– Γάμος, Παρθενία, Διαζύγιο…

Ὁ νέος περίπατος στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀφορᾶ δώδεκα στίχους τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Θὰ μᾶς τοὺς ἀναλύση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.  Μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Θεολόγου ἀναδίδεται ζωντανὸ καὶ τὸ δράμα ποὺ ζοῦσε ἡ Ἐκκλησία τὸν 4ο μ.Χ. αἱ. μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ορισμένες περικοπὲς τῆς ὁμιλίας ἐντυπωσιάζουν ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ φεμινιστικὰ θέματα. Ἡ ὁμιλία ἐκφωνήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι.


Ὁ Ιησούς ποὺ διάλεξε τοὺς ψαράδες, ψαρεύει κι αὐτὸς καὶ μεταβαίνει ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Γιὰ ποιὸν λόγο; Ὄχι μόνο γιὰ νὰ κερδίση περισσότερους φιλόθεους ἀνθρώπους, ἀλλά, ὅπως νομίζω, καὶ γιὰ νὰ ἁγιάση περισσότερους τόπους. Γίνεται στοὺς Ἰουδαίους σὰν Ἰουδαῖος γιὰ νὰ κερδίση Ἰουδαίους στοὺς πιστοὺς στὸν Νόμο, σὰν πιστὸς στὸν Νόμο, γιὰ νὰ ἐξαγόραση τοὺς πιστοὺς στὸν Νόμο στοὺς ἀσθενεῖς σὰν ἀσθενὴς γιὰ νὰ σώση τοὺς ἀσθενεῖς. Γίνεται τὰ πάντα στοὺς πάντες, γιὰ νὰ κερδίση τοὺς πάντες. Ἀλλὰ τί λέω «τὰ πάντα στοὺς πάντες»; Ἐκεῖνο ποὺ ὁ Παῦλος δὲν ἀνέχθηκε νὰ τὸ πῆ γιὰ τὸν ἑαυτό του, βλέπω νὰ τὸ παθαίνη ὁ Σωτήρ. Γιατί δὲν γίνεται μόνο Ἰουδαῖος δὲν παίρνει ἐπάνω του τόσο ἀνάρμοστα καὶ ἄθλια ὀνόματα, ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ἀνάρμοστο ἀπὸ ὅλα: αὐτοαμαρτία καιαυτοκαταρα(Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Γαλατὰς ἐπιστολὴ (3,13), «ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου μὲ τὸ νὰ γίνη γιὰ χάρι μᾶς κατάρα». Αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθά. Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρὸ φορτώθηκε τὶς ἁμαρτίες ὅλου του κόσμου. Ἦταν σὰν νὰ ἔγινε ἕνα πράγμα μὲ τὴν ἁμαρτία. «Αὐτὸν ποὺ δὲν γνώρισε ἁμαρτία, ὁ Θεὸς γιὰ χάρι μᾶς τὸν ἔκανε ἁμαρτία» (Β’ Κορ. 5,21) δὲν εἶναι βέβαια, ἀλλὰ ἀκούει. Γιατί πῶς εἶναι ἁμαρτία αὐτός, κι ἐμᾶς μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Πῶς πάλι κατάρα, αὐτὸς ποῦ μᾶς ἐξαγοράζει ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου;

Τὰ δέχεται αὐτὰ τὰ ὀνόματα γιὰ νὰ δείξη μέχρι ποὺ φθάνει ἡ ταπείνωσίς του, καὶ γίνεται ἔτσι σ’ ἐμᾶς προτυπο ταπεινώσεως, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴν ἀνύψωσι.

Ὅπως λοιπὸν εἶπα, γίνεται ψαράς, συγκαταβαίνει σὲ ὅλους, ψαρεύει, ὅλα τα σκεπάζει καὶ τὰ ἀνέχεται, γιὰ νὰ ἀνασύρη ἀπὸ τὸ βάθος τὸ ψάρι, τὸν ἄνθρωπο δηλαδὴ ποὺ κολυμπάει στὰ ἀναταραγμένα καὶ ἁλμυρὰ κύματα τοῦ βίου.

/2. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα «ὅταν ἐτελείωσε αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Γαλιλαία καὶ ἦρθε στὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη» (Ματθ. 19,1). Πηγαίνει μὲ τὸ καλὸ στὴν Γαλιλαία γιὰ νὰ δὴ ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι μεγάλο φῶς. Μετακινεῖται στὴν Ἰουδαία, γιὰ νὰ πείση τοὺς ἀνθρώπους της νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ ἀφήσουν τὸ «γράμμα» καὶ ν’ ἀκολουθήσουν τὸ «Πνεῦμα». Τὴν μία φορὰ διδάσκει στὸ ὅρος, τὴν ἄλλη κάνει διάλογο στὶς πεδιάδες, ἄλλοτε μπαίνει στὸ πλοῖο καὶ ἄλλοτε ἐπιτιμᾶ τὶς τρικυμίες. Ακόμη δέχεται καὶ ὕπνο, γιὰ νὰ εὐλογήση τὸν ὕπνο. Ἀκόμη καὶ κοπιάζει γιὰ νὰ ἁγιάση καὶ τὸν κόπο. Ἀκόμη καὶ δακρύζει, γιὰ νὰ κάνη ἐπαινετό το δάκρυ. Μεταβαίνει ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο αὐτὸς ποὺ δὲν χωράει σὲ κανένα τόπο, ὁ ἄχρονος, ὁ ἀσώματος, αὐτὸς ποὺ δὲν περιλαμβάνεται ἀπὸ τίποτε.

Ὁ ἴδιος καὶ «ἦταν» (Ἰωάν. 1,1) καὶ «γίνεται» (Ἰωάν. 1,14) καὶ μπαίνει μέσα στὸ χρόνο. «Στὴν ἀρχὴ ἦταν, καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ἦταν, καὶ Θεὸς ἦταν» (Ἰωάν. 1,1). Τρεῖς φορὲς ἐτονίσθηκε τὸ «ἦταν». Ἐκεῖνο ποὺ ἦταν τὸ ἄδειασε καὶ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν τὸ πῆρε δικό του, χωρὶς νὰ γίνη δύο πρόσωπα, ἀλλὰ ἀνέχθηκε τὸ ἕνα πρόσωπο νὰ ἀνήκη σὲ δύο (φύσεις). Και τὰ δύο, καὶ ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ προσέλαβε καὶ ἐκεῖνο ποὺ προσελήφθη εἶναι Θεός. Δύο φύσεις ἔτρεξαν μαζὶ (καὶ ἑνώθηκαν) σὲ ἕνα πρόσωπο. Ὄχι δύο Υἱοί. Ἃς μὴ μᾶς παραπλανᾶ ἡ ἕνωσις. Αὐτὸς ὁ τόσο πολύς, ὁ τόσο μεγάλος… Ἀλλὰ τί ἔπαθα; Πάλι ἔπεσα στὶς ἀνθρώπινες λέξεις. Διότι πῶς ὁ ἁπλοὺς (Θεὸς) νὰ χαρακτηρίζεται «τόσο μεγάλος»; Πῶς ὁ ἀπόσος νὰ χαρακτηρίζεται «τόσο πολύς». Ἀλλὰ συγχωρεῖστε τὰ λόγια μου αὐτά. Ομιλώ γιὰ τὰ μέγιστα πράγματα χρησιμοποιώντας μικρὸ ὄργανο (δηλ. τὴν ἀνθρώπινη γλώσσα).

Ὁ πολύς, ὁ μακρόθυμος, ἢ χωρὶς μορφὴ καὶ σῶμα φύσις, ἃς τὸ ἀνεχθῆ κι αὐτό, τὰ τόσο φτωχὰ γιὰ τὴν ἀλήθεια λόγια ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸν Θεὸ σὰν νὰ εἶχε σῶμα. Ἀφοῦ καταδέχθηκε νὰ φορέση σάρκα, δέχεται καὶ αὐτοῦ του εἴδους τὰ λόγια.

  1. «Καὶ τὸν ἀκολούθησαν πολλὰ πλήθη λαοῦ. Καὶ τοὺς ἐθεράπευσε ἐκεῖ» (Ματθ. 19,2). Ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχε μεγαλύτερη ἐρημιά. Ἐὰν ἔμεινε στὴν ὑψηλή του θέσι, ἐὰν δὲν εἶχε συγκαταβῆ στὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια? ἐὰν ἔμεινε σ’ αὐτὸ ποὺ ἦταν, φυλάττοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀπρόσιτο καὶ ἀπερίληπτο, λίγοι θὰ τὸν ἀκολουθοῦσαν ἴσως. Δὲν ξέρω, ἂν λίγοι ἢ ἴσως μόνο ὁ Μωυσῆς καὶ αὐτὸς τόσο, ὥστε μόλις ποὺ ἀντικρυσε «τὰ ὀπίσθια του Θεοῦ» (Ἔξοδ. 33,23)( Δηλαδὴ δὲν ἀντικρυσε κατὰ πρόσωπο τὸν Θεό. Τὰ «ἔμπροσθέν» του Θεοῦ σημαίνουν τὴν μεγάλη του δόξα, ἐνῶ τὰ «ὀπίσθια» μικρότερη δόξα). Διότι τὴν νεφέλη τὴν διέσχισε εἴτε ἀπαλλασσόμενος ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος εἴτε συμμαζώνοντας τελείως τὶς αἰσθήσεις του.

Τὴν λεπτότητα τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ἄυλη καὶ ἀσώματη κατάστασί της ἢ δὲν ξέρω πὼς ἀλλιῶς νὰ τὴν ὀνομάσω, πὼς νὰ τὴν ἀντικρυζε φορώντας σῶμα καὶ κοιτάζοντας μὲ ὑλικὰ μάτια; Ἐπειδὴ ὅμως (ὁ Θεός), «ἀδειάζει» γιὰ χάρι μας καὶ κατεβαίνει στὴν γῆ – «ἄδειασμα» λέω τὴν κάπως ὑποχώρησι καὶ ἐλάττωσι τῆς δόξας τοῦ – γι’ αὐτὸ γίνεται προσιτὸς καὶ ἀντιληπτός.

  1. Συγχωρέστε μὲ ἐν τῷ μεταξὺ ποὺ μὲ πιάνει κάποιο ἀνθρώπινο πάθος(Πάθος ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν ποὺ ἀπέρριπταν τὴν θεότητα τοῦ Υἱοῦ, θεωρώντας τὸν κτίσμα. Τὰ ἴδια πρεσβεύουν καὶ σημέρα οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά). Γεμίζω ἀπὸ θυμὸ καὶ λύπη γιὰ τὸν Χριστό μου – εὔχομαι νὰ συμπάσχετε κι ἐσεῖς – σὰν ἰδῶ νὰ ἀτιμάζεται ὁ Χριστός μου γι’ αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο περισσότερο εἶχε δικαίωμα νὰ τιμᾶται. Γι’ αὐτὸ πές μου, εἶναι ἄτιμος, διότι γιὰ σένα ταπεινώθηκε; Γι’ αὐτὸ τὸν λὲς κτίσμα, διότι φροντίζει γιὰ τὸ κτίσμα; Γι’ αὐτὸ δὲν τὸν δέχεσαι ὡς ἄχρονο, διότι ἐπισκέφθηκε τοὺς «ὑπὸ χρόνον»; Ωστόσο ὅλα τα ὑποφέρει, ὅλα τα δέχεται. Καὶ ποιὸ τὸ παράδοξο; Δέχθηκε ραπίσματα, ἀνέχθηκε ἐμπτυσμούς, γεύθηκε χολὴ ἐξ αἴτιας τῆς ἰδικῆς μου γεύσεως(Ἐννοεῖ τὸ ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων ποὺ γεύθηκαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό).

Δέχεται καὶ τώρα πετροβόλημα (Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συχνὰ ἀναφέρει στοὺς λόγους τοῦ τὰ περιστατικὰ τῶν Εὐαγγελίων, ὅπου οἱ Ἰουδαῖοι στὰ Ἱεροσόλυμα ἐπεχείρησαν νὰ λιθοβολήσουν τὸν Κύριο (Ἰωάν. 8,59 καὶ 10,31). Στοὺς λιθασμοὺς αὐτοὺς δίνει διάφορες μεταφορικὲς ἔννοιες. Κυρίως χαρακτηρίζει ἔτσι τὰ ἐπιχειρήματα τῶν Ἀρειανῶν ποὺ θέλουν νὰ ὑποβιβάσουν τὸν Χριστό. Κλασσικὴ εἶναι ἡ φράσις, «ὁ Λόγος οὐ λιθάζεται» ποὺ τὴν συναντοῦμε στοὺς περίφημους θεολογικούς του λόγους) ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μᾶς ποὺ θεωρούμεθα εὐσεβεῖς. Διότι αὐτὸς ποὺ συζητεῖ γιὰ τὸν Ἀσώματο καὶ χρησιμοποιεῖ ἀνθρώπινες ὀνομασίες μᾶλλον κάνει τὸ ἔργο τῶν ἀντιπάλων καὶ πετροβολητών (Ἐδῶ θίγεται ἕνα σπουδαιότατο θεολογικὸ ζήτημα. Τὰ κατηγορήματα τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας εἶναι ἐντελῶς ἀνεπαρκῆ γιὰ νὰ ὁρίσουν τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ὁ Χριστὸς στὰ Εὐαγγέλια ἀναγκάζεται νὰ χρησιμοποιῆ εἰκόνες καὶ παραβολές. Γι’ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ στὴν λατρεία τῆς χρησιμοποιοῦνται πολὺ οἱ συμβολισμοί). Ἀλλὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἃς συγχωρηθῆ αὐτὴ ἡ ἀδυναμία. Πετροβολοῦμε χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, μὴ μπορώντας νὰ ὁμιλήσουμε διαφορετικά. Χρησιμοποιοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε.

– Ακούς νὰ σὲ λέμε Λόγο, ἀλλὰ εἶσαι πάνω ἀπὸ τὸν λόγο. Εἶσαι πάνω ἀπὸ τὸ φῶς, καὶ ὀνομάζεσαι Φῶς. Ἀκοῦς νὰ σὲ λέμε Πῦρ, χωρὶς νὰ εἶσαι ὑλικὴ φωτιά, ἀλλὰ διότι καθαρίζεις τὴν ἐλαφρὴ καὶ ἄχρηστη ὕλη? Μάχαιρα, διότι κόβεις τὸ χειρότερο ἀπὸ τὸ καλύτερο? Λυχνιστήρι διότι καθαρίζεις τὸ ἁλώνι καὶ ὅ,τι εἶναι ἐλαφρὸ καὶ «ἀνεμιαΐο» τὸ ἀπομακρύνεις, καὶ ὅ,τι εἶναι βαρὺ καὶ γεμάτο το τοποθετεῖς στὶς ἀποθῆκες τοῦ Οὐρανοῦ? Ἀξίνη, διότι κόβεις τὴν ἄκαρπη συκιὰ ποὺ πολὺ τὴν ἀνέχθηκες καὶ διότι κόβεις τὶς ρίζες τῆς κακίας καὶ πονηρίας? Θύρα, διότι ἐσὺ μᾶς εἰσάγεις (στὴν βασιλεία)? Ὁδός, διότι ἐσὺ μᾶς ὁδηγεῖς στὸν ἴσιο δρόμο? Πρόβατο, διότι θυσιάστηκες? Ἀρχιερεύς, διότι προσφέρεις θυσία τὸ σῶμα σου? Υἱός, διότι γεννᾶσαι ἀπὸ τὸν Πατέρα.

Πάλι κινῶ τὴν γλώσσα μου σὲ διαμαρτυρία. Διότι πάλι μερικοὶ λύσσαξαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἢ καλύτερα ἐναντίον ἐμοῦ ποὺ ἀξιώθηκα νὰ κηρύττω γιὰ τὸν Λόγο (δηλ. τὸν Χριστό). Ἔγινα, σὰν τὸν (Πρόδρομο) Ἰωάννη, φωνὴ ποὺ βοᾶ στὴν ἔρημο σ’ αὐτὴν τὴν πόλι ποὺ ἄλλοτε ἦταν ἔρημη καὶ ἄνυδρη, ἐνῶ τώρα μὲ πολλοὺς πολλοὺς κατοίκους (Ἡ Κωνσταντινούπολις γεμάτη ἀπὸ Ἀρειανοὺς χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Θεολόγο ἔρημη καὶ ἄνυδρη. Ὅταν μὲ τὴν δράσι τοῦ πλήθυναν οἱ Ὀρθόδοξοι ἔγινε «λίαν οἰκουμένη»).

  1. Αλλά ἃς ἐπανέλθω στὸν λόγο μου, σ’ αὐτὸ ποὺ ἔλεγα, ὅτι τὸν ἀκολουθοῦσαν πολλὰ πλήθη λαοῦ, διότι συγκαταβαίνει στὶς ἀσθένειές μας. Ἔπειτα τί συνέβη; «Καὶ τὸν ἐπλησίασαν οἱ Φαρισαῖοι, πειράζοντας τὸν καὶ λέγοντας, ἐὰν ἐπιτρέπεται στὸν ἄνδρα νὰ διώχνη τὴν γυναίκα του γιὰ κάθε αἰτία»; (Ματθ. 19,3).

Πάλι οἱ φαρισαῖοι πειράζουν. Πάλι αὐτοὶ ποὺ διαβάζουν τὸν Νόμο δὲν γνωρίζουν τὸν Νόμο. Πάλι οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ Νόμου ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλους διδασκάλους.

Δὲν ἔφταναν οἱ Σαδδουκαῖοι ποὺ τὸν ἐπείραζαν γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀναστάσεως, καὶ οἱ νομικοὶ ποὺ ρωτοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα, καὶ οἱ Ἡρωδιανοὶ γιὰ τὸν κῆνσο καὶ γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ ἄλλοι. Ἀλλὰ κάποιος τὸν πείραξε ἐρωτώντας τὸν γιὰ τὸν γάμο, αὐτὸν ποὺ δὲν πειράζεται, ποὺ δημιούργησε τὴν συζυγία, αὐτὸν ποὺ ἀπὸ τὸν πρῶτο γάμο ἔφτιαξε ὅλο το ἀνθρώπινο γένος. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Δὲν διαβάσατε στὶς Γραφὲς ὅτι ὁ Δημιουργός των ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοὺς ἔκανε ἄνδρα καὶ γυναίκα» (Ματθ. 19,4).

Ξέρει ὁ Χριστὸς σὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις νὰ δίνη ἐξηγήσεις καὶ σὲ ἄλλες νὰ ἀποστομώνη τοὺς ἐρωτῶντες. Ὅταν τὸν ρωτήσανε «μὲ ποιὰ ἐξουσία ἐνεργεῖς ἔτσι;» (Ματθ. 21,23) ἐρώτησις πολὺ χονδροειδὴς καὶ ἀγενής, καὶ αὐτὸς τοὺς ἐρωτὰ μὲ τὴν σειρά του, «τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἦταν ἡ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;» (Ματθ. 21,25), ἐρώτησις ποὺ τοὺς ἔδενε χειροπόδαρα κι ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς(Δηλαδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀπαντήσουν ὅτι τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη προερχόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιατί θὰ ξεσηκωνόταν ἐναντίον τοὺς ὁ λαὸς ποὺ εἶχε τὸν Ἰωάννη σὰν θεόσταλτο προφήτη. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν ἀκόμη νὰ ποῦν ὅτι προερχόταν ἀπὸ τὸν οὐρανό, διότι τότε θὰ ἔπρεπε νὰ δεχθοῦν τόσο τὸ βάπτισμά του ὅσο καὶ τὴν μαρτυρία γιὰ τὸν Ἰησοῦ σὰν Σωτήρα τοῦ κόσμου, πράγματα ποὺ ἀπέρριψαν).

Μποροῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς κατὰ μίμησι τοῦ Χριστοῦ, μερικὲς φορὲς νὰ ἀποστομώνουμε αὐτοὺς ποὺ συζητοῦν μαζί μας περίεργα καὶ ἀπίθανα, καὶ μὲ πιὸ ἀπίθανες ἀντερωτήσεις νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὶς ἀνάρμοστες ἐρωτήσεις. Ἔχουμε κι ἐμεῖς μερικὲς φορὲς τὴν μάταιη κοσμικὴ σοφία, γιὰ νὰ καυχηθῶ σὰν ἄφρων. Ὅταν ὅμως ὁ Χριστὸς βλέπη νὰ ὑποβάλλωνται σωστὲς καὶ λογικὲς ἐρωτήσεις, δὲν ἀπαρνεῖται τὶς συνετὲς ἀποκρίσεις.

  1. Το ἐρώτημα ποὺ ἔθεσές μου φαίνεται ὅτι τιμᾶ τὴν συζυγικὴ πίστι καὶ ἀπαιτεῖ φιλάνθρωπη ἀπόκρισι. Τὴν συζυγικὴ πίστι ὅπου βλέπω πολλοὺς νὰ μὴ βαδίζουν σωστά, καὶ ἡ ὑπάρχουσα νομοθεσία εἶναι ἄνιση καὶ ἀκανόνιστη. Πως λοιπὸν τὸ ἔκαναν, ὥστε οἱ γυναῖκες νὰ τιμωροῦνται, ἐνῶ οἱ ἄνδρες νὰ κινοῦνται ἐλεύθερα; Καὶ ἡ μὲν γυναίκα ποὺ ἀπάτησε τὸν ἄνδρα τῆς θεωρεῖται μοιχαλίδα καὶ γεύεται τὶς πικρὲς τιμωρίες τῶν νόμων, ἐνῶ ὁ ἄνδρας ποὺ συνεχῶς ἁμαρτάνει καὶ ἀπατᾶ τὴν γυναίκα του νὰ μὴ θεωρεῖται ὑπόδικος.

Δὲν τὴν δέχομαι αὐτὴ τὴ νομοθεσία, δὲν ἐπαινῶ αὐτὴ τὴν ἀντίληψι καὶ συνήθεια. Αυτοί ποὺ θέσπισαν τοὺς νόμους ἦταν ἄνδρες γι’ αὐτὸ ἡ νομοθεσία εἶναι εἰς βάρος τῶν γυναικών (Μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι ἡ ἁμαρτία τῆς συζύγου μπορεῖ νὰ ἔχη σὰν ἀποτέλεσμα τὴν νοθεία τοῦ γένους, δηλαδὴ κάποιο ἢ κάποια τέκνα τῆς οἰκογενείας νὰ προέρχωνται ἀπὸ ἄλλον πατέρα, οἱ Ρωμαϊκοὶ νόμοι στὰ χρόνια αὐτὰ φέρονταν αὐστηρὰ πρὸς τὶς γυναῖκες. Μόνο στὸν ἄνδρα ἀναγνώριζαν τὸ δικαίωμα νὰ ζητῆ διαζύγιο γιὰ λόγους μοιχείας. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ συγκρούωνται μὲ τοὺς νόμους τῆς πολιτείας, ὅταν μάλιστα εἶχαν καὶ κάποια λογικὴ βάσι, υἱοθετοῦνταν αὐτὲς οἱ ἀρχές. Διαφωτιστικός της καταστάσεως εἶναι ὁ 9ος κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου:

«…Ὅσον ἀφορᾶ τὴν γυναίκα, βλέπουμε πολλὴ τὴν ἀκριβολογία… Ὁ Ἱερεμίας λέει: «Ἐὰν μία γυναίκα πάη μὲ ἄλλον ἄνδρα, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιστρέψη στὸν ἄνδρα της, διότι θεωρεῖται πολὺ μολυσμένη» (3,1). Ἐπίσης «ἐκεῖνος ποὺ κρατάει τὴν μοιχαλίδα σὰν σύζυγο εἶναι ἀνόητος καὶ ἀσεβὴς» (Πάρμ. 18,22). Σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια ποὺ ἐπεκράτησε σ’ ἐμᾶς, οἱ γυναῖκες προστάσσονται νὰ κρατοῦν σὰν συζύγους τοὺς ἄνδρες ποὺ ὑπέπεσαν σὲ μοιχεῖες καὶ πορνεῖες· καὶ ἀπορῶ ἂν εἶναι μοιχαλίδα ἡ γυναίκα ποὺ πῆρε ἄνδρα τὸν ὁποῖον ἐχώρισε ἡ γυναίκα του γιὰ ἀπιστία… Τὸ νὰ ὑποπέση ὁ ἄνδρας σὲ πορνεῖες, δὲν τὸ συνηθίζουμε καὶ στὴν Ἐκκλησία μας νὰ τὸ θεωροῦμε αἰτία διαζυγίου, ἀλλὰ δεχόμαστε ὅτι πρέπει ἡ γυναίκα νὰ συγκατοικῆ μαζί του, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἀπὸ εἰδωλολάτρη δὲν προστάχθηκε νὰ χωρίζεται. «Ποῦ ξέρεις, γυναίκα; Μπορεῖ νὰ σώσης τὸν ἄνδρα σου» (Ἃ’ Κορ. 7,16)». Ὄχι μόνο ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι μεγάλοι Πατέρες, καὶ μάλιστα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος διαμαρτύρονταν γιὰ τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς ποὺ ἀδικοῦσαν τὸ γυναικεῖο φύλο. Ἀργότερα ἡ πολιτεία, ἐπὶ Ἰουστινιανοὺ κατήργησε τοὺς μεροληπτικοὺς ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν νόμους καὶ ἀναγνώρισε στὴν γυναίκα τὸ δικαίωμα νὰ ζητῆ διαζύγιο γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ποὺ ζητοῦσε καὶ ὁ ἄνδρας (Νεαρὰ 28,7)). Άλλωστε τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ μὲ τὰ τέκνα ποὺ τὰ ἀνέθεσαν στὴν ἐξουσία τοῦ πατέρα, ἐνῶ δὲν ἔδειξαν φροντίδα καὶ δὲν ἐτίμησαν τὸ ἀσθενέστερο μέρος, (δηλ. τὴν μητέρα).

Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὰ λέει ἔτσι, ἀλλὰ «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου ποὺ εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς ἐντολὲς ποὺ ἔχει καὶ ὑπόσχεσι: «γιὰ νὰ εὐτυχήσης» (Ἐξοδ. 20,12). Καὶ «ὁποῖος κακολογεῖ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του νὰ θανατώνεται» (Ἐξοδ. 21,27). Μὲ ὅμοιο τρόπο καὶ τὸ καλὸ ἐτίμησε καὶ τὸ κακὸ κατεδίκασε. Καὶ πάλι, «ἡ εὐλογία τοῦ πατέρα στηρίζει τὰ σπίτια τῶν τέκνων, ἐνῶ ἡ κατάρα τῆς μητέρας τὰ ξεθεμελιώνει» (Σ. Σειρὰχ 3,9).

Βλέπετε ἰσότητα νομοθεσίας; Ένας εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας, ἀπὸ ἕνα χῶμα εἶναι πλασμένοι καὶ οἱ δύο, μία εἶναι ἡ εἰκόνα κατὰ τὴν ὁποία πλάσθηκαν, ἕνας νόμος ὑπάρχει καὶ γιὰ τοὺς δύο, ἕνας θάνατος, μία ἀνάστασις. Ὅμοια ἀπὸ ἄνδρα καὶ γυναίκα ἤρθαμε στὴν ὕπαρξι. Ἕνα χρέος ἔχουν τὰ τέκνα πρὸς τοὺς γονείς (Οἱ θέσεις αὐτὲς καὶ οἱ ἑπόμενες τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι ἀποστομωτικὲς γιὰ ὅσους κατηγοροῦν τὸν Χριστιανισμὸ γιὰ ὑποτίμησι τοῦ γυναικείου φύλου. Ἡ περικοπὴ ἔχει χρησιμοποιηθῆ παρὰ πολὺ σὲ συζητήσεις στὸ θέμα «Χριστιανισμὸς καὶ φεμινισμὸς»)

  1. Πως λοιπόν ἐσὺ ζητεῖς ἀκεραιότητα ἀπὸ τὴν γυναίκα σου, χωρὶς νὰ εἰσφέρης καὶ σὺ τὸ ὅμοιο; Πως ζητεῖς νὰ λάβης ὅ,τι δὲν δίνεις; Πῶς ἐνῶ εἶσαι ὁμότιμο σῶμα βγάζεις ἄδικο νόμο. Ἐὰν στοχάζεσαι τὰ χειρότερα (αὐτὰ ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πτῶσι μᾶς) σκέψου ὅτι ἁμάρτησε μὲν ἡ γυναίκα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Ἀδάμ. Καὶ τοὺς δύο τους ἐξαπάτησε τὸ φίδι. Δεν βρέθηκε τὸ ἕνα μέρος πιὸ ἀσθενικὸ καὶ τὸ ἄλλο πιὸ ἰσχυρό. Εάν πάλι σκέπτεσαι τὰ καλύτερα (αὐτὰ ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀνόρθωσί μας) σκέψου ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὸ πάθος του καὶ τοὺς δύο τους σώζει. Σαρκώθηκε χάριν τοῦ ἄνδρα; Τὸ ἴδιο καὶ χάριν τῆς γυναίκας. Θανατώθηκε γιὰ τὸν ἄνδρα; Τὸ ἴδιο καὶ ἡ γυναίκα μὲ τὸν θάνατο τοῦ σώζεται. Ἐπειδὴ ὀνομάζεται ἀπόγονός του Δαβίδ, νομίζεις ὅτι τιμᾶται ὁ ἄνδρας; Σκέψου ὅτι γεννᾶται ἀπὸ τὴν Παρθένο, πράγμα που είναι υπέρ των γυναικών.

Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς σημειώνει, «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. 2,24). Καὶ ἀφοῦ πρόκειται γιὰ μία σάρκα, ἃς θεωρείται ομοτιμη.

Ὁ δὲ Παῦλος καὶ μὲ παράδειγμα νομοθετεῖ τὴν συζυγικὴ ἀκεραιότητα. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ τρόπο; Μὲ τὸ νὰ λέη ὅτι «τὸ μυστήριον τοῦτο εἶναι μεγάλο, καὶ ἐγὼ τὸ συσχετίζω μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία» (Ἐφεσ. 5,32). Εἶναι καλὸ γιὰ τὴν γυναίκα νὰ ντρέπεται τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄνδρα. Καὶ εἶναι καλὸ στὸν ἄνδρα νὰ μὴν ἀτιμάζη τὴν Ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῆς γυναίκας. «Ἡ γυναίκα, λέει, πρέπει νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα» (Ἐφεσ. 5,33). Διότι πρέπει νὰ φοβᾶται καὶ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνδρας πρέπει νὰ φροντίζη τὴν γυναίκα, διότι καὶ ὁ Χριστὸς φροντίζει τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ τὸ φιλοσοφήσουμε πιὸ πολὺ αὐτὸ τὸ ρητό (του Παύλου).

  1. «Ἄρμεγε καὶ χτύπα τὸ γάλα, καὶ θὰ γίνη βούτυρο» (Πάρμ. 30,33). Ἐξέτασέ το (τὸ ρητὸ) καὶ μπορεῖς νὰ βρῆς σ’ αὐτὸ κάτι πιὸ χρήσιμο καὶ θρεπτικό. Μοῦ φαίνεται πὼς ἐδῶ ὁ λόγος ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν διγαμία. Ἐὰν ὑπῆρχαν δύο Χριστοί, τότε καὶ δύο ἄνδρες καὶ δύο γυναῖκες. Ἐὰν ὅμως ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας, μία εἶναι καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα καὶ τὸ σῶμα. Τὸ δεύτερο σῶμα νὰ ἀπορρίπτεται. Καὶ ἂν δὲν ἐπιτρέπεται τὸ δεύτερο, τί νὰ πῆ κανεὶς γιὰ τὸ τρίτο. Το πρῶτο, νόμιμο? τὸ δεύτερο, κατὰ συγχώρησι? τὸ τρίτο, παράνομο. Κι ὁποῖος ζητήσει καὶ περισσότερο μοιάζει μὲ γουρούνι, καὶ δὲν βρίσκουμε πολλὰ παραδείγματα νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ἄσχημη ζωή του.

Ὁ Νόμος γιὰ κάθε αἰτία προβλέπει διαζύγιο. Ὁ Χριστὸς ὅμως ὄχι γιὰ κάθε αἰτία. Ἐπιτρέπει μόνο τὸν χωρισμὸ τῆς πόρνης, ἐνῶ γιὰ τὰ ἄλλα παραγγέλλει φιλοσοφικὴ ἐγκαρτέρησι. Καὶ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴν πόρνη τὸν ἐπιτρέπει, διότι αὐτὴ νοθεύει τὸ γένος. Γιὰ τὸ ἄλλα ἃς δείχνουμε φιλοσοφικὴ ἐγκαρτέρησι. Ἢ καλύτερα ἃς δείχνετε φιλοσοφικὴ ἐγκαρτέρησι ὅσοι δεχθήκατε τὸν ζυγὸ τοῦ γάμου.

Ἐὰν δῆς στὴν γυναίκα σου «ἐπιγραφὲς καὶ ὑπογραφὲς» δηλ. βαψίματα, ἀφαίρεσέ τα. Ἐὰν γλώσσα ἀπερίσκεπτη, σωφρόνισε τὴν. Ἐὰν γέλιο ἀνήθικο, φέρε τῆς στενοχώρια. Ἐὰν ἔξοδα καὶ ποτὰ ὑπερβολικά, συμμάζεψε τὴν. Ἐὰν ἐπισκέψεις ἀκατάλληλες, δέσε τὴν. Ἐὰν βλέμμα ποὺ περιφέρεται ἐδῶ καὶ κεῖ, τιμώρησε τὴν. Μὴ τὴν κόψης ἀπερίσκεπτα. Μὴ τὴν χωρίσης. Γιατί δὲν ξέρουμε ποιὸ θὰ κινδυνέψη, αὐτὸ ποὺ κόβει ἢ αὐτὸ ποὺ κόβεται. «Ἡ πηγή, λέει ἡ Γραφή, ἀπὸ ὅπου πίνεις νερὸ νὰ εἶναι δική σου, καὶ κανένας ξένος νὰ μὴν πίνη ἀπὸ αὐτὴ» (Πάρμ. 5,17). Καὶ «μὲ σένα νὰ συναναστρέφεται τὸ χαριτωμένο πουλάρι σου καὶ τὸ ἀγαπημένο ἐλάφι σου» (Πάρμ. 5,19). Ἐσὺ λοιπὸν μὴ γίνεσαι ξένος ποταμός, μήτε νὰ κοιτάζης νὰ ἀρέσης σὲ ἄλλες παρὰ μόνο στὴν γυναίκα σου. Ἐὰν ὅμως τρέχης ἀλλοῦ, τότε καὶ στὸ δικό σου μέλος νομοθετεῖς τὴν ἁμαρτία καὶ ἀσέλγεια. Ἔτσι τὰ λέει ὁ Σωτήρ.

  1. Αλλά οἱ Φαρισαῖοι πῶς φέρονται; Τοὺς φαίνεται σκληρὸς ὁ λόγος (Ἐννοεῖ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀπαγόρευσι τοῦ διαζυγίου, ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὴν περίπτωσι τῆς πορνείας). Και ἄλλα βέβαια λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀπαρέσκουν καὶ στοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ στοὺς τωρινοὺς Φαρισαίους. Τὸν Φαρισαῖο δὲν τὸν κάνει μόνο ἡ καταγωγή, ἀλλὰ καὶ ἡ συμπεριφορά. Παρόμοια γνωρίζω καὶ Ἀσσύριο καὶ Αἰγύπτιο ποὺ κατατάσσεται μ’ αὐτοὺς γιὰ τὴν προαίρεσι καὶ τὸ φρόνημά του.

Τί λένε λοιπὸν οἱ Φαρισαῖοι; «Ἐάν ετσι ἔχη τὸ θέμα τῆς διαζεύξεως τοῦ ἄνδρα ἀπὸ τὴν γυναίκα, μόνο ἀπὸ μία αἰτία, τότε δὲν συμφέρει ὁ γάμος» (Ματθ. 19, 10).

– Ὢ Φαρισαῖε, τώρα τὸ καταλαβαίνεις πὼς δὲν συμφέρει ὁ γάμος. Προηγουμένως δὲν τὸ γνώριζες, ὅταν ἔβλεπες τὶς χῆρες γυναῖκες καὶ τὰ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ τοὺς θανάτους τῶν μικρῶν παιδιῶν καὶ τὰ πένθη ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὰ γλέντια, καὶ τοὺς θανάτους τῶν νεόνυμφων καὶ τὶς ἀτεκνίες καὶ τὶς γεννήσεις ἀναπήρων παιδιῶν καὶ τοὺς τοκετοὺς ὅπου πέθανε ἡ μητέρα καὶ ὅλη τὴν σχετικὴ κωμωδία ἢ τραγωδία; Ἢ καλύτερα καὶ τὰ δυὸ μαζί.

Συμφέρει νὰ παντρευθῆ κανείς; Συμφωνώ κι ἐγώ, διότι «ὁ γάμος εἶναι τίμιος καὶ ἡ κοίτη ἀμόλυντη» (Ἔβρ. 13,4). Συμφέρει στοὺς σώφρονες, ὄχι στοὺς ἀχόρταγους καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ δίνουν στὴν σάρκα περισσότερη ἀξία ἀπὸ ὅ,τι πρέπει. Ὅταν ὁ γάμος εἶναι μόνο τοῦτο, γάμος δηλαδὴ καὶ ἕνωσις συζύγων καὶ ἐπιθυμία ἀποκτήσεως παιδιῶν διαδόχων, εἶναι καλός, διότι δημιουργεῖ περισσοτέρους ἀνθρώπους ποὺ εὐαρεστοῦν τὸν Θεό. Ὅταν ὅμως ἐξάπτη τὴν ὕλη τῆς σάρκας καὶ σὲ περιβάλλη μὲ ἀγκάθια καὶ γίνεται σὰν δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κακό, τότε κι ἐγὼ ἀναφωνῶ, «δὲν συμφέρει νὰ παντρευθῆς».

/10. Ο γάμος εἶναι καλὸ πράγμα, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶναι καὶ ἀνώτερο ἀπὸ τὴν παρθενία. Διότι δὲν θὰ ἦταν μεγάλο πράγμα ἡ παρθενία, ἂν δὲν τύχαινε νὰ εἶναι καλύτερη ἀπὸ καλό. Ἀλλὰ μὴν στενοχωρεῖσθε ὅσες εἴσαστε στὸ ζυγὸ τοῦ γάμου. «Πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεὸ μᾶλλον παρὰ στοὺς ἀνθρώπους»(Πράξ. 5,29). Πλὴν ὅμως νὰ εἴσαστε συνδεδεμένες μεταξύ σας καὶ οἱ παρθένες καὶ οἱ σύζυγοι γυναῖκες καὶ νὰ εἴσαστε ἕνα πράγμα «ἐν Κυρίω» καὶ οἱ μὲν στόλισμά των δέ. Δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄγαμος, ἂν ἔλειπε ὁ γάμος. Γιατί πῶς ξεπρόβαλε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ ἡ παρθένος; Δὲν θὰ ὑπῆρχε γάμος σεμνός, ἂν δὲν ἔφερε σὰν καρπὸ στὸν Θεὸ καὶ στὴν ζωή, παρθένο. Τίμησε καὶ σὺ (ἡ παρθένος) τὴν μητέρα σου ἀπὸ ὅπου δημιουργήθηκες. Τίμησε καὶ σὺ (ἡ σύζυγος) αὐτὴν ποὺ προῆλθε ἀπὸ μητέρα, ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι μητέρα. Δὲν εἶναι μὲν μητέρα, ἀλλὰ εἶναι νύμφη τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ δὲν κρύβεται, ἐνῶ ἡ κρυμμένη εἶναι φανερὴ στὸν Θεό. «Ὅλη ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ Βασιλέως εἶναι ἀπὸ μέσα καὶ περιβάλλεται καὶ στολίζεται μὲ χρυσὰ κρόσσια» (Ψάλμ. 44,14) εἴτε δηλαδὴ μὲ (ἅγιες) πράξεις εἴτε μὲ (ἱερὲς) θεωρίες.

Καὶ αὐτὴ ποὺ εἶναι στὸν ζυγὸ τοῦ γάμου, ἃς ἀνήκη κάπως στὸν Χριστό. Ἡ παρθένος ἃς ἀνήκη ὁλόκληρη στὸν Χριστό. Ἡ μία νὰ μὴ δένεται ἐντελῶς μὲ τὰ κοσμικά. Ἡ ἄλλη (ἡ παρθένος) νὰ μὴ προσχωρῆ καθόλου στὸν κόσμο. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τὴν παντρεμένη εἶναι μερικό, γιὰ τὴν παρθένο ἃς εἶναι ὁλικό.

– Ἔχεις διαλέξει, (παρθένε), τὴν ἀγγελικὴ ζωή; Ἔχεις καταταγὴ στοὺς ἄγαμους; Ἃς μὴ καταπέσης στὰ σαρκικά, ἃς μὴ καταπέσης στὰ ὑλικά, ἃς μὴ κάνης γάμο μὲ τὰ ὑλικά, ἐνῶ παράλληλα μένεις ἄγαμη. Όταν τὸ μάτι πορνεύη, δὲν φυλάει παρθενία. Ὅταν ἡ γλώσσα πορνεύη, συνενώνεται μὲ τὸν διάβολο. Ὅταν τὰ πόδια βαδίζουν ἄτακτα, ἐπικρίνονται γιὰ ἀρρώστεια ἢ κίνδυνο. Ἃς ἀσκῆ παρθενία καὶ ὁ νοῦς, ἃς μὴ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ οἱ σκέψεις, ἃς μὴ περιπλανοῦνται. Ἃς μὴ τυπώνωνται στὴν διάνοια ἁμαρτωλὲς εἰκόνες, γιατί κι αὐτὸ ἀποτελεῖ μέρος τῆς πορνείας. Ας μὴν εἰκονίζωνται στὴν ψυχὴ τὰ μισητά.

  1. «Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε σ’ αὐτούς: Δὲν τὸν δέχονται ὅλοι αὐτὸν τὸν λόγο (γιὰ τὴν ἀγαμία), ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ τοὺς δόθηκε (ἡ σχετικὴ χάρις)» (Ματθ. 19,11). Βλέπετε πόσο ὑψηλὸ εἶναι τὸ πράγμα. Λίγο ἔλειψε νὰ εἶναι καὶ ἄπιαστο. Ἀλήθεια, πὼς μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν σάρκα αὐτὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ σαρκικὴ γέννησι καὶ δὲν προχωρεῖ ὅμοια σὲ σαρκικὴ γέννησι; Γιατί, πῶς νὰ μὴν εἶναι ἀγγελικὸ πράγμα, αὐτή, ποῦ εἶναι δεμένη μὲ τὴν σάρκα νὰ μὴ ζῆ σαρκικά, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται ψηλότερα ἀπὸ τὴν φυσικὴ κατάστασι; Η σάρκα τὴν ἔδεσε στὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ φρόνημα καὶ ἡ σκέψις τὴν ἀνέβασε στὸν Θεό. Ἡ σάρκα τὴν βάραινε, ἀλλὰ τὸ φρόνημα καὶ ἡ σκέψις τὴν φτέρωσε. Ἡ σάρκα τὴν ἔδεσε, ἀλλὰ ὁ πόθος τὴν ἔλυσε.

– Τεντώσου ὁλόψυχα, παρθένε, πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὸ βέβαιά το νομοθετῶ καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες. Καὶ ἃς μὴ σοῦ φανῆ, (παρθένε), κάποιο ἄλλο πράγμα καλό, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀρέσουν στοὺς πολλούς. Ἃς μὴ σοῦ φανῆ καλὸ πράγμα ἡ εὐγενικὴ καταγωγή, οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ὁ βασιλικὸς θρόνος οὔτε ἡ ἐξουσία οὔτε ἡ ὀμορφιὰ ποὺ φαντάζει στὰ χρώματα καὶ στὶς συνθέσεις τῶν σωματικῶν μελῶν. Ἡ ὀμορφιὰ αὐτὴ γίνεται παίγνιο τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἀρρώστειας. Ἄραγε ἄδειασες στὸν Θεὸν ὅλη τὴν δύναμι τῆς ἀγάπης σου; Ἄραγε δὲν ποθεῖς δύο πράγματα, καὶ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ ἀόρατα; Ἄραγε πληγώθηκες τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ «ἐκλεκτὸν βέλος» (Ἧς. 49,2) καὶ γνώρισες καλὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Νυμφίου; ὥστε νὰ τοῦ λὲς καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὴν νύμφη τοῦ νυμφικοῦ δράματος καὶ τραγουδιοῦ: «Εἶσαι γλυκύτητα καὶ ὅλος ἐπιθυμία» (Ἆσμα ἀσμάτων 5,16).

  1. Κοιτάξετε τὰ νερὰ ποὺ μπῆκαν μέσα σὲ μολύβδινους σωλῆνες, πὼς ἀπὸ τὴν μεγάλη πίεσι καὶ τὴν ἑνιαία φορά, πολλὲς φορὲς ξεφεύγουν τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν φύσι τους, ὥστε ξεπετάγονται ψηλά. Καὶ καθὼς σπρώχνονται ἀπὸ πίσω, πάντοτε πετάγονται πρὸς τὰ ἄνω. Ἔτσι καὶ σύ, (παρθένε), ἐὰν σφιχτῆς στὸν πόθο καὶ ὁλόκληρη συναφθῆς στὸν Θεό, θὰ πεταχθῆς ψηλά. Δὲν θὰ πέσης κάτω. Δὲν θὰ διαλυθῆς. Θὰ μείνης ὁλόκληρη στὸν Χριστό, μέχρις ὅτου ἀξιωθῆς καὶ νὰ ἀντικρύσης τὸν Χριστό, τὸν νυμφίο σου. Φύλαγε τὸν ἑαυτό σου ἀπρόσιτο στὸ κακὸ καὶ στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα καὶ στὴν ζωὴ καὶ στὶς σκέψεις καὶ στὶς κινήσεις. Από παντοῦ ὁ Πονηρὸς σὲ περιεργάζεται καὶ τὰ παρατηρεῖ ὅλα προσεκτικά, ποὺ θὰ χτυπήση, ποὺ θὰ πληγώση, ποὺ τυχὸν θὰ βρῆ ξεγυμνωμένο μέρος, τὸ ὁποῖο προσφέρεται γιὰ χτύπημα. Όσο πιὸ καθαρὴ σὲ βλέπει, τόσο περισσότερο ἀγωνίζεται νὰ σὲ κηλίδωση. Ἄλλωστε στὴν λαμπρὴ ἐνδυμασία οἱ κηλίδες εἶναι πιὸ ἐμφανεῖς.

Ἃς μὴ παρασύρη ὁ ὀφθαλμὸς τὸν ὀφθαλμὸ οὔτε τὸ γέλιο τὸ γέλιο οὔτε ἡ οἰκειότητα τὴν νύκτα οὔτε ἡ νύκτα τὴν ἀπώλεια. Εκείνο ποὺ σιγὰ σιγὰ παρασύρεται καὶ ὑποκλέπτεται, πρὸς τὸ παρὸν δείχνει ἀνεπαίσθητη ζημιά, ἀλλὰ καταλήγει στὸ πιὸ βαρὺ ἁμάρτημα.

  1. «Δὲν τὸν δέχονται ὅλοι αὐτὸν τὸν λόγο (γιὰ τὴν ἀγαμία), ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ τοὺς δόθηκε (ἡ σχετικὴ χάρις)» (Ματθ. 19,11). Σαν ἀκούσης «τοὺς δόθηκε», μὴ σκεφθῆς σὰν αἱρετικός, μὴν ὁμιλήσης γιὰ φύσεις, μὴν ὁμιλήσης γιὰ τοὺς «χοϊκοὺς» καὶ τοὺς «πνευματικοὺς» καὶ τοὺς «μέσους». Γιατί εἶναι μερικοὶ τόσο ἄσχημα τοποθετημένοι, ὥστε νὰ νομίζουν πὼς ἄλλοι ἄνθρωποι ἔχουν φύσι ποὺ προορίζεται ἐξ ὁλοκλήρου γιὰ ἀπώλεια, ἄλλοι γιὰ σωτηρία καὶ ἄλλοι ἀνάλογα πρὸς τὰ ποὺ κλίνει ἡ θέλησίς τους, πρὸς τὰ χειρότερα ἢ πρὸς τὰ καλύτερα.

Δέχομαι κι ἐγὼ βέβαια ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἱκανότητες ἄλλος περισσότερες καὶ ἄλλος λιγώτερες. Ἀλλὰ δὲν ἐπαρκοῦν οἱ ἱκανότητες γιὰ τὴν (πνευματικὴ) τελειότητα. Αὐτὴ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν σκέψι καὶ τὴν ἀπόφασι, ποὺ κάνουν τὴν φύσι νὰ προχώρηση σὲ ἔργο, ὅπως ἀκριβῶς ὁ πυριτόλιθος πρέπει νὰ χτυπηθῆ μὲ τὸ σίδερο γιὰ νὰ δημιουργηθῆ φωτιά.

Ὅταν ἀκούσης «σ’ αὐτοὺς ποὺ δόθηκε», νὰ πρόσθεσης, «δόθηκε σ’ ὅσους προσκαλοῦνται καὶ συγκατανεύουν στὴν πρόσκλησι». Ὅπως πάλι ὅταν ἀκούσης «δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θέλει οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν ποὺ ἐλεεῖ» (Ρωμ. 9,16), σὲ συμβουλεύω νὰ σκεφθῆς τὸ ἴδιο. Ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ τόσο ἀλαζονεύονται γιὰ τὰ κατορθώματά τους, ὥστε τὸ πᾶν νὰ τὸ δίνουν στὸν ἑαυτό τους καὶ τίποτε στὸν Δημιουργὸ καὶ δοτήρα τῆς σοφίας καὶ χορηγό των καλῶν. Γι’ αὐτὸ τοὺς διδάσκει ὁ λόγος πὼς καὶ ἡ θέλησις τοῦ καλοῦ χρειάζεται τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ? ἢ καλύτερα, ἡ ἐκλογὴ τοῦ σωστοῦ ἀποτελεῖ θεϊκὸ δῶρο τῆς θεϊκῆς φιλανθρωπίας.

Πρέπει νὰ θέτουμε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ σώζωνται καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοὺ (Ἡ ὀρθόδοξος θέσις εἶναι ὅτι πρέπει νὰ συνεργήσουν καὶ οἱ δύο παράγοντες στὴν σωτηρία τοῦ ἄνθρωπου, καὶ ἡ θεία ἐνέργεια καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Πρόκειται γιὰ θεανθρώπινη συνεργασία. Αὐτὴ τὴν γραμμὴ ὑποστηρίζουν καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες, ὅπως ἐν προκειμένω ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Στὴν δύσι, ὁ Ἱερὸς Αὐγουστίνος τὸ εἶδε διαφορετικά το θέμα, ὑπερτονίζοντας τὸν θεῖο παράγοντα καὶ ὑποτιμώντας τὸν ἀνθρώπινο). Γι’ αὐτὸ λέει, «δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θέλει» δηλαδὴ μόνο ἀπὸ ἐκεῖνον, «οὔτε» μόνο «ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ ἐλεεῖ» (Ρωμ. 9,16). Ἔπειτα, ἀφοῦ καὶ ἡ βούλησις προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅλα φυσικά τα ἔδωσε στὸν Θεό. Ὅσο καὶ νὰ τρέξης ὅσο καὶ νὰ ἀγωνισθῆς, ἔχεις ἀνάγκη τοῦ στεφανοθέτη. «Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήση σπίτι, ἄδικα κοπιάζουν οἱ οἰκοδόμοι. Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν φυλάξη πόλι, ἄδικα ἀγρυπνοῦν οἱ φυλακὲς τῆς» (Ψάλμ. 126,1).

Γνωρίζω, λέει (ὁ Σολομῶν), ὅτι «τὸ τρέξιμο δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἀνάλαφρους οὔτε ὁ πόλεμος γιὰ τοὺς δυνατοὺς» (Ἔκκλ. 9,11) οὔτε γιὰ τοὺς μαχητὲς ἡ νίκη, οὔτε γιὰ τοὺς καλοταξειδευτὲς τὰ λιμάνια. Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἡ ἐπιτυχία τῆς νίκης καὶ τὸ καλὸ φθάσιμο τοῦ πλοίου στὸ λιμάνι.

  1. Και τὸ ἑπόμενο περιστατικό, ἂν καὶ λέγεται καὶ κατανοεῖται σὲ ἄλλη περικοπῆ, ἴσως νὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τὸ προσθέσω στὰ προηγούμενα, γιὰ νὰ χαρίσω καὶ σὲ σᾶς τὸν πλοῦτο μου:

«Ἐζήτησε ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν τοῦ Ζεβεδαίου» (Ματθ. 20,20) ἀπὸ πάθος ἀγάπης πρὸς τὰ παιδιά της, καὶ ἀπὸ ἄγνοια τοῦ τί μεγάλο πράγμα ζητεῖ – συγχωρεῖται ὅμως γιατί εἶχε ὑπερβολικὴ ἀγάπη καὶ φυσικὴ συμπάθεια καὶ εὔνοια πρὸς τὰ παιδιά της, ἀφοῦ ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει τίποτε εὐσπλαγχνικώτερο ἀπὸ τὴν μητέρα· καὶ τὸ λέω αὐτὸ γιὰ νὰ νομοθετήσω τὴν τιμὴ πρὸς τὶς μητέρες. «Ἐζήτησε λοιπὸν ἡ μητέρα τους ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, νὰ καθήσουν τὰ παιδιὰ τῆς ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ ἕνα στὰ ἀριστερά».

Ἀλλὰ πῶς φέρθηκε ὁ Σωτήρ; Ἐρώτησε στὴν ἀρχὴ ἂν μποροῦν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο ποὺ ἐπρόκειτο αὐτὸς νὰ πιῆ. Καὶ σὰν συμφώνησαν σ’ αὐτὸ καὶ ὁ Σωτὴρ τὸ δέχθηκε – γνώριζε βέβαια ὅτι μὲ αὐτὸ φθάνουν ἢ μᾶλλον θὰ φθάσουν στὴν τελείωσι καὶ στὸ τέλος – τί τοὺς εἶπε;«Τὸ μὲν ποτήριο θὰ τὸ πιήτε, ἀλλὰ τὸ νὰ καθήσετε στὰ δεξιὰ καὶ στὰ ἀριστερὰ δὲν εἶναι στὸ χέρι μου νὰ τὸ δώσω, ἀλλὰ ἀνήκει σ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δόθηκε» (Ματθ. 20,23). Μα καλὰ πῶς γίνεται αὐτό; Ο ἡγεμόνας νοῦς δὲν συμβάλλει σὲ τίποτε; Οὔτε ὁ κόπος; Οὔτε ὁ λόγος; Οὔτε ἡ μοναστικὴ ἄσκησις καὶ ζωή; Οὔτε ἡ νηστεία; Οὔτε ἡ ἀγρυπνία; Οὔτε ἡ χαμευνία; Οὔτε τὸ συνεχὲς χύσιμο δακρύων; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ σὰν μὲ κάποια παράλογη κλήρωσι ὁ Ἱερεμίας ἁγιάζεται ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του καὶ ἄλλοι ἀπὸ τότε ἀποξενώνονται ἀπὸ τὸν Θεόν;

/

  1. Φοβάμαι μήπως σᾶς κόλληση καὶ καμμία παράλογη ἰδέα, πὼς ἡ ψυχὴ προϋπήρξεκαι ἔζησε σὲ ἄλλο κόσμο καὶ ἔπειτα δέθηκε μ’ αὐτὸ τὸ σῶμα. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐκεῖ διαγωγή, ἄλλοι παίρνουν ἐδῶ το χάρισμα τῆς προφητείας, καὶ ἄλλοι ὅσοι ἔζησαν ἁμαρτωλὰ καταδικάζονται. Τοῦτο ὅμως εἶναι πολὺ παράλογο νὰ τὸ δεχθοῦμε. Ἐπίσης δὲν εἶναι «ἐκκλησιαστικό». Ἄλλοι ἃς κάνουν παιγνίδια μὲ τέτοια δόγματα. Σ’ ἐμᾶς δὲν εἶναι ἀσφαλὲς νὰ κάνουμε τέτοια παιγνίδια. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περικοπὴ στὸ «σ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δόθηκε», ἃς προσθέσης, «δόθηκε στοὺς ἄξιους». Ὅ,τι ἀπέκτησαν δὲν τὸ πῆραν ἁπλῶς ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ τὸ ἔδωσαν καὶ οἱ ἴδιοι στὸν ἑαυτό τους.
  1. «Διότι ὑπάρχουν εὐνοῦχοι ποὺ εὐνουχίσθηκαν ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τοὺς» κλπ. (Ματθ. 19,12). Τὸ ἤθελα ὑπερβολικὰ νὰ μποροῦσα νὰ πῶ κάποιον λόγο ἀνδρικὸ γιὰ τοὺς εὐνούχους.

– Μὴν ὑψηλοφρονεῖτε ὅσοι ἐκ φύσεως εἴσαστε εὐνοῦχοι. Διότι ἡ ἠθικὴ ἀκεραιότης σας ἴσως εἶναι ἀθέλητη, ἀφού δεν γνώρισε δοκιμασία καὶ δὲν δοκιμάσθηκε στὴν πράξι μὲ πειρασμούς. Τὸ καλὸ ποὺ ἔχουμε ἐκ φύσεως εἶναι μικρᾶς ἀξίας, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὴν θέλησί μας (καὶ τὸν προσωπικό μας ἀγώνα) εἶναι ἀξιέπαινο. Ποιὰ χάρι καὶ ποιὸ ἔπαινο ν’ ἀποδώσουμε στὴν φωτιὰ ἐπειδὴ καίει; Αὐτὸ τὸ ἔχει ἐκ φύσεως. Ποιὰ χάρι καὶ ποιὸν ἔπαινο ν’ ἀποδώσουμε στὸ νερὸ ἐπειδὴ κυλάει πρὸς τὰ κάτω; Αὐτὸ τὸ ἔχει ἀπὸ τὸν Δημιουργό Του. Ποιὰ χάρι καὶ ποιὸν ἔπαινο ν’ ἀποδώσουμε στὸ χιόνι ἐπειδὴ εἶναι ψυχρό; Ἢ στὸν ἥλιο ἐπειδὴ φωτίζει; Διότι καὶ νὰ μὴ τὸ θέλη, φωτίζει. Κᾶνε μου τὴν χάρι νὰ θέλησης τὰ καλύτερα. Κᾶνε μου τὴν χάρι, ἐὰν κατέληξες σαρκικός, νὰ μεταβληθῆς σὲ πνευματικὸ ἐάν, ἐνῶ σύρεσαι κάτω ἀπὸ τὸ μολύβι τῆς σάρκας, ἀπόκτησης φτερὰ ἀπὸ τὴν λογική? ἐάν, ἐνῶ κατέληξες ταπεινός, μεταβληθῆς σὲ οὐράνιο? ἐάν, ἐνῶ δέθηκες μὲ τὴν σάρκα, φανῆς ἀνώτερός της.

  1. Επειδή ἡ σωματικὴ ἐγκράτεια δὲν φέρνει ἔπαινο στοὺς εὐνούχους, ἂπ’ αὐτοὺς ζητῶ κάτι ἄλλο. Μὴν πορνεύσετε ὅσον ἀφορᾶ τὴν πίστι σας στὸν Θεό. Ἀφοῦ συζευχθήκατε τὸν Χριστό, μὴν ἀτιμάσετε τὸν Χριστό. Ἀφοῦ τελειωθήκατε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μὴ κάνετε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁμότιμο μέ σας, (δηλ. κτίσμα)( Στὰ χρόνια του ἁγίου Γρηγορίου ὑπῆρχαν καὶ οἱ Πνευματομάχοι, ποὺ δὲν ὠμολογοῦσαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεὸν ἀληθινόν, ὁμότιμο καὶ ἴσο πρὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ὁ λόγος τώρα γίνεται ἀντιαιρετικὸς καὶ στρέφεται ἐναντίον αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν, χωρὶς νὰ ξεχνάη καὶ τοὺς Ἀρειανούς). Ο Παῦλος λέει, «ἐὰν ἀκόμη ἄρεσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἤμουνα δοῦλος Χριστοῦ» (Γαλ. 1,10). Ἐὰν ἐλάτρευα κτίσμα, δὲν θὰ ὠνομαζόμουν Χριστιανός. Γιὰ ποιὸ λόγο ἔχει τιμὴ τὸ ὄνομα Χριστιανός; Ὄχι διότι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός; Ἐκτὸς καὶ συμβαίνει αὐτὸ ἐπειδὴ εἶμαι ἄνθρωπος ποὺ συνενώθηκα μὲ τὸν Χριστὸ μὲ ἀγάπη. Ὅμως καὶ τὸν Πέτρο τιμῶ, ἀλλὰ δὲν ὀνομάζομαι Πετριανός. Καὶ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ δὲν ὠνομάσθηκα Παυλιανός. Δὲν δέχομαι νὰ παίρνω ὀνόματα ἀπὸ ἀνθρώπους ἀφοῦ εἶμαι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἂν τὸν Χριστὸ τὸν θεωρῆς Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάζεσαι Χριστιανός, καλῶς. Εἴθε νὰ καλεῖσαι ἔτσι καὶ νὰ μένης πιστὸς καὶ στὸ ὄνομα καὶ στὸ πράγμα. Ἐὰν ὅμως ἐπειδὴ ἁπλῶς ἀγαπᾶς τὸν Χριστό, γιὰ τοῦτο παίρνεις ἀπὸ αὐτὸν τὸ ὄνομα, τίποτε τὸ περισσότερο δὲν προσφέρεις στὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὶς ἄλλες ὀνομασίες ποὺ προκύπτουν ἀπὸ κάποιο ἐπάγγελμα ἢ πράγμα.
  1. Βλέπετε αὐτοὺς ποὺ δείχνουν ζῆλο γιὰ τὶς Ἱπποδρομίες. Αὐτοὶ παίρνουν ὀνόματα ἀπὸ τὰ χρώματα καὶ ἀπὸ τὶς παρατάξεις ὅπου ἀνήκουν(Στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ γενικὰ στὴν Ρωμιοσύνη ὑπῆρχαν μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου μ.Χ. αἰώνα δύο μεγάλες ὁμάδες, οἱ Βένετοι (=γαλάζιοι) καὶ οἱ Πράσινοι. Στοὺς δεύτερους ἄνηκαν τὰ λαϊκώτερα στρώματα. Ἐνῶ στὴν ἀρχὴ οἱ δραστηριότητές τους περιορίζονταν στὰ ἀθλητικά, ἀργότερα εἴχαμε καὶ ἀνάμειξι μὲ τὰ πολιτικά, ποὺ πολλὲς φορὲς δημιουργοῦσε ὀξεῖς προβληματισμούς). Εσείς, ἂν κι ἐγὼ δὲν τὰ λέω, τὰ γνωρίζετε τὰ ὀνόματα. Ἐὰν μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὀνομάζεσαι Χριστιανός, εἶναι πολὺ ἀσήμαντη ἡ ὀνομασία, ἔστω κι ἂν ἐσὺ καλλωπίζεσαι γι’ αὐτή. Ἐὰν ὅμως ὀνομάζεσαιΧριστιανος, διότι τὸν Χριστὸ τὸν θεωρεῖς Θεό, τότε δεῖξε αὐτὸ ποὺ πιστεύεις μὲ τὰ ἔργα σου.

Ἐὰν ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα, ἀκόμη καὶ τώρα λατρεύεις τὴν κτίσι καὶ ὄχι τὸν Κτίστη. Ἐὰν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κτίσμα, ἄδικα βαπτίσθηκες καὶ στὰ μὲν δύο μέρη ὑγιαίνεις – ἢ μᾶλλον οὔτε σ’ ἐκεῖνα – στὸ δὲ τρίτο βρίσκεσαι σὲ πλήρη κίνδυνο.

Φαντάσου τὴν Τριάδα σὰν ἕνα μαργαριτάρι, ποὺ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς εἶναι ὅμοιο καὶ λάμπει ἐξ ἴσου. Ὁποῖο τμῆμα του κι ἂν χαλάση, χάθηκε ὅλη ἡ ὀμορφιά του. Έτσι ὅταν προσβάλης τὸν Υἱὸ γιὰ νὰ τίμησης τὸν Πατέρα, δὲν δέχεται τὴν τιμή σου. Μὲ τὴν προσβολὴ τοῦ Υἱοῦ ὁ Πατὴρ δὲν δοξάζεται. Εάν «ὁ σοφὸς Υἱὸς εὐφραίνη τὸν πατέρα τοῦ» (Πάρμ. 10,1), πόσο περισσότερο ἡ τιμὴ τοῦ Υἱοῦ γίνεται τιμὴ του Πατέρα; Ἀκόμα δέξου καὶ τοῦτο: «Υἱέ, νὰ μὴ δοξάζεσαι μὲ τὴν προσβολὴ τοῦ πατέρα σου» (Σ. Σειρὰχ 3,10). Καθ’ ὅμοιο τρόπο οὔτε ὁ Πατὴρ δοξάζεται μὲ τὴν προσβολὴ τοῦ Υἱοῦ.

Ἐὰν προσβάλης τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, δὲν δέχεται τὴν τιμή σου ὁ Υἱός. Διότι ἂν καὶ δὲν γεννᾶται σὰν τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὅμως προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο Πατέρα. Ή ὅλους τίμησέ τους ἢ ὅλους πρόσβαλέ τους, γιὰ νὰ εἶσαι συνεπὴς μὲ τὸν ἑαυτό σου. Δεν δέχομαι τὴν μισοευσέβειά σου. Σὲ θέλω ὁλόκληρο εὐσεβῆ, καὶ ὅπως θέλω. Συγχώρησέ μου τὸ πάθος. Πονάω καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ μὲ μισοῦν. Ἤσουνα μέλος δικό μου, πὰρ ὅλο ποὺ τώρα ἀποκόβεσαι. Ἴσως νὰ γίνης πάλι μέλος.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁμιλῶ μὲ φιλανθρωπία. Αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ τοὺς εὐνούχους, ὥστε νὰ ἔχουν ἀκεραιότητα στὴν πίστι πρὸς τὸν Θεό.

  1. Δεν λέγεται μόνο ἡ σωματικὴ ἁμαρτία πορνεία καὶ μοιχεία, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη ἁμαρτία σου καὶ μάλιστα ἡ παρανομία στὴν πίστι πρὸς τὸν Θεό. Πῶς θὰ σοῦ τὸ ἀποδείξουμε; Γιατί ἴσως νὰ τὸ ζητῆς. «Ἐπόρνευσαν, λέει ἡ Γραφή, μὲ τὶς πράξεις καὶ τὶς ἐνασχολήσεις τοὺς» (Ψάλμ. 105,39). Βλέπεις ἀναίσχυντη πράξι πορνείας; «Καὶ ἐμοίχευσαν (λατρεύοντας) ξύλινα εἴδωλα» (Ἱερ. 3,9). Βλέπεις πὼς ὑπάρχει καὶ θρησκευτικὴ μοιχεία; Μὴ λοιπὸν μοιχεύσης στὴν ψυχή, ἐνῶ εἶσαι ἀκέραιος στὸ σῶμα.

Μὴ δείξης, (εὐνοῦχε), τὴν ἀθέλητη σωματική σου ἐγκράτεια ἐκεῖ ποὺ δὲν χαρακτηρίζεσαι ἐγκρατής, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ μπορεῖς νὰ ἁμαρτήσης. Γιατί λοιπόν, (εὐνοῦχοι), ἀσπασθήκατε τὴν αἵρεσι; Γιατί ὅλοι πήρατε τὸν κατήφορο, ὥστε τὸ «εὐνοῦχος» νὰ εἶναι συνώνυμος μὲ τὸ αἱρετικός. Συνταχθῆτε μὲ τοὺς ἄνδρες. Ἔστω καὶ ἀργὰ δείξετε κάποιο ἀνδρικὸ φρόνημα. Φύγετε ἀπὸ τοὺς γυναικωνίτες. Ἃς μὴ προστεθῆ στὸ ἄσχημο ὄνομά σας τὸ ἄσχημο κήρυγμά σας(Στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου οἱ Εὐνοῦχοι εἶχαν σπουδαῖες θέσεις τόσο στὴν βασιλικὴ αὐλή, ὅσο καὶ στὴν ὅλη διοίκησι τοῦ κράτους. Τὸ ὄνομά τους δὲν συνδέθηκε μὲ τὴν ἀρετή. Συχνὰ κατέφευγαν σὲ ραδιουργίες καὶ συνωμοσίες. Ἐπὶ πλέον, ὅπως διακρίνεται καθαρὰ στὸν λόγο τοῦ θεολόγου Πατρός, ἔπαιρναν τὸ μέρος τῶν αἱρετικῶν. Γιὰ τοὺς αὐλικοὺς ποὺ ἦταν κυρίως εὐνοῦχοι ὁ ἱερὸς Πατὴρ δὲν μᾶς ἄφησε καλοὺς χαρακτηρισμούς. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἐκφωνώντας τὸν ἀποχαιρετιστήριο λόγο τοῦ ἀνέφερε καὶ τὰ ἑξῆς: «Χαιρετῶ κι’ ἐσὰς ποὺ ἀνήκετε στὴν αὐλὴ καὶ ὑπηρεσία τοῦ βασιλέως? ἂν μὲν εἴσαστε πιστοὶ στὸν βασιλέα δὲν τὸ ξέρω? πάντως ὡς πρὸς τὸν Θεὸ κατὰ τὸ πλεῖστον εἴσαστε ἄπιστοι». Ὁ ἱερὸς ρήτορας ξέρει νὰ εἶναι τολμηρὸς στὴν γλώσσα του καὶ νὰ στηλιτεύη).

Ἔχετε ὄρεξι νὰ συνεχίσουμε λίγο τὸν λόγο; Ἢ χορτάσατε μὲ ὅσα ἐλέχθηκαν; Ὡστόσο ἃς ἀκουσθοῦν καὶ τιμητικὰ λόγια γιὰ (κάποιους ἄλλους) εὐνούχους. Ὁ λόγος θὰ εἶναι ἐπαινετικός.

  1. Μόνο ἃς ἀποκόψουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὰ πάθη, προσέχοντας μήπως καὶ κάποια δηλητηριασμένη ρίζα ἀναβλαστάνει μέσα μας καὶ μᾶς ταράζει. Μόνο ἃς συμμορφώνουμε τὴν ζωή μας μὲ τὴν (θεία) εἰκόνα. Μόνο νὰ σεβώμαστε τὸ Ἀρχέτυπο (Συχνὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν θεία εἰκόνα. Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Λογικὸς ὁ Θεός, λογικὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος. Ἐλεύθερος ὁ Θεός, ἐλεύθερος καὶ ὁ ἄνθρωπος… Ἀρχέτυπο εἶναι ὁ Θεός, ἀντίγραφο -εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος). Ἀπόκοψε τὰ πάθη τοῦ σώματος, ἀπόκοψε καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅσο ἀνώτερη καὶ πολυτιμότερη εἶναι ἡ ψυχή, τόσο ἀνώτερο εἶναι νὰ καθαρίσης αὐτὴν παρὰ τὸ σῶμα. Καὶ ἂν εἶναι ἀξιέπαινό το νὰ καθαρίζης τὸ σῶμα, σκέψου πόσο ἀνώτερο καὶ σπουδαιότερο εἶναι το νὰ καθαρίζης τὴν ψυχή.

Ἀπόκοψε καὶ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ἀπόκοψε καὶ τὴν κακοδοξία τοῦ Σαβελλίου (Ὁ Σαβέλλιος 3ος μ.Χ. αἱ. – ἐδίδασκε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο ποὺ παρουσιάσθηκε πρῶτα ὡς Πατήρ, ἔπειτα ὡς Υἱὸς καὶ κατόπιν ὡς Ἅγιον Πνεῦμα). Μήτε νὰ ἑνώσης τὰ πρόσωπα τῆς θεότητος περισσότερο ἀπὸ ὅσο πρέπει, μήτε νὰ τὰ διαιρέσης κακῶς. Μήτε νὰ συνένωσης τὰ τρία πρόσωπα σὲ ἕνα (ὅπως ὁ Σαβέλλιος), μήτε νὰ φτιάξης τρεῖς διαφορετικὲς καὶ ξένες φύσεις (ὅπως ὁ Ἄρειος). Καὶ τὸ ἕνα εἶναι ἀξιέπαινο, ὅταν τὸ ἐννοοῦμε σωστὰ (μία φύσις)· καὶ τὰ τρία, ὅταν διαιροῦνται σωστά· ὅταν δηλαδὴ ἡ διαίρεσις δὲν ἀναφέρεται στὴν θεϊκὴ φύσι, ἀλλὰ στὰ πρόσωπα.

  1. Αυτά τὰ νομοθετῶ καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς, αὐτὰ τὰ παραγγέλλω καὶ στοὺς κληρικούς, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄρχοντες. Βοηθήσατε τὸν (ὀρθόδοξο) λόγο, ὅσοι ἔχετε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα νὰ βοηθῆτε. Είναι μεγάλο πράγμα νὰ προλάβης τὸν φόνο καὶ νὰ περιορίσης τὴν μοιχεία καὶ νὰ συνετίσης τὸν κλέφτη ἀλλὰ πολὺ περισσότερο νὰ ὑποστηρίζης μὲ νόμο τὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ ὁμολογήσης τὸν λόγο τῆς ὀρθῆς πίστεως. Δὲν θὰ κατορθώση τόσα ὁ δικός μου λόγος ποὺ πολεμεῖ ὑπὲρ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅσο ὁ νόμος τοῦ κράτους. Θὰ βοηθήση ὁ νόμος, ἐὰν κλείνη τὸ στόμα τῶν κακοδόξων, ἐὰν ἐνισχύη τοὺς διωκόμενους Ὀρθοδόξους, ἐὰν συγκρατῆ τοὺς φονιάδες, ἐὰν ἐμποδίζη τὸν φόνο. Δεν ἐννοῶ μόνο τὸν σωματικό, ἀλλὰ καὶ τὸν ψυχικό, ἀφοῦ κάθε ἁμαρτία, εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς. Ἐδῶ ἃς σταματήσουμε τὸν λόγο.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ + ἀρχιμ. ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ

ΠΗΓΉ

  1. Υπολείπεται μόνο νὰ κάνουμε μία εὐχὴ γιὰ ὅσους συγκεντρώθηκαν ἐδῶ.

– Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, λαὸς καὶ ἄρχοντες, γέροι, νέοι καὶ κοπέλλες, κάθε ἡλικία, ἃς ὑπομείνετε κάθε βλάβη εἴτε χρηματικὴ εἴτε σωματική ενα ὅμως νὰ μὴ δέχεσθε, τὴν ζημία (ὡς πρὸς τὴν πίστι σας) στὸν Θεό.

Προσκυνῶ τὸν Πατέρα, προσκυνῶ τὸν Υἱό, προσκυνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἡ καλύτερα προσκυνοῦμε, ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶ πρῶτος ἀπὸ ὅλους, ἐγὼ καὶ ὕστερα ἀπὸ ὅλους καὶ μαζὶ μὲ ὅλους, μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου καὶ Χριστοῦ μας, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις εἰς τοὺς αἰώνας.