Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται,

Συμβιβάζονται τὰ ἀσυμβίβαστα;

  1. Ως τώρα δὲν ἔχουμε ἀνεβεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ἀλλὰ βρισκόμαστε ἀκόμα στοὺς πρόποδες τῶν νοημάτων. Γιατί μόλις δυὸ λόφους ξεπεράσαμε, ἀφοῦ ἀνεβήκαμε μὲ τοὺς μακαρισμοὺς πρὸς τὴν εὐλογημένη πτωχεία καὶ τὴν πραότητα, ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ αὐτήν. 

Μετὰ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς δύο μακαρισμοὺς ὁ Κύριος μας ὁδηγεῖ στὰ ψηλότερα καὶ στὴ συνέχεια μᾶς παρουσιάζει τρίτο σκαλοπάτι τῶν μακαρισμῶν. Σ’ αὐτὸ πρέπει χωρὶς ἄλλο ν’ ἀνέβουμε, ἀπορρίπτοντας κάθε δισταγμὸ καὶ τὴν ἁμαρτία, ποὺ εὔκολά μας κυκλώνει, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Ἑβρ. 12, 1).

 

Ἔτσι, ὅταν φτάσουμε ἀνάλαφροι κι ἄνετοι στὴν κορυφή, θὰ μπορέσουμε νὰ πλησιάσουμε μὲ τὴν ψυχὴ πρὸς τὸ καθαρὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Τί εἶναι, λοιπόν, αὐτὸ ποῦ λέγει: «Μακάριοι ὅσοι πενθοῦν, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν»; Σίγουρα θὰ γελάσει ἐκεῖνος ποὺ σκέπτεται κοσμικὰ καὶ θὰ πεῖ τὰ ἑξῆς, εἰρωνευόμενος τὸν Κύριο: Ἂν εἶναι μακάριοι, δηλ. εὐτυχεῖς, ὅσοι λιώνουν μέσα σὲ κάθε εἴδους συμφορὰ στὴ ζωή, θὰ εἶναι κατὰ συνέπεια δυστυχεῖς ὁπωσδήποτε, ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ζωὴ τοὺς εἶναι χωρὶς λύπες καὶ εὐτυχισμένη.

Καὶ στὴ συνέχεια, ἀπαριθμώντας τὰ εἴδη τῶν συμφορῶν, θὰ αὐξήσει τὰ γέλια. θὰ ἀναφέρει δηλ. τὰ κακά της χηρείας, τὴν ἀθλιότητα τῆς ὀρφάνιας, τὶς ἀπώλειες, τὰ ναυάγια, τὶς αἰχμαλωσίες ἀπὸ τοὺς πολέμους, τὶς ἄδικες ἀποφάσεις τῶν δικαστηρίων, τὶς μετατοπίσεις τῶν ὁρίων στὰ χτήματα καὶ τὶς δημεύσεις καὶ τὶς ἐπαίσχυντες πράξεις, τὶς συμφορὲς ἀπὸ τὶς ἀσθενεῖες, ὅπως εἶναι οἱ ἀναπηρίες κι οἱ ἀκρωτηριασμοί, κι ἡ κάθε εἴδους κακοποίηση τοῦ σώματος.

Θὰ προσθέσει ἀκόμη στὸν κατάλογο κι ὅ,τι ἄλλο ἀποτελεῖ συμφορὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴτε αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ σῶμα, εἴτε στὴν ψυχή. Μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ θὰ πεῖ, ὅπως φαντάζεται, θὰ ἀποδείξει γελοῖο το λόγο ποὺ μακαρίζει ὅσους πενθοῦν.

Ἐμεῖς, ὅσο εἶναι δυνατό, θὰ προσπαθήσουμε νὰ βροῦμε τὸ νόημα ποὺ κρύβεται στὸ βάθος τοῦ μακαρισμοῦ, ἀφοῦ ἀσχοληθοῦμε λίγο μὲ κείνους, ποὺ κατὰ τρόπο μικρόψυχο καὶ ταπεινὸ διερευνοῦν τὰ ἱερὰ νοήματα. Κι αὐτὸ μὲ τὸ σκοπὸ νὰ ἀποδείξουμε πόσο διαφέρει ἡ σαρκικὴ καὶ γήινη σκέψη ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ καὶ τὴν ἐπουράνια.

Τὸ «παρατατικὸν» πένθος 

  1. Μπορούμε, λοιπόν, νὰ θεωρήσουμε κατ’ ἀρχὴν μακάριο ἐκεῖνο τὸ πένθος, ποὺ προκαλεῖται ἐξαιτίας τῶν πλημμελημάτων καὶ τῶν ἁμαρτιῶν, σύμφωνα μὲ τὴ δικαιολογία περὶ λύπης τοῦ ἄπ. Παύλου (Β’ Κορ. 7, 10), ποὺ εἶπε πὼς δὲν ὑπάρχει ἕνα εἶδος λύπης ἀλλὰ δύο, τὸ κοσμικὸ καὶ τὸ ἄλλο ποὺ γεννιέται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Κι ἡ μὲν κοσμικὴ λύπη ἔχει ὡς ἔργο τῆς τὸ θάνατο. Ἡ δὲ ἄλλη, ἡ κατὰ Θεόν, κατεργάζεται τὴ σωτηρία ἐκείνων ποὺ λυποῦνται παρακινημένοι ἀπὸ τὴ μετάνοια. Αὐτὸ τὸ πάθος τῆς ψυχῆς, δηλ. ἡ λύπη, πραγματικὰ δὲ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ μακαρισμό, ὅταν κάνει τὴν ψυχὴ νὰ συναισθανθεῖ τὴν ἀθλιότητα καὶ νὰ θρηνεῖ τὴ ζωὴ ποὺ ἔζησε μέσα στὴν κακία.

Γιατί ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὶς σωματικὲς ἀρρώστιες, ὅταν ἕνα μέλος τοῦ σώματος καταστεῖ παράλυτο ἀπὸ κάποια αἰτία, ἀπόδειξη ὅτι ἔχει νεκρωθεῖ τὸ παραλυμένο εἶναι ἡ ἀναλγησία.

Ἂν ὅμως ἐπανέλθει ἡ αἴσθηση τῆς ζωῆς στὸ σῶμα μὲ κάποιο ἰατρικὸ τέχνασμα, χαίρονται πάλι κι ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενὴς κι οἱ θεράποντες ἰατροί, ἐπειδὴ τὸ μέλος ἐκεῖνο πονάει, χρησιμοποιώντας ὡς ἀπόδειξη τῆς μεταστροφῆς τῆς ἀρρώστειας πρὸς τὴν ὑγεία, τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ μέλος αἰσθάνεται πλέον τοὺς ὀξεῖς πόνους.

Ἔτσι, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος, νεκρώνονται μερικοί, ὅταν παραδοθοῦν ἀπὸ ἀδιαφορία στὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, καί, καταλήγοντας πραγματικὰ παράλυτοι γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή, δὲν αἰσθάνονται τίποτε γιὰ ὅσα κάνουν.

Ὅταν ὅμως τοὺς ἄγγιζε κάποιος θεραπευτικὸς λόγος, σὰν μὲ ἀλλὰ θερμὰ καὶ καυστικὰ φάρμακα, κι ἐννοῶ τὶς φοβερὲς ἀπειλὲς τῆς μέλλουσας Κρίσης, κι ἔκανε τὴν καρδιὰ νὰ πονέσει στὸ βάθος, ἀπὸ τὸ φόβο τῶν ἐπερχομένων δεινῶν, δηλ. τὸ φόβο τῆς γέεννας καὶ τὴ φωτιὰ ποὺ δὲ σβήνει, τὸ σαράκι ποὺ ἀδιάκοπα κατατρώγει, τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων, τὸ ἀσταμάτητο κλάμα, τὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο κι ὅλα τα ὅμοια· μ’ αὐτά, σὰν μὲ ἄλλα θερμὰ καὶ δυνατὰ φάρμακα, κάνοντας ἐντριβὴ καὶ ξαναζεσταίνοντας τὸν ναρκωμένο ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἡδονῆς, θὰ τὸν ἔκανε νὰ συναισθανθεῖ τὴ ζωή, στὴν ὁποία ζοῦσε, γιὰ νὰ τὸν καταστήσει μακάριο, ἀφοῦ καλλιεργήσει στὴν ψυχὴ τὴν ἐπώδυνη ἐμπειρία.

Ὅπως καὶ ὁ ἄπ. Παῦλος ἐκεῖνον, ποὺ μόλυνε τὴν κλίνη τοῦ πατέρα τοῦ (Ἃ’ Κορ. 5,3), τὸν ἐπιπλήττει μὲ τὸ λόγο ὡς τὸ σημεῖο, ποὺ δὲν εἶχε ἀποκτήσει ἀκόμα συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του. Ὅταν ὅμως ἡ θεραπεία τῆς ἐπίπληξης ὠφέλησε τὸν ἄνθρωπο, καὶ μὲ τὴ λύπη ποὺ δοκίμασε, ἔγινε μακάριος, ἀρχίζει (ὁ Παῦλος) νὰ παρακαλεῖ τοὺς Κορινθίους (Β’ Κορ. 2, 6-8), φοβούμενος μήπως, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη, λέγει, χαθεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος.

Ἃς μὴν ἀφήσουμε ἀνεκμετάλλευτη καὶ τούτη τὴ σκέψη στὴν ἐξέταση τοῦ μακαρισμοῦ ποὺ κάνουμε, γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἐνάρετης ζωῆς, ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία πλεονάζει ὡς ἕνα βαθμὸ μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτὴν ἔχει ἀποδειχθεῖ σωτήριο φάρμακο ἡ λύπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ μετάνοια. Νομίζω ὅμως ὅτι ὁ Κύριος μας διδάσκει νὰ σκεπτόμαστε, ἐκτὸς ἀπ’ αὐτό, καὶ κάτι ἄλλο, κάτι βαθύτερο ἀπ’ ὅσα εἴπαμε ὅτι ὑπονοεῖ μὲ τὴν παρατεινόμενη διάρκεια τοῦ πένθους.

Γιατί ἂν ἐννοοῦσε τὴ μετάνοια μόνο γιὰ τὸ συγκεκριμένο παράπτωμα, θὰ ἦταν φυσικότερο νὰ ἐμακάριζε κείνους ποὺ πένθησαν μιὰ φορά, κι ὄχι αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν παντοτινά. Ὅπως π.χ. μακαρίζουμε τοὺς θεραπευμένους, συγκρίνοντας τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τοὺς κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀρρώστιας, κι ὄχι αὐτοὺς ποὺ συνεχίζουν ἀδιάκοπα τὴ θεραπεία.

Γιατί ἡ παράταση τῆς θεραπείας δείχνει ταυτόχρονα καὶ τὴν παράταση τῆς ἀρρώστιας. Ἀκόμη ἔχω τὴ γνώμη πὼς εἶναι καλὸ νὰ μὴ σταματᾶμε μόνο σ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, νὰ νομίζουμε δηλ. πῶς ὁ Κύριος ἀποδίδει τὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ μακάριου σὲ κείνους ποὺ λυποῦνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους.

Γιατί θὰ βροῦμε πολλοὺς ποὺ ἔζησαν ἀψεγάδιαστη ζωὴ καὶ βεβαιωμένη ἀπ’ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ γιὰ καθετὶ τὸ καλύτερο. Ποιὰ ἦταν π.χ. ἡ πλεονεξία τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου; Ποιὰ ἡ εἰδωλολατρία τοῦ Ἠλία; Ποιὸ μικρὸ ἢ μεγαλύτερο παράπτωμα στὴ ζωὴ τοὺς ἀναφέρει ἡ ἱστορία; Συνεπῶς ὁ λόγος γιὰ τὴ μακαριότητα δὲν τοὺς ἀφορά, ἐπειδὴ οὔτε στὴν ἀρχὴ ἀρρώστησαν, οὔτε τοῦτο τὸ φάρμακο χρειάστηκαν, ἐννοῶ τὴ λύπη ποῦ προκαλεῖ ἡ μετάνοια; Καὶ δὲ θὰ εἶναι παράδοξο νὰ τοὺς θεωρήσουμε ἀνάξιους γιὰ τὴ θεία μακαριότητα, ἐπειδὴ οὔτε ἁμάρτησαν οὔτε ἐθεράπευσαν τὴν ἁμαρτία μὲ τὸ πένθος; Ἀλλὰ τότε δὲ θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ ἁμαρτάνεις, ἀπὸ τὸ νὰ ζεῖς ἀναμάρτητα, ἀφοῦ μόνο σ’ ὅσους μετανοοῦν παρέχεται ὡς κλῆρος ἡ χάρη τοῦ Παράκλητου; Γιατί λέγει πὼς «εἶναι μακάριοι ὅσοι λυποῦνται., γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν». Ἃς ἀκολουθήσουμε ὅμως ὅσο μποροῦμε Ἐκεῖνον «ποὺ ἀνεβαίνει στὰ ὑψηλά», καθὼς λέγει ὁ προφήτης Ἀββακοὺμ (3,19), κι ἃς ἀναζητήσουμε πάλι τὸ νόημα ποὺ κρύβεται σ’ αὐτὰ τὰ λόγια, γιὰ νὰ μάθουμε σὲ ποιὰ λύπη προσφέρεται ἡ παρηγοριὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Τί εἶναι πένθος 

  1. Ας ἐξετάσουμε, λοιπόν, πρῶτα τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτὸ τὸ πένθος στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ἀπὸ ποιὰ στοιχεῖα ἀποτελεῖται. Εἶναι φανερὸ σ’ ὅλους ὅτι πένθος εἶναι ἡ μελαγχολικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ στέρηση κάποιου ἀγαθοῦ.

Αὐτὴ ἡ μελαγχολία δὲ βρίσκει τόπο ν’ ἀναπτυχθεῖ σ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέσα σὲ ψυχικὴ γαλήνη. Ὅταν π.χ. εὐημερεῖ κάποιος στὴ ζωή του, κι ὅλα τα πράγματα πᾶνε γι’ αὐτὸν καλά. Εὐφραίνεται μὲ τὴ γυναίκα του, χαίρεται μὲ τὰ παιδιά του, εἶναι ἀσφαλισμένος μὲ τὴ συμμαχία τῶν ἀδελφῶν, εἶναι σεβαστὸς στὴν ἀγορά, τὸν ἐκτιμοῦν οἱ ἄρχοντες, τὸν φοβοῦνται οἱ ἐχθροί του, τὸν ὑπολογίζουν οἱ ὑπάλληλοι, εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τοὺς φίλους, στολίζεται μὲ τὸν πλοῦτο, εἶναι διασκεδαστικός, εὐχάριστος, δὲν ἔχει λύπες, εἶναι δυνατὸς στὸ σῶμα.

Κατέχει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται πολύτιμα ἀγαθὰ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο. Αὐτὸς ἀσφαλῶς λάμπει ὑπερβολικὰ ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐφραίνεται γιὰ καθένα ἀπὸ ὅσα ἔχει. Ἂν ὅμως κάποια ἀλλαγὴ ἄγγιζε αὐτὴ τὴν εὐημερία, προκαλώντας ἀπὸ κάποια κακὴ σύμπτωση, ἢ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τοὺς προσφιλεῖς, ἢ τὴν καταστροφὴ τῶν ὑπαρχόντων, ἢ κάποια ἀναπηρία στὴ σωματικὴ ἀκεραιότητα, τότε, μὲ τὴν ἀφαίρεση ἐκείνου ποὺ προκαλεῖ τὴν εὐφροσύνη, γεννιέται ἡ ἀντίθετη διάθεση. Αὐτὴν ὀνομάζουμε πένθος.

Εἶναι, λοιπόν, ἀληθινὸς ὁ χαρακτηρισμὸς ποὺ σ’ αὐτὸ ἔχει ἀποδοθεῖ. καὶ σύμφωνα μ’ αὐτόν, πένθος εἶναι τὸ ὀδυνηρὸ αἴσθημα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ στέρηση ἐκείνων ποὺ εὐφραίνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἂν καταλάβαμε τί εἶναι τὸ ἀνθρώπινο πένθος, ἃς πάρουμε ὡς ὁδηγὸ τὰ γνωστὰ γιὰ τὰ ἄγνωστα. Ἔτσι θὰ μάθουμε ποιὸ εἶναι τὸ πένθος ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος καὶ στὸ ὁποῖο ἐπακολουθεῖ ἡ παρηγοριά.

Γιατί ἂν ἡ στέρηση τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ἐδῶ ἀποκτοῦμε, προκαλεῖ τὸ πένθος, κανεὶς δὲ θὰ θρηνοῦσε τὴν ἀπώλεια αὐτοῦ ποὺ ἀγνοεῖ. Πρέπει νὰ γνωρίσουμε πρωτύτερα αὐτὸ τὸ ἴδιο το ἀγαθό, τί ἀκριβῶς εἶναι ἀληθινά, κι ἔπειτα νὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γιατί ἔτσι θὰ γίνει νὰ πετύχουμε τὸ πένθος ποὺ μακαρίζεται.

Ἃς πάρουμε τὸ παράδειγμα δυὸ ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι. Ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς γεννιέται στὸ σκοτάδι. Ὁ ἄλλος, συνηθισμένος ν’ ἀπολαμβάνει τὸ φῶς ἔξω, κλείνεται στὸ σκοτάδι ἀπὸ κάποια κακὴ ἐνέργεια.

Ἡ συμφορὰ τοῦ σκότους δὲ θὰ πλήξει καὶ τοὺς δυὸ ἐξίσου. Γιατί ὁ ἕνας γνωρίζει τί ἔχει στερηθεῖ καὶ θεωρεῖ σοβαρὴ τὴν ἀπώλεια τοῦ φωτός. Ἐνῶ ὁ ἄλλος ποὺ δὲν ἔνιωσε ποτὲ αὐτὴ τὴ χαρά, θὰ ζήσει χωρὶς λύπη, καὶ θὰ σκέπτεται πὼς δὲν ἔχασε κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ἐπειδὴ τρέφεται μέσα στὸ σκοτάδι.

Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ ἐπιθυμία ν’ ἀπολαύσει τὸ φῶς, θὰ ὁδηγήσει ἐκεῖνον μὲν στὸ νὰ ἐπινοήσει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ δεῖ καὶ πάλι τὸ φῶς, ποὺ στερήθηκε ἐξαιτίας τῆς κακῆς του ἐνέργειας. Ἐνῶ ὁ ἄλλος θὰ γεράσει τελείως ζωντας μέσα στὸ σκοτάδι, ἐπειδὴ δὲ γνώρισε τὸ καλύτερο, καὶ θὰ θεωρεῖ ἀγαθὸ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ αὐτὸ ποὺ κατέχει, δηλ. τὸ σκοτάδι.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Ἐκεῖνος ποὺ μπόρεσε νὰ δεῖ τὸ ἀληθινὸ ἀγαθό, κι ἔπειτα κατανόησε τὴ φτώχεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, θὰ νιώθει ὁπωσδήποτε τὴν ψυχὴ τοῦ δυστυχισμένη. Καὶ θὰ πενθεῖ γιατί ἡ παροῦσα ζωὴ δὲ βρίσκεται μέσα σὲ κεῖνο τὸ ἀγαθό.

Νομίζω, λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριος δὲ μακαρίζει τὴ λύπη, ἀλλὰ τὴ γνώση τοῦ ἀγαθοῦ, στὴν ὁποία ἔρχεται ὡς ἐπακόλουθό το πάθος τῆς λύπης, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει στὴ ζωὴ τὸ ἀγαθὸ ποὺ ζητᾶμε.

Τί εἶναι τὸ ἀγαθόν 

  1. Στη συνέχεια πρέπει νὰ ἐξετάσουμε τί ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο τὸ φῶς, μὲ τὸ ὁποῖο φωτίζεται τούτη ἡ σκοτεινὴ σπηλιὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης στὴ παροῦσα ζωή. Μήπως ὅμως ἡ ἐπιθυμία στοχεύει τὸ ἀκατόρθωτο καὶ τὸ ἀκατάληπτο; Γιατί, ὑπάρχει ἄραγε μέσα μας ὁ κατάλληλος λογισμός, γιὰ νὰ ἐρευνήσει τὴ φύση αὐτοῦ ποῦ ζητᾶμε; Ποιὰ ἔννοια ἀπ’ αὐτὲς τῶν ὀνομάτων καὶ τῶν λέξεων εἶναι ἱκανή, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὸ ἰσάξιο νόημα τοῦ ὑπερκείμενου φωτός; Πῶς νὰ ὀνομάσω τὸ ἀθέατο; Πῶς νὰ περιγράψω τὸ ἄυλο; Πῶς νὰ παρουσιάσω αὐτὸ ποῦ δὲν ἔχει μορφή; Πῶς νὰ προσδιορίσω αὐτὸ ποῦ δὲν ἔχει μέγεθος, δὲν ἔχει ποσό, δὲν ἔχει χαρακτήρα, δὲν ἔχει σχῆμα; Αὐτὸ ποῦ δὲ βρίσκεται οὔτε σὲ τόπο, οὔτε σὲ χρόνο; Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ κάθε διάβαση, ἀπὸ κάθε φανταστικὴ περιγραφή.

Ἔργο τοῦ εἶναι ἡ ζωὴ κι ἡ ὕπαρξη ὅλων ὅσα νοοῦνται ὡς πρὸς τὸ ἀγαθό. Γύρω ἀπ’ αὐτὸ θεωρεῖται κάθε ὑψηλὴ ἔννοια καὶ ὀνομασία: θεότητα, βασιλεία, δύναμη, αἰωνιότητα, ἀφθαρσία, καὶ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση κι ὅ,τι ἄλλο ὑψηλὸ ὑπάρχει καὶ νοεῖται καὶ λέγεται. πῶς εἶναι δυνατὸ καὶ μὲ ποιὲς σκέψεις νὰ ἔλθει μπροστὰ μας αὐτὸ τὸ ἀγαθό μας, ποὺ εἶναι θεατὸ καὶ δὲ βλέπεται; Αὐτὸ ποῦ χορηγεῖ τὴ ζωὴ στὰ ὄντα; Ἐνῶ αὐτὸ μένει πάντοτε τὸ ἴδιο καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ δημιουργηθεῖ; 

Ἡ τότε μακαριότητα κι ἡ παροῦσα ἀθλιότητα

  1. Αλλά γιὰ νὰ μὴν κουράζεται μάταια ὁ νοῦς, μὲ τὸ νὰ ἁπλώνεται στὸ ἄπειρο, θὰ σταματήσουμε νὰ περιεργαζόμαστε τὴ φύση τῶν ὑπερκειμένων ἀγαθῶν, γιατί εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν κατανοήσουμε. Ἀπὸ ὅσα ἐξετάσαμε, σχηματίσαμε κάποια ἔννοια τοῦ μεγέθους τους, καὶ τόσο μόνο κερδίσαμε, ὅσο νὰ μὴν μπορέσουμε μ’ αὐτὸ νὰ κατανοήσουμε αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε.

Κι ὅσο ἀνώτερο ἀπὸ τὴ γνώση μᾶς πιστεύουμε πὼς εἶναι κατὰ τὴ φύση τοῦ τὸ ἀγαθό, τόσο περισσότερο ἐπαυξάνουμε τὸ πένθος μᾶς γι’ αὐτά, ἐπειδὴ τὸ ἀγαθό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχουμε χωρισθεῖ, εἶναι τέτοιο καὶ τόσο μεγάλο, ὥστε νὰ μὴν μποροῦμε νὰ βαστάσουμε οὔτε τὴ γνώση του.

Κι ὅμως κάποτε οἱ ἄνθρωποι βρισκόμασε σὲ τέτοια κοινωνία μὲ τὸ Θεό, ποὺ ξεπερνάει κάθε δύναμη ἱκανὴ γιὰ νὰ καταλαβαίνει. Καὶ τόσο βαθιὰ μέσα στὴ φύση μᾶς βρισκόταν τὸ ἀγαθὸ ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια, ὥστε, διαμορφωμένος σύμφωνα μὲ τὴν πρωτότυπη εἰκόνα, ἀπὸ τὴν πανομοιότυπη ἐξομοίωση νὰ φαίνεται πὼς εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος.

Γιατί ὅσα σκεπτόμαστε τώρα μὲ τὸ νοῦ γιὰ τὸ ἀγαθό, ὅλα αὐτὰ ὑπῆρχαν καὶ στὸν ἄνθρωπο. Εἶχε δηλ. ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴ μακαριότητα καὶ τὴν αὐτοκυριαρχία καὶ τὴν ἐλευθερία. Δὲν εἶχε τὴ λύπη καὶ τὶς φροντίδες τῆς ζωῆς. Καὶ βρισκόταν πιὸ κοντὰ στὸ Θεό, καὶ μὲ τὴν καθαρὴ κι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε προπέτασμα διάνοια ἔβλεπε τὸ ἀγαθό.

Ὅλα αὐτὰ ὑπαινίσσεται σὲ μᾶς ὁ λόγος τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου μὲ λίγα λόγια, ὅταν λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ζοῦσε στὸν Παράδεισο κι ἀπολάμβανε τὰ ἐκεῖ φυτεμένα δένδρα. Τῶν δένδρων δὲ ἐκείνων καρπὸς ἦταν ἡ ζωὴ κι ἡ γνώση καὶ τὰ παρόμοια.

Ἂν ὑπῆρχαν σὲ μᾶς αὐτά, πὼς εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ θρηνήσεις γιὰ τὴ συμφορά, ὅταν παραβάλεις καὶ συγκρίνεις τὴν τότε μακαριότητα μὲ τὴ σημερινὴ ἀθλιότητα; Αὐτὸς ποὺ ἦταν ὑψηλός, ταπεινώθηκε. Αὐτὸς ποὺ πλάσθηκε σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, ἔγινε γῆ. Ὁ προορισμένος νὰ βασιλεύει ἔγινε δοῦλος.

Ὁ δημιουργημένος ἀθάνατος, καταστράφηκε ἀπὸ τὸ θάνατο. Αὐτὸς ποὺ ἀπολάμβανε τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου, μεταφέρθηκε σὲ τοῦτο τὸ νοσηρὸ καὶ κουραστικὸ μέρος. Ὁ σύντροφος τῆς ἀπάθειας τὴν ἀντάλλαξε μὲ τούτη τὴν κουραστικὴ καὶ θνητὴ ζωή.

Ὁ ἐλεύθερος κι αὐτόνομος ἔχει τώρα κυριευθεῖ ἀπὸ τέτοια καὶ τόσα κακά, ὥστε νὰ μὴν εἶναι εὔκολη οὔτε ἡ ἀπαρίθμηση τῶν τυράννων μας. Γιατί καθένα ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἔχουμε μέσα μας, ὅταν ἐπικρατήσει, ἐξουσιάζει αὐτὸν ποὺ ὑποδουλώθηκε.

Κι ὅπως ἕνας τύραννος, ἅμα καταλάβει τὴν ἀκρόπολη τῆς ψυχῆς, κακοποιεῖ τοὺς ὑπηκόους μὲ τοὺς ἴδιους τους ὑποδουλωμένους, χρησιμοποιώντας καταχρηστικὰ ὡς ὑπηρέτες τοὺς λογισμούς μας πρὸς τὸ συμφέρον του· ἔτσι ὁ θυμός, ἔτσι ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ θρασύτητα, τὸ πάθος τῆς λύπης καὶ τῆς χαρᾶς, τὸ μίσος, ἡ φιλονικία, ἡ ἀσπλαγχνία, ἡ σκληρότητα, ὁ φθόνος, ἡ κολακεία, ἡ μνησικακία, ἡ ἀπονιὰ κι ὅλα τα πάθη, ποὺ ἐννοοῦνται ἀπὸ τὴν ἀντίθεσή τους πρὸς ἐμᾶς, εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀπαρίθμηση μερικῶν τυράννων κι ἐξουσιαστῶν, ποὺ ὑποτάσσουν στὴν ἐξουσία τοὺς τὴν ψυχὴ σὰν αἰχμάλωτη.

Ἂν θελήσει κανεὶς νὰ σκεφθεῖ καὶ τὶς σωματικὲς συμφορές, ποὺ ἔχουν συμπλεχθεῖ καὶ στριφογυρίζουνε μὲ τὴ φύση μας, ἐννοῶ τὶς ποικίλες καὶ παντοειδεῖς μορφὲς τῶν ἀσθενειῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀρχικὰ δὲν εἶχε πείρα ὁ ἄνθρωπος, θὰ πλεονάσει πολὺ περισσότερό το δάκρυ, βλέποντας παράλληλά τα λυπηρὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ συγκρίνοντας τὰ κακὰ μὲ τὰ καλύτερα.

Τοῦτο, λοιπόν, φαίνετα νὰ διδάσκει ὁ Κύριος μὲ τρόπο μυστικό, ὅταν μακαρίζει τὸ πένθος, τὸ νὰ προσβλέπει δηλ. ἡ ψυχὴ πρὸς τὸ ἀληθινὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ μὴν καταποντίζεται μέσα στὴν πραγματικὴ ψευτιὰ τῆς ζωῆς. Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ ζήσει χωρὶς δάκρυα ὅποιος ἐξετάζει μὲ προσοχὴ τὰ πράγματα, οὔτε νὰ νομίζει, ὅποιος ἔχει ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, πὼς εἶναι βυθισμένη στὰ λυπηρά, ὅπως μποροῦμε νὰ τὸ διαπιστώσουμε αὐτὸ στὰ ἄλογα ζῶα.

Γι’ αὐτὰ εἶναι ἄθλια ἡ σωματική τους κατασκευή. Γιατί τί εἶναι ἀθλιότερο ἀπὸ τὴ στέρηση τοῦ λόγου; Αὐτὰ δὲν ἔχουν καμιὰ αἴσθηση τῆς συμφορᾶς τους, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοὺς κυλάει μὲ κάποια ἡδονή. Ὁ ἵππος π.χ. χλιμιντρίζει περήφανα, κι ὁ ταῦρος διασκορπίζει τὴ σκόνη μὲ τὰ πόδια του, τὸ γουρούνι σηκώνει τὸ τρίχωμα τῆς ράχης, τὰ σκυλιὰ παίζουν, τὰ μοσχάρια πηδοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Εἶναι δυνατὸ νὰ δεῖς σὲ καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα, νὰ δείχνει τὴν ἡδονὴ μέσα ἀπὸ μερικὰ σημάδια.

Σ’ αὐτὰ τὰ ζῶα, ἂν ὑπῆρχε ἡ κατανόηση τῆς ἀξίας τοῦ λόγου, δὲν θὰ περνοῦσαν τὴν ἄλαλη καὶ ἄθλια ζωὴ τοὺς μέσα στὴν ἡδονή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ ἐπίγνωση τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἔχει ἀποστερηθεῖ ἡ φύση μας. Γι’ αὐτοὺς ἡ διασκέδαση τῆς παρούσας ζωῆς βρίσκεται στὴν ἡδονή. 

Πρόσκαιρη καὶ σύντομη ἡ λειτουργία τοῦ πένθους

  1. Την ἡδονὴ γιὰ τὰ παρόντα ἀκολουθεῖ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὰ καλύτερα. Ὅποιος ὅμως δὲν ψάχνει, δὲ βρίσκει ἐκεῖνο ποὺ κατακτοῦν μόνο ὅσοι τὸ ἀναζητοῦν μὲ ἐνδιαφέρον. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὁ Κύριος μακαρίζει τὸ πένθος. Ὄχι δηλ. ἐπειδὴ κρίνει πὼς εἶναι αὐτὸ καθεαυτὸ μακάριο, ἀλλὰ γιὰ κεῖνο ποὺ προέρχεται ἀπ’ αὐτό. Κι αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴ σύνδεση τοῦ λόγου.

Τὸ πένθος εἶναι μακάριο γιὰ ὅσους πενθοῦν, ἐπειδὴ ἀναφέρεται στὴν παρηγοριά. «Μακάριοι, λέγει, εἶναι ὅσοι πενθοῦν», καὶ δὲ σταμάτησε τὸ λόγο σ’ αὐτὸ ἀλλὰ πρόσθεσε: «γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν». Αὐτὸ τὸ ἴδιο το σημεῖο νομίζω ὅτι ἀντιλήφθηκε νωρίτερα κι ὁ μεγάλος Μωυσῆς, ἢ καλύτερα ὁ Κύριος, ποὺ διὰ μέσου του Μωυσῆ διατάσσει μὲ τὶς συμβολικὲς διδασκαλίες γιὰ τὸ Πάσχα τὰ ἑξῆς: Νομοθετεῖ γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ ἄζυμο ψωμὶ γιὰ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, νὰ μαγειρεύουν γιὰ φαγητὸ τὶς πικρίδες, ὥστε μ’ αὐτὰ τὰ σύμβολα νὰ μάθουμε ἐμεῖς, πὼς δὲν εἶναι δυνατό, νὰ μετάσχουμε σὲ κείνη τὴ μυστικὴ γιορτή, στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἂν δὲν ἀναμιχθοῦν θεληματικὰ oι πικρίδες τῆς ζωῆς αὐτῆς μὲ τὴν ἁπλὴ κι ἄζυμη ζωή.

Γι’ αὐτὸ κι ὁ Δαβίδ, μολονότι βλέπει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ ἀνώτατο σημεῖο τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας, ἐννοῶ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα, χρησιμοποιεῖ ἄφθονα στὴ ζωὴ τοῦ τὶς πικρίδες, κι ἀναστενάζει μὲ κραυγὲς καὶ θρηνεῖ γιὰ τὴν παράταση τῆς παραμονῆς του ὡς πάροικου στὴν ἐν σαρκὶ ζωή, καὶ λιώνει, ἐπιθυμώντας τὰ καλύτερα. «Ἀλίμονο σὲ μένα, γράφει, γιατί παρατείνεται ὁ χρόνος τῆς παραμονῆς μου στὴ γῆ ὡς παροίκου» (Ψάλμ. 119, 5).

Σὲ ἄλλο δὲ ψαλμὸ (ἐννοεῖ ὅλο τὸν 83 καὶ ἰδιαίτερά το στ. 11), ἔχοντας προσηλωμένο σταθερά το βλέμμα πρὸς τὸ κάλλος τῶν οὐρανίων καταλυμάτων, γράφει ὅτι ἐπιθυμεῖ ὑπερβολικὰ νὰ βρεθεῖ ἐκεῖ ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους, παρὰ νὰ εἶναι ὁ πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς ἐδῶ, ἐπειδὴ τὸ κρίνει προτιμότερο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂν κάποιος θὰ ἤθελε νὰ κατανοήσει ἀκριβέστερα τὴ δύναμη αὐτοῦ του μακάριου πένθους, ἃς ξαναθυμηθεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴ διήγηση τὴ σχετικὴ μὲ τὸ Λάζαρο καὶ τὸν πλούσιο, στὴν ὁποία (Λουκᾶ 16, 19-31) ἀποσαφηνίζεται καθαρότερα γιὰ μᾶς αὐτὴ ἡ ἀλήθεια.

Γιατί λέγει ὁ Ἀβραὰμ πρὸς τὸν πλούσιο: «Θυμήσου ὅτι σὺ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω τα ἀγαθά σου στὴ ζωή σου. Τὸ ἴδιο κι ὁ Λάζαρος τὰ δεινά. Γι’ αὐτὸ τώρα αὐτὸς μὲν παρηγορεῖται, σὺ δὲ ὑποφέρεις» (στ. 25). Φαίνεται ὅμως ὅτι μᾶς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἡ ἔλλειψη θέλησης, ἢ μᾶλλον ἡ κακὴ θέληση.

Γιατί ὁ Θεὸς ἐνομοθέτησε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ ἀγαθὸ ἀνόθευτο ἀπ’ τὸ κακὸ κι ἀπαγόρευσε νὰ ἀνακατεύεται τὸ καλὸ μὲ τὴ δοκιμὴ τοῦ κακοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως ἐμεῖς, παρακινημένοι ἀπὸ τὴ λαιμαργία, χορτάσαμε ἀπ’ τὸ ἀντίθετο, δηλ. τὸ κακό, κι ἐννοῶ τὴ δοκιμὴ τῆς παρακοῆς στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ πρέπει ὁπωσδήποτε ἡ ἀνθρώπινη φύση νὰ βρεθεῖ καὶ στὰ δύο.

Νὰ δοκιμάσει δηλ. ὡς ἕνα βαθμὸ κι αὐτὸ ποὺ λυπεῖ κι αὐτὸ ποὺ εὐχαριστεῖ. Ἐφόσον εἶναι δύο oι βίοι καὶ διπλὴ ἡ ζωὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς βίους αὐτούς, ὅταν θεωρηθεῖ ξεχωριστά, διπλὴ εἶναι κι ἡ εὐφροσύνη. Ἡ μία εἶναι γιὰ τὴν παροῦσα ζωή, ἡ ἄλλη γιὰ κείνην ποὺ ἐλπίζουμε.

Συνεπῶς μακάριο θὰ ἦταν, τὸ μερίδιο τῆς εὐφροσύνης γιὰ τὰ ἀληθινὰ ἀγαθὰ νὰ τὸ ἀφήσουμε στὴν αἰώνια ζωή, καὶ νὰ ὁλοκληρώσουμε τὸ ἔργο τῆς λύπης σ’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη καὶ σύντομη ζωή. Καὶ νὰ θεωροῦμε ζημιὰ ὄχι τὴ στέρηση κάποιου ἀπὸ τὰ εὐχάριστα σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὸ νὰ βρεθοῦμε ξεπεσμένοι ἀπὸ τὰ καλύτερα, ἐπειδὴ ἀπολαύσαμε αὐτά, δηλ. τὰ χειρότερα. Ἄν, λοιπόν, μακαριότητα εἶναι νὰ ἔχεις τὴν εὐφροσύνη ἀτέλειωτη στοὺς ἄπειρους αἰῶνες καὶ νὰ παρατείνεται αἰώνια, πρέπει ἡ ἀνθρώπινη φύση νὰ δοκιμάσει ὁπωσδήποτε καὶ τὰ ἀντίθετα.

Δὲν εἶναι πιὰ δύσκολο ν’ ἀντιληφθοῦμε τὸ νόημα τοῦ λόγου, γιατί θὰ παρηγορηθοῦν στοὺς ἄπειρους αἰῶνες αὐτοὶ ποὺ τώρα πενθοῦν. Κι ἡ παρηγοριὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Παρακλήτου. Προσωπικὴ δὲ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ χάρη τῆς παρηγοριᾶς.

Μακάρι νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἄξιοι αὐτῆς τῆς παρηγοριᾶς μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

πηγή