Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς πρὸς χάριν μας, κατὰ τὴ συναναστροφή του μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐθεράπευσε πολλοὺς ὡς πρὸς τὸ σῶμα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ τυφλούς. Ἢ μᾶλλον, ἐὰν κανεὶς σκεφθεῖ τὴν ἀνάβλεψη τῆς διανοίας, ποὺ εἶναι ἡ μετάθεση ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστη καὶ ἀπὸ τὴν ἄγνοια στὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε καν νὰ ἀπαριθμήσει τυφλοὺς ποὺ ἀνέβλεψαν μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου. Αὐτοὶ εἶναι ἀριθμημένοι μόνον ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀριθμημένες τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας. Ἐὰν ὅμως σκεφθοῦμε τὴν ἀνάβλεψη τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν, καὶ ὡς πρὸς αὐτὴν θὰ εὔρωμε πολλοὺς νὰ ἔχουν θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἄλλους μὲ μόνο τὸν λόγο, ἄλλους μὲ τὴν ἁφή. Ὁρισμένους δὲ καὶ μόνον μὲ τὸ νὰ προσπέσουν σ’ Αὐτόν, καὶ μὲ τὸ νὰ τὸν πλησιάσουν. Ἐπίσης καὶ μερικοὺς ποὺ ἔλαβαν τὴν ἴαση καὶ μὲ τὸ πτύσμα του ἢ καὶ μὲ χρίσμα πηλοῦ.

Πράγματι, ὅταν, καθὼς λέγει ὁ Ματθαῖος, εἶχε ἔλθει κοντὰ στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, «προσῆλθον αὐτῶ ὄχλοι πολλοί, ἔχοντες μεθ’ ἑαυτῶν χωλούς, τυφλούς, κωφοὺς καὶ ἄλλους πολλούς», οἱ ὁποῖοι ἐρρίφθησαν ὅλοι στὰ πόδια του καὶ τοὺς ἐθεράπευσε, ὥστε καὶ οἱ ὄχλοι τότε νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ τὸν δοξάζουν, βλέποντας κωφοὺς νὰ ὁμιλοῦν, χωλοὺς νὰ περπατοῦν, καὶ τυφλοὺς νὰ ἀναβλέπουν. Ἀλλὰ καὶ ὅταν εἰσῆλθε «καθήμενος ἐπὶ πώλου», κατὰ τὴν προφητεία, στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τρόπο παράδοξο, ὑμνούμενος ἀπὸ τὰ νήπια ὡς Θεός, ἐθεράπευσε ὅλους τους χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς ποὺ προσῆλθαν ἐκεῖ, ὅπως λέγει ἐπίσης ὁ Ματθαῖος. Καὶ ὅταν ἦλθε στὴ Βηθσαϊδά, «φέρουσιν αὐτῶ τυφλόν», ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, «καὶ παρακαλούσιν αὐτὸν ἴνα ἄψηται αὐτοῦ». Ὁ δὲ Κύριος, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, ἐπτυσε στοὺς ὀφθαλμούς του, ἐπέθεσε σ’ αὐτὸν τὰ χέρια καὶ τὸν ἔκαμε νὰ βλέπει ἀμυδρά. Ἔπειτα ἔθεσε πάλι τὰ χέρια ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ βλέπει καθαρά. Καθὼς δὲ ἤγγιζε στὴν `Ἱεριχῶ, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, ἐθεράπευσε μόνο μὲ ἕναν λόγο τοῦ τυφλόν, ποὺ εἶχε καθίσει δίπλα στὸν δρόμο καὶ ἐπαιτοῦσε. Μόλις ἐκεῖνος τοῦ ζήτησε τὴν ἴαση τοῦ εἶπε: «ἀναβλεψον». Ἐξερχόμενος δὲ ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, ὅπως λέγει ἐπίσης ὁ Μάρκος, χαρίζει τὴν ὅραση σὲ ἄλλον πάλι τυφλόν, ὀνομαζόμενον Βαρτιμαῖον, υἱὸν τοῦ Τιμαίου, λέγοντας πρὸς αὐτόν, ὅταν τοῦ ἐζήτησε τὴν ἀνάβλεψη: «κατὰ τὴν πίστιν σου γενηθήτω σοί». Ὅταν δὲ εὐρίσκετο στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶδε ἕναν τυφλὸν ἐκ γενετῆς, καθὼς λέγει ὁ Ἰωάννης, χωρὶς καν νὰ τοῦ ζητηθεῖ, ἀλλὰ κινούμενος ἀπὸ μόνη του τὴν ἀγαθότητα, ἀφοῦ ἐπτυσε στὴ γῆ καὶ ἔπλασε πηλό, ἄλειψε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ τοῦ εἶπε: «ὕπαγε, νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ». Ἐπῆγε λοιπὸν καὶ ἐνίφθη. Ὅταν δὲ ἐπανῆλθε, εἶχε ἀποκτήσει τὴν ὅρασή του.

Ἀλλὰ καὶ ὅταν εἶχε ἀναστήσει τὴν ἀποθαμμένη θυγατέρα τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου, μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅπως θὰ ἀκούσουμε νὰ εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Ματθαῖος, καθὼς περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες, «ἐλέησον ἠμᾶς, υἱὲ Δαβίδ». Αὐτὸς εἰσῆλθε μαζί τους στὴν οἰκία καὶ ἀφοῦ ἤγγισε τοὺς ὀφθαλμούς των καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμίν», τοὺς ἐθεράπευσε. Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἀναφερθεῖ, οἱ τυφλοὶ εἶναι ἕξι. Καὶ νομίζω ὅτι κανεὶς ἀπὸ τοὺς τυφλοὺς ποὺ εὐρίσκοντο τότε στὴν Ἰουδαία ἢ καὶ στὶς γειτονικὲς περιοχὲς δὲν ἔμεινε ἀφώτιστος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἠσαΐας, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ, προεῖπε περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα «κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοὺς ἀναβλέψιν». Ἀλλὰ πῶς δὲν εἶπε ὁ Προφήτης ὅτι ἀπεστάλη γιὰ νὰ δώσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύξει στοὺς τυφλοὺς ἀναβλέψιν; Ἀκριβῶς, διότι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε στὴ γῆ πρωτίστως γιὰ νὰ ἀνοίξει τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ τοὺς τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖοι ὀφθαλμοὶ ἀποκτοῦν τὴν ἀνάβλεψη διὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Εὐλόγως, λοιπόν, ἡ προφητεία λέγει ὅτι ὁ Κύριος θὰ κηρύξει στοὺς τυφλοὺς ἀνάβλεψη.

Ὅπως δὲ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας παραγγέλλει νὰ ζητοῦμε τὰ πνευματικά, λέγοντας «ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον», καὶ ὑπόσχεται νὰ μᾶς προσθέσει καὶ τὰ σωματικά, ἐὰν ἐμεῖς ζητοῦμε τὰ ψυχωφελῆ, λέγοντας «ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν», ἔτσι κάμνει καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μας. Διότι ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατῆλθε στὴ γῆ ἀπὸ φιλανθρωπία, γιὰ νὰ διανοίξει μὲ τὸ Εὐαγγελικὸ κήρυγμα τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μας, καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ νοητὴ ἀνάβλεψη, προσέθετε καὶ τὴ θεραπεία ὅσων αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν δὲν ἔβλεπαν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει πολλὴ ἀντιστοιχία μεταξύ των δύο ἀναβλέψεων, ἐννοῶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Ὅπως δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς σωματικῶς τυφλούς, ἄλλοι μὲν ἀπέκτησαν ἀμέσως τὴν ἀνάβλεψη, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε «ἀναβλεψον», καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐθεραπεύθη, ἄλλοι δὲ βαθμιαίως, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ πρὶν λάβει τελείως τὴν ἴαση εἶπε ὅτι βλέπει τοὺς ἀνθρώπους σὰν δένδρα νὰ περπατοῦν. Ἔτσι καὶ ὅσοι διὰ τῆς πίστεως ἐδέχθησαν τὴν ἴαση τῶν νοητῶν ὀφθαλμῶν, ἄλλοι μὲν τὴν βρῆκαν ἀμέσως, ὅπως αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τελώνης εὐθὺς ἀνεδείχθη εὐαγγελιστής, ἐνῶ ἄλλοι βαθμιαίως, ὅπως ὁ πάντοτε νυκτερινὸς μαθητὴς Νικόδημος.

Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ τοὺς σωματικῶς τυφλούς, ἄλλοι μὲν ἐπέτυχαν τὴν ἴαση μόνο μὲ λόγον, ὅπως ὁ Βαρτιμαῖος, ἄλλοι δὲ καὶ μὲ ἔργον, (διότι μέσα στοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκείνου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ Βηθσαϊδά, ἔβαλε καὶ ἀπὸ τὸ πτύσμα του, ἐπειδή, καθὼς φαίνεται, αὐτὸς εἶχε μὲν βλέφαρα, ἀλλὰ κενά, ἀφοῦ εἶχαν ἀδειάσει ἀπὸ τὸ ὑγρό των ὀφθαλμῶν, τὸ ὁποῖο καὶ ἀνεπληρώθη τότε μὲ τὸ θεῖον πτύσμα, ἐνῶ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς οὔτε βλέφαρα εἶχε, γι’ αὐτὸ καὶ ἐχρειάσθη αὐτὸ τὸ χωμάτινο μίγμα, τὸ ὁποῖον καὶ ἐδέχθη ἀπὸ τὰ δάκτυλα τοῦ Κυρίου ὑπὸ μορφὴν ζυμωμένου πηλοῦ). Καθὼς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς κατὰ τὸ σῶμα τυφλούς, ἄλλοι μέν, ὅπως εἶπα, ἔλαβαν μόνο μὲ λόγον τὴν ἴαση, ἄλλοι δὲ καὶ μὲ πράξη, ἔτσι καὶ ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν τὴν ἴαση τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ μετάθεση ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν πίστη: ὁρισμένοι χρειάσθηκαν καὶ θαύματα γιὰ νὰ πιστεύσουν, ὅπως συνέβη καὶ σ’ ἐκείνους ποῦ ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο γιὰ νὰ ἐρωτήσουν «σὺ εἰ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;», ἐνῶ ἄλλοι ἔλαβαν μὲ μόνον τὸν λόγο, πιστεύοντας ἀπὸ μόνον τὴν ἀκοή, ὅπως καὶ ὁ ἑκατόνταρχος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος διεκήρυξε ὅτι ὑπερέχει τῶν Ἰσραηλιτῶν κατὰ τὴν πίστη.

Τέτοιοι εἶναι καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ σύμφωνα μὲ ὅσα μᾶς εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Ματθαῖος, ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Χριστὸν τὴ σωματικὴ ἀνάβλεψη. Διότι εἶναι φανερὸ ὅτι εἶχαν πιστεύσει καὶ πρὶν τὴ θεραπεία, ἐπειδὴ ὅμως ἤσαν τυφλοί, βεβαίως ἐξ ἀκοῆς ἐπίστευσαν. Διότι λέγει ὅτι καθὼς περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ἐκεῖ, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοί, κράζοντες καὶ λέγοντες: «ἐλέησον ἠμᾶς υἱὲ Δαβίδ». Πῶς λοιπὸν θὰ ἀκολουθοῦσαν καὶ πῶς ἀκολουθώντας θὰ ζητοῦσαν, καὶ μάλιστα μὲ κραυγές, τόσο μεγάλη ἐλεημοσύνη, τὴν ἀνάβλεψη τῶν ὀφθαλμῶν τους, ἐὰν δὲν εἶχαν πιστεύσει;

Ἀλλὰ τὴν πίστη τῶν τυφλῶν τὴ φανερώνουν καὶ τὰ ἀκόλουθα: «Καθὼς περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ἐκεῖ», Ἀπὸ ποῦ ἀπὸ ἐκεῖ;, καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τὸ ἀναφέρει αὐτὸ ὁ Εὐαγγελιστής, καὶ ὄχι μόνον ἐδῶ ἀλλὰ καὶ λίγο παραπάνω, ὅταν λέγει: «Παράγων (δηλαδὴ περνώντας) ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν, εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον», αὐτὸν τὸν Εὐαγγελιστή, τὸν ὁποῖον ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ μὲ μόνον τὸν λόγον μετεμόρφωσε. Ἐγὼ λοιπὸν θεωρῶ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς τὸ λέγει αὐτὸ γιὰ νὰ δώσει ἀφορμὴ στοὺς συνετοὺς ἀκροατὲς νὰ ἐκλαμβάνουν καὶ ἀναγωγικῶς τὰ ἐξιστορούμενα. Ἐὰν δηλαδὴ κανεὶς τὰ ἐξετάσει ἐπακριβῶς, εἶναι δυνατὸν νὰ ἰδεῖ ὅτι ἡ ἱστορία αὐτὴ περιγράφει συνοπτικῶς καὶ ἀνακηρύττει θαυμασίως ὅλη τὴν διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως οἰκονομίαν τοῦ Δεσπότου.

Πράγματι, ὁ Κύριος κατοικία εἶχε τὴν Καπερναούμ. Διότι λέγει «ἐλθῶν κατώκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν», καὶ ἡ πρόσκαιρος αὐτὴ κατοικία ὁπωσδήποτε ἦταν τύπος τοῦ οὐρανοῦ, ἀφοῦ ἔφερε μέσα της Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στοὺς οὐρανούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει: «καὶ σὺ Καπερναοὺμ ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα». Ὁ Κύριος, λοιπόν, διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὅπως ἀπὸ τὴν οἰκίαν ἐκείνη «καὶ παράγων ἐκεῖθεν», διῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐὰν μὲν ἐννοήσεις τὴν ἔξοδον ἀπὸ τὸν οὐρανό, θὰ εὕρεις ὅτι καὶ τοὺς Ἀποστόλους ἐξέλεξε καὶ τὴν τάση τῆς φύσεώς μας πρὸς ἀκαθαρσίαν ἐθεράπευσε. Ἐὰν δὲ ἐννοήσεις ὅτι διήρχετο ἀπὸ τὴν οἰκία τῆς Καπερναούμ, θὰ τὸν εὔρεις ὅτι ἐφανέρωσε τὰ προλεχθέντα μὲ ἔργα. Διότι καὶ τὸν Ματθαῖο μετέτρεψε τότε ἀπὸ τελώνη σὲ Ἀπόστολο καὶ τὴν αἱμορροοῦσα ἐθεράπευσε διερχόμενος ἀπὸ ἐκεῖ. Ἀλλὰ καὶ ἀφοῦ ἦλθε μέχρι τὴ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου, ποὺ εἶχε ἀποθάνει, καὶ μὲ τὴ ζωοποίησή της ἀνέδειξε τὸν ἑαυτὸ τοῦ νικητῆ τοῦ θανάτου, ἐπανέρχεται ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἐξῆλθε. Ἐπανερχόμενος λοιπὸν καὶ διερχόμενος πάλι ἀπὸ ἐκεῖ, ἀνοίγει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τυφλῶν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀκολούθησαν. Ἔπραξε δηλαδὴ ὅπως τότε ποὺ διήνοιξε τὸ νοῦ τῶν μαθητῶν του, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὶς Γραφές: ἀφοῦ κατέβη ὁ ἴδιος μέχρι τὸν θάνατο καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασή του κατήργησε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου, ἐπανῆλθε καὶ διήρχετο ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐκεῖνοι δὲ ἐξῆλθαν καὶ τὸν ἐκήρυξαν σὲ ὅλη τὴ γῆ, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ γιὰ τοὺς τυφλούς, οἱ ὁποῖοι τώρα ἀνέβλεψαν, ὅτι «ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλη τὴ γῆ ἐκείνη». Βλέπετε μὲ πόση σαφήνεια διαγράφεται ὅλη σχεδὸν ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὴν ἱστορία αὐτή. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ «παράγων ἐκεῖθεν» ἐλέχθη δύο φορές, γιὰ νὰ κατανοήσουμε καὶ τὴν ἔξοδο καὶ τὴν ἐπάνοδό του. Καὶ μάλιστα κατὰ μίμηση αὐτῆς τῆς ἐξόδου καὶ ἐπανόδου, καὶ ὁ ἱερεύς, ἀφοῦ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ Ἅγιον Βῆμα καὶ κατεβεῖ μέχρι τὸ χαμηλότερο σημεῖο, ἐπανέρχεται πάλι καὶ ἀποκαθίσταται ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἐξῆλθε.

Καθὼς λοιπὸν ὁ Κύριος διήρχετο κατὰ τὴν ἐπάνοδο, τὸν ἠκολούθησαν δύο τυφλοί, οἱ ὁποῖοι ὑποτύπωναν τοὺς δύο λαούς, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἐθνικῶν. Καὶ ἔκραζαν λέγοντας «ἐλέησον υἱὲ Δαυίδ», δεικνύοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ προφητευόμενος καὶ προσδοκώμενος. Ὁ δὲ Κύριος ἐκπληρώνοντας καὶ τὴν ὑποτύπωση τῆς οἰκονομίας, καὶ δοκιμάζοντας ἀλλὰ καὶ φανερώνοντας τὴν πίστη τῶν τυφλῶν, τοὺς προσπερνᾶ σιωπηλὸς μέχρι νὰ εἰσέλθει στὴν οἰκία ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἐξέλθει στὴν ἀρχή. Ἔπειτα λέγει πρὸς αὐτούς: «πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Καὶ αὐτοὶ τοῦ ἀπαντοῦν «ναί, Κύριε». Καὶ δὲν ἐρωτᾶ ἐπειδὴ ἀγνοεῖ, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερώσει σὲ ὅσους ἀγνοοῦν τὴν πίστη τῶν τυφλῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀφοῦ ἔψαυσε τοὺς ὀφθαλμούς των, προσέθεσε «κατὰ τὴν πίστιν ἠμῶν γενηθήτω ὑμίν», καὶ ἀνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί τους, μαρτυρώντας καὶ ὅτι ἐκεῖνοι τὸν εἶχαν πιστεύσει, ἀλλὰ καὶ ὅτι αὐτὸς ἦταν ὅπως τὸν ἐπίστευσαν, Θεὸς δηλαδὴ μαζὶ καὶ ἄνθρωπος. Διότι ὡς ἄνθρωπος μὲν ἦταν υἱὸς τοῦ Δαυὶδ καὶ μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια ἔψαυσε τοὺς ὀφθαλμούς των καὶ αἰσθητῶς ὁμίλησε. Ὡς Θεὸς δὲ καὶ Δημιουργὸς ἐφώτισε τοὺς σκοτεινοὺς ὀφθαλμούς. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἦταν ἀκόμη καιρὸς νὰ γίνει φανερὸς σὲ ὅλους, διότι αὐτὸ ἐπεφυλάσσετο γιὰ μετὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του, τοὺς ἐπιτίμησε λέγων, «ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω» προστάζοντάς τους μὲ πολλὴ σφοδρότητα νὰ ἀποσιωπήσουν τὸ γεγονός. «Οἱ δὲ ἐξελθόντες», λέγει, «διεφήμησαν αὐτὸν ἐν ὅλη τὴ γῆ ἐκείνη». Ὅπως φαίνεται, ἐὰν δὲν τοὺς εἶχε παραγγείλει νὰ σιωπήσουν, θὰ γίνονταν καὶ παγκόσμιοι κήρυκες τῆς δυνάμεώς του. Ἐπειδὴ ὅμως διετάχθησαν, ἀπέφυγαν μὲν νὰ πορευθοῦν μακριά, δὲν βάσταξαν ὅμως νὰ μὴν κηρύξουν στοὺς πλησίον χώρους. Ὥστε οἱ τυφλοὶ ποὺ ἠκολούθησαν τὸν Χριστόν, ἐφωτίσθησαν τελείως ὄχι μόνον κατὰ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχή.

Ἃς ἀκολουθήσουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ἀδελφοί μου, τὸ φῶς, ποὺ φωτίζει καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ἃς βαδίσουμε πρὸς τὴ λάμψη του καὶ «ὡς ἐν ἡμέρα εὐσχημόνως περιπατήσωμεν». Ἃς Τὸν δοξάσωμε μὲ ἔργα ἀγαθὰ καὶ ἃς βοηθήσουμε ὅσους μᾶς βλέπουν νὰ Τὸν δοξάζουν καὶ αὐτοί. Ἃς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ ἀντίθετο σκότος, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ προστάτης τῆς ἁμαρτίας διάβολος. Ἐκεῖνο τὸ φῶς, ὡς ἥλιος ποὺ εἶναι τῆς καθολικῆς δικαιοσύνης, σωφροσύνης, εἰρήνης, συμπαθείας, ἀνεξικακίας, ἀγάπης καὶ γενικῶς κάθε ἀρετῆς, καθιστᾶ μετόχους αὐτοῦ ὅσους τὸν ποθοῦν. Ἐνῶ τὸ ἀντίθετο σκότος, ὡς σκότος κακίας ποὺ εἶναι, καθιστᾶ ὅσους τὸ πλησιάζουν, πόρνους, μοιχούς, μνησίκακους, ἄσπλαχνους, ἀτάκτους, ἅρπαγες καὶ γενικῶς πλήρεις κάθε κακίας. Διότι εἰπέ μου, ἀπὸ ποῦ θὰ διακρίνουμε τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν ἄπιστο, τὸν φωτισμένο ἀπὸ τὸν ἀφώτιστο, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν βαπτισμένο κατὰ Χριστὸν καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἀβάπτιστο καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν διάβολο; Ὄχι ἀπὸ τοὺς λόγους, ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα, ὄχι ἀπὸ τοὺς τρόπους;

Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἐξομοιώνεται σ’ αὐτὰ μὲ τοὺς ἀφώτιστους, ἂν καὶ λέγει ὅτι εἶναι βαπτισμένος κατὰ Χριστόν, εἶναι σαφὲς ὅτι δὲν ἔχει πάψει νὰ ἀνήκει στὴν συμμορία ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος λέγει: «Θεὸν ὁμολογούσιν εἰδέναι (ὅτι τὸν γνωρίζουν δηλαδή), τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται, βδελυκτοὶ ὄντες καὶ ἀπειθεῖς, καὶ πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἀδόκιμοι». Ποῦ λοιπόν, εἰπέ μου, θὰ κατατάξουμε αὐτοὺς ποὺ ὁμολογοῦν καὶ συγχρόνως ἀρνοῦνται τὸν Θεό; Μὲ τοὺς πιστούς; Μὲ τὰ ἔργα ὅμως τὸν ἀρνοῦνται. Μὲ τοὺς ἀπίστους; Ἀλλὰ μὲ τὴ γλώσσα τὸν ὁμολογοῦν. Ὄντως πρόκειται γιὰ ἕνα διπρόσωπο τέρας ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ τὸ κατατάξεις κάπου. Ὁ ψαλμωδὸς Προφήτης ὅμως ἔχει ἤδη λύσει αὐτὴ τὴν ἀπορία λέγοντας: «ἀποδώσει Κύριος ἐκάστω κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπεφάνθη ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀκούει τοὺς λόγους του καὶ δὲν τοὺς ἐκτελεῖ, εἶναι μωρός. Ὁ δὲ Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἐκλήθη ἀπὸ τὸν οὐρανό, λέγει: «ἀποδώσει ὁ Κύριος τοῖς μὲν καθ’ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητούσι, ζωὴν αἰώνιον. …ὀργὴ δὲ καὶ θυμὸς καὶ θλίψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πάσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν». Καὶ πάλιν «οὒχ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῶ, ἀλλὰ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται», καὶ «ὃς ἐν νόμω καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις;» Ὅπως δὲ ἀκριβῶς, ἀδελφοί, ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἔλεγε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ὅτι «περιτομὴ ὠφελεῖ ἐὰν νόμον πράττης, ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ἧς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν (σὰν νὰ μὴν εἶχες δηλαδὴ περιτμηθεῖ)», ἔτσι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο νὰ σᾶς εἰπῶ ὅτι ἡ πίστις ὠφελεῖ ἐὰν κανεὶς πολιτεύεται κατὰ συνείδησιν καὶ καθαίρει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του μὲ ἐξομολόγηση καὶ μετάνοια, καὶ μετατρέπει σὲ ἔργο τὶς συνθῆκες τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ἂν ὅμως δὲν ὑπακούσει στὴ συνείδησή του καὶ ἀθετεῖ τὶς συνθῆκες, ἡ πίστη του γίνεται ἀπιστία.

Διότι πῶς πιστεύσαμε ὅτι ἀφοῦ ἔχουμε βαπτισθεῖ θὰ σωθοῦμε; Ἐπειδὴ βεβαίως ἀκούσαμε τὸν Κύριο ποὺ εἶπε: ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ τὰ δύο αὐτὰ τὰ εἶπε Ἐκεῖνος, ἡ αὐτοαλήθεια, τὸ νὰ πιστεύσουμε καὶ τὸ νὰ βαπτισθοῦμε, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθεῖ ὅποιος δὲν θέλει νὰ βαπτισθεῖ, ἔστω καὶ ἂν λέγει ὅτι δῆθεν πιστεύει, ὅπως καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν πιστεύει, ἔστω καὶ ἂν ἔχει βαπτισθεῖ. Ἀλλὰ κάθε βαπτισμένος θὰ εἰπεῖ ὅτι πιστεύει. Θὰ ἀκούσει ὅμως ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο: «δεῖξον μοὶ τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος συνδέει τὴν πίστη μὲ τὸ Θεῖον Βάπτισμα, συνάπτοντας τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του μὲ τὸ Βάπτισμα, διὰ τῆς πίστεως. Διότι ἀφοῦ εἶπε προηγουμένως: «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κυρήξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάση τὴ κτίσει», ἔπειτα προσέθεσε «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται». Τί λοιπὸν λέγει στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἐκηρύχθη ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους του, καὶ τί πρέπει νὰ πιστεύομε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νὰ κάνουν οἱ ὑπήκοοί του; Ὁπωσδήποτε ὅτι ὅποιος ἔχει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς πράττει καὶ τὶς τηρεῖ, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, καὶ ὅτι μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ζωὴ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχουμε τὴ σωτηρία. Καὶ «ἐὰν μὴ περισσεύση ἡ δικαιοσύνη (ἡ ἀρετὴ δηλαδὴ) ἠμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Διότι αὐτὰ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τοὺς πρόσταξε νὰ κηρύττουν διὰ τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὅποιος λοιπὸν ἀγωνίζεται νὰ τηρεῖ τὶς Θεῖες Ἐντολές, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ πιστεύει. Ἐνῶ ὅποιος δὲν ἀγωνίζεται νὰ τὶς πράττει καὶ νὰ τὶς τηρεῖ, καὶ δὲν θεωρεῖ ζημία τό νὰ μὴν τὶς τηρεῖ, οὔτε ἐπαναφέρει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴ μετάνοια στὴν τήρηση τῶν Θείων Ἐντολῶν, δὲν θὰ σταθεῖ οὔτε μαζὶ μὲ τοὺς βαπτισμένους, ἔστω καὶ ἂν λέγει ὅτι ἔχει βαπτισθεῖ. Διότι λέγει «διχοτομήσει αὐτόν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων θήσει». Ἀλλὰ αὐτὸ γιὰ ἐμᾶς μὲν ἀποτελεῖ μόνον ἀπειλῆ, ἐπειδὴ ὁ Δεσπότης ἀναμένει φιλανθρώπως τὴ μετάνοιά μας. Ἐνῶ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς διχοτόμησε ἀπὸ ἐδῶ, πρὸς σωφρονισμὸ ἰδικόν μας, καὶ τοὺς ἀπαλλοτρίωσε ἀπὸ τὴν πρὸς Αὐτὸν καὶ τὸν Ἀβραὰμ συγγένεια, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς ὑμῶν, τοῦ διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ θέλετε ποιεῖν». Καὶ πάλιν: «εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε ἄν». Ὅτι δὲ αὐτοὶ ἤσαν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἀβραάμ, ποῖος δὲν τὸ γνωρίζει; Ἐὰν λοιπὸν ἡ διαφοροποίηση τῶν ἔργων καὶ τῶν τρόπων καταργεῖ καὶ τὴν κατὰ σάρκα συγγένεια, καὶ ἀπομακρύνει καὶ τοὺς ἐξ αἵματος υἱοὺς ἀπὸ τὴν υἱότητα, πῶς ἡ διὰ τῶν ἔργων καὶ τῶν τρόπων μας ἀνομοιότης πρὸς Αὐτὸν δὲν θὰ ἀποξενώσει ἀπὸ τὴν Θείαν υἱοθεσίαν, ἐμᾶς ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναγάγωμε οὔτε τὴν κατὰ σάρκα γενεαλογία μας στὸν Χριστό, καὶ δὲν θὰ καταλήξει νὰ μᾶς συντάξει μαζὶ μὲ τὸ νοητὸ ἐχθρό;

Αὐτὰ ὅμως καὶ ὁ Κύριος ἀπὸ φιλανθρωπία κατηξίωσε νὰ τὰ εἰπεῖ, καὶ τολμοῦμε νὰ τὰ λέγωμε πρὸς ἐσὰς καὶ ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑποκείμεθα στὰ ἴδια πάθη, ὥστε νὰ μὴν τὰ πράττουμε. Νὰ μὴν τὰ πάθουμε, γιὰ νὰ μὴν καταστήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ὑπεύθυνους γιὰ τὴν καταδίκη ἐκείνων ποὺ ὁριστικῶς θὰ ἀποβληθοῦν. Διότι εἶναι δυνατὸν ἐδῶ, ὄχι μόνον νὰ ἀποφύγουμε αὐτὰ μὲ τὴ μετάνοια, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν καρπῶν τῆς μετανοίας νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ ἀφομοιωθοῦμε μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νὰ «ἐξάγει ἀξίους ἐξ ἀναξίων», καὶ νὰ τοὺς υἱοποιεῖ διὰ τοῦ ἐαυτοῦ του μὲ τὸν ὕψιστον Πατέρα, καὶ νὰ τοὺς καθιστὰ κληρονόμους καὶ συγκληρονόμους τῆς δόξης καὶ τῆς Βασιλείας Αὐτοῦ του ἰδίου καὶ τοῦ Πατρός. Ἀμήν.

(13ος -14ος Αἰὼν – ΕΠΕ Ἄγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ τόμ. 10, σέλ. 250, Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 193 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)

πηγή