«Ὅταν ὁ λέων βρυχηθῆ, ποὶος δὲν θὰ φοβηθῆ; Ὅταν Κύριος ὁ Θεὸς ὁμιλῆ, ποὶος δὲν θὰ προφητεύση;» . Ἂς ἀρχίσωμεν τὸν λόγον μας μὲ τὰ προφητικὰ λόγια καὶ ἂς πάρωμεν συνεργὸν εἰς τὴν ἀνάγκην τῶν προκειμένων, δηλαδὴ τώρα ποὺ ἐκθέτομεν καὶ τὴν σκέψιν καὶ τὴν γνώμην διὰ αὐτὰ ποὺ εἶναι συμφέροντα, τὸν θεοφόρον Ἀμῶς, ὁ ὁποῖος ἐθεράπευσε συμφορᾶς, ὅμοιας μὲ τὰ κακὰ ποὺ ὑπερβολικὰ ἐνοχλοῦν ἠμᾶς. Διότι καὶ ὁ προφήτης αὐτός, κατὰ τὴν διαδρομὴν τῶν παλαιο-τέρων χρόνων, ὅταν ὁ λαὸς εἶχεν ἐγκαταλείψει τὴν πατρικὴν εὐσέβειαν καὶ εἶχε καταπατήσει τὴν ἀκρίβειαν τῶν νόμων καὶ εἶχε ξεγλυστρίσει εἰς τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων, ἐκήρυξε τὴν μετάνοιαν, μὲ τὸ νὰ συμβουλεύη τὴν ἐπιστροφὴν καὶ μὲ τὸ νὰ ἐξαγγέλλη τὴν ἀπειλὴν τῶν τιμωριῶν.

Ἐγὼ δὲ μακάρι νὰ ἐπω¬φεληθῶ μέχρι ἑνὸς σημείου ἀπὸ τὸν ζῆλον τῆς παλαιᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καὶ τὸ νὰ ἰδῶ ἐπὶ πλέον νὰ ἀκόλουθη ἡ ἔκβασις τῶν τότε γεγονότων. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ λαὸς ἀπείθησε καὶ ὡσὰν ἄγριον καὶ δυσυπότακτον πουλάρι ἐδάγκασε τὰ χαλινάρια, δὲν ὠδηγήθη πρὸς τὸ συμφέρον ἀλλὰ ἀφοῦ ἐξέφυγεν ἀπὸ τὸν ἴσιον δρόμον, ἔτρεξε τόσον πολὺ ἄτακτα καὶ ἐξηγριώθη ἐναν¬τίον τοῦ καβαλλάρη μέχρι τοῦ σημείου νὰ πέση εἰς τὰ βάραθρα καὶ τοὺς κρημνοὺς καὶ νὰ ὑποστῆ πανωλεθρίαν, ἀξίαν πρὸς τὴν ἀνυπακοήν του. Αὐτὸ μακάρι νὰ μὴ συμβῆ τώρα εἰς ἠμᾶς, παιδιά μου, «πού σας ἐγέννησα διὰ τοῦ Εὐαγγελίου» καὶ σᾶς ἐσπαργάνωσα διὰ τῆς εὐλογίας τῶν χεριῶν μου. Ἀλλ’ ἂς ὑπάρχη ἀγαθὴ ἀκοή, ψυχὴ πρόθυμος, ποὺ νὰ δέχεται ἀπα¬λὰ τᾶς συμβουλᾶς, νὰ ὑποχωρῆ εἰς τὸν ὁμιλητήν, ὅπως τὸ κηρὶ εἰς τὸν σφραγιστήν, διὰ νὰ λάβω καὶ ἐγὼ μὲ μίαν τέτοιαν ἐπιμέλειαν, γλυκὺν καρπὸν ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ ἐσεῖς νὰ ἐπαινέ¬σετε τὴν συμβουλὴν ποὺ γίνεται, ὅταν θὰ ἔχωμεν ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τᾶς συμφορᾶς. Ποὶον λοιπὸν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνει μὲν ὁ λόγος, ἀλλὰ κρατεῖ
ἀκόμη εἰς ἀβεβαιότητα τᾶς ψυχᾶς, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τὸ ἀκούσουν, διότι βραδύνει νὰ ἀνακοίνωση τὸ ἀναμενόμενον;
2. Βλέπομεν, ἀδελφοί, τὸν οὐρανὸν ἑρμητικὰ κλειστόν, γυμνὸν καὶ ἀνέφελον, νὰ κάμνη μισητὴν αὐτὴν τὴν αἰθρία καὶ νὰ προκαλῆ λύπην μὲ τὴν καθαρότητα, τὴν ὁποίαν πάρα πολὺ ἐπεθυμούσαμεν προηγουμένως, ὅταν κάποτε, ἀφοῦ ἐσκεπάσθη διὰ πολὺν καιρὸν μὲ τὰ σύννεφα, μᾶς ἔκαμε σκοτεινοὺς καὶ ἀνηλίους. Καὶ ἡ γῆ ἀφοῦ κατηξηράνθη εἰς τὸ ἔπακρον εἴ¬ναι δυσάρεστος εἰς τὸ νὰ τὴν ἰδῆ κανείς• εἶναι στείρα δὲ καὶ ἄγο¬νος διὰ τὴν γεωργίαν ἔχει κομματιασθῆ εἰς σχίσματα καὶ δέχεται κατάβαθα τὴν ἀκτίνα νὰ τὴν φωτίζη. Καὶ αἳ πλούσιαι καὶ ἀ¬στείρευτοι πηγαί μας ἔλειψαν καὶ τὰ νερὰ τῶν μεγάλων ποτα¬μῶν ἐστείρευσαν, μικρότατα δὲ παιδιὰ τὰ διαβαίνουν πεζὴ καὶ αἳ γυναῖκες τὰ περνοῦν φορτωμένοι. Πολλοὺς ἀπὸ ἠμᾶς, μᾶς ἔλειψεν ἀκόμη καὶ τὸ πόσιμον νερὸν καὶ κινδυνεύομεν διὰ τοῦτο νὰ πεθάνωμεν. Ὡς νέοι Ἰσραηλίται, ποὺ ἀναζητοῦν νέον Μωυσὴν καὶ θαυματουργικὸν ραβδί, διὰ νὰ ἰκανοποιή¬σουν, ἀφοῦ καὶ πάλιν κτυπηθοῦν αἳ πέτραι, τὴν ἀνάγκην τοῦ λαοῦ ποὺ διψᾶ? σύννεφα δὲ παράδοξα νὰ καταβρέξουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τροφὴν ἀσυνήθη, ὅπως τὸ μάννα. Ἂς προσέξωμεν νὰ μὴ γίνωμεν εἰς τοὺς μεταγενεστέρους θλιβερὸν διή¬γημα πείνης καὶ τιμωρίας.
Ἀντίκρυσα τὰ χωράφια καὶ ἔκλαψα πολὺ διὰ τὴν ἀκαρπίαν τῶν, καὶ ἐσκόρπισα τὸν θρῆνον, ἐπειδὴ εἰς ἠμᾶς δὲν ἔπεσε βροχή. Ἄλλα μὲν ἀπὸ τὰ σπέρματα ἔχουν ξηρανθῆ προτοῦ φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εἰς τοὺς σβώλους, ὅπως τὰ ἐσκέπασε τὸ ἀλέτρι. Ἀλλά, δὲ μόλις ἐφύτρωσαν ὀλίγον καὶ ἐβλάστησαν, τὰ κατεμάρανεν ἀξιολύπητα ὁ καύσων, ἔτσι ὥστε τώρα εὐκαίρως νὰ ἀντιστρέψη κανεὶς τὸν εὐαγγελικὸν λόγον καὶ νὰ εἰπῆ• οἱ μὲν ἐργᾶται πολλοί, ὁ δὲ θερισμὸς οὔ¬τε ὀλίγος. Καὶ οἱ γεωργοί, καθήμενοι εἰς τὰ χωράφια καὶ πιάνοντες τὰ γόνατά τους μὲ τὰ χέρια τῶν (διότι αὐτὸς εἴ¬ναι ὁ τρόπος αὐτῶν ποὺ πενθοῦν), κλαίουν διὰ τοὺς χαμέ¬νους κόπους τῶν. Ἀντικρύζουν τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ ὀδύρον¬ται, ἀτενίζουν τᾶς γυναίκας καὶ θρηνοῦν, χαϊδεύουν καὶ ψηλα¬φίζουν τὰ ξηρὰ χορτάρια τῶν γεννημάτων καὶ κραυγάζουν δυνατά, ὡσὰν οἱ πατέρες ποὺ ἔχουν χάσει τὰ παιδιὰ τῶν ἐπά¬νω εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τῶν. Ἂς λεχθῆ λοιπὸν καὶ πρὸς ἠμᾶς ἀπὸ τὸν ἴδιον προφήτην, ποὺ ὀλίγον προηγουμένως εἰς τὸ προοίμιον ἀνεφέραμεν «ἐγὼ ἐπίσης, λέγει, κατεκράτησα ἀπό σας τὴν βροχὴν τρεῖς μήνας πρὸ τοῦ θερισμοῦ καὶ ἔβρεξα εἰς μίαν πόλιν καὶ εἰς ἄλλην πόλιν δὲν ἔβρεξα. Τὸ ἕνα χωράφι ἐποτίσθη καὶ τὸ ἄλλο, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἔβρεξα, ἐξηράνθη. Καὶ συνηθροίζοντο δυὸ ἢ τρεῖς πόλεις εἰς μίαν διὰ νὰ πῖουν νερόν, χωρὶς νὰ ἠμποροῦν νὰ κατασβέσουν τὴν δίψαν τῶν καὶ αὐτὰ διότι σεῖς δὲν ἐπιστρέψατε εἰς ἐμέ, λέγει, ὁ Κύριος» .
Ἂς μάθωμεν λοιπὸν ὅτι ὁ Θεός μας δίδει αὐτὰ τὰ χτυπήματα, διότι ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἀμελήσαμεν. Δὲν ἐπιδιώκει νὰ μᾶς συντρίψη, ἀλλὰ φροντίζει νὰ μᾶς διορθώση, ὅπως κάμνουν οἱ καλοὶ ἀπὸ τοὺς πα¬τέρες καὶ αὐτοὶ ποὺ φροντίζουν διὰ τὰ τέκνα, οἱ ὁποῖοι θυμώνουν ἐναντίον τῶν νέων καὶ ἐξοργίζονται, ὄχι διότι θέλουν νὰ τοὺς κα¬κοποιήσουν, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν ἀπὸ τὴν νηπιώδη ἀδιαφορίαν καὶ τὰ ἁμαρτήματα τῆς νεότητος εἰς τὴν ἐπιμέλειαν.
Κυττᾶτε λοιπὸν πὼς ἡ πληθώρα τῶν ἰδικῶν μας ἁμαρτημάτων ἔβγαλε καὶ τᾶς ἐποχᾶς ἀπὸ τὴν ἰδὶαν τῶν τὴν φύσιν καὶ ἤλλαξε τὰ εἴδη τῶν καιρῶν εἰς ἀλλόκοτα ἀνακατώματα. Ὁ χειμὼν δὲν εἶχε τὴν συνήθη ὑγρασίαν μαζὶ μὲ τὴν ξηρασίαν, ἀλλὰ ὅλην τὴν ὑγρασίαν τὴν ἔκαμε παγωνιὰν καὶ τὴν ἀπεξήρανε καὶ ἐπέρασε χωρὶς χιόνια καὶ βροχᾶς. Ἡ ἄνοιξις πάλιν ἔδειξε μὲν τὸ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά της, ἐννοῶ τὴν θερ¬μότητα, δὲν εἶχεν ὅμως τὴν βροχερᾶν περίοδον. Ζέστη δὲ καὶ παγωνιὰ παραδόξως ὑπερέβησαν τὰ φυσικὰ ὅρια καὶ ἀδίκως συνεφώνησαν εἰς τὸ νὰ μᾶς βλάψουν καὶ ἐξαποστέλλουν ἀπὸ τὸν βίον καὶ τὴν ζωὴν τοὺς ἀνθρώπους. Ποὶα λοιπὸν εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀταξίας καὶ τῆς συγχύσεως; Ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸς ὁ νεωτερισμὸς τῶν καιρῶν; Ὡς ἄνθρωποι μυαλωμένοι ἂς ἐρευνήσωμεν ὡς λογικοὶ ἂς συλλογισθοῦμεν. Μήπως ὁ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος δὲν ὑπάρχει; Μήπως ὁ ἀριστο-τέχνης Θεὸς ἐξέχασε τὴν πρόνοιάν του; Μήπως ἔχασε τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δύναμιν; Ἢ κατέχει μὲν τὴν ἰδὶαν δύναμιν καὶ δὲν ἀπώλεσε τὴν ἐξουσίαν, παρεφέρθη δὲ εἰς σκληρότητα καὶ μετέβαλεν εἰς μισανθρωπίαν τὴν ὑπερβολικὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν κηδεμονίαν τοῦ πρὸς ἠμᾶς; Σώφρων ἄνθρωπος δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ τὸ εἰπῆ.
Ἀλλ’ εἶναι ὁλοφάνερα τὰ αἴτια λόγω τῶν ὁποίων δὲν κυβερνώμεθα. Ἐνῶ ἠμεῖς λαμβάνομεν, δὲν δίδομεν εἰς ἄλλους. Ἐνῶ ἐπαινοῦμεν τὴν εὐεργεσίαν, τὴν ἀπο-στεροῦμεν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν χρειάζονται. Ἐνῶ εἴμεθα δού¬λοι καὶ ἐλευθερωνόμεθα, δὲν εὐσπλαγχνιζόμεθα τοὺς συνδούλους μας. Ἐνῶ πεινῶμεν καὶ τρεφόμεθα, περιφρονοῦμεν τὸν ἐνδεῆ. Ἐνῶ ἔχομεν Θεόν, ἀνενδεὴ χορηγὸν καὶ ταμίαν, ἔχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες καὶ ἀμέτοχοι εἰς τᾶς ἀνάγκας τῶν πτωχῶν. Τὰ πρόβατά μας εἶναι γόνιμα καὶ ὅμως οἱ γυμνοὶ εἶναι περισ¬σότεροι ἀπὸ τὰ πρόβατα. Αἳ ἀποθῆκαι ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀποθηκευμένων ἀγαθῶν στενοχωροῦνται καὶ ἠμεῖς δὲν ἐλεοῦμεν αὐτὸν ποὺ στενάζει. Διὰ τοῦτο ἡ δικαία κρίσις μας ἀπει¬λεῖ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀνοίγει τὸ χέρι του, διότι ἠμεῖς ἀπεκλείσαμεν τὴν φιλαδελφίαν. Διὰ τοῦτο τὰ χωράφια εἶναι ξηρά, διότι ἡ ἀγάπη ἐπάγωσεν.
3. Ἡ φωνὴ αὐτῶν ποὺ κάμνουν λιτανείαν εἰς τὰ χαμένα βοᾶ καὶ διασκορπίζεται εἰς τὸν ἀέρα. Διότι οὔτε ἠμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοὺς ποὺ ἐζητοῦσαν ἀπὸ ἠμᾶς. Ὁποία δὲ ἡ προσευχή μας καὶ ἡ δέησις; Οἱ ἄνδρες, πλὴν ὀλίγων, ἀσχολεῖσθε μὲ τὸ ἐμπόριον καὶ αἳ γυναῖκες τοὺς ὑπηρετεῖτε εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ μαμωνᾶ. Ὀλίγοι εἶναι μαζί μου καὶ μὲ τὴν προσευχήν, καὶ αὐτοὶ αἰσθάνονται ζάλην, χασμωριοῦνται, συνεχῶς γυ¬ρίζουν καὶ παρακολουθοῦν πότε θὰ τελειώση ὁ ψάλτης τοὺς στίχους, πότε θὰ ἀπολυθοῦν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὡσὰν ἀπὸ φυλακὴν καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην τῆς προσευχῆς. Καὶ μάλιστα τὰ παιδιά, οἱ μικροὶ αὐτοὶ ποὺ ἄφησαν τὰ βιβλία τῶν εἰς τὰ σχολεῖα καὶ συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν τὸ πράγμα μᾶλλον ὡσὰν εὐκολίαν καὶ διασκέδασιν καὶ μεταβάλλουν τὴν λύπην μας εἰς ἑορτήν, διότι ἀπαλλάσσονται δὶ ὀλίγον ἀπὸ τὴν φορτικότητα τοῦ διδασκάλου καὶ τὴν φρον¬τίδα τῶν μαθημάτων.
Τὸ πλῆθος ὅμως τῶν ὡρίμων ἀνδρῶν καὶ ὁ λαὸς ποὺ εἶναι περιπεπλεγμένος εἰς τᾶς ἁμαρτίας, ἀχαλί¬νωτος καὶ ἐλεύθερος καὶ χαρούμενος βολτάρει εἰς τὴν πόλιν. Αὐτὸς περιφέρει τὴν αἰτίαν τῶν κακῶν εἰς τᾶς ψυχᾶς, αὐτός, ὑπεκίνησε καὶ ἀπειργάσθη τὴν συμφοράν. Βρέφη δὲ ποὺ δὲν νοιώθουν καὶ εἶναι ἀκατηγόρητα σπεύδουν καὶ συνωθοῦνται πρὸς τὴν ἐξομολόγησιν, χωρὶς νὰ ἔχουν οὔτε τὴν αἰτίαν αὐτῶν ποὺ προξενοῦν τὴν λύπην οὔτε τὴν γνῶσιν ἢ τὴν δύναμίν της συνήθειας νὰ προσευχηθοῦν. Ἐσύ, παρακαλῶ, προχώρησε εἰς τὸ μέσον, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἀνακατωμένος μὲ τᾶς ἁμαρτίας. Ἐσὺ γονάτισε καὶ κλάψε καὶ στέναξε. Ἄφησε τὸ βρέφος νὰ κάμνη αὐτὰ ποὺ ἁρμόζουν εἰς τὴν ἡλικίαν. Διατί, ἐνῶ κατηγο¬ρεῖσαι, κρύβεσαι καὶ ὁδηγεῖς εἰς ἐξομολόγησιν τὸ ἀνεύθυνον; Μή¬πως δηλαδὴ ξεγελιέται ὁ κριτής, ὥστε νὰ ἀντικαταστήσης κρυφὰ τὸν ἑαυτόν σου μὲ ἄλλο πρόσωπον; Ἔπρεπε βέβαια καὶ ἐκεῖνο νὰ παρίσταται ἐξάπαντος μαζί σου, ὄχι μόνον. Βλέπεις πὼς καὶ οἱ Νινευίται, ὅταν μὲ τὴν μετάνοιαν παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ ἐπενθοῦσαν διὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν, αὐτὰ ποὺ μετὰ τὴν θάλασσαν καὶ τὸ κῆτος ἀνεβόησεν ὁ Ἰωνάς, δὲν ὠδήγησαν μόνον τὰ βρέφη εἰς τὴν μετάνοιαν ἀλλὰ καὶ τοὺς μεγάλους. Οἱ ἴδιοι δὲν ἐζοῦσαν τὴν ζωὴν τῶν μὲ τρυφὴν καὶ εὐωχίας, ἀλλ’ ἡ νηστεία καθυπέταξε πρῶτα τοὺς πατέρας, αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἁμαρτήσει. Καὶ ἡ τιμωρία ἐβασάνιζε τοὺς πατέρας καὶ κατὰ ἕνα λόγον παραπάνω ἐξ ἀνάγκης ἐθρηνοῦσαν καὶ τὰ βρέφη, διὰ νὰ κυριαρχήση εἰς κάθε ἡλικίαν ἡ σκυθρωπότης, καὶ εἰς αὐτὴν ποὺ νοιώθει τὴν ἁμαρτίαν καὶ εἰς αὐτὴν ποὺ δὲν τὴν νοιώθει, καὶ εἰς τὴν μὲν μίαν προαιρετικῶς εἰς δὲ τὴν ἄλλην κατ’ ἀνάγκην.
Καὶ ἔτσι ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοὺς εἶδε νὰ ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τοὺς ἑαυτοὺς τῶν εἰς πάνδημον κακουχίαν, ἐξαιρετικὰ ὑπερ¬βολικήν, καὶ εὐσπλαγχνίσθη διὰ τὴν συμφορὰν καὶ τὴν τιμωρίαν ἐπῆρεν ὀπίσω καὶ τὴν χαρὰν ἐχάρισεν εἰς αὐτοὺς ποὺ μὲ συναίσθησιν ἐπένθησαν. Ὢ πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ὢ πόσον σοφὴ καὶ συμπυκνωμένη θλίψις! Οὔτε τὰ ζῶα τὰ ἄφη¬σαν ἔξω ἀπὸ τὴν τιμωρίαν, ἀλλὰ καὶ δι’ αὐτὰ ἐπενόησαν, ὥστε κατ’ ἀνάγκην νὰ φωνάζουν.
Πράγματι τὸ μοσχάρι τὸ ἐχώρισαν ἀπὸ τὴν ἀγελάδα καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ἀπεμάκρυναν ἀπὸ τὸ μητρικὸν μαστάρι καὶ τὸ βρέφος ποὺ ἐβύζανε δὲν ἐκρατεῖτο εἰς τᾶς ἀγκάλας τῆς μητρός του. Εἰς ξεχωριστᾶς μάνδρας ἦταν αἳ μητέρες καὶ εἰς ξαχωριστᾶς τὰ τέκνα. Φωναὶ δὲ θλιβεραὶ ἀπὸ ὅλα ποὺ ἀντιβοοῦσαν καὶ ἀντηχοῦσαν ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλην. Τὰ τέκνα ποὺ ἐπεινοῦσαν, ἐζητοῦσαν τᾶς πηγᾶς τοῦ γάλακτος καὶ αἳ μητέρες, ποὺ ἐσπάρασαν ἀπὸ τὸ φυσικὸν πάθος, μὲ συμπαθεῖς φωνᾶς ἐκαλοῦσαν τὰ τέκνα τους. Τὰ βρέφη ποὺ καθ’ ὅμοιον τρόπον ἐπεινοῦσαν, ἐξεσποῦσαν εἰς δυνατὸν κλάμα καὶ ἐσπαρταροῦσαν καὶ αἳ μητέρες ἐκεντρίζοντο εἰς τὰ σπλάγχνα ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς συγγενείας. Καὶ διὰ τοῦτο ὁ θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτῶς τὴν μετάνοιαν ἐκείνων διὰ νὰ γίνη κοινὴ διδασκαλία τῆς ζωῆς. Ὁ γέρων ἐθρηνοῦσε δι’ ἐκεῖνα• ἐμαδοῦσε τὰ λευκὰ μαλλιά του καὶ τὰ ξερίζωνεν. Ὁ νέος καὶ ὁ ὥριμος δυνατώτερα ἔκλαιγαν. Ὁ πτωχὸς ἐστέναζε καὶ ὁ πλού¬σιος, λησμονῶν τὴν καλοπέρασιν, ἐζοῦσε τὴν κακουχίαν ὡς καλήν. Ὁ βασιλεὺς αὐτῶν εἶχε μεταβάλει τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν δόξαν εἰς ἐντροπήν. Ἔβγαλε τὸ στέμμα καὶ ἐσκόνισε τὴν κεφαλήν του. Ἔβγαλε τὸ βασιλικὸν ἔνδυμα καὶ ἐφόρεσε τὸν σάκκον τοῦ πένθους. Ἄφησε τὸν ὑψηλὸν καὶ μετάρσιον θρόνον καὶ θλιμμένος ἐκυλίετο εἰς τὴν γῆν. Ἄφησε τὴν ἀξιοπρέπειαν ποὺ προσιδιάζει εἰς τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα καὶ ἐθρηνοῦσε μαζὶ μὲ τὸν λαόν. Ἔγινεν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ αὐτός, ὅταν εἶδε τὸν κοινὸν Δεσπότην τῶν ὅλων νὰ ὀργίζεται.
4. Αὐτὸ εἶναι τὸ φρόνημα τῶν εὐαίσθητων δούλων. Τέ¬τοια εἶναι ἡ μετάνοια αὐτῶν ποὺ ἐνέχονται εἰς ἁμαρτίας. Η¬μείς διαπράττομεν προθύμως μὲν τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ μὲ ὀλιγωρίαν καὶ ὀκνηρίαν ἀναλαμβάνομεν τὴν μετάνοιαν. Ποὶος προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διὰ νὰ λάβη βροχὴν καὶ σταγόνας εἰς τὸν κατάλληλον καιρόν; Ποίος, ποῦ καθαρίζει ἁμαρτίας, ἔ¬βρεξε τὸ κρεβάτι του μὲ δάκρυα κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Δαβίδ; Ποὶος ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν ξένων καὶ ἐκαθάρισε τὴν σκόνην ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, διὰ νὰ ἐξευμένιση τὸν Θεὸν κατὰ τὸν καιρὸν ποῦ ζητᾶ τὴν λύσιν τῆς ξηρασίας; Ποὶος ἔθρεψε τὸ ὀρφανὸν ἀπὸ πατέρα παιδί, διὰ νὰ θρέψη τώρα ὁ Θεὸς τὰ σιτηρὰ πρὸς χάριν μας, ποῦ σὰν ὀρφανὰ πλήττονται ἀπὸ τὴν κακὴν σύγκρασιν τῶν ἀνέμων; Ποὶος περιέθαλψε χήραν ποῦ βασανίζεται ἀπὸ τᾶς δυσκολίας τῆς ζωῆς, διὰ νὰ τοῦ ἀποδοθῆ τώρα ἡ ἀναγκαία τροφή;
Ξέσχισε τὸ ἄδικον γραμμάτιον, διὰ νὰ λυθῆ ἔτσι ἡ ἁμαρτία. Ἐξαφάνισε τὴν ὁμολογίαν τῶν βαρύτατων τόκων διὰ νὰ γεννήση ἡ γῆ τὰ συνηθισμέ¬να προϊόντα. Διότι ὅταν ὁ χαλκὸς καὶ ὁ χρυσὸς καὶ τὰ ἄγο¬να παρὰ φύσιν γεννοῦν, τότε γίνεται στείρα αὐτὴ ποὺ ἐκ φύσεως γεννᾶ καὶ καταδικάζεται εἰς ἀκαρπίαν πρὸς τιμωρίαν τῶν κατοίκων της. Ἂς ἀποδείξουν λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ τιμοῦν τὴν πλεονεξίαν, αὐτοὶ ποὺ συνάγουν ὑπερβολικὰ τὸν πλοῦτον, ποὶα εἶναι ἡ δύναμις τῶν ἀποθηκευθέντων, ἢ ποῖον τὸ ὄφελος, ἂν ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει ὀργισθῆ ἐπιτείνει περισσότερον τὴν τιμωρίαν. Ἴσως αὐτοὶ γίνουν πιὸ κίτρινοι ἀπὸ τὸν χρυσὸν ποὺ ἐπισωρεύουν, ἐὰν δὲν ἀποκτήσουν τὸ ψωμί, ποὺ μέχρι χθὲς καὶ προχθὲς ἐπεριφρονεῖτο, λόγω τῆς εὐκόλου προμήθειάς του.
Ἂς ὑποθέσωμεν ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ πωλητής, οὔτε ὑπάρχει σιτάρι εἰς τᾶς ἀποθήκας? ποὶα εἶναι τότε ἡ χρησιμότης τῶν βαρύτατων πορτοφολιῶν; Πές μου; Δὲν θὰ ἐνταφιασθῆς μαζὶ μ’ αὐτά; Δὲν εἶναι χῶμα ὁ χρυσός; Δὲν θὰ κῆται ὡς ἄχρηστος πηλὸς δίπλα εἰς τὸ χωμάτινον σῶμα; Ὅλα τὰ ἀπέκτησες καὶ ὅμως δὲν κατέχεις ἕνα ἀναγκαῖον πράγμα• τὴν δύναμιν νὰ τρέφης τὸν ἑαυτόν σου. Ἕνα σύννεφον ἐδημιούργησεν ὁλόκληρον τὸν πλοῦτον. Ἐπινόησε τὸν πόρον ὀλίγων σταγονι¬δίων, ἐξανάγκασε τὴν γῆν νὰ καρποφορήση. Ἐξαφάνισε τὴν συμφορὰν μὲ τὸν ὑπερήφανον καὶ κρυμμένον πλοῦτον.
Πιθανὸν νὰ παρακάλεσης κάποιον ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς, διὰ νὰ σοῦ χαρίση μὲ τᾶς προσευχᾶς του, ὅπως ὁ Θεσβίτης Ἠλίας, τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὰ δεινά, δηλαδὴ ἄνθρωπον ἀκτήμονα, ὠχρόν, ξυπόλυτον, ἄστεγον, ἀνέστιον, ἄπορον, ποὺ φορεῖ ἕνα χιτώνα, ὅπως ὁ Ἠλίας τὴν μηλωτήν, καὶ ποὺ ἔχει σύντροφον τὴν προσ¬ευχὴν καὶ τρέφεται μὲ τὴν ἐγκράτειαν. Καὶ ἂν ἐπιτύχης μὲ τὴν παράκλησίν σου τὴν βοήθειάν του, δὲν θὰ περιφρόνησης πολὺ τὰ κτήματα ποῦ ἔχουν πολλᾶς φροντίδας; Δὲν θὰ περιφρόνη¬σης τὸν χρυσόν; Δὲν θὰ διασκόρπισης, ὡσὰν κοπριάν, τὸν ἄργυρον, πού, ἐνῶ προηγουμένως τὸν ἀποκαλοῦσες παντοδύναμον καὶ πολὺ ἀγαπητόν, τώρα τὸν ἐγνώρισες ὀκνηρὸν βοηθὸν εἰς τὴν ἀνάγκην; Διὰ σὲ ἔκρινεν ἀξίαν καὶ τὴν συμφορὰν αὐτήν. Διότι ἐνῶ εἶχες δὲν ἔδιδες, διότι παρέβλεπες τοὺς πεινώντας, διότι δὲν ἐγύριζες νὰ κυττάξης αὐτοὺς ποὺ ὠδύροντο, διότι δὲν ἔδιδες, ἐνῶ σὲ ἐπροσκυνοῦσαν. Τὰ κακὰ καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ὀλίγων ξεσποῦν εἰς τὸν λαὸν καὶ ὁ λαὸς συνήθως τιμωρεῖται διὰ τὴν μοχθηρίαν κάποιου. Ὁ Ἄχαρ διέπραξε ἱεροσυλίαν, ἀλλ’ ὁλόκληρον τὸ στρατόπεδον ἐτιμωρεῖτο. Ὁ Ζάμβρι ἐπίσης ἐπόρνευσεν εἰς τᾶς γυναίκας τῶν Μαδιανιτῶν, ἀλλ’ ὁ Ἰσραὴλ ἐτιμωρεῖτο.
5. Ὅλοι λοιπὸν καὶ ἀτομικῶς καὶ δημοσίως νὰ ἐξετάσωμεν τὸν τρόπον τῆς ζωῆς μας. Νὰ θεωρήσωμεν τὴν ξηρασίαν ὠ¬σᾶν παιδαγωγόν, ποὺ ὑπενθυμίζει εἰς τὸν καθένα μας τὴν ἰδὶαν ἁμαρτίαν. Νὰ εἴπωμεν καὶ μάλιστα μὲ συναίσθησιν τὸν λόγον τοῦ γενναίου Ἰώβ• «τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ μὲ ἤγγισε». Καὶ μάλιστα μὲν νὰ καταλογίσωμεν τὴν συμφοράν μας πρωταρχικῶς εἰς τὰ ἁμαρτήματα. Ἐὰν δὲ πρέπη νὰ προσθέσωμεν καὶ κάτι ἄλλο, ἐνίοτε αἳ κακοτυχίαι αὖται συμβαί¬νουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὡς δοκιμασίαι εἰς τᾶς ψυχᾶς, διὰ νὰ ἀποδειχθοῦν οἱ δόκιμοι, εἴτε πτωχοὶ εἴτε πλούσιοι εἶναι αὐ¬τοί, ἐπάνω εἰς τᾶς δυσκολίας. Διότι καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ δοκι¬μάζονται ἀκριβῶς διὰ τῆς ὑπομονῆς. Καὶ πρὸ παντὸς κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν ἀποδεικνύεται, ἐὰν ὁ μὲν εἶναι κοινωνικὸς καὶ φιλάδελφος, ἐὰν ὁ δὲ εὐγνώμων καὶ ὄχι ἀντιθέτως βλάσφη¬μος, ποὺ ἀλλάσσει τὴν διάθεσιν ταχέως μαζὶ μὲ τᾶς συμφορᾶς τῆς ζωῆς.
Ἐγὼ γνωρίζω πολλοὺς (καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ἔμαθα ἐξ ἀκοῆς, ἀλλὰ ἐκ πείρας ἐγνώρισα τοὺς ἀνθρώπους), οἱ ὁποῖοι μέχρις ὅτου μὲν ὁ βίος δι’ αὐτοὺς προχωρεῖ εὐνοϊκά, κατὰ τὴν παροιμίαν, ἀναγνωρίζουν ἐμμέσως λοιπόν, ἂν καὶ ὄχι τελείως, τὴν χάριν εἰς τὸν εὐεργέτην. Ἐὰν δὲ κάποτε τὰ πράγματα τραποῦν πρὸς τὴν ἀντίθετον κατάστασιν καὶ γίνη ὁ μὲν πλού¬σιος πτωχός, ἡ ὑγεία τοῦ σώματος ἀσθένεια, ἡ δόξα καὶ ἡ περιφάνεια ἐντροπὴ καὶ ἀτίμωσις, γίνονται ἀχάριστοι, ξεστο¬μίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εἰς τὴν προσευχήν. Δυσανα¬σχετοῦν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὡς νὰ εἶναι χρεώστης ποὺ καθυστερεῖ τὴν ὀφειλὴν καὶ δὲν συμπεριφέρονται ὡς πρὸς Κύριον ποὺ ἀγανακτεῖ. Ἀλλὰ διῶξε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τὴν σκέψιν αὐ¬τήν. Ὅταν δὲ ἰδῆς τὸν Θεὸν νὰ μὴ χαρίζη τὰ ἀπαραίτητα, ἔτσι νὰ συλλογίζεσαι μέσα σου• μήπως ὁ Θεὸς ἀδυνατεῖ νὰ χορήγηση τὴν τροφήν; Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν; Αὐτὸς ποὺ εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁλοκλήρου της δημιουργίας, σοφὸς ρυθμιστὴς τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν καιρῶν, κυβερνήτης τῶν ὅλων, ποὺ ὤρισεν ὡσὰν κάποιον εὔτακτον χορόν, τᾶς ἐποχᾶς καὶ τᾶς τροπᾶς τοῦ ἡλίου νὰ διαδέχωνται ἡ μία τὴν ἄλλην, διὰ νὰ ἐπαρκοῦν μὲ τὴν ποικιλίαν τῶν εἰς τᾶς διαφόρους ἀνάγκας μας• καὶ ἄλλοτε μὲν νὰ πίπτη βροχὴ εἰς τὸν κατάλληλον καιρόν, ἄλλοτε δὲ πάλιν ἡ ζέστη καὶ τὸ κρύον νὰ ἐναλλάσσωνται κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ἔτους, καὶ νὰ μὴ λείπη ἡ ξηρα¬σία. Ὁ Θεὸς λοιπὸν εἶναι δυνατός. Ἀφοῦ δὲ ἔχει καὶ τὴν δύναμιν καὶ τοῦτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως ἄραγε λείπει ἡ ἀγαθότης; Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἀνύπαρκτος. Διότι ποὶα ἀνάγκη θὰ ἔπειθεν αὐτὸν ποῦ δὲν εἶναι ἀγαθὸς νὰ δημιουργήση κατ’ ἀρχὴν τὸν ἄνθρωπον; Ποὶος δὲ θὰ ἐξηνάγκαζε τὸν κτίστην νὰ πάρη χῶμα καὶ μάλιστα χωρὶς νὰ τὸ θέλη, καὶ ἀπὸ τὴν λάσπην νὰ μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποὶος εἶναι αὐτὸς ποὺ κατ’ ἀνάγκην ἔπεισε νὰ δωρήση τὸν λόγον εἰς τὸν ἄνθρωπον σύμφωνα πρὸς τὴν ἰδικὴν τοῦ εἰκόνα, διὰ νὰ δεχθῆ, ἀφοῦ ἀπ’ ἐκεῖ ξεκινήση, τὴν μάθησιν τῶν τεχνῶν, καὶ διὰ νὰ μάθη νὰ φιλοσοφῆ διὰ τὰ οὐράνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἐγγίζει μὲ τᾶς αἰσθή¬σεις ; Καὶ ἐὰν ἔτσι συλλογίζεσαι, θὰ εὕρης νὰ συνυπάρχη εἰς τὸν Θεὸν ἡ ἀγαθότης καὶ μέχρι ἀκόμη καὶ τώρα νὰ μὴ ἀπουσιάζη. Διότι τί θὰ ἠμπόδιζε, πές μου, νὰ μὴ εἶναι ξηρασία αὐτὸ ποῦ βλέπομεν, ἀλλὰ τελεία πυρπόλησις; Καὶ ὁ ἥλιος νὰ παρεξέκλινεν ὀλίγον ἀπὸ τὴν κανονικὴν πορείαν καὶ νὰ ἐπλησίαζε τὰ περίγεια σώματα καὶ αὐτομάτως νὰ κατέκαιε κάθε τί ποῦ βλέπομεν; Ἢ νὰ βρέξη φωτιὰν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καθ’ ὅμοιον τρόπον, ποῦ ἐτιμώρησεν ἤδη τοὺς ἁμαρτωλούς;
Αὐτοκυριαρχήσου καὶ ἔλα εἰς τὰ συγκαλά σου, ἄνθρωπε? μὴ κάμης αὐτὰ ποὺ κάμνουν τὰ ἀνόητα παιδιὰ πού, ἐπειδὴ τὰ ἐμάλωσεν ὁ διδάσκαλος, ξεσχίζουν τὰ βιβλία τοῦ? ξεσχίζουν δὲ τὸ ἔνδυ¬μα τοῦ πατρὸς τῶν, ποὺ διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν ἀναβάλλει τὴν τροφήν, ἢ μὲ τὰ νύχια τοὺς καταγρατζουνίζουν τὸ πρόσωπον τῆς μητέρας. Διότι τὸν μὲν κυβερνήτην δοκιμάζει καὶ σκληρα¬γωγεῖ ἡ τρικυμία, τὸν ἀθλητὴν τὸ στάδιον, τὸν στρατηγὸν τὸ στρατόπεδον, τὸν γενναιόκαρδον ἡ συμφορά, τὸν δὲ Χρι¬στιανὸν ἡ δοκιμασία. Καὶ αἳ λύπαι δοκιμάζουν τὴν ψυχήν, ὅπως ἡ φωτιὰ δοκιμάζει τὸν χρυσόν. Εἶσαι πτωχός; Μὴ κα¬ταλαμβάνεσαι ἀπὸ ἀθυμίαν. Διότι ἡ ὑπερβολικὴ κατήφεια γίνεται αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μὲν λύπη καταβαραθρώνει τὴν διάνοιαν καὶ ἡ ἀμηχανία ἐμβάλλει ζάλην, ἡ δὲ ἔλλειψις τῶν λογισμῶν γέννα τὴν ἀχαριστίαν. Ἀλλὰ νὰ ἐλπίζης εἰς τὸν Θεόν.
Μήπως δηλαδὴ δὲν παρατηρῆ τὴν στενοχωρίαν; Κρα¬τὰ τὴν τροφὴν εἰς τὰ χέρια του καὶ καθυστερεῖ τὴν χορήγησιν, διὰ νὰ δοκιμάση τὴν σταθερότητά σου, διὰ νὰ πληροφορηθῆ τὴν διάθεσίν σου, ἐὰν δὲν εἶναι ὅμοια μὲ αὐτὴν τῶν ἀκολάστων καὶ τῶν ἀχάριστων. Διότι καὶ αὐτοί, μέχρις ὅτου μὲν συμβαίνει νὰ ἔχουν τὴν τροφὴν εἰς τὸ στόμα τους, εὐφημοῦν, κολακεύουν, ὑπερθαυμάζουν, ὅταν δὲ ἐπ’ ὀλίγον ἀναβληθῆ τὸ τραπέζι, ὡσὰν λίθους ἀφήνουν τᾶς βλασφημίας πρὸς αὐτοὺς ποὺ πρὶν ὀλίγου λόγω τῆς τέρψεως ἐπροσκυνοῦσαν ὡσὰν Θεόν. Διάβα¬σε τὴν Πάλαιαν Διαθήκην καὶ τὴν Καινὴν καὶ θὰ εὕρης ἐκεῖ, εἰς τὴν κάθε μίαν, πολλοὺς νὰ ἔχουν τραφῆ κατὰ διάφορον τρόπον.
Ὁ Κάρμηλος, βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ἀκατοίκητον, ἔρημον αὐτό, ἐφιλοξενοῦσεν ἔρημον τὸν Ἠλίαν. Διὰ τὸν δίκαιον ἡ ψυχὴ τοῦ ἦταν ἡ ὅλη περιουσία καὶ ἐφόδιον τῆς ζωῆς ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεόν. Μὲ τὸ νὰ ζῆ ἔτσι, δὲν ἀπέθανεν ἀπὸ τὴν πείναν, ἀλλὰ τὰ ἁρπακτικώτατα καὶ τὰ πλέον λαίμαργα ἀπὸ τὰ ὄρνεα, αὐτὰ ἔφεραν τὰ τρόφιμα καὶ ὑπηρετοῦσαν τὸν δίκαιον εἰς τὴν τροφήν. Αὐ¬τὰ ποὺ ἀπὸ τὴν φύσιν τῶν ἁρπάζουν τᾶς ξένας τροφᾶς, μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Δεσπότου ἤλλαξαν τὴν φύσιν καὶ ἔγιναν πιστοὶ φύλακες τῶν ἄρτων καὶ τῶν κρεάτων. Ἐμάθαμεν δὲ λοι¬πὸν ἀπὸ τὴν ἱερὰν ἱστορίαν ὅτι τὰ κοράκια ἔφεραν τᾶς τροφᾶς εἰς τὸν ἄνδρα. Ἐπίσης καὶ ὁ λάκκος τῆς Βαβυλῶνος ἐκρατοῦσε τὸν νεαρὸν ἰσραηλίτην αἰχμάλωτον μὲν κατὰ τὴν συμφοράν, ἐλεύθερον ὅμως εἰς τὴν ψυχὴν καὶ τὸ φρόνημα. Μήπως ὅμως ἔ¬παθε κάποιο κακὸν ἀπὸ τὰ λεοντάρια; Ὄχι! Τὰ λεοντάρια μέν, παρὰ τὴν φύσιν τῶν, ἐνήστευαν, ὁ δὲ τροφεὺς αὐτοῦ Ἀββακοὺμ ἤρχετο διὰ μέσου τοῦ ἀέρος• ὁ ἄγγελος ἐκόμιζε μαζὶ μὲ τὰ τρόφιμα καὶ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ διὰ νὰ μὴ δεινοπάθηση ἀπὸ τὴν πείναν ὁ δίκαιος, ὁ προφήτης εἰς ἐλάχιστον χρόνον ἐπέταξεν ἐπάνω ἀπὸ τόσην ξηρὰν καὶ θάλασσαν, ὅση ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν μέχρι τῆς Βαβυλῶνος.
6. Ἐπίσης τί ἔκαμνεν ὁ λαὸς τῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου ἀρ¬χηγὸς ἦταν ὁ Μωυσῆς; Πῶς οἰκονόμησε τὴν ζωὴν τοῦ ἐπὶ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια; Δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖ ἄνδρας ποὺ νὰ σπέρνη, οὔτε βόδι ποὺ νὰ σύρη τὸ ἀλέτρι, οὔτε ἁλώνι, οὔτε πατητήρι, οὔτε ἀποθήκη, καὶ ὅμως εἶχαν τὴν τροφὴν χωρὶς σπορὰν καὶ ὄργωμα, καὶ ὁ βράχος ἐχορηγοῦσε τᾶς πηγᾶς, ποὺ πρῶτα δὲν ὑπῆρχαν, ἀλλ’ ἐξετινάχθησαν εἰς τὴν ἀνάγκην. Παραλείπω νὰ ἀπαριθμήσω τὰ ἐπὶ μέρους τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ πολλᾶς φορᾶς κατὰ τρόπον πατρικὸν ἐνεφάνισεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ἐσὺ δὲ νὰ ὑπομείνης ὀλίγον τὴν συμφοράν, ὄ¬πως ὁ γενναῖος Ἰώβ, καὶ νὰ μὴ λυγίσης ἀπὸ τὴν τρικυμίαν, μή¬τε νὰ ἀποβάλης τὰ ἐμπορεύματα τῆς ἀρετῆς. Σὰν πολύτιμον διαθήκην νὰ διαφύλαξης εἰς τὴν ψυχήν σου τὴν εὐχαριστίαν καὶ θὰ λάβης καὶ ἐσὺ διὰ τὴν εὐγνωμοσύνην διπλασίαν ἀπόλαυσιν. Νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν ἀποστολικὸν λόγον «δὶ ὅλα νὰ εὐχαριστῆτε».
Εἶσαι πτωχός; ἔχεις ἐξάπαντος ἄλλον πτωχότερον ἀπὸ ἐσέ. Ἔχεις διὰ δέκα ἡμέρας τρόφιμα ἐσύ; ἐκεί¬νος ἔχει διὰ μίαν. Σὰν καλὸς καὶ εὐγνώμων νὰ ἐξισώσης τὸ περίσσευμά σου μὲ τὸν ἐνδεῆ. Μὴ διστάσης νὰ δώσης ἀπὸ τὸ ὀλίγον. Μὴ προτιμήσης τὸ συμφέρον σου ἐμπρὸς εἰς τὴν κοινὴν συμφοράν. Καὶ ἂν ὁ ἄρτος σου περισσεύη κατὰ ἕνα ψωμὶ καὶ σοῦ κτυπήση τὴν πόρταν ὁ ζητιάνος, πάρε ἀπὸ τὴν ἀποθήκην τὸ ἕνα ψωμὶ καὶ ἀφοῦ τὸ βάλης εἰς τὰ χέρια τοῦ ὕψωσε τὸ βλέμ¬μά σου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε λόγον θλιβερὸν μαζὶ καὶ εὐ¬γνώμονα? ἕνα ψωμί, ὅπως βλέπεις, Κύριε, καὶ ὁ κίνδυνος εἶναι ὁλοφάνερος. Ἀλλ’ ἐγὼ θέτω τὴν ἐντολήν σου ἐπάνω ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἀπὸ τὸ ὀλίγον δίδω εἰς τὸν ἀδελφόν μου ποὺ λιμοκτονεῖ. Δῶσε λοιπὸν καὶ σὺ εἰς τὸν δοῦλόν σου, ποὺ κινδυνεύει. Γνω¬ρίζω καλὰ τὴν ἀγαθότητά σου καὶ ἐλπίζω εἰς τὴν δύναμίν σου. Δὲν ἀναβάλλεις ἐπὶ πολὺ τᾶς δωρεᾶς, ἀλλὰ τᾶς σκορπᾶς, ὅταν θέλης.
Καὶ ἂν ἔτσι ὁμιλήσης καὶ ἐνεργήσης, τὸν ἄρτον ποὺ δί¬δεις εἰς καιρὸν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, ἀποφέρει πλούσιον τὸν καρπόν, εἶναι προκαταβολὴ τῆς τροφῆς, γίνεται πρόξενος ἐλέους. Πὲς καὶ σὺ εἰς παρόμοιας περιστάσεις τὸν λό¬γον τῆς χήρας της Σιδωνίας. Θυμήσου ἐπικαίρως τὴν ἱστορίαν. «Ζῆ Κύριος, δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον μία χούφταν ἀλεύρου διὰ τὴν διατροφὴν ἐμοῦ καὶ τῶν παιδιῶν μου». Καὶ ἐὰν δώσης ἀπὸ τὸ ὑστέρημα, θὰ ἔχης καὶ σὺ τὸ λαδοδοχεῖον κατάμεστον ἀπὸ δωρεὰν καὶ τὴν ἀλευραποθήκην ἀκένωτον. Διότι διὰ τοὺς πιστοὺς φιλοτίμως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ εἰσάγη τὸ διπλάσιον μιμεῖται τὰ πηγάδια, τὰ ὁποῖα πάν¬τοτε ἀδειάζουν ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνται. Δάνεισε σὺ ὁ ἄπορος, εἰς τὸν πλούσιον Θεόν. Δῶσε ἐμπιστοσύνην εἰς αὐτὸν ποὺ πάντοτε θεωρεῖ προσωπικὰ τὸν ἑαυτὸν τοῦ ὑπόχρεον, δὶ αὐ¬τὰ ποὺ δίδεις εἰς αὐτὸν ποὺ θλίβεται καὶ ἀνταποδίδει τὴν εὐεργεσίαν ἀπὸ τὰ ἰδικὰ τοῦ ἀγαθά. Εἶναι ἀξιόπιστος ἐγγυητής, διότι ἔχει ἁπλωμένους τοὺς θησαυροὺς τοῦ εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἐάν, ἐνῶ πλέεις, ἀπαίτησης τὸ δάνειον, θὰ λάβης τὸ κεφάλαιον μαζὶ μὲ τοὺς τόκους εἰς τὸ μέσον τοῦ πελάγους. Διότι φιλοδοξεῖ νὰ δίδη περισσότερα.
7. Ἡ πείνα εἶναι ἡ ἀρρώστια αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος πεινᾶ. Αὐ¬τὴ εἶναι φοβερὰ ἀσθένεια. Ἡ πείνα εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπὸ τᾶς συμφορᾶς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ φοβερώτερος θάνατος ἀπὸ ὅλους τους θανάτους. Διότι εἰς τοὺς ἄλλους κινδύνους ἢ ἡ κό¬ψη τοῦ ξίφους ταχέως ἐπιφέρει τὸν θάνατον ἢ ἡ ὁρμὴ τῆς φω¬τιᾶς ἀποτόμως σβήνει τὴν ζωὴν ἢ τὰ θηρία μὲ τὰ δόντια ἀφοῦ κατασπαράξουν τὰ ζωτικώτερα ἀπὸ τὰ μέλη, δὲν ἐπιτρέπουν τὴν τιμωρίαν μὲ τὴν διάρκειαν τῆς ὀδύνης. Ἡ πείνα ὅμως ἐπι¬βραδύνει τὸ κακόν. Παρατείνει τὸν πόνον μὲ τὸ νὰ ἐνεδρεύη καὶ νὰ λουφάζη ἡ ἀρρώστια καὶ μὲ τὸ νὰ κάμνη ὥστε πάντοτε ὁ θάνατος νὰ εἶναι παρὼν καὶ πάντοτε νὰ βραδύνη. Διότι δαπανᾶ τὸ ὑγρὸν ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν ὀργανισμόν, καταστέλλει τὴν θερμότητα, περιορίζει τὸ βάρος, μαραζώνει ὀλίγον κατ’ ὀλί¬γον τὴν δύναμιν. Ἡ σάρκα κολλᾶ ὡσὰν ἀράχνη εἰς τὰ κόκκαλα. Τὸ χρῶμα δὲν εἶναι ἀνθηρόν. Διότι τὸ κόκκινον ὑποχωρεῖ μὲ τὴν φθορὰν τοῦ αἵματος καὶ ἡ λευκότης δὲν ὑπάρχει, ἀφοῦ ἡ ἐπιδερμίδα μελανιάζει ἀπὸ τὴν ἰσχνότητα. Μαυροκιτρινίζει τὸ σῶμα, διότι ἀπὸ τὴν νόσον ἀνακατώνεται οἰκτρῶς ἡ ὠχρότης μὲ τὸ μαῦρον. Τὰ γόνατα δὲν ἀντέχουν, ἀλλὰ λυγίζουν ἀπὸ τὴν ἀνάγκην. Ἡ φωνὴ εἶναι λεπτὴ καὶ ἀδύνατη. Τὰ μάτια ἀσθενικὰ εἰς τᾶς κόγχας, παραμένουν ἀνώφελα εἰς τᾶς κόγχας τῶν, ὅπως ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς καρποὺς ποὺ ἀποξηραίνονται εἰς τὰ κελύφη τῶν. Ἡ κοιλία ἀδειανὴ καὶ ζαρωμένη, ἄμορφος, χωρὶς βάρος, δὲν ἔχει τὸν φυσικὸν τόνον τῶν σπλάγχνων καὶ εἶναι κολλημένη εἰς τὰ κόκκαλα τοῦ ὀπισθίου μέρους. Αὐτὸς λοιπὸν ποῦ περιφρονεῖ ἕνα τέτοιο σῶμα πόσας κολάσεις ἀξίζει; Ποὶαν δὲ ὑπερβολὴν σκληρότητος δὲν θὰ ξεπεράση; Πῶς δὲν ἀξίζει νὰ συγκαταριθμηθῆ εἰς τὰ ἀνήμερα ἀπὸ τὰ θηρία καὶ νὰ θεωρῆται μολυσμένος καὶ ἀνθρωποκτόνος; Διότι αὐτός, ποὺ εἰς τὸ χέρι τοῦ εἶναι νὰ θεραπεύση τὸ κακὸν καὶ ποὺ μὲ τὴν θέλησίν του ἀναβάλλει ἐξ αἰτίας τῆς πλεονεξίας, εὐλόγως θὰ ἠμποροῦσε νὰ καταδικάζεται ἐξ ἴσου μὲ αὐτοὺς ποὺ ἰδιοχείρως διαπράτ¬τουν τὸν φόνον.
Τὸ κακὸν τῆς πείνης ἐξηνάγκασε πολλᾶς φορᾶς πολλοὺς νὰ παραβιάσουν καὶ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Νὰ φάγη δηλαδὴ ἄνθρωπος τὰ σώματα τῶν συγγενῶν, ἡ μητέρα δὲ τὸ παιδί της ποὺ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς ἐγέννησε νὰ τὸ δεχθῆ ἀδί¬κως καὶ πάλιν εἰς τὴν κοιλίαν της. Καὶ τὸ δράμα αὐτὸ τὸ δι¬εκτραγώδησε ἡ ἰουδαϊκὴ ἱστορία, ποὺ συνέταξεν ὁ σπουδαῖος κατὰ τὴν γνώμην μου Ἰώσηπος, τότε ποὺ τὰ φοβερὰ πάθη κατέλαβαν τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἐπλήρωναν ἔτσι τᾶς δικαίας τιμωρίας διὰ τὴν ἀσέβειαν τῶν εἰς τὸν Θεόν.
Βλέ¬πεις ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἰδικός μας Θεὸς τὰ μὲν ἄλλα ἀπὸ τὰ πα¬θήματα παραβλέπει, τοὺς πεινώντας ὅμως μὲ συμπάθειαν εὐσπλαγχνίζεται. «Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τὸν λαόν». Διὰ τού¬το καὶ εἰς τὴν τελικὴν κρίσιν, ἐκεῖ ὅπου προσκαλεῖ τοὺς δικαίους ὁ Κύριος, τὴν πρώτην θέσιν κατέχει αὐτὸς ποὺ δίδει. Αὐτὸς ποὺ τρέφει εἶναι πρῶτος εἰς τοὺς τιμωμένους. Αὐτὸς ποὺ ἐχορήγησε τὸν ἄρτον προσκαλεῖται πρῶτα ἀπ’ ὅλους. Ὁ ἀγαθὸς καὶ μεταδοτικὸς μεταβαίνει εἰς τὴν ζωὴν πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους δικαίους. Αὐτὸς ποὺ δὲν κοινωνεῖ εἰς τᾶς ἀνάγκας τοῦ πλησίον καὶ ὁ τσιγκούνης παραδίδεται εἰς τὴν φωτιὰν πρῶτος ἀπὸ ὅλους τους ἁμαρτωλούς.
Ὁ καιρὸς σὲ καλεῖ εἰς τὴν μητέρα τῶν ἐντολῶν. Καὶ νὰ φροντίσης πάρα πολὺ διὰ νὰ μὴ χάσης τὸν καιρὸν τῆς πανηγύρεως καὶ τῶν ἐμπορικῶν συναλλαγῶν. Διότι ὁ χρόνος τρέχει καὶ δὲν περιμένει αὐτὸν ποὺ ἀργοπορεῖ. Αἳ ἡμέραι φεύγουν καὶ προσπερνοῦν τὸν ὀκ¬νηρόν. Καὶ ὅπως δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ σταματήση τὸ ρεύ¬μα τοῦ ποταμοῦ, ἐκτὸς ἐὰν κάποιος χρησιμοποιήση ὅπως πρέ¬πει τὸ νερόν, ἀφοῦ τὸ ἀνακόψη, κατὰ τὴν πρώτην συνάντη¬σιν καὶ ὁρμήν, ἔτσι οὔτε τὸν χρόνον, ποὺ τρέχει σύμφω¬να μὲ τὴν ἀναγκαστικὴν πορείαν, ἠμπορεῖ νὰ συγκράτηση, οὔτε ἀφοῦ περάση νὰ τὸν ἀνακαλέση εἰς τὰ ὀπίσω, ἕκτος ἐὰν κάποιος τὸν προλάβη, ὅταν ἔρχεται. Καὶ διὰ τοῦτο κράτησε τὴν ἐντολὴν ὡσὰν νὰ φεύγη καὶ ἐφάρμοσε τὴν καὶ ἀφοῦ τὴν συλλαβῆς ἀπὸ παντοῦ ἅρπαξε τὴν εἰς τᾶς ἀγκάλας σου. Δῶσε ὀλίγα καὶ ἀπόκτησε πολλά. Ἐξαφάνισε τὴν πρωταρχικὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς μεταδόσεως τῆς τροφῆς. Διότι, ὅπως ὁ Ἀδὰμ ποὺ παρανόμως ἔφαγε, μετέδωσε τὴν ἁμαρτίαν, ἔτσι ἠμεῖς ἐξαλείφομεν τὴν πονηρᾶν βρῶσιν, ἐὰν θεραπεύσωμεν τὴν ἀνάγ¬κην καὶ τὴν πείναν τοῦ ἀδελφοῦ.
8. Λαοί, ἀκοῦστε! Χριστιανοί, ἀκοῦστε προσεκτικά! Αὐ¬τὰ λέγει ὁ Κύριος. Δὲν ὁμιλεῖ εἰς τὸν λαὸν μὲ τὴν φωνήν του, ἀλλὰ μὲ τὰ στόματα τῶν δούλων του, ὡσὰν μὲ ὄργανά του, σαλπίζει. Ἂς μὴ φανοῦμεν ἠμεῖς οἱ λογικοὶ σκληρότεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Διότι ἐκεῖνα ἀπὸ κοινοῦ χρησιμοποιοῦν αὐτὰ ποὺ βλαστάνει ἐκ φύσεως ἡ γῆ. Καὶ τὰ κοπάδια τῶν προβάτων βοσκοῦν εἰς ἕνα καὶ τὸ ἴδιον βουνόν. Πάμπολλα ἄλογα μίαν καὶ τὴν ἰδὶαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ὡς βοσκότοπον. Καὶ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζώων ἔτσι μεταξὺ τῶν τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο παραχωροῦν τὴν ἀναγκαίαν ἀπόλαυσιν τῶν τροφῶν. Ἠμεῖς ὅμως οἰκειοποιούμεθα τὰ κοινὰ καὶ κατέχομεν μόνοι αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν εἰς τοὺς πολλούς. Ἂς ἐντρεπώμεθα τὰ φιλάνθρωπα διηγήματα τῶν εἰδωλολατρῶν. Εἰς μερικοὺς ἐξ αὐτῶν νόμος φιλάνθρωπος ἀπειργάζετο μίαν τράπεζαν καὶ κοινὰ τρόφιμα, καὶ σχεδὸν μίαν οἰκογένειαν τὸν πολυάνθρωπον λαόν. Ἂς ἀφήσωμεν τοὺς ἐθνικοὺς καὶ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ παράδειγμα τῶν τριῶν χιλιάδων. Ἂς ζηλέψωμεν τὴν πρώτην ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν, ὅπου τὰ πάντα ἦταν κοινὰ εἰς αὐτούς, δηλαδὴ ἡ ζωή, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ κοινὴ τράπεζα, ἡ ἀδιαίρετος ἀδελφότης, ἡ ἀνυπόκριτος ἀγάπη, ποὺ ἤνωνεν εἰς ἕνα τὰ πολλὰ σώματα, καὶ συνήρμοζε τᾶς διαφόρους ψυχᾶς εἰς μίαν ὁμόνοιαν. Ἀπὸ τὴν Πάλαιαν καὶ τὴν Νέαν Διαθήκην ἔχεις πολλὰ παραδεί¬γματα φιλαδελφίας. Ἐὰν ἀντικρύσης γέροντα ποὺ πείνα νὰ τὸν καλέσης καὶ νὰ τὸν θρέψης, ὅπως ὁ Ἰωσὴφ τὸν Ἰακώβ. Ἐὰν εὕρης ἐχθρὸν ποὺ εὑρίσκεται εἰς δυσκολίαν μὴ προσθέσης εἰς τὴν ὀργὴν ποὺ σὲ κατέχει τὴν ἐκδίκησιν, ἀλλὰ νὰ τὸν θρέ¬ψης ὅπως ἐκεῖνος ἔθρεψε τοὺς ἀδελφούς, ποὺ τὸν ἐπώλησαν. Ἐὰν συνάντησης νεώτερον ποὺ καταπονεῖται, νὰ κλαύσης ἔτσι, ὅπως ἐκεῖνος τὸν Βενιαμίν, τὸ παιδὶ τῶν γερατεῖων. Ἴσως νὰ πειράζη καὶ σὲ ἡ πλεονεξία, ὅπως ἡ κυρία τὸν Ἰω¬σήφ• σὲ τραβᾶ ἀπὸ τὰ ἐνδύματα, διὰ νὰ παραβῆς τὴν ἐντολὴν καὶ νὰ ἀγαπήσης περισσότερον ἐκείνην ποὺ ἀγαπᾶ τὰ χρυσαφικὰ καὶ τὰ στολίδια, παρὰ τὴν προσταγὴν τοῦ Δεσπότου.
Ὅταν λοιπὸν ἔλθη λογισμὸς ποὺ καταπολεμεῖ τὴν ἐντολὴν αὐτὴν καὶ προσελκύει τὸν ἐγκρατῆ νοῦν εἰς τὴν φιλ¬αργυρίαν, καὶ σὲ ἐξαναγκάζει νὰ ἀδιαφορήσης διὰ τὴν φιλαδελφίαν καὶ σὲ κρατᾶ πλησίον της, ρίξε καὶ σὺ κάτω τὰ ἐνδύ¬ματα, καὶ ὠργισμένος φύγε. Νὰ διατήρησης τὴν πίστιν εἰς τὸν Κύριον, ὅπως ἐκεῖνος εἰς τὸν Πετεφρήν. Νὰ μεριμνήσης δι’ ἐν ἔτος, ὅπως ἐκεῖνος ἐμερίμνησε δι’ ἑπτὰ ἔτη. Μὴ δίδης τὰ πάντα εἰς τὴν ἡδονήν, δῶσε καὶ κάτι εἰς τὴν ψυχήν. Καὶ νὰ πιστέψης πὼς ἔχεις δυὸ θυγατέρας• τὴν καλοπέρασιν ἐδῶ καὶ τὴν οὐράνιον ζωήν. Ἐὰν δὲν θέλησης νὰ τὰ δώσης ὅλα εἰς τὴν ἀνωτέραν, μοίρασε τὰ λοιπὸν ἐξ ἴσου καὶ εἰς τὴν ἀκόλαστον κόρην καὶ εἰς τὴν ἀγαθήν. Νὰ μὴ παρουσίασης τὴν ἐδῶ διαγωγήν σου βαθύπλουτον καὶ τὴν ἄλλην γυμνὴν καὶ ἐνδεδυμένην μὲ ἐμβαλώματα, ἀλλ’ ὅταν χρειασθῆ νὰ παραστὴς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἀντιμετώπισης τὸν κριτήν, ἡ κατ’ ἀρετὴν ζωὴ νὰ ἔχη νυμφικὸν ἔνδυμα καὶ πρόσκλησιν. Μὴ λοιπὸν παρουσίασης εἰς τὸν νυμφίον τὴν νύμ¬φην δύσμορφον καὶ ἀστόλιστον, διὰ νὰ μὴ τὴν ἰδῆ καὶ γυρίση τὸ πρόσωπόν του καὶ ἀφοῦ τὴν ἰδῆ τὴν μισήση καὶ ἀρνηθῆ τὸν γάμον. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὴν ἁρματώσης μὲ τὸν στολισμὸν ποὺ ἀρ-μόζει, νὰ τὴν διαφυλάξης ὄμορφην ὡς τὴν προθεσμίαν τῶν γάμων. Διὰ νὰ ἀνάψη καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τᾶς φρόνιμους παρθέ¬νους τὴν λαμπάδα, νὰ διατήρηση ἄσβεστον τὴν φλόγα τῆς γνώσεως καὶ νὰ μὴ τῆς λείψη τὸ λάδι τῶν καλῶν ἔργων. Διὰ νὰ ἐπαληθευθῆ ἔτσι ἐμπράκτως ἡ θεία προφητεία καὶ εὕρη ἐφαρμογὴν εἰς τὴν ψυχήν σου ὁ λόγος• «στέκεται εἰς τὰ δεξιά σου ἡ βασίλισσα ἐνδεδυμένη καὶ στολισμένη μὲ ἐνδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ἄκουσε κόρη, καὶ ἰδὲς καὶ κλίνε τὸ αὐτί σου, ὁ βασιλεὺς θὰ ἐπιθυμήση τὴν ὀμορφιάν σου». Αὐτὰ βεβαίως γενικὰ προανήγγειλεν ὁ ψαλμωδός, προφητεύων τὴν ὡραιό¬τητα ὁλοκλήρου του σώματος. Κατὰ κύριον λόγον δὲ θὰ εὕρη ἐφαρμογὴν καὶ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ καθενός, ἀφοῦ βέβαια ἡ Ἐκ¬κλησία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἐπὶ μέρους ἄτομα.
9. Σκέψου, παρακαλῶ, λογικὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, τὸ ὁποῖον μὴ προδίδης λόγω αἰσχροκερδίας. Τὸ σῶμα ποὺ εἶναι τὸ χαρακτηριστικόν σου εἰς τὴν ζωὴν θὰ σὲ ἀφήση. Εἰς τὴν ἐμφάνισιν τοῦ κριτοῦ ποὺ ἀναμένεται καὶ ποὺ ἀναμφιβό¬λως θὰ ἔλθη, θὰ ἀποκλείσης μὲν διὰ τὸν ἑαυτόν σου τὴν ἀπονομὴν τῶν τιμῶν καὶ τὴν ἐπουράνιον δόξαν καὶ θὰ ἀνοίξης τὴν ἄσβεστον φωτιάν, τὴν γέενναν, τὰ κολαστήρια καὶ τοὺς πικροὺς ἀπὸ τᾶς ὀδύνας αἰώνας, ἀντὶ τῆς αἰωνίου καὶ μακάριας ζωῆς. Μὴ μὲ πάρης, ὡσὰν κάποιαν μητέρα ἢ τροφόν, πώς σου ἐπισείω ψεύτικα μορμολύκεια, ὅπως ἐκεῖναι συνηθίζουν νὰ κάμνουν εἰς τὰ μικρὰ παιδιά, ὅταν θρηνοῦν ἄτακτα καὶ συν¬εχῶς τὰ καθησυχάζουν μὲ φανταστικὰ διηγήματα. Αὐτὰ δὲν εἶναι παραμύθι, ἀλλὰ λόγος ποὺ ἔχει κηρυχθῆ πρὸ πολλοῦ ἀπὸ ἀδιάψευστον φωνήν. Καὶ γνώριζε ἐπακριβῶς ὅτι σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴν προφητείαν «ἕνα γιώτα ἢ ἕνα γράμμα δὲν θὰ καταργηθῆ ἀπὸ τὸν νόμον μέχρις ὅτου γίνουν ὅλα». Ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα ποὺ ἔχει ἐξαφανισθῆ εἰς τοὺς τάφους θὰ ἀναστηθῆ καὶ ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ ποὺ μὲ τὸν θάνατον ἔχει ἀποχωρισθῆ, πάλιν θὰ κατοικήση εἰς τὸ σῶμα. Καὶ θὰ γίνη ἀκριβῆς ἔλεγχος τῶν πράξεων τῆς ζωῆς κατὰ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ μαρτυ¬ρήσουν ἄλλοι, ἀλλ’ ἡ ἴδια ἡ συνείδησις θὰ κατάθεση ὡς μάρ¬τυς. Εἰς τὸν καθένα δὲ θὰ ἀποδοθῆ ἀπὸ τὸν δίκαιον δικαστὴν τὸ κατ’ ἀξίαν. Εἰς αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα, ἡ δύναμις καὶ ἡ προσκύνησις ἐϊς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμὴν
ΕΡΓΑ 7 – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»
egolpion.com

 

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *