Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται,

Μιὰ ἀκόμη βαθμίδα 

  1. Ίσως κάτι τέτοιο νὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ διδάχθηκε ὁ Ἰακὼβ μὲ ὅραμα παραβολικά, ὅταν εἶδε μιὰ κλίμακα νὰ φτάνει ἀπὸ τὴ γῆ στὸ ὕψος τ’ οὐρανοῦ κι ἀντικρυσε τὸ Θεὸ νὰ πατάει πάνω σ’ αὐτή.

Ὅπως ἀκριβῶς κάνει καὶ τώρα γιὰ μᾶς ἡ διδασκαλία μὲ τοὺς μακαρισμούς, ποὺ ἀνεβάζει διαρκῶς πρὸς τὰ ψηλότερα νοήματα, ὅσους ἀνέρχονται μ’ αὐτή. Γιατί νομίζω ὅτι κι ἐκεῖ μὲ τὴ μορφὴ τῆς κλίμακας ὑποδηλώνεται στὸν πατριάρχη ὁ ἐνάρετος βίος, ὥστε κι ὁ ἴδιος νὰ μάθει, καὶ τοὺς μεταγενέστερους νὰ διδάξει τοῦτο.

Ὅτι δηλ. δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνυψωθεῖ κανεὶς πρὸς τὸ Θεὸ διαφορετικά, παρὰ μόνον ὅταν βλέπει συνεχῶς πρὸς τὰ ἄνω κι ἔχει ἄσβεστη τὴν ἐπιθυμία τῶν ὑψηλῶν.

Κι ἔτσι νὰ μὴν ἀγαπᾶ νὰ μένει σ’ αὐτὰ ποὺ μέχρι τώρα ἔχει ἐπιτύχει, ἀλλὰ νὰ θεωρεῖ τιμωρία το νὰ μὴν ἀγγίσει τὸ ὑπερκείμενο. Κι ἐδῶ προετοιμάζει μὲ τὸ ὕψος τῶν ἀλεπάλληλων μακαρισμῶν τὴν προσέγγιση πρὸς τὸν ἴδιο το Θεό, ποὺ εἶναι ἀληθινὰ μακάριος καὶ κάθεται πάνω σ’ ὅλη τὴ μακαριότητα.

Γενικά, ὅπως πλησιάζουμε μὲ τὴ σοφία τὸ σοφὸ καὶ μὲ τὴν καθαρότητα τὸν καθαρό, ἔτσι γινόμαστε σίγουρα οἰκεῖοι μὲ τὸ μακάριο διὰ μέσου της ὁδοῦ τῶν μακαρισμῶν. Γιατί ἡ μακαριότητα εἶναι ἀληθινὰ ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτὸ κι ὁ Ἰακὼβ ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεὸς καθόταν πάνω σε κείνη τὴν κλίμακα. Συνεπῶς ἡ κοινωνία στὴ μακαριότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο κοινωνία στὴ θεότητα, πρὸς τὴν ὁποία μᾶς ἀνυψώνει ὁ Κύριος μὲ ὅσα λέγει.

Σὲ προσκαλεῖ νὰ γίνεις θεός 

  1. Νομίζω ὅτι θεοποιεῖ κατὰ κάποιο τρόπο, ὅσους ἀκοῦν, καὶ κατανοοῦν τὸ λόγο μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ μακαρισμοῦ, ποὺ ὡς συνέχεια ἔχουμε μπροστά μας.

Γιατί λέγει: «Μακάριοι εἶναι ὅσοι ἐλεοῦν, γιατί αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν». Γνωρίζω ὅτι σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ἁγίας Γραφῆς οἱ ἅγιοι προσφωνοῦν τὸ Θεὸ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἐλεήμονος.

Ἔτσι ὀνομάζει τὸ Θεὸ ὁ Δαβὶδ στοὺς ψαλμοὺς κι ὁ Ἰωνὰς στὴν προφητεία του κι ὁ μεγάλος Μωυσῆς σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς νομοθεσίας του. Ἄν, λοιπόν, ταιριάζει στὸ Θεὸ ἡ προσωνυμία τοῦ ἐλεήμονος, τί ἄλλο ἀπὸ θεὸ σὲ προσκαλεῖ ὁ λόγος νὰ γίνεις καὶ νὰ πάρεις σχεδὸν σὰν μορφὴ τὸ γνώρισμα τοῦ Θεοῦ;

Γιατί ἂν ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖται ἐλεήμων ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ ἀληθινὰ μακάριο εἶναι ἡ θεότητα, γίνεται φανερό το νόημα ἀπὸ τὴ συνέχεια.

Ἂν γίνει δηλ. ἐλεήμων ἀκόμη κι ἕνας ἄνθρωπος, γίνεται ἄξιος της θείας μακαριότητας, ἀφοῦ κατάκτησε αὐτὸ τὸ γνώρισμα, μὲ τὸ ὁποῖο προσδιορίζεται ὁ Θεός. «Ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων καὶ δίκαιος καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἐλεεῖ» (Ψάλ. 114, 5).

Πῶς εἶναι δυνατό, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ὀνομασθεῖ, καὶ νὰ μὴ γίνει μακάριος, ὅπως ὀνομάζεται ὁ Θεός, διὰ τῶν ἔργων; Ἀλλὰ κι ὁ θεῖος Ἀπόστολος μᾶς συμβουλεύει μὲ τὰ δικά του λόγια νὰ ζηλεύουμε τὰ μεγαλύτερα χαρίσματα (Ἃ’ Κορ. 12, 31). Ὁ σκοπὸς ὅμως γιὰ μᾶς δὲν εἶναι νὰ μεταπεισθοῦμε γιὰ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὰ καλά.

Γιατί αὐτὸ εἶναι ἔμφυτο στὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ ρέπει δηλ. πρὸς τὸ καλό. Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς εἶναι πῶς νὰ μὴν κάνουμε λάθος στὴν κρίση μας γιὰ τὸ καλό.

Γιατί σ’ αὐτὸ κυρίως τὸ θέμα σφάλλει ὁ ἄνθρωπος, στὸ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ κατανοήσει σωστὰ ποιὸ εἶναι τὸ φύσει καλὸ καὶ ποιὸ παρουσιάζεται ὡς καλὸ μὲ τρόπο ἀπατηλό.

Γιατί ἂν ἡ κακία πρόβαλλε ἀπροκάλυπτη στὴ ζωὴ καὶ δὲν εἶχε τὸ ἐπίχρισμα τοῦ καλοῦ μὲ κάτι τὸ φανταχτερό, δὲ θὰ παραδινόταν σ’ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος θεληματικά. μᾶς χρειάζεται, λοιπόν, ἡ σύνεση, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ ρητὸ ποὺ ἔχουμε μπροστά μας.

Κι ἀφοῦ μάθουμε τὸ ἀληθινὸ κάλλος ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ νόημα τοῦ ρητοῦ, μακάρι νὰ διαμορφώσουμε τὸ χαρακτήρα μᾶς σύμφωνα μ’ αὐτό. Γιατί ναὶ μὲν βρίσκεται μέσα σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους κατὰ τρόπο φυσικὸ ἡ ἔννοια περὶ τοῦ Θεοῦ, στὴν ἄγνοια ὅμως τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀληθινὰ ὑπάρχει, ὀφείλεται τὸ σφάλμα ὡς πρὸς αὐτὸ ποὺ ἐπιζητοῦμε.

Γιὰ μερικοὺς π.χ. εἶναι σεβαστὴ ἡ ἀληθινὴ θεότητα, ποὺ φαίνεται στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἄλλοι ὅμως παρασύρθηκαν σὲ ἀβάσιμες ὑποθέσεις, ὑποθέτοντας ὅτι ἡ θεότητα βρίσκεται στὰ κτίσματα.

Γι’ αὐτὸ κι ἡ παραμικρὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἀσέβεια. Τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ μὲ τὸ μακαρισμὸ ποὺ μελετᾶμε. Ἂν δὲν συλλάβουμε τὸ ἀληθινὸ νόημά του, δὲ θὰ εἶναι μικρὴ ἡ ζημιὰ ποὺ θὰ πάθουμε, ἂν ἀστοχήσουμε στὴν ἀλήθεια.

Ἔλεος: «ἑκούσιος λύπη ἐπὶ ἀλλοτρίοις κακοῖς» 

  1. Τι εἶναι, λοιπόν, τὸ ἔλεος καὶ γύρω ἀπὸ τί ἐκδηλώνεται; Καὶ πῶς γίνεται μακάριος, ὅποιος παίρνει πίσω αὐτὸ ποῦ δίνει;

Γιατί λέγει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, γιατί αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν».

Ἡ προφανὴς ἔννοια τοῦ ρητοῦ προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴ φιλαλληλία καὶ τὴ συμπάθεια, ἐπειδὴ ὑπάρχει κι ἡ ἀνισότητα κι οἱ ἀνωμαλίες στὶς συνθῆκες τῆς ζωῆς, ἀφοῦ δὲ ζοῦν ὅλοι ὅμοια, οὔτε ὡς πρὸς τὸ ἀξίωμα, οὔτε ὡς πρὸς τὴ σωματικὴ διάπλαση, οὔτε ὡς πρὸς τὰ ἄλλα περιουσιακὰ στοιχεῖα.

Γιατί ἔχει χωριστεῖ ὁ ἀνθρώπινος βίος σὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. Ὅταν π.χ. διαχωρίζεται στὴν ὑποτέλεια καὶ στὴν κυριότητα, στὸν πλοῦτο καὶ στὴ φτώχεια, στὴν ἐπισημότητα καὶ στὴν ἀσημότητα, στὴ σωματικὴ καχεξία καὶ στὴν εὐρωστία καὶ σ’ ὅλα τα παρόμοια.

Γιὰ νὰ ἐξισωθεῖ, λοιπόν, αὐτὸ ποὺ πλεονεκτεῖ μὲ κεῖνο ποὺ ὑστερεῖ, καὶ γιὰ νὰ ἀναπληρωθεῖ αὐτὸ ποὺ λείπει ἀπὸ κεῖνο ποὺ περισσεύει, νομοθετεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἔλεος πρὸς τοὺς πτωχότερους.

Γιατί διαφορετικὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τρέξεις, γιὰ ν’ ἀνακουφίσεις τὴ δοκιμασία τοῦ ἄλλου, παρὰ μόνο ἂν μαλακώσει τὴν καρδιά σου τὸ ἔλεος γιὰ μιὰ παρόμοια κίνηση. Τὸ ἔλεος ἐννοεῖται ἀπὸ τὴν ἀντίθεση πρὸς τὴ σκληρότητα.

Ὅπως ὁ σκληρὸς κι ὁ ἄγριος εἶναι ἀπρόσιτος σ’ ὅσους τὸν πλησιάζουν, ἔτσι ὁ συμπαθὴς κι ὁ ἐλεήμων ἀνακατεύεται κάπως μὲ τὴ διάθεση πρὸς τὸν ἐνδεῆ καὶ γίνεται γιὰ κεῖνον ποὺ ὑποφέρει αὐτό, ποὺ ἀναζητεῖ ὁ ἄθυμος νοῦς.

Κι ἂν ἤθελε κανεὶς νὰ ἑρμηνεύσει τὸν ὄρο, θὰ ἔλεγε: Ἔλεος εἶναι θεληματικὴ λύπη ποὺ γεννιέται γιὰ τὶς δοκιμασίες τῶν ἄλλων.

Ἡ κοινωνικὴ διάσταση τῆς ἐλεημοσύνης 

  1. Αν δὲν ἔδωσα παραστατικά το ἀκριβὲς νόημα τοῦ ἐλέους, ἴσως μπορέσω νὰ τὸ ἑρμηνεύσω σαφέστερα μὲ ἄλλον ὁρισμό. Ἔλεος εἶναι ἡ ἀπὸ ἀγάπη συμπάθεια σὲ ὅσους ὑποφέρουν, γιὰ τὰ δυσάρεστα ποὺ τοὺς βρίσκουν.

Κι ὅπως ἡ σκληρότητα κι ἡ θηριωδία ἔχουν τὶς ἀφορμές τους στὸ μίσος, κάπως ἔτσι κι ἀπὸ τὴν ἀγάπη ξεφυτρώνει τὸ ἔλεος, ποὺ δὲν γεννιέται παρὰ μόνο ἀπ’ αὐτήν. Κι ἂν κάποιος ἐξετάσει σωστά το χαρακτήρα τοῦ ἐλέους, θὰ βρεῖ αὐξημένη τὴ διάθεση τῆς ἀγάπης, ἀνάμικτη μὲ τὸ πάθος τῆς λύπης.

Γιατί ἡ συμμετοχὴ στὰ καλὰ ἐπιδιώκεται ἐξίσου ἀπ’ ὅλους, κι ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς κι ἀπὸ τοὺς φίλους. Τὸ νὰ θέλεις ὅμως νὰ κοινωνήσεις στὰ θλιβερά, αὐτὸ εἶναι γνώρισμα ἐκείνων ποὺ ὑπερισχύουν στὴν ἀγάπη.

Ἐπὶ πλέον ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους ἐκείνους ποὺ μελετοῦν αὐτὴ τὴ ζωή, ὅτι τὸ ἄριστο εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἔνταση δὲ τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ ἔλεος. Συνεπῶς εἶναι μακάριος κυρίως ἐκεῖνος ποὺ κρατάει τὴν ψυχή του σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση, ὥστε νὰ ἀγγίζει τὸ ἀνώτατο ὡς πρὸς τὴν ἀρετή.

Κι ἃς μὴ βλέπει κανεὶς τὴν ἀρετὴ μόνο στὰ ὑλικά. Γιατί ἔτσι δὲ θὰ ἦταν γενικὰ κατορθωτή, ἐκτὸς ἀπὸ κεῖνον ποὺ θὰ εἶχε κάποια δυνατότητα νὰ εὐεργετεῖ. Νομίζω ὅμως πὼς εἶναι περισσότερο δίκαιο, νὰ διακρίνουμε τὸ ἔλεος μέσα στὴν προαίρεση.

Γιατί κι ἐκεῖνος ποὺ θέλησε μόνο κι ἐμποδίσθηκε νὰ φθάσει στὸ καλὸ ἀπὸ ἀδυναμία, δὲν ὑστερεῖ καθόλου ὡς πρὸς τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἀπὸ κεῖνον ποὺ ἔδειξε ἔμπρακτα τὴ διάθεση. Ἂν κυττάξει κανεὶς τὸ νόημα τοῦ μακαρισμοῦ ἀπ’ αὐτὴ τὴν πλευρά, θὰ εἶναι ἴσως περιττὸ νὰ ἀναπτύξω πόσο θὰ εἶναι τὸ κέρδος γιὰ τὴ ζωή, ἀφοῦ καὶ στὰ νήπια εἶναι τελείως φανερά τα ὅσα πετυχαίνονται στὴ ζωὴ μὲ αὐτὴ τὴ συμβουλή.

Γιατί ἂν ὑποθέσουμε πὼς ἀναπτυσσόταν σ’ ὅλους αὐτὸς ὁ φιλικὸς δεσμὸς τῆς ψυχῆς πρὸς ἐκεῖνον ποὺ μειονεκτεῖ, δὲ θὰ ὑπῆρχε πιὰ αὐτὸ ποὺ ὑπερέχει κι ἐκεῖνο ποὺ μειονεκτεῖ. Δὲ θὰ διαφοροποιεῖται πιὰ ἡ ζωὴ πρὸς τὰ ἀντίθετα ὀνόματα. Δὲ θὰ στενοχωρήσει ἡ πείνα τὸν ἄνθρωπο. Δὲ θὰ τὸν ταπεινώσει ἡ δουλεία. Δὲ θὰ τὸν λυπήσει ἡ περιφρόνηση.

Γιατί ὅλα θὰ εἶναι κοινὰ σ’ ὅλους. Ἴση μεταχείριση ἀπὸ τὸ νόμο κι ἴσα δικαιώματα στὸ λόγο παρέχονται στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Θεληματικὰ ἐξισώνεται ὁ κυβερνήτης πρὸς τὸν κατώτερο. Ἂν γινόταν αὐτό, δὲ θὰ ἀπέμενε πιὰ καμιὰ ἀφορμὴ ἀποστροφῆς.

Ὁ φθόνος μένει ἀργός, τὸ μίσος νεκρώνεται, ἐκτοπίζεται ἡ μνησικακία, τὸ ψέμα, ἡ ἀπάτη, ὁ πόλεμος. Ὅλα αὐτὰ γεννιῶνται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ περισσότερου. Ὅταν ὅμως ἐξορισθεῖ ἡ ἄσπλαγχνη διάθεση, μαζί της ξερριζώνονται δίχως ἄλλο, σὰν ἀπὸ κάποια κακὴ ρίζα, καὶ τὰ βλαστάρια τῆς κακίας.

Μὲ τὸ διώξιμο δὲ τῶν πονηρῶν, εἰσέρχεται, ἀντὶ γι’ αὐτά, ὁ πίνακας τῶν ἀγαθῶν, ἡ εἰρήνη κι ἡ δικαιοσύνη κι ὅλη ἡ σειρά, ἐκείνων ποὺ ἐννοοῦμε πρὸς τὸ καλύτερο. Μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεγαλύτερη εὐτυχία, ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχουμε ἀσφαλίσει ἔτσι τὸ βίο μεταξύ μας, χωρὶς νὰ ἐμπιστευόμαστε πιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς μας σὲ ἀμπάρες καὶ σὲ πέτρες;

Γιατί, ὅπως διαθέτει ὁ σκληρὸς κι ἀπάνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ δυσμενῶς ἐκείνους ποὺ ἔλαβαν πείρα τῆς ἀγριότητάς του, ἔτσι ἀντίθετα παίρνουμε εὐνοϊκὴ στάση πρὸς τὸν ἐλεήμονα, ἐπειδὴ τὸ ἔλεος φυσικὰ γεννάει τὴν ἀγάπη μέσα σ’ ἐκείνους ποὺ μετέχουν σ’ αὐτό.

Συνεπῶς, ὅπως ἀπόδειξε ὁ λόγος, τὸ ἔλεος εἶναι πατέρας τῆς εὔνοιας, ἀσφάλεια τῆς ἀγάπης, συνδετικὸς κρίκος κάθε φιλικῆς διάθεσης. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀσφάλεια τί ἄλλο ἀσφαλέστερο θὰ μποροῦσε νὰ ἐπινοηθεῖ ὡς πρὸς τὴ ζωή; Ὥστε δικαιολογημένα μακαρίζει ὁ Κύριος τὸν ἐλεήμονα, ἀφοῦ ἀποκαλύπτονται τόσα ἀγαθὰ μ’ αὐτὸ τὸ ὄνομα.

Ἀλλὰ τὸ ὅτι εἶναι ὠφέλιμη αὐτὴ ἡ συμβουλὴ γιὰ τὸ βίο, κανεὶς δὲν τὸ ἀγνοεῖ. Ἐγὼ ὅμως νομίζω ὅτι δηλώνει κατὰ τρόπο μυστικὸ κάτι περισσότερο κοντὰ σ’ αὐτά, ποὺ εὔκολα ἐννοοῦνται, μὲ τὴ μελλοντικὴ ἀνταμοιβή.

Γιατί λέγει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, γιατί αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν», ἐπειδὴ ἡ ἀνταπόδοση τοῦ ἐλέους στοὺς ἐλεήμονες ἐπιφυλάσσεται γιὰ ἀργότερα.

Ὅ,τι σπείρεις, θὰ θερίσεις 

  1. Όσο μποροῦμε, λοιπόν, ἃς ἀφήσουμε αὐτὸ τὸ εὔκολο νόημα, ποὺ χωρὶς δυσκολία βρίσκεται ἀπὸ τοὺς περισσότερους, κι ἃς ἐπιχειρήσουμε κατὰ τὸ δυνατὸν νὰ σκύψουμε μὲ τὸ λόγο στὸ ἐνδότερό του παραπετάσματος τοῦ ναοῦ. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, γιατί αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν». Δηλ. ὑπάρχει στὸ λόγο, νὰ μάθουμε καὶ γιὰ κάποια ἀπὸ τὶς ὑψηλότερες ἀλήθειες.

Σύμφωνα μ’ αὐτὴν ὁ Θεός, ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δική Του εἰκόνα, φύτεψε μέσα στὴ φύση τοῦ πλάσματος τὶς προϋποθέσεις ὅλων των ἀγαθῶν, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν εἰσάγεται ἀπ’ ἔξω, ἐκ τῶν ὑστέρων κανένα ἀπὸ τὰ καλά, ἀλλὰ ἀπὸ μᾶς νὰ ἐξαρτᾶται αὐτὸ ποὺ θέλουμε.

Καὶ νὰ ἐξάγουμε τὸ ἀγαθὸ μέσα ἀπὸ τὴ φύση μας σὰν ἀπὸ ἄλλο θησαυροφυλάκιο. Γιατί ἀπὸ τὸ μερικὸ διδασκόμαστε γιὰ τὸ γενικό. Μαθαίνουμε δηλ. πῶς δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ ἱκανοποιήσουμε κάποια ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες διαφορετικά, παρὰ μόνο ἂν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι χαρίσουμε τὸ ἀγαθὸ στὸν ἑαυτό μας.

Γι’ αὐτὸ κάπου λέγει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἀκροατές Του: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σας», κι ὅτι «Καθένας ποὺ ζητάει παίρνει, κι ὅποιος ψάχνει βρίσκει, καὶ σ’ ὅποιον χτυπάει τὴ θύρα θ’ ἀνοιχτεῖ» (Λουκᾶ 17, 21 καὶ Ματθ. 7, 8).

Γιὰ νὰ δείξει ὅτι, ὅταν θέλουμε, σὲ μᾶς ἐναπόκειται κι ἀπὸ τὴ θέλησή μας ἐξαρτᾶται νὰ πάρουμε αὐτὸ ποὺ ποθοῦμε, καὶ νὰ βροῦμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ νὰ βρεθοῦμε μέσα σ’ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμοῦμε.

Μαζὶ μ’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα βγαίνει κι ἐκεῖνο ποὺ ἐννοοῦμε ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά. Ὅτι δηλ. κι ἡ τάση πρὸς τὸ κακὸ δὲν ἀναπτύσσεται ἀπὸ καμιὰ ἐξωτερικὴ ἀνάγκη ποὺ μᾶς πιέζει, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ἐκλογὴ τοῦ κακοῦ, ἀρχίζει (τὸ κακὸ) νὰ ὑπάρχει, κι ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια, ὅταν τὸ ἐκλέξουμε.

Αὐτὸ ἀπὸ μόνο του, μὲ δική του ὑπόσταση ἔξω ἀπὸ τὴ θέληση πουθενὰ δὲ βρίσκεται τὸ κακὸ νὰ ὑπάρχει. Ἀπ’ αὐτὰ ἀποδεικνύεται καθαρὰ ἡ αὐτοκυρίαρχη κι ἐλεύθερη δύναμη, ποὺ ἐναπόθεσε στὴ φύση τῶν ἀνθρώπων ὁ Κύριος της φύσης, μὲ τὸ νὰ ἔχει ἑξαρτήσει τὰ πάντα ἀπὸ τὴ δική μας τὴ θέληση, τόσο τὰ ἀγαθὰ ὅσο καὶ τὰ κακά.

Κι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ μὲ ἀμερόληπτη καὶ δίκαιη ἀπόφαση, ποὺ ἀκολουθεῖ σύμφωνα μὲ τὴ δική μας πρόθεση, ἀποδίδει στὸν καθένα ἐκεῖνο, ποὺ θὰ τύχει ὁ ἴδιος νὰ χορηγεῖ στὸν ἑαυτό του. Στοὺς μέν, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ποὺ ἐπιζητοῦν τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ μὲ τὴν ὑπομονὴ τοῦ ἀγαθοῦ ἔργου, ζωὴ αἰώνια.

Σ’ ἐκείνους δὲ ποὺ δὲν πιστεύουν στὴν ἀλήθεια, πιστεύουν ὅμως στὴν ἀδικία, ὀργὴ καὶ θλίψη» (Ρωμ. 2, 7), κι ὅλα ὅσα εἶναι ὀνόματα τῆς θλιβερῆς ἀνταπόδοσης. Γιατί ὅπως τὰ τέλεια κάτοπτρα δείχνουν τὶς ὄψεις τῶν προσώπων τέτοιες ποὺ εἶναι τὰ πρόσωπα, χαρωπὰ μὲν ὅσων εἶναι χαρούμενοι, μελαγχολικὰ δὲ ἐκείνων ποὺ μελαγχολοῦν καὶ κανεὶς δὲ θὰ κατηγοροῦσε τὴ φύση τοῦ κατόπτρου, ἂν ἐμφανιζόταν μελαγχολικό το εἴδωλο τοῦ πρωτοτύπου ἀπὸ κατάθλιψη, ἀφοῦ ταυτίζεται μὲ τὸ πρωτότυπο.

Ἔτσι κι ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ ἐξομοιώνεται μὲ τὶς δικές μας διαθέσεις. Κι ὁποία εἶναι τὰ δικά μας αἰσθήματα, παρόμοιά μας προσφέρει ἀπ’ τὰ δικά μας. Γιατί λέγει, «Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι· καὶ Πηγαίνετε οἱ καταραμένοι».

Μήπως ὑπάρχει σ’ αὐτὰ κάποια ἐξωτερικὴ βία, γιὰ νὰ προσφέρει μὲ κλῆρο τὴ γλυκιὰ φωνὴ σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι πρὸς τὰ δεξιά, καὶ τὴν αὐστηρὴ σ’ αὐτοὺς ποῦ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά; Δὲν ἀπόσπασαν οἱ μὲν τὸ ἔλεος μὲ ὅσα ἔπραξαν, οἱ δὲ μὲ τὸ νὰ εἶναι σκληροὶ πρὸς τοὺς ὁμοίους τους, ἔκαμαν τὸ Θεὸ σκληρὸ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους;

Ὁ πλούσιος, ποὺ εἶχε ἁπλωθεῖ μέσα στὶς ἀπολαύσεις, δὲν ἐλέησε τὸ φτωχὸ Λάζαρο, ποὺ γιὰ πολὺ καιρὸ ἐταλαιπωρεῖτο μπροστὰ στὴν πόρτα του, γι’ αὐτὸ στερεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ ἔλεος, ὅταν παρακαλεῖ νὰ ἐλεηθεῖ, χωρὶς νὰ εἰσακούεται.

Ὄχι πὼς θὰ ἦταν ἀπώλεια ἡ μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη πηγὴ τοῦ παραδείσου, ἀλλὰ γιατί ἡ σταγόνα τῆς ἐλεημοσύνης δὲν ἀνακατεύεται μὲ τὴν σκληρότητα. «Γιατί ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι;» (Β’ Κορ. 6, 14).

Καὶ πάλι λέγει: «Ὅ,τι θὰ σπείρει ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ θὰ θερίσει. Γιατί ὅποιος σπέρνει στὴ σάρκα, θερίζει τὴ φθορὰ ἀπὸ τὴ σάρκα, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει στὸ πνεῦμα, θὰ θερίσει ἀπὸ τὸ πνεῦμα ζωὴ αἰώνια» (Γαλ. 6, 7-8). Νομίζω δὲ ὅτι σπορὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη διάθεση, καὶ θερισμὸς ἡ ἀνταμοιβὴ τῆς διάθεσης.

Πολύκαρπο εἶναι τὸ στάχυ τῶν ἀγαθῶν, γιὰ ὅσους ἐκλέγουν αὐτὴ τὴ σπορά. Κουραστικὴ ἡ συγκομιδὴ τῶν ἀγκαθιῶν, γιὰ ὅσους ἔσπειραν διὰ τοῦ βίου τοὺς τὰ γεμάτα ἀγκάθια σπέρματα. Γιατί πρέπει νὰ θερίσει κανεὶς ὁπωσδήποτε αὐτὸ ποὺ ἔσπειρε. Δὲ γίνεται διαφορετικά.

«Οὐδέποτε παύσεται ἐλεῶν» 

  1. «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, γιατί αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν». Ποιὸς ἀνθρώπινος λόγος μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὸ βάθος τῶν νοημάτων ποῦ κρύβονται στὴ φράση; Γιατί ὁ ἀπόλυτος κι ἀόριστος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένος ὁ λόγος, ἐπιτρέπει νὰ τὸν μελετήσουμε προσεκτικά, ἀκόμη καὶ μετὰ τὰ ὅσα εἴπαμε, ἐπειδὴ δὲν ἀναφέρει ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, στοὺς ὁποίους ταιριάζει νὰ εἶναι δραστικό το ἔλεος.

Ἀλλὰ ἁπλῶς λέγει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες». Ἴσως νὰ ὑπαινίσσεται σὲ μᾶς ὁ λόγος τὸ ἑξῆς: ὅτι δηλ. ἡ ἔννοια τοῦ ἐλέους ἀκολουθεῖ τὸ μακάριο πένθος. Κι ὅπως ἐκεῖ μακαρίζεται ὅποιος διέρχεται τὸν ἐδῶ βίο τοῦ μέσα στὸ.πένθος, ἔτσι νομίζω, ὅτι καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ λόγος ὑποδηλώνει τὴν ἴδια ἀλήθεια.

Γιατί ὅποια ψυχικὴ διάθεση ἔχουμε μπροστὰ στὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων, ὅταν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φίλους μας περιπέσουν σὲ ἀνεπιθύμητες θλίψεις, ἢ μὲ τὸ νὰ χάσουν τὸ πατρικό τους σπίτι, ἢ νὰ διασωθοῦν γυμνοὶ ἀπὸ ἕνα ναυάγιο, ἢ νὰ πιαστοῦν ἀπὸ πειρατὲς καὶ ληστές, ἢ ἀπὸ ἐλεύθεροι ποὺ ἤσαν νὰ ὑποδουλωθοῦν καὶ ἀπὸ εὐτυχισμένοι νὰ καταντήσουν αἰχμάλωτοι, ἢ κάποιο ἄλλο παρόμοιο κακὸ νὰ ἀνταλλάξουν ὅσοι μέχρι πρὸ ὀλίγου παρουσιάζονταν νὰ ζοῦν τὴ ζωή τους μὲ κάποια εὐτυχία.

Κι ὅπως, λοιπόν, γι’ αὐτοὺς γεννιέται στὶς ψυχὲς μᾶς μιὰ συμπάθεια, ποὺ μᾶς κάνει νὰ πονᾶμε, ἔτσι ἴσως ἦταν πολὺ πιὸ ἐπίκαιρο γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ σκέψη, γιὰ τὴν ἄνεση ποὺ ἔχουμε στὴ ζωὴ χωρὶς νὰ μᾶς ἀξίζει.

Γιατί ὅταν σκεφθοῦμε, ποιὰ ἦταν ἡ πολυτελὴς κατοικία μας, ἀπὸ τὴν ὁποία διωχτήκαμε, πῶς πιαστήκαμε ἀπὸ τοὺς ληστές, πῶς ἀπογυμνωθήκαμε, ὅταν βουτηχτήκαμε στὸ βυθὸ αὐτῆς ἐδῶ της ζωῆς, ποιοὺς καὶ πόσους τύραννους βάλαμε στὸ κεφάλι μας, ἀντὶ γιὰ τὴν ἐλεύθερη κι ἀνεξάρτητη διαμονή, πῶς διακόψαμε τὴ μακαριότητα τῆς ζωῆς μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴ φθορά.

Ἂν σκεφθοῦμε αὐτά, εἶναι ἄραγε δυνατὸν νὰ στρέψουμε τὸ ἔλεος σὲ ξένες συμφορὲς καὶ νὰ μὴν πονέσει ἡ δική μας ψυχή, ὅταν συλλογισθεῖ κι ὅσα εἶχε κι ἀπὸ ποιὰ ξέπεσε; Γιατί τί ὑπάρχει πιὸ ὀδυνηρὸ ἀπὸ τούτη τὴν αἰχμαλωσία;

Ἀντὶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση τοῦ παραδείσου, κληρονομήσαμε στὴ ζωὴ αὐτὸ τὸ νοσογόνο καὶ κουραστικὸ χῶρο, ἀντὶ γιὰ κείνη τὴν ἀπάθεια, πήραμε ὡς ἀντάλλαγμα τὰ ἄπειρα συναισθήματα, ἀντὶ γιὰ κείνη τὴν ὑψηλὴ διαμονὴ καὶ τὴ ζωὴ μὲ τοὺς ἀγγέλους, καταδικασθήκαμε νὰ συγκατοικοῦμε μὲ τὰ θηρία τῆς γῆς.

Ἀνταλλάξαμε τὸν ἀγγελικὸ καὶ χωρὶς πάθη βίο μὲ τὸν κτηνώδη. Ἀλλὰ καὶ τοὺς σκληροὺς τυράννους της ζωῆς μας, τοὺς μανιασμένους κι ἄγριους κυβερνῆτες, ποιὸς μπορεῖ εὔκολα νὰ τοὺς ἀπαριθμήσει; Σκληρὸ ἀφεντικὸ ὁ θυμός.

Ἄλλο παρόμοιο ὁ φθόνος, τὸ μίσος. Τὸ πάθος τῆς περηφάνιας εἶναι ἕνας μανιακὸς κι ἄγριος τύραννος. Ὁ λογισμὸς τῆς ἀκολασίας μοιάζει σὰν νὰ διασκεδάζει μὲ τοὺς ἐξαγορασμένους, ἀφοῦ ὑποδουλώνει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐμπαθῆ κι ἀκάθαρτα ἔργα.

Ἂν πεῖς καὶ γιὰ τὴν τυραννία τῆς πλεονεξίας, δὲν ὑπάρχει ὑπερβολὴ σκληρότητας ποὺ νὰ μὴ τὴν ξεπερνάει. Ὅταν ὑποδουλώσει τὴν ταλαίπωρη ψυχή, συνεχῶς, τὴν ἐκβιάζει νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἀκόρεστες ἐπιθυμίες της.

Πάντοτε δέχεται καὶ ποτὲ δὲ χορταίνει. σὰν ἄλλο πολυκέφαλο ζῶο μὲ ἄπειρα στόματα στέλνει τὴν τροφὴ στὴν ἀγέμιστη κοιλιά, στὴν ὁποία ποτὲ δὲν ἐπέρχεται κανένας κορεσμὸς ἀπ’ ὅσα κερδίζει.

Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ συνεχῶς παίρνει, γίνεται ὑλικὸ καὶ προσάναμμα γιὰ νὰ ἐπιθυμήσει τὸ περισσότερο.

Ποιός, κατανοώντας τὴν ἀθλιότητα αὐτοῦ του βίου, στέκεται μπροστὰ σ’ αὐτὲς τὶς συμφορὲς χωρὶς ἔλεος καὶ μὲ σκληρότητα;

Αἰτία ὅμως γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἐλεοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς εἶναι το ὅτι ἔχουμε γίνει ἀναίσθητοι γιὰ τὰ κακά. Εἶναι κάτι σὰν αὐτὸ ποὺ παθαίνουν ὅσοι ὑποφέρουν ἀπὸ τὴ μανία. Ἡ ὑπερβολὴ τοῦ κακοῦ ἔχει ἀφαιρέσει ἀπ’ αὐτούς, ἐκτός των ἄλλων, καὶ τὴν αἴσθηση τῶν ὅσων πάσχουν.

Ἂν γνώριζε κανεὶς καλὰ τὸν ἑαυτό του, ποιὸς ἦταν πρὶν καὶ ποιὸς εἶναι τώρα, στὸ παρόν, ὅπως λέγει κάπου κι ὁ σοφὸς Σολομῶν ὅτι «εἶναι σοφοὶ ὅσοι γνωρίζουν καλὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς» (Παροιμ. 13, 10), οὐδέποτε θὰ ἔπαυε νὰ ἐλεεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος.

Σὲ παρόμοια διάθεση τῆς ψυχῆς ἀκολουθεῖ κατὰ τρόπο φυσικὸ καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ λέγει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, γιατί αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν». 

Δημόσια καὶ παντοτινὴ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐλεημοσύνης 

  1. Αυτοί, ὄχι ἄλλοι. Γιατί μ’ αὐτὸ ἀποσαφηνίζει τὴ λέξη κι εἶναι σὰν νὰ λέγει: Μακάρια εἶναι ἡ ἐπιμέλεια τῆς σωματικῆς ὑγείας. Γιατί ὅποιος τὴ φροντίζει, αὐτὸς θὰ ζήσει μὲ ὑγεία.

Ἔτσι κι ὁ ἐλεήμων εἶναι μακάριος, ἐπειδὴ ὁ καρπὸς τοῦ ἐλέους γίνεται προσωπικὸ κτῆμα ἐκείνου ποὺ ἐλεεῖ, εἴτε σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία ποὺ δώσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο, εἴτε σύμφωνα μ’ ἐκείνη ποὺ πιὸ μπροστὰ ἐξετάσαμε.

Ἐννοῶ δηλ. τὴν ἐκδήλωση ψυχικῆς συμπάθειας γιὰ τὶς ξένες δοκιμασίες. Γιατί εἶναι ἐξίσου ἀγαθό το καθένα ἀπὸ τὰ δύο. Καὶ τὸ νὰ ἐλεεῖς τὸν ἑαυτό σου, μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε, καὶ τὸ νὰ συμπάσχεις στὶς δυστυχίες τῶν ἄλλων.

Γιατί ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται μὲ τὴν ἐξουσία νὰ ὑπερτερεῖ ἡ ἀνθρώπινη θέληση στοὺς ὑποδεέστερους. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατὰ κάποιο τρόπο κριτὴς τοῦ ἐαυτοῦ του, δίνοντας στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν ψῆφο, ὅταν κρίνει τοὺς ὑπηκόους του.

Ἐπειδή, λοιπόν, πιστεύουμε, καὶ σωστὰ πιστεύουμε «ὅτι θὰ παρουσιασθεῖ ὅλο το ἀνθρώπινο γένος στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀποκομίσει ὁ καθένας τὴν ἀμοιβὴ τῶν ἔργων ποὺ ἔπραξε μὲ τὸ σῶμα, εἴτε καλὸ εἴτε κακὸ» (Β’ Κορ. 5, 10), ἴσως εἶναι τολμηρὸ νὰ τὸ πῶ· ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ συλλάβουμε μὲ τὸ λογισμὸ τὰ μυστικὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἶναι ἐπίσης δυνατὸν νὰ κατανοήσουμε ἀπὸ τώρα τὴ μακαριότητα τῆς ἀνταμοιβῆς ἐκείνων ποὺ ἐλεοῦν.

Γιατί ἡ εὐμενὴς διάθεση ποὺ γεννιέται στὶς ψυχές, γιὰ ὅσους δείχνουν τὸ ἔλεος, ὅπως εἶναι φυσικό, παραμένει, πέρα ἀπὸ τὸν παρόντα βίο, παντοτεινὰ στὴ ζωή, σ’ ἐκείνους ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν εὐεργεσία.

Τί εἶναι φυσικὸ νὰ δοκιμάσει ὁ εὐεργέτης τὴ μέρα τῆς κρίσης, ὅταν ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ τοὺς εὐεργετημένους; Ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ψυχική του διάθεση γιὰ τὰ εὐχαριστήρια λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐγκωμιάζεται ἐνώπιόν του Θεοῦ ὅλης της δημιουργίας;

Ἐκεῖνος ποῦ ἀναγνωρίζεται ἐπίσημα μεταξύ των καλύτερων μπροστά σε τόσους θεατές, θὰ χρειασθεῖ ἄραγε κανέναν ἄλλο μακαρισμό; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι θὰ παρευρίσκονται οἱ εὐεργετημένοι, τὴν ὥρα ποὺ ὁ βασιλιὰς θὰ ἐκδίδει τὴν ἀπόφαση γιὰ τοὺς δίκαιους καὶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς.

Καὶ γιὰ τοὺς δυὸ θὰ χρησιμοποιήσει κάποιο τρόπο ποὺ δείχνει, σὰν μὲ δάκτυλο, καὶ θὰ κάμει γνωστό το ἀνώτερο: «Ἐφόσον εὐεργετήσατε ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλάχιστους» (Ματθ. 25,40,45).

Καὶ μὲ τὸ νὰ λέγει «αὐτοὺς» φανερώνει τὴν παρουσία τῶν εὐεργετημένων.

«Γινώμεθα ἐλεήμονες, ἴνα γενώμεθα διὰ τοῦτο μακάριοι» 

  1. Τώρα ἃς μᾶς πεῖ ἐκεῖνος, ποὺ προτιμάει τὰ ἄψυχα ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὴ μελλοντικὴ μακαριότητα. Ποιὰ λάμψη χρυσοῦ εἶναι τέτοια; Ποιὲς εἶναι οἱ ἀνταύγειες τῶν πολύτιμων λίθων; Ποιὸς στολισμὸς μὲ ἐνδύματα εἶναι τέτοιος, σὰν ἐκεῖνο τὸ ἀγαθὸ ποῦ μᾶς παρουσιάζει ἡ ἐλπίδα;

Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας ἐμφανισθεῖ στὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ καθίσει μὲ μεγαλοπρέπεια στὸν ὑψηλὸ θρόνο, ὅταν προβάλουν γύρω Του τὰ ἀναρίθμητα πλήθη τῶν ἀγγέλων, καὶ μάλιστα ὅταν φανεῖ στὰ μάτια ὅλων ἡ μυστικὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κι ἀπ’ τὴν ἀντίθετη πλευρὰ ἀποκαλυφθοῦν πάλι οἱ φοβερὲς τιμωρίες.

Κι ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ φανοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι ἔζησαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας καὶ μέχρι νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πᾶν. Καὶ στέκονται μετέωροι ἀπὸ τὸ φόβο κι ἀπ’ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων, καὶ ταράσσονται πολλὲς φορὲς γιὰ τὴν ἔκβαση ποὺ θὰ ἔχουν οἱ προσδοκίες γιὰ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο.

Κι ὅσοι ἔζησαν μὲ ἀγαθὴ συνείδηση, θὰ δυσπιστοῦν γιὰ τὸ μέλλον, ὅταν βλέπουν ἄλλους νὰ σύρονται ἀπὸ τὴν πονηρή τους συνείδηση στὸ ζοφερὸ ἐκεῖνο σκοτάδι, σὰν νὰ τοὺς σέρνει κάποιος δήμιος.

Ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ὁδηγηθεῖ στὸν κριτὴ μέσα στὶς ἐπευφημίες καὶ στὶς εὐχαριστίες ἐκείνων ποὺ εὐεργέτησε, καὶ λάμπει ἀπὸ τὴν παρρησία ποῦ τοῦ δίνουν τὰ ἔργα, θὰ ὑπολογίσει ἄραγε τὴν ἐπιτυχία ἐκείνη σύμφωνα μὲ τὸν ὑλικὸ πλοῦτο; Θὰ δεχθεῖ ἄραγε ὅτι ἀντὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, μεταποιήθηκαν σὲ χρυσάφι κι ἔγιναν γι’ αὐτὸν ὅλα βουνὰ καὶ πεδιάδες καὶ κοιλάδες καὶ θάλασσα;

Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ κατακρύψε τὰ χρήματα μὲ ἐπιμέλεια μὲ σφραγίδες καὶ κλειδαριὲς καὶ σιδεροδεμένες πόρτες κι ὀχυρωμένες κρυψῶνες, κι ἔκρινε προτιμότερη ἀπὸ κάθε θεϊκὴ ἐντολὴ τὴν ἀποθήκευση τῆς ὕλης, μὲ τὸ νὰ τὴν καταχώνει στὸν κρυψώνα; ἂν σέρνεται μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὴ σκοτεινὴ φωτιά, κι ἂν ὅλοι ὅσοι δοκιμάστηκαν σὲ τούτη τὴ ζωὴ τοῦ δείχνουν τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀγριότητα καὶ τοῦ λέγουν: «Θυμήσου ὅτι σὺ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω τα ἀγαθά σου στὴ ζωή σου» (Λουκ. 16, 25)· στὶς φυλακὲς τοῦ πλούτου φυλάκισες μαζὶ καὶ τὸ ἔλεος, καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τὴν ἄφησες στὴ γῆ· δὲ μεταφερες τὴ φιλανθρωπία σὲ τοῦτο τὸ βίο· δὲν ἔχεις αὐτὸ ποὺ δὲν ἀπόκτησες· δὲ βρίσκεις αὐτὸ ποὺ δὲν ἀποταμίευσες· δὲ συγκεντρώνεις αὐτὸ ποὺ δὲ σκόρπισες· δὲ θὰ θερίσεις αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἔρριξες τοὺς σπόρους.

Ὁ θερισμός σου εἶναι ἄξιος της σπορᾶς. Ἔσπειρες τὴ σκληρότητα, μάζευε τώρα τοὺς καρπούς. Δὲν τίμησες τὸ ἔλεος, ἀπολάβε τώρα αὐτὸ ποὺ ἀγάπησες. Δὲν εἶδες τοὺς ἄλλους μὲ συμπάθεια. Δὲ θὰ σὲ κυττάξουν τώρα μὲ ἔλεος.

Παράβλεψες τὸ θλιβόμενο. Θὰ σὲ παραβλέψουν καὶ σένα τώρα ποὺ χάνεσαι. Ἀπόφυγες τὸ ἔλεος. θὰ σὲ ἀποφύγει τὸ ἔλεος.

Ἀποστράφηκες τὸν φτωχό. Θὰ σὲ ἀποστραφεῖ Ἐκεῖνος, ποὺ ἐπτώχευσε γιὰ σένα (Β’ Κορ. 8, 9).

Ἂν λέγονταν αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, ποιὰ θέση θὰ εἶχε τὸ χρυσάφι; Καὶ τὰ ἀστραφτερὰ σκεύη; Κι ἡ ἀσφάλεια τῶν θησαυρῶν, μὲ τὸ χάραγμα τῶν σφραγίδων πάνω τους; καὶ τὰ σκυλιὰ ποῦ ἀναλαμβάνουν τὶς νυκτερινὲς βάρδιες ἀσφάλειας, κι ἡ προετοιμασία τῶν ὅπλων γιὰ ὅσους ἐπιβουλεύονται τὴ ζωή; Κι ἡ χρέωση ποῦ ἔχει γραφτεῖ στὰ λογιστικὰ βιβλία; Ὅμως τί εἶναι ὅλα αὐτὰ μπροστὰ στὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων; Ποιὸς θὰ φωτίσει τὸ σκοτάδι; Ποιὸς θὰ σβήσει τὴ φλόγα; Ποιὸς θὰ ἀπομακρύνει τὸ σκουλήκι ποῦ κατατρώγει (τὴ συνείδηση) χωρὶς τελειωμό;

Ἃς καταλάβουμε, λοιπόν, ἀδελφοί, τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ποὺ μᾶς διδάσκει μὲ λίγα, τόσο πολλὰ γιὰ τὰ μέλλοντα. Κι ἃς γίνουμε ἐλεήμονες, γιὰ νὰ εἴμαστε γι’ αὐτὸ μακάριοι, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἠμῶν.

Σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

πηγή