αρχείο λήψης (1)1. Συναντήσας ἐσὰς πρόσφατα, ἐσύ, ποὺ κατὰ τὴν ἐξ αἵματος καταγωγὴ εἶσαι συγγενής των κατεχόντων τὴν βασιλεία ἀλλὰ κατὰ τὶς πνευματικὲς προδιαγραφὲς ἔχεις ἐπιλέξει νὰ εἶσαι υἱὸς καὶ ἀδελφὸς ἠμῶν ποὺ εἴμαστε ἐλάχιστοι λόγω τῆς πτωχείας τοῦ πνεύματος ποὺ μακαρίζεται ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀνέφερες ὅτι ποθεῖς νὰ μάθεις ποιὰ εἶναι ἡ δοξασία τῆς ὁποίας ἡ ἀρχικὴ πηγὴ εἶναι ὁ Ἀκίνδυνος καὶ σὲ ποίου, ἀπ’ ὅσους σὲ ὅλη τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη ἐξέφρασαν ἄνομα φρονήματα γιὰ τὸν Θεό, τὸ ἔργο, τὸν λόγο καὶ τὰ γέμοντα φλυαριῶν συγγράμματα ἐμπιστεύτηκε, ὥστε νὰ προβεῖ περαιτέρω κατὰ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία μὲ ἀποδεικτικὰ τεκμήρια κατέστη σαφὴς στὸ Θαβώρ.
Ἡ ἐν λόγω ἀπόπειρα δὲν φαίνεται νὰ εἶναι τόσο δοξασία ἀλλὰ μᾶλλον κάποια ἀδοξία καὶ μάλιστα ὅλη ἡ ἀδοξία καὶ ὄχι ἐπιμέρους· διότι ὅποιος ἀσπάζεται τὴν ἐν λόγω ἀδοξία περιπίπτει σὲ οἱαδήποτε ἐκτροπὴ προσιδιάζει στὸ (ἐν λόγω ἀρνητικὰ χαρακτηρολογικὸ) ὄνομα, ἀφ’ ἑνὸς κατὰ τὸ ὅτι ἀντιμετωπίζει ἀπαξιωτικὰ τὴν θεία ἐκείνη δόξα καὶ ὅσους ἀνέκαθεν καὶ κατὰ τὴν παροῦσα ἱστορικὴ στιγμὴ τὴν ἀνύψωσαν κατὰ τὸ μέτρο τῆς δυνατότητάς τους, ἀλλά, γιὰ νὰ μιλήσουμε ἀληθέστερα, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, καὶ ἀφ’ ἑτέρου κατὰ τὸ ὅτι ἔχει ἀποκτήσει ἐξ αὐτῆς τῆς θέσης τὴν νόσο τῆς ἔσχατης ἠθικῶς κακοδοξίας»· καὶ τρίτον, τὸ ὁποῖο κατ’ἐξοχὴν ἔρχεται σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὴν ἀπορία τῆς σεβασμιότητάς σου, μὲ τὸ νὰ μὴ συντάσσεται μὲ καμιὰ ἄποψη καὶ καμιὰ ἐκδοχὴ μέχρι τέλους ἀναφορικὰ μὲ αὐτὴ τὴν δόξα (ἐπισφαλῆ ἐκδοχὴ) γιὰ τὴν ὁποία ἐσὺ θέτεις ἐρωτήματα. Εἶναι ἐφικτὸ μάλιστα νὰ μάθεις τὴν ἐν λόγω ἀσυμφωνία του μὲ σαφήνεια καὶ ἀπὸ τὰ αὐτόγραφα συγγράμματα ἐκείνου, τὰ ὁποῖα ἔχουμε (στὴν διάθεσή μας).

Πράγματι, ὅποια ἄποψη θὰ εἶχε κάποιος γιὰ τὸ φῶς ἐκεῖνο, θὰ εὕρει κατὰ τὴν ἐκτύλιξη τοῦ περιεχομένου τοὺς τὴν ἀντίθετη· καθὼς φαίνεται λοιπὸν ὁ συγγραφέας τῶν τέτοιου εἴδους συγγραμμάτων στὸ ἐν λόγω σημεῖο ἀκριβῶς ἔδωσε ἰδιαίτερη προσοχή, νὰ στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ του μὲ κάποιους ἀνατρεπτικοὺς συλλογισμοὺς καὶ νὰ ἀντιφάσκει μὲ τὸν ἑαυτὸ τοῦ καταρχᾶς ὡς πρὸς ὅλα καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους, γιὰ καθένα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ βρίσκονται στὸ προσκήνιο, καὶ στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους (θεολογοῦντες) κατὰ πολλοὺς βέβαια τρόπους ἀλλὰ ὄχι σὲ ὅλα τα ζητήματα· διότι ποιὸς θὰ μποροῦσε, ὅπως ὁ ἴδιος, νὰ ἐντοπισθεῖ ἀπὸ ὅλους, καθὼς ἀναφέρει γενικῶς γιὰ τὸ ἴδιο ζήτημα ὅλες τὶς ἐκδοχὲς καὶ ἀκόμη τὶς ἀντίθετες;

Διότι ποιὰ δοξασία εἶναι ἐφικτὸ νὰ ἀποχτήσει κάποιος γιὰ τὸ θειότατο ἐκεῖνο φῶς, τὸ ὁποῖο μὲ ἀπόρρητο τρόπο ἐθεάθησαν οἱ ἀριστίνδην ἐκλεγμένοι ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι τότε ἀνέβησαν ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν Κύριον στὸ ὅρος, ἀφοῦ εἶναι ἄκτιστο;

2. Αλλά εὐθὺς ἀμέσως θὰ ἔλθει ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἐχθρικὴ πρὸς τὸ φῶς χείρα, ἡ ὁποία γράφει: «δὲν εἶναι ἐφικτὸ νὰ ὀρᾶται κάτι ἄκτιστο ἀπὸ καμιὰ κτιστῆ φύση οὔτε ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀνώτατες δυνάμεις ποὺ βρίσκονται πέριξ του θείου»· καὶ πάλι: «τίποτε, ὅπως αὐτὸ τοῦτο ποὺ ὑποπίπτει στὴν ὅραση τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν ὑπὸ οἱαδήποτε προσέγγιση δὲν εἶναι ἄκτιστο, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὁ Μωυσῆς, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὁ Παῦλος ποὺ ἀνῆλθε στὸν τρίτο οὐρανό, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἄγγελος, ἢ ὀντότητα ποὺ ἅπτεται τῆς θείας θεωρίας»· καὶ ἐκ νέου: «τὸ μόνο ἄκτιστο φῶς καὶ ἡ ἄκτιστη δόξα, δηλαδὴ ἡ θεία φύση, εἶναι παντελῶς κατὰ τὴν καθεαυτότητά της ἀόρατη». Ἄραγε δὲν ἀπέδειξε μὲ σαφήνεια ὅτι εἶναι κτίσμα τὸ φῶς ἐκεῖνο;

Καὶ ἂν ὑποστηρίξει κάποιος ὅτι αὐτὸ εἶναι θεία ἐνέργεια καὶ ὄχι οὐσία, ἐκ νέου προσεγγίζει (τὸ ζήτημα) μὲ ἀντίθετο φρόνημα ἡ ἐχθρικὴ συγγραφὴ καὶ γνώμη του, ὅταν σημειώνει «δὲν εἶναι ἐφικτὸ νὰ θεαθεῖ κάποιος τὴν συμπληρωματικὴ ἐνέργεια τῆς ὑψίστης θεότητας μὲ σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπὸ οἱαδήποτε ὀπτική»· καὶ πάλι, «πῶς ἡ κτιστὴ φύση θὰ θεαθεῖ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια μὲ σωματικοὺς ὀφθαλμούς, ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος εἶναι ἰσάγγελος καὶ ἄγγελος;».

Ἀφοῦ θέσει λοιπὸν κάποιος στὸ περιθώριο τὸ ὄνομα τῆς ἐνέργειας, θὰ τὸ ὀνομάσει θεία ἔλλαμψη καὶ χάρη, προτιμώντας κατὰ κάποιο τρόπο ἕνα ἀπὸ τὰ κατάλληλα ὀνόματα. Ἀλλὰ θὰ ἐντοπίσει τὴν ἴδια χείρα νὰ χρησιμοποιεῖ ἔμμετρους λόγους μὲ ἄμετρη φορὰ καὶ νὰ γράφει ἐκ νέου κατὰ τῶν ἀπόψεών του: «Ἔπειτα νομίζει ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἄκτιστη χάρη, τὴν ὁποία κανεὶς δὲν εἶδε οὔτε ἔχει τὶς ὀντολογικὲς προδιαγραφὲς γιὰ νὰ τὴν δεῖ, ἀκόμη καὶ ἂν λάβει ὡς χάρισμα φύση ἀγγέλου». Ὅθεν ποιὰ ἀναγκαιότητα ὑπάρχει νὰ γράφουμε ἐδῶ περισσότερα ἀπὸ τὰ γραφέντα ἀπὸ τὸν ἴδιο προηγουμένως, ἔστω καὶ ἂν εἶναι πολὺ χειρότερα;

3. Αλλά ἐπειδὴ καὶ ἡ ἄκτιστη οὐσία εἶναι ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀόρατη καὶ τὴν ἄκτιστη χάρι καὶ ἐνέργεια, ὅπως ὁ ἴδιος ὑποστηρίζει, κανένας οὔτε ἀκόμη ἄγγελος δὲν εἶδε, θὰ ὀνομάσουμε κτιστό το φῶς ἐκεῖνο ποὺ ἐθεάθη ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους στὸ ὅρος μὲ τὴν δύναμη τοῦ πνεύματος, καὶ ἔτσι θὰ κατευνάσουμε τὸ φιλοπόλεμο ἦθος τοῦ Ἀκίνδυνου;

Ἀλλὰ εἶναι ἐφικτὸ νὰ ἐντοπίσουμε καὶ ἐπίσης νὰ ἔχουν γραφεῖ ἐκ νέου ἀπὸ τὴν χείρα τοῦ τὰ ἑξῆς: «καὶ εἶναι δυνατόν, σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ ἔλθουν πρὸς ἠμᾶς, νὰ λάβουν τὴν πίστη διὰ μέσου της ὄψης, ὅτι, δηλαδή, ἐὰν κάποιος τὸ ὑπέρλαμπρον φῶς ποὺ ἕλλαμψε στὸ ὅρος Θαβώρ, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι ἔχει ὀνομασθεῖ παραδειχθεῖσα θεότητα ἀπὸ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο καὶ ἄκτιστο καὶ ἀΐδιο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, διαφορετικὸ αὐτὸ χαρακτηρίζει ὡς πρὸς τὸ ἄκτιστό της οὐσίας τοῦ Θεοῦ, δὲν θεωρῶ ὅτι ὁ ἐν λόγω αἱρετικὸς θεολογεῖ μὲ ἔγκυρο τρόπο.

Καὶ διότι ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς φῶς ἄκτιστο καὶ προαιώνιο καὶ ἀΐδιο, δὲν χαρακτηρίσθηκε ὅμως ὡς διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, οὔτε ἐγὼ ὑποστηρίζω αὐτὴν τὴν ἄποψη. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὶς ἀπόψεις του καὶ κατεξοχὴν σύμφωνα μὲ τὴν πρόταση ποὺ διετυπώθη ἀπὸ τὸν ἴδιο τώρα, ἐκεῖνο τὸ φῶς ποὺ ἐωράθη, τὸ ὁποῖο ὑπέδειξε ἀπὸ πρὶν ὅτι εἶναι κτίσμα, εἶναι καὶ οὐσία καὶ ἄκτιστο, μολονότι προηγουμένως ὑποστήριξε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεαθεῖ ἡ χάρη καὶ ἡ ἐνέργεια οὔτε ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους ἀγγέλους.

Ἔχει μάλιστα παραδοθεῖ καὶ αὐτὸς ὁ λόγος του μὲ γραπτὸ τρόπο καὶ αὐτολεξεὶ ἔχει διατυπωθεῖ σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν συγγραμμάτων του ὅτι «ἡ θεία καὶ ἄκτιστη χάρις καὶ ἐνέργεια δὲν εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν θεία οὐσία», ἀλλὰ καὶ στὰ κείμενα ποὺ μόλις προηγουμένως παρετέθησαν ἀπεφάνθη ὅτι δὲν εἶναι μόνο ἄκτιστη ἀλλὰ καὶ ἀόρατη κατὰ τὴν καθεαυτότητά της ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὅμως ὑποστηρίζει ὅτι τὸ φῶς ποὺ ἐωράθη εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ· «διότι δὲν εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν οὐσία», ὑποστηρίζει.

4. Αλλά θὰ ὑποστηρίξει ὅτι διατύπωσε λόγο γιὰ φῶς ποῦ ἔχει λάμψει στὸ Θαβὼρ ἀλλὰ ποῦ δὲν ἔχει καταστεῖ ἀντικείμενο τῆς ὅρασης; Μιὰ τέτοια διάκριση εἰσάγει τὴν κατεξοχὴν ἀφροσύνη. Διότι πῶς ἕλλαμψε στὸ Θαβώρ, ἐὰν δὲν ἔχει ὀραθεῖ στὸ Θαβώρ; ἀλλὰ θὰ ὑποστήριζε κάποιος ὅτι διὰ μέσου του φωτὸς ἐκείνου ἐθεάθη ἡ θεότητα ποῦ μὲ παραδειγματικὸ τρόπο ἐμφανίσθηκε στὸ ὅρος, δηλαδὴ ἐννοήθη; Πρόκειται γιὰ μέγιστη ὑπεροψία ἤ, γιὰ νὰ ἐκφέρω πιὸ ἀκριβῆ λόγο, γιὰ μέγιστη ἀπάτη.

Διότι πῶς νοεῖται ἀλλὰ δὲν ὑποπίπτει στὴν ὅραση μιὰ κατάσταση ποῦ εἶναι πολὺ ἀνώτερή της ὅρασης; Ἄραγε δὲν ἐκλαμβάνει ἐναντίον τῆς δικῆς του συνείδησης, μὲ ἀπατηλὸ τρόπο στοχαζόμενος, τὸ νοῆσαι σὲ ἀντικατάσταση ἐκείνου τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ θεαθεῖ διὰ μέσου ὀφθαλμῶν;

Καὶ μάλιστα ἐνῶ ἀκούει ὅτι τὸ φῶς ποῦ ἕλλαμψε στὸ ὅρος ἀπὸ τὸν σωτήρα ἔγινε ὁρατὸ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀποστόλων; Διότι λέγει «σήμερα κατέστησαν ὁρατὰ ὅσα εἶναι ἀθέατα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους ὀφθαλμοὺς καὶ εἶδαν τὴν θεϊκὴ αὐτὴ δόξα, ἂν καὶ ὄχι στὸ εὖρος ποὺ κατεῖχε, ἀλλὰ στὸν βαθμὸ ποὺ εἶχαν ἀντοχὴ αὐτοὶ ποὺ περιέφεραν σωματικοὺς ὀφθαλμούς, προκειμένου νὰ μὴν ἀπωλέσουν μαζὶ μὲ τὴν ὅραση καὶ τὴν ζωή».

Ἀλλὰ ὅμως τὸ ἐν λόγω φῶς ποῦ ἔγινε ὁρατὸ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν Ἀποστόλων, διὰ τοῦ ὁποίου αὐτὸς ὑποστηρίζει ὅτι ὀρᾶται (ἡ θεία οὐσία), δηλαδὴ νοεῖται ἀπὸ τὰ ἄτομα ποῦ θεῶνται τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τί ἀπὸ τὰ δύο εἶναι, κτιστὸ ἢ ἄκτιστο; Διότι, ἐὰν ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι κτιστόν, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴν ὑπόλοιπη ἀσέβεια ἐμφανίζεται ἐνώπιόν μας καὶ ὡς ἄλλος Εὐνόμιος· διότι τὸ νὰ ὑποστηρίζεται ὅτι ἐκ τῶν κτισμάτων νοεῖται ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἡ ἐνέργεια εἶναι διδασκαλία ἐκείνου καὶ τῶν ὀπαδῶν του. Ἐμεῖς ὅμως θὰ ἀρκεστοῦμε σὲ ὅσες ἀντιρρήσεις ἀντέταξαν ἀπέναντί του ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ ἀδελφός του ποὺ εἶχε τὰ ἴδια φρονήματα μαζί του.

Καὶ ἂν ὑποστηρίζει ὅτι εἶναι ἄκτιστο καὶ τὸ φῶς διὰ τοῦ ὁποίου ὀρᾶται ἡ οὐσία, κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ αὐτὸ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ οὐσία εἶναι τὸ μόνο ἄκτιστο φῶς κατὰ τὶς θεωρητικὲς τοποθετήσεις του. Ὑποστηρίζει λοιπὸν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι καθεαυτῆ καὶ ἀόρατη καὶ ὁρατή, καὶ τὸ φῶς τὸ ὁποῖο προηγουμένως ὑποστήριξε ὅτι εἶναι κτιστό, τώρα κατὰ τὴν ἐκτίμησή του εἶναι ἄκτιστο. Ἄραγε λοιπὸν θὰ μπορέσει κάποιος νὰ συμφωνήσει μαζί του ὅτι τὸ ἴδιο εἶναι κατὰ τὴν καθεαυτότητά του καὶ κτιστὸ καὶ ἄκτιστο, καὶ ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, καὶ οὐσία καὶ μὴ οὐσία, καὶ μάλιστα ὅταν τὴν κατασκευάζει καὶ διακηρύσσει ὡς θεία, ὄχι μόνο γιὰ ὅλα ὅσα τώρα προσθέσαμε ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλὰ ἀκόμα;

5. Εμπρός ὅμως, ἃς ὑποθέσουμε ὅτι συμφωνεῖ κάποιος μὲ αὐτὴ τὴν κατεξοχὴν ἐπιπόλαιη ἀφροσύνη· ἃς ὑποθέσουμε ὅμως, εἶπα, ἐφόσον κανεὶς δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ συμφωνεῖ μαζί του. Ὀλίγον ἔλειψε νὰ μοῦ διαφύγει, ἐπειδὴ ἀπεβλήθη ἀπὸ τὴν μνήμη λόγω τοῦ περιφανοῦς της ἀτοπίας, ὅτι δὲν εἶναι λίγοι ὅσοι ἐκφράζουν τὴν προθυμία νὰ φαίνονται ὅτι συμφωνοῦν μαζί του ἐσχάτως καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀκόμη καὶ τὸ πρόσωπο ποὺ κατέχει τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα, πρὸς τὸν ὁποῖο καὶ ἔστειλε τὸ σύγγραμμα στὸ συνολό του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παραθέτουμε τὶς οἰκεῖες του σκέψεις· διότι οἱ κομιστὲς ἀπὸ ἐκεῖ μας τὸ ἔφεραν.

Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν φαίνεται μόνον ἀλλὰ καὶ διδάσκει ὅσα καὶ ἐκεῖνος καὶ κινεῖ ὑπὲρ τοῦ ἰδίου ὅλα τα σχοινιά, οὕτως εἰπεῖν, ἄλλοι παρασύρονται ἀπὸ τὶς ἐπαγγελίες του καὶ ἀπὸ τὰ ὅσα προτείνει καὶ προβάλλει ἀξιώματα, ἐνῶ ἄλλοι φοβοῦνται τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς προσβολὲς καὶ ἐπίσης τὶς ὀξεῖες ἐπιτιμήσεις (διότι ἀφορίζει καὶ ἀποκηρύσσει καὶ μὲ προφορικὸ λόγο καὶ μὲ γράμματα πρὸς τοὺς ὁμοφρόνους τοῦ ἀπέναντί σε ὅσους φέρουν ἀντιρρήσεις μὲ κάθε τρόπο πρὸς τὸν Ἀκίνδυνο), πολλοὶ συμφωνοῦν μαζί του ἢ ὑποκρίνονται ὅτι συμφωνοῦν. Ἀλλὰ ὅμως οἱοσδήποτε συμφωνήσει κατὰ τὸ ὅτι λέγει ὅτι τὸ ἴδιο εἶναι καὶ κτιστὸ καὶ ἄκτιστο, δὲν θὰ διαφύγει τὴν συνέπεια τῆς σοφιστείας τοῦ σχετικὰ μὲ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις, ἀφοῦ γράφει σαφῶς τὰ ἑξῆς: «ἐγὼ θεωρῶ ὡς ἄνευ ἀξίας καὶ τὸ ἄκτιστο καὶ τὸ κτιστό της θεουργοῦ σοφίας καὶ χάριτος.

Διότι βεβαίως δὲν πρέπει ἐμεῖς νὰ προσκυνήσουμε τὴν ἀντίφαση, ὥστε, ἂν εἶναι ἡ μιὰ ἐκδοχὴ ὑπὸ ἀνάθεμα, θὰ εἶναι ὄχι λιγότερο καὶ ἡ δεύτερη». Ἄρα, δὲν ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν χάρη ὁ δυστυχής, ἀλλὰ μᾶλλον ἔγινε ἀντίπαλός της, ἂν ὄχι καὶ κάτι χειρότερο; Διότι ἂν ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν χάρη ὅσοι δικαιώνονται μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ὅπως ἀπεφάνθη σαφῶς ὁ ἀπόστολος ἀποστέλλοντας τὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Γαλάτες, σὲ ποιὰ κατηγορία θὰ θέσουμε τὸ ἄτομο ποὺ ἀπαξιοὶ καὶ ἀναθεματίζει τόσο τὸ κτιστὸ ὅσο καὶ τὸ ἄκτιστό της χάριτος;

6. Έπρεπε βεβαίως, κατὰ τὸν ἐπικυρωτὴ καὶ προστάτη τοῦ Ἀκινδύνου, τὸν στὴν παροῦσα φάση ἀρχιεράρχη καὶ προφανῶς ἀρχιποιμένα, καὶ συγχρόνως διδάσκαλο καὶ διάκονο αὐτοῦ, νὰ πράττει τὰ πάντα. Διότι ὅπως αὐτὸς ὑπέβαλε σὲ ἀφορισμοὺς ἐκείνους ὅσοι ἀντιλέγουν στὸν Ἀκίνδυνο καὶ ὅσοι εἶναι τῶν ἰδίων ἀπόψεων μὲ αὐτούς, ὅλους δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀφώρισε καὶ ἀπεκήρυξε, τὸν Ἀκίνδυνο ὅμως καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι φρονοῦν ὅσα ὁ ἴδιος, στὴν κατηγορία τῶν ὁποίων ἀνήκει καὶ ὁ ἴδιος ὡς πατριάρχης, περισσότερον ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους, καθότι ἔχει προαποδειχθεῖ καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτὸς ἀντιλέγει μὲ τὸν ἑαυτὸ τοῦ παρὰ μὲ τοὺς ἄλλους.

Διότι, ἐφόσον τὰ ζητήματα ποὺ ἔχουν τεθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ἀντίκεινται εἶναι τέσσερα, σὲ ἕκαστον ἀπὸ αὐτὰ ἀκολουθεῖ κάποια διπλὴ ἀντίθεση ἢ καὶ τριπλάσια ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τόσες φορὲς ὁ ἴδιος καὶ ὁ ὑπὲρ αὐτοῦ ἐκφωνῶν τοὺς δῆθεν ἀφορισμοὺς πρὸς καθένα ἀπὸ ὅσα ἔχουν διατυπωθεῖ γιὰ τὰ ἐν λόγω δέματα ἀποδεικνύεται ὑπεύθυνος.

Κατὰ τὸν τρόπο λοιπὸν ποὺ αὐτὸς ὁ προστάτης τοῦ Ἀκίνδυνου ἀφώρισε ὅλους τους ἀνθρώπους, (στὴν πραγματικότητα ὅμως) τὸν ἐαυτόν του καὶ ὅσους συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ καταδίκασε σὲ ἀφορισμὸ περισσότερο ἀπ’ ὅλους, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε ἐκ μέρους τοῦ τὴν παρρησία προσφάτως χρησιμοποιεῖ τὸ ἀνάθεμα. Διότι καθυποβάλλοντας στὸ ἀνάθεμα καὶ τοὺς δυό, τόσο ἐκείνους ὅσοι θεωροῦν ὅτι ἡ θεουργὸς χάρη εἶναι ἄκτιστη, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς θεοφόρους πατέρες εἶναι ἡ λαμπρότητα τῆς θείας φύσης, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία καὶ ὁ Κύριος ἔλαμψε στὸ ὅρος καὶ ὑπέδειξε τὴν λαμπρότητα τῶν ἁγίων ποὺ τελεῖται κατὰ μέθεξιν, ὅσο καὶ ἐκείνους ποὺ διαβεβαιώνουν ὅτι εἶναι κτιστή, καθότι κατὰ τὸν θεολόγο Γρηγόριο «ἐπειδὴ μιὰ ἐνδιάμεση κατάσταση μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δὲν μποροῦν νὰ κατασκευάσουν οὔτε ὅσοι συνθέτουν τραγέλαφους», καὶ ἀναγκαστικὰ ὅλους ὅσοι φρονοῦν ὅτι αὐτὴ εἶναι κτιστὴ ἢ ἄκτιστη, κανεὶς δὲν ἀπομένει ποὺ νὰ μὴν ὑποπίπτει στὸ σχετικὸ μὲ τὸν Ἀκίνδυνο ἀνάθεμα.

Μὲ πολλαπλάσιο μάλιστα τρόπο ὑποβάλλεται πλήρως καὶ ὁ ἴδιος στὸν ἐν λόγω κριτικὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔλεγχο· διότι αὐτὸς ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἀμεσότητα τῆς ἀντίφασης, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἄλλοτε ἀποφαίνεται πὼς εἶναι κτιστὴ καὶ ἄλλοτε ἄκτιστη, περιπίπτει στὸ ἴδιο μὲ ὅλους τους ἄλλους ἀνάθεμα, ἐνῶ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει ὁλοκληρωτικὰ καὶ τὸν ἐπικυρωτή του καὶ προστάτη τοῦ δικαίως καθὼς καὶ γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ κοινοῦ πληρώματος τῶν εὐσεβῶν.

Ἐφόσον λοιπὸν καὶ αὐτοὶ ἐπιτίθενται ἐναντίον μας, κατὰ τέτοιο τρόπο συνελήφθησαν ὄχι μόνον μὲ τὶς φρικωδέστερες ἀποκηρύξεις τῶν μεγάλων ἐκείνων συνόδων ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς δικούς τους βρόγχους καὶ καταπίπτουν στὰ βάραθρα τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι ἀνέσκαψαν, ὁλοκληρωτικὰ εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς ἀθῶοι καὶ μὴ ὑποκείμενοι σὲ σύλληψη· διότι σύμφωνα μὲ τὸ ψαλμικὸ «ἡ παγίδα συνετρίβη καὶ ἐμεῖς λυτρωθήκαμε», ἐμεῖς δηλαδὴ ποὺ ἀρνούμαστε ρητὰ αὐτὲς τὶς διπλόες.

Ἔτσι, τὸ ἄτομο ποὺ πορεύεται μὲ ἁπλότητα σύμφωνα μὲ τὸν στίχο τοῦ Σολομώντα εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἄφρον ποὺ στρεβλώνει τοὺς λόγους του, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ προσφέρει ποικίλους δόλους ἀναμικτους μὲ ἀνοησία.

7. Το ὅτι εἶναι μᾶλλον ἀδοξία παρὰ δόξα καὶ ἄνοια παρὰ διάνοια ἡ κακόνοια τοῦ Ἀκίνδυνου, εἴτε τὴν σύμφωνα μὲ τὴν διάθεση εἴτε τὴν σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση θὰ ἤθελε κάποιος (δὶ’ αὐτοῦ του τρόπου) νὰ χαρακτηρίζει -διότι αὐτὴ φαίνεται ὅτι προβάλλει καὶ κατὰ τὶς δύο ὄψεις- νομίζω ὅτι ἔχει ἀποδειχθεῖ μὲ σαφῆ τρόπο ἀπὸ τὰ ὅσα ἤδη ἔχουν λεχθεῖ.

Ποιὰ γνώμη ἔχει αὐτὸς στὴν συνείδησή του γιὰ τὸ ὑπὸ ἐξέταση θέμα, δὲν διαφεύγει καθόλου τῆς προσοχῆς μας οὔτε ἐκείνων ποὺ τείνουν συνετὸν οὖς, καθόσον ἡ ἐν λόγω κατάσταση ἔχει ἐλεγχθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς πολλάκις μὲ παρρησία. Καὶ ἐσὺ ποὺ ἐξετάζεις μὲ σωστὸ τρόπο θὰ ἔχεις τὴν δυνατότητα νὰ κατανοήσεις κατεξοχὴν ἐπαρκῶς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέγονται τώρα, ὅτι ἔχει τὴν ἄποψη σὲ ὕψιστο βαθμὸ ὅτι τὸ φῶς τῆς θεότητας εἶναι κτίσμα καὶ φάσμα, ὅπως ὑποστηρίζει καὶ ὁ Βαρλαάμ· διότι τὶς ἀνωτέρω ἰδιότητες ἐπιχειρεῖ νὰ παρουσιάσει μὲ πολλοὺς συλλογισμούς.

Καὶ κατεξοχὴν σὲ καθολικὴ κλίμακα μὲ τοὺς λόγους τοῦ ἐπιχειρεῖ νὰ δείξει ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ ἄκτιστα δὲν γίνεται ὁρατὸ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο μὲ τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἴδιους τους λόγους του, διὰ τῶν ὁποίων κατασκευάζει καὶ ἀποφαίνεται γιὰ τὸ τέτοιου εἴδους θέμα, δὲν ὑφέρπει καὶ δὲν κινεῖται ὑπόγεια κανένα ἀντίθετο ποὺ θὰ στρέφει τὴν γνώμη στὸ ἐναντίον.

Ὅταν ὅμως τὸ χαρακτηρίσει ὡς ἄκτιστο, ὅλη ἡ κατασκευὴ ποὺ ἀναφέρεται στὴν ὑφὴ τοῦ κατὰ περίεργο τρόπο, σὰν ἕνας κλέπτης ποὺ κρύπτεται, κλέπτει καὶ μεταφέρει τὸ ἄκτιστο πρὸς τὴν ἐντελῶς ἀόρατη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατὰ τὶς δογματικὲς ἀπόψεις τοῦ εἶναι ἡ μόνη ἄκτιστη. Διότι ὁτιδήποτε διαφέρει αὐτῆς κατὰ οἱονδήποτε τρόπο τὸ ἐγκαθιστᾶ μὲ φανερὴ προβολὴ ἀνάμεσα στὰ κτίσματα.

Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς θεωρεῖ τὸ φῶς τῆς θεότητας ὅτι εἶναι κτιστὸ καὶ φάσμα, τὸ ὁποῖο στὴν κυριολεξία ποτὲ δὲν ὑπάρχει, στηριζόμενος στὴν ἐν λόγω ἐκδοχὴ ὑποστηρίζει ὅτι δὲν εἶναι οὔτε κτιστὸν οὔτε ἄκτιστον. Νομίζω ὅτι ἔχεις ἀντιληφθεῖ τὴν γνώμη τῆς ἀδοξίας ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὁ Ἀκίνδυνος ἐκινδύνευσε ἀναφορικὰ μὲ τὰ θέματα τῆς πίστης.

Καὶ συμβαδίζει σχεδὸν ὁ ἴδιος μὲ ὅλους ποὺ ἀνέκαθεν διατύπωναν μὴ θέσμια πράγματα γιὰ τὸν Θεόν. Καὶ αὐτὸ ἔχει διττὴ αἰτία· διότι, ἀφοῦ ἀθέτησε τὶς θεῖες ἐνέργειες σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες καὶ μόνες ἐπιτρέπεται νὰ θεολογοῦμε καὶ ἀπὸ τὶς ὁποῖες μόνο νὰ συγκροτοῦμε τὰ οἰκεῖα στὴν εὐσέβεια καὶ νὰ ἀπομακρύνουμε τὰ ἀλλότρια, πῶς δὲν θὰ ἔσφαλλε καὶ κατὰ τὴν δική του γνώμη καὶ δὲν θὰ δεχόταν μὲ ἁπλὸ τρόπο ὅλες τὶς ἀπόψεις ὅλων ὅσοι ἔχουν σφάλλει;

Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, καὶ ὅσα φαίνονται ὅτι διαφωνοῦν μὲ βάση τὰ ὅσα ἔχουν θεολογηθεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη χριστιανικὴ ἐποχή, διὰ μέσου των ὁποίων ἀνατρέπονται μεταξύ τους οἱ αἱρέσεις ποὺ εἶναι ἀντίθετες κατὰ ὑπερβολὴ καὶ κατὰ ἔλλειψη, παραινώντας ὁ ἴδιος νὰ ὑποστηρίζουμε ὅτι ἀγνοοῦμε πὼς εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους παραγγέλλει νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τίποτε ἀπὸ αὐτά.

Καὶ ἐκείνους ὅσοι λειτουργοῦν συμβιβαστικά τους κατηγορεῖ ὡς καινοτόμους καὶ τοὺς ὀνομάζει καινοὺς καὶ ὑπερήφανους Θεολόγους, διότι κατὰ τὴν γνώμη του δὲν ὑπόσχονται ὅτι θὰ ἐξηγοῦν καὶ θὰ διδάσκουν σὲ ὅλους τα συνετά. Πῶς λοιπὸν ἐκ νέου δὲν συγκρότησε κάθε δόγμα πονηρό, ἀφοῦ αὐτὸς ἀναίρεσε ὅλα τα δεδομένα, διὰ τῶν ὁποίων ἀναιροῦνται ὅλα ἐκεῖνα;

8. Έτσι καὶ γιὰ τοὺς ἀνωτέρω λόγους αὐτὸς εἶχε τὴν ἔπαρση ὅτι συμφωνεῖ μὲ ὅλους τους κακόβουλους αἱρεσιάρχες, καὶ κατεξοχὴν μὲ τὸν Ἄρειο, τὸν Εὐνόμιο, τὸν Μακεδόνιο καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Σαβέλλιο, ἔστω καὶ «ἂν ὁ περὶ οὐ ὁ λόγος διήνυσε μιὰ ἐκ διαμέτρου διαφορετικὴ πορεία ἀπὸ ἐκείνους.

Διότι εἶναι δυνατὸν στὸν Ἀκίνδυνο νὰ ἐντάσσει στὸ ἴδιο πλαίσιο τὰ ἀσύμπτωτα. Καὶ διότι ὁ Ἄρειος καὶ ὁ Εὐνόμιος καὶ οἱ ὅμοιοι μὲ αὐτούς, ἐκ τοῦ ὅτι δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀποδείξουν ἐκ τῶν δεδομένων ποὺ ἡ ἴδια τοὺς παρεῖχε ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Πατέρα εἶναι ἕτερη πρὸς αὐτὴν τοῦ Υἱοῦ, ἐπεχείρησαν νὰ ὑποκλέψουν τοὺς πολλοὺς μὲ βάση τὰ ὅσα ὑφίστανται πέριξ της περιοχῆς της καὶ ἀπεφάνθησαν ὅτι ἡ ἄκτιστη οὐσία εἶναι ἡ ἀγεννησία ποὺ θεωρεῖται μὲ ὑποστατικὸ τρόπο πέριξ της περιοχῆς της· ἔτσι, λοιπὸν ἐξ ἀνάγκης ὑπολείπεται ὅτι ὁ γεννητὸς εἶναι κατ’ οὐσίαν κτιστός.

Καὶ ἀπεφάνθησαν ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο ἡ ἀτρεψία, ἡ ἀπειρία, ἡ σοφία, ἡ ἀγαθότητα καὶ μὲ ἁπλὸ τρόπο ὅτι ὅλα τα μὲ φυσικὸ τρόπο θεωρούμενα πέριξ της θείας οὐσίας δὲν διαφέρουν καθόλου καὶ ὑπὸ οἱαδήποτε ὀπτικὴ ἀπὸ τὴν ἄγεννησια, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους ἐκτιμήσεις.

Καὶ ὁτιδήποτε διαφέρει κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ ἐκείνη τὸ τοποθέτησαν στὴν ἴδια κατηγορία μὲ τὰ κτίσματα, μὲ σκοπὸ ὁ Θεὸς νὰ ἔχει κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοὺς μιὰ καὶ συγχρόνως ἁπλὴ οὐσία καὶ ὁ Υἱὸς ὡς γεννητὸς νὰ εἶναι ἄλλης οὐσίας καὶ τρεπτὸς καὶ πεπερασμένος καὶ μὲ ἀρχή, μὲ ἄλλους λόγους δηλαδὴ ὅτι εἶναι κτιστὸς καὶ ὄχι ὄντως ἀγαθός.

9. Ότι ὁ Εὐνόμιος λοιπὸν ὑποστηρίζει ὅτι ὅλες οἱ πέριξ της θείας φύσης ἄκτιστες ἐνέργειες καὶ γενικῶς ὅλα ὅσα θεωροῦνται μὲ φυσικὸ τρόπο πέριξ αὐτῆς δὲν διαφέρουν καθόλου ἀπὸ τὴν ἄκτιστη οὐσία καὶ ὅτι ὁτιδήποτε διαφέρει ἀπὸ τὴν ὑφὴ τῆς καθ’ οἱονδήποτε τρόπο εἶναι κτίσμα, ὁ συλλογισμὸς δὶ’ ὀλίγων διαδικασιῶν ἀπέδειξε μὲ ἐνάργεια. Εἶναι ὅμως ἀξιόχρεοι μάρτυρες αὐτοῦ ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦν ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ ἐν λόγω σημεῖο τὸν ἀναιροῦν.

Καὶ τὸ ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ζήτημα ποὺ δογματίζεται ἀπὸ τὸν Ἀκίνδυνο, θὰ βεβαιώσουν καὶ ὅλο το πλῆθος τῶν συγγραμμάτων τοῦ σχετικὰ μὲ τὸ περιεχόμενό του καὶ τὰ ἰδιόχειρα γράμματα καὶ ἡ γλώσσα του καὶ ὅλοι σχεδὸν ποὺ συναντήθηκαν μαζί του. Ἃς παρατεθοῦν ὅμως ὁρισμένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν γραφτεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο. «Διότι λέγει δὲν ἔχουμε τὴν δυνατότητα κάτι ἀπὸ τὰ ἄκτιστα καὶ τὰ φυσικά του Θεοῦ νὰ θεωρήσουμε ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴν οὐσία του καὶ τὴν φύση του»· καὶ πάλι «ὅσα λέγονται γιὰ τὸν Θεὸν δὲν εἶναι διαφορετικὰ μεταξύ τους καὶ ὅλα εἶναι διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν θεία οὐσία καὶ μεταξύ τους»· καὶ πάλι «πὼς δὲν εἶναι ἄκτιστες δύο θεότητες γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω περισσότερες, ἂν ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐνέργεια ποὺ τελεῖ κάθε ἔργο, ἡ σοφία καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀγαθότητα εἶναι διαφορετικὰ τόσο ἀπὸ τὴν θεία οὐσία ὅσο καὶ μεταξύ τους;

Καὶ ἐκ νέου «το νὰ μερίζεται ὁ Θεὸς καὶ ἔτσι νὰ γίνονται πολλὰ ἄκτιστα καὶ νὰ εἶναι διάφορά της θείας οὐσίας καὶ μεταξύ τους, εἶναι ἀσεβέστατο». Ἀλλὰ γιὰ τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Εὐνόμιο δὲν ἦταν αὐτὸ ἡ πρόθεση τῆς κακοδοξίας ἀλλὰ τὸ ὅτι δὲν διαιρεῖται κατὰ τὶς ὑποστάσεις ὁ μόνος, κατὰ τὴν ἐκτίμησή τους, Θεὸς καὶ ὅτι κατὰ συνέπεια εἶναι κτιστὸς ὁ Υἱὸς ποὺ θεωρεῖται σὲ οἰκεία γιὰ τὸν ἴδιον ὑπόσταση.

Τὸ ὅτι δὲν ἐπιδέχεται οἱαδήποτε διαίρεση κατὰ τὶς φυσικὲς ἐνέργειες, ἦταν ἔπακολουθημά της δυσέβειας ἐκείνων, ἡ ὁποία ἔλαβε ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν Θεὸ ἀναφορικὰ μὲ τὶς ὑποστάσεις. Τοῦ Ἀκίνδυνου ὅμως ἡ πρόθεση εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ τοῦτο καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ νὰ δειχθεῖ κατὰ προέκταση κτιστῆ ἡ θεία ἔλλαμψη καὶ ἐνέργεια ποὺ ἐθεάθη ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους στὸ Θαβώρ, ἐπειδὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀόρατη σὲ ὅλα καὶ ἐπακολουθεῖ στὸν Εὐνόμιο καὶ στὴν κακοδοξία του.

Μὲ βάση το ὅτι ὁ μόνος ἄκτιστος Θεὸς δὲν ἐπιδέχεται διαίρεση οὔτε κατὰ τὶς ὑποστάσεις, ἐκ τῆς ὁποίας λοιπὸν ἑνότητας ἐπιχειρεῖ νὰ κατασκευάσει τὸ σύμφωνα μὲ τὶς ἐνέργειες ἀδιαίρετο, εἶναι μιὰ θέση ποὺ ὁδηγεῖ, γιὰ νὰ ἐκφέρω λόγο σύμφωνα μὲ τὶς ἐκτιμήσεις του, στὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὑπεράνω του σύμπαντος καὶ στὸ σύνολό του καὶ στὰ μέρη του, καὶ ἐκ τῆς θέσης αὐτῆς προκύπτει ὅτι ἀναγκαίως εἶναι ἀδιαίρετος καὶ κατὰ τὶς ὑποστάσεις.

Διότι καὶ κατὰ τὶς ὑποστάσεις ὁ Θεὸς εἶναι ὑπεράνω του σύμπαντος καὶ συνολικὰ καὶ κατὰ τὰ μέρη του. Πράγματι, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀποκτήσει τὴν ὀντότητά του ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις ὡς μέρη οὔτε συνιστᾶ μέρος σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις, διότι σὲ καθεμία ὑπάρχει ὅλη καὶ ἡ τέλεια θεότητα, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ κατασκευάζει, μὲ βάση τὰ ὅσα ὑποστηρίζει, τὸ σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ὑποστάσεις ἀδιαίρετο, συγκατασκευάζει τὰ ἀντίθετα κακὰ καὶ ὅσα εἶναι ὁμογενῆ μὲ τὴν δυσέβεια.

Ἐὰν δηλαδὴ λέγει ὅτι δὲν εἶναι ἄλλος ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὴν μιὰ ἐκείνη ὑπόσταση, τὴν ὁποία μόνη θεωρεῖ ἄκτιστη, εἶναι ἕνας νέος Σαβέλλιος. Καὶ ἂν ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κατὰ ὑπόσταση ἄλλη ἀναφορικὰ μὲ τὴ μόνη ἄκτιστη σύμφωνα μὲ τὴν ἐκτίμησή του, ἔχει ὁδηγηθεῖ σὲ μανιώδεις σκέψεις παρομοίως μὲ τὸν Ἄρειο.

10. Πρέπει ὅμως τὸ ἄτομο ποὺ προτίθεται νὰ εἶναι εὐσεβὲς νὰ προσέξει ὅτι τὸ θεῖον διαιρεῖται ἀδιαιρέτως καὶ κατὰ τὶς ὑποστάσεις καὶ κατὰ τὶς ἐνέργειες, ἀφενὸς μὲν καθόσον ἐκ τῆς ὕπαρξής του ἐπιφαίνεται πρὸς τὰ ἐδῶ κάποια διαφορὰ ἀλλὰ ὄχι κατάτμηση -διότι τὰ ἀσώματα δὲν μερίζονται ὅπως τὰ σώματα, καὶ μάλιστα τὸ θεῖον- καὶ ἀφετέρου καθόσον ὅταν διαιρεῖται κατὰ τὶς ὑποστάσεις ἔχει τὸ ἀδιαίρετο κατὰ τὶς ἐνέργειες ἐνῶ ὅταν διαιρεῖται κατὰ τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἐνέργειες παραμένει κατὰ τὶς ὑποστάσεις ἀδιαίρετο. Διότι ἀπὸ κοινοῦ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες εἶχαν προγνώσει καὶ εἶχαν προχωρήσει σὲ ὁριοθετήσεις, καί, ὅταν θέλησαν, ἐδημιούργησαν.

Καὶ προνοοῦν διηνεκῶς γιὰ ὅλο το σύμπαν. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς δὲν μερίζεται ὅπως τὰ σώματα καὶ δὲν εἶναι μόνον ὑπεράνω του ὅλου καὶ τοῦ μέρους, ἀλλὰ σὲ κάποιο βαθμὸ μπορεῖ νὰ λέγεται καὶ ὅλον καὶ μέρος (διότι ἐπὶ τῆς ὑπόστασής του λέγονται τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀπολύτως ἰδιαίτερα, ἀκόμα καὶ τὰ θεωρούμενα ὡς ἐναντιούμενα μεταξύ τους), γι’ αὐτὸ μερίζεται καὶ κατὰ τὶς θεῖες ὑποστάσεις καὶ κατὰ τὶς θεῖες ἐνέργειες, ἀλλὰ θεοπρεπῶς, δηλαδὴ ἀμερίστως.

Ἐφόσον ὅμως αὐτοὶ δὲν τὸ ἔχουν κατανοήσει, ὁ Ἀκίνδυνος καὶ ὅσοι κατὰ τὸ παρελθὸν διατυπώνουν τὶς ἐν λόγω ἐπικίνδυνες ἐκδοχὲς σύμφωνα μὲ τὸ δικό τους σκεπτικό, μερίζοντας τελείως τὴν ὀντότητα ποὺ εἶναι ἀμέριστη, τὴν κατατέμνουν μὲ δυσεβὴ τρόπο. Καὶ ἐνῶ δῆθεν τὴν ἑνώνουν, τὴν περιτὲ-μνοῦν ἢ τὴν συγχέουν ὄχι κατώτερα μὲ δυσέβεια καὶ ὀνομάζουν πολυθεοὺς τοὺς στοχαστὲς ποὺ δὲν προτίθενται νὰ δυσεβοῦν μὲ τὸν ἴδιο συγκριτικὰ μὲ τὸν οἰκεῖο τους τρόπο.

11. Ο Ἀκίνδυνος καθιστᾶ τὸν Υἱὸν κτίσμα καὶ (τοῦτο προκύπτει) ἀπὸ τὸ ὅτι ἀποφαίνεται πὼς εἶναι κτιστὸ κάθε ἔργο καὶ ἀπὸ οἱαδήποτε σκοπιὰ καὶ ἂν ἐξετασθεῖ, ἐνῶ οἱ θεῖοι Πατέρες θεολογοῦν ἀπὸ πολλὲς προσεγγίσεις ὅτι ἡ προαιώνια γέννηση εἶναι ἔργο τῆς θείας φύσης. Ἀλλὰ κάθε φορᾶ ποὺ ἀναφέρει ὅτι τὰ ποιήματα εἶναι ἔργα τῆς θείας φύσης ὑποκατασκευάζει αὐτὴν τὴν θέση διαπράττοντας κακὰ ἔργα ἢ ἀγνοώντας· καὶ κάθε φορᾶ ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἡ θεία τάξη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς βρίσκεται σὲ δεύτερη θέση, σύμφωνα μὲ τὸ μέγα Βασίλειο, τοῦ Πατρός, ὑποστηρίζει ὁ ἴδιος ὅτι δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν φύση.

Ἐπειδὴ λοιπόν, ὅταν ἐμεῖς ἀναφέρουμε ὅτι ἡ θεία θέληση διαφέρει ἀπὸ τὴν θεία πρόγνωση καὶ ὅτι ἡ θεουργὸς χάρη καὶ ἐνέργεια ἀπὸ τὴν δημιουργικὴ ἐνέργεια καὶ ὅτι ἀπ’ ὅλα τα τέτοιου εἴδους εἶναι ὑπερβατικὴ ἡ θεία οὐσία σύμφωνα μὲ τοὺς θεοφόρους Πατέρες, ἐκ τοῦ ὅτι εἶναι αἰτία τῶν ἐνεργειῶν της, αὐτὸς μας συκοφαντεῖ ὅτι θεωροῦμε πὼς τὰ ἀνωτέρω εἶναι ἄνισα καὶ ἀνόμοια μεταξύ τους καὶ ἀκολουθώντας τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ παριστᾶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς ἄνισα καὶ ἀνόμοια μεταξύ τους, ἐπειδὴ καὶ τὰ ἐν λόγω πρόσωπα διαφέρουν μεταξύ τους, ἐνῶ ὁ Πατὴρ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατὰ τὴν αἰτία.

12. Διά μέσου λοιπὸν αὐτῶν καὶ κάποιων ἄλλων τέτοιου εἴδους ὄχι ὀλίγων καταλήγει καὶ στὴν μανία τοῦ Ἀρείου καὶ στὰ ἀντίθετα πρὸς αὐτή, ἀντίθετα ὅμως ὄχι κατὰ τὴν δυσέβεια. Ὅταν δηλαδὴ ἐκ νέου δὲν διακρίνει καθόλου τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια ἀπὸ τὴν ἄκτιστη οὐσία, ἀκολούθως ἀποφαίνεται ὅτι τέτοιου εἴδους ἐνέργεια εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἐκ τούτου συνάγει τὴν συνάρθρωση τοῦ Σαβελλίου.

Ἀλλὰ καὶ ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δύναμη ἀΐδια, ζωὴ καὶ σοφία καὶ ἀγαθότητα καὶ ὅλα τα τέτοιου εἴδους, ὄχι διότι ἔχει ὅλα αὐτὰ ἀπαράλλακτα μὲ τὸν Πατέρα ἀλλὰ διότι τὰ ἴδια ἀνήκουν στὸν Πατέρα, εἰσάγει τὰ ἐν λόγω ἰδιώματα ὡς προσόντα τοῦ Πατρός, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ἄλλη ἰδιαίτερη ἀπὸ ἐκεῖνον ὑπόσταση. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κατασκευάζει καὶ ὅταν ἀπορρίπτει φανερὰ ὅτι ὑπάρχουν κοινὲς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ ὅλα τα ὁποῖα παρουσιάστηκε στοὺς χρόνους μᾶς ἕνα διπρόσωπο καὶ δυσκόλως οἰκονομούμενο τέρας, ποὺ φέρει τὴν μορφὴ τοῦ Σαβελλίου.

Καὶ ἔχοντας τὴν πρόθεση νὰ ὑπερακοντίσει καὶ τῶν δυὸ τὴν ἀπονεννοημένη ἐκτίμηση, προέβη σὲ μιὰ πράξη τὴν ὁποία κανεὶς δὲν ἐτόλμησε ἀπὸ ἐκείνους. Ἰσχυρίζεται δηλαδὴ ὅτι τὸ ἴδιο εἶναι καὶ κτίσμα καὶ οὐσία τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ, σοφιζόμενος τέτοιου εἴδους (ἰδιότητες) ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς θείας λαμπρότητας ἀλλὰ καὶ ὅλων ὅσα θεωροῦνται μὲ οὐσιώδη τρόπο γύρω ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι ὁ ἴδιος γράφει ἐκ νέου ὅτι εἶναι κτιστὰ καὶ ἀρκτὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἀτρεψία καὶ ἡ ἀπειρία σύμφωνα μὲ ὅλα, ἡ θεία ἀγαθότητα καὶ γενικῶς ὅλα ποὺ θεωροῦνται μὲ οὐσιώδη τρόπο γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, τὰ ὁποῖα αὐτὸς ὁ ἴδιος βεβαιώνει ὅτι εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ ὡς ὄντα ποὺ μὲ οὐσιώδη τρόπο βρίσκονται γύρω ἀπὸ τὴν ὕπαρξή του.

Καὶ τοὺς στοχαστὲς ποὺ δὲν δέχονται νὰ ὑποστηρίζουν τὰ ἴδια τοὺς ἀποκηρύσσει μὲ κάθε ἄνεση ὡς διθεΐτες καὶ πολυθεΐτες· διότι ἰσχυρίζεται: «πολλὰ ἰσχυρίζονται αὐτοὶ ἀλλὰ ὄχι ὅτι εἶναι ἕνα το ἄκτιστο καὶ θεωροῦν τὸ μὲν ἕνα οὐσία, ἐνῶ τὰ ἄλλα ἀνούσια καὶ ὅτι ἡ οὐσία ὑπέρκειται αὐτῶν κατὰ τὸ ὅτι εἶναι αἰτία τῶν πέριξ αὐτῆς, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ὅτι εἶναι κατώτερα ἐκ τοῦ ὅτι προέρχονται ἐξ αὐτῆς καὶ ὑπάρχουν γύρω ἀπὸ τὴν ἴδια ἀλλὰ ὄχι ὅτι ὑπάρχουν στὸ ἐσωτερικό της».

13. Και ὅποιος νομίζει ἀπίστευτο ὅτι ὁ Ἀκίνδυνος ὀνομάζει κτίσματα ὅσα θεωροῦνται μὲ οὐσιώδη τρόπο γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀτρεψία καὶ τὴν ἀπειρία ὑπὸ οἱαδήποτε ὀπτική, ἃς ἔλθει πλησίον μας καὶ ἃς ἐξετάσει ὄχι μόνον στὰ ἐκτενῶς συγγραμμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο ἀλλὰ καὶ στὶς ἰδιόχειρες ἐπιστολές του πρὸς τὸν ἀνωτέρω μνημονευθέντα πατριάρχη.

Καὶ τὸ αἴτιο ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατασκευάζει καὶ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ ἐν λόγω εἶναι κτίσματα καὶ μὲ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ὁ ταλαίπωρος ἀποδεικνύει τὸν Θεὸ κτιστό, βλασφημώντας κατὰ τὸν ἐν λόγω τρόπο ἀπέναντί του καί, δυστυχῶς, μὲ πολλαπλάσιο τρόπο, εἶναι ὅτι αὐτὰ ὀνόμασε ἔργα Θεοῦ ὁ ἔμπειρος στὰ θεία Μάξιμος στὰ Θεολογικὰ Κεφάλαια. Καὶ ἐὰν ὀνόμασε αὐτὰ ἄναρχα, λέγει ὁ Ἀκίνδυνος, καὶ ἀΐδια καὶ ὅτι δὲν ἦταν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν, ἐννοεῖ τοῦτο χρονικῶς, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτὰ εἶναι ἠργμένα καὶ ἐκτισμένα ὄχι στὸν χρόνο ἀλλὰ στὸν αἰώνα.

14. Τέτοιου εἴδους λοιπὸν εἶναι καὶ αὐτό. Καὶ ἐσύ, σεβασμιότατε φίλε, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἐγὼ νομίζω ἔχε τὸ ζητούμενο. Γνώριζε δὲ καὶ ὅτι ὁ Βαρλαὰμ ἐκεῖνος δὲν ἔχει διαφορετικὸ φρόνημα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὑποκριτικὸ δόλο καὶ τὰ ποικίλα ψεύδη, τὰ ὁποῖα καλύπτονται ἀπὸ ἐπικρύψη καὶ ὑποκρισία. Διότι αὐτὸς ἀπεδέχθη μὲ πολλαπλάσιο τρόπο ὅλα τα τέτοιου εἴδους, μετὰ τὴν συνοδικὴ καταδίκη ἐκείνου καὶ ἔπειτα αὐτοῦ του ἰδίου, διατηρώντας τὰ ἀνωτέρω ἀδιάσπαστα καὶ προσπαθώντας νὰ διαφύγει τὴν προσοχὴ τῶν πολλῶν.

Μετάφραση: Χρῆστος Ἄθ. Τερέζης -Ἀπόστολος Ἄντ. Καπρούλιας
πηγή: Γρηγόριος Παλαμᾶς: Ἐπιστολὴν πρὸς Παῦλον Ἀσάνην – Ἡ θεολογία τοῦ ἀκτίσου φωτός, ἔκδ. ΖΗΤΡΟΣ

πηγή