. Ὁ Θεός ὅμως τήν καλοῦσε νά ἐπιστρέψει κοντά Του, καί τήν ὁδηγοῦσε στήν ἐπίγνωσή Του, ἀρχικά διά μέσου των Προφητῶν, καί στό τέλος ἀφοῦ ἦρθε ὁ ἴδιος. Ἀφαίρεσε τότε τή λησμοσύνη καί τήν πλάνη.

Κατόπιν, ἀφοῦ ἔσπασε καί τίς πύλες τοῦ ἅδη, μπῆκε στήν πλανεμένη ψυχή, δίνοντας σ’ αὐτήν παράδειγμα τόν ἑαυτό Του, μέσω τοῦ Ὁποίου θά τῆς εἶναι δυνατό νά φτάσει στήν πλήρη ὡριμότητα καί στήν τελειότητα τοῦ Πνεύματος. Ὑποβάλλεται λοιπόν σέ πειρασμό ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν πονηρό(Ματθ. 4, 1) κατ’ οἰκονομίαν.

Ἔπειτα ὑπομένει ὀνειδισμούς, ἐξευτελισμούς, ὕβρεις, ραπίσματα ἀπό ἐκείνους τούς θρασεῖς, καί τέλος δέχεται ἀκόμη καί σταυρικό θάνατο(Ματθ. 27, 26-30), γιά νά μᾶς ὑποδείξει, ὅπως εἴπαμε, ποιά διάθεση πρέπει νά ἔχομε πρός ἐκείνους πού μᾶς ὀνειδίζουν, μᾶς ἐξευτελίζουν ἤ ἐπιδιώκουν ἀκόμη καί τό θάνατό μας. Νά γίνει δηλαδή ἀπέναντί τους καί ὁ ἄνθρωπος σάν κουφός καί ἄλαλος, χωρίς νά ἀνοίγει τό στόμα τοῦ(Ψάλμ. 37, 14), ὥστε βλέποντας τήν ἐνέργεια καί τήν ἐπιδεξιότητα τῆς πονηρίας, καί σάν νά εἶναι καρφωμένος στό σταυρό, νά φωνάξει μέ πολύ δυνατή φωνή σ’ Ἐκεῖνον πού μπορεῖ νά τόν λυτρώσει ἀπό τόν θάνατο(Ἑβρ. 5, 7), καί νά πεῖ:

«Καθάρισε μέ ἀπό τά κρυμμένα πάθη μου· ἄν αὐτά δέν κυριαρχήσουν πάνω μου, τότε θά εἶμαι ἄμεμπτος»(Ψάλμ. 18, 13-14).

Τότε λοιπόν, ἀφοῦ γίνει ἄμεμπτος, βρίσκει Ἐκεῖνον πού διέταξε στήν ἐξουσία τοῦ τά πάντα(Ψάλμ. 8, 6), καί βασιλεύει καί ἀναπαύεται μαζί μέ τό Χριστό(Β΄ Τιμ. 2, 12). Ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς ἔχουν καταπιεῖ τήν ψυχή ὑλικοί καί ἀκάθαρτοι λογισμοί καί ἔγινε σάν νά μήν ἔχει λογικό. Ὥστε χρειάζεται ὄχι λίγος κόπος γιά νά σηκωθεῖ πάνω ἀπό αὐτό τό σωρό καί νά ἐννοήσει καλά τήν ἐπιδεξιότητα τῆς πονηρίας, καί ξεφεύγοντας τήν νά συγκραθεῖ μέ τόν ἄναρχο νοῦ.

  1. Ἄν θέλεις νά ἐπιστρέψεις στόν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε, καί νά ἀποκτήσεις τή δόξα πού εἶχες στήν ἀρχή καί πού χάθηκε λόγω τῆς παρακοῆς, κᾶνε τό ἑξῆς: Ὅπως παραμέλησες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ἔδωσες προσοχή στίς διαταγές καί τή συμβουλή τοῦ ἐχθροῦ, ἔτσι τώρα ἀφοῦ ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐκεῖνον στόν ὁποῖο ὑπάκουσες, ἐπίστρεψε στόν Κύριο.

Ἀλλά, γνώριζε ὅτι μέ πολύ κόπο καί ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου(Γέν. 3, 19) θά πάρεις πίσω τόν πλοῦτο σου. Δέν εἶναι ὠφέλιμη γιά σένα ἡ χωρίς κόπο ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ, γιατί παίρνοντας στήν ἀρχή χωρίς κόπους καί ἱδρώτα, ἔχασες ὅ,τι πῆρες καί παρέδωσες στόν ἐχθρό τήν κληρονομιά σου.

Ἅς ἐννοήσομε λοιπόν ὁ καθένας τί χάσαμε καί ἅς θρηνήσομε σάν τόν Προφήτη, γιατί πραγματικά ἡ κληρονομιά μᾶς δόθηκε σέ ἐχθρούς καί τά σπίτια μας σέ ξένους(Θρ. Ἱερ. 5, 2). Καί αὐτό ἐπειδή παρακοῦμε τήν ἐντολή καί ὑποχωροῦμε στά θελήματά μας καί εὐχαριστιόμαστε μέ τούς ἀκάθαρτους καί γήινους λογισμούς, ὁπότε καί ἡ ψυχή μᾶς βρίσκεται σέ μεγάλη ἀπόσταση ἀπό τό Θεό καί μοιάζομε μέ ὀρφανούς πού δέν ἔχουν πατέρα.

Ὅποιος λοιπόν νοιάζεται γιά τήν ψυχή του, πρέπει νά ἀγωνιστεῖ μέ ὅλη του τή δύναμη νά ἀνατρέπει λογισμούς πονηρούς καί κάθε τί πού ὀρθώνεται μέ ἀλαζονεία κατά τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ(Β΄ Κορ. 10, 5), καί νά βιάζει τόν ἑαυτό του νά διατηρεῖ τό ναό

τοῦ Θεοῦ ἄσπιλο. Τότε ἔρχεται Ἐκεῖνος πού ὑποσχέθηκε ὅτι θά κατοικήσει μέσα μας καί θά περπατήσει μαζί μας(Λευϊτ. 26, 12). Καί τότε παίρνει στά χέρια τῆς τήν κληρονομιά ἡ ψυχή καί καταξιώνεται νά γίνει ναός Θεοῦ. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἀφοῦ μέ τό στράτευμά Του διώξει τόν πονηρό, θά βασιλέψει στό ἑξῆς μέσα μας.

  1. Ὁ λόγος πού εἰπώθηκε ἀπό τό Δημιουργό πρός τόν Κάιν μέ τή φανερή διατύπωση: «Ἡ ζωή σου στή γῆ θά εἶναι γεμάτη στεναγμούς, τρόμο καί ἀγωνία», εἶναι τύπος καί εἰκόνα, κατά τό μυστικό του περιεχόμενο, ὅλων των ἁμαρτωλῶν. Τό γένος δηλαδή τοῦ Ἀδάμ, μετά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς, ἔγινε ἔνοχο ἁμαρτιῶν καί ἔτσι ταλαντεύεται ἀπό ἄστατους λογισμούς καί εἶναι γεμάτο ἀπό φόβο, δειλία καί ταραχή, καθώς ὁ σατανᾶς μέ ποικίλες ἐπιθυμίες καί ἡδονές κλυδωνίζει κάθε ψυχή πού δέν ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τό Θεό καί τήν περιστρέφει σάν τό σιτάρι στό κόσκινο.

Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, θέλοντας νά δείξει ὅτι ἐκεῖνοι πού ἀκολουθοῦν τά θελήματα τοῦ πονηροῦ, διατηροῦν τήν εἰκόνα τῆς κακίας τοῦ Κάιν, ἐλέγχοντάς τους, ἔλεγε: «Ἐσεῖς θέλετε νά ἐκτελεῖτε τίς ἐπιθυμίες τοῦ πατέρα σᾶς τοῦ ἀνθρωποκτόνου. Ἐκεῖνος ἦταν ἀνθρωποκτόνος ἀπό τήν ἀρχή καί δέ στάθηκε ποτέ μέσα στήν ἀλήθεια».

  1. Πρέπει νά συλλογιζόμαστε, πώς ἡ θέα τοῦ ἐπίγειου βασιλιά εἶναι ποθητή καί τήν ἐπιδιώκουν μέ κάθε τρόπο οἱ ἄνθρωποι, καί πώς καθένας πού ἔρχεται στήν πόλη ὅπου εἶναι ὁ βασιλιάς, ἐπιθυμεῖ νά δεῖ καί μόνο της στολῆς τοῦ τήν πολυτέλεια καί τή φιλόδοξη ἐπίδειξη. Μόνο οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτά καί τά περιφρονοῦν, ἐπειδή ἔχουν πληγωθεῖ ἀπό ἄλλο κάλλος καί ἐπιθυμοῦν ἄλλη δόξα.

Ἄν λοιπόν στούς σαρκικούς ἀνθρώπους, ἡ θέα τοῦ θνητοῦ βασιλιά εἶναι τόσο ἐπιθυμητή, πόσο περισσότερο πολυέραστη θά εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀθάνατου Βασιλιά σ’ ἐκείνους πού ἔσταξε μέσα τους μία σταγόνα τοῦ θείου Πνεύματος, καί πλήγωσε τήν καρδιά τούς θεϊκός ἔρωτας; Γι’ αὐτό καί ἐλευθερώνουν τόν ἑαυτό τους ἀπό κάθε φιλία τοῦ κόσμου, γιά νά μπορέσουν νά ἔχουν ἐκεῖνο τόν πόθο παντοτινά μέσα στήν καρδιά τους καί κανένα ἄλλον πέρα ἀπό αὐτόν.

Καί εἶναι πολύ λίγοι ἐκεῖνοι πού στήν καλή ἀρχή βάζουν καί καλό τέλος καί μένουν ὡς τό τέλος χωρίς νά σκοντάψουν. Γιατί πολλοί ἔρχονται σέ κατάνυξη καί πολλοί γίνονται μέτοχοί της οὐράνιας χάρης καί πληγώνονται μέ θεῖο ἔρωτα.

Ἀλλά ἐπειδή δέν ὑπέφεραν τούς ἀκόλουθους κόπους καί τούς πειρασμούς τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιτίθεται μέ πολλά καί ποικίλα τεχνάσματα, ἔμειναν στόν κόσμο καί βούλιαξαν στό βυθό του, ἀπό χαυνότητα καί ἀδυναμία τῆς γνώμης τους, ἤ καί γιατί αἰχμαλωτίσθηκαν ἀπό κάποια ἐμπαθῆ κλίση σέ κάτι γήινο. Γιατί ὅσοι θέλουν νά τρέξουν μέ ἀσφάλεια μέχρι τέλους τό δρόμο, δέν ἀνέχονται νά ἀναμείξουν ἄλλον ἔρωτα καί ἄλλη ἀγάπη μέ ἐκείνη τήν ἐπουράνια.

  1. Ὅπως εἶναι μεγάλα καί ἀπερίγραπτά τα ἀγαθά πού μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ἔτσι χρειάζονται καί πολλούς κόπους καί ἀγῶνες, σέ συνδυασμό μέ ἐλπίδα καί πίστη. Καί αὐτό εἶναι φανερό ἀπό τά ἑξῆς λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἅς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἅς σηκώσει τό σταυρό του καί ἅς μέ ἀκολουθεῖ»(Ματθ.

16, 24), καί: «Ἄν κάποιος δέ μισήσει καί πατέρα καί μητέρα καί ἀδέλφια καί γυναίκα καί παιδιά, ἀκόμη καί τήν ἴδια τήν ψυχή του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου»(Λουκ. 14, 26).

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι τόσο ἀνόητοι, ὥστε θέλουν νά ἀποκτήσουν τήν οὐράνια βασιλεία καί νά κληρονομήσουν τήν αἰώνια ζωή καί νά βασιλέψουν χωρίς τέλος μαζί μέ τό Χριστό —πράγμα μέγα καί πάνω ἀπό κάθε ἔννοια—, χωρίς νά πάψουν νά ζοῦνε μέ τά δικά τους θελήματα καί νά ἀκολουθοῦν αὐτά, ἤ μᾶλλον ἐκεῖνον πού σπέρνει αὐτά πού εἶναι μάταια καί ὁλοφάνερα βλαβερά.

  1. Αὐτοί εἶναι πού παραμένουν μέχρι τό τέλος ἀπτωτοι, ὅποιοι δηλαδή μίσησαν ὁλότελα ὅλες τίς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου καί τούς ἑαυτούς των, τίς φαντασιώσεις τοῦ κόσμου καί τίς ἡδονές καί τίς κοσμικές ἀσχολίες. Γιατί αὐτό θά πεῖ νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου(Ματθ. 16, 24). Ὥστε μέ τή δική του θέληση ὁ καθένας διώχνεται ἀπό τή βασιλεία, ἐπειδή δηλαδή δέν προτίμησε ἀληθινά τους κόπους καί δέν ἀπαρνήθηκε τόν ἑαυτό του, ἀλλά θέλει μαζί μέ τό θεϊκό πόθο νά δοκιμάζει καί μερικές

εὐχαριστήσεις αὐτοῦ του κόσμου καί νά μήν ἀφήνει τό θέλημά του νά κλίνει ἀκέραιο στό Θεό.

Τοῦτο θά γίνει σαφές μ’ ἕνα παράδειγμα: Ἐξετάζοντας τά πράγματα καθένας

διακρίνει καί δέν τοῦ διαφεύγει ὅτι εἶναι ἄτοπο αὐτό πού πάει νά κάνει. Πρῶτα δηλαδή νιώθει στήν καρδιά τοῦ τήν ἀμφιβολία, καί ἡ ζυγαριά τῆς συνειδήσεως κλίνει φανερά πρός τό μέρος εἴτε τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἴτε τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου, καί

τότε ἐκδηλώνεται ἐξωτερικά.

Φιλονεικεῖ, ἅς ποῦμε, κάποιος μέ ἕναν ἀδελφό καί ἐξετάζοντας διακρίνει, ὅπως εἰπώθηκε, ὅτι πρῶτα συγκρούεται μέ τόν ἑαυτό του καί ἀντιλέγει: «Νά μιλήσω ἤ νά μή μιλήσω; Νά ἀπαντήσω σ’ αὐτές τίς βρισιές ποῦ μου εἶπε; Ἤ καλύτερα νά σωπάσω;». Ἔτσι δηλαδή καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ, ἀλλά καί δέν ἐγκαταλείπει τή δική του γνώμη, οὔτε προτιμᾶ νά ἀπαρνηθεῖ ἐντελῶς τόν ἑαυτό του.

Ἄν λοιπόν ἡ ζυγαριά τῆς καρδιᾶς γείρει ἔστω καί λίγο πρός τό μέρος τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου, ἀμέσως ὁ κακός λόγος φτάνει μέχρι τά χείλη. Κατόπιν ὁ νοῦς τεντώνεται

σάν τόξο ἀπό μέσα καί χτυπᾶ τόν πλησίον μέ τά λόγια, καί τό κακό φτάνει στά χέρια,

καμιά φορᾶ καί σέ τραύματα, ἀλλά καί μέχρι τό φόνο.

Βλέπομε λοιπόν ἀπό πού ἄρχισε καί πού ἔφτασε μιά μικρή κίνηση τῆς ψυχῆς. Ἔτσι συμβαίνει σέ κάθε ἁμάρτημα καί πράξη, ὅπου ἡ κακία κολακεύει καί χαϊδεύει τό θέλημα τῆς ψυχῆς μέ κοσμικές ἐπιθυμίες καί σαρκικές ἡδονές. Ἔτσι γίνεται καί ἡ μοιχεία, ἔτσι καί ἡ κλοπή, ἔτσι καί ἡ πλεονεξία, ἔτσι καί ἡ κενοδοξία, ἔτσι τό ὁποιοδήποτε κακό.

  1. Καί αὐτές οἱ καλές πράξεις ἀκόμα, πολλές φορές γίνονται ἀπό κενοδοξία, ἡ ὁποία κρίνεται ἀπό τό Θεό ὅπως καί ἡ κλοπή καί ἡ ἀδικία καί τά ἄλλα ἁμαρτήματα. Γιατί λέει ἡ Γραφή: «Ὁ Θεός διασκόρπισε τά κόκκαλα τῶν ἀνθρωπαρέσκων»(Ψάλμ. 52, 6). Ὥστε καί μέ τίς καλές πράξεις ἐπιδιώκει ὁ ἐχθρός νά ὑπηρετεῖται καί νά λατρεύεται, ὁ ἀπατεώνας καί πανοῦργος καί διεστραμμένος καί πολυμήχανος.
  2. Ὅ,τι ἀγάπησε κανείς αὐτοῦ του κόσμου, αὐτό καί βαραίνει τή διάνοιά του καί κατά κάποιο τρόπο τή σύρει πρός τά κάτω καί τήν πιέζει καί δέν τήν ἀφήνει νά ἀνασηκωθεῖ. Γιατί αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τά σταθμά καί ἡ κλίση καί ἡ ζυγαριά τοῦ θελήματος εἶναι σάν νά κρέμονται ἀπό τήν καρδιά τους, καί ἀπό ἐδῶ γίνεται ἔλεγχος καί ἐξέταση ὅλου του ἀνθρώπινου γένους, δηλαδή τῶν Χριστιανῶν πού κατοικοῦν στίς πόλεις ἤ στά ὅρη, στά μοναστήρια, στήν ὕπαιθρο ἤ στίς ἐρήμους.

Ἄν δηλαδή κάποιος δελεάζεται θεληματικά ἀπό κάτι πού ἀγαπᾶ, ἀποκαλύπτεται ὅτι δέν παρέδωσε ἀκόμη ὅλη τήν ἀγάπη του στό Θεό. Ἀγάπησε ἕνας ἅς ποῦμε κτήματα, ἄλλος χρήματα, ἄλλος τήν κοιλιοδουλεία ἤ τό νά χαρίζεται στίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, ἄλλος ἀγάπησε τή σοφία τῶν λόγων γιά πρόσκαιρη δόξα, ἄλλος τά ἀξιώματα, ἄλλος τίς τιμές τῶν ἀνθρώπων, ἄλλος τήν ὀργή καί τή μνησικακία —γιατί τό νά παραδώσει κανείς τόν ἑαυτό του στό πάθος, σημαίνει ὅτι τό ἀγαπᾶ.

Ἄλλος ἀγάπησε ἀνώφελες συζητήσεις, ἄλλος γενικά νά ἀφήνει τό νοῦ τοῦ ἐδῶ κι

ἐκεῖ, ἤ νά δίνει προσοχή σέ λόγια μάταια ἤ νά κάνει τό δάσκαλο γιά ἀνθρώπινη δόξα. Ἄλλος πάλι κλίνει πρός τή χαύνωση καί τήν ἀμέλεια, ἄλλος εὐχαριστεῖται νά στολίζεται μέ ὡραία ἐνδύματα· αὐτός μέ τόν ὕπνο, ἐκεῖνος μέ τήν ἀστειολογία, καί ἄλλος εἶναι δεμένος καί κρατεῖται μέ κάποιο μικρό ἤ μεγάλο πράγμα τοῦ κόσμου καί δέν ἔχει τήν εὐχέρεια νά ἀνασηκωθεῖ.

Γιατί ὅποιο πάθος δέν πολεμᾶ κανείς γενναία καί δέν τοῦ ἀντιστέκεται, μ’ αὐτό ὁπωσδήποτε εὐχαριστεῖται. Καί αὐτό τό πάθος τόν κατέχει καί τόν σύρει πρός τά κάτω καί τοῦ γίνεται σάν ἁλυσίδα καί βαρύς κλοιός τῆς διάνοιάς του πού δέν τήν ἀφήνει νά ἀνυψώνεται πρός τό Θεό, μήτε μόνον Αὐτόν νά λατρεύει(Δεύτ. 6, 13). Γιατί ἡ ψυχή πού ἀληθινά ἔστρεψε τήν ὁρμή της πρός τόν Κύριο, δίνει ὅλη τήν ἐπιθυμία τῆς σ’ Αὐτόν καί ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό της καί δέν ἀκολουθεῖ τά θελήματα τοῦ νοῦ της.

  1. Ἅς διδαχτοῦμε μέ παραδείγματα πῶς χάνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τή θέλησή του. Ἀπό ἀγάπη δηλαδή κάποιου κοσμικοῦ πράγματος καί στή φωτιά ρίχνεται, καί στή θάλασσα βυθίζεται, καί στήν αἰχμαλωσία δίνει τόν ἑαυτό του. Ἅς ὑποθέσομε ὅτι πιάνει φωτιά ὁ ἀγρός ἤ τό σπίτι κάποιου. Ἐκεῖνος λοιπόν πού θέλει νά σώσει τόν ἑαυτό του, μόλις ἀντιληφθεῖ τήν πυρκαγιά, φεύγει γυμνός, ἀφήνοντάς τα ὅλα καί μόνο γιά τή ζωή τοῦ φροντίζει.

Ἄλλος ὅμως πού σκέφτηκε νά πάρει καί μερικά σκεύη ἀπό τό σπίτι, ἔμεινε· καί ἐνῶ μάζευε τά σκεύη του, ἡ φωτιά ἁπλώθηκε σ’ ὅλο το σπίτι, περικύκλωσε καί αὐτόν καί τόν ἔκαψε. Βλέπεις, πῶς μέ τή θέλησή του, ἀπό ἀγάπη σέ κάτι πρόσκαιρο, τό ὁποῖο ἀγάπησε παραπάνω ἀπό τόν ἑαυτό του, χάθηκε ἀπό τή φωτιά; Ἄλλοι πάλι ἔτυχαν σέ ναυάγιο. Ἐκεῖνος πού θέλει νά σώσει τόν ἑαυτό του, γδύνεται καί πέφτει γυμνός στό νερό, καί ἔτσι καταφέρνει νά σώσει τή ζωή του. Ἄλλος ὅμως πού θέλησε νά σώσει

καί κάτι ἀπό τά ροῦχα του, καταποντίσθηκε μέσα στά νερά, καί γιά μικρό κέρδος —τί συμφορά!— χάθηκε.

Καί πάλι, ἅς ὑποθέσομε ὅτι ἦρθε εἴδηση γιά ἕφοδο ἐχθρῶν· ἕνας μόλις τό ἄκουσε, τό ἔβαλε στά πόδια ὅπως βρισκόταν, καί ἔφυγε χωρίς νά φροντίσει γιά κανένα ἀπό τά πράγματά του, ἐνῶ ἄλλος δέν τό πολυπίστεψε, ἤ θέλησε νά πάρει μαζί του καί μερικά πράγματα, καί ἀφοῦ καθυστέρησε, πιάστηκε ἀπό τούς ἐχθρούς. Βλέπεις ὅτι μέ τή θέλησή του κανείς, ἀπό ἀμέλεια ἤ προσήλωση σέ κάτι κοσμικό, χάνει καί τό σῶμα

καί τήν ψυχή;

  1. Εἶναι λίγοι πράγματι ἐκεῖνοι πού ἀπέκτησαν τήν τέλεια ἀγάπη πρός τό Θεό καί ἔχουν γιά μηδέν ὅλες τίς ἡδονές καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου καί ὑπομένουν τούς πειρασμούς τοῦ πονηροῦ μέ μακροθυμία. Ἀλλά δέν πρέπει γι’ αὐτό νά ἀπελπιστοῦμε, οὔτε νά ἀδιαφορήσομε γιά τήν ἀγαθή ἐλπίδα. Γιατί ἄν καί πολλά πλοῖα ναυαγοῦν, ἀλλά ὑπάρχουν καί ἄλλα πού περνοῦν τήν τρικυμία καί φτάνουν στό λιμάνι.

Γι’ αὐτό ἔχομε ἀνάγκη ἀπό πολλή πίστη, ὑπομονή, προσοχή καί ἀγῶνες. Ἀκόμη καί ἀπό πείνα καί δίψα τοῦ καλοῦ μέ πολλή σύνεση καί διάκριση, ἀλλά καί ἀπό σφοδρότητα καί ἀναίδεια στήν προσευχή. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι θέλουν νά ἐπιτύχουν τή βασιλεία χωρίς κόπους καί ἱδρώτα.

Μακαρίζουν βέβαιά τους Ἁγίους καί ἐπιθυμοῦν τήν τιμή καί τά χαρίσματά τους, ἀλλά δέν θέλουν νά μετέχουν σέ ἴσο βαθμό στίς θλίψεις, στούς κόπους καί στά παθήματά τους. Τή βασιλεία τήν ἐπιθυμοῦν καί πόρνες καί τελῶνες καί κάθε ἄνθρωπος, ἀλλά γι’ αὐτό εἶναι οἱ πειρασμοί καί οἱ δοκιμασίες, γιά νά φανερωθεῖ ποιοί ἀγάπησαν ἀληθινά τόν Κύριό τους, ὥστε δίκαια νά κληρονομήσουν τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

  1. Πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι μέσα στίς θλίψεις καί στά παθήματα, στήν ὑπομονή καί στήν πίστη, εἶναι κρυμμένες oι ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης καί ἡ δόξα καί ἡ ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Γιατί καί τό σιτάρι πού σπέρνεται στή γῆ ἤ καί τό δένδρο πού μπολιάζεται, εἶναι ἀνάγκη νά δοθεῖ πρῶτα στή σήψη καί στήν ἀτιμία, φαινομενικά, καί ἔτσι νά ἀπολαύσομε τήν ὀμορφιά καί τόν πολλαπλάσιο καρπό τους.

Ἄν ὅμως δέν περνοῦσαν ἀπό τή σήψη ἐκείνη καί τή φαινομενική ἀτιμία, δέ θά εἶχαν ὕστερα ἐκείνη τήν ἄκρα ὡραιότητα καί ὀμορφιά. Τό ἴδιο νόημα ἐκφράζει καί ὁ Ἀπόστολος: «Πρέπει νά περάσομε πολλές θλίψεις γιά νά μποῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ»(Πράξ. 14, 22). Καί ὁ Κύριος λέει: «Μέ τήν ὑπομονή σας θά σώσετε τίς ψυχές σᾶς»(Λουκ. 21, 19), καί: «Στόν κόσμο θά ἔχετε θλίψεις»(Ἰω. 16, 33).

  1. Ὅσο ἀξιωθεῖ καθένας μας μέ τήν πίστη καί τήν ἐπιμέλεια νά γίνει μέτοχός του Ἁγίου Πνεύματος, τόσο, ἐκείνη τήν ἡμέρα, θά δοξαστεῖ καί τό σῶμα του. Ἐπειδή ὅ,τι ἀποθησαύρισε ἐδῶ στήν ψυχή του, τότε θά ἐκδηλωθεῖ καί στό σῶμα του. Τό παράδειγμα τό παίρνομε ἀπό τά δένδρα: ὅταν περάσει ὁ χειμώνας καί λάμψει ὁ ἥλιος λαμπρότερος καί δυνατότερος, καί φυσήξουν οἱ ἄνεμοι, τότε ἀφήνουν νά

βλαστήσουν ἀπό μέσα τους τά φύλλα καί τά ἄνθη καί οἱ καρποί καί τά φορᾶνε σάν ἔνδυμα.

Ἐπίσης, τόν ἴδιο καιρό βγαίνουν καί τά ἀγριολούλουδα ἀπό τά σπλάχνα τῆς γῆς καί σκεπάζεται μέ αὐτά ἡ γῆ καί τά ντύνεται σάν ὡραῖο φόρεμα. Γι’ αὐτά εἶπε καί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι οὔτε ὁ Σολομῶν δέν ντύθηκε σάν ἕνα ἀπ’ αὐτά, παρ’ ὅλη του τή μεγαλοπρέπεια(Ματθ. 6, 29). Ὅλα αὐτά εἶναι προτυπώσεις καί ὑποδείγματα καί εἰκόνες τῆς ἀμοιβῆς τῶν σωζομένων κατά τήν ἀνάσταση. Ἀφοῦ καί σέ ὅλες τίς ψυχές πού ἀγαποῦν τό Θεό, στούς ἀληθινούς δηλαδή Χριστιανούς, μήνας πρῶτος εἶναι ὁ Ξανθικός, δηλαδή ὁ Ἀπρίλιος, ὁ ὁποῖος καί φανερώνει τή δύναμη τῆς Ἀναστάσεως.

Γιατί λέει ἡ Γραφή: «Αὐτός ὁ μήνας θά εἶναι γιά σᾶς ὁ πρῶτος ἀπό τούς μῆνες τοῦ χρόνου». Αὐτός θά ντύσει τά γυμνά δένδρα μέ τή δόξα πού εἶχαν πρωτύτερα

κρυμμένη μέσα στό σῶμα τους. Γιατί τότε θά δοξαστοῦν μέ τό ἄρρητο φῶς πού ἔχουν ἀπό τώρα μέσα τους, δηλαδή μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖο καί θά εἶναι τότε γι’ αὐτούς ἔνδυμα, τροφή, ποτό, ἀγαλλίαση, χαρά, εἰρήνη, καί γενικά, ζωή αἰώνια.

Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: Λόγοι σέ 150 κεφάλαια – δ΄) Περί ὑψώσεως τοῦ νοῦ

  1. Ὁ μακάριος Μωυσῆς, μέ τή δόξα τοῦ Πνεύματος πού ἔλαμπε στό πρόσωπό του, τήν ὁποία κανείς ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά ἀτενίσει(Ἐξ. 34, 29-30), προτύπωσε πώς θά δοξαστοῦν στήν ἀνάσταση τῶν δικαίων τά σώματα τῶν Ἁγίων, μέ δόξα πού ἀπό τώρα ἀξιώνονται νά ἔχουν στόν ἔσω ἄνθρωπο οἱ πιστές ψυχές τῶν Ἁγίων. «Ἐμεῖς — λέει— μέ ἀκάλυπτό το πρόσωπο, δηλαδή μέ τόν ἔσω ἄνθρωπο, δεχόμαστε σάν σέ καθρέφτη τή δόξα τοῦ Κυρίου καί μεταμορφωνόμαστε σ’ αὐτή τή λαμπρή εἰκόνα Τοῦ ἀνεβαίνοντας ἀπό δόξα σέ δόξα»(Β΄ Κορ. 3, 18).

Γιά τό Μωυσῆ πάλι λέει ἡ Γραφή ὅτι ἔμεινε στό ὅρος σαράντα ἡμέρες καί σαράντα νύχτες καί δέν ἔφαγε οὔτε ἤπιε(Ἐξ. 34, 28), πράγμα πού δέν εἶναι τῆς ἀνθρώπινης

φύσεως· ἄρα δεχόταν κάποια τροφή πνευματική. Αὐτή τήν τροφή γεύονται ἀπό τώρα οἱ ἅγιες ψυχές ἀπό τό πνεῦμα.

  1. Ἡ δόξα τήν ὁποία ἔχουν πλοῦτο τους, ὅπως εἴπαμε, ἀπό ἐδῶ οἱ ψυχές τῶν Ἁγίων, αὐτή θά σκεπάσει καί θά ντύσει τά γυμνά σώματα στήν ἀνάσταση καί θά τά μεταφέρει ἀνάρπαστα στούς οὐρανούς. Καί τότε πλέον οἱ Ἅγιοι μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή θά ἀναπαυθοῦν γιά πάντα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔπλασε ὁ Θεός τόν Ἀδάμ, δέν τοῦ ἔβαλε στό σῶμα φτερά ὅπως στά πουλιά, ἀφοῦ ἔμελλε νά τοῦ δώσει στήν ἀνάσταση τά φτερά τοῦ Πνεύματος, γιά νά ὑψώνεται μέ αὐτά καί νά ἁρπάζεται ὅπου θέλει τό Πνεῦμα.

Αὐτά τά νοητά φτερά ἔχουν δοθεῖ ἀπό τώρα στίς ψυχές τῶν Ἁγίων καί τίς σηκώνουν ψηλά πρός τό οὐράνιο φρόνημα. Γιατί ὁ στολισμός τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἄλλος καί τά ἐνδύματα ἄλλα καί ἄλλη ἡ τράπεζα καί ἄλλη ἡ ἀπόλαυση, ἐπειδή γνωρίζομε ὅτι ὁ

Χριστός θά ἔρθει ἀπό τόν οὐρανό καί θά ἀναστήσει ὅλους τους νεκρούς ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, ὅπως μαρτυροῦν οἱ θεῖες Γραφές. Τότε θά τούς χωρίσει σέ δύο μέρη, καί αὐτούς πού θά ἔχουν τό δικό Του σημάδι, πού εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ θείου Πνεύματος, θά τούς τοποθετήσει στά δεξιά Του καί θά τούς μιλήσει(Ματθ. 25, 32-34).

Γιατί ὅπως εἶπε, «τά δικά μου πρόβατα ἀκοῦνε τή φωνή μου καί τή γνωρίζουν»(Ἰω.

10, 3-4). Καί τότε τά σώματά τους θά ντυθοῦν μέ θεία δόξα, δηλαδή τή δόξα τῶν ἀγαθῶν ἔργων καί τή δόξα τοῦ Πνεύματος πού ἔλαβαν ἀπό ἐδῶ οἱ ψυχές τῶν Ἁγίων. Καί ἔτσι ἀφοῦ δοξαστοῦν μέ τό θεϊκό φῶς καί ἁρπαχθοῦν στούς οὐρανούς γιά νά προϋπαντήσουν τόν Κύριο, ὅπως ἔχει γραφεῖ, θά εἶναι παντοτινά μαζί μέ τόν Κύριο(Α΄ Θεσ. 4, 17) .

  1. Ἐκεῖνοι πού φροντίζουν νά κατορθώνουν ὅσο εἶναι δυνατόν καλύτερά το βίο τοῦ Χριστιανοῦ, πρέπει πρῶτα-πρῶτα νά φροντίζουν μέ μεγάλη ἐπιμέλεια γιά τό διανοητικό καί διακριτικό καί ἡγεμονικό μέρος τῆς ψυχῆς, ὥστε νά διακρίνουν ἀκριβῶς τό καλό ἀπό τό κακό καί νά βγάλουν ἔξω ἀπό τήν καθαρή φύση ὅσα πάθη εἰσῆλθαν ἔπειτα παρά φύση, καί ἔτσι νά μποροῦν νά ζοῦν χωρίς προσκόμματα, χρησιμοποιώντας ὡς μάτι τό ὄργανο τῆς διακρίσεως, καί νά μένουν ἀνεπηρέαστοι ἀπό τίς ἀφορμές τῆς κακίας.

Γιατί θέλημα τῆς ψυχῆς εἶναι, νά διατηρεῖ τά μέλη τοῦ σώματος ἀμόλυντα ἀπό τή βλάβη τῶν αἰσθήσεων, νά ἀποκλείσει τόν ἑαυτό της ἀπό τούς περισπασμούς τοῦ κόσμου καί νά φυλάξει τήν καρδιά νά μήν ἁπλώνει στόν κόσμο τά ἐνεργήματα τῶν λογισμῶν της, ἀλλά νά τά περιορίζει ἀπό παντοῦ καί νά τά συγκρατεῖ ἀπό κάθε χαμαίζηλη φροντίδα καί ἡδονή.

Κι ὅταν δεῖ ὁ Κύριος κάποιον νά ζεῖ μέ αὐτόν τόν τρόπο καί νά φροντίζει νά διατηρεῖ τέτοια ἀκρίβεια καί προσοχή καί νά ἔχει τήν πρόθεση νά τόν ὑπηρετεῖ μέ φόβο καί τρόμο(Ψάλμ. 2, 11), τότε τοῦ προσφέρει καί τή βοήθεια τῆς χάρης Του. Τί ὅμως νά κάνει ὁ Θεός σ’ ἐκεῖνον πού προσφέρει τόν ἑαυτό του στόν κόσμο καί τρέχει πίσω ἀπό τίς ἡδονές του;

  1. Οἱ πέντε παρθένες πού ἔμειναν ἄγρυπνες καί πού πῆραν στά δοχεῖα τῆς καρδιᾶς τούς τό ξένο πρός τή φύση τούς λάδι, δηλαδή τή χάρη τοῦ Πνεύματος, μπόρεσαν νά μποῦν μαζί μέ τόν Νυμφίο στόν νυμφώνα. Οἱ ἄλλες οἱ μωρές, οἱ κακές, πού ἔμειναν

στούς ὅρους τῆς δικῆς τους φύσεως, δέν ἔμειναν ἄγρυπνες, οὔτε φρόντισαν νά ἀποκτήσουν τό λάδι αὐτό τῆς ἀγαλλιάσεως μέσα στίς καρδιές τούς ὅσο ἦταν ἀκόμη στή ζωή, ἀλλά κατά κάποιο τρόπο ἀποκοιμήθηκαν ἀπό ἀμέλεια καί χαυνότητα καί ἀπό οἴηση γιά τίς ἀρετές τους.

Γι’ αὐτό καί κλείστηκε γι’ αὐτές ὁ νυμφώνας τῆς βασιλείας(Ματθ. 25, 1-10). Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι τίς κρατοῦσε κάποιος δεσμός καί κάποια φιλία μέ τόν κόσμο, ἀφοῦ δέν ἔδωσαν ὅλη τήν ἀγάπη καί ὁλόκληρο τόν ἔρωτά τους στόν ἐπουράνιο Νυμφίο. Γιατί οἱ ψυχές πού ζητοῦν τόν ἁγιασμό τοῦ Πνεύματος, ὁ ὁποῖος εἶναι ξένος γιά τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀνάβουν ὅλη τήν ἀγάπη τους γιά τό Χριστό, ἐκεῖ βαδίζουν, ἐκεῖ προσεύχονται, ἐκεῖ σκέφτονται, ἐκεῖ μελετοῦν, καί ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ ὅλα τα ἄλλα. Οἱ πέντε αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, δηλαδή ἡ φρόνηση, ἡ γνώση, ἡ διάκριση, ἡ ὑπομονή καί τό ἔλεος, ἄν δεχθοῦν τήν οὐράνια χάρη καί τόν ἁγιασμό τοῦ Πνεύματος, τότε θά εἶναι πράγματι “φρόνιμες παρθένες”. Ἄν ὅμως ἐγκαταλειφθοῦν στά ὅρια τῆς δικῆς τους φύσεως, τότε εἶναι πράγματι μωρές καί τέκνα τοῦ κόσμου καί τῆς ὀργῆς(Ἔφ. 2, 3)

  1. Ἡ κακία εἶναι κάτι τό ξένο γιά τήν ἀνθρώπινη φύση, εἰσχώρησε ὅμως μέ τήν παράβαση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καί τή δεχτήκαμε καί μέ τόν καιρό ἔγινε σάν φυσική σέ μᾶς. Ἔτσι καί μέ κάτι ξένο γιά τή φύση μας, τήν ἐπουράνια δωρεά δηλαδή τοῦ Πνεύματος, πρέπει νά διώξομε μακριά ἀπό τή φύση μᾶς τήν κακία καί νά ἀποκατασταθοῦμε στήν ἀρχική καθαρότητα. Ἀλλά ἄν αὐτό δέν γίνει μέ πολλή προσευχή καί πίστη καί προσοχή καί ἀποστροφή τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου, καί ἄν

ἡ φύση μας, πού τή μόλυνε ἡ κακία, δέν ἁγιαστεῖ ἀπό τήν ἀγάπη ἐκείνη, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Κύριος, καί ἄν δέ μείνομε μέχρι τέλους ἀπτωτοι καί δέν οἰκειοποιηθοῦμε τίς θεῖες ἐντολές Του, δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχομε τήν ἐπουράνια βασιλεία.

  1. Θέλω νά ἐξετάσω ἕνα λεπτό καί βαθύ λόγο, ἀνάλογα μέ τή δύναμή μου. Παίρνει σῶμα ἀνθρώπου ὁ ἄπειρος καί ἀσώματος Κύριος ἀπό ἄπειρη ἀγαθότητα καί μικραίνει —μπορεῖ νά πεῖ κανείς— τόν ἑαυτό Του, ὁ μέγας καί ὑπερούσιος, γιά νά

μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ τά νοερά κτίσματά Του, δηλαδή μέ ψυχές Ἁγίων καί Ἀγγέλων,

ὥστε νά μπορέσουν καί αὐτές νά γίνουν μέτοχοί της ἀθάνατης ζωῆς τῆς θεότητας

Τοῦ. Ἐπειδή καί τό καθένα, σύμφωνα μέ τή φύση του, εἶναι σῶμα, ὁ ἄγγελος, ἡ ψυχή, ὁ δαίμονας. Καί ἄν εἶναι λεπτά, ὡστόσο τό καθένα κατά τήν ὑπόσταση, τή μορφή καί τήν εἰκόνα πού ἀναλογεῖ στή λεπτότητα τῆς φύσεώς του, εἶναι σῶμα λεπτό. Ὅπως λοιπόν τό σῶμα τοῦτο κατά τήν ὑπόσταση εἶναι παχύ, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού εἶναι

σῶμα λεπτό, πῆρε καί φόρεσε τά μέλη αὐτοῦ του σώματος.

Φόρεσε τά μάτια, μέ τά ὁποῖα καί βλέπει, τά αὐτιά, μέ τά ὁποῖα ἀκούει, τά χέρια, τή μύτη, καί γενικῶς ὅλο το σῶμα καί τά μέλη τοῦ τά φόρεσε ἡ ψυχή καί ἑνώθηκε μ’ αὐτό, μέ τό ὁποῖο καί ἐνεργεῖ ὅλα ὅσα συνδέονται μέ τή ζωή. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ἀνεκλάλητη καί ἀκατανόητη ἀγαθότητα τοῦ Χριστοῦ μικραίνει τόν ἑαυτό Της καί παίρνει σῶμα καί ἑνώνεται μέ τίς πιστές καί ἀγαπητές σ’ Αὐτόν ψυχές καί τίς ἀγκαλιάζει καί γίνεται ἕνα πνεῦμα μέ αὐτές σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Παύλου(Α΄

Κορ. 6, 17). καί γίνεται, μποροῦμε νά ποῦμε, ψυχή στήν ψυχή καί ὑπόσταση στήν ὑπόσταση, ὥστε μιά τέτοια ψυχή νά ζήσει καί νά ὑπάρξει μέσα στή θεότητά Του, νά φτάσει στήν ἀθάνατη ζωή καί νά ἀπολαύσει ἄφθαρτη ἡδονή καί ἀνέκφραστη δόξα.

  1. Γιά τήν ψυχή αὐτή ὁ Κύριος, ὅταν θέλει, γίνεται φωτιά καί κατακαίει κάθε κακό καί παρείσακτο μέσα της, ὅπως λέει καί ὁ Προφήτης: «Ὁ Θεός μᾶς εἶναι φωτιά πού κατακαίει». Ἄλλοτε γίνεται ἀνάπαυση ἀνείπωτη καί ἀνέκφραστη, κι ἄλλοτε χαρά καί εἰρήνη(Ρωμ. 14, 17) καί περιθάλπει καί περικυκλώνει τήν ψυχή.

Μόνο νά ἀγωνίζεται κανείς νά τόν ἀγαπᾶ καί νά τόν εὐχαριστεῖ μέ τούς ἀγαθούς τρόπους του· καί θά δεῖ μέ τήν πείρα καί τήν αἴσθησή του ὅτι ἄγγιξε ἀνεκλάλητα ἀγαθά, πού μάτι δέν τά εἶδε καί αὐτί δέν τά ἄκουσε καί ἄνθρωπος δέν τά διανοήθηκε(Α΄ Κορ. 2, 9), ὅσα δηλαδή ἀγαθά γίνεται τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἀπό τή μιά γιά ἀνάπαυση, καί ἀπό τήν ἄλλη γιά ἀγαλλίαση καί τρυφή καί ζωή τῆς ψυχῆς πού ἀναδεικνύεται ἄξιά Του.

Γιατί σωματοποιεῖ τόν ἑαυτό Του καί τόν κάνει πνευματική τροφή, ἀλλά καί ἔνδυμα καί κάλλη ἀπερίγραπτα, γιά νά γεμίσει ἔτσι τήν ψυχή πνευματική χαρά. «Ἐγώ εἶμαι

—λέει— ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς»(Ἰω. 6, 35), καί: «Ὅποιος πίνει ἀπό τό νερό πού θά τοῦ δώσω, θά ἀναβρύσει μέσα του μία πηγή νεροῦ πού θά δίνει αἰώνια ζωή» .

  1. Μέ τέτοιο τρόπο φανερώθηκε ὁ Θεός καί στούς ἱερεῖς καί Ἁγίους της Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ὁ Ἴδιος ἤθελε καί ὅπως ἦταν ὠφέλιμο στόν Ἅγιο πού τόν ἔβλεπε. Ἀλλιῶς, γιά παράδειγμα, φανερώθηκε στόν Ἀβραάμ(Γέν. 18, 1-2), ἀλλιῶς στόν Ἰσαάκ(Γέν. 26,24), στόν Ἰακώβ(Γέν. 28, 13), στό Νῶε(Γέν. 9, 12-13), στό Δανιήλ(Δᾶν. 7, 13), στό Μωυσῆ(Ἐξ. 3, 4-6), στό Δαβίδ(Β΄ Βασ. 24, 16-17) καί στόν καθένα ἀπό τούς Προφῆτες(Γ΄ Βασ. 19, 11- 12), μικραίνοντας τόν ἑαυτό Του καί παίρνοντας σωματική μορφή, ὅπως εἴπαμε· μεταμορφωνόταν καί φανερωνόταν σ’ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦσαν, ὄχι ὅπως εἶναι ὁ Ἴδιος —γιατί εἶναι ἀχώρητος—, ἀλλά

ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητα καί τή δύναμή τους, γιά τήν πολλή καί ἀκατανόητη ἀγάπη πού εἶχε σ’ αὐτούς.

  1. Ἡ ψυχή πού ἀξιώθηκε νά δεχθεῖ ἔνοικό της τήν οὐράνια δύναμη καί τή θεϊκή ἐκείνη φωτιά, καί πού ἡ ἐπουράνια ἀγάπη τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος ἑνώθηκε μέ τά μέλη της, ἐλευθερώνεται ἐντελῶς ἀπό κάθε κοσμική ἀγάπη. Τό σίδερο, τό μολύβι, ὁ

χρυσός, τό ἀσήμι, ὅταν παραδοθοῦν στή φωτιά, λιώνουν ἀλλάζοντας τή σκληρή φύση τους σέ μαλακή, καί ὅσο βρίσκονται μέσα στή φωτιά εἶναι χαλαρά καί ρευστά καί ἔχουν ἀποβάλλει τή φυσική τους σκληρότητα ἐξαιτίας τῆς δυνάμεως τῆς φωτιᾶς.

Ἔτσι καί ἡ ψυχή πού δέχθηκε τήν ἐπουράνια ἐκείνη φωτιά τῆς ἀγάπης του

Πνεύματος, ἀποσύρεται ἀπό κάθε προσκόλληση στό κοσμικό πνεῦμα, ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς κακίας καί ἀποβάλλει τή φυσική σκληρότητα τῆς ἁμαρτίας, θεωρώντας τά ὅλα μικρά καί περιφρονώντας τα. Λέω μάλιστα ὅτι, ἡ ψυχή πού κυριεύθηκε ἀπ’ αὐτόν τόν ἔρωτα, καί ἄν ἀκόμη ἔχει ἀδελφούς πού τούς ἀγαπᾶ πολύ, ἀλλά τήν ἐμποδίζουν ἀπ’ αὐτή τήν ἀγάπη, καί αὐτούς θά τούς ἀπαρνηθεῖ.

Ἡ ἀγάπη τῆς σαρκικῆς κοινωνίας τοῦ γάμου ὁδηγεῖ στό χωρισμό ἀπό τόν πατέρα καί τή μητέρα καί τούς ἀδελφούς, ὥστε κι ὅταν κανείς ἀγαπᾶ κανέναν ἀπό αὐτούς, τόν ἀγαπᾶ ἐπιφανειακά, ἐνῶ ὅλη τή διάθεσή του καί τόν πόθο τοῦ τόν ἔχει στήν γυναίκα του· ἄν λοιπόν ἡ σαρκική ἀγάπη ἐλευθερώνει μέ τέτοιο τρόπο ἀπό κάθε ἄλλη ἀγάπη τοῦ κόσμου, μόλις καί μετά βίας ἐκεῖνοι πού πληγώθηκαν ἀπό ἐκεῖνον τόν ἀπαθῆ

θεϊκό πόθο μποροῦν νά κρατηθοῦν ἀπό κάποιον ἔρωτα τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου.

  1. Ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος, μακροθυμεῖ καί περιμένει πολύν καιρό τή μετάνοια κάθε ἁμαρτωλοῦ, καί κάνει ἑορτή οὐράνια τήν ἐπιστροφή ὅποιου μετανοεῖ. Γιατί ὁ Ἴδιος λέει: «Γίνεται χαρά στόν οὐρανό γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ»(Λουκ. 15, 7).

Ἄν ὅμως κανείς, βλέποντας αὐτή τήν ἀγαθότητα καί τή μακροθυμία, καί ὅτι ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ τό κάθε ἁμάρτημα ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, περιμένει τή μετάνοιά μας, παραμελήσει τήν ἐντολή, καί τήν ἀγαθότητα αὐτή τήν κάνει —ἀλοίμονο— ἀφορμή καταφρονήσεως, προσθέτοντας ἁμαρτία πάνω στήν ἁμαρτία καί ὀρθώνοντας ἐμπόδια καί συνάπτοντας ραθυμία στή ραθυμία, θά φτάσει στό ἀποκορύφωμα τῆς ἁμαρτίας καί θά καταλήξει σέ τέτοια πτώση, πού δέ θά μπορεῖ πλέον νά σηκωθεῖ, ἀλλά ἀφοῦ ὑποστεῖ ὁλοκληρωτική συντριβή καί παραδοθεῖ ὁλότελα στόν πονηρό, θά ἀπωλεσθεῖ.

Ἔτσι ἔγινε στά Σόδομα· ἀφοῦ οἱ κάτοικοι ἔφτασαν καί ξεπέρασαν κάθε ὅριο ἁμαρτίας, ἀφοῦ δέν ἔμεινε πλέον σ’ αὐτούς οὔτε σπίθα μετάνοιας, καταστράφηκαν ἀπό τή θεία δίκη μέ φωτιά(Γέν. 19, 24-25). Ἔτσι καί στήν ἐποχή τοῦ Νῶε· ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἀχαλίνωτοι στίς ὁρμές τῆς κακίας καί δέν ἔδειχναν κανένα εἶδος μετάνοιας, συσσώρευσαν τέτοιο ὄγκο ἁμαρτιῶν, ὥστε ὅλη ἡ γῆ νά καταστραφεῖ τελείως(Γέν. 6, 7).

Ἔτσι καί πρός τούς Αἰγυπτίους, οἱ ὁποῖοι ἁμάρταναν πολύ καί κακομεταχειρίζονταν τό λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός ἦταν ἐπιεικής, καί δέν τούς παρέδιδε σέ μιά πανωλεθρία, ἀλλά μέ διάφορες ἐπιμέρους τιμωρίες τούς ὁδηγοῦσε σέ μετάνοια· μά ἐπειδή μετά ἀπό προσωρινή μεταμέλεια γύριζαν πάλι μέ ἀγάπη στήν κακία καί συνέχιζαν τήν

προηγούμενη ἀπιστία τους, καί τέλος καταδίωξαν τό λαό τοῦ Κυρίου πού ἔφευγε ἀπό τήν Αἴγυπτο, τούς ἀφάνισε τελείως ἡ θεία δίκη καί τούς κατέστρεψε(Ἐξ. 14, 27-28).

Ἔτσι καί στόν Ἰσραηλιτικό λαό πού ἁμάρτανε πολύ καί θανάτωνε τούς Προφῆτες τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός ἔδειχνε τή συνηθισμένη Τοῦ μακροθυμία. Ἀφοῦ ὅμως προχώρησαν τόσο στήν κακία, ὥστε οὔτε τό δεσποτικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ νά σεβαστοῦν, ἀλλά νά ἁπλώσουν χέρι φονικό ἐπάνω Του, διώχτηκαν καί αὐτοί μιά γιά πάντα καί καταπατήθηκαν. Καί ἀφαίρεσε ὁ Θεός ἀπ’ αὐτούς καί τήν προφητεία καί τήν ἵερωσυνη καί τήν λατρεία, καί τά ἐμπιστεύθηκε στά ἔθνη πού πίστεψαν(Ματθ. 21,

43).

  1. Ἅς προστρέξομε μέ προθυμία στό Χριστό πού μᾶς καλεῖ καί ἅς ἀνοίξομε σ’ Αὐτόν τίς καρδιές μας, καί ἅς μή δειλιάζομε καί ἀπελπιζόμαστε γιά τή σωτηρία μας. Γιατί αὐτό εἶναι σόφισμα τοῦ ἐχθροῦ, μέ τήν ὑπόμνηση τῶν προηγουμένων ἁμαρτιῶν νά ἀνοίγει τό δρόμο στήν ἀπόγνωση. Ἀλλά ἅς κατανοήσομε ὅτι, ἄν ὁ Χριστός, ὅταν

ἦρθε, ἔγινε γιατρός καί θεραπευτῆς τυφλῶν καί παράλυτων καί κωφαλάλων, καί ἀνάσταινε νεκρούς πού εἶχαν ἀρχίσει νά φθείρονται(Ἰω. 11, 39-44), πόσο

περισσότερο δέ θά γιατρέψει τήν τυφλότητα τοῦ νοῦ καί τήν παράλυση τῆς ψυχῆς καί τήν κωφαλαλία τῆς ἀμελοῦς καρδίας; Ἀφοῦ δέν εἶναι ἄλλος, ἀλλά Αὐτός πού ἔκτισε τό σῶμα, Αὐτός ἔκτισε καί τήν ψυχή.

Καί ἄν σ’ ἐκεῖνα πού διαλύονται καί πεθαίνουν εἶχε τόση συμπάθεια καί ἔλεος, πόσο

μᾶλλον δέ θά δείξει φιλανθρωπία καί δέ θά θεραπεύσει τήν ἀθάνατη ψυχή πού κυριεύθηκε ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς κακίας καί τῆς ἄγνοιας καί κατόπιν ἔρχεται σ’ Αὐτόν καί τόν παρακαλεῖ; Γιατί δικά Του εἶναι τά λόγια: «Ὁ οὐράνιος Πατέρας μου δέ θά ἀποδώσει δικαιοσύνη σ’ ἐκείνους ποῦ φωνάζουν σ’ Αὐτόν νύχτα-μέρα; Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι θά τούς ἀποδώσει τό δίκαιό τους ἀμέσως»(Λουκ. 18, 7-8), καί:

«Αἰτεῖτε, καί θά σᾶς δοθεῖ· ζητᾶτε, καί θά βρῆτε· χτυπᾶτε, καί θά σᾶς ἀνοιχθεῖ ἡ θύρα»(Ματθ. 7, 7), καί ἀλλοῦ: «Ἀκόμη καί ἄν δέν τοῦ δώσει ἐπειδή εἶναι φίλος του, θά σηκωθεῖ ὡστόσο καί θά τοῦ δώσει ὅ,τι ζητᾶ, ἐξαιτίας τῆς ἀναίδειάς του»(Λουκ.

11, 8).

Μ’ αὐτά μας προτρέπει νά εἶναι ἡ αἴτησή μας στό Θεό ἀναιδής καί ἐπίμονη. Ἀφοῦ γι’ αὐτό ἦρθε, γιά νά ἐπιστρέψει τούς ἁμαρτωλούς κοντά Του(Ματθ. 9, 13). Μονάχα ἐμεῖς ἀφοῦ ἀπομακρυνθοῦμε μέ ὅλη μας τή δύναμη ἀπό τίς κακές συνήθειές μας, ἅς προσηλωθοῦμε στόν Κύριο, καί Αὐτός δέ μᾶς προσπερνᾶ, ἀλλά εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς βοηθήσει.

  1. Ἕνας πού κατέχεται ἀπό κάποια μακρά ἀσθένεια, ὅταν δέν μπορεῖ πιά νά δεχθεῖ τροφή καί νερό, ἀπελπίζεται, καί αὐτό εἶναι σημάδι θανάτου καί τόν κλαῖνε οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι του. Ἔτσι καί ὁ Θεός καί οἱ Ἄγγελοι, λυποῦνται πολύ καί θρηνοῦν τί.ς ψυχές πού δέν μποροῦν νά προσλάβουν τήν ἐπουράνια τροφή.

Ἄν λοιπόν ἔγινες θρόνος τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ψυχή σου ἔγινε ὅλη πνευματικός ὀφθαλμός κι ὅλη φῶς, ἄν τράφηκες μέ τήν τροφή ἐκείνη τοῦ Πνεύματος, ἄν πίνεις ἀπό τό ζωντανό νερό(Ἰω. 4, 10) καί ἀπό τό πνευματικό κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά(Ψάλμ. 103, 15), ἄν ἡ ψυχή σου φόρεσε τά ἐνδύματα τοῦ ἀνέκφραστου φωτός, ἄν ὁ ἐσωτερικός σου ἄνθρωπος ἔλαβε πείρα καί βεβαιότητα ὅλων αὐτῶν, τότε λοιπόν ζεῖς ἀπό τώρα τήν πραγματικά αἰώνια ζωή καί ἀναπαύεσαι ἀπό τώρα μαζί μέ τό Χριστό.

Ἄν ὅμως ἀκόμη δέν τά ἔλαβες αὐτά οὔτε τά ἔκανες κτῆμα σου, νά κλαῖς θερμά καί νά ὀδύρεσαι πού δέν ἀπέκτησες ἀκόμη αὐτόν τόν πλοῦτο, καί νά εἶναι ἀδιάκοπη ἡ φροντίδα σου καί ἡ δέηση γιά τή φτώχειά σου. Ἀλλά μακάρι τουλάχιστον νά αἰσθανόταν τή φτώχεια τοῦ ἐκεῖνος πού δέν ἔχει αὐτόν τόν θεῖο πλοῦτο, καί νά μή γυρνοῦσε ἀμέριμνος σάν νά τόν ἔχει παραχορτάσει.Γιατί λέει ὁ Κύριος: «Καθένας

ποῦ ζητᾶ, βρίσκει· καί ὅποιος χτυπᾶ, θά τοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ θύρα»(Ματθ. 7, 8).

  1. Ἄν τό λάδι ἐκεῖνο πού γινόταν ἀπό διάφορα μυρωδικά(Ἐξ. 30, 23-25) εἶχε τόση δύναμη, ὥστε ἐκεῖνοι πού χρίονταν, νά ἀποκτοῦν τό βασιλικό ἀξίωμα(Α΄ Βασ. 26,

11), πόσο περισσότερο ἐκεῖνοι πού χρίονται στό νοῦ καί στόν ἔσω ἄνθρωπο μέ τό ἁγιαστικό λάδι τῆς ἀγαλλιάσεως(Ψάλμ. 44, 8) καί δέχονται τόν ἀρραβώνα τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος, θά φτάσουν τά μέτρα τῆς τελειότητας, δηλαδή τῆς βασιλείας του

Χριστοῦ καί τῆς θείας υἱοθεσίας, καί θά μυηθοῦν στά μυστήρια τοῦ βασιλιά Χριστοῦ, ἔχοντας τήν ἄδεια νά πλησιάζουν τόν Πατέρα ὅποτε θέλουν; Γιατί ἄν καί δέν ἔχουν λάβει ἀκόμη τελείως τήν κληρονομιά, ἐπειδή σηκώνουν ἀκόμη τό βάρος του

σώματος, ἀλλ’ ὅμως λόγω τοῦ ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος εἶναι σίγουρες οἱ ἐλπίδες τους, καί δέν ἀμφιβάλλουν καθόλου ὅτι θά συμβασιλεύσουν μέ τό Χριστό(Β΄ Τιμ. 2,

12) καί ὅτι θά ἔχουν ἀφθονία καί πλεονασμό Πνεύματος· γιατί ἀπό αὐτήν ἤδη τή ζωή δοκίμασαν τή δύναμη καί τήν ἡδονή ἐκείνη. Τό κάλυμμα πού ἔβαλε ὁ σατανᾶς πάνω

στούς ἀνθρώπους μετά τήν παρακοή, ἔρχεται ἡ χάρη, καί μέ τήν κάθαρση τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ νοῦ, τό ἀφαιρεῖ ἐντελῶς καί πετάει σάν σκύβαλο μακριά κάθε μολυσμό καί κάθε ἀκάθαρτο λογισμό τῆς ψυχῆς, θέλοντας νά τήν κάνει καθαρή καί νά τήν ἐπαναφέρει στήν ἀρχική της κατάσταση, ὥστε νά βλέπει μέ καθαρά καί ἀνεμπόδιστα μάτια τή δόξα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός.

Οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι ἁρπάζονται ἀπό τώρα νοερά σ’ ἐκεῖνον τόν αἰώνα καί βλέπουν τά κάλλη καί τά θαύματά του. Ὅπως δηλαδή τά σωματικά μάτια, ὅταν εἶναι γερά καί ὑγιῆ, ἀτενίζουν μέ θάρρος τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, ἔτσι καί αὐτοί· χρησιμοποιώντας τόν φωτεινό καί καθαρμένο νοῦ τους, βλέπουν συνεχῶς τίς ἄδυτες λάμψεις τοῦ Κυρίου.

  1. Αὐτό τό μέτρο δέν κατακτᾶται εὔκολα ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπαιτεῖ συνεχεῖς κόπους καί πολλούς ἀγῶνες καί ἱδρῶτες. Γιατί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού καί ἡ χάρη εἶναι μαζί τους καί ἐνεργεῖ, καί ἡ κακία κρύβεται στά ἐνδόμυχα καί δέν

ἀπομακρύνεται διόλου, ἀλλά τά δύο πνεύματα, τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους, ἐνεργοῦν μέσα στήν ἴδια καρδιά. Θά μοῦ πεῖς ὅμως ὁπωσδήποτε: «Τί κοινό ὑπάρχει ἀνάμεσα στό φῶς καί στό σκοτάδι; Ἤ πῶς μπορεῖ νά ὑπάρχουν στόν ἴδιο τόπο ναός τοῦ Θεοῦ καί ναός εἰδώλων;»(Β΄Κορ. 6, 14 καί 16).

Κι ἐγώ θά σοῦ ἀποκριθῶ τό ἴδιο: Πράγματι τί κοινό ὑπάρχει ἀνάμεσα στό φῶς καί στό σκοτάδι; Ἤ σέ τί τό θεῖο φῶς συσκοτίζεται ἤ θολώνεται ἤ καταμολύνεται, αὐτό πού εἶναι ἐντελῶς καθαρό καί ἀμόλυντο; Ὅπως λέει ἡ Γραφή, τό φῶς λάμπει μέσα στό σκοτάδι, καί τό σκοτάδι δέν μπόρεσε νά τό σβήσει(Ἰω. 1, 5).

Ὥστε τά πράγματα δέν πρέπει νά τά ἐξηγοῦμε χωριστά καί μονοτροπα. Μερικοί ἐπαναπαύονται νά ἔχουν τόσο τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅσο νά μποροῦν νά συγκρατοῦν τόν ἑαυτό τους καί νά μήν τούς νικᾶ ἡ ἁμαρτία πού κατοικεῖ μέσα τους. Καί ἔτσι συμβαίνει, τώρα νά ἔχουν προσευχή νηφάλια καί ἀνάπαυση, κι ἔπειτα νά ἐνεργοῦνται ἀπό ἀκάθαρτους λογισμούς καί νά δελεάζονται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐνῶ συνυπάρχει δηλαδή καί ἡ θεία χάρη.

Ἐκεῖνοι λοιπόν πού εἶναι ἐπιπόλαιοι καί δέν ἐπιδιώκουν ἀκόμη τήν ἀκρίβεια, ὅταν ἔνιωσαν κάπως τήν ἐνέργεια τῆς θείας χάρης, νόμισαν ὅτι ἐλευθερώθηκαν γιά πάντα ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐκεῖνοι ὅμως πού ἔχουν διάκριση καί εἶναι νουνεχεῖς, δέ θά ἀρνηθοῦν ὅτι καί ὅταν κατοικεῖ μέσα τους ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καί πάλι ταράζονται ἀπό αἰσχρούς καί ἄτοπους λογισμούς.

  1. Γνωρίσαμε ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι τόσο πλούσια ἀπόλαυσαν τή θεία χάρη, ὥστε γιά πέντε καί ἕξι χρόνια νά μαραθεῖ καί νά σβήσει σ’ αὐτούς ἡ σαρκική ἐπιθυμία. Κατόπιν, ὅταν νόμισαν ὅτι ἔφτασαν στό λιμάνι καί στή γαλήνη, τότε ὅρμησε σάν ἀπό ἐνέδρα κατεπάνω τους ἡ δαιμονική κακία τόσο σκληρά καί ἄγρια, ὥστε νά δοκιμάσουν ἔκπληξη καί ἀπορία. Κανένας ὅμως ἀπ’ ὅσους εἶναι ὀξυδερκεῖς καί συνετοί δέν ξεθαρρεύεται νά πεῖ ὅτι, ἀφοῦ ἔχω τή χάρη, ἀπαλλάχθηκα ἀπό τήν ἁμαρτία.

Γιατί ἐνεργοῦν καί τά δύο, ὅπως εἴπαμε, καί ἡ χάρη καί ἡ ἁμαρτία, στόν ἴδιο νοῦ, ἄν καί οἱ ἐπιπόλαιοι καί ἀμαθεῖς, μόλις νιώσουν κάποια μικρή πνευματική κίνηση, λένε “νικήσαμε”. Ἐγώ νομίζω ὅτι τά πράγματα ἔχουν ὡς ἑξῆς: Ὅπως ὅταν λάμπει καθαρός

ἥλιος, καί πέσει ξαφνικά σκοτεινιά ἤ ὁμίχλη, σκοτίζεται τό φῶς τοῦ ἡλίου, παρόμοια συμβαίνει καί μ’ ἐκείνους πού ἔλαβαν τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν καθαρίστηκαν ὅμως ἀκόμη τελείως, ἀλλά στό βάθος κατέχονται ἀκόμη ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὥστε λοιπόν εἶναι πράγματι ἀπαραίτητη πολλή διάκριση γιά νά τά ἀντιληφθεῖ κανείς αὐτά τέλεια μέ τήν πείρα.

  1. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο χωρίς μάτια ἤ γλώσσα, αὐτιά καί πόδια, νά βλέπει κανείς ἤ νά μιλάει, ἤ νά ἀκούει ἤ νά περπατᾶ, ἔτσι ἐπίσης εἶναι ἀδύνατο χωρίς τό Θεό καί τή θεία ἐνέργεια νά γίνει κανείς κοινωνός τῶν θείων μυστηρίων καί νά γνωρίσει τή σοφία τοῦ Θεοῦ ἤ νά ἀποκτήσει τόν πλοῦτο τοῦ Πνεύματος. Γιατί οἱ Ἕλληνες σοφοί ἀσκοῦνται σέ λόγους καί ἀσχολοῦνται πρόθυμα μέ λογομαχίες. Οἱ δοῦλοι ὅμως του

Θεοῦ, καί ἄν δέν εἶναι ἐπιτήδειοι στά λόγια, ὅμως καταρτίζονται συνεχῶς μέ τή θεϊκή γνώση καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

  1. Καταλήγω νά ὑποθέσω ὅτι, ἀκόμη καί αὐτοί οἱ Ἀπόστολοι πού ἦταν γεμάτοι ἀπό τή χάρη τοῦ ἀγαθοῦ Παρακλήτου, δέν ἦταν ὁλότελα ἀπαλλαγμένοι ἀπό φροντίδες, ἀλλά μαζί μέ τήν ἀγαλλίαση καί τήν ἀνέκφραστη χαρά, εἶχαν καί κάποιο φόβο, πού προερχόταν βέβαια ἀπό τήν ἴδια τή χάρη καί ὄχι ἀπό τήν κακία. Γιατί ἡ ἴδια ἡ χάρη τούς προστάτευε ὥστε νά μήν πέσουν οὔτε στήν παραμικρή παρεκτροπή.

Καί ὅπως ἕνα μικρό παιδί πού χτυπᾶ ἕνα τεῖχος μέ ἕνα πετραδάκι, δέν τοῦ κάνει τίποτε, ἤ ὅπως ἕνα ἀσθενικό βέλος ἐλάχιστα βλάπτει ἕναν γερό θώρακα, ἔτσι καί ἄν ἕνα μικρό μέρος τῆς κακίας προσέβαλλε τούς Ἀποστόλους, δέν πετύχαινε τίποτε, γιατί ἦταν πολύ καλά θωρακισμένοι μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Πλήν ὅμως, ἄν καί

ἦταν τέλειοι, ἦταν παροῦσα σ’ αὐτούς καί ἡ ἐλευθερία τοῦ αὐτεξουσίου, καί ὄχι ὅπως μερικοί ἀνόητα λένε ὅτι μετά τή χάρη παύουν οἱ φροντίδες καί ὑπάρχει ἀνάπαυση. Γιατί ὁ Κύριος, καί ἀπό τούς τελείους ἀκόμη ζητεῖ νά εἶναι τό θέλημα τῆς ψυχῆς στήν ὑπηρεσία τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά συμβαδίζουν καί τά δύο. Ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος: «μή σβήνετε τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος»(Α΄ Θεσ. 5, 19) .

  1. Νά μιλάει κανείς γιά τά πράγματα μόνο μέ λόγια, εἶναι πρόχειρο καί εὔκολο. Εἶναι εὔκολο στόν καθένα νά πεῖ ὅτι τοῦτο τό ψωμί, γιά παράδειγμα, γίνεται ἀπό σιτάρι. Τόν λεπτομερῆ ὅμως τρόπο τῆς κατασκευῆς του δέν μπορεῖ ὁ καθένας νά τόν ἐκθέσει, ἀλλά μόνον ὅσοι γνωρίζουν. Ἔτσι λοιπόν νά μιλάει ἁπλῶς κανείς γιά τήν ἀπάθεια καί τήν τελειότητα, εἶναι εὔκολο, νά τό μάθει ὅμως μέ τήν πείρα καί ἀληθινά, αὐτό σημαίνει νά καταλάβει ἀληθινά στήν πράξη πῶς κατορθώνεται ἡ τελειότητα.
  2. Ὅσους λένε πνευματικά λόγια χωρίς νά τά γευθοῦν καί νά τά δοκιμάσουν, αὐτούς τούς παρομοιάζω μέ ἕναν ἄνθρωπο πού μέσα στό καλοκαίρι καί ἀκριβῶς τό καταμεσήμερο περνᾶ ἕναν τόπο ἔρημο καί ἄνυδρο, καί ἔπειτα, ἀπό τήν πολλή καί φλογισμένη δίψα φαντάζεται ὅτι κοντά εἶναι μιά πηγή μέ κρύο, γλυκό καί καθαρό νερό, καί ὅτι πίνει ἀπό αὐτήν χωρίς νά τόν ἐμποδίζει κανείς, ὅσο θέλει. Ἤ ἀκόμη μέ ἄνθρωπο πού δέν ἔχει γευθεῖ ποτέ μέλι καί προσπαθεῖ νά δώσει στούς ἄλλους νά ἐννοήσουν τί εἴδους εἶναι ἡ γλυκύτητά του.

Τέτοιοι εἶναι πράγματι ὅσοι δέ δοκίμασαν στήν πράξη καί μέ ἐσωτερική πληροφορία τά σχετικά μέ τήν τελειότητα καί τόν ἁγιασμό καί τήν ἀπάθεια καί θέλουν νά μιλοῦν γι’ αὐτά στούς ἄλλους. Γιατί ἄν τούς δώσει ὁ Θεός νά λάβουν μικρή αἴσθηση γιά κάτι ἀπό ὅσα λένε, τότε θά ἐννοήσουν ὁπωσδήποτε ὅτι δέν ἦταν τά πράγματα ὅπως τά ἔλεγαν, ἀλλά ἡ ἀλήθεια εἶναι πολύ διαφορετική. Κινδυνεύει δηλαδή κάπως ὁ Χριστιανισμός λίγο-λίγο νά ξεφεύγει ἀπό τόν κανονικό του δρόμο καί νά πέφτει σέ ἀθεΐα.

Ἔτσι ὁ Χριστιανισμός εἶναι σάν φαγητό καί ποτό, καί ὅσο περισσότερο τόν γεύεται κανείς, τόσο ἀνάβει τήν ἐπιθυμία γιά περισσότερα Καί γίνεται ὁ νοῦς ἀχόρταστος καί ἀκατάσχετος. Εἶναι σάν νά δώσει κανείς σ’ ἕναν διψασμένο ἕνα γλυκό ποτό καί νά

τόν κάνει ὄχι μόνο ἀπό τή δίψα, ἀλλά καί ἀπό τήν ἡδονή τοῦ ποτοῦ νά τό ἐπιθυμεῖ πιό ἄπληστα. Αὐτά ὅμως, ὅπως εἴπαμε, δέν τά νοοῦμε μόνο μέ λόγια χωρίς πείρα, ἀλλά ἐπιτελοῦνται μέ μυστική νοερή ἐργασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἔτσι λέγονται.

  1. Τό Εὐαγγέλιο διατάζει κατηγορηματικά κάθε ἄνθρωπο, νά κάνει ἤ νά μήν κάνει κάτι, ὥστε νά γίνει φίλος του φιλάνθρωπου Βασιλιά. Λέει δηλαδή: «Νά μήν ὀργιστεῖς(Ματθ. 5, 22), νά μήν ἐπιθυμήσεις(Ματθ. 5, 28), ἄν σέ ραπίσει κανείς στό δεξί μάγουλο, γύρισέ του καί τό ἄλλο(Ματθ. 5, 39)».

Ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος, ἀκολουθώντας ἀπό κοντά τα προσταγμένα, ἐκπαιδεύει καί πῶς πρέπει σταδιακά νά γίνεται τό ἔργο τῆς καθάρσεως, μέ ὑπομονή καί μακροθυμία. Πρῶτα τους τρέφει μέ γάλα σάν νήπια(Α΄ Κορ. 3, 1-2), ἔπειτα τούς φέρνει σέ μεγαλύτερη ἡλικία(Ἔφ. 4, 14-16), καί τέλος στήν τελειότητα(Ἑβρ. 5, 14· 6,1). Νά τό ποῦμε μέ ἕνα παράδειγμα: τό Εὐαγγέλιο εἶπε νά γίνει τέλειος ὁ χιτώνας ἀπό μαλλί, ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος ἐξήγησε καθαρά καί πῶς νά λαναρίζεται τό μαλλί, καί πῶς νά ὑφαίνεται καί νά κατασκευάζεται ὁ χιτώνας.

  1. Εἶναι μερικοί πού ἀπέχουν ἀπό φανερή πορνεία καί κλοπή καί πλεονεξία καί τά ὅμοια κακά, καί γι’ αὐτό συναριθμοῦν τόν ἑαυτό τους μέ τούς Ἁγίους. Ἀπέχει ὅμως πολύ αὐτό ἀπό τήν ἀλήθεια. Γιατί πολλές φορές, ἐνῶ ἡ κακία φωλιάζει στό νοῦ τους καί ζεῖ ἐκεῖ ἔρποντας, δείχνει πῶς τούς ἄφησε κι ἔφυγε. Ἅγιος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος πού ἁγιάστηκε καί καθάρισε τελείως τόν ἐσωτερικό του ἄνθρωπο.

Κάποιος ἀδελφός, ἐνῶ προσευχόταν μαζί μέ ἄλλους ἀδελφούς, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τή θεία δύναμη, καί μέ ἁρπαγή τοῦ νοῦ τοῦ εἶδε τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ καί τά ἐκεῖ φωτεινά κατοικητήρια καί φῶς ἄπειρο καί ἀνέκφραστο, καί ἄκουσε φωνή ὅτι αὐτός εἶναι ὁ τόπος τῆς ἀναπαύσεως τῶν δικαίων. Μετά ἀπό αὐτό, ὑπερηφανεύτηκε καί νομίζοντας τόν ἑαυτό τοῦ σπουδαῖο, ἔπεσε σέ βάθος ἁμαρτιῶν καί κυριεύτηκε ὕστερα ἀπό πολλά κακά.

Ἄν λοιπόν αὐτός ἔπαθε τέτοια, πῶς εἶναι δυνατόν ὁ καθένας νά λέει, «ἀφοῦ νηστεύω καί ζῶ σάν ξένος καί δίνω ἐλεημοσύνη ἀπό τά ὑπάρχοντά μου(Α΄ Κορ. 13, 3) καί ἔχω φυλαχθεῖ ἀπό τά κακά πού εἴπαμε καί τίποτε δέν μοῦ λείπει, ἄρα εἶμαι κι ἐγώ ἅγιος»; Γιατί ὅπως εἴπαμε, τελειότητα εἶναι ὄχι ἡ ἀποχή ἀπό τά φανερά κακά, ἀλλά τέλεια κάθαρση εἶναι ἡ κάθαρση τῆς διάνοιας.

  1. Ἐσύ πού τά ὑποστηρίζεις αὐτά, πέρασε μέσα σου μέ τήν ἐπιστασία στούς λογισμούς σου, καί σκύψε πάνω στό νοῦ σου, τόν αἰχμάλωτο καί δοῦλο τῆς ἁμαρτίας, καί δές τό φίδι πού φωλιάζει πιό κάτω κι ἀπό τό νοῦ καί πιό βαθιά ἀπό τούς λογισμούς, στά λεγόμενα ἄδυτα τῆς ψυχῆς σου, καί ἐπιδιώκει νά σέ σκοτώνει πλήττοντας τά πιό οὐσιώδη μέρη τῆς ψυχῆς σου. Γιατί ἀληθινά εἶναι ἄβυσσος ἀκατανόητη ἡ καρδιά.

Ἄν λοιπόν σκότωσες τό φίδι, ἄν καθάρισες ὅλη τήν ἀνομία πού ἔχεις μέσα σου καί ἀπέρριψες τήν ἁμαρτία, τότε καυχήσου γιά τήν καθαρότητα πού σου ἔδωσε ὁ Θεός. Ἄν ὅμως ὄχι, τότε ταπεινώσου σάν φτωχός καί ἁμαρτωλός ἀκόμη, καί πλησίασε παρακαλώντας τό Χριστό νά σέ καθαρίσει ἀπό τίς κρυφές ἁμαρτίες σου(Ψάλμ. 18,

13). Γιατί ὅλη ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη παρουσιάζεται νά μιλάει γιά τήν καθαρότητα.

Καί κάθε ἄνθρωπος, Ἰουδαῖος καί εἰδωλολάτρης, ἀγαπᾶ τήν καθαρότητα, κι ἅς μήν εἶναι ἀπ’ ὅλους κατορθωτή. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας δέν μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ διαφορετικά, παρά μόνο μέσω τοῦ Ἰησοῦ. Γιατί Αὐτός εἶναι ἡ ἐνυπόστατη καί ἀπόλυτη ἀλήθεια. Καί χωρίς αὐτήν τήν Ἀλήθεια εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίσει κανείς τήν ἀλήθεια ἤ νά ἐπιτύχει τή σωτηρία .

Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: Λόγοι σέ 150 κεφάλαια – ἐ΄) Περί ἀγάπης

(Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, γ΄ τόμος)

  1. Ὅπως στά φαινόμενα πράγματα ἀπαρνήθηκες τόν ἐξωτερικό ἄνθρωπο, δίνοντας ἐλεημοσύνη καί σκορπίζοντας τά ὑπάρχοντά σου, ἔτσι πρέπει νά ἀπαρνηθεῖς τίς ἁμαρτωλές συνήθειες. Καί ἄν ἀπέκτησες σοφία σαρκική ἡ γήινες γνώσεις, ἀρνήσου τές. Ἄν στηρίζεσαι σέ προτερήματα τῆς σάρκας, ἀπομακρύνσου ἀπ’ αὐτά, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου καί μίκρυνε τόν. Γιατί μόνο ἔτσι θά μπορέσεις νά γίνεις μαθητής τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος(Α΄ Κορ. 1, 21). Καί σ’ αὐτή θά βρεῖς τήν ἀληθινή σοφία, ὄχι σέ κομψά λόγια, ἀλλά στή δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ἔχοντας ἐσωτερικά τα ἴδια ἐνεργήματα μ’ ἐκείνους πού καταξιώθηκαν νά τήν ἀποκτήσουν. Ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά τούς Ἰουδαίους σκάνδαλο, γιά τούς Ἕλληνες μωρία, γιά μᾶς ὅμως τούς σωζόμενους εἶναι δύναμη Θεοῦ καί Θεοῦ σοφία(Α΄ Κορ. 1, 23-

24).

  1. Κι ἄν ἀκόμη ἔλαβες οὐράνια γεύση, καί ἄν ἔγινες μέτοχος ἐκείνης τῆς σοφίας καί ἀπέκτησες ἀνάπαυση στήν ψυχή σου, μήν ὑπερηφανεύεσαι, μήτε νά ξεθαρρεύεις σάν νά ἔφτασες πλέον καί νά κατάκτησες ὅλη τήν ἀλήθεια, γιά νά μήν ἀκούσεις καί σύ:

«Τώρα πλέον εἴσαστε χορτάτοι! Τώρα πλέον γίνατε πλούσιοι! Χωρίς ἐμᾶς, κατακτήσατε τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν! Καί μακάρι νά βασιλεύατε, γιά νά βασιλεύσομε κι ἐμεῖς μαζί σας.»(Α΄ Κορ. 4, 8). Ἀλλά καί ἄν γεύθηκες τά οὐράνια, νά πιστεύεις ὅτι δέν ἄγγιξες ἀκόμη τό Χριστιανισμό. Αὐτό τό φρόνημα νά μήν εἶναι ἐπιφανειακό, ἀλλά νά τό ἔχεις πάντοτε σάν φυτεμένο καί ἐπικυρωμένο ὁριστικά μέσα στή διάνοιά σου.

  1. Ὅπως ὁ πλεονέκτης, καί ἄν συνάξει ἀναρίθμητα χρήματα, δέν χορταίνει, ἀλλά ὅσα προσθέτονται κάθε μέρα, τόσο αὐξάνουν τήν ἐπιθυμία του γιά περισσότερα, ἤ ὅπως ἐκεῖνος πού ἀπομακρύνεται ἀπό ἕνα ποτάμι μέ γλυκύτατο νερό πρίν ξεδιψάσει,

νιώθει μεγαλύτερη δίψα, ἔτσι καί στόν καθένα ἡ γεύση τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει κόρο ἤ τέλος, ἀλλά ὅσο πλουτίζει κανείς μέ αὐτόν τόν πλοῦτο, τόσο νομίζει τόν ἑαυτό τοῦ φτωχό.

Οἱ Χριστιανοί δέν θεωροῦν πολύτιμη τή ζωή τους, ἀλλά αἰσθάνονται νά εἶναι ἐντελῶς τιποτένιοι μπροστά στό Θεό, καί θεωροῦν τούς ἑαυτούς τῶν δούλους ὅλων των ἀνθρώπων. Πολύ χαίρεται ὁ Θεός καί ἀναπαύεται μέ αὐτή τήν ψυχή, γιά τήν ταπείνωσή της. Ἄν λοιπόν ἔχει κανείς κάποιο καλό ἤ καί εἶναι πνευματικά πλούσιος, νά μή νομίζει γι’ αὐτό ὅτι εἶναι κάτι ἤ ὅτι ἔχει κάτι. Γιατί ὁ Κύριος σιχαίνεται τήν οἴηση, καί αὐτή εὐθύς ἀπ’ τήν ἀρχή ἔχει διώξει ἀπό τόν Παράδεισο τόν ἄνθρωπο πού ἄκουσε ὅτι “θά εἶστε σάν θεοί”(Γέν. 3, 5) καί πῆρε θάρρος μ’ αὐτή τή μάταιη ἐλπίδα.

Σκέψου ὅτι ὁ Θεός σου καί Βασιλιάς, ἀλλά καί Υἱός τοῦ Θεοῦ, κένωσε τόν ἑαυτό Τοῦ παίρνοντας μορφή δούλου(Φιλιπ. 2, 7), ὅτι ἔγινε φτωχός(Β΄ Κορ. 8, 9) καί συγκαταριθμήθηκε μεταξύ των ἀτίμων(Μάρκ. 15, 28) καί σταυρώθηκε. Ἄν ἔτσι ἔγινε μέ τό Θεό, ἐσύ ὁ ἄνθρωπος πού ἀποτελεῖσαι ἀπό σάρκα καί αἷμα, πού εἶσαι χῶμα καί στάχτη(Γέν. 18, 27) καί πού —ἀλοίμονο— δέν ἔχεις τίποτε τό ἀγαθό, ἀλλά εἶσαι τελείως ἀκάθαρτος, πῶς ἔχεις μεγάλη ἰδέα καί ἀλαζονεύεσαι; Ἐσύ λοιπόν, ἄν βέβαια εἶσαι συνετός, ἀκόμη καί γιά κάτι καλό πού ἔλαβες ἀπό τό Θεό, νά λές: «Αὐτό δέν εἶναι δικό μου, ἀπό Ἄλλον τό πῆρα· καί ἄν Αὐτός τό κρίνει σκόπιμο, θά μοῦ τό πάρει πίσω». Ἔτσι κάθε καλό νά τό ἀποδίδεις στόν Κύριο, κάθε κακό στόν ἑαυτό σου.

  1. Ὁ θησαυρός πού λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι τόν ἔχομε σέ πήλινα σκεύη(Β΄ Κορ. 4, 7), νά πιστεύεις ὅτι εἶναι ἡ ἁγιαστική δύναμη τοῦ Πνεύματος, τήν ὁποία ἀξιώθηκε νά λάβει ἀπό αὐτήν ἀκόμη τή ζωή. Γιατί λέει πάλι κάπου ὁ ἴδιος: «Αὐτός ἔγινε γιά μᾶς σοφία ἀπό τό Θεό, καί δικαίωση καί ἁγιασμός καί ἀπολύτρωση»(Α΄ Κορ. 1, 30).

Ἐκεῖνος λοιπόν πού βρῆκε καί κρατάει μέσα του τόν ἐπουράνιο αὐτό θησαυρό τοῦ Πνεύματος, μπορεῖ νά ἐργάζεται κάθε ἀρετή καί κάθε ἐντολή, ὄχι μόνον καθαρά καί ἄψογα, ἀλλά καί χωρίς κόπους καί χωρίς κούραση, πράγμα πού πρωτύτερα κάθε ἄλλο παρά τό ἔκανε ἄκοπα. Γιατί αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κάνει κανείς, ἀκόμη καί ἄν θέλει

νά καλλιεργήσει ἀληθινά τόν καρπό τοῦ Πνεύματος, πρίν λάβει τό ἀγαθό πνεῦμα.

Πλήν ὅμως ἅς βιάζει ὁ καθένας τόν ἑαυτό τοῦ κάθε φορᾶ καί ἅς τρέχει μέ ὑπομονή(Ἑβρ. 12, 1) καί πίστη, καί ἅς παρακαλεῖ θερμά το Χριστό, ὥστε νά ἐπιτύχει αὐτόν τόν ἐπουράνιο θησαυρό. Καί τότε, ὅπως εἴπαμε, μέ τή δύναμη καί τή χάρη Του, θά μπορεῖ νά ἐργάζεται τό σύνολο τῶν ἀρετῶν καθαρά, τέλεια καί χωρίς μόχθο καί ταλαιπωρία.

  1. Ἐκεῖνοι πού ἔχουν τόν θεϊκό πλοῦτο τοῦ Πνεύματος μέσα τους, ὅταν ἀπευθύνουν σέ ἄλλους λόγια πνευματικά, τά μεταδίδουν στούς συνομιλητές τους σάν νά τά βγάζουν ἀπό τό θησαυρό πού ἔχουν μέσα τους(Ματθ. 12, 35). Ὅσοι ὅμως δέν ἀπέκτησαν αὐτόν τό θησαυρό στό βάθος τῆς καρδιᾶς τους, ἀπό τόν ὁποῖο ἀναβρύζει ἀγαθοσύνη θεϊκῶν ἐνθυμήσεων καί μυστηρίων καί βαθύτατων λόγων, ἀλλά ἀνθολογοῦν ὁρισμένα μόνο ἀπό τή μία καί τήν ἄλλη Γραφή καί τά ἔχουν στήν ἄκρη τῆς γλώσσας τους ἤ ἄκουσαν καί ἀπό πνευματικούς ἀνθρώπους, κομπάζουν στούς λόγους αὐτούς, προβάλλοντας τά ξένα σάν δικά τους, καί ἐμφανίζονται σάν γονεῖς ξένων τέκνων.

Αὐτοί, στούς ἄλλους μέν πρόσφεραν ἄκοπη τήν ἀπόλαυση τῶν λόγων, οἱ ἴδιοι ὅμως μετά τήν ὁμιλία τούς βρέθηκαν νά μοιάζουν μέ φτωχούς, γιατί ὁ κάθε λόγος τους σάν νά γύρισε σ’ ἐκεῖνον ἀπό τόν ὁποῖο τόν πῆραν, κι αὐτοί ἔμειναν χωρίς δικό τους θησαυρό, ἀπό τόν ὁποῖο νά μποροῦν καί τόν ἑαυτό τούς πρῶτα νά εὐφραίνουν, καί τούς ἄλλους νά ὠφελοῦν.

Γι’ αὐτό πρέπει πρῶτα νά ζητοῦμε ἀπό τό Θεό νά βάλει μέσα μας αὐτόν τόν ἀληθινό πλοῦτο, καί τότε θά εἶναι εὔκολο καί τούς ἄλλους νά ὠφελοῦμε καί νά τούς μεταδίδομε λόγους πνευματικούς καί θεία μυστήρια. Γιατί ἔτσι εὐδόκησε ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά κατοικήσει σέ κάθε ἕναν πού πιστεύει. «Ὅποιον μέ ἀγαπᾶ, λέει, θά τόν ἀγαπήσει ὁ Πατέρας μου· θά τόν ἀγαπήσω κι ἐγώ καί θά τοῦ φανερώσω

τόν ἑαυτό μου. Ἐγώ καί ὁ Πατέρας θά ἔρθομε καί θά κατοικήσομε σ’ αὐτόν(Ἰω. 14, 21

καί 2)».

  1. Ἐκεῖνοι πού ἀξιώθηκαν νά γίνουν τέκνα Θεοῦ καί ἔχουν τό Χριστό νά ἀκτινοβολεῖ μέσα τους, διευθύνονται ἀπό ποικίλους καί διαφόρους τρόπους τοῦ Πνεύματος καί περιθάλπονται στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους ἀπό τή χάρη. Δέν εἶναι ἀνάρμοστο νά φέρομε παραδείγματα ἀπό τίς κοσμικές ἀπολαύσεις, γιά νά πάρομε κάποια ἰδέα τῶν θείων ἐνεργημάτων τῆς χάρης μέσα στήν ψυχή.

Συμβαίνει δηλαδή καμιά φορᾶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί σάν νά βρίσκονται σέ βασιλικό δεῖπνο νά εὐφραίνονται καί νά χαίρονται μέ κάποια ἀνέκφραστη καί ἀνείπωτη ἀγαλλίαση. Καί ἄλλοτε, σάν νεόνυμφοι νά νιώθουν πνευματική ἡδονή, ἐνῶ ἄλλοτε σάν ἀσώματοι ἄγγελοι νά αἰσθάνονται τόση ἐλαφρότητα στό σῶμα τους, ὥστε νά νομίζουν ὅτι δέν ἔχουν σῶμα. Καί ἄλλοτε σάν νά εὐφραίνονται καί νά μεθοῦν μέ τήν ἀνέκφραστη μέθη τῶν μυστηρίων τοῦ Πνεύματος, ἐνῶ ἄλλοτε κλαῖνε καί ὀδύρονται προσευχόμενοι γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Γιατί πυρπολοῦνται ἀπό τή θεία ἀγάπη τοῦ Πνεύματος πρός ὅλους τους ἀνθρώπους καί παίρνουν ἐπάνω τους τό πένθος ὅλων των ἀπογόνων του Ἀδάμ. Ἄλλοτε πάλι, τό πνεῦμα ἄναψε μέσα τους τόση ἀγάπη, ἑνωμένη μέ ἀνείπωτη ἡδονή, ὥστε ἄν ἦταν δυνατόν κάθε ἄνθρωπο νά τόν ἀγκαλιάσουν, χωρίς νά ξεχωρίζουν καλό ἤ κακό.

Ἄλλοτε, τόσο πολύ ἐξουδένωσαν τόν ἑαυτό τους, ὥστε νά νομίζουν ὅτι κανένας δέν εἶναι παρακάτω ἀπ’ αὐτούς, ἀλλά ὅτι εἶναι τελευταῖοι ἀπ’ ὅλους. Κάποτε τούς πλημμυρίζει κάποια ἀνέκφραστη πνευματική χαρά, ἐνῶ κάποτε, παρόμοια μέ ἕνα χειροδύναμο πού φόρεσε βασιλική πανοπλία καί ἀφοῦ κατέβηκε στόν πόλεμο, κατατρόπωσε τούς ἐχθρούς, καί αὐτοί ὁπλίσθηκαν μέ τά ὅπλα τοῦ Πνεύματος καί συγκρούσθηκαν μέ τούς ἀόρατους ἐχθρούς καί τούς ἔριξαν κάτω ἀπό τά πόδια τους.

Πότε τούς κυκλώνει μεγάλη γαλήνη καί ἡσυχία καί τούς ἀγκαλιάζει ἡ εἰρήνη καί τούς κυριεύει μιά θαυμαστή πνευματική ἡδονή, καί πότε γεμίζουν σύνεση καί θεία σοφία καί ἀνεξιχνίαστη πνευματική γνώση. Καί γενικά, δέχονται τόση σοφία ἀπό τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅση δέν μπορεῖ καμιά γλώσσα νά διηγηθεῖ. ?στόσο συχνά ἔχουν ἐξωτερική ὄψη ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι.

Ἔτσι ἡ θεία χάρη μέ πολλούς τρόπους ἀλλάζει καί διαφοροποιεῖται μέσα σ’ αὐτούς,

σάν νά θέλει νά παιδαγωγεῖ καί νά γυμνάζει τήν ψυχή, γιά νά τήν παρουσιάσει τέλεια

καί ἄμεμπτη καί καθαρότατη στόν ἐπουράνιο Πατέρα.

  1. Τά παραπάνω ἐνεργήματα τοῦ Πνεύματος ἀνήκουν στά ὑψηλά πνευματικά μέτρα πού εἶναι πολύ κοντά στήν τελειότητα. Αὐτές οἱ ποικίλες παρηγοριές τῆς χάρης ἐνεργοῦνται σ’ αὐτούς ἀπό τό πνεῦμα μέ διάφορους τρόπους, ἀλλά ὅμως ἀκατάπαυστα, καί ἡ μία πνευματική ἐνέργεια διαδέχεται τήν ἄλλη.

Ὅταν φτάσει κανείς στήν πνευματική τελειότητα, ἀφοῦ καθαρθεῖ ὁλότελα ἀπό ὅλα τα πάθη καί ἑνωθεῖ καί ἀνακραθεῖ ἐντελῶς μέσω τῆς ἀνέκφραστης μεθέξεως μέ τό Παράκλητο πνεῦμα, ὅταν καί αὐτή ἡ ψυχή καταξιωθεῖ νά γίνει πνεῦμα, ἐπειδή ἑνώθηκε μέ τό πνεῦμα, τότε γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος πνεῦμα, ὅλος χαρά, ὅλος ἀνάπαυση, ὅλος ἀγαλλίαση, ὅλος ἀγάπη, ὅλος εὐσπλαχνία, ὅλος ἀγαθότητα καί καλωσύνη.

Καί κατά κάποιο τρόπο καταπίνεται μέσα στίς ἀρετές τῆς δυνάμεως τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος, σάν μιά πέτρα στήν ἄβυσσο τῆς θάλασσας πού περιβάλλεται ὅλη ἀπό νερό. Αὐτοί λοιπόν πού ἑνώθηκαν ἐξ ὁλοκλήρου μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔχουν ἐξομοιωθεῖ μέ τό Χριστό καί ἔχουν τίς ἀρετές τοῦ Πνεύματος ἀμετάβλητες καί παρουσιάζουν σέ ὅλους τέτοιους καρπούς. Γιατί ἀφοῦ ἔγιναν μέσα τους ἄμεμπτοι καί καθαροί στήν καρδιά(Ματθ. 5, 10) ἀπό τό Πνεῦμα, εἶναι ἀδύνατο νά παρουσιάσουν ἐξωτερικά καρπούς κακίας, ἀλλά πάντοτε λάμπουν σ’ αὐτούς οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος.

Αὐτή εἶναι ἡ προκοπή τῆς πνευματικῆς τελειότητας, τῆς πληρότητας πού δίνει ὁ Χριστός, στήν ὁποία μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος νά φτάσομε, λέγοντας: «Γιά νά γεμίσετε μέ ὅλη τήν πληρότητα πού δίνει ὁ Χριστός»(Ἔφ. 3, 19), καί πάλι: «Ὥσπου νά καταλήξομε ὅλοι νά γίνομε ὥριμοι, μέ ὅλη τήν πληρότητα πού δίνει ὁ Χριστός»(Ἔφ.

4, 13).

  1. Συμβαίνει, μόλις κανείς γονατίσει στήν προσευχή, νά γεμίζει ἡ καρδιά του ἀπό θεία ἐνέργεια καί ἡ ψυχή χαίρεται μαζί μέ τόν Κύριο σάν νύμφη μέ τόν νυμφίο, ὅπως προαναφέρθηκε. Αὐτό τό λέει,καί ὁ μέγας Ἠσαΐας: «Ὅπως χαίρεται ὁ νυμφίος μέ τή νύμφη, ἔτσι θά χαρεῖ ὁ Κύριος μαζί σου»(Ἡσ. 62, 5).

Συμβαίνει πάλι, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νά εἶναι ἀπασχολημένος ὅλη τήν ἡμέρα, καί ὅταν κάποια ὥρα εὐκαιρήσει νά προσευχηθεῖ, νά ἁρπάζεται ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος στό ἄπειρο βάθος τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.

Τόν πλημμυρίζει τότε κάποια ἀνέκφραστη καί ἄμετρη ἡδονή, ὥστε ὁ νοῦς νά κυριεύεται ἀπό ἔκπληξη καθώς ἔχει ὅλος ἁρπαγεῖ στά ὕψη, καί νά τοῦ προκαλεῖται στό διάστημα αὐτό λήθη ὅλου του ἐπιγείου φρονήματος, γιατί μέστωσαν, ὅπως εἴπαμε, οἱ λογισμοί του καί ὁδηγήθηκαν αἰχμάλωτοι σέ ἀπέραντα καί ἀκατάληπτα πράγματα.

Καί ἀπό τήν προσευχή συμβαίνει ἐκείνη τήν ὥρα στόν ἄνθρωπο νά φεύγει καί ἡ ψυχή μαζί μέ τήν προσευχή.

  1. Σ’ ἐκεῖνον πού ἐρωτᾶ ἄν εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος πάντοτε νά βρίσκεται σέ τέτοια κατάσταση, πρέπει νά ποῦμε τά ἑξῆς. Δέν ὑπάρχει χρόνος πού νά μή συνυπάρχει ἡ χάρη μέ τόν ἄνθρωπο, νά μήν εἶναι ριζωμένη καί νά μή γίνεται σάν κάτι φυσικά ἑνωμένο στόν ἄνθρωπο μέ τόν ὁποῖο συνυπάρχει. Καί ἐνῶ αὐτή εἶναι μία, οἰκονομεῖ τά πράγματα ὅπως θέλει, κατά πολλούς τρόπους, γιά τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ φωτιά δηλαδή μέσα σ’ αὐτόν, ἄλλοτε καίει περισσότερο, ἄλλοτε λιγότερο. Καί τό φῶς ἄλλοτε λάμπει περισσότερο, ἄλλοτε μαζεύεται καί σκυθρωπάζει, κατά θεία πάντως οἰκονομία, παρ’ ὅλο πού ἡ λαμπάδα καίει χωρίς νά σβήνει. Ὅταν ὅμως τό φῶς γίνεται λαμπρότερο, τότε καί ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζεται σάν νά μεθᾶ περισσότερο μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἐνίοτε τό ἴδιο αὐτό φῶς πού φέγγει ἀκατάπαυστα στήν καρδιά, ἀνοίγει δίοδο στό ἐσωτερικότερο καί βαθύτερο φῶς, ὥστε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, βυθισμένος στή γλυκύτητα καί στή θεωρία ἐκείνη, νά μή βρίσκεται πλέον στόν ἑαυτό του, ἀλλά νά ζεῖ στόν κόσμο σάν μωρός καί ἄξεστος ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης πού ἁπλώθηκε στήν ψυχή, καί τῆς ἡδονῆς καί τοῦ βάθους τῶν μυστηρίων πού ἀξιώθηκε.

Καί συμβαίνει πολλές φορές σ’ αὐτόν τόν καιρό νά φτάσει τά μέτρα τῆς τελειότητας καί νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ψεγάδι, ἔπειτα ὅμως ἀπό αὐτά νά συσταλεῖ κατά κάποιο τρόπο ἡ χάρη καί νά πέσει στήν ψυχή τό κάλυμμα τῆς ἐχθρικῆς δυνάμεως.

  1. Νά ξέρεις ὅτι τά σχετικά μέ τή χάρη ἔχουν ὡς ἑξῆς. Ἅς ὑποθέσομε ὅτι ἡ τελειότητα ἔχει δώδεκα σκαλοπάτια. Συμβαίνει λοιπόν νά φτάνει κανείς καί σ’ αὐτό τό μέτρο. Ἀλλά πάλι ὑποχωρεῖ ἡ χάρη καί κατεβαίνοντας ἕνα σκαλοπάτι σταματᾶ, ἅς ποῦμε, στό ἑνδέκατο. Φανερώσαμε παραπάνω ἐκεῖνα τά θαυμάσια, τά ὁποῖα δοκίμασε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ἄν λοιπόν εἶχε αὐτά τά θαυμάσια συνεχῶς στόν ἴδιο βαθμό, τότε οὔτε θά τοῦ ἦταν δυνατό νά οἰκονομεῖ τούς ἀδελφούς καί νά τούς διδάσκει.

Ἐπειδή οὔτε νά ἀκούει θά μποροῦσε, οὔτε νά μιλάει, ἤ καί νά φροντίζει γιά κάτι, ἔστω καί τό παραμικρό, παρά θά βρισκόταν σέ μιά γωνιά ἐκστατικός καί σάν μεθυσμένος. Γι’ αὐτό καί δέν τοῦ δόθηκε τό τέλειο μέτρο, γιά νά ἔχει καιρό καί τούς ἀδελφούς νά φροντίζει καί νά ἀσχολεῖται μέ τήν διακονία τοῦ λόγου.

  1. Ὅταν ἀκοῦμε τά λόγια τῆς βασιλείας καί μᾶς ἔρχονται δάκρυα, νά μήν περιοριστοῦμε στά δικά μας δάκρυα, οὔτε στήν ἀκοή μας ὅτι καλά ἀκούσαμε, οὔτε στά μάτια μας ὅτι καλά εἴδαμε, καί νομίσομε ὅτι αὐτά μας εἶναι ἀρκετά.

Γιατί ὑπάρχουν καί ἀλλά αὐτιά καί ἀλλά μάτια καί ἀλλά δάκρυα, ὅπως ἐπίσης καί ἄλλη διάνοια καί ψυχή, πού εἶναι αὐτό τοῦτο τό θεϊκό καί ἐπουράνιο πνεῦμα, τό ὁποῖο ἀκούει καί κλαίει καί προσεύχεται καί γνωρίζει καί πράττει ἀληθινά το θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ καί ὁ Κύριος, ὅταν ὑποσχόταν στούς Ἀποστόλους τή μέγιστη δωρεά τοῦ Πνεύματος, εἶπε: «Ἐγώ φεύγω, ἀλλά ὁ Παράκλητος, τό Ἅγιο πνεῦμα, πού θά στείλει ὁ Πατέρας στό ὄνομά μου, ἐκεῖνος θά σᾶς διδάξει τά πάντα»(Ἰω. 14, 26), καί πάλι: «Ἔχω πολλά νά σᾶς πῶ ἀκόμα, ἀλλά δέν μπορεῖτε τώρα νά σηκώσετε

μεγαλύτερο βάρος. Ὅταν ὅμως θά ἔρθει ἐκεῖνος, τό πνεῦμα τῆς ἀλήθειας, θά σᾶς ὁδηγήσει σέ ὅλη τήν ἀλήθεια»(Ἰω. 16, 12-13).

Ἐκεῖνος λοιπόν θά προσευχηθεῖ καί ἐκεῖνος θά κλάψει· γιατί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἐμεῖς δέν ξέρομε πῶς νά προσευχηθοῦμε ὅπως πρέπει, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἴδιο μεσιτεύει γιά μᾶς μέ στεναγμούς πού δέν ἐκφράζονται μέ λέξεις(Ρωμ. 8, 26). Γιατί μόνο στό πνεῦμα εἶναι φανερό το θέλημα τοῦ Θεοῦ: «Κανείς δέ γνωρίζει ὅσα ἀναφέρονται στό Θεό, παρά μόνο το πνεῦμα τοῦ Θεοῦ»(Α΄ Κορ. 2, 11).

Καί ὅταν σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση, κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπιφοίτησε ὁ Παράκλητος καί ἡ δύναμη τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος σκήνωσε στίς ψυχές τῶν Ἀποστόλων(Πράξ. 2, 1-4), ἀφαιρέθηκε ἀπό αὐτούς ὁλότελα τό κάλυμμα τῆς κακίας, καταργήθηκαν τά πάθη καί ξεσκεπάστηκαν τά μάτια τῆς καρδιᾶς τους.

Καί ἀφοῦ γέμισαν ἀπό σοφία καί ἔγιναν τέλειοι ἀπό τό πνεῦμα, διά μέσου του Πνεύματος ἔμαθαν πῶς νά πράττουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό Ἐκεῖνο χειραγωγήθηκαν σ’ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, καθώς Ἐκεῖνο ἔγινε ὁ ἡγεμόνας καί ὁ βασιλιάς τῶν ψυχῶν τους. Κι ἐμεῖς λοιπόν, ὅταν μᾶς ἔρχεται νά κλάψομε, ἐνῶ ἀκοῦμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἅς παρακαλέσομε τό Χριστό μέ ἀδίστακτη πίστη νά ἔρθει σ’ ἐμᾶς τό πνεῦμα, ὅπως ἐλπίσαμε, τό ὁποῖο ἀληθινά ἀκούει καί προσεύχεται σύμφωνα μέ τό θέλημα καί τή βούληση τοῦ Θεοῦ.

  1. Νά θεωρεῖς ὅτι τό πράγμα ἔχει ὡς ἑξῆς: Ὑπάρχει κάποια σκοτεινή δύναμη πού σκεπάζει ἐλαφρά το νοῦ σάν λεπτή ὁμίχλη. Καί μ’ ὅλο πού ἡ λαμπάδα καίει παντοτινά καί φωτίζει, ὅπως εἴπαμε, ὡστόσο ὑπάρχει κάτι πού καλύπτει ἐκεῖνο τό φῶς. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν εἶναι τέλειος ἤ ὁλότελα ἐλεύθερος ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά εἶναι, σάν νά ποῦμε, καί ἐλεύθερος καί ὄχι ἐλεύθερος.

Ὅλο αὐτό ὁπωσδήποτε δέν γίνεται ἐρήμην του Θεοῦ, ἀλλά κατά θεία οἰκονομία. Καί ἄλλοτε γκρεμίζεται καί συντρίβεται τό μεσότοιχο ἐκεῖνο τοῦ φραγμοῦ(Ἔφ. 2, 14), ἐνῶ ἄλλοτε δέν γκρεμίζεται ὁλότελα. Οὔτε πάντοτε ἡ προσευχή εἶναι ἡ ἴδια, ἀλλά ἄλλοτε ἡ χάρη ἀνάβει καί παρηγορεῖ καί ἀναπαύει περισσότερο, ἄλλοτε εἶναι πιό σκυθρωπή καί μειωμένη, ὅπως ἡ ἴδια ἡ χάρη οἰκονομεῖ πρός τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔχω φτάσει ὅμως σέ μερικές περιπτώσεις στό τέλειο μέτρο καί γεύθηκα καί ἔλαβα πείρα ἐκείνου τοῦ κόσμου. Δέν εἶδα ὅμως ἀκόμη κανένα Χριστιανό τέλειο ἤ ὁλότελα ἐλεύθερο. Ἀλλά ἀπό τή μιά ἀναπαύεται κανείς ἀπό τή χάρη καί ἀξιώνεται νά δεῖ μυστήρια καί ἀποκαλύψεις καί γίνεται κοινωνός τῆς χάρης καί γεύεται τήν πολλή γλυκύτητά της, καί ἀπό τήν ἄλλη, συνυπάρχει ἡ ἁμαρτία μέσα του.

Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, γιά τήν ὑπερβολική χάρη καί τό φῶς πού τούς φωτίζει, θεωρήθηκαν ἀπό ἀπειρία τέλειοι καί ἐλεύθεροι. Ἐγώ δέν γνώρισα ἀκόμη κανένα τελείως ἐλεύθερο. Γιατί καί σέ μένα συνέβη μερικές φορές νά φτάσω σ’ ἐκεῖνο τό μέτρο πού ἔχω πεῖ, καί ἔμαθα καλά καί γνωρίζω ποιός εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος.

  1. Ὅταν ἀκούσεις περί ἑνώσεως νυμφίου καί νύμφης καί περί χορῶν καί ὀργάνων καί ἑορτῶν, μή βάλεις στό νοῦ σου τίποτε ὑλικό ἤ ἐπίγειο. Αὐτά λέγονται ἀπό

συγκατάβαση μόνο γιά παράδειγμα. Ἡ οὐσία τούς εἶναι ἀνέκφραστη καί πνευματική καί ἀπρόσιτη σέ σαρκικά μάτια, καί μόνο ψυχές ἅγιες καί πιστές μποροῦν νά τά ἐννοήσουν.

Γιατί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ ἐπουράνιοι θησαυροί, οἱ χοροί καί ἑορτές τῶν ἁγίων Ἀγγέλων, φανερώνονται μόνον σ’ ἐκεῖνον πού τά δοκίμασε. Ἐνῶ στόν ἀμύητο, οὔτε καν νά τά ἐννοήσει δέν εἶναι δυνατόν. Ἄκουε λοιπόν γι’ αὐτά μέ εὐλάβεια, μέχρις ὅτου σου συμβεῖ, γιά τήν πίστη σου, νά καταξιωθεῖς νά τά ἐπιτύχεις.

Καί τότε θά ἐννοήσεις μέ τήν πείρα τῶν ψυχικῶν ὀφθαλμῶν, σέ ποιά ἀγαθά καί μυστήρια μποροῦν νά μετέχουν οἱ ψυχές τῶν Χριστιανῶν ἀπό αὐτή τή ζωή. Γιατί στήν ἀνάσταση, καί τό σῶμα τό ἴδιο των ἀνθρώπων αὐτῶν θά ἀξιωθεῖ νά τά βλέπει αὐτά καί κατά κάποιο τρόπο νά τά κρατᾶ, ὅταν καί αὐτό γίνει πνεῦμα.

  1. Τά κάλλη καί οἱ ἀγαθοί καρποί τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή ἡ προσευχή, ἡ ἀγάπη, ἡ πίστη, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία καί οἱ λοιπές ἀρετές, ὅταν ἀναμιχθοῦν καί ἑνωθοῦν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τότε καί αὐτά σάν θυμίαμα ριγμένο στή φωτιά, βγάζουν πλούσια εὐωδία· ἀλλά κι ἐμεῖς τότε πολιτευόμαστε εὔκολα κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Γιατί χωρίς τό Ἅγιο πνεῦμα, ὅπως προείπαμε, κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἡ γυναίκα πρίν ἀπό τό γάμο τῆς ἀκολουθεῖ τή γνώμη της καί κάνει τά θελήματά της, ὅταν ὅμως συνάψει γάμο, ζεῖ κάτω ἀπό τήν ὁδηγία τοῦ συζύγου της καί δέν κάνει τό δικό της, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἔχει δικό της θέλημα καί δικούς της νόμους καί δικά της ἔργα. Ὅταν ὅμως γίνει ἄξια νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἐπουράνιο ἄνδρα Χριστό, ὑποτάσσεται πλέον στό νόμο τοῦ ἄνδρα της, καί δέν ἀκολουθεῖ πιά τό δικό της θέλημα, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Νυμφίου τῆς Χριστοῦ.

  1. Τό ἔνδυμα τοῦ γάμου γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ Χριστός(Ματθ. 22, 11), νά φρονεῖς ὅτι εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἐκεῖνος πού δέν ἔγινε ἄξιος νά τήν περιβληθεῖ, δέ θά μετάσχει στόν ἐπουράνιο γάμο καί στό πνευματικό ἐκεῖνο δεῖπνο.
  2. Ἅς προσπαθήσομε μέ πόθο νά πιοῦμε τό πνευματικό καί θεϊκό κρασί καί νά μεθύσομε μέ νηφάλια μέθη, ὥστε, ὅπως ἐκεῖνοι πού πίνουν πολύ κρασί καί λένε ὕστερα πολλά, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀφοῦ πιοῦμε χορταστικά ἀπό τό πνευματικό αὐτό κρασί, νά μιλᾶμε διηγούμενοι τά θεία μυστήρια, ὅπως λέει ὁ θεῖος Δαβίδ: «Τό ποτήρι σου μέ μεθᾶ σάν τό δυνατότερο κρασί»(Ψάλμ. 22, 5).
  3. «Πτωχή τῷ πνεύματι»(Ματθ. 5, 2) εἶναι ἐκείνη ἡ ψυχή, ἡ ὁποία γνωρίζει καλά τα τραύματά της, ὅπως ἐπίσης καί τό σκοτάδι τῶν παθῶν, πού τήν περικυκλώνει, καί ζητᾶ συνεχῶς τή λύτρωση ἀπό τόν Κύριο. Ἡ ψυχή αὐτή ὑπομένει τούς κόπους καί δέν χαίρεται μέ κανένα γήινο ἀγαθό, ἀλλά ἀναζητᾶ μόνο τόν καλό Γιατρό καί ἔχει πεποίθηση στή θεραπεία Του. Μέ ποιό τρόπο λοιπόν ἡ τραυματισμένη αὐτή ψυχή θά γίνει ὡραία καί εὐπαρουσίαστη καί κατάλληλη νά ζήσει μαζί μέ τό Χριστό; Πῶς ἀλλιῶς, παρά ὅπως ἦταν ἔτσι πού πλάσθηκε ἐξαρχῆς καί μέ τήν σαφῆ ἐπίγνωση τῶν τραυμάτων της καί τῆς φτώχειάς της;

Γιατί ἄν δέν εὐχαριστεῖται στά τραύματα καί τούς μώλωπες τῶν παθῶν της, οὔτε δικαιολογεῖ τά σφάλματά της, ὁ Κύριος δέν τῆς καταλογίζει τήν αἰτία τῆς ἀρρώστιας της, ἀλλά ἔρχεται καί τήν γιατρεύει καί τήν περιποιεῖται καί τῆς ἀποκαθιστᾶ ἕνα ἀπαθές καί ἄφθαρτο κάλλος. Μέ μόνο ὄρο, νά μή μετέχει μέ τήν προαίρεσή της στά ὅσα πράττει, ὅπως εἴπαμε, οὔτε νά συγκατατίθεται στά πάθη πού εἶναι ἐνεργά, ἀλλά μέ ὅλη τή δύναμή της νά βοᾶ πρός τόν Κύριο γιά νά τήν ἀξιώσει μέ τό ἀγαθό Πνεῦμα Του νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό ὅλα τα πάθη.

Αὐτή λοιπόν ἡ ψυχή εἶναι μακάρια. Ἀλοίμονο ὅμως σ’ ἐκείνη πού δέν ἔχει συναίσθηση τῶν τραυμάτων της, καί νομίζει ὅτι δέν ἔχει καθόλου κακία, ἀπό τήν μεγάλη κακία καί πώρωσή της. Αὐτή τήν ψυχή, ὁ ἀγαθός Γιατρός δέν τήν ἐπισκέπτεται, οὔτε τήν θεραπεύει, ἀφοῦ οὔτε αὐτή τόν ζητά, οὔτε τή μέλλει γιά τά τραύματά της, καθώς νομίζει ὅτι εἶναι καλά καί ὑγιής. Γιατί λέει ὁ Κύριος: «Δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό γιατρό οἱ ὑγιεῖς, ἀλλά οἱ ἄρρωστοι»(Ματθ. 9, 12).

  1. Εἶναι πράγματι μακάριοι καί ἀξιοζήλευτοι γιά τό βίο τους καί τήν ὑπερφυσική ἀπόλαυση, ὅσοι μέ θερμή πίστη καί φιλάρετη διαγωγή γνώρισαν μέ πείρα καί αἴσθηση τά ἐπουράνια μυστήρια τοῦ Πνεύματος καί ἔχουν πατρίδα τούς οὐρανούς(Φιλιπ. 3, 20). Αὐτοί εἶναι καλύτεροι ἀπό ὅλους μαζί τους ἀνθρώπους. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι προφανής.

Σέ ποιόν ἀπό ἐκείνους πού ἔχουν δύναμη ἤ σοφία ἤ φρόνηση συνέβη, ὅσο ζοῦσε ἀκόμη στή γῆ, ν’ ἀνεβεῖ στόν οὐρανό καί ἐκεῖ νά ἐργαστεῖ πνευματικά ἔργα καί νά κατοπτεύσει τά κάλλη τοῦ Πνεύματος;

Καί τώρα ἕνας φτωχός ἐξωτερικά, ὁλότελα φτωχός καί μηδαμινός, πού σχεδόν οὔτε οἱ γείτονές του δέν τόν γνωρίζουν, πέφτοντας μέ τό πρόσωπο ἐμπρός στόν Κύριο, ἀνεβαίνει στόν οὐρανό ὁδηγούμενος ἀπό τό πνεῦμα καί, μέ πλήρη αἴσθηση τῆς ψυχῆς του, ἀπολαμβάνει μέ τό λογισμό τοῦ τά ἐκεῖ θαυμάσια, καί ἐκεῖ ἐργάζεται, ἐκεῖ τρέφεται, ἐκεῖ ἔχει πατρίδα, σύμφωνα μέ τόν θεῖο Ἀπόστολο πού λέει: «Ἡ δική μας πατρίδα βρίσκεται στούς οὐρανούς»(Φιλιπ. 3, 20). καί ἀλλοῦ λέει: «Μάτια δέν εἶδαν καί αὐτιά δέν ἄκουσαν καί ἄνθρωπος δέ διανοήθηκε τά ἀγαθά πού ἑτοίμασε ὁ Θεός

γι’ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν», καί προσθέτει: «Σέ μᾶς ὅμως τά ἀποκάλυψε μέσω τοῦ Πνεύματός Του»(Α΄ Κορ. 2, 9-10). Αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινά σοφοί, οἱ δυνατοί, αὐτοί εἶναι οἱ εὐγενεῖς καί φρόνιμοι.

  1. Ἀλλά καί χωρίς νά λογαριάσομε τά οὐράνια ἐκεῖνα χαρίσματα, ἀπό τά παρόντα ἄν κρίνεις τούς Ἁγίους, δέ θά διστάσεις νά τούς ἀνακηρύξεις ἀνώτερους ἀπ’ ὅλους. Γιά παράδειγμα: ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιάς τῆς Βαβυλώνας, κατασκεύασε ἀνδριάντα του καί κάλεσε ὅλα τα ἔθνη νά τόν προσκυνήσουν. Αὐτό βέβαιά το οἰκονόμησε πάνσοφα ὁ Θεός, γιά νά φανερωθεῖ σέ ὅλους ἡ ἀρετή τῶν τριῶν Παίδων καί νά μάθουν ὅλοι ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ στούς οὐρανούς.

Οἱ τρεῖς Παῖδες, αἰχμάλωτοι καί στερημένοι τήν ἐλευθερία τους, παρουσιάστηκαν μέ θάρρος μπροστά στόν Ναβουχοδονόσορα· καί ἐνῶ ὅλοι μέ πολύ φόβο τόν προσκυνοῦσαν καί ἄλλο ἀπό τό νά τόν ὑπακοῦν δέν τολμοῦσαν, ἀλλά σχεδόν ἦταν ἄφωνοι, σάν ζῶα πού σέρνονται ἀπό τή μύτη, αὐτοί στάθηκαν τόσο διαφορετικά,

ὥστε οὔτε ἤθελαν νά μή γίνει γνωστό ὅτι σέβονται τόν ἀληθινό Θεό, οὔτε ἀνέχονταν νά κρυφτοῦν, ἀλλά μπροστά σε ὅλους εἶπαν: «Τούς θεούς σου, βασιλιά, δέν τούς λατρεύομε καί δέν προσκυνοῦμε τό χρυσό ἄγαλμα πού ἔστησες».

Τούς ἔριξαν τότε γιά τιμωρία στό φοβερό ἐκεῖνο καμίνι, μά αὐτό ἔπαψε νά εἶναι καμίνι καί δέν ἔδειξε τήν ἐνέργειά του»· ἀλλά, σάν νά τούς εὐλαβήθηκε κι αὐτό, τούς φύλαξε ἀβλαβεῖς ἀπό κάθε κακό. Καί τότε ὅλοι, καί ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς, ἐξαιτίας τῶν τριῶν Παίδων παραδέχθηκαν τόν ἀληθινό Θεό(Δᾶν. 3).

Ἀπό τή στάση ἐκείνων ἔμειναν ἔκθαμβοι ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι στή γῆ, ἀλλά καί οἱ οὐράνιες χορεῖες. Γιατί στίς ἀνδραγαθίες τῶν Ἁγίων δέν ἀπουσιάζουν οὔτε οἱ

οὐράνιοι Ἄγγελοι, ἀλλά βρίσκονται μαζί τους, ὅπως καί ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἀφήνει νά φανεῖ λέγοντας: «Γίναμε θέαμα γι’ ἀγγέλους καί γιά ἀνθρώπους»(Α΄ Κορ. 4, 9).

Μπορεῖς νά πληροφορηθεῖς τά ὅμοια καί ἀπό τόν προφήτη Ἠλία. Αὐτός, ἐνῶ ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, ἀποδείχθηκε ἰσχυρότερος ἀπό πλήθη, κατεβάζοντας τή φωτιά ἀπό τόν οὐρανό(Γ΄ Βασ. 18, 38). Ἀλλά καί ὁ Μωυσῆς νίκησε ὅλη τήν Αἴγυπτο καί τόν τύραννο Φαραώ. Αὐτό θά τό δεῖς καί μέ τόν Λώτ(Γέν. 19, 29), καί τόν Νῶε(Γέν. 7,

1), καί μέ πολλούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἐξωτερικά εἶχαν πολύ εὐτελῆ ἐμφάνιση,

ὑπερίσχυαν πάνω σε πολλούς ἐπισήμους καί δυνατούς.

  1. Καθένα ἀπό τά ὁρατά, ἄν δέν ἔρθει σ’ αὐτό καί κάποια ἄλλη φύση ἐξωτερική νά τό βοηθήσει, μένει ἀκατέργαστο καί ἀδιαμόρφωτο. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀνείπωτη σοφία τοῦ Θεοῦ μᾶς δείχνει διά μέσου των ὁρατῶν μυστήρια καί τύπους, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό μόνη της, χωρίς τή θεία βοήθεια, δέν μπορεῖ νά παρουσιάσει τόν πλήρη στολισμό τῶν ἀρετῶν καί τήν πνευματική εὐπρέπεια τῆς ἁγιοσύνης.

Ὅπως καί ἡ γῆ, ἄν μείνει ὅπως εἶναι καί δέν καλλιεργηθεῖ ἀπό τούς γεωργούς καί δέν ἔρθουν νά βοηθήσουν οἱ βροχές καί ὁ ἥλιος, εἶναι ἀκατάλληλη καί καθόλου ἱκανή γιά καρποφορία. Καί τό κάθε σπίτι, γιά νά μήν εἶναι σκοτεινό, ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτό τό ἡλιακό φῶς, τό ὁποῖο δέν ἔχει τήν ἴδια φύση μέ τό σπίτι.

Εἶναι καί ἄλλα παρόμοια μ’ αὐτά. Ἔτσι καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐπειδή τῆς εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδώσει ἀπό μόνη της τέλειούς τους καρπούς τῶν ἀρετῶν, ἔχει ἀνάγκη ἀπό τόν πνευματικό γεωργό των ψυχῶν μας, δηλαδή τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ὁλωσδιόλου ξένο πρός τήν ἀνθρώπινη φύση.

Γιατί ἐμεῖς εἴμαστε κτίσματα, ἐνῶ Ἐκεῖνο ἄκτιστο. Αὐτό εἶναι πού θά καλλιεργήσει μέ τή δική Του τέχνη τίς καρδιές τῶν πιστῶν, ἐκεῖνες δηλαδή πού παραδόθηκαν μέ ὅλη τους τή θέληση στόν πνευματικό γεωργό, καί θά τίς προετοιμάσει νά ἀποδώσουν τέλειούς τους καρπούς τοῦ Πνεύματος, καί θά λάμψει τό φῶς Του στό σπίτι τῆς ψυχῆς μας πού εἶναι σκοτισμένο ἀπό τά πάθη.

  1. Διπλός εἶναι ὁ πόλεμος τῶν Χριστιανῶν, καί διπλή ἡ πάλη. Ἀπό τή μιά, μέ ὅσα βλέπει ἡ σωματική ὅραση· γιατί αὐτά ἐρεθίζουν καί γαργαλίζουν τήν ψυχή καί τήν προκαλοῦν νά δένεται ἐμπαθώς μαζί τους καί νά εὐχαριστεῖται μ’ αὐτά. Ἀπό τήν ἄλλη, μέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τοῦ φοβεροῦ κοσμοκράτορα .
  2. Ἡ λαμπρότητα πού ὑπῆρχε στό πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ(Ἐξ. 34, 29-30) ἦταν τύπος τῆς ἀληθινῆς λαμπρότητας τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅπως τότε δηλαδή δέν μποροῦσε νά κοιτάξει κανείς στό πρόσωπο τόν Μωυσῆ, ἔτσι καί τώρα, τή λαμπρότητα αὐτή πού λάμπει στίς ψυχές τῶν Χριστιανῶν, δέν μπορεῖ νά τήν ὑπομείνει τό σκοτάδι τῶν παθῶν, ἀλλά διώχνεται ἀπό τήν ἀνταύγειά της καί φεύγει.
  3. Στό Χριστιανό πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια καί τό Θεό, πού γεύθηκε τήν ἐπουράνια γλυκύτητα καί ἔχει ριζωμένη καί ἑνωμένη μέ τήν ψυχή τοῦ τή χάρη καί πού παρέδωσε ὅλο τόν ἑαυτό του στά θελήματα τῆς χάρης, εἶναι μισητά ὅλα τα πράγματα αὐτοῦ του κόσμου. Γιατί αὐτός ἔγινε ἀνώτερος ἀπό ὅλα τα πράγματα τοῦ κόσμου. Καί εἴτε χρυσάφι πεῖς, εἴτε ἀσήμι, εἴτε τιμές καί δόξες, εἴτε καλοτυχίσματα καί ἐπαίνους, κανένα ἀπό αὐτά δέν μπορεῖ νά τόν κυριέψει. Γιατί αὐτός ἔλαβε πείρα ἄλλου πλούτου καί ἄλλης τιμῆς καί ἄλλης δόξας, καί τρέφεται ψυχικά μέ ἄφθαρτη ἡδονή, καί ἔχει κάθε αἴσθηση καί πληρότητα μέσω τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
  4. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔχει τόση διαφορά ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους στή σύνεση, τή γνώση καί τή διάκριση, ὅση ἔχει ὁ λογικός ποιμένας ἀπό τά ἄλογα ζῶα πού βόσκει. Γιατί μετέχει σέ ἄλλο πνεῦμα καί ἄλλο νοῦ, σέ ἄλλη σύνεση καί σοφία,

διαφορετική ἀπό τή σοφία αὐτοῦ του κόσμου. «Μιλᾶμε, λέει ὁ Ἀπόστολος, γιά σοφία στούς τέλειους.

Ὄχι βέβαια γιά τή σοφία τοῦ κόσμου τούτου ἤ αὐτῶν πού ἐξουσιάζουν αὐτόν τόν κόσμο καί πού θά καταργηθοῦν· ἀλλά μιλᾶμε γιά τή σοφία τοῦ Θεοῦ πού καλύπτεται μέ μυστήριο»(Α΄ Κορ. 2, 6-7). Γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός διαφέρει ἀπό ὅλους τους ἀνθρώπους πού ἔχουν τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ὅπως εἴπαμε, εἴτε φρόνιμοι εἶναι αὐτοί, εἴτε σοφοί, καί καταλαβαίνει ὅλους τους ἀνθρώπους, ὅπως εἶναι γραμμένο(Α΄ Κορ. 2, 15), καί γνωρίζει καθένα ἀπό πού μιλάει καί πού στηρίζεται καί ἀνάμεσά σε ποιούς βρίσκεται.

Αὐτόν ὅμως δέν μπορεῖ νά τόν ἐξετάζει καί νά τόν καταλαβαίνει κανείς ἀπό ὅσους ἔχουν τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, παρά μόνο ὅποιος ἔχει τό ὅμοιο πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς θεότητας, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «Στούς πνευματικούς ἐξηγοῦμε τά πνευματικά. Ὁ ψυχικός ὅμως ἄνθρωπος, αὐτός δηλαδή πού δέν ἔχει τό πνεῦμα, δέ δέχεται ἐκεῖνα πού διδάσκει τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιατί τοῦ φαίνονται μωρία. Ἐνῶ ὁ πνευματικός ὅλα τα καταλαβαίνει, αὐτόν ὅμως κανείς δέν εἶναι σέ θέση νά τόν καταλάβει.»(Α΄ Κορ. 2,

13-15).

  1. Εἶναι ἀδύνατο νά λάβει κανείς τό Πανάγιο πνεῦμα μέ ἄλλο τρόπο, ἄν δέν ἀποξενωθεῖ ὁλότελα ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί δέν ἀφιερωθεῖ στήν ἐπιδίωξη τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἐλευθερωθεῖ ὁ νοῦς ἀπό ὅλες τίς μέριμνες τῆς ὕλης καί ἔτσι νά ἀξιωθεῖ νά γίνει ἕνα πνεῦμα μέ τόν Κύριο, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Κύριο, θά γίνει ἕνα πνεῦμα μαζί Του»(Α΄ Κορ.

6, 17). Ἡ ψυχή τώρα πού εἶναι δεμένη ἔστω καί μέ κάτι τοῦ κόσμου τούτου καί κλίνει πρός αὐτό, εἴτε πρόκειται γιά πλοῦτο, εἴτε γιά δόξα, εἴτε κοσμική φιλία, δέν εἶναι δυνατό νά διαφύγει καί νά περάσει ἀπό τό σκότος τῶν πονηρῶν δυνάμεων.

  1. Οἱ ψυχές πού ἀγαποῦν τό Θεό καί τήν ἀλήθεια, δέν ὑποφέρουν οὔτε τήν παραμικρή ἐλάττωση τοῦ ἔρωτά τους πρός τόν Κύριο. Ἀλλά καρφωμένες ὁλοκληρωτικά στό σταυρό Του, ἔχουν σαφῆ αἴσθηση τῆς πνευματικῆς προκοπῆς πού γίνεται μέσα τους.

Πληγωμένες λοιπόν ἀπό τόν πόθο Του καί, γιά νά ποῦμε ἔτσι, καταπεινασμένες γιά τή δικαιοσύνη(Ματθ. 5, 6) τῶν ἀρετῶν καί τήν ἔλλαμψη τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος, καί ἄν ἀκόμη ἀξιωθοῦν θεία μυστήρια καί μετάσχουν στήν ἐπουράνια εὐφροσύνη καί χάρη, δέν ἔχουν πεποίθηση στόν ἑαυτό τους, οὔτε νομίζουν ὅτι εἶναι τίποτε.

Ἀλλά ὅσο ἀξιώνονται νά λάβουν πνευματικά χαρίσματα, τόσο ἀπληστοῦν καί μέ περισσότερο ἀγώνα ζητοῦν τά οὐράνια. Καί ὅσο περισσότερη προκοπή αἰσθάνονται, τόσο πιό λαίμαργες γίνονται γιά τά θεία. Καί ἐνῶ εἶναι πνευματικά πλούσιες, κάνουν σάν νά εἶναι φτωχές, σύμφωνα μέ τή θεία Γραφή πού λέει: «Ὅσοι μέ τρῶνε, θά πεινάσουν κι ἄλλο· κι ὅσοι μέ πίνουν, θά διψάσουν κι ἄλλο»(Σ. Σείρ. 24, 21).

  1. Αὐτοῦ του εἴδους οἱ ψυχές ἀξιώνονται καί νά λάβουν τήν τέλεια ἐλευθερία ἀπό τά πάθη, καί ν’ ἀποκομίσουν τήν ἔλλαμψη καί τήν κοινωνία τοῦ θείου Πνεύματος μέ τήν πληρότητα τῆς χάρης. Ὅσες ὅμως εἶναι ὀκνηρές καί ἀποφεύγουν τούς κόπους καί δέ ζητοῦν τόν ἁγιασμό τῆς καρδίας ἀπό αὐτήν ἐδῶ τή ζωή, ὄχι ἐν μέρει, ἀλλά νά τή δεχθοῦν ὁλοκληρωτικά μέ ὑπομονή καί μακροθυμία, αὐτές οὔτε ἐλπίζουν νά κοινωνήσουν τό Παράκλητο πνεῦμα μέ κάθε αἴσθηση καί βεβαιότητα καί μέσω Αὐτοῦ νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πάθη τῆς κακίας.

Αὐτές καί ἄν ἀξιωθοῦν τή θεία χάρη, ὡστόσο ἐπειδή ξεγελιοῦνται ἀπό τήν κακία, ἀφήνουν κάθε πνευματική φροντίδα μέ τήν ἰδέα ὅτι ἔλαβαν πιά τή χάρη καί στηρίζονται ἀπό αὐτήν καί ἀπολαμβάνουν πνευματική γλυκύτητα. Ἔτσι οἱ ψυχές αὐτές εἶναι εὔκολο νά πέσουν σέ ἔπαρση, καθώς δέ συντρίβουν τήν καρδιά τους καί δέν ταπεινώνουν τό φρόνημά τους, οὔτε εἶναι καταδιψασμένες πνευματικά, οὔτε ἀγωνίζονται νά φτάσουν τήν τέλεια ἀπάθεια.

Καί καθώς ἀρκοῦνται στή λίγη αὐτή ἐνίσχυση τῆς χάρης καί προκόβουν ὄχι στήν ταπείνωση, ἀλλά στήν ἔπαρση, ἀπογυμνώνονται κάποτε καί ἀπό τό χάρισμα τό ὁποῖο ἀξιώθηκαν νά λάβουν. Γιατί ἡ ψυχή πού ἀγαπᾶ ἀληθινά το Θεό, ὅπως ἔχομε πεῖ, καί ἄν ἀκόμη μυριάδες ἀρετές κατορθώσει, καί ἄν ἀφανίσει τό σῶμα μέ ὑπερβολικές νηστεῖες καί ἀγρυπνίες, καί ἄν ἀξιωθεῖ νά λάβει διάφορα χαρίσματα τοῦ Πνεύματος καί ἀποκαλύψεις καί θεία μυστήρια, ἔχει τέτοια μετριοφροσύνη, σάν νά μήν ἔχει ἀρχίσει ἀκόμη νά ζεῖ κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ νά ἔχει ἀποκτήσει κανένα καλό, καί νιώθει ἀπληστία καί ἔρωτα γιά τή θεία ἀγάπη πού ἐμπνέει ὁ Χριστός.

  1. Στά πνευματικά αὐτά μέτρα, οὔτε μονομιᾶς, οὔτε εὔκολα μπορεῖ νά φτάσει κανείς, ἀλλά ἀφοῦ προηγηθοῦν πολλοί κόποι καί ἀγῶνες, καί περάσουν χρόνια μέ σπουδή καί δοκιμασίες καί ποικίλους πειρασμούς, μέχρι τό τέλειο μέτρο τῆς ἀπάθειας. Ἔτσι, ἀφοῦ δοκιμαστεῖ μέ κάθε πόνο καί κόπο καί ἀφοῦ ὑποφέρει μέ γενναιοψυχία ὅλους τους πειρασμούς πού προξενεῖ ἡ κακία, ἀξιώνεται νά λάβει τίς μεγάλες τιμές καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος καί τό θεϊκό πλοῦτο. Ἔπειτα γίνεται καί κληρονόμος τῆς οὐράνιας βασιλείας.
  2. Ἡ ψυχή πού δέν ἔχει τήν ἀκρίβεια τοῦ τρόπου ζωῆς πού εἴπαμε καί πού δέ δέχθηκε ἀκόμη τήν αἴσθηση τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς καρδιᾶς, ἅς πενθεῖ καί ἅς ζητεῖ θερμά ἀπό τόν Κύριο νά τῆς δοθεῖ αὐτό τό ἀγαθό καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος πού ἐκδηλώνεται στό νοῦ μέ ἀνέκφραστες θεωρίες.

Κατά τόν ἐκκλησιαστικό νόμο, ἐκεῖνοι πού ἔπεσαν σέ σωματικά ἁμαρτήματα, πρῶτα τιμωροῦνται ἀπό τόν ἱερέα μέ στέρηση τῆς θείας κοινωνίας, καί κατόπιν, ἀφοῦ δείξουν ἀνάλογη μετάνοια, ἀξιώνονται νά κοινωνήσουν. Ὅσοι ὅμως δέν εἶχαν στή ζωή τούς τέτοιες πτώσεις καί εἶναι καθαροί, προβιβάζονται στήν Ἱερωσύνη καί ἀπό τόν ἔξω τόπο μετατάσσονται καί τοποθετοῦνται μέσα στό θυσιαστήριο, γιά νά εἶναι παρακαθήμενοι καί λειτουργοί του Κυρίου.

Ἔτσι ἅς σκεφτόμαστε λοιπόν καί γιά τή μυστική κοινωνία τοῦ Πνεύματος, γιά τήν ὁποία εἶπε ὁ Ἀπόστολος: «Ἡ χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»(Β΄ Κορ. 13, 13). Τά πράγματα ἀκολουθοῦν τήν ἑξῆς σειρά.

Ἡ Ἁγία Τριάδα κατοικεῖ μέσα στήν καθαρή ψυχή μέ συνεργεῖα καί τῆς θείας ἀγαθότητας. Κατοικεῖ βέβαια ὄχι ὅπως ὑπάρχει, γιατί εἶναι ἀχώρητη καί σέ ὅλη τήν κτίση ἀκόμη, ἀλλά ὅσο εἶναι κατάλληλος καί δεκτικός ὁ ἄνθρωπος.

Ὅταν ὅμως ἀλλάξει κάπως πορεία ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν αὐτοπροαίρετη κατά Θεόν διαγωγή καί λυπήσει τό θεῖο πνεῦμα, ἀπομακρύνεται ὁ νοῦς καί στερεῖται τήν πνευματική εὐφροσύνη, καθώς συστέλλονται ἡ θεία χάρη καί ἡ ἀγάπη καί κάθε

ἀγαθή ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος καί ὁ νοῦς παραδίνεται σέ θλίψεις καί πειρασμούς καί σέ πονηρά πνεύματα, μέχρις ὅτου ὄορθοποδισει καί πάλι ἡ ψυχή γιά τήν εὐαρέστηση τοῦ Πνεύματος.

Κατόπιν, ἀφοῦ δείξει τή μετάνοιά της μέ κάθε ἐξομολόγηση καί ταπείνωση, πάλι ἀξιώνεται νά τήν ἐπισκεφθεῖ ἡ χάρη καί ἀπολαμβάνει τήν οὐράνια εὐφροσύνη περισσότερο ἀπό πρῶτα. Ἄν ἀντίθετα δέν λυπήσει διόλου τό πνεῦμα, ἀλλά συνεχίσει νά ζεῖ θεάρεστα καί νά ἀντιτάσσεται σέ ὅλους τους πονηρούς λογισμούς καί νά μένει διαρκῶς προσκολλημένη στόν Κύριο, τότε δικαίως καί μέ συνέπεια, σύμφωνα μέ τή στάση της, προκόβει αὐτή ἡ ψυχή καί ἀξιώνεται νά λάβει ἀνέκφραστες δωρεές, καί προχωρεῖ ἀπό δόξα σέ δόξα(Β΄ Κορ. 3, 18) καί ἀπό ἀνάπαυση σέ τελειότερη ἀνάπαυση.

Κατόπιν, ἀφοῦ φτάσει στό τέλειο μέτρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, θά συγκαταριθμηθεῖ στούς τέλειους ἐργάτες καί στούς ἄμεμπτους λειτουργούς του Χριστοῦ στήν αἰώνια βασιλεία Του.

  1. Τά φαινόμενα νά τά θεωρεῖς τύπους καί σκιές τῶν ἀφανῶν. Ὁ ναός πού βλέπομε εἶναι τύπος τοῦ ναοῦ τῆς καρδιᾶς, ὁ ἱερέας εἶναι τύπος τοῦ ἀληθινοῦ ἱερέα, τῆς χάρης δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, κλπ. Σ’ αὐτή λοιπόν τήν ὁρατή ἐκκλησία, ἄν δέ γίνουν πρῶτα οἱ ἀναγνώσεις, οἱ ψαλμωδίες καί δέν προχωρήσει ὅλη ἡ ἀκολουθία κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξη, δέν μπορεῖ ὁ ἱερέας νά ἐπιτελέσει τό θεῖο Μυστήριο τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἄν πάλι τηρηθεῖ ὅλος ὁ ἐκκλησιαστικός κανόνας, δέ γίνει ὅμως ἀπό τόν ἱερέα ἡ μυστική εὐχαριστία τῆς προσφορᾶς καί ἡ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε

οὔτε ὁ ἐκκλησιαστικός θεσμός ὁλοκληρώθηκε, καί ἡ λατρεία τοῦ Μυστηρίου εἶναι ἐλλιπής. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Χριστιανό.

Ἄν δηλαδή ἔχει κατορθώσει τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν ψαλμωδία καί ὅλη τήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή, ἀλλά ἡ μυστική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος δέν ἐπιτελεῖται ἀπό τή χάρη στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς του μέ κάθε αἴσθηση καί πνευματική ἀνάπαυση, τότε εἶναι ἀτελής ὅλη αὐτή ἡ ἀκολουθία τῆς ἀσκήσεως καί σχεδόν ἄπρακτη, γιατί δέν ἔχει τήν ἀγαλλίαση τοῦ Πνεύματος νά γεμίζει μέ μυστικό τρόπο τήν καρδιά του.

  1. Καλή εἶναι ἡ νηστεία καί ἡ ἀγρυπνία, καλή εἶναι ἐπίσης καί ἡ ἄσκηση καί ἡ ξενιτεία. Ἀλλά αὐτά ὁπωσδήποτε εἶναι κάποια ἀρχή καί τά πρόθυρα τῆς θεάρεστης ζωῆς, ὥστε εἶναι παράλογο νά θαρρεύεται κανείς ὁλωσδιόλου σ’ αὐτά. Γιατί καμιά φορᾶ, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε, καί τή χάρη ἔχομε σέ κάποιο βαθμό, μά καί ἡ κακία παραφυλάει μέσα μας καί πονηρεύεται καί ὑποχωρεῖ θεληματικά καί δέν ἐνεργεῖ τά δικά της, ἀλλά κάνει τόν ἄνθρωπο νά νομίσει ὅτι ἔχει καθαρθεῖ ὁ νοῦς του, καί τόν ὁδηγεῖ σέ ἔπαρση γιά τήν τελειότητά του.

Κατόπιν ἐπιτίθεται σάν ληστής καί τόν ρίχνει σέ βαθύτατα βάραθρα. Γιατί συχνά ἄνθρωποι, εἴκοσι χρόνια ληστές ἤ ἐπαγγελματίες στρατιῶτες, γνωρίζουν ἄριστα νά βάζουν παγίδες στούς ἀντιπάλους καί παραφυλάγουν καί ἐπινοοῦν ἐνέδρες καί προσβάλλουν τά νῶτα τῶν ἐχθρῶν καί τούς ἐξοντώνουν μέ αἰφνιδιαστική ἐπίθεση.

Πόσο λοιπόν περισσότερο ἡ κακία, πού ἔχει ἡλικία τόσων χιλιάδων ἐτῶν καί αὐτό εἶναι τό προθυμότατο ἔργο της, νά ὁδηγεῖ τίς ψυχές στήν ἀπώλεια, δέ γνωρίζει νά ἐπινοεῖ τέτοιες ἐνέδρες στά ἀπόκρυφά της καρδιᾶς καί, ὅταν θέλει, νά μένει ἀκίνητη ἐπίτηδες καί νά μήν ἐνεργεῖ, ὥστε νά παρασύρει τήν ψυχή στήν ἔπαρση ὅτι ἔχει φτάσει στήν τελειότητα;

Τό θεμέλιο λοιπόν τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι, καί ἄν ἔχει κανείς ὅλες τίς ἀρετές, νά μήν ἐφησυχάζει, οὔτε νά παίρνει θάρρος, οὔτε νά νομίζει ὅτι κατόρθωσε κάτι σπουδαῖο. Καί ἄν ἀκόμη γίνει μέτοχός της χάρης, νά μή νομίσει ὅτι πέτυχε κάτι, οὔτε νά αἰσθάνεται κορεσμό, ἀλλά μᾶλλον τότε νά πεινᾶ καί νά διψᾶ περισσότερο, νά πενθεῖ καί νά κλαίει καί νά ἔχει τήν καρδιά τοῦ ὁλότελα συντετριμμένη.

  1. Ἔχε στό νοῦ σου ὅτι ἡ πνευματική κατάσταση εἶναι κάπως ἔτσι: Ὑπόθεσε ἕνα βασιλικό παλάτι. Σ’ αὐτό ὑπάγονται αὐλές καί πρόθυρα καί διαμερίσματα, ἄλλα ἐξωτερικά καί ἄλλα στή συνέχεια ἐσωτερικά, ὅπου εἶναι ἀποθηκευμένα ἡ πορφύρα καί οἱ θησαυροί.

Κατόπιν πάλι καί τό ἄλλο διαμέρισμα, τό πιό ἐσωτερικό, κατάλληλο γιά τή διαμονή τοῦ βασιλιά. Ὥστε ἄν κανείς μπεῖ στίς ἐξωτερικές αὐλές καί νομίσει ὅτι ἔφτασε στά ἐνδότερα διαμερίσματα, βρίσκεται σέ πλάνη. Ἔτσι καί στά πνευματικά, ἐκεῖνοι πού πολεμοῦν ἐναντίον τῆς κοιλιᾶς καί τοῦ ὕπνου καί ἀσχολοῦνται διαρκῶς μέ ψαλμούς καί προσευχές, ἅς μή νομίζουν ὅτι ἔφτασαν πιά στό τέλος καί στήν ἀνάπαυση.

Βρίσκονται ἀκόμη στά πρόθυρα καί στίς αὐλές, καί ὄχι ἐκεῖ ὅπου φυλάγονται ἡ πορφύρα καί οἱ βασιλικοί θησαυροί. Καί ἄν ἀξιώθηκαν νά λάβουν κάποια

πνευματική χάρη, οὔτε αὐτό νά τούς ἀπατά ὅτι πέτυχαν τό τέλος. Ταιριάζει λοιπόν νά ἐρευνᾶ κανείς ἄν ἀπέκτησε τό θησαυρό στό πήλινο δοχεῖο τοῦ(Β΄ Κορ. 4, 7), ἄν ντύθηκε τήν πορφύρα τοῦ Πνεύματος, ἄν εἶδε τόν βασιλιά καί ἀναπαύθηκε. Ὑπόθεσε πάλι, ὅτι ἡ ψυχή ἔχει κάποιο βάθος καί μέλη πολλά, καί ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ εἰσχώρησε, κατέλαβε ὅλα τα μέλη καί τά νοήματα τῆς καρδιᾶς.

Κατόπιν ὁ ἄνθρωπος ζήτησε τή χάρη τοῦ Πνεύματος, κι αὐτή ἦρθε καί κατέλαβε δύο, ἅς ποῦμε, μέρη τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖνος λοιπόν πού δέν ἔχει πείρα, ὅταν ἔτσι ἐνθαρρυνθεῖ ἀπό τή χάρη, νομίζει ὅτι ὅλα τα μέλη τῆς ψυχῆς τοῦ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπό αὐτήν καί ὅτι ξεριζώθηκε ἡ ἁμαρτία ὁλωσδιόλου, καί δέν γνωρίζει ὅτι τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ψυχῆς κατέχεται ἀκόμη ἀπό τήν ἁμαρτία.

Γιατί εἶναι δυνατόν, ὅπως πολλές φορές τό εἴπαμε, καί ἡ χάρη ἀκατάπαυστα νά ἐνεργεῖ, ὅπως τό μάτι στό σῶμα, καί νά συνυπάρχει ἐπίσης καί ἡ κακία καί νά κλέβει μέ τρόπο τή διάνοια. Ἐκεῖνος λοιπόν πού δέν μπορεῖ νά διακρίνει, νομίζει ὅτι κάτι μεγάλο κατόρθωσε καί ἀλαζονεύεται ὅτι ἔλαβε τήν τελειότατη κάθαρση.

Δέν ἔχει ὅμως τήν ἀλήθεια μέ τό μέρος τοῦ —κάθε ἄλλο μάλιστα. Ὅπως τό εἴπαμε

καί προηγουμένως, τέχνη τοῦ σατανᾶ εἶναι καί αὐτή, νά ὑποχωρεῖ θεληματικά ἀρκετά χρόνια καί νά μήν ἐνεργεῖ ὅσα συνηθίζει, ὁπωσδήποτε μέ τό σκοπό νά βάλει στό νοῦ ὅσων ἀσκοῦνται τήν ψεύτικη ἰδέα ὅτι ἔφτασαν στήν τελειότητα. Μήπως ὅμως ἐκεῖνος πού φυτεύει ἀμπέλι, παίρνει ἀμέσως καί τόν καρπό; Ἤ ἐκεῖνος ποῦ σπέρνει, θερίζει ἀμέσως; Ἤ μήπως τό νεογέννητο βρέφος γίνεται ἀμέσως τέλειος ἄνδρας;

Κοίταξε τόν Ἰησοῦ· ἀπό ποιά δόξα, Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ὁ Χριστός, σέ ποιά πάθη καί ἀτιμία καί σταυρό καί θάνατο κατέβηκε. Καί πάλι, πῶς γιά τήν ταπείνωσή Του αὐτή ὑπερυψώθηκε καί κάθισε στά δεξιά του Πατέρα(Ἔφ. 1, 20). Ὁ πονηρός ὅμως ὄφις, μέ τό νά σπείρει ἐξαρχῆς μέσα στόν Ἀδάμ τήν ἐπιθυμία νά γίνει θεός(Γέν. 3, 5), σέ ποιά ἀτιμία τόν κατέβασε, μέ αὐτή ἀκριβῶς τήν ὑπερήφανη ἰδέα. Αὐτά λοιπόν καί σύ ἔχοντας στό νοῦ σου, φύλαγε τόν ἑαυτό σου ὅσο μπορεῖς, καί φρόντιζε μέ μεγάλη ἐπιμέλεια νά ἔχεις πάντοτε τήν καρδιά σου ταπεινή καί συντετριμμένη.

Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: Λόγοι σέ 150 κεφάλαια – στ΄) Περί ἐλευθερίας τοῦ νοῦ

  1. Ὅταν ἀκούσεις ὅτι ὁ Χριστός κατέβηκε στόν ἅδη καί ἐλευθέρωσε ὅλες τίς ψυχές πού ἦταν ἐκεῖ, μή νομίζεις ὅτι αὐτό εἶναι μακριά καί ἀπό ὅσα γίνονται σήμερα. Νά θεωρεῖς δηλαδή ὅτι ἡ καρδιά εἶναι τάφος καί ἐκεῖ εἶναι θαμμένοι οἱ λογισμοί καί ὁ νοῦς, μέσα σέ βαθύ σκοτάδι.

Ἔρχεται λοιπόν ὁ Κύριος στίς ψυχές πού τόν ἐπικαλοῦνται ἀπό τόν ἅδη, δηλαδή στό βάθος τῆς καρδιᾶς, καί ἐκεῖ διατάζει τό θάνατο· «ἄφησε, τοῦ λέει, ἐλεύθερες τίς φυλακισμένες ψυχές, οἱ ὁποῖες ζητοῦν Ἐμένα πού μπορῶ νά τίς σώσω».

Κατόπιν, ἀφοῦ σηκώσει τή βαριά πέτρα πού σκεπάζει τήν ψυχή, ἀνοίγει τόν τάφο καί ἀνασταίνει τόν πράγματι νεκρό καί ἐλευθερώνει τή φυλακισμένη ψυχή ἀπό τή σκοτεινή φυλακή.

  1. Συμβαίνει πολλές φορές νά σοῦ μιλᾶ κατά φαντασίαν μέσα στήν καρδιά σου ὁ σατανᾶς καί νά σοῦ λέει: «Κοίταξε πόσα κακά ἔργα ἔχεις κάνει. Ἡ ψυχή σου εἶναι

γεμάτη ἀνομίες, βαρύνεσαι μέ πολλές καί βαρύτατες ἁμαρτίες.» Μή σέ ξεγελᾶ λοιπόν μέ αὐτά ὁ σατανᾶς καί μέ πρόφαση ταπεινώσεως σέ σπρώχνει στήν ἀπελπισία.

Γιατί ἀπό τόν καιρό πού μέ τήν παράβαση μπῆκε στόν ἄνθρωπο ἡ κακία, ὁ σατανᾶς ἀπέκτησε δυνατότητα νά μιλᾶ κατά κάποιο τρόπο καθημερινά στήν ψυχή, σάν ἄνθρωπος μέ ἄνθρωπο, καί νά τῆς ὑποβάλλει τά ἄτοπα.

Ἐσύ λοιπόν ἀποκρίσου του: «Ναί, ἀλλά ἔχω γραπτές τίς διαβεβαιώσεις τοῦ Θεοῦ πού λέεκ “Δέν ἐπιθυμῶ τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά νά ἐπιστρέψει μέ τή μετάνοια καί νά ἔχει ζωή(Ἰεζ. 18, 23· 33,11)”. Γιατί τότε τί ἤθελε νά κατεβεῖ ὁ Θεός στή γῆ, ἄν ὄχι γιά νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς καί νά φωτίσει αὐτούς πού ζοῦν στό σκοτάδι καί νά δώσει ζωή στούς νεκρούς ἀπό τήν ἁμαρτία;»

  1. Ὅπως ἡ ἀντίπαλη δύναμη, ἔτσι καί ἡ θεία χάρη προτρέπει χωρίς νά ἐξαναγκάζει, καί αὐτό γιά νά διαφυλάσσεται ἡ ἐλευθερία καί ἡ αὐτεξουσιότητά μας. Γι’ αὐτό καί γιά ὅσα κακά κάνει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ σατανᾶ, δέχεται αὐτός καί ὄχι ὁ σατανᾶς τήν τιμωρία, γιατί δέ σύρθηκε μέ τή βία, ἀλλά μέ τό θέλημά του ὑπάκουσε στήν κακία.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό ἀγαθό. Δέν ἀποδίδει ἡ χάρη τό ἀγαθό στόν ἑαυτό της, ἀλλά στόν ἄνθρωπο, καί γι’ αὐτό τόν δοξάζει, γιατί αὐτός ἔγινε αἴτιος τοῦ ἀγαθοῦ στόν ἑαυτό του. Οὔτε πάλι ἡ χάρη δεσμεύει, ὅπως εἴπαμε, μέ ἀναγκαστική δύναμη τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά στραφεῖ ἀλλοῦ.

Ἀλλά ἄν καί συνυπάρχει, δίνει ὡστόσο τό προβάδισμα στό αὐτεξούσιο, γιά νά φανερωθεῖ ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου πού κλίνει, στήν ἀρετή ἤ στήν κακία. Γιατί ὁ νόμος δέν εἶναι γιά τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά γιά τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεως, ἡ ὁποία μπορεῖ νά στραφεῖ πρός τό ἀγαθό ἤ τό κακό.

  1. Πρέπει νά φυλάγομε τήν ψυχή καί νά μήν τήν ἀφήνομε νά συνομιλεῖ μέ βέβηλους καί πονηρούς λογισμούς. Ὅπως τό σῶμα μολύνεται ὅταν ἔρθει σέ συνάφεια μέ ἄλλο σῶμα καί διαπράξει τήν ἁμαρτία, ἔτσι καί ἡ ψυχή διαφθείρεται ὅταν δέχεται πονηρούς καί ἀκάθαρτους λογισμούς καί συμφωνεῖ καί συγκατατίθεται μέ αὐτούς.

Καί ὄχι μονάχα τούς λογισμούς τῆς πονηρίας καί τῆς πορνείας, ἀλλά καί κάθε κακίας,

λ.χ. ἀπιστίας., δολιότητας, κενοδοξίας, ὀργῆς, φιλονεικίας. Αὐτό θά πεῖ νά καθαρίζομε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε μολυσμό, σαρκικό ἤ πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1). Πρέπει ὅμως νά γνωρίζεις ὅτι ὑπάρχει διαφθορά καί πορνεία καί στό ἀφανές της ψυχῆς, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται μέ ἄτοπους λογισμούς. καί ὅπως ἐκεῖνον πού διαφθείρει τό ναό τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τό σῶμα, θά τόν ἀφανίσει ὁ Θεός, κατά τόν Ἀπόστολο(Α΄

Κορ. 3, 17), ἔτσι κι ἐκεῖνος πού διαφθείρει τήν ψυχή καί τό νοῦ μέ τό νά συμφωνεῖ καί νά συγκατίθεται στά ἄτοπα, εἶναι ἄξιος νά τιμωρηθεῖ.

Ὅπως λοιπόν πρέπει νά φυλάγομε τό σῶμα ἀπό τό ὁρατό ἁμάρτημα, ἔτσι πρέπει νά φυλάγομε καί τήν ψυχή ἀπό ἄτοπους λογισμούς, γιατί εἶναι νύμφη Χριστοῦ. Λέει ὁ Ἀπόστολος: «Σᾶς ἀρραβώνιασα μέ ἕναν ἄνδρα, τό Χριστό, γιά νά σᾶς παρουσιάσω σ’ Αὐτόν σάν ἁγνή παρθένα»((Β΄ Κορ. 11, 2). Πρόσεξε τί λέει καί ἡ Γραφή: «Μέ κάθε προσοχή φύλαγε τήν καρδιά σου, γιατί ἀπό αὐτό θά ὁδηγηθεῖς στή ζωή»(Παροιμ. 4,

23). Μάθε ἀκόμη ὅτι οἱ διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν ἀπό τό Θεό, ὅπως διδάσκει ἡ θεία Γραφή(Σ. Σόλ. 1, 3).

  1. Ὁ καθένας ὀφείλει νά ζητᾶ λογαριασμό ἀπό τήν ψυχή του καί νά τήν ἀνακρίνει καί νά ἐξετάζει ποιές εἶναι οἱ κλίσεις της. Καί ἄν βλέπει τήν καρδιά του ὅτι δέ συμφωνεῖ μέ τούς νόμους τοῦ Θεοῦ, ἅς ἀγωνίζεται μέ ὅλη του τή δύναμη, ὅπως τό σῶμα, ἔτσι καί τό νοῦ νά τόν διατηρεῖ ἀδιάφθορο καί ἀνένδοτο στούς πονηρούς λογισμούς, ἄν βέβαια θέλει, σύμφωνα μέ τή θεϊκή ὑπόσχεση, νά ἔρθει μέσα του ὁ Καθαρός νά κατοικήσει. Γιατί Αὐτός ὑποσχέθηκε νά κατοικήσει καί νά βαδίσει(Β΄ Κορ. 6, 16) μέσα στίς καθαρές ψυχές πού ἀγαποῦν τό καλό.
  2. Ὅπως ὁ γεωργός πού δίνει ὅλη τήν ἐπιμέλειά του στή γῆ του, πρῶτα τήν ὀργώνει καί μαζεύει τά ἀγκάθια, κι ἔπειτα ρίχνει τό σπόρο, ἔτσι καί ἐκεῖνος πού περιμένει νά λάβει ἀπό τό Θεό τό σπόρο τῆς χάρης, πρέπει πρῶτα νά καθαρίζει τή γῆ τῆς καρδιᾶς του, ὥστε ὅταν πέσει ὁ σπόρος τοῦ Πνεύματος, νά δώσει πλήρεις καί πολλαπλάσιους καρπούς. Ἄν δέ γίνει πρωτύτερα αὐτό καί δέν καθαρίσει τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε μολυσμό σαρκικό καί πνευματικό(Β΄ Κορ. 7, 1), εἶναι ἀκόμη σάρκα καί αἷμα(Α΄ Κορ.

15, 50) καί βρίσκεται μακριά ἀπό τή ζωή.

  1. Ἀπό ὅλες τίς πλευρές πρέπει νά παρατηροῦμε μέ μεγάλη ὀξύτητα τά τεχνάσματα καί τούς δόλους καί τά κακοῦργα σχέδια τοῦ ἐχθροῦ. Γιατί ὅπως τό Ἅγιο Πνεῦμα λέει μέ τό στόμα τοῦ Παύλου ὅτι ἔγινε γιά τούς πάντες τα πάντα, ὥστε νά κερδίσει τούς πάντες(Α΄ Κορ. 9, 22), ἔτσι καί ἡ κακία φροντίζει καί γίνεται τά πάντα, ὥστε ὅλους

νά τούς ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια.

Ἔτσι ὁ σατανᾶς σ’ ἐκείνους πού προσεύχονται ὑποκρίνεται ὅτι συμπροσεύχεται, μέ σκοπό νά τούς ἐξαπατήσει μέ τήν πρόφαση τῆς προσευχῆς καί νά τούς προξενήσει τήν ἔπαρση. Σ’ ὅσους νηστεύουν ὑποκρίνεται ὅτι νηστεύει μαζί τους, θέλοντας νά τούς παρασύρει στήν οἴηση τῆς νηστείας. Σ’ ἐκείνους πού ἔχουν γνώση τῶν Γραφῶν

κάνει τά ἴδια, ἐπιθυμώντας νά τούς βγάλει μέ τό πρόσχημα τῆς γνώσεως ἀπό τόν ὀρθό δρόμο.

Σ’ ἐκείνους πού ἀξιώθηκαν νά τούς ἀποκαλυφθεῖ θεῖο φῶς, ἐνεργεῖ παραπλήσια, μετασχηματίζεται δηλαδή σέ φωτεινό ἄγγελο(Β΄ Λόρ. 11, 14) γιά νά τούς ἀπατήσει παρουσιάζοντας τό δικό του ψεύτικο φῶς καί νά τούς φέρει κοντά του. Καί γενικά, ἔτσι διαφορετικά ἐμφανίζεται στόν καθένα, παίρνοντας τήν κατάλληλη μορφή, ὥστε μέ τήν ὁμοιότητα νά κάνει τόν καθένα ὑποχείριο καί νά τόν ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια μέ εὐλογοφανῆ πρόφαση.

Λέει ὁ Ἀπόστολος: «Νά ἀνατρέπομε τούς ἐχθρικούς λογισμούς καί κάθε τί πού ὀρθώνεται νά πολεμήσει τή γνώση τοῦ Θεοῦ»(Β΄ Κορ. 10, 5). Κοίταξε δηλαδή μέχρι ποιό σημεῖο τολμᾶ ὁ ἀλαζόνας σατανᾶς: θέλει νά καταβάλει καί ἐκείνους πού ἔχουν ἤδη τό Θεό μέ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας.

Ὥστε μέ κάθε προσοχή πρέπει νά φυλάει ὁ καθένας τήν καρδιά τοῦ(Παροιμ. 4, 23) καί νά ζητᾶ ἀπό τό Θεό μεγάλη φρόνηση, γιά νά μᾶς δώσει νά ἀντιλαμβανόμαστε τά τεχνάσματα τῆς κακίας. Πρέπει ἀκόμη νά ἔχομε ἀκατάπαυστα πνευματική ἐργασία

καί νά προσπαθοῦμε νά φυλάγομε μέ σύνεση τό νοῦ καί τούς λογισμούς, καί νά καταρτίζομε τούς ἑαυτούς μᾶς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο καί τιμιότερο ἔργο ἀπ’ αὐτό. Ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός, τό ἔργο τοῦ εἶναι δοξολογία καί μεγαλοπρέπεια(Ψάλμ. 110, 3).

  1. Συνήθεια τῆς φιλόθεης ψυχῆς εἶναι, καί ἄν ἀκόμη πράττει ὅλα τα ἔργα τῆς ἀρετῆς, νά ἀποδίδει τό κάθε τί στό Θεό καί ὄχι στόν ἑαυτό της. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀντίθετα, βλέποντας τήν ὑγιῆ καί ὀρθή σύνεση καί γνώση της, τά ἀποδίδει ὅλα σ’ αὐτήν, καί μετρᾶ τίς ἀνταποδόσεις Τοῦ σ’ αὐτήν σάν νά κοπίασε μόνη της καί νά ἔκανε τό πᾶν —μ’ ὅλο πού ἄν θελήσει νά μᾶς κρίνει, στ’ ἀλήθεια δέ θά βρεθεῖ τίποτε γιά νά δικαιωθεῖ ὁ ἄνθρωπος.

Ἀφοῦ καί τά χρήματα καί ὅλα ὅσα θεωροῦμε ἀγαθά μέ τά ὁποῖα μπορεῖ κανείς νά κάνει ἀγαθοεργίες, εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἡ γῆ καί ὅλα ὅσα περιέχει(Ψάλμ. 23, 1), ἀκόμη καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή. Ἀλλά καί τό ὅτι εἶναι κανείς ἄνθρωπος, καί αὐτό κατά χάρη τό ἔχει. Τί λοιπόν τοῦ ἀπομένει γιά νά δικαιολογεῖ τήν οἴησή του ἤ νά τόν δικαιώνει;

Ἐντούτοις ὁ Θεός δέχεται ὡς τή μεγαλύτερη προσφορά ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία τόν χαροποιεῖ περισσότερο ἀπό ὅσα τοῦ προσφέρονται, τό ἑξῆς: γνωρίζοντας ἡ ψυχή καλά πῶς εἶναι ἡ πραγματικότητα, ὅλα ὅσα ἀγαθά πράττει καί ὅσα κοπιάζει γιά τό Θεό, ὅσα ἐννοεῖ καί μαθαίνει, σ’ Αὐτόν μόνο νά τά ἀποδίδει καί σ’ Αὐτόν νά ἀναθέτει τό πᾶν.

  1. Ὅταν ἡ γυναίκα ἔρθει σέ συμβίωση καί ἕνωση μέ τόν ἄνδρα, γίνονται ὅλα τα ἀτομικά του καθενός κοινά μεταξύ τους, ἕνα σπίτι καί μιά περιουσία, κινητή καί ἀκίνητη. Καί ὄχι μόνο στά ὑπάρχοντα τοῦ ἄνδρα, ἀλλά καί στό ἴδιο το σῶμα τοῦ γίνεται κυρία ἡ γυναίκα, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Ὁ ἄνδρας δέν ἐξουσιάζει τό σῶμα τοῦ ὁ ἴδιος, ἀλλά ἡ γυναίκα»(Α΄ Κορ. 7, 4).

Ἔτσι εἶναι καί ἡ ἀληθινή καί μυστική κοινωνία τῆς ψυχῆς μέ τό Χριστό, πού ἑνώνεται μαζί Του σέ ἕνα πνεῦμα(Α΄ Κορ. 6, 17). Εἶναι λοιπόν ἑπόμενο νά εἶναι κατά κάποιο τρόπο κυρία καί τῶν ἀνέκφραστων θησαυρῶν Του, ἀφοῦ ἔγινε νύμφη Του. Γιατί ὅταν ὁ Θεός γίνει δικός της, εἶναι φανερό ὅτι τά δικά Του ὅλα εἶναι δικά της, εἴτε εἶναι ὁ κόσμος, εἴτε ἡ ζωή, εἴτε ὁ θάνατος, εἴτε ἄγγελοι, εἴτε ἀρχές, εἴτε τωρινά, εἴτε μελλοντικά(Ρωμ. 8, 38).

  1. Ὅσο ὁ Ἰσραηλιτικός λαός εὐαρεστοῦσε τόν Κύριο, ἄν καί ποτέ ὅσο ἔπρεπε, ἀλλά τέλος πάντων ὅσο εἶχε κάπως ὑγιῆ τήν πίστη πρός Αὐτόν, τόν ὁδηγοῦσε ἡ πύρινη στήλη καί ἡ νεφέλη(Ἐξ. 13, 21) καί ἡ Ἐρυθρά θάλασσα τοῦ ἄνοιγε διάβαση(Ἐξ. 14,

21) καί πολλά ἄλλα θαυμαστά ἀπολάμβανε. Ὅταν ὅμως ἀπομακρυνόταν ἀπό τήν ἀγάπη Του, τότε παραδινόταν στούς ἐχθρούς καί ὑποτασσόταν σέ πικρές δουλειές.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν ψυχή, ἡ ὁποία μέ τή χάρη γνώρισε τό Θεό, καί ἀφοῦ πρῶτα καθαρίστηκε ἀπό πολλούς μολυσμούς, ἔπειτα ἔγινε καί ἄξια νά λάβει καί θεῖες δωρεές· ἐπειδή ὅμως δέν κράτησε ὡς τό τέλος τήν πρέπουσα ἀγάπη στόν οὐράνιο ἄνδρα της, ξέπεσε ἀπό τή ζωή, τῆς ὁποίας ἔγινε μέτοχος. Γιατί εἶναι δυνατόν ὁ ἐχθρός νά σηκώνει κεφάλι καί ἐναντίον ἐκείνων πού ἔφτασαν σέ τέτοια μέτρα.

Ὥστε πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε μέ ὅλη μας τή δύναμη καί νά φροντίζομε γιά τήν

αἰώνια ζωή μας μέ φόβο καί τρόμο· καί μάλιστα ὅσοι ἔλαβαν τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ,

νά μήν πράττουν μέ ἀμέλεια τίποτε, εἴτε μικρό, εἴτε μεγάλο, καί μέ αὐτό νά λυποῦν τό πνεῦμα τοῦ Κυρίου(Ἔφ. 4, 30). Γιατί ὅπως γίνεται χαρά στόν οὐρανό —καταπῶς λέει ἡ Ἀλήθεια(Λουκ. 15, 7)— γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ, ἔτσι γίνεται καί λύπη γιά μιά ψυχή πού χάνει τήν αἰώνια ζωή.

  1. Ὅταν ἡ ψυχή κριθεῖ ἄξια νά λάβει τή χάρη, τότε ὁ Θεός ἀκόμη περισσότερό της δίνει χρήσιμα δῶρα, γνώση, φρόνηση καί διάκριση. Αὐτά βέβαιά τα δίνει ὁ Θεός καί ὅταν ἐκείνη τά ζητεῖ, ὥστε νά μπορέσει νά διακονήσει εὐάρεστά το πνεῦμα, τό ὁποῖο καί ἀξιώθηκε νά λάβει, χωρίς νά ἐξαπατᾶται ἀπό τήν κακία, χωρίς νά σφάλλει ἀπό ἄγνοια, χωρίς νά παρεκκλίνει ζώντας χωρίς φόβο καί μέ ἀμέλεια καί νά κάνει τίποτε πού δέν εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου.
  2. Ὅπως ἡ ἐνέργεια τῶν παθῶν, πού εἶναι τό ἐγκόσμιο πνεῦμα τῆς πλάνης, τοῦ σκότους, τῆς ἁμαρτίας, θά κατοικήσει σέ ἄνθρωπο πού εἶναι γεμάτος ἀπό σαρκικό φρόνημα, ἔτσι καί ἡ ἐνέργεια τοῦ φωτεινοῦ πνεύματος κατοικεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο πού ἁγιάσθηκε, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ζητᾶτε ἀπόδειξη γιά τό ὅτι ὁ Χριστός μιλάει μέσα μου»(Β΄ Κορ. 13, 3), καί: «Δέ ζῶ πιά ἐγώ· μέσα μου ζεῖ ὁ Χριστός»(Γαλ. 2, 20), καί: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τό Χριστό»(Γαλ. 3, 27).

Ἐπίσης καί ὁ Κύριος λέει: «Θά ἔρθομε ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου καί θά κατοικήσομε σ’ αὐτόν»(Ἰω. 14, 23). Αὐτά δέν ἔρχονται ἀνεπαίσθητα, οὔτε χωρίς δραστική ἐνέργεια, ἀλλά μέ δύναμη καί στ’ ἀλήθεια σέ ὅσους κρίνονται ἄξιοι. Ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπέστρεφε πρωτύτερά τους ἀνθρώπους στή θεογνωσία μέ λόγια πού ἦταν ἀδύνατο νά τά σηκώσουν, καί ἔβαζε πάνω τους βαρύ καί ἀβάστακτο ζυγό, χωρίς καθόλου νά ἁπλώνει χέρι βοήθειας, καί τοῦτο γιατί δέν μποροῦσε νά παρέχει τή δύναμη τοῦ Πνεύματος.

Ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος: «Ὁ Νόμος ἦταν ἀδύνατο νά ἐφαρμοστεῖ, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας κλπ.»(Ρωμ. 8, 3). Ὕστερα ὅμως ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀνοίχθηκε ἡ θύρα τῆς χάρης σέ ὅσους πίστεψαν ἀληθινά, καί χορηγεῖται σ’ αὐτούς δύναμη Θεοῦ καί ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

  1. Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἔστειλε στούς μαθητές Τοῦ τή δωρεά τῆς πρωταρχικῆς καί φυσικῆς ἀγαθότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(Πράξ. 2, 3), ἀπό αὐτούς ἡ θεία δύναμη ἐρχόταν σέ ὅλους ἐκείνους πού πίστευαν καί κατοικοῦσε στίς ψυχές τους καί θεράπευε τά πάθη τῆς ἁμαρτίας καί τούς ἐλευθέρωνε ἀπό τό σκοτάδι καί τή νέκρωση.

Γιατί μέχρι τότε ἡ ψυχή ἦταν τραυματισμένη καί φυλακισμένη καί αἰχμάλωτη στό πυκνό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά καί τώρα, ἡ ψυχή πού δέν ἀξιώθηκε νά ἔχει ἔνοικο τόν Κύριο, οὔτε κατασκηνωμένη μέσα της τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργητικά καί μέ κάθε δύναμη καί ἐσωτερική βεβαιότητα, βρίσκεται ἀκόμη στό σκοτάδι.

Σ’ ἐκείνους ὅμως πού ἐπιφοίτησε ἡ χάρη τοῦ θείου Πνεύματος καί κατοίκησε μέσα στά βάθη τοῦ νοῦ τους, σ’ αὐτούς ὁ Κύριος γίνεται σάν ψυχή, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί Του»(Α΄ Κορ.

6, 17). καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει: «Ὅπως ἐγώ κι ἐσύ, Πατέρα, εἴμαστε ἕνα, νά εἶναι κι αὐτοί μ’ ἐμᾶς ἕνα»(Ἰω. 17, 21). Τί μεγάλη εὐαρέσκεια καί ἀγαθότητα ἔδειξε ὁ Θεός στήν ἀνθρώπινη φύση, πού τόσο ταπεινώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία!

Ὅταν ἡ ψυχή συζοῦσε μέ τήν κακία τῶν παθῶν, ἦταν σάν ἕνα μέ αὐτήν, καί παρ’ ὅλο πού εἶχε δική της θέληση, δέν μποροῦσε νά κάνει ἐκεῖνο πού ἤθελε νά κάνει, ὅπως λέει καί ὁ Παῦλος: «Δέν κάνω αὐτό πού θά ἤθελα νά κάνω»(Ρωμ. 7, 15). Πόσο λοιπόν περισσότερο, ὅταν ἐπισκεφθεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τήν ψυχή πού ἁγιάσθηκε καί ἔγινε ἄξιά Του, δέ θά γίνει ἕνα το θέλημά της μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Γιατί τότε γίνεται ἀληθινά ἡ ψυχή κατά κάποιο τρόπο ψυχή τοῦ Κυρίου, μέ τό νά ἐξουσιάζεται αὐτοπροαίρετα ἀπό τή δύναμη τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος καί νά μήν ἀκολουθεῖ πιά τό δικό της θέλημα. Γιατί λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ποιός θά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ»(Ρωμ. 8, 35) —δηλαδή ἀπό τήν ψυχή ποῦ ἑνώθηκε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα;

  1. Ἐκεῖνος λοιπόν πού θέλει νά γίνει μιμητής τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ὀνομαστεῖ καί αὐτός υἱός Θεοῦ, γεννημένος ἀπό τό πνεῦμα, ὀφείλει πρίν ἀπ’ ὅλα νά ὑπομένει τίς θλίψεις πού ἔρχονται, δηλαδή τίς σωματικές ἀσθένειες ἤ τίς ὕβρεις καί τούς ὀνειδισμούς ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τίς ἐπιθέσεις τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν, μέ γενναιοψυχία καί καρτερία.

Γιατί κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ παραχωρεῖται στίς ψυχές ἡ δοκιμασία τῶν διαφόρων θλίψεων, γιά νά φανερωθοῦν οἱ ψυχές πού τόν ἀγαποῦν εἰλικρινά. Αὐτό εἶναι τό σημάδι τῶν Ἁγίων ὅλων των αἰώνων, Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Μαρτύρων, ὅτι πέρασαν ὄχι ἀπό ἀλλοῦ, ἀλλά ἀπό τό στενό δρόμο τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων καί ἔτσι εὐαρέστησαν τό Θεό. «Παιδί μου, λέει ἡ Γραφή, ἄν ἔρχεσαι γιά νά ὑπηρετήσεις τόν Κύριο, ἑτοίμασε τήν ψυχή σου γιά πειρασμούς. Ἔχε εὐθύτητα στήν καρδιά καί καρτερία»(Σ. Σειράχ 2, 1-2). Καί ἀλλοῦ λέει: «Ὅλα ὅσα σου

ἔρχονται, δέξου τα σάν καλά, γνωρίζοντας ὅτι χωρίς νά θέλει ὁ Θεός τίποτε δέν γίνεται».

Λοιπόν ἡ ψυχή πού θέλει νά εὐαρεστήσει τό Θεό, πρέπει πρίν ἀπ’ ὅλα νά ἀναλάβει τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα. Μία τέχνη τῆς κακίας εἶναι καί αὐτό, στόν καιρό τῆς θλίψεως νά βάζει μέσα μας τήν ἀκηδία, γιά νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐλπίδα στό Θεό.

Οὐδέποτε ὅμως ὁ Θεός ἄφησε τήν ψυχή πού ἐλπίζει σ’ Αὐτόν νά καταβληθεῖ ἀπό τούς πειρασμούς ὥστε νά φτάσει σέ ἀδιέξοδο. Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ὁ Θεός κρατᾶ τίς ὑποσχέσεις Του καί δέ θά ἀφήσει νά δοκιμάσετε πειρασμό πάνω ἀπό τή δύναμή σας, ἀλλά ὅταν ἔρθει ὁ πειρασμός, θά δώσει μαζί καί τόν τρόπο ἐξόδου ἀπό αὐτόν, ὥστε νά μπορέσετε νά τόν ἀντέξετε»(Α΄ Κορ. 10, 13).

Ἀλλά καί ὁ πονηρός, δέν στενοχωρεῖ τήν ψυχή ὅσο θέλει αὐτός, ἀλλά ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν πόσο βάρος μπορεῖ νά σηκώσει ὁ ἡμίονος, πόσο ὁ ὄνος, πόσο ἡ καμήλα, καί τόσο τά φορτώνουν· καί ὁ κεραμοποιός γνωρίζει

πόση ὥρα νά βάλει τά κεραμικά σκεύη στή φωτιά, γιά νά μή σπάσουν ἄν μείνουν περισσότερο, μήτε πάλι νά γίνουν ἄχρηστα βγαίνοντας πρίν ἀπό τό κανονικό ψήσιμο.

Ἄν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόση σύνεση, πολύ περισσότερο, ἀπείρως περισσότερο ἡ σύνεση τοῦ Θεοῦ γνωρίζει πόσον πειρασμό πρέπει νά ἐπιτρέψει νά ἔρθει σέ κάθε ψυχή, γιά νά γίνει δόκιμη καί κατάλληλη γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

  1. Ἄν τό κανάβι δέν χτυπηθεῖ πολύ, δέν μπορεῖ νά γίνει κατάλληλο νά χρησιμοποιηθεῖ γιά λεπτότατα νήματα, ἀλλά ὅσο χτυπιέται καί ξαίνεται, τόσο πιό καθαρό καί εὔχρηστο γίνεται· καί ἄν τό νεόπλαστο πήλινο σκεῦος δέν μπεῖ στή φωτιά, δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους· καί τό νήπιο εἶναι ἄπειρο ἀκόμη γιά τίς δουλειές τοῦ κόσμου, γιατί οὔτε νά χτίζει, οὔτε νά φυτεύει, οὔτε νά σπέρνει, οὔτε ἄλλη δουλειά μπορεῖ νά κάνει.

Ἔτσι συχνά καί κάποιες ψυχές, ἄν καί ἔλαβαν τή θεία χάρη καί ἔχουν ἐσωτερική βεβαιότητα ἀπό τή γλυκύτητα καί τήν ἀνάπαυση τοῦ Πνεύματος ἐξαιτίας τῆς νηπιότητάς τους, ἀπό ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου, ἐπειδή ὅμως ἀκόμη δέ δοκιμάστηκαν, οὔτε ἐλέγχθηκαν ἀπό τά πονηρά πνεύματα μέ διάφορες θλίψεις, ἐξακολουθοῦν νά εἶναι νήπιες, καί γιά νά πῶ ἔτσι, δέν εἶναι ἀκόμη κατάλληλες γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. «Ἄν δέν ἔχετε τή διαπαιδαγώγηση —λέει ὁ Ἀποστολος— πού ἔχουν πάρει ὅλοι, τότε εἶστε νόθα παιδιά καί ὄχι γνήσια»(Ἑβρ. 12, 8).

Ὥστε καί οἱ πειρασμοί καί οἱ θλίψεις γιά τό συμφέρον στέλνονται στούς ἀνθρώπους, καί κάνουν τήν ψυχή πιό γνήσια καί πιό στερεή. Καί ἄν αὐτή ὑπομείνει μέχρι τέλους μέ τήν ἐλπίδα της στόν Κύριο, εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἐπιτύχει τήν ὑπόσχεση τοῦ Πνεύματος καί τήν ἀπολύτρωση ἀπό τά πάθη τῆς κακίας.

  1. Οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, ἀφοῦ ὑπέφεραν πολλά βασανιστήρια καί ἔδειξαν καρτερία μέχρι τό θάνατο, ἔγιναν ἄξιοι γιά τά στεφάνια καί τή δόξα· καί ὅσο περισσότερα καί σκληρότερα ἦταν τά βάσανα πού ὑπέφεραν, τόσο περισσότερη δόξα ἀπέκτησαν καί παρρησία ἐνώπιόν του Θεοῦ.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί οἱ ψυχές πού παραδόθηκαν σέ διάφορες θλίψεις (εἴτε αὐτές προέρχονται ἐξωτερικά ἀπό ἀνθρώπους, εἴτε δημιουργοῦνται μέσα τους ἀπό ἄτοπους λογισμούς, εἴτε γεννιοῦνται ἀπό σωματικές ἀσθένειες), ἄν κρατήσουν ὡς τό τέλος τήν ὑπομονή τους, θά ἀξιωθοῦν τά ἴδια στεφάνια μέ τούς Μάρτυρες καί τήν ἴδια παρρησία.

Καί τοῦτο ἐπειδή τό μαρτύριο τῶν θλίψεων, πού οἱ Μάρτυρες ὑπέμειναν ἀπό ἀνθρώπους, αὐτοί τό ὑπομένουν ἀπό τά πονηρά πνεύματα, τά ὁποῖα παρακίνησαν τότε τούς βασανιστές τῶν Μαρτύρων. Καί ὅσο περισσότερες καί αὐτοί θλίψεις τοῦ ἐχθροῦ ὑπέμειναν, τόσο περισσότερη δόξα, ὄχι μόνον στό μέλλον θά ἀπολαύσουν ἀπό τό Θεό, ἀλλά καί ἐδῶ θά ἀξιωθοῦν τήν παρηγοριά τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος.

  1. Ἐπειδή ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν οὐράνια ζωή εἶναι ὁμολογουμένως στενός καί γεμάτος θλίψεις(Ματθ. 7, 14), καί εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι πού τόν βαδίζουν, γι’ αὐτό πρέπει γιά χάρη τῆς ἐλπίδας τοῦ οὐρανοῦ νά ὑπομένομε σταθερά κάθε δοκιμασία του

πονηροῦ.

Γιατί ὅσες θλίψεις καί ἄν ὑποφέρομε, τί μποροῦμε νά προσφέρομε ἀντάξιό του μέλλοντος ποῦ μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ἤ τῆς παρηγορίας ποῦ δίνει ἀπό ἐδῶ στίς ψυχές μᾶς τό ἀγαθό πνεῦμα, ἤ τῆς λυτρώσεώς μας ἀπό τό σκοτάδι τῶν παθῶν τῆς κακίας, ἤ γιά τό χρέος τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μας; Τά παθήματα τοῦ καιροῦ τούτου δέν ἰσοσταθμίζουν τή δόξα πού μέλλει νά μᾶς δοθεῖ(Ρωμ. 8, 18).

Ὅπως λοιπόν εἴπαμε, ὅλα πρέπει νά τά ὑπομείνομε γιά τόν Κύριο, σάν γενναῖοι στρατιῶτες πού πεθαίνομε γιά τόν βασιλιά μας. Γιατί ἄραγε, ὅταν βρισκόμασταν στόν κόσμο καί στά βιοτικά πράγματα, δέ μᾶς ἔβρισκαν τέτοια λυπηρά, ἀλλά τώρα ποῦ ἤρθαμε νά ὑπηρετήσομε τό Θεό, ὑποφέρομε τούς πολυτρόπους αὐτούς πειρασμούς; Βλέπεις λοιπόν ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι γιά τό Χριστό, ἐπειδή φθονεῖ ὁ ἐχθρός τήν ἀνταπόδοση πού ἐλπίζομε καί θέλει νά βάλει μέσα στίς ψυχές μᾶς τή χαύνωση καί τή ραθυμία, γιά νά μή ζήσομε εὐάρεστα στό Θεό καί ἀξιωθοῦμε τή βασιλεία Του;

Ὅσο λοιπόν ὁ πονηρός κι ἄν ὁπλίζεται ἐναντίον μας, ἄν ἐμεῖς ὑποφέρομε τίς ἐπιθέσεις του μέ γενναιοψυχία, ὅλες οἱ μηχανές τοῦ ἐναντίον μᾶς διαλύονται μέ τή συμμαχία τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἔχομε τόν Ἰησοῦ ὑπερασπιστῆ καί προστάτη μας. Ἅς θυμηθοῦμε ὅτι καί Ἐκεῖνος ἔτσι πέρασε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ὑβριζόμενος, διωκόμενος, ἐμπαιζόμενος, καί τέλος θανατώθηκε μέ ἀτιμωτικό τρόπο ἐπάνω στό Σταυρό.

  1. Ἄν θέλομε νά ὑποφέρομε μέ εὐκολία τήν κάθε θλίψη καί τούς πειρασμούς, ἅς ἐπιθυμοῦμε καί ἅς ἔχομε ἐμπρός στά μάτια μᾶς πάντοτε τό θάνατο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τέτοια μάλιστα ἐντολή ἔχομε, νά σηκώνομε τό σταυρό καί νά τόν ἀκολουθοῦμε(Ματθ. 16, 24), πού σημαίνει νά εἴμαστε πρόθυμοι καί ἕτοιμοι γιά τό θάνατο.

Ἄν ἔχομε τέτοια διάθεση, θά ὑπομείνομε, ὅπως εἴπαμε, πολύ εὐκολότερα κάθε θλίψη, φανερή ἤ ἀφανῆ. Γιατί ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά πεθάνει γιά τό Χριστό, καθόλου δέ θά δυσκολευτεῖ στά ἐπίπονα καί λυπηρά.

Γι’ αὐτό τό λόγο νομίζομε ὅτι οἱ θλίψεις εἶναι βαριές, γιατί δέν ἐπιθυμοῦμε τό θάνατο γιά τό Χριστό, οὔτε ἔχομε πάντοτε τό νοῦ μᾶς προσηλωμένο σ’ Αὐτόν. Ὅποιος ὅμως θέλει νά γίνει κληρονόμος τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἐπιθυμεῖ καί τά πάθη Του μέ ζῆλο. Ὥστε ἐκεῖνοι πού λένε ὅτι ἀγαποῦν τόν Κύριο, ἀποδεικνύονται ἀπό τό ὅτι, κάθε

θλίψη πού τούς ἔρχεται, τήν ὑποφέρουν ὄχι μόνο μέ γεναιότητα, ἀλλά καί μέ προθυμία, γιατί ἐλπίζουν σ’ Αὐτόν.

  1. Ἐκεῖνος πού προσῆλθε στό Χριστό, πρέπει ἀκόμη καί μέ τή βία νά ὠθεῖ τόν ἑαυτό του πρός τό καλό, καί ἅς μή θέλει ἡ καρδιά. Γιατί λέει ὁ ἀψευδής Κύριος: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κερδίζεται μέ τήν βία καί τήν ἰδιοποιοῦνται ὅσοι βιάζουν τόν ἑαυτό τούς»(Ματθ. 11, 12), καί πάλι: «Ἀγωνίζεστε νά μπεῖτε ἀπό τή στενή πύλη»(Λουκ. 13, 24).

Πρέπει λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, καί χωρίς νά θέλομε, νά ὠθοῦμε τόν ἑαυτό μας στήν ἀρετή: δηλαδή στήν ἀγάπη, ἐνῶ δέν ἔχομε ἀγάπη· στήν πραότητα, ἐνῶ αὐτή μας λείπει· στό νά ἔχομε συμπαθῆ καί φιλάνθρωπη καρδιά, νά ἀνεχόμαστε τίς προβολές

καί τόν παραμερισμό καί νά ἐγκαρτεροῦμε μέ τούς καταφρονεμένους, ἐνῶ ἀκόμη δέν ἔχομε αὐτή τή συνήθεια· στήν προσευχή, ἄν καί δέν ἔχομε ἀκόμη πνευματική προσευχή.

Ἄν ὁ Θεός δεῖ ὅτι ἀγωνιζόμαστε ἔτσι καί ὠθοῦμε μέ τή βία τόν ἑαυτό μας πρός τό καλό, ἔστω κι ἄν ἡ καρδιά μᾶς ἀντιστέκεται, τότε μᾶς δίνει προσευχή ἀληθινή, μᾶς δίνει σπλαχνική καρδιά, ὑπομονή, μακροθυμία, καί γενικά, μᾶς γεμίζει μέ ὅλους τους καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22).

Ἄν τώρα κανείς στερεῖται τίς ἄλλες ἀρετές καί βιάζει τόν ἑαυτό τοῦ μόνο, ἅς ποῦμε, στήν προσευχή, γιά νά λάβει τό χάρισμα τῆς προσευχῆς, δέ βιάζει ὅμως τόν ἑαυτό τοῦ ν’ ἀποκτήσει πραότητα, ταπεινοφροσύνη, ἀγάπη καί ὅλο το εὐγενές γένος τῶν ἀρετῶν, ὅπως ἐπίσης καί βέβαιη πίστη καί ἐμπιστοσύνη στό Χριστό καί ζωή ὄχι ἀδιάφορη καί ἀμέριμνη, τότε καμιά φορᾶ τοῦ δίνεται ἀπό τό ἀγαθό Πνεῦμα ἡ χάρη τῆς προσευχῆς ἐν μέρει μέ εὐφροσύνη καί ἀνάπαυση, ὅπως τό ζήτησε, ἀλλά μένει ἔρημος ἀπό ὅλα τα ἄλλα καλά, γιατί δέ βίασε τόν ἑαυτό του νά τά ἀποκτήσει, οὔτε παρακάλεσε γι’ αὐτά τό Χριστό.

Γιατί πρέπει κανείς, ὄχι μόνον πρός ὅσα εἴπαμε νά ὠθεῖ τόν ἑαυτό του, ἔστω κι ἄν αὐτός δέ θέλει, καί νά ζητάει ἀπό τό Θεό νά τά λάβει, ἀλλά καί στό νά κρίνει ἀνάξια νά εἰπωθοῦν ὅσα λόγια εἶναι ἄχρηστα καί μάταια, καί στό νά μελετᾶ πάντοτε μέ τό στόμα καί μέ τήν καρδιά τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη, στό νά μή θυμώνει καί νά μήν ξεσπᾶ σέ φωνές· γιατί λέει ὁ Ἀπόστολος: «Κάθε δυσαρέσκεια νά φύγει μακριά σας, μαζί μέ κάθε κακία»(Ἔφ. 4, 35).

Ἐπίσης στό νά μήν κατηγορεῖ κανένα, νά μήν κατακρίνει, νά μήν ὑπερηφανεύεται. Ἔτσι βλέποντας τόν ὁ Κύριος ὅτι πιέζει τόν ἑαυτό του, ὅπως εἴπαμε, καί ὅτι τόν ὠθεῖ μέ τή βία, θά τοῦ δώσει ὁπωσδήποτε τή χάρη νά πράττει χωρίς κόπο καί μέ εὐκολία ἐκεῖνα πού πρωτύτερα οὔτε μέ τή βία δέν μποροῦσε νά κάνει, ἐξαιτίας τῆς πονηρίας πού εἶχε συγκάτοικό του. Καί τότε γίνονται ὅλα αὐτά τά ἔργα τῆς ἀρετῆς κατά κάποιο τρόπο φύση, ἐπειδή πιά ὁ Κύριος ἦρθε, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή Του, καί ἑνώθηκε μαζί του(Ἰω. 15, 5), καί αὐτός ἐπίσης ἑνώθηκε μέ τόν Κύριο, ὁπότε μέ τή χάρη Τοῦ ἐκπληρώνει μέ μεγάλη εὐκολία τίς ἀρετές.

  1. Ἐκεῖνος πού βίασε τόν ἑαυτό τοῦ μόνο στήν προσευχή —ὅπως πρίν λίγο εἴπαμε—, ἐνῶ στήν ταπεινοφροσύνη, στήν ἀγάπη, στήν πραότητα καί στόν ὁρμαθό τῶν ἄλλων ἀρετῶν δέν ἀσκεῖ καί δέ βιάζει τόν ἑαυτό του, ἔχει τήν ἑξῆς κατάληξη: Καμιά φορᾶ, ἐκεῖ πού προσεύχεται, ἐπιφοιτᾶ ἡ θεία χάρη. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί γι’ αὐτό ἱκανοποιεῖ μέ φιλανθρωπία τά αἰτήματα ὅποιων ζητοῦν.

Ἄν ὅμως αὐτός δέν ἔχει ἐθίσει τόν ἑαυτό του καί δέν τόν ἔκανε ἔμπειρο καί γυμνασμένο στίς ἀρετές, ἤ χάνει τή χάρη πού ἔλαβε καί πέφτει ἀπό ὑπερηφάνεια, ἤ τήν διατηρεῖ ἴσως, ἀλλά δέν προοδεύει σ’ αὐτή, οὔτε αὐξάνει. Ὥστε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ κατοικία καί ἡ ἀνάπαυση τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀγάπη, ἡ πραότητα καί ὅλες οἱ ἄλλες ἅγιες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκεῖνος λοιπόν πού θέλει νά φτάσει μέσω ὅλων αὐτῶν στήν τελειότητα, ἅς κάνει σύντροφό του τήν πρώτη ἀρετή, τήν προσευχή, καί ἅς βιάζει τόν ἑαυτό του νά τήν ἀγαπᾶ, καί ἄν ἡ καρδιά τοῦ ἀντιστέκεται καί φιλονεικεῖ, ἅς φροντίζει νά τήν κάνει

ὑποχωρητική καί πειθήνια στό Θεό.

Γιατί σ’ ἐκεῖνον πού ἐφάρμοσε πρῶτα τέτοια βία στόν ἑαυτό του καί κατά κάποιο τρόπο ἐξημέρωσε τήν ἀντίσταση τῆς ψυχῆς του καί μέ τόν καλό ἐθισμό τήν ἔκανε ὁλότελα ὑπάκουη, καί ἔτσι ζητᾶ καί παρακαλεῖ μέ τέτοια ψυχική κατάσταση, αὐξάνει καί ἀκμάζει μέσα του τό χάρισμα τῆς προσευχῆς τό δωρημένο σ’ αὐτόν ἀπό τό Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἀναπαύεται στή μετριοφροσύνη· τό χάρισμα αὐτό τό ἐπιδίωξε σέ συνδυασμό μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἀγαπητική πραότητα.

Καί τότε τό Πνεῦμα τοῦ χαρίζει καί αὐτά καί τόν διδάσκει τήν ἀληθινή ταπεινοφροσύνη καί τή γνήσια ἀγάπη καί τήν πραότητα, τά ὁποῖα καί εἶχε ἐπιδιώξει πρωτύτερα ἀσκώντας βία στόν ἑαυτό του. Καί ἀφοῦ ἔτσι προχωρήσει καί γίνει τέλειος κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἀποδεικνύεται ἄξιος της βασιλείας. Γιατί ὁ ταπεινός δέν πέφτει ποτέ. Ποῦ δηλαδή νά πέσει ἐκεῖνος ποῦ ἔχει τόν ἑαυτό τοῦ κάτω ἀπ’ ὅλους;

Ὥστε ἡ ὑψηλοφροσύνη εἶναι μεγάλη κατάπτωση, ἐνῶ ἀντίθετα μεγάλη ἐξύψωση καί σίγουρο ἀξίωμα εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη.

  1. Ἐκεῖνοι πού ἀγάπησαν ἀληθινά το Θεό, οὔτε γιά τήν οὐράνια βασιλεία θέλησαν νά τόν ὑπηρετοῦν, σάν νά ἐπιζητοῦν ἐμπορικό κέρδος, οὔτε πάλι γιά τήν κόλαση πού περιμένει τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά γιατί τόν ἀγάπησαν ὡς μόνο Θεό καί Δημιουργό τους καί κατανόησαν ὅτι οἱ δοῦλοι ὀφείλουν νά εὐαρεστοῦν τόν Κύριο καί Δημιουργό.

Αὐτοί καί μέ μεγάλη σύνεση ἀντιμετωπίζουν ὅ,τι τούς συμβαίνει· γιατί εἶναι πολλά τα ἐμπόδια γιά τήν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή δέν εἶναι μόνον ἡ φτώχεια καί ἡ ἀφάνεια, ἀλλά παρόμοια καί ὁ πλοῦτος καί ἡ τιμή γίνονται πειρασμοί γιά τήν ψυχή. Κατά ἕνα μέρος, καί αὐτή ἡ παρηγοριά καί ἡ ἀνάπαυση, μέ τήν ὁποία γεμίζει τήν

ψυχή ἡ χάρη· ἄν δέν τήν ἀντιληφθεῖ ἡ ψυχή πού καταξιώθηκε νά τήν λάβει καί δέν τή χρησιμοποιήσει μέ μεγάλη μετριοφροσύνη καί σύνεση, εἶναι πολύ εὔκολο νά τῆς

γίνει πειρασμός μᾶλλον καί ἐμπόδιο.

Γιατί ἡ κακία μέ πρόφαση αὐτή τή χάρη χαλαρώνει τόν τόνο τῆς ψυχῆς καί προξενεῖ μέ πανουργία τή χαύνωση καί τήν ἀδιαφορία. Γι’ αὐτό ἡ χάρη χρειάζεται γιά νά τή δεχθεῖ εὐλαβῆ καί συνετή ψυχή, ὥστε νά τήν τιμήσει καί νά παρουσιάσει ἄξιους καρπούς. Ὑπάρχει λοιπόν κίνδυνος, ὄχι μόνον οἱ θλίψεις, ἀλλά καί οἱ ἀνέσεις νά γίνουν πειρασμός τῆς ψυχῆς, γιατί καί μέ τά δύο αὐτά δοκιμάζονται ἀπό τόν Δημιουργό οἱ ψυχές, γιά νά φανερωθοῦν καθαρά ποιές δέ θεωροῦν αἴτια κέρδους τήν ἀγάπη τους πρός Ἐκεῖνον, ἀλλά θεωροῦν μοναδικό κέρδος τούς Αὐτόν πού πράγματι εἶναι ἄξιος πολλῆς ἀγάπης καί τιμῆς.

Στόν ἀμελῆ καί φτωχό στήν πίστη καί νήπιο στό φρόνημα, αὐτά γίνονται ἐμπόδιο γιά τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τά λυπηρά καί ἐπίπονα, ἀσθένειες, φτώχεια καί ἀσημότητα, ἤ καί τά ἀντίθετα, πλοῦτος, δόξα καί ἔπαινοι ἀπό τούς ἀνθρώπους· ἐπιπλέον καί ὁ πόλεμος τοῦ πονηροῦ πού προσβάλλει χωρίς νά φαίνεται. Ἀντιστρέφοντας τώρα τά παραπάνω, θά βρεῖς ὅτι στόν πιστό καί συνετό καί γενναῖο, αὐτά συνεργοῦν μᾶλλον στήν ἀπόκτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Γιατί, σύμφωνα μέ τόν θεῖο Ἀπόστολο, γιά ὅσους ἀγαποῦν τό Θεό, ὅλα συντελοῦν στό καλό τους(Ρωμ. 8, 28). Ἀπό αὐτά λοιπόν γίνεται φανερό ὅτι, ὅταν ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ ἀληθινά το Θεό συντρίψει καί νικήσει καί ὑπερπηδήσει ὅλα αὐτά πού θεωροῦνται ἐμπόδια στόν κόσμο, κατέχεται μόνο ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα, ὅπως λέει ὁ θεῖος Προφήτης: «Μέ περιέπλεξαν οἱ πλεκτάνες τῶν ἁμαρτωλῶν, μά οὔτε τότε δέ λησμόνησα τό νόμο Σου»(Ψάλμ. 118, 61).

  1. Ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος ἔκανε φανερό μέ μεγαλύτερη ἀκρίβεια καί καθαρότητα ὅτι τό τέλειο μυστήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ γίνεται γνωστό μέ τήν πείρα σέ κάθε πιστή ψυχή διά μέσου θείας ἐνέργειας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἔλλαμψη τοῦ ἐπουράνιου φωτός μέ τήν ἀποκαλυπτική δύναμη τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι δέ θά νομίσει

κανείς ὅτι ὁ φωτισμός τοῦ Πνεύματος γίνεται μόνο μέ τή γνώση τῶν θείων νοημάτων, ὥστε νά κινδυνέψει ἀπό ἄγνοια καί ραθυμία νά στερηθεῖ τό τέλειο μυστήριο τῆς χάρης.

Γι’ αὐτό καί ἔφερε τό παράδειγμα τῆς λαμπρότητας τοῦ Πνεύματος πού ἀκτινοβολοῦσε στό πρόσωπο τοῦ Μωυσῆ(Ἐξ. 34, 29), γιά νά παραστήσει μέ

σαφήνεια τή γνώση. Λέει λοιπόν: «Ἄν ἡ διακονία τοῦ γραπτοῦ νόμου, χαραγμένου σέ λίθινες πλάκες, ὁ ὁποῖος ὁδηγοῦσε στό θάνατο, συνοδεύτηκε ἀπό τόση λαμπρότητα, ὥστε νά μήν μποροῦν οἱ Ἰσραηλίτες νά κοιτάξουν κατά πρόσωπο τό Μωυσῆ ἐξαιτίας τῆς λάμψεως τοῦ προσώπου του, ἄν καί αὐτή ἦταν παροδική, πόσο περισσότερο ἔνδοξη θά εἶναι ἡ διακονία τοῦ Πνεύματος; Γιατί ἄν ἡ διακονία τῆς καταδίκης εἶχε λαμπρότητα, πολύ περισσότερη εἶναι ἡ λαμπρότητα τῆς διακονίας πού ὁδηγεῖ στή δικαιοσύνη.

Πράγματι, εἶναι τόσο μεγάλη αὐτή ἡ λαμπρότητα, ὥστε σέ σύγκριση μ’ αὐτήν, ἡ πρώτη νά μήν εἶναι λαμπρότητα. Γιατί, ἄν τό καταργούμενο εἶχε λαμπρότητα, πολύ μεγαλύτερη λαμπρότητα συνοδεύει τό μόνιμο»(Β΄ Κορ. 3, 7-11). Εἶπε “καταργούμενο” γιατί ἡ λαμπρότητα τοῦ φωτός ἀκτινοβολοῦσε στό θνητό σῶμα τοῦ Μωυσῆ. Καί προσθέτει: «Ἐπειδή λοιπόν ἔχομε μιά τέτοια ἐλπίδα, ἐνεργοῦμε μέ πολλή παρρησία»(Β΄ Κορ. 3, 12).

Λίγο παρακάτω ἔδειξε ὅτι ἡ ἄφθαρτη καί ἀθάνατη ἐκείνη λαμπρότητα τοῦ Πνεύματος πού συνοδεύεται μέ ἀποκάλυψη, ἀπό τώρα λάμπει στούς ἄξιους ἀθάνατα καί ἀκατάλυτα, στό ἀθάνατο μέρος τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Λέει λοιπόν: «Ὅλοι ἐμεῖς —ὅσοι δηλαδή γεννήθηκαν ἀπό τό πνεῦμα μέ τέλεια πίστη—, μέ ἀκάλυπτο πρόσωπο (τῆς ψυχῆς, ἐννοεῖται) κοιτάζομε σάν σέ καθρέφτη τήν λαμπρότητα τοῦ Κυρίου καί μεταμορφωνόμαστε σ’ αὐτή τή λαμπρή εἰκόνα Του, ἀνεβαίνοντας ἀπό λαμπρότητα σέ λαμπρότητα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖο εἶναι ὁ Κύριος.»(Β΄ Κορ. 3,

18).

Λέει ἀκόμη: «Μόλις ἐπιστρέψει κανείς στόν Κύριο, ἀφαιρεῖται τό κάλυμμα. Λέγοντας Κύριο ἐννοῶ τό Πνεῦμα»(Β΄ Κορ. 3, 16-17). Μέ αὐτά ἔδειξε φανερά ὅτι ἕνα κάλυμμα σκοτεινό ἔχει τοποθετηθεῖ πάνω στήν ψυχή, τό ὁποῖο ἀπό τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ βρῆκε πέρασμα νά εἰσχωρήσει στήν ἀνθρωπότητα.

Τώρα ὅμως πιστεύομε ὅτι μέ τήν ἔλλαμψη τοῦ Πνεύματος ἀφαιρεῖται ἀπό τίς πραγματικά πιστές καί ἄξιες ψυχές. Γι’ αὐτό τό λόγο ἔγινε ἐξάλλου καί ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Καί εὐδόκησε ὁ Θεός νά φτάσουν σέ τέτοια μέτρα ἁγιότητας ἐκεῖνοι πού

πιστεύουν ἀληθινά.

  1. Αὐτή ἡ ἔλλαμψη τοῦ Πνεύματος δέν εἶναι μόνο σάν μιά ἀποκάλυψη νοημάτων καί φωτισμός τῆς χάρης, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά εἶναι μιά βέβαιη καί ἀδιάκοπη ἔλλαμψη ὑποστατικοῦ φωτός μέσα στίς ψυχές. Μερικά ρητά της Γραφῆς μέ τέτοιο νόημα εἶναι τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός πού εἶπε νά λάμψει φῶς ἀπό τό σκοτάδι, Αὐτός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσομε τή δόξα τοῦ Χριστοῦ»(Β΄ Κορ. 4, 6), καί:

«Φώτισε τά μάτια μου, γιά νά μήν κοιμηθῶ γιά θάνατο»(Ψάλμ. 12, 4), δηλαδή ὅταν χωριστεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, νά μή βρεθεῖ σκοτισμένη ἀπό τό κάλυμμα τοῦ θανάτου τῆς κακίας.

Κι ἀκόμα: «Ξεσκέπασε κι ἄλλο τά μάτια μου γιά νά δῶ τά θαυμάσια του νόμου Σου»(Ψάλμ. 118, 18), καί: «Στεῖλε μου τό φῶς Σου καί τήν ἀλήθειά Σου· αὐτά θά μέ ὁδηγήσουν καί θά μέ φέρουν στό ἅγιο ὅρος Σου καί στό ναό Σου»(Ψάλμ. 42, 3), καί:

«Ἔλαμψε πάνω μας τό φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε»(Ψάλμ. 4, 7).

  1. Ἐπίσης καί τό φῶς πού ἔλαμψε στόν μακάριο Παῦλο στό δρόμο τῆς Δαμασκοῦ(Πράξ. 9, 3), μέ τό ὁποῖο ὑψώθηκε ὡς τόν τρίτο οὐρανό καί ἄκουσε ἀλάλητα μυστήρια, δέν ἦταν κάποιος φωτισμός νοημάτων καί γνώσεως· ἦταν ὑποστατική μέσα στήν ψυχή ἔλλαμψη τῆς δυνάμεως τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος. Τήν ὑπερβολική λαμπρότητα αὐτοῦ του φωτός δέν μπόρεσαν ν’ ἀντέξουν τά σαρκικά μάτια καί τυφλώθηκαν(Πράξ. 9, 8). Μέ αὐτό τό φῶς ἀποκαλύπτεται κάθε γνώση καί γνωστοποιεῖται ἀληθινά ὁ Θεός στήν ἄξια καί ἀγαπώμενη ἀπό Αὐτόν ψυχή.
  2. Κάθε ψυχή πού μέ τή δική της ἐπιμέλεια καί πίστη ἀξιώθηκε νά ντυθεῖ ἀπό ἐδῶ τελείως τό Χριστό μέ τή δύναμη καί τήν ἐσωτερική πληροφορία τῆς χάρης καί ἑνώθηκε μέ τό ἐπουράνιο φῶς τῆς ἄφθαρτης εἰκόνας, μυεῖται ἀπό τώρα στή γνώση ὅλων των οὐρανίων μυστηρίων ὑποστατικῶς.

Κατά δέ τή μεγάλη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, καί τό σῶμα της θά συνδοξαστεῖ μέ τήν ἴδια ἐπουράνια δόξα καί θά ἁρπαγεῖ στούς οὐρανούς ἀπό τό πνεῦμα, σύμφωνα μέ τή Γραφή(Α΄ Θεσ. 4, 17), καί θά ἀξιωθεῖ νά γίνει ὅμοιο μέ τό δοξασμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ(Φιλιπ. 3, 21), καί ἔτσι θά κληρονομήσει καί τήν αἰώνια καί χωρίς διαδοχή βασιλεία μαζί μέ τόν Χριστό.

  1. Ὅσο κανείς μέ τήν δική του ἐπιμέλεια καί πίστη ἔγινε κοινωνός τῆς οὐράνιας δόξας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί στόλισε τήν ψυχή του μέ ἀγαθά ἔργα, τόσο καί τό σῶμα τοῦ ἐκείνη τήν ἡμέρα θά γίνει ἄξιο νά συνδοξαστεῖ.

Ὅ,τι δηλαδή ἀποθησαύρισε κανείς τώρα μέσα του, αὐτό τότε παρουσιάζεται ἔξω, ὅπως καί ὁ καρπός πού εἶναι μέσα στά δένδρα Τό χειμώνα, παρουσιάζεται ἔξω τήν ἄνοιξη, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλοτε. Ἡ θεόμορφη λοιπόν εἰκόνα τοῦ Πνεύματος πού οἱ Ἅγιοι ἔχουν κατά κάποιο τρόπο σάν τυπωμένη ἀπό τώρα μέσα τους, θά κάνει τότε καί τό σῶμα ἐξωτερικά θεόμορφο καί οὐράνιο.

Στούς βέβηλους ὅμως καί ἁμαρτωλούς, ἀλοίμονο, τό σκοτεινό κάλυμμά του

κοσμικοῦ πνεύματος πού τύλιξε τήν ψυχή καί μέ τήν ἀσχήμια τῶν παθῶν ἔκανέ το

νοῦ τούς σκοτεινό καί ἄσχημο, θά παρουσιάσει τότε ἐξωτερικά καί τό σῶμα σκοτεινό καί γεμάτο ἀπό κάθε ντροπή.

  1. Ἐπειδή μετά τήν παράβαση ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καταδίκασε σέ θάνατο τόν Ἀδάμ(Γέν. 3, 19), ἦρθε πρῶτα ὁ θάνατος στήν ψυχή του, ἐπειδή μέ τή στέρηση τῆς ἐπουράνιας καί πνευματικῆς ἀπολαύσεως ἔσβησαν τά νοερά καί ἀθάνατα αἰσθητήριά της κι ἔγιναν σάν νεκρά, καί ὑστέρα ἀκολούθησε ὁ θάνατος τοῦ σώματος μετά ἀπό ἐννιακόσια τριάντα χρόνια(Γέν. 5, 5).

Ἔτσι καί τώρα ὁ Θεός, πού μέ τό σταυρό καί τό θάνατο τοῦ Σωτήρα συμφιλιώθηκε μέ τήν ἀνθρωπότητα, ἀποκαθιστᾶ τήν ψυχή πού πίστεψε ἀληθινά, ἀκόμη καί ἀπό αὐτή

τή ζωή, στήν ἀπόλαυση τῶν οὐράνιων φώτων καί μυστηρίων καί ξαναζωντανεύει μέ τό θεῖο φῶς τά νοερά αἰσθητήριά της. Ἔπειτα, καί τό σῶμα θά τό ντύσει μέ ἀθάνατη καί ἄφθαρτη δόξα.

  1. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν κόσμο καί ζοῦν μέ σεμνότητα καί ἀγάπη γιά τήν ἀρετή, ἀλλά ἔχουν τό κάλυμμα τῶν παθῶν, στά ὁποῖα εἴμαστε ὅλοι ἔνοχοι γιά τήν παρακοή τοῦ πρωταπλάστου, ἔχουν δηλαδή τό σαρκικό φρόνημα, τό ὁποῖο σωστά το ὀνόμασε ὁ Ἀπόστολος θάνατο λέγοντας: «Τό σαρκικό φρόνημα εἶναι θάνατος»(Ρωμ. 8, 6). Αὐτοί λοιπόν μοιάζουν μέ ἀνθρώπους πού περπατοῦν νύχτα καί φωτίζονται ἀπό τά ἄστρα, τά ὁποῖα εἶναι οἱ ἅγιες ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Ἐπειδή ὅμως δέν ἐλευθερώθηκαν ἀκόμη τελείως ἀπό τό σκοτάδι, τούς εἶναι ἀδύνατο νά βλέπουν καθαρά τα πάντα. Αὐτοί πρέπει νά φροντίζουν μέ κόπο καί μεγάλη πίστη γιά τήν ἀρετή καί νά παρακαλέσουν τόν Χριστό, τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, νά λάμψει στίς καρδιές τους, ὥστε νά μπορέσουν νά τά δοῦν ὅλα μέ ἀκρίβεια, δηλαδή καί τήν ἐναντίον μᾶς ἐπίθεση τῶν νοητῶν θηρίων πού γίνεται μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους, καί τά κάλλη τοῦ ἄφθαρτου κόσμου πού εἶναι ἀπερίγραπτα στήν ὄψη καί ἀνείπωτα στήν ἡδονή, μέ τόν ἴδιο τρόπο πού αὐτά γίνονται σαφῆ καί ὁλοφάνερα στούς τέλειους κατά τήν ἀρετή καί σ’ ἐκείνους πού τό νοερό φῶς ἔλαμψε ἐνεργῶς στίς καρδιές τους.

Γιατί, ὅπως λέει ὁ μακάριος Παῦλος, ἡ στερεή τροφή εἶναι γιά τούς τελείους, οἱ ὁποῖοι ἀπό τόν ἐθισμό ἔχουν γυμνασμένα τά πνευματικά αἰσθητήρια στό νά διακρίνουν τό καλό καί τό κακό(Ἑβρ. 5, 14). Ἀλλά καί ὁ θεῖος Πέτρος λέει: «Καί σεῖς, ἔχοντας τά λόγια τῶν Προφητῶν, καλά θά κάνετε νά τά προσέχετε, γιατί εἶναι

σάν λυχνάρι πού φέγγει στό σκοτάδι, ὥσπου νά χαράξει ἡ ἡμέρα καί ν’ ἀνατείλει στίς καρδιές σᾶς ὁ αὐγερινός»(Β΄ Πέτρ. 1, 19).

Ἀλλά οἱ πολλοί δέ διαφέρουν διόλου ἀπό ἐκείνους πού βαδίζουν τή νύχτα χωρίς κανένα φῶς καί χωρίς τήν παραμικρή ἀκτίνα, χωρίς δηλαδή κάποιο θεῖο λόγο νά φωτίζει τίς ψυχές τους, ὥστε σχεδόν μοιάζουν μέ τυφλούς. Αὐτοί εἶναι οἱ ὁλότελα δεμένοι μέ τά δεσμά τῆς ὕλης καί τίς βιοτικές ἁλυσίδες, καί οὔτε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ τούς συγκρατεῖ, οὔτε κανένα ἀγαθό ἔργο κάνουν.

Γιατί ὅσοι ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο, ὅπως εἴπαμε, φωτίζονται —σάν

ἀπό ἄστρα— ἀπό τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί κρατοῦν τήν πίστη καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ, αὐτοί δέν τυλίγονται ὁλότελα στό σκοτάδι, γι’ αὐτό καί μποροῦν νά ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας.

  1. Ὅπως οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο μαζεύουν τόν πλοῦτο ἀπό διάφορες ἀφορμές καί ἐργασίες, ἄλλοι δηλαδή ἀπό ἀξιώματα, ἄλλοι ἀπό ἐμπόριο, ἄλλοι ἀπό χειρωνακτική ἤ γεωργική ἐργασία, καί ἄλλοι μέ ἄλλον τρόπο, τό ἴδιο συμβαίνει καί στά πνευματικά. Ἄλλοι μαζεύουν τόν ἐπουράνιο πλοῦτο ἀπό διάφορα χαρίσματα, ὅπως φανερώνεται ἀπό τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου: «Ἔχομε διάφορα χαρίσματα, ἀνάλογα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πού μᾶς δόθηκε»(Ρωμ. 12, 6)· ἄλλοι ἀπό διάφορες ἀσκήσεις καί ἀπό διάφορες πνευματικές ἐργασίες καί ἀρετές πού γίνονται μόνο γιά τό Θεό.

Γιά χάρη αὐτοῦ του πλούτου εἶναι ἀπαγορευμένο νά κρίνει κανείς ἤ νά ἐξουθενώνει ἤ νά καταδικάζει τόν πλησίον. Ἀλλά καί ἐκεῖνοι εἶναι φανεροί, πού βρίσκουν χρυσάφι μέ ἐξόρυξη, ὅσοι δηλαδή ἀγωνίζονται μέ μακροθυμία καί ὑπομονή καί ἀποκτοῦν μερικό πλοῦτο καθώς τούς ἐνισχύει ἡ ἀγαθή ἐλπίδα.

Ἐπίσης εἶναι φανεροί καί ὅσοι μοιάζουν μέ μισθωτούς καί εἶναι ὀκνηροί καί νωχελικοί· αὐτοί τρῶνε ἀμέσως ὅ,τι τούς πέσει, δέ φέρνουν σέ πέρας μέ ὑπομονή τά ἔργα πού κάνουν καί παρουσιάζονται διαρκῶς νά τριγυρίζουν γυμνοί καί φτωχοί. Αὐτοί δηλαδή εἶναι ἕτοιμοι καί ἐνθουσιώδεις νά λάβουν τή χάρη, ράθυμοι ὅμως καί φυγόπονοι νά ἐργαστοῦν καί νά τήν αὐξήσουν.

Εἶναι ἐπίσης εὐμετάβλητοι καί μόλις γευθοῦν νιώθουν κόρο, καί στήν ἐργασία κουράζονται εὔκολα καί δείχνουν μουδιασμένοι· καί ἔτσι τούς ἀφαιρεῖται ἡ χάρη πού ἔλαβαν. Γιατί πάντοτε ἡ ἀδρανής, νωθρή, ἀμβλυμένη, ὀκνηρή καί γεμάτη ἀμέλεια προαίρεση βρίσκεται ἀσύμφωνη μέ τή χάρη, ἔρημη ἀπό ἀγαθά ἔργα, ἀκατάλληλη γιά τό Θεό καί ἄδοξη, καί σ’ αὐτόν τόν κόσμο, καί στόν μελλοντικό.

  1. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταπάτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί ξέπεσε ἀπό τή ζωή τοῦ Παραδείσου, ἐπακολούθησε τό δέσιμό του μέ δύο ἁλυσίδες. Ἡ μία εἶναι ὁ δεσμός τῶν βιοτικῶν πραγμάτων καί τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, ὅπως εἶναι ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, ἡ φιλία, ἡ γυναίκα, τά παιδιά, οἱ συγγενεῖς, ἡ πατρίδα, τά κτήματα καί γενικά ὅλα τα ὁρατά, ἀπό τά ὁποῖα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς διατάζει νά λυνόμαστε μέ τή θέλησή μας.

Ἡ ἄλλη ἁλυσίδα εἶναι ἀόρατη καί ἐσωτερική. Εἶναι δηλαδή δεμένη ἡ ψυχή μέ σκοτεινά δεσμά ἀπό τά πονηρά πνεύματα, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων οὔτε τό Θεό νά ἀγαπήσει μπορεῖ, οὔτε νά πιστέψει, οὔτε νά προσευχηθεῖ ὅπως θέλει. Γιατί ἀπό τήν παράβαση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ὅλοι συναντοῦμε μέσα μας ἀντίσταση σέ ὅλα, καί στά φανερά καί στά ἀφανῆ.

Ὅταν κανείς ὑπακούσει στό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἀπομακρυνθεῖ ἀπό ὅλα τα βιοτικά πράγματα καί ἀπαρνηθεῖ ὅλες τίς σαρκικές ἡδονές, τότε ἀφοῦ παραμείνει κοντά στό Θεό καί ἀφοσιωθεῖ σ’ Αὐτόν, παίρνει θεία δύναμη καί μαθαίνει ὅτι μέσα στά ἄδυτα τῆς καρδιᾶς κρύβεται κάποια ἄλλη πάλη καί κάποιος ἄλλος πόλεμος λογισμῶν.

Καί ἄν παραμείνει ἔτσι κοντά στό Θεό καί ἐπικαλεῖται τήν εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ,

μέ μεγάλη πίστη καί ὑπομονή, ἀλλά καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά

ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά καί τούς φραγμούς ἐκείνους καί τό σκοτάδι τῶν πονηρῶν πνευμάτων, δηλαδή ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν κρυμμένων παθῶν.

Αὐτόν τόν πόλεμο, μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νά τόν καταργήσομε. Χωρίς ὅμως τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά λυτρώσει κανείς τόν ἑαυτό του ὥστε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν πάλη τῶν λογισμῶν. Τό μόνο πού μπορεῖ κανείς, εἶναι νά ἀντιλέγει στούς λογισμούς καί νά μήν εὐχαριστεῖται μ’

αὐτούς.

  1. Ὅποιος εἶναι μπλεγμένος στά πράγματα αὐτοῦ του κόσμου καί τά ποικίλα δεσμά του καί παρασύρεται ἀπό τά πάθη τῆς κακίας, εἶναι πολύ μακριά ἀπό τό νά γνωρίζει

—όπως εἴπαμε— ὅτι ὑπάρχει κάποια ἄλλη πάλη καί κάποιος ἄλλος πόλεμος πού δέ φαίνονται. Ἀρκεῖ νά λύσει κανείς τόν ἑαυτό του ἀπό ὅλα τα ὁρατά καί ν’ ἀρχίσει νά παραμένει κοντά στόν Κύριο, γιά νά μπορέσει νά ἀντιληφθεῖ τή διαρκῆ ἐσωτερική πάλη τῶν παθῶν καί τόν ἀόρατο πόλεμο πού εἶναι μέσα μας.

Γιατί, ὅπως εἴπαμε, ἄν δέ γίνουν αὐτά μέ ὅλη μας τήν ψυχή καί δέ στέρξει κανείς νά προσκολληθεῖ ὁλωσδιόλου στό Θεό, δέν ἀντιλαμβάνεται τά ἀπόρρητα αὐτά πάθη τῆς κακίας καί τούς ἐσωτερικούς δεσμούς, ἀλλά κινδυνεύει, ἐνῶ ἔχει τραύματα καί περιθάλπει κρυφά πάθη, νά νομίζει ὅτι εἶναι ὑγιής καί ὄχι ἄρρωστος.

Ἐκεῖνος ὅμως πού περιφρονεῖ τήν ἐπιθυμία καί τή δόξα, μπορεῖ πρῶτα νά δεῖ τά πάθη πού εἶναι μέσα του, καί ἔπειτα νά παρακαλέσει τό Χριστό μέ πίστη· καί ἀφοῦ λάβει ἀπό τόν οὐρανό τά ὅπλα τοῦ Πνεύματος, τόν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, τήν περικεφαλαία της σωτηρίας, τήν ἀσπίδα τῆς πίστεως καί τό ξίφος τοῦ Πνεύματος(Ἔφ.

6, 14-16), νά παλέψει καί νά τά νικήσει.

  1. Χίλιους δυό τρόπους μηχανεύεται ὁ ἐχθρός γιά νά μᾶς ἀποσπάσει ἀπό τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή ἤ φέρνει ἐσωτερικά θλίψεις στήν ψυχή μέσω τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἤ τῆς προξενεῖ λογισμούς μιαρούς καί ἀνεπίτρεπτους, ἀνασκαλεύοντας τή μνήμη τῶν παλιῶν ἁμαρτημάτων, γιά νά τήν ὁδηγήσει σέ χαύνωση καί σέ λογισμούς ἀπελπισίας, ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά βρεῖ σωτηρία.

Θέλει ἀκόμη νά κάνει τήν ψυχή νά πιστέψει ὅτι οἱ λογισμοί αὐτοί γεννιοῦνται ἀπό τήν ἴδια καί δέν τούς ὑποβάλλει κρυφά καί μέ κακία ἕνα ἐχθρικό πνεῦμα. Ἤ λοιπόν κάνει αὐτά, ἤ φέρνει πόνους σωματικούς, ἤ σχεδιάζει θλίψεις καί ὀνειδισμούς ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά ὅσο ὁ πονηρός ρίχνει ἐναντίον μᾶς αὐτά τά πυρωμένα βέλη(Ἔφ. 6, 16), τόσο περισσότερο πρέπει ἐμεῖς νά φουντώνομε τήν ἐλπίδα πρός τό Θεό καί νά γνωρίζομε ἀκριβῶς ὅτι θέλημά Του εἶναι, νά δοκιμάζει τίς ψυχές πού ἔχουν ἔρωτα πρός Αὐτόν, γιά νά φανεῖ ἄν τόν ἀγαποῦν ἀληθινά.

  1. Χίλια χρόνια της ζωῆς αὐτῆς, ἄν συγκριθοῦν μέ τόν ἄφθαρτο καί αἰώνιο κόσμο, εἶναι σάν ἕνας κόκκος ἄμμου πού παίρνει κανείς ἀπό τή θάλασσα. Σκέψου τώρα ὡς ἑξῆς: Ἔστω ὅτι μπορεῖς νά γίνεις μοναδικός βασιλιάς σ’ ὅλη τή γῆ καί νά ἐξουσιάζεις μόνος σου ὅλους τους θησαυρούς τῆς οἰκουμένης.

Ἅς ποῦμε ἀκόμη ὅτι ἡ ἀρχή τῆς βασιλείας σου συμπίπτει μέ τήν ἀρχή της

δημιουργίας τῶν ἀνθρώπων, καί τό τέρμα της μέ τή συντέλεια, ὅταν αὐτά τά ὁρατά καί ὅλος ὁ κόσμος θά ἀλλάξουν καί θά μεταποιηθοῦν.

Πές μου λοιπόν τώρα, ἄν ἦταν νά διαλέξεις, θά προτιμοῦσες αὐτή τήν ἐπίγεια βασιλεία, ἀντί τήν ἀληθινή καί σταθερή, πού δέν ἔχει ἀπολύτως τίποτε παροδικό καί φθαρτό; Ἐγώ θ’ ἀπαντοῦσα πώς ὄχι, ἄν βέβαια ἔκρινες σωστά καί σκεφτόσουν καλά το συμφέρον σου. Γιατί λέει ὁ Κύριος: «Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο, χάσει ὅμως τήν ψυχή τοῦ»(Ματθ. 16, 26);

Καί ξέρομε ὅτι γιά τήν ψυχή δέν ὑπάρχει κανένα ἀντάλλαγμα. Ἀφοῦ καί ἀπό ὅλο τόν κόσμο καί ἀπό τήν κοσμική βασιλεία, αὐτή μόνη της ἡ ψυχή ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἀξία, πόσο περισσότερο βέβαια ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Λέμε ὅτι ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἡ ψυχή, γιατί σέ κανένα ἄλλο ὅν δέν εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός νά δώσει τήν ἕνωση καί τήν κοινωνία μέ τό Πνεῦμα Του· οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε στόν ἥλιο, οὔτε στή σελήνη, οὔτε στά ἄστρα, οὔτε στή θάλασσα, οὔτε στή γῆ, οὔτε σέ ἄλλο δημιούργημα ἀπό ὅσα βλέπομε, παρά μόνο στόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀγάπησε ἀπό ὅλα τα κτίσματά Του.

Ἄν λοιπόν τά μεγάλα αὐτοῦ του κόσμου, δηλαδή τόν τόσο πλοῦτο καί τή βασιλεία ὅλης της γῆς, κρίνοντας ὀρθά δέ θά τά προτιμούσαμε ἀπό τήν αἰώνια βασιλεία, τί ἔπαθαν οἱ περισσότεροι καί ἀντί αὐτήν προτιμοῦν φαῦλα καί τυχαία πράγματα, δηλαδή κάποια ἐπιθυμία, λίγη δόξα, ἕνα μέτριο κέρδος καί τά ὅμοια; Πάντως ὅ,τι ἀγαπᾶ κανείς ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί εἶναι δεμένος μέ αὐτό, ἐκεῖνο προτιμᾶ ἀπό τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι αὐτό τό ἔχει καί γιά Θεό, ὅπως ἔχει λεχθεῖ: «Ἀπό ὅ,τι κανείς ἡττηθεῖ, σ’ αὐτό καί γίνεται δοῦλος»(Β΄ Πέτρ. 2, 19). Εἶναι λοιπόν ἀπόλυτη ἀνάγκη νά προστρέξομε στό Θεό, νά ἑξαρτήσομε ἀπό Αὐτόν τόν ἑαυτό μας, νά σταυρωθοῦμε ψυχικά καί σωματικά καί νά πορευόμαστε σύμφωνα μέ ὅλες τίς ἅγιες ἐντολές Του.

  1. Ἅς εἶναι. Ἄραγέ σου φαίνεται δίκαιο, τή φθαρτή τούτη δόξα καί τήν προσωρινή βασιλεία καί τά λοιπά πρόσκαιρα νά τά ἀποκτοῦν ὅσοι τά ὀρέγονται μέ πολλούς κόπους καί ἱδρῶτες, τό νά συμβασιλεύει ὅμως κανείς αἰώνια μέ τό Χριστό καί νά ἐπιτύχει τά ἀνεκλάλητα ἐκεῖνα ἀγαθά, νά ἀγοράζεται εὔκολα καί νά κατορθώνεται χωρίς κόπους;
  2. Ποιά εἶναι ἡ οἰκονομία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ; Ἡ ἐπιστροφή καί ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στόν ἑαυτό της. Ὁ Χριστός δηλαδή ἔδωσε πάλι στήν ἀνθρώπινη φύση τό ἀξίωμα τοῦ πρωτόπλαστου Ἀδάμ, καί ἀκόμη —ὤ θεϊκή κι ἀληθινά μεγάλη χάρη!— τῆς δώρισε τήν οὐράνια κληρονομία τοῦ ἀγαθοῦ Πνεύματος, καί ἀφοῦ τήν ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή τοῦ σκότους, τῆς ἔδειξε τό δρόμο

καί τή θύρα τῆς ζωῆς, ἀπό τά ὁποῖα ὅταν ἔρθει καί χτυπήσει, μπορεῖ νά μπεῖ μέσα στή βασιλεία. Γιατί λέει: «Ζητᾶτε, καί θά σᾶς δοθεῖ· χτυπᾶτε, καί θά σᾶς ἀνοιχτεῖ»(Ματθ.

7, 7).

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *