Ἀπολογητικὸς εἰς τὸν ἐαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον,
συμπαρόντως αὐτῷ Βασιλείου, ἠνίκα ἐπίσκοπος ἐχειροτονήθη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ὁ ἀπολογητικὸς εἰς τὸν ἐαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον ἐξεφωνήθη ὀλίγον πρὸ τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 372, ὅταν ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ τὸν Μέγα Βασίλειον ἐπίσκοπος Σασίμων.

Ὁ Γρηγόριος ἀναφέρεται κατ’ ἀρχὴν εἰς τὴν ἀναξιότητά του, τὴν ὁποία παραβάλλει μὲ ἐκείνην τοῦ Μανωέ, τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ ἑκατόνταρχου τῶν εὐαγγελίων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀτενίσουν ἢ νὰ δεχθοῦν εἰς τὴν οἰκίαν τῶν τὸ μεγαλεῖον του Θεοῦ.

Παρηγορεῖται ὅμως δι’ αὐτὴν μὲ τὴν ἀνάμνησιν τοῦ Σαοὺλ ὁ ὁποῖος ἐπροφήτευσεν, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἦτο κατὰ πάντα ἀξιοςδια τὴν χάριν αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα, βλέποντας τὴν ὑπερηφάνειαν ἀπὸ τὴν ὁποία κατελήφθη ὁ Σαοὺλ διὰ τὴν χάριν, καὶ ἡ ὁποία ἐπέφερε τὴν καταστροφήν του, αἰσθάνεται νὰ πλυμμηρίζει ἀπὸ τρόμον ἀλλὰ καὶ ἀπὸ χαράν, ἀπὸ ἀγάπη ἀλλὰ καὶ ἀπὸ φόβο διὰ τὸ Πνεῦμα, ὅπως συμβαίνει εἰς τὰ παιδιὰ ὅταν ἀντικρύζουν τὰς ἀστραπᾶς.

Παρὰ τοὺς δισταγμούς μου, συνεχίζει, ἐνίκησε τελικά το Πνεῦμα καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀναλάβω τὸ ὑπούργημα. «Ἰδοὺ τώρα ἔχεις μπροστά σου ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐποθοῦσες, λέγει μὲ κάποιαν πικρίαν ὁ Γρηγόριος ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν φίλον του Βασίλειον, ἐμνένα τὸν ἴδιο νικημένο ἀπὸ σένα καθὼς καὶ τὸν λόγον μου, τὸν ὁποῖον ἐπαινοῦσες καὶ κατέκρινες ἐπειδὴ παρέμενεν ἀχρησιμοποίητος».

Κλείνει δὲ τὸν λόγον τοῦτο, τὸν ὁποῖον χαρακτηρίζει ἕνα ζωηρὸν προσωπικὸν χρῶμα, μὲ τὴν παράκλησιν πρὸς τὸν πατέρα καὶ πρὸς τὸν φίλον του νὰ τοῦ διδάξουν πὼς πρέπει νὰ ποιμαίνει τὸ ποίμνιον καὶ νὰ τὸν στηρίζουν πρὸς χάριν τοῦ ποιμνίου μὲ τὰς διδασκαλίας καὶ τὰς προσευχᾶς των.

ΚΕΙΜΕΝΟ

  1. Πάλιν χρίομαι καὶ πάλιν μὲ ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ πάλιν προχωρῶ λυπημένος καὶ σκυθρωπός. Ἴσως νὰ ἀπορεῖτε. Καὶ ὁ Ἠσαΐας (Ἡσ. 6,1ε.), προτοῦ μὲν νὰ ἴδει τὴν δόξα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν θρόνον τὸν ὑψηλὸν καὶ ὑπερήφανον καὶ τὰ σεραφεὶμ γύρω ἀπὸ αὐτόν, δὲν λέγει τίποτε παρόμοιον, οὔτε ἀπομακρύνεται ἀπὸ ἀνυπομονησία, οὔτε φοβᾶται. ἀλλὰ κατακρίνει μὲν τὸν Ἰσραήλ, δικαιολογεῖ δὲ καὶ ὑπερασπίζεται τὸν ἐαυτόν του, ἐπειδὴ δὲν εὐθύνεται διὰ τίποτε.

Ἀφοῦ δὲ εἶδε τὰ πράγματα αὐτά, καὶ ἤκουσε τὴν ἁγίαν καὶ μυστικὴν φωνήν, ὡσὰν νὰ εἶχε συναισθανθεῖ κάτι ἀνώτερον ἀπὸ τὸν ἐαυτόν του, λέγει: Ὢ πόσον ταλαίπωρος εἶμαι ἐγὼ διότι ἔχω λυπηθεῖ πολύ», καὶ ὅσα λέγει ἐν συνεχεία (τὰ ὁποῖα παραλείπω), διὰ νὰ μὴ φανῶ ὑπερήφανος καὶ ἀσεβής. Εὑρίσκω δὲ καὶ τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον κριτὴν Μανωὲ καὶ κατόπιν τὸν Πέτρον, τὸ στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν μὲν πρώτον νὰ λέγει: «ἔχομεν χαθεῖ γυναίκα. εἴδαμεν τὸν Θεόν!»(Κρίτ. 13,22ε.), ἐπειδὴ εἶδεν ὅραμα τὸ ὁποῖον ξεπερνοῦσε τὴν φύσιν καὶ τὴν δύναμίν του. τὸν δὲ δεύτερον, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέφερε τὴν πρόνοιαν καὶ τὴν ἐνέργειαν τοῦ Σωτῆρος, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπιδείξει κατὰ τὸ ψάρεμα εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤσαν μαζί του, καὶ διὰ τοῦτο ἔνιωθε, βεβαίως, θαυμασμόν, ἀλλὰ τὸν ἀπέπεμπεν ἀπὸ τὸ πλοῖον μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος νὰ τοῦ παρουσιασθεῖ καὶ νὰ τοῦ ὁμιλήσει ὁ Θεὸς (Λουκ. 5,8ε).

*** *** *** 

  1. Ὅταν ἀκούω δὲ καὶ τὸν ἑκατόνταρχον εἰς τὰ εὐαγγέλια, νὰ ἀπαιτεῖ μὲν τὴν δύναμιν, ἀλλὰ νὰ μὴ ζητεῖ τὴν παρουσίαν, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἐχωροῦσε ἡ οἰκία τοῦ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν τιμὴν τοῦ (Ματθ. 8,8), δὲν ἠμπορῶ νὰ κατηγορήσω τὸν ἐαυτόν μου διὰ τὴν δειλίαν μου αὐτὴν καὶ διὰ τὴν μελαγχολίαν μου.

Διότι τὴν μὲν ἀδυναμίαν τοῦ ὀφθαλμοῦ τὴν φανερώνει ὁ ἥλιος, τὴν δὲ ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς τὴν φανερώνει ὁ Θεός, ὅταν παρουσιασθεῖ. Καὶ δὶ’ ἄλλους μὲν εἶναι φῶς, δὶ’ ἄλλους δὲ φωτιά, ἀναλόγως πρὸς τὸ ὑλικὸν καὶ τὰς ἰδιότητας τὰς ὁποίας διαθέτουν οὗτοι.

Ποία εἶναι ἡ γνώμη μᾶς διὰ τὸν Σαούλ; Διότι ἔλαβε τὸ χρίσμα καὶ τοῦ μετεδόθη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἔγινε τότε πνευματικὸς – ἐγὼ τουλάχιστον δὲν θὰ ἠμποροῦσα νὰ τὸ ὀνομάσω διαφορετικὰ αὐτὸ τὸ πράγμα – καὶ ἐπροφήτευσεν, καὶ ἔτσι παρ’ ἐλπίδα, καὶ μολονότι τοῦτο δὲν ἦτο φυσικόν, ἔγινε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα. «Συγκαταλέγεται δὲ καὶ ὁ Σαοὺλ εἰς τοὺς προφήτας»(Ἃ΄ Βασ. 10,12), πράγμα τὸ ὁποῖον ἀκούγεται καὶ λέγεται ἀκόμη καὶ σήμερα; Ἐπειδὴ δὲ δὲν προσέφερεν ὁλόκληρον τὸν ἐαυτὸν τοῦ εἰς τὸ Πνεῦμα καὶ ἐπειδὴ δὲν μετεβλήθη πραγματικὰ εἰς ἄλλον ἄνθρωπον, ὅπως εἶχε καθῆκον, ἀλλὰ παρέμεινεν εἰς αὐτὸν ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν παλαιὰν σπίθα τῆς κακίας καὶ τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ὑπῆρχε μέσα του μάχη μεταξὺ σαρκὸς καὶ πνεύματος.Ἀλλὰ δὲν χρειάζεται νὰ διεκτραγωδήσει κανεὶς ὅλα ὅσα ἔχουν σχέσιν μὲ αὐτόν. Γνωρίζετε τὸ ἀντίθετον ἐκεῖνο πνεῦμα καὶ τὸν ψαλμωδόν, ὁ ὁποῖος τὸν διεσκέδαζεν(Ἃ΄ Βασ. 16,14ε.).

Ὅμως ἐκεῖνο γίνεται φανερὸν καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι, ἔστω καὶ ἂν ἡ χάρις δὲν πλησιάζει τοὺς ἀναξίους καὶ τὸ ὄργανον δὲν εἶναι πονηρὸν καὶ ἐντελῶς ἀκατάλληλον (διότι ἔχει λεχθεῖ μὲ σαφήνειαν ὅτι εἰς ψυχὴν πονηρᾶν δὲν θὰ εἰσέλθει σοφία [Σόφ. Σολομ.1,4], πράγμα τὸ ὁποῖον ἐγὼ πιστεύω), εἶναι ἔργον ἐξ ἴσου σπουδαῖον κατ’ ἐμέ, τὸ νὰ διατηρήσει κανεὶς τὴν ἀξίαν καὶ τὴν ἁρμονίαν μὲ τὸ νὰ ταιριάσει καλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν καὶ νὰ γίνει ἄξιος δὶ’ αὐτὴν (τὴν χάριν) λόγω τοῦ μεταβλητοῦ καὶ τῆς ἀσταθείας τῶν ἀνθρωπίνων συνηθειῶν καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Ἐπειδή, βεβαίως, πολλᾶς φορᾶς ἡ ἰδία ἡ χάρις, διὰ νὰ ἀναφέρω τὸ χειρότερον καὶ τὸ πλέον παράδοξον ἀπὸ τὰ κακά μας, ἀφοῦ δημιουργήσει ὑπερηφάνειαν καὶ ἀνεβάσει ὑψηλά, καταρρίπτει καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν ἐπλησίασαν ἐπαξίως, καὶ ἔτσι καταπίπτομεν ἐξ αἰτίας τῆς ἐπάρσεώς μας, διὰ νὰ παρουσιασθεῖ εἰς ὅλην τὴν ἔκτασίν της ἡ φρίκη τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μᾶς θανατώνει χρησιμοποιοῦσα ὡς ὄργανον τὸ ἀγαθὸν(Ρωμ. 7,13).

*** *** *** 

  1. Αυτά εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μου ἐπροξένησαν φόβον καὶ μὲ ἐγέμισαν μὲ πικρίαν καὶ λύπην, καὶ μὲ ἔκαμαν νὰ πάθω κάτι παρόμοιον μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παθαίνουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰς ἀστραπᾶς. νὰ νιώθουν δηλαδὴ ταυτόχρονα εὐχαρίστησιν καὶ τρόμον ἀπὸ τὸ θέαμα.

Διότι κι ἐγὼ ἔνιωσα ταυτόχρονα ἀγάπην καὶ φόβον διὰ τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἐχρειάσθηκα ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα διὰ νὰ στραφῶ πρὸς τὸν ἐαυτόν μου, νὰ ἀνανήψω καὶ νὰ γίνω περισσότερον σταθερὸς καὶ καλύτερος, διὰ νὰ νικήσει καθαρά το Πνεῦμα, ἀφοῦ εἶχε πλέον ἀπομακρυνθεῖ ὁ προξενῶν τὴν λύπην διάβολος (ὅπως τὰ ζιζάνια ὅταν εἶναι ἀκόμη μικρά), καὶ ἀφοῦ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ εἶχαν ὑποχωρήσει πρὸ τῶν ὑψηλοτέρων , διὰ νὰ μὲ παραλάβει εἰς τὴν ὑπηρεσίαν καὶ τὰ ἔργα του, εἰς τὴν διαπαιδαγώγησιν αὐτοῦ του λαοῦ, εἰς τὴν διακυβέρνησιν ψυχῶν, εἰς τὴν διδασκαλίαν μὲ τὸν λόγον, μὲ τὰ ἔργα καὶ μὲ τὸ παράδειγμα, μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερὰ (Β΄Κορ. 6,7), εἰς τὴν σωστὴν διαποίμανσιν, ἡ ὁποία ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ προσεγγίζει πρὸς τὸν Θεόν, καταναλώνει τὸ σῶμα καὶ τὸ προσθέτει εἰς τὸ Πνεῦμα, ἀποφεύγει τὸ σκοτάδι καὶ χαίρεται εἰς τὸ φῶς, ἐκδιώκει τὰ θηρία, συγκεντρώνει τὸ ποίμνιον, προφυλάσσει ἀπὸ κρημνοὺς καὶ ἐρημίας καὶ ἀνεβάζει εἰς τὰ ὅρη καὶ τὰ ὕψη.

Δι’ αὐτὰ νομίζω ὅτι ὁμιλεῖ καὶ ὁ θαυμάσιος Μιχαίας, ὅταν προσπαθεῖ νὰ μᾶς σύρει ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ ὕψη τῆς πίστεως μὲ τοὺς λόγους: «Προσεγγίσατε τὰ αἰώνια ὅρη. Σήκω καὶ βάδιζε, διότι δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀναπαυθεῖς αὐτοῦ» (Μιχ. 2,10), ἔστω καὶ ἂν νομίζουν ὁρισμένοι ὅτι ἠμποροῦν νὰ ἀναπαυθοῦν πεσμένοι κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ βλέποντας πρὸς τὰ κάτω.

*** *** *** 

  1. Αυτόν τὸν τρόπον διαποιμάνσεως νὰ μὲ διδάξετε λοιπόν, ὢ φίλοι, ποιμένες καὶ συμποιμένες μου. Αὐτῆς τῆς διαποιμάνσεως τὰ μυστικὰ νὰ μοῦ δώσετε, καὶ ἰδίως σὺ (1), ὁ κοινὸς Πατὴρ ὅλων, ὁ ὁποῖος ἔχεις διαπαιδαγωγήσει καὶ ἔχεις ἀλλάξεις ἐντελῶς πάρα πολλοὺς ποιμένας μέχρι τώρα, σύ, ὁ ὁποῖος ὑπέβαλλες εἰς δοκιμασίαν τὸν ἀσκητικὸν τρόπον ζωῆς μου καὶ ὁ ὁποῖος μὲ κρίνεις .

Ἀλλὰ – δέξου, παρακαλῶ, μὲ κατανόησιντον λόγον μου – μήπως ἠμπορῶ, ἐνῶ περιστρέφομαι μέσα εἰς τὴν ζάλην καὶ τὸν θόρυβον, νὰ διαποιμαίνω καὶ νὰ συντηρῶ κατὰ τὸν ἁρμόζοντα τρόπον τὸ ποίμνιον; Ἤμουν ὁ πιὸ φιλάνθρωπος μεταξύ των προβάτων (ἐὰν δὲν στενοχωρεῖσαι νὰ τὸ εἴπω), ὅταν ἤμουν ἐν ἁπλὸ μέλος τοῦ ἀνευθύνου ποιμνίου, ἢ ὅταν ἤμουν ἕνας ἁπλὸς ἱερεὺς μεταξύ των ἄλλων, ὅταν ἀξιώθηκα νὰ εἰσέλθω τὸ πρώτον εἰς τὴν ὑπεύθυνον πνευματικὴν ἡγεσίαν.

Τώρα μὲν ἔχεις ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐποθοῦσες, μὲ ἔχεις κάτω ἀπὸ τὰ χέρια σου καὶ ἔχεις νικήσει τὸν ἀνίκητον. Καὶ ὁρίστε τώρα, μαζὶ μές τα ἄλλα, καὶ ὁ λόγος τὸν ὁποῖον ἐνσυνειδήτως ἐπεδίωκες καὶ τὸν ὁποῖον ἐπαινοῦσες καὶ ταυτοχρόνως κατέκρινές το ὅτι παρέμενεν ἀργὸς καὶ ἀχρησιμοποίητος μὲ πολλοὺς καὶ συχνοὺς μύδρους εἰς τοὺς λόγους σου.

[1]: Καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο στρέφεται ὁ Γρηγόριος πρὸς τὸν πατέρα του καὶ τοῦ ἀπευθύνει τοὺς παρακάτω λόγους.

*** *** *** 

  1. Αλλά ἔχω νὰ εἴπω κάτι ἐναντίον τῆς ἀγάπης αὐτῆς. Ποῖος ἀπὸ τοὺς κοινοὺς φίλους θὰ μὲ κρίνει; Ἢ ποιὸς θὰ γίνει ἀδέκαστος κριτής, διὰ νὰ ἐκδώσει τὴν σωστὴν ἀπόφασιν, χωρὶς νὰ πάθει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παθαίνουν οἱ πολλοί, νὰ μεροληπτήσει δηλαδὴ εἰς τὴν κρίσιν του; Μὲ προτρέπεις νὰ ἀναφέρω τὴν κατηγορίαν, χωρὶς νὰ μοῦ ἐπιτεθεῖς μετὰ μὲ τὸν λόγον;

Ἀκούσθηκε καὶ ἀπὸ ἐσέ, ὢ θαυμάσιε, κάτι ἄγνωστον εἰς ἐμέ, πραγματικὰ ἄγνωστον καὶ ἀδύνατον νὰ γίνει πιστευτόν, καὶ τὸ ὁποῖον ποτὲ πιὰ πρινδεν εἶχε ἀκουσθεῖ δὶ’ ἐμέ. Ὅτι τάχα δὲν ἐπείσθησα, ἀλλὰ ἐξαναγκάσθηκα. Ώ, πράγμα παράδοξον! Πῶς ἔχουν γίνει τὰ πάντα παράδοξα! Καὶ πόσον μὲ ἐξεχώρισες!

Τί θέλεις νὰ ἀναφέρω, τὸν θρόνον ἢ τὸ μεγαλεῖον της χάριτος; Ὅμως πήγαινε μπροστὰ καὶ κέρδιζε ἐπιτυχίας καὶ βασίλευε(Ψάλμ. 44, 5) καὶ ποίμαινε ἐμᾶς τοὺς ποιμένας. Διότι εἴμεθα πρόθυμοι νὰ σὲ ἀκολουθήσωμεν καὶ νὰ ὁδηγούμεθα ἀπὸ τὴν διαποίμανσίν σου τὴν ὑψηλὴν καὶ ἔνθεον.

Διότι θὰ εἶναι ἀληθὲς ὅ,τι καὶ ἂν εἴπω (δὶ’ αὐτὴν) ἔστω καὶ ἂν ἐτόλμησα νὰ πράξω κάτι παράνομον παρακινούμενος ἀπὸ ἀγάπην. Δίδαξε μὲ τὴν ἀγάπην σου διὰ τὸ ποίμνιον, τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τὴν σύνεσίν σου, τὴν φροντίδα, τὰς ἀγρυπνίας, τὴν ὑποχώρησιν τῶν ἀπαιτήσεων τῆς σαρκὸς πρὸ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ πνεύματος, τὰς καλυτέρας δυνάμεις τοῦ σώματός σου, τὸ ὁποῖον ἀποκάμνει διὰ τὸ ποίμνιον, τὴν προθυμίαν διὰ τὴν πραότητα, τὴν γαλήνην καὶ τὴν ἠρεμίαν εἰς τὴν πράξιν (πράγμα τὸ ὁποῖον δὲν συναντᾶται σὲ πολλοὺς καὶ τοῦ ὁποίου τὰ παραδείγματα εἶναι ὀλίγα), τοὺς ἀγώνας πρὸς χάριν τοῦ ποιμνίου καὶ τὰς νίκας τὰς ὁποίας ἔχεις κερδίσει διὰ τὸν Χριστόν.

*** *** *** 

  1. Ειπέ μοῦ, εἰς ποία λιβάδια πρέπει νὰ ὁδηγῶ τὰ ποίμνια καὶ εἰς ποίας πηγᾶς, καὶ ποία λιβάδια ἢ ποίας πηγᾶς πρέπει νὰ ἀποφεύγω. Ποίους πρέπει νὰ ποιμαίνω μὲ τὴν βακτηρίαν καὶ ποίους μὲ τὴν φλογέραν. Πότε πρέπει νὰ πηγαίνω τὰ ποίμνια εἰς τὴν βοσκὴν καὶ πότε νὰ τὰ φέρνω πίσω. Πῶς πρέπει νὰ πολεμῶ τοὺς λύκους καὶ νὰ μὴ πολεμῶ τοὺς ποιμένας, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν παροῦσαν περίστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ποιμένες ἔχουν γίνει ἄφρονες καὶ ἔχουν διασκορπίσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν βοσκὴν(Ἱερ. 10,21), διὰ νὰ θρηνήσω ὅπως ἀκριβῶς ἐθρήνησαν καὶ οἱ ἅγιοι προφῆται.

Πῶς θὰ ἐνισχύσω τὸ ἀδύνατον καὶ θὰ σηκώσω πάλιν ὄρθιον ἐκεῖνο ποὺ ἐπεσεν, καὶ θὰ φέρω πίσω ἐκεῖνο ποὺ ἔχει πλανηθεῖ, καὶ θὰ ἀναζητήσω αὐτὸ ποὺ ἔχει χαθεῖ καὶ θὰ διαφυλάξω τὸ ἰσχυρόν. Πῶς θὰ τὰ μάθω αὐτὰ καὶ πῶς θὰ τὰ διαφυλάξω συμφόωνως πρὸς τὴν ὀρθὴν μέθοδον διαποιμάνσεως καὶ τὴν ἰδικήν σου, διὰ νὰ μὴ γίνω κακὸς ποιμήν, τρώγων τὸ γάλα καὶ ἐνδυόμενος τὰ μαλλιά, κατασφάζων τὰ παχύτερα πρόβατα ἢ πωλῶν αὐτὰ καὶ ἐγκαταλείπων τὰ ὑπόλοιπα εἰς τὰ θηρία καὶ τοὺς κρημνούς, καὶ φροντίζων περισσότερον διὰ τὸν ἐαυτόν μου παρὰ διὰ τὰ πρόβατα, πράγμα διὰ τὸ ὁποῖον ἐκατηγοροῦντο οἱ παλαιοὶ ἡγέτες τοῦ Ἰσραὴλ(Ἰεζεκ. 34,2ε.).

Αὐτὰ νὰ μὲ διδάσκετε καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους νὰ μὲ στηρίζετε, μὲ αὐτὰ τὰ παραγγέλματα νὰ μὲ ποιμένετε καὶ νὰ ποιμένετε μαζί μου, καὶ νὰ σώζετε, ὅπως μὲ τὴν διδασκαλίαν ἔτσι καὶ μὲ τὰς εὐχᾶς καὶ ἐμένα καὶ τὸ ἱερὸν αὐτὸ ποίμνιον, διὰ νὰ πορεύομαι μὲ ἀσφάλειαν καὶ διὰ νὰ ἠμπορεῖτε νὰ νὰ ὑπερηφανεύεσθε δὶ’ αὐτὸ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐλεύσεως καὶ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ ἀρχιποιμένος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τὸν Παντοκράτορα Πατέρα μαζὶ μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

πηγή