Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης,
ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Τὸ μυστήριο τῆς ὄγδοης ἡμέρας 

  1. H σειρὰ τῶν μαθημάτων τῆς ὑψηλῆς διδασκαλίας ὁδηγεῖ στὸ ὄγδοο σκαλοπάτι τὴ σημερινὴ ἐξέταση τοῦ ρητοῦ. Κρίνω ὅμως σκόπιμο νὰ μελετήσουμε πρῶτα τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ μυστήριο τῆς ὄγδοης ἡμέρας, ποὺ προτάσσει ὁ Προφήτης σὲ δύο ψαλμοὺς (Ψάλμ. 6 καὶ 11). 

Τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ μακαρισμὸς καὶ τί ἡ νομοθεσία γιὰ τὴν περιτομή, ποὺ καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται ἀπ’ τὸ νόμο κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα. Ἴσως αὐτὸς ὁ ἀριθμός, δηλ. ὁ 8, νὰ ἔχει κάποια συγγένεια πρὸς τὸν ὄγδοο μακαρισμό, ποὺ βρίσκεται κορυφαῖος ἀνάμεσα σ’ ὅλους τους ἄλλους μακαρισμούς, στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο τῆς καλῆς ἀνάβασης.

Γιατί ἐκεῖ μὲν ὁ Προφήτης μὲ τὸ σύμβολο τῆς ὄγδοης ὑπονοεῖ τὴν ἡμέρα τῆς ἀνάστασης, ἐνῶ ὁ καθαρισμὸς φανερώνει τὴν ἐπάνοδο τοῦ μολυσμένου ἀνθρώπου στὴν καθαρότητα καὶ στὴ φυσική του κατάσταση. 

Ἐξάλλου ἡ περιτομὴ σημαίνει τὴν ἀποβολὴ τῶν δερμάτινων χιτώνων, ποὺ φορέσαμε, ἀφοῦ γυμνωθήκαμε μετὰ τὴν παρακοὴ ποὺ δείξαμε πρὸς τὴ ζωή, δηλ. στὸ Θεό. Κι ἐδῶ ὁ ὄγδοος μακαρισμὸς ἀναφέρεται στὴν ἀποκατάσταση στοὺς οὐρανοὺς ἐκείνων, ποὺ ξέπεσαν στὴ δουλεία, ἀλλὰ ἀνακαλοῦνται καὶ πάλι ἀπ’ τὴ δουλεία στὴ βασιλεία.

Τὸ τέλος καὶ τὸ ἔπαθλο τῶν ἀγώνων 

  1. «Μακάριοι, λέγει, εἶναι ὅσοι διώκονται γιὰ χάρη μου, γιατί σ’ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Νὰ ποιὸ εἶναι τὸ τέρμα τῶν ἀγώνων ποὺ γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ βραβεῖο γιὰ τοὺς κόπους, τὸ ἔπαθλο γιὰ τοὺς ἱδρῶτες: Τὸ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ γίνουν πολίτες τῆς οὐράνιας βασιλείας.

Ἡ ἐλπίδα τῆς ἐπιτυχίας ἑνὸς καλοῦ κλήρου δὲν ξεφεύγει πιὰ ἀπ’ τὸ σωστὸ πρὸς τὸ ἄστατο καὶ μεταβλητό. Γιατί ὁ γύρω ἀπὸ τὴ γῆ χῶρος εἶναι αὐτὸς ποὺ μετατρέπεται καὶ μεταβάλλεται. Ἐνῶ, ἀπ’ ὅσα φαίνονται καὶ κινοῦνται στὸν οὐρανό, δὲ γνωρίζουμε κανένα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ νὰ μὴν βρίσκεται στὴν ἴδια κατάσταση.

Καὶ πάντοτε καὶ ὅλα ἀκολουθοῦν τὴ δική τους τροχιὰ στὸν οὐρανό. Βλέπεις, λοιπόν, τὴν ὑπεροχὴ τῆς εὐεργεσίας; Δὲ χαρίζει τὸ μεγαλεῖο της ἀξίας ἀπ’ ὅσα μεταβάλλονται, γιὰ νὰ μὴν παρενοχλεῖ τὶς καλύτερες ἐλπίδες ὁ φόβος τῆς μεταβολῆς.

Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ λέγει οὐράνια βασιλεία, δείχνει πὼς ἡ δωρεὰ ποὺ βρίσκεται μπροστὰ μας μὲ τὴ ἐλπίδα, εἶναι ἀμετάβλητη καὶ πάντα ἡ ἴδια. Ἐκεῖνο ὅμως, πού μου γεννάει ἀπορία, μετὰ ἀπ’ ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, εἶναι τοῦτο: Πρῶτο μὲν τὸ ὅτι ἐξισώνει τὴν πτωχεία τοῦ πνεύματος, δηλ. τὴν ταπεινοφροσύνη, μὲ τοὺς διωγμοὺς ποὺ γιὰ χάρη δική Του ὑπομένουν.

Καὶ ἀποδίδει καὶ στοὺς δυό το βραβεῖο. Γιατί ὅσων τὸ ἔπαθλο εἶναι τὸ ἴδιο, ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἀγῶνες τοὺς εἶναι ἴσοι. Ἔπειτα πῶς ξεχωρίζει τοὺς ἐκ δεξιῶν ἀπὸ τοὺς πρὸς τ’ ἀριστερά; (Ματθ. 25,33) καὶ τοὺς προσκαλεῖ νὰ κληρονομήσουν τὴν οὐράνια βασιλεία, ἀναφέροντας ἄλλους λόγους γι’ αὐτὴ τὴν τιμή; Γιατί, ἐνῶ ἐκεῖ ἀναφέρει τὴ συμπάθεια, τὴν κοινωνικότητα καὶ τὴν ἀγάπη, δὲ μνημονεύει καθόλου τὴν ταπεινοφροσύνη, οὔτε τοὺς διωγμοὺς πρὸς χάρη Του, μολονότι ἀπὸ μιὰ πρόχειρη ἐξέταση τοῦ νοήματος, φαίνεται νὰ διαφέρουν πολὺ μεταξύ τους.

Ποιὰ σχέση ἔχει ἡ ταπεινοφροσύνη μὲ τὸ διωγμό; Ἢ κι αὐτὰ πάλι, δηλ. ταπεινοφροσύνη καὶ διωγμός, πόσο συμφωνοῦν μὲ τ’ ἀποτελέσματα τῆς σπλαγχνικῆς ἀγάπης; Κάποιος τάισε τὸν πεινασμένο, ἢ ἕντυσε τὸ γυμνό, ἢ φιλοξένησε σὲ σπίτι τὸν ὁδοιπόρο, ἢ στὸν ἄρρωστο καὶ στὸ φυλακισμένο πρόσφερε τὴν ἀνακούφιση ποὺ μποροῦσε.

Ὅλα αὐτὰ ἔχουν κανένα κοινὸ σημεῖο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τοὺς διωγμούς, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ μακαρισμοῦ; Ὁ μὲν ἀνακουφίζει ξένες συμφορές, ἐνῶ ὁ καθένας ἀπ’ τοὺς ἄλλους δύο, τόσο ὁ ταπεινὸς ὅσο κι ὁ διωκόμενος, ἔχουν τὴν ἀνάγκη ἐκείνων, ποὺ θὰ τοὺς συντρέξουν. Τὸ τέρμα ὅμως εἶναι τὸ ἴδιο γιὰ ὅλους.

Γιατί ὁδηγεῖ στὸν οὐρανὸ ἐξίσου καὶ τὸν ταπεινὸ κι ἐκεῖνον ποὺ ὑπόμεινε διωγμοὺς γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, κι ἐκείνους ποὺ συμπόνεσαν τὸ συνάνθρωπό τους. Τί θὰ ποῦμε, λοιπόν, γιὰ ὅλα αὐτά; Ὅτι ὅλες οἱ ἐντολὲς εἶναι ἀλληλένδετες μεταξύ τους καὶ συμφωνοῦν καὶ συμμαχοῦν γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό.

Γιατί κι ἡ ταπεινοφροσύνη διευκολύνει στὴ μετοίκηση, κι ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς πτωχοὺς δὲν εἶναι ξένη πρὸς τὴν ταπεινοφροσύνη. Νομίζω ὅμως πὼς εἶναι καλὸ πρῶτα ν’ ἀναλύσουμε αὐτὸ τὸ λόγο, κι ἔπειτα νὰ μελετήσουμε τὴ συμφωνία καὶ τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ ἐξετάσαμε. 

«Ἥ του πονηροῦ ἀλλοτρίωσις, ἀφορμή της πρὸς τὸ ἀγαθὸν οἰκειώσεως»

  1. «Μακάριοι εἶναι ὅσοι διώκονται γιὰ τὴ δικαιοσύνη». Ἀπὸ ποὺ διώκονται καὶ ἀπὸ ποιόν; Ἡ κοινὴ λογική μας φανερώνει τὴ σταθερότητα τῶν μαρτύρων καὶ ὑποδηλώνει τὸ δρόμο τῆς πίστης. Γιατί ἡ καταδίωξη ἐξηγεῖ τὴ συντονισμένη προσπάθεια τοῦ δρομέα γιὰ τὴν ταχύτητα.

Κυρίως ὅμως ὑποδηλώνει καὶ τὴ νίκη στὸ τρέξιμο. Γιατί διαφορετικὰ δὲ γίνεται νὰ νικήσει ὁ δρομέας, ἂν δὲν ἀφήσει πίσω του ἐκεῖνον ποὺ τρέχει μαζί του. Ἐπειδή, λοιπόν, κι ἐκεῖνος ποὺ τρέχει γιὰ νὰ κερδίσει τὸ βραβεῖο τῆς οὐράνιας κλήσης κι ὁ ἄλλος ποὺ διώκεται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ γιὰ τὸ βραβεῖο (τῆς πίστης), ἀφήνουν πίσω τους καὶ οἱ δυό, ὁ ἕνας τὸν συναθλητή, κι ὁ ἄλλος τὸ διώκτη, αὐτοὶ (καὶ οἱ δύο) εἶναι ποὺ τρέχουν τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου μὲ τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν εὐσέβεια.

Διώκονται ἀλλὰ δὲν πιάνονται. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ κορωνίδα τῆς μακαριότητας ποὺ μᾶς περιμένει, μοιάζει μὲ στεφάνι ποὺ βάζει ἐκ τῶν προτέρων μὲ τοὺς τελευταίους λόγους. Πραγματικὰ εἶναι εὐτυχία ὁ διωγμὸς γιὰ τὸν Κύριο. Γιὰ ποιὸ λόγο;

Γιατί ὁ διωγμὸς ἀπ’ τὸ κακὸ γίνεται αἰτία νὰ βρεθεῖς στὸ ἀγαθό. Γιατί ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὸ πονηρὸ γίνεται ἀφορμὴ οἰκείωσης τοῦ ἀγαθοῦ. Ἀγαθὸ ὅμως, πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε ἀγαθό, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πρὸς τὸν Ὁποῖο τρέχει αὐτὸς ποὺ διώκεται.

Συνεπῶς εἶναι ἀληθινὰ εὐτυχὴς ὅποιος χρησιμοποιεῖ τὸν ἐχθρὸ ὡς συνεργάτη γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἀγαθοῦ. Κι ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ βρίσκεται στὸ μεταίχμιο τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ποὺ θὰ γλιστρήσει ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ καὶ κορυφαία ἐλπίδα, πέφτει στὸ βάραθρο, τὸ ἴδιο κι ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ θ’ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ φθορά, κατακτᾶ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀφθαρσία.

Ἔτσι ὁ διωγμὸς τῶν μαρτύρων, ποὺ γίνεται ἀπὸ τοὺς τυράννους, παρουσιάζει ἀλγεινὴ εἰκόνα, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἄμεσα φαίνεται, ἐνῶ ὁ σκοπὸς αὐτῶν ποὺ γίνονται ξεπερνάει κάθε μακαριότητα. θὰ ἦταν ὅμως καλύτερο νὰ ἐξηγήσουμε τὸ νόημα τοῦ λόγου μὲ παραδείγματα.

Ποιὸς ἀγνοεῖ πόσο πιὸ δυσάρεστη θεωρεῖται ἡ δολιότητα ἀπὸ τὴν ἀγάπη· κι ὅμως αὐτὸ ποὺ φαίνεται φοβερό, πολλὲς φορὲς γίνεται αἰτία σὲ πολλοὺς νὰ πετύχουν καὶ σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ.

Ὅπως εἶναι γνωστό, ἔγινε στόχος τῶν πονηρῶν σκέψεων τῶν ἀδελφῶν του. Τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν μεταξύ τους συμβίωση. Καὶ μὲ τὸ νὰ τὸν πουλήσουν ἀναδείχθηκε βασιλιὰς σ’ ἐκείνους ποὺ εἶχαν σκεφθεῖ πονηρὰ γι’ αὐτόν.

Ἴσως ὅμως καὶ νὰ μὴν ἔφθανε ποτὲ σ’ αὐτὸ τὸ τόσο μεγάλο ἀξίωμα, ἂν ὁ φθόνος μὲ τὴ σκευωρία ἐκείνη δὲν τοῦ ἄνοιγε τὸ δρόμο πρὸς τὸ βασιλικὸ θρόνο. Κι ἂν κανεὶς γνώριζε τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν στὸ μέλλον, καὶ προέλεγε στὸν Ἰωσήφ, ὅτι θὰ γίνει εὐτυχής, ἀφοῦ πρῶτα πέσει θύμα σκευωρίας, αὐτὸς ὅπως θὰ ἦταν φυσικό, δὲ θὰ γινόταν πιστευτὸς ἀπὸ τὸν ἀκροατή, ποὺ θὰ ἔβλεπε τὴν ἄμεση θλίψη.

Γιατί δὲ θὰ φανταζόταν ποτέ, πῶς μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ καλό το τέλος τῆς κακῆς θέλησης. Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση ποὺ οἱ τύραννοι ἐπιχειροῦν διωγμὸ σὲ βάρος τῶν πιστῶν. Φαινομενικὰ ἔχει μέσα του μεγάλη θλίψη. Μὲ τὰ θλιβερά, γιὰ τοὺς προσκολλημένους πιὸ πολὺ στὴν ὕλη, κάνει δυσκολοτέρα ἀποδεκτὴ τὴν ἐλπίδα τῆς οὐράνιας βασλείας.

Ἀλλὰ ὁ Κύριος, βλέποντας ἀπὸ ψηλὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια, διακηρύττει ἐκ τῶν προτέρων, γιὰ χάρη τῶν ἀδύνατων, ποιὸ εἶναι τὸ τέρμα τῶν ἀγώνων, γιὰ νὰ πολεμήσουν εὔκολα, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς βασιλείας, τὴν πρόσκαιρη δοκιμασία τῶν θλιβερῶν.

Γι’ αὐτὸ χαίρει ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος, ὅταν λιθοβολεῖται ἀπὸ παντοῦ, καὶ δέχεται πρόθυμα στὸ σῶμα σὰν ἄλλη εὐχάριστη δροσιὰ τὶς ἀλλεπάλληλες νιφάδες ἀπὸ τὶς πέτρες. Καὶ μ’ εὐλογίες πληρώνει τοὺς δολοφόνους, ὅταν προσεύχεται νὰ μὴν τοὺς ὑπολογίσει ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν ἁμαρτία τοὺς (Πράξ. 7,54-60), ἐπειδὴ καὶ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου ἄκουσε, καὶ τὴν ἐλπίδα νὰ συνυπάρχει μὲ τὰ φαινόμενα εἶδε.

Γιατί, ἀκούγοντας, ὅτι ὅσοι διώκονται γιὰ τὸν Κύριο, εἰσέρχονται στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, εἶδε τὴν προσδοκία τὴν ὥρα ποὺ διώκονταν. Ὅταν δηλ. αὐτὸς ἀγωνιζόταν, ὀμολογώντας τὴν πίστη, τοῦ ἀποκαλύπτεται αὐτὸ ποὺ ἔλπιζε.

Ἀνοίγει δηλ. ὁ οὐρανός, σκύβει ἀπὸ τὰ ὑπερκόσμια σκηνώματα ἡ θεϊκὴ δόξα, Αὐτὸς ποὺ διακηρύσσεται ἀπὸ τὸν ἀθλητὴ μὲ τ’ ἀγωνίσματα, γιὰ νὰ ἰδεῖ τὸν ἀγώνα τοῦ δρομέα. Κι ἡ παρουσία τοῦ ἀγωνοθέτη φανερώνει συμβολικὰ τὴ συμμαχία του μὲ τὸν ἀγωνιστή. Γιὰ νὰ μάθουμε ἀπ’ αὐτὸ ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ καθορίζει τὰ ἀθλήματα, εἶναι ὁ ἴδιος μ’ Ἐκεῖνον ποὺ συναγωνίζεται μὲ τοὺς δικούς του ἀγωνιστὲς κατὰ τῶν ἀντιπάλων. Λοιπόν, ποιὰ ἄλλη εὐτυχία εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτήν, νὰ διώκεσαι γιὰ τὸν Κύριο, ὅταν μπορεῖς νὰ ἔχεις συναγωνιστὴ τὸν ἀγωνοθέτη; 

Οἱ διῶκτες, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν γιατρεύουν τὶς ψυχὲς τῶν ὁμολογητῶν

  1. Δεν εἶναι ὅμως ἀπὸ τὰ εὔκολα, ἴσως δὲ νὰ εἶναι κι ἐντελῶς ἀδύνατο, τὸ νὰ προτιμήσεις τὸ ἀγαθὸ ποὺ δὲ φαίνεται, ἀπ’ ὅσα φαίνονται εὐχάριστα σὲ τούτη τὴ ζωή, π.χ. γιὰ νὰ δεχθεῖ κάποιος εὔκολα ἢ νὰ πεταχθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἢ νὰ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ τὴ σύζυγο καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τ’ ἀδέλφια καὶ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς συνομηλίκους του καὶ ἀπ’ ὅλα τα εὐχάριστά της ζωῆς, χρειάζεται ἡ συνεργασία γιὰ τὸ ἀγαθό του ἴδιου του Κυρίου μαζὶ μὲ κεῖνον ποὺ ἔχει κληθεῖ (ἀπὸ τὸ Θεὸ) σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεσή του.

Γιατί, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει ἀπὸ πρὶν ὁ Θεός, αὐτὸν καὶ προορίζει καὶ προσκαλεῖ καὶ δικαιώνει καὶ δοξάζει (Ρωμ. 8, 29-30). Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ψυχὴ μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις συμφύρεται κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, χαίρεται π.χ. ὑπερβολικὰ βλέποντας μὲ τὰ μάτια τὸ καλὸ χρῶμα τῆς ὕλης, ἢ μὲ τὴν ἀκοὴ ὅταν στρέφει τὴν προσοχὴ πρὸς τὰ εὐχάριστα ἀκροάματα.

Ἐξίσου βοηθεῖται καὶ μὲ τὴν ὄσφρηση καὶ μὲ τὴ γεύση καὶ μὲ τὴν ἁφή, ἀνάλογα μὲ τὴ φυσικὴ ἰδιότητα ποὺ ἔχει ἡ καθεμιὰ ἀπ’ αὐτές. Γι’ αὐτό, ἐπειδὴ μὲ τὴ δύναμη τῶν αἰσθήσεων προσκολλᾶται σὰν μὲ ἄλλα καρφιὰ στὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, δύσκολα ἀποσπᾶται ἀπὸ τὶς ἡδονές.

Κι ὅταν προσκολληθεῖ στὶς ἡδονὲς μὲ τὶς ὁποῖες συμφύρεται, δύσκολα προβαίνει σὲ κινήσεις αὐτοῦ του εἴδους, ἐπειδή, ὅπως οἱ χελῶνες καὶ τὰ σαλιγκάρια, σὰν νὰ ἔχει δεθεῖ κι αὐτὴ μέσα στὸ ὀστράκινο κέλυφος καὶ σέρνει μαζί της ὅλο το βάρος τῆς ζωῆς.

Γι’ αὐτὸ κι ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει συνηθίσει ἔτσι, πιάνεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς διῶκτες. Μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς δήμευσης τῆς περιουσίας, ἢ τῆς τιμωρίας, ἢ κάποιου ἄλλου ἀπὸ κεῖνα ποὺ θεωροῦνται σπουδαῖα σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, εὔκολα ὑποχωρεῖ καὶ γίνεται ὑποχείρια στὸ διώκτη.

Ὅταν ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «ὁ ζωντανὸς» ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Ἑβρ. 4, 12), ὁ κοφτερὸς καὶ δραστικὸς περισσότερο ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι, εἰσχωρήσει στὴν ψυχὴ ἐκείνου ποὺ δέχτηκε ἀληθινὰ τὴν πίστη, κι ἀποκόψει ὅσα κακῶς συμφύονται καὶ κόψει τὰ δεσμὰ τῆς συνήθειας, τότε σὰν ἄλλος δρομέας, πετώντας ἀπ’ τοὺς ὤμους τοῦ τὶς κοσμικὲς ἡδονές, ποὺ ἔχουν δεθεῖ μαζί της σὰν ἐνοχλητικὸ φορτίο, ἀνάλαφρος κι εὐκίνητος διατρέχει τὸν ἀγωνιστικὸ στίβο, χρησιμοποιώντας στὸ ἀγώνισμα ὡς ὁδηγὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀγωνοθέτη.

Γιατί δὲ βλέπει ὅσα ἐγκατέλειψε, ἀλλὰ ὅσα κάνει. Οὔτε γυρίζει μὲ νοσταλγία τὸ μάτι του στὸ παρελθόν, ἀλλὰ τρέχει πρὸς τὸ ἀγαθό, ποὺ βρίσκεται μπροστά του. Οὔτε θλίβεται γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν γήινων, ἀλλὰ χαίρεται γιὰ τὸ κέρδος τῶν ἐπουράνιων ἀγαθῶν.

Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο δέχεται πρόθυμα κάθε εἶδος βασανιστηρίων, ὡς αἰτία καὶ συμμετοχὴ στὴ χαρὰ ποὺ τὸν περιμένει. Δέχεται τὴ φωτιὰ ὡς ἐξαγνιστικό της ὕλης, τὸ ξίφος ὡς μέσο ποὺ χωρίζει τὴ συνένωση τοῦ νοῦ μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ σαρκικά. Καὶ δέχεται μὲ προθυμία κάθε ἄλλη ἐπινόηση γιὰ σωματικοὺς καὶ ψυχικοὺς πόνους, ἐπειδὴ τὴ θεωρεῖ ὡς ἀντίδοτο στὸ πονηρὸ δηλητήριο τῆς ἡδονῆς.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκρίνουν πολλὰ περιττώματα καὶ χολή, πρόθυμα, πίνουν τὸ πικρὸ φάρμακο γιὰ νὰ ξεπλυθεῖ μὲ αὐτὸ ἡ νοσογόνος αἰτία. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κι ἐκεῖνος ποὺ διώκεται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ καταφεύγει στὸ Θεό, ἀντιμετωπίζει τὴν ἕφοδο τῶν ὀδυνηρῶν, γιατί εἶναι μέσο ποὺ σβήνει τὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ἡδονή. Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἡδονίζεται, ὅποιος ὑποφέρει.

Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ἁμαρτία μπῆκε στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τὴν ἡδονή, θὰ ἐκδιωχθεῖ ὁπωσδήποτε μὲ τὸ ἀντίθετό της ἡδονῆς. Συνεπῶς ὅσοι διώκουν ἐκείνους ποὺ ὁμολογοῦν τὴν πίστη τους στὸν Κύριο, κι ἐπινοοῦν τὰ ἀβάσταχτα βασανιστήρια, μὲ τοὺς πόνους προσφέρουν κάποια θεραπεία στὶς ψυχές, γιατρεύοντας τὴ νόσο τῆς ἡδονῆς μὲ τὰ ὀδυνηρὰ πλήγματα.

Ἔτσι δέχτηκε ὁ Παῦλος τὸ σταυρό, ὁ Ἰάκωβος τὸ ξίφος, ὁ Στέφανος τὶς πέτρες, ὁ Πέτρος τὸ κάρφωμα στὸ κεφάλι. Κι ὅλοι οἱ μετὰ ἀπ’ αὐτοὺς ἀγωνιστὲς τῆς πίστης τὰ κάθε εἴδους βασανιστήρια.

Τὰ θηρία, τὰ βάραθρα, τὶς φωτιές, τὰ παγώματα ἀπὸ τὰ κρύα, τὶς ἀφαιρέσεις τῶν σαρκῶν ἀπὸ τὰ πλευρά, τὰ δεσίματα τῶν κεφαλιῶν τριγύρω, τὶς ἐξορύξεις τῶν ματιῶν, τὸ κόψιμο τῶν δακτύλων, τὰ σχισίματα τοῦ σώματος στὰ δύο ἀπὸ τὰ σκέλη, τὸ μαρασμὸ ἀπὸ τὴν πείνα.

Ὂλ’ αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια δέχονταν μὲ εὐχαρίστηση οἱ ἅγιοι ὡς ἐξαγνιστικά της ἁμαρτίας, ὥστε νὰ μὴν ἀπομείνει στὴν καρδιὰ οὔτε ἴχνος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἡδονή. Ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ὀδυνηρὴ καὶ πικρὴ αἴσθηση ἐξαλείφει ὅλους τους ρύπους ποὺ γεννιῶνται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἡδονή. 

Μὴ λυπᾶσαι, ἀδελφέ, ὅταν σὲ διώχνουν ἀπὸ τὴ γῆ! 

  1. «Μακάριοι, λοιπόν, εἶναι ὅσοι διώκονται γιὰ χάρη μου». Αὐτὸ δὲ εἶναι, γιὰ νὰ καταλάβουμε καὶ τὸν ἄλλο λόγο, σὰν νὰ δίνει κανεὶς τὸ λόγο στὴν ὑγεία κι ἐκείνη ν’ ἀπαντᾶ: Μακάριοι εἶναι ὅσοι ἀποχωρίζονται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια γιὰ χάρη μου.

Γιατί ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὰ ὀδυνηρά, προετοιμάζει ἐκείνους, ποὺ εἶχαν κάποτε ἀρρωστήσει, νὰ ἔλθουν σὲ μένα. Ἔτσι ἃς ἀκούσουμε τὴ φωνή, ποὺ εἶναι σὰν νὰ μᾶς φωνάζει αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μ’ αὐτὸ τὸ μακαρισμό: Μακάριοι εἶναι ὅσοι διώκονται ἀπὸ τὸ θάνατο γιὰ μένα. Ὅπως θὰ ἔλεγε τὸ φῶς· Μακάριοι εἶναι ὅσοι διώκονται ἀπὸ τὸ σκοτάδι γιὰ χάρη μου.

Τὸ ἴδιο θὰ ἔλεγε κι ἡ δικαιοσύνη, κι ὁ ἁγιασμός, κι ἡ ἀφθαρσία, κι ἡ ἀγαθότητα καὶ κάθε ἄλλη ἔννοια ἀπ’ ὅσες λέγονται κι ἀναφέρονται σχετικὰ μὲ τὸ καλύτερο. Ὁ Κύριος, μὲ τὸ νὰ εἶναι, ὅπως γίνεται νοητός, πίστευε ὅτι σου λέγει σύμφωνα μὲ κεῖνο τὸ μακαρισμό: Μακάριος εἶναι καθένας ποὺ διώκεται ἀπὸ κάθε ἀντίθετο πράγμα· ἀπὸ τὴ φθορά, τὸ σκοτάδι, τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀδικία, τὴν πλεονεξία καὶ καθετὶ ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὶς σκέψεις ποὺ διαφέρουν ὡς πρὸς τὶς αἰτίες γιὰ τὴν ἀρετή.

Γιατί τὸ νὰ βρεθεῖς ἔξω ἀπὸ τὰ κακά, σημαίνει νὰ ζεῖς, μέσα στ’ ἀγαθά. «Ὅποιος διαπράττει τὴν ἁμαρτία» λέγει ὁ Κύριος, «εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8, 34). Συνεπῶς ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπὸ κεῖνον στὸν ὁποῖο εἶναι δοῦλος, εἶναι ἐλεύθερος στὸ ἀξίωμα. καὶ ἡ ἀνώτατη μορφὴ τῆς ἐλευθερίας εἶναι νὰ γίνεις κυβερνήτης τοῦ ἐαυτοῦ σου.

Ἀλλὰ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα δὲν ἔχει καμιὰ ἄλλη ἐξουσία ἀνώτερή του. Ἄν, λοιπόν, εἶναι κυβερνήτης τοῦ ἐαυτοῦ του, ὅποιος ἔχει ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ γνώρισμα τῆς βασιλείας εἶναι ἡ αὐτεξουσιότητα κι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάθε δυναστεία, κατὰ συνέπεια, ὅποιος ἐκδιώκεται ἀπὸ τὸ κακό, μακαρίζεται, γιατί ἡ ἐκδίωξή του ἀπ’ αὐτό, προσφέρει σ’ αὐτὸν τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα.

Ἃς μὴ λυπηθοῦμε, ἀδελφοί, ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ γήινα. Γιατί ὅποιος φεύγει ἀπὸ ἐδῶ, κατασκηνώνει στὰ οὐράνια βασίλεια. Ἡ γῆ κι ὁ οὐρανός, αὐτοὶ οἱ δύο χῶροι μέσα στὴ δημιουργία τῶν ὄντων, ἔχουν ξεχωρισθεῖ γιὰ διαμονὴ τῆς λογικῆς φύσης.

Ἡ γῆ εἶναι ὁ χῶρος ποὺ προορίζεται γιὰ κεῖνα τὰ ὄντα, ποὺ ἔλαβαν ὡς κλῆρο τὴ ζωή, φορώντας τὴ σάρκα. Ὁ οὐρανὸς εἶναι γιὰ τοὺς ἀσώματους ἀγγέλους. Ἀναγκαστικά, λοιπόν, πρέπει ὁπωσδήποτε κάπου νὰ βρίσκεται ἡ ζωή μας.

Ἂν δὲν ἐκδιωχθοῦμε ἀπὸ τὴ γῆ, παραμένουμε ὁπωσδήποτε στὴ γῆ. Ἂν φύγουμε ἀπὸ ἐδῶ, θὰ μετοικίσουμε στὸν οὐρανό. Βλέπεις ποῦ ὁδηγεῖ ὁ μακαρισμός, ἀφοῦ σου γίνεται πρόξενος αὐτοῦ του τόσο μεγάλου ἀγαθοῦ, μέσ’ ἀπὸ τὸ φαινομενικὰ ὀδυνηρό; Καταλαβαίνεις, ὅπως λέγει κι ὁ Ἀπόστολος, ὅτι κάθε παιδαγωγικὸ μέσο ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς δὲν προξενεῖ βέβαια χαρὰ στὸ παρόν, ἀλλὰ λύπη, ἐνῶ στὸ μέλλον ἀποδίδει καρπὸν εἰρηνικὸ καὶ σωτήριο, σὲ ὅσους ἔχουν ἐξασκηθεῖ μὲ τὸ μέσον αὐτό; (Ἑβρ. 12, 11).

Ἡ θλίψη, λοιπόν, εἶναι τὸ ἄνθος τῶν καρπῶν ποὺ περιμένουμε. Γιὰ τὸν καρπό, ἃς δρέψουμε καὶ τὸ ἄνθος. Ἃς διωχθοῦμε γιὰ νὰ τρέξουμε. Τρέχοντας ὅμως δὲ θὰ τρέχουμε μάταια. Τὸ τρέξιμο θὰ εἶναι γιὰ νὰ κατακτήσουμε τὸ βραβεῖο τῆς οὐράνιας κλήσης. Ἔτσι ἃς τρέξουμε, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε.

Τί εἶναι τὸ ἀπόκτημα; Ποιὸ εἶναι τὸ βραβεῖο; Ποιὸ εἶναι τὸ στεφάνι; Δὲν νομίζω πὼς καθένα ἀπ’ ὅσα ἐλπίζουμε εἶναι κάτι ἄλλο, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Γιατί Αὐτὸς εἶναι ποὺ ὁρίζει καὶ τοὺς ἀγῶνες γιὰ τοὺς ἀθλητὲς καὶ ὁ ἴδιος εἶναι τὸ στεφάνι γιὰ τοὺς νικητές. Ἐκεῖνος μοιράζει τὸν κλῆρο, Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀγαθὸς κλῆρος. Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἀγαθὴ μερίδα (Λουκ. 10, 42), Ἐκεῖνος εἶναι πού σου χαρίζει τὴ μερίδα. Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ πλουτίζει, Ἐκεῖνος εἶναι ὁ πλοῦτος, πού σου δείχνει τὸ θησαυρὸ καὶ γίνεται γιὰ σένα θησαυρός.

Σὲ ὁδηγεῖ νὰ ἐπιθυμήσεις τὸν καλὸ μαργαρίτη καὶ παρουσιάζεται μπροστά σου, νὰ τὸν ἀγοράσεις ἐσύ, ποὺ εἶσαι καλὸς ἔμπορος (Ματθ. 13, 45-46). Ὅπως γίνεται στὴν ἀγορά, ὅπου προκειμένου ν’ ἀποκτήσουμε ἐκεῖνο τὸ ἕνα (ποὺ θέλουμε), ἀνταλλάσουμε ὅσα ἔχουμε μ’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔχουμε. Γι’ αὐτὸ ἃς μὴ λυπόμαστε, ὅταν μᾶς διώκουν, ἀλλὰ μᾶλλον ἃς χαιρόμαστε.

Γιατί μὲ τὸ νὰ διωκόμαστε ἀπ’ ὅσα θεωροῦνται πολύτιμα στὴ γῆ, ὁδηγούμαστε πρὸς τὸ οὐράνιο ἀγαθό, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου πὼς εἶναι μακάριοι ὅσοι διώκονται γιὰ Ἐκεῖνον, γιατί σ’ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί δική Του εἶναι ἡ δόξα κι ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

πηγή