Ὁ Χριστιανός, διὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνιον ζωήν, πρέπει:

images (2)

1. Νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του, καὶ νὰ φυλάσσει τὰς ἐντολᾶς αὐτοῦ, νὰ ἀγαπᾶ δὲ τὸν πλησίον του(τὸν συνάνθρωπό του), ὅπως ἀγαπᾶ τὸν ἐαυτόν του, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος εἶπεν·Ἐὰν τὰς ἐντολᾶς μου τηρήσετε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπη μου(Ἰωάν. ἴε’ 10). Θὰ μείνετε δὲ εἷς τὴν ἀγάπην, ποὺ σᾶς ἔχω, ἐὰν φυλάξετε τὰς ἐντολᾶς μου. Καὶ πάλιν·Ἐν τούτω γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἔστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(Ἰωάν. ἰγ’ 35). Μὲ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι ὅτι εἶσθε μαθηταί μου, ἐὰν ἔχετε ἀγάπην ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον.

2. Νὰ ταπεινώνη τὴν ψυχὴν τοῦ ἐμπρὸς εἷς τὸν Θεὸν καὶ οὐδέποτε νὰ ὑψώνη τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐναντίον τοῦ πλησίον του. Διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει(Ψάλ. ν’ 19). Καρδίαν ἡ ὁποία συνετρίβη καὶ ἐταπεινώθη ἀπὸ τὴν θλίψην, δὲν θὰ τὴν ἐξευτελίσει ὁ Θεός. Νὰ δοκιμάζει δὲ καὶ πικρᾶν θλίψιν διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ πλησίον του, καὶ νὰ πενθῆ διὰ τὰς ἰδικᾶς τοῦ ἁμαρτίας, νὰ χαίρη ὅταν ὁ πλησίον του χαίρη καὶ νὰ μὴν λειώνη ἀπὸ τὸν φθόνον διὰ τὴν εὐτυχίαν του·νὰ δέχεται μὲ ὑπομονὴν καὶ νὰ συμβουλεύη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἀντιστρατεύονται, καὶ νὰ κατέχεται πάντοτε ἀπὸ τὸν πόθον καὶ τὴν δίψαν νὰ ἐκτελῆ ἔργα δίκαια, ὡς θέλει ταῦτα ὁ Θεός·διότι αὐτὸς θὰ διατηρήσει καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ καθαράν.

3. Νὰ αἰσθάνεται εὐσπλαγχνίαν δὶ’ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην εὐσπλαγχνίας καὶ νὰ διαθέτει ὄλας τὰς δυνάμεις τοῦ διὰ τὴν εἰρήνην, ὅπως τὴν θέλει ὁ Θεός, καὶ νὰ ἀγωνίζεται νὰ ὀνομασθεῖ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς διὰ τὰς προσπαθείας τοῦ ὑπὲρ τῆς εἰρήνης. Ἀκόμη καὶ νὰ ὑβρίζεται καὶ νὰ κατηγορεῖται καὶ νὰ διώκεται καὶ νὰ θανατώνεται διὰ τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως εἷς τὸν Χριστόν, διότι αὐτὸ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή.

4. Νὰ καταπολεμῆ πάσαν αἱρετικὴν διδασκαλίαν καὶ νὰ ἀποδέχεται ὀρθῶς τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Πίστεως περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος.

5. Νὰ μελετᾶ διαρκῶς μέσα εἷς τὴν καρδίαν τοῦ τὴν ἀλήθειαν καὶ οὐδέποτε νὰ μολύνη τὴν γλώσσαν του μὲ τὸ ψεῦδος καὶ οὐδέποτε νὰ κάνη κακὸν εἷς τὸν πλησίον του, ὅπως λέγει ἡ Γραφή.

6. Νὰ μὴ κατηγορεῖ, νὰ μὴ ὀνειδίζη, οὔτε νὰ κάνει κάτι ἄλλο ἀπὸ ὅσα ἀπαγορεύονται, ἀλλὰ νὰ τηρῆ μὲ προσοχὴν καὶ ἐπιμέλειαν τὰς ἐντολᾶς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἐκτελῆ αὐτᾶς.

7. Νὰ δίδει ἐλεημοσύνην, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ στερηθῆ ὁ ἴδιος, χωρὶς καὶ νὰ ἁπλώνη τὴν χείραν τοῦ διὰ νὰ ζητήση καὶ ἀπὸ ἄλλους ἐνίσχυσιν διὰ τηνβοήθειαν αὐτήν. Νὰ δίδη ἔνδυμα εἷς τὸν μὴ ἔχοντα.

8. Νὰ εὐλογή, ὅταν ὑβρίζεται. Ὅταν ὑποχρεώνεται νὰ ἐκτελέση μίαν ἀγγαρείαν, νὰ ἐκτελῆ περισσότερα ἀπὸ ὅσα τὸν ὑποχρεώνουν νὰ κάμη, χωρὶς νὰ ἐκφέρη οὐδένα αἰσχρὸν ἢ βλάσφημον λόγον. Οὐδέποτε νὰ ὁρκίζεται, ἀλλ’ἕνα μόνον ὄρον νὰ γνωρίζη, τὸ νὰ λέγη τὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται πάντοτε δὶ’αὐτήν, νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ εἷς κανένα νὰ μὴ λέγη περισσότερα, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελίαν τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι εἷς τὰς ἀποκρίσεις του.

9. Νὰ κινῆ τὴν γλώσσαν τοῦ εἷς το νὰ ὑμνῆ τὸν Θεόν, νὰ κλίνη τὰ γόνατα καὶ νὰ ὑψώνη τὰς χείρας καὶ τὸν νοῦν τοῦ διὰ νὰ παρακαλέση τὸν Θεόν, νὰ χύνη δάκρυα κατανύξεως ἐνώπιόν του Θεοῦ.

10. Νὰ σκέπτεται πάντοτε τὸν θάνατόν του καὶ τὴν Μέλλουσαν Κρίσιν, καὶ τὴν ἀπολογίαν τὴν ὁποίαν θὰ δώση διὰ τὰ ἔργα του. Νὰ σκέπτεται πάντοτε τὰς ἁμαρτίας του, παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ τοῦ συγχωρήση τὰ ἁμαρτήματά του.

11. Νὰ ἐκτελῆ καλὰ ἔργα μὲ πάσαν ἐπιμέλειαν, χωρὶς νὰ τὰ ἀναφέρη διαρκῶς ἢ νὰ τὰ ἐπιδεικνύη, ἢ νὰ καυχησιολογεῖ δὶ’αὐτά, ὅπως ὁ Φαρισαῖος, ἀλλὰ τὰς καλᾶς αὐτᾶς πράξεις του νὰ ἐνδιαφέρεται, ὅπως μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζη, ὅστις καὶ θὰ ἀποδώση εἷς τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του.

12. Νὰ ἀποφεύγη τὴν μέθην, τὴν ἐπιορκίαν , τὴν λαιμαργίαν, τὴν ἄκαιρον φλυαρίαν τὸν φθόνον, τὰς ἔριδας , τὴν κακίαν, τὴν πλεονεξίαν ἡ ὁποία εἶναι δευτέρα εἰδωλολατρεία, τὸν θυμὸν , τὴν ὀργήν, τὴν πορνείαν τὴν μοιχείαν καὶ κάθε σωματικὴν ἀκαθαρσίαν.

13. Νὰ μὴ χρησιμοποιῆ μαγικὰ φάρμακα, νὰ ἀποφεύγη τὰς μαντείας, τοὺς μαγικοὺς ἐξορκισμοὺς καὶ τὰ γητεύματα. Νὰ προσπαθῆ ἡμέραν καὶ νύκτα νὰ ἐξαγνίζη τὸν ἐαυτόν του, ὥστε νὰ μεταλαμβάνη ἐπαξίως τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

14. Νὰ γίνεται προστάτης τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν καὶ τῶν ξένων. Νὰ μὴ στρέφη ἀλλοῦ το πρόσωπον, ὅταν κάποιος τοῦ ζητῆ κάτι ἢ νὰ μὴ ἀρνεῖται νὰ δώση εἷς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ζητεῖ δανεικὰ ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ νὰ σχίζη κάθε ἄδικον χρεωστικὸν ὁμόλογον, νὰ μὴ τὸ ἐπιδεικνύη καὶ εἷς ἄλλους, ἐφ’ὅσον αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔχει ἀνήκουν ἐξ’ὁλοκλήρου εἷς τὸν Θεὸν καὶ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἔχει ὅ, τι ἔχει. Νὰ προσφέρη εἷς τὸν Θεὸν ὅ, τι ἔχει. Νὰ ζητῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τοῦ δώση ὅ, τι τοῦ λείπει. Νὰ τιμᾶ τοὺς δοξάζοντας τὸν Θεόν. Νὰ τιμᾶ τοὺς δούλους αὐτοῦ.

15. Νὰ αἰσθάνεται οἶκτον πρὸς τοὺς ἐχθρούς της ἀληθοῦς Πίστεως διότι εἶναι ψυχικῶς τυφλοί, καὶ νὰ προσπαθῆ μὲ ὄλας τοῦ τὰς δυνάμεις νὰ τοὺς ὁδηγήση εἷς ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποστρέφεται ὅμως ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν εἷς τὴν τύφλωσίν των, νὰ μισῆ δὲ μὲ τέλειον μίσος ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μισοῦν τὸν Κύριον.

16. Νὰ παραμένη πάντοτε ἀγαθός, εὐσεβὴς καὶ ἁγνός, ὡσὰν νὰ ἔχη μέσα του διαρκῶς τὸν Θεὸν καὶ νὰ εἶναι ὁλόκληρος ἀφοσιωμένος εἷς τὸν Θεόν. Εἷς κάθε ἐνέργειάν του νὰ κατευθύνεται ἀπὸ τὴν ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς ἐντολᾶς του, καὶ ὅταν εὑρίσκεται εἷς ἀμηχανίαν καὶ ὅταν ἀναπαύεται, καὶ ὅταν σηκώνεται καὶ ὅταν τρώγη καὶ ὅταν πίνη καὶ καθ’ὅλην τὴν ἡμέραν, σύμφωνα μὲ ὅσα λέγει ἡ Γραφή·Προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἔστιν, ἴνα μὴ σαλευθῶ(Ψάλ. ἴε’ 8), Ἔβλεπα διαρκῶς ἐμπρός μου τὸν Κύριον, διότι στέκεται εἷς τα δεξιά μου, ὥστε νὰ μὴ ταραχθῶ, καί·Φοβηθήτω τὸν Κύριον πάσα ἡ γῆ, ἀπ’αὐτοῦ δὲ σαλευθήτωσαν πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην (Ψάλ. λβ’ 8), Ἃς φοβηθῆ τὸν Κύριον πάσα ἡ γῆ, ἃς τρομάξουν Αὐτὸν ὅσοι κατοικοῦν τὴν οἰκουμένην.

17. Νὰ μὴ διατηρῆ μνησικακίαν εἷς τὴν ψυχήν του, διότι ὁ δρόμος ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ μνησίκακοι ὁδηγῆ εἷς τὸν ψυχικὸν θάνατον, αἳ δὲ ἁμαρτίαι ἐκείνου ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τὸν πλησίον του, ἐὰν τοῦ πταίση εἷς κάτι, συγχωροῦνται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐὰν δηλαδὴ δὲν ἐνθυμηθῶμεν τὰ ἁμαρτήματα τὰ ὁποῖα ἄλλοι διέπραξαν εἷς βάρος μας, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ ἐνθυμηθῆ τὰ ἁμαρτήματα τὰ ὁποῖα ἠμεῖς ἐκάμαμεν πρὸς Αὐτόν.

18. Νὰ κρίνη δικαίως μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ εἷς τὴν ψυχήν του. Διότι τὸ δικαίωμα τῆς κρίσεως ἀνήκει μόνον εἷς τὸν Θεόν·νὰ μὴ κατακρίνει ἄλλους διὰ τὰ ἁμαρτήματά των, ἤτοι νὰ μὴ τοὺς ἐξευτελίζη καὶ τοὺς ἀποστρέφεται, οὔτε νὰ ἐξετάζη μὲ προσοχὴν καὶ περιέργειαν τὰ κακά του πλησίον του, καὶ νὰ δικαιώνη τὸν ἐαυτόν του, χωρὶς νὰ βλέπη τὰς δοκοὺς ποὺ εἶναι καρφωμέναι εἷς τους ὀφθαλμούς του, ἀλλὰ νὰ βλέπη τὰ ἄχυρα ποὺ ἔχουν εἰσέλθει εἷς τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ πλησίον του, ἤτοι νὰ σχολιάζει τὰ μικρὰ ἐλαττώματα τῶν ἀδελφῶν του, πράγμα τὸ ὁποῖον ἐξοργίζει τὸν Θεὸν εἷς μεγάλον βαθμόν·δὲν εἶναι δηλαδὴ ὀρθὸν νὰ κρίνωμεν ἠμεῖς τὸν ξένον δοῦλον·δοῦλος δὲ τοῦ Θεοῦ εἶναι κάθε ἄνθρωπος.

19. Νὰ κρίνη καὶ νὰ διορθώνη μὲ ἀγάπην. Νὰ ἐλευθερώνη ἕνα ἀδικούμενον ἀπὸ τὰς χείρας ἐκείνου ὁ ὁποῖος τὸν ἀδικεῖ. Νὰ γίνεται πατὴρ διὰ τοὺς ἀδυνάτους, καὶ ὀφθαλμὸς διὰ τοὺς τυφλούς, καὶ πόδες διὰ τοὺς χωλούς, ὅπως λέγει ἡ Γραφή. Εὐσεβὲς καὶ δίκαιον εἶναι τοῦτο, ὅταν ὅμως γίνεται μὲ τὰς ἐπιβαλλομένας συμβουλᾶς καὶ παραινέσεις, ὅπως λέγει καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Παῦλος·τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἔκαστον (Πράξ. κ’ 31), Ἐπὶ μίαν τριετίαν συνεχῶς νύκτα καὶ ἡμέραν δὲν ἔπαυσα μὲ δάκρυα εἷς τους ὀφθαλμοὺς νὰ συμβουλεύω τὸν καθένα ἀπό σας.

20. Νὰ ἀποφεύγη τὰ αἰσχρὰ κέρδη, καὶ νὰ εἶναι εὐλαβής καὶ ὅσιος, καὶ νὰ προσέχη εἷς τὴν ἀνάγνωσιν, εἷς τὰς παρακλήσεις, καὶ τὰς συμβουλᾶς καὶ τὴν διδασκαλίαν, διδάσκων καὶ νουθετῶν τὸν ἐαυτὸν τοῦ σύμφωνα μὲ ὅσα λέγει ἡ Γραφή, ἤτοι ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδία ὑμῶν τῷ Κυρίω (‘Ἔφ. ἐ’ 19). Νὰ διέρχεται δηλαδὴ τὴν ζωήν του μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ἄσματα πνευματικά, ψάλλων καὶ ὑμνῶν τὸν Κύριον ὄχι μόνον μὲ τὸ στόμα ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδίαν.

21. Νὰ τιμᾶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἐγέννησαν, διὰ νὰ ζήση πολλὰ ἔτη ἐπάνω εἷς τὴν γῆν, καὶ νὰ μὴν κακολογεῖ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα του. Νὰ φροντίζει δὲ καὶ διὰ τοὺς ἰδικοὺς τοῦ ὑπηρέτας, ἀλλὰ πρὸ πάντων διὰ τοὺς ὑπηρέτας τῆς Πίστεως.

22. Νὰ μὴ παραλείπη νὰ συχνάζη εἷς τὰς ἐκκλησιαστικᾶς συγκεντρώσεις, ἤτοι εἷς τὰς κοινᾶς συνάξεις καὶ προσευχᾶς, ἀλλὰ καὶ νὰ προσεύχεται δημοσίως ἐμπρὸς εἷς ὅλον τὸν κόσμον πρὸς τὸν Θεόν, καὶ νὰ μὴ περιφρονῆ τὰς σοφὰς συμβουλᾶς, ποὺ ἴσως θὰ τοῦ δώσουν, ἢ τὰ θεοσεβῆ διδάγματα·νὰ μὴ θεωρεῖ ἀπίστευτα ἢ ἀδύνατά τα θαύματα καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα γίνονται καθ’ἑκάστην γενεάν, καὶ νὰ μὴ ἀσκῆ κριτικὴ ἐπ’αὐτῶν.

23. Ὅταν ἐνεργὴ ὁ ἄνθρωπος κατ’αὐτὸν τὸν τρόπον, καὶ ὅταν ἔχη τὸν Θεὸν διαρκῶς εἷς τὴν καρδίαν του, μὲ φρόνησιν, θὰ κληρονομήση τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἡ ὁποία εἶναι προητοιμασμένη ἀπὸ καταβολῆς κόσμου διὰ τοὺς Ἁγίους, ἡ ὁποία τέλος δὲν ἔχει, καὶ τὴν ὁποίαν εὔχομαι νὰ κληρονομήσωμεν καὶ ἠμεῖς ὅλοι, Χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὢ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἷς τους αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: astron-eothinon. blogspot. gr

 

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *