Τῇ Μεγάλη Τετάρτη

Α΄. Πολὺ ὠφέλησε τὴν ψυχὴ μᾶς ὁ Χριστός, σὰν παρακάθησε στὸ τραπέζι τοῦ Ζακχαίου. Γιατί ὅπου ὁ Χριστὸς φιλοξενεῖται, καὶ κάμνει συντροφιὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὸ πιοτὸ καὶ τὸ τραπέζι μᾶς καταδέχεται, ἐκεῖ κατοικεῖ ἡ εὐφροσύνη. Γιατί ποιὸς τελώνης ἢ πόρνη ἢ ἀπ’ ἐκείνους ποὺ ἔπραξαν ὅσα δὲ λέγονται κακά, βλέποντας τὸν Ποιητὴν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς νὰ εἰσέρχεται στὸ σπίτι τοῦ Τελώνη, ἢ ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δίδει τὰ στάχυα, νὰ λαβαίνει μὲ τὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπινο ψωμί, ἢ τῶν τσαμπιῶν τὸν χορηγὸ νὰ πίνει ἀπ’ τὸ κρασὶ καὶ νὰ εὐλογεῖ τὰ πατητήρια, καὶ στὸ μυαλό του δὲ θάβαζε τὴν πράξη τούτη γιὰ μεγάλη γιορτὴ καὶ λαμπρὸ πανηγύρι; Ἀληθινὰ γιορτή. Εὐφροσύνη ἀγγελικῆς φιλοξενίας, νὰ βλέπεις τὸ Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους· τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους· τὸν Κριτὴν τέλος νὰ βλέπεις μ’ ἐκείνους ποὺ θὰ κρίνει, νὰ κάθεται τὸ ἴδιο τραπέζι. Μὰ γιὰ τοῦτον τὸ λόγο ἦρθε στὴ γῆ, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψει τὸν οὐρανὸ ὀρφανὸ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ δόξα· γιατί καὶ τέλειος γενόμενος ἄνθρωπος, δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι Θεός…

Β΄. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν τὸ καταλάβαιναν οἱ Φαρισαῖοι καὶ σχολίαζαν μὲ τὶς ἀπαίσιές τους γλῶσσες καὶ διέβαλλαν τὸ Χριστὸ  ποὺ τὸν ἔβλεπαν νὰ τρώγει μὲ τοὺς τελῶνες. Μὰ σὰν τὰ ἀσκιὰ τὰ παληὰ ἀνοίξανε γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν τὸν καινούριο δυνατὸ λόγο τῆς διδασκαλίας. Ἐμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ἃς ἀκολουθήσουμε τὸ μέγα φιλάνθρωπο στὴν πορείαν του. Ἐκεῖνος

λοιπὸν ποὺ τὸν Ζακχαῖον τὸν τελώνην ἔφερε στὸ δρόμο τὸν καλὸ καὶ στὴ λογικὴ μάντρα τῶν Ἀποστόλων συγκατέλεξε, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ καὶ τὴν πόρνην τὴν ἁμαρτωλήν, τὴν ἐργάτιδα τόσων κακῶν, ἐτράβηξε ἀπὸ τὸ φαράγγι τοῦ διαβόλου καὶ στὴν ἀσφαλισμένη μάντρα τὴν ἀπέδωσε.

Γιὰ νὰ γνωρίσετε ὅμως τὴ φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ κι ἀπὸ τὴν ἄλλην τῶν Φαρισαίων τὴν παραφροσύνην καὶ γιὰ νὰ μάθετε τῆς ἁμαρτωλῆς τὴν ἐπιστροφή, παραθέτω τοῦτες τὶς εὐαγγελικὲς ρήσεις, καὶ ἂν ἀκούσετε καλὰ καὶ προσέξετε τὸ ὕφος, εὔκολα πολὺ θὰ βγάλετε καὶ τὸ νόημά τους.

Ἠρώτησε, λέγει, τὶς τῶν Φαρισαίων τὸν Ἰησοῦν, ἴνα φάγη μετ’ αὐτοῦ. Καὶ εἰσελθῶν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. Ὢ ἀνείπωτη χάρις! Ὢ πρωτάκουστη φιλανθρωπία ποὺ δὲ γνωρίζεις ὅρια! Καὶ μὲ Φαρισαίους παρακάθεται χωρὶς ν’ ἀποδιώχνει τοὺς τελῶνες· καὶ τὶς πόρνες ἐλεεῖ καὶ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα διαλέγεται· καὶ στὴ Χαναναίαν ἀπαντᾶ καὶ στὴν αἱμορροοῦσα τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου τοῦ παραχωρεῖ καὶ δὲν ντρέπεται. Εἶναι γιατρὸς γιὰ ὅλα τα πάθη καὶ τὰ θεραπεύει γιὰ νὰ ὠφελήσει ὅλους, τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθούς, τοὺς ἀχάριστους καὶ τοὺς εὐγνώμονες. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τώρα ποὺ τὸν προσκαλεῖ ὁ Φαρισαῖος, δέχεται, καὶ εἰσέρχεται στὴν οἰκίαν του, πλὴν οἰκίαν γιομάτη μὲ ἁμαρτίες. Γιατί ὅπου Φαρισαῖος ἐκεῖ εἶναι ἡ πονηρία, ὁ τόπος τῆς ἁμαρτίας, τῆς ὑπερηφανίας τὸ «καλωσόρισες». Καὶ σὲ τέτοιο σπίτι ὁ Κύριος δὲν ἀρνιέται νὰ ὑπάγει. Καὶ φυσικά, γιατί ὡς ὁ ἥλιος δὲ χάνει τὴ λάμψη τοῦ ἀκόμα καὶ στὸ βόρβορο σὰ ρίχνει τὶς ἀκτίνες τοῦ ἀλλὰ τουναντίον τὸν καθαρίζει, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς κάθε τόπον αἰσχύνης καὶ βέβηλον διαλέγει καὶ τὴ βρωμερὴν ἁμαρτία μὲ τὶς ἀκτίνες τοῦ διαλύει, κι ἄσπιλος μένει πάντα ὁ λόγος τῆς θεότητος.

Γ΄. Ἔτσι εὐθὺς ἐπῆγε στὸν Φαρισαῖον· ἤρεμος, σιωπηλός, χωρὶς νὰ ἐλέγξει τὴ ζωή του. Πρῶτα γιὰ νὰ ἁγιάσει τοὺς καλεσμένους, ἐκεῖνον ποὺ τὸν κάλεσε, τὴν οἰκίαν καὶ τῆς πολιτείας τὰ βρώματα· ἔπειτα γιὰ νὰ δείξει πὼς δὲν ἦταν φάσμα ἡ ἐνανθρώπησή του μὰ κάτι πραγματικό, πὼς γίνηκε δηλαδὴ τέλειος ἄνθρωπος, κάθισε στὸ τραπέζι γιατί ἐκεῖ ἔμελλε νὰ ἔρθει ἡ πόρνη καὶ νὰ δείξει τὸ θερμὸν καὶ φωτεινὸν τρόπο τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ σὰν τὸν κάλεσε ὁ Φαρισαῖος, εὐθὺς συγκατανεύει γιὰ νὰ διδάξη παρουσία τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Ὅταν ἡ πόρνη θὰ ὁμολογεῖ τὰ σφάλματά της, πῶς πρέπει νὰ ζητοῦν συγχώρεση οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ δέχονται τὴ χάρη του. Ἰδοὺ γάρ, λέγει, γυνὴ ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἣν ἁμαρτωλός… Καὶ θὰ εἰπῶ πρῶτα γιὰ τὴν προηγούμενή της συμπεριφορὰ καὶ πῶς σκορποῦσε σπάταλά τους τρόπους της, γιὰ νὰ ἀντιληφθῆτε καλλίτερα τὴν πολυτέλεια τῆς μετανοίας.

Δ΄. Ὁ Θεὸς ἔλαβεν ὀστοῦν ἀπὸ τὴν πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, τοῦ προσέθηκε σάρκα καὶ ἔτσι ἔκαμε τὴν Εὕα, ποὺ καὶ γι’ αὐτὸ γυναίκα τὴν κάλεσε, καὶ τὴν ἔδωσε στὸν Ἀδὰμ γιὰ σύντροφό του. Ἀλλὰ μετὰ ποὺ ἁμάρτησαν καὶ παρέβηκαν τὸν νόμο καὶ διωχθήκανε ἀπὸ τὸν Παράδεισον, σὰν τιμωρία τοὺς ἦρθε καὶ ὁ θάνατος. Μὰ γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁλότελα τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου, ἔρχεται ὁ γάμος ν’ ἀναχαιτίσει τὸ θάνατο. Γιὰ νὰ σπέρνει ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος νὰ θερίζει· ὁ ἕνας νὰ κόβει κι ὁ ἄλλος νὰ βλασταίνει. Κι ὅτι μετὰ τὴν εἰσέλαση τοῦ θανάτου δόθηκε ἡ χάρη τοῦ γάμου, καταφάνερο εἶναι ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν Παράδεισο βρέθηκε μὲ τὴν Εὕα. Κι ἔχει γραφτεῖ ὅτι σὰν βγήκανε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, τότε ἐγνώρισε ὁ Ἀδὰμ τὴ γυναίκα του· πρὸ τῆς ἁμαρτίας λοιπὸν ἦταν ἡ παρθενία, ποὺ διατηροῦσε ἀμόλυντο καὶ καθαρό το χιτώνα τῆς φύσεως. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνομία, ὕστερα ἀπὸ τὴν τιμωρία τοῦ θανάτου εἰσέλασε ὁ γάμος γιὰ νὰ ἐξασθενήσει τὸ θάνατο μὲ τὴν ἄνθησή του καὶ νὰ τὸν νικήσει μὲ τὴν ἀρχοντική του βλάστηση. Καὶ γιὰ νὰ μὴ χαθῆ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀλλὰ τουναντίον νὰ πληθυνθεῖ ψηφίστηκε ὁ νόμος τοῦ γάμου. Καὶ στὸν ἄνδρα χάρισε τὴν ἡδονὴ καὶ στὴ γυναίκα τὴ θωπεία καὶ τὴν ὡραιότητα, ὡραιότητα πρόσκαιρη, ὄχι γιὰ νὰ ἐρεθίζωνται ἀνάμεσά τους καὶ νὰ ὠθοῦνται σὲ ἄνομες μίξεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑνώνονται ἔννομα μὲ τὸ θεσμὸ τοῦ γάμου. Ὅθεν ἡ μίξις ὕστερα ἀπὸ νόμιμον γάμον εἶναι τίμια καὶ εὐλογημένη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ γίνεται γιὰ νὰ κερδίσει ἡ σάρκα τὴν ἡδονή, ἔχει μέσα της τὸ θάνατο. Τίμιος γὰρ ὁ γάμος ἐν πάσι, καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος· πόρνους δὲ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός. Ὅσες λοιπὸν νόμιμα γνώρισαν τοὺς ἄνδρες γιὰ νὰ κάμουν παιδιά, εἶναι ἀψεγάδιαστες· ὅπως ἡ Σάρρα, καὶ ἡ Ραβέκκα, καὶ ἡ Ραχήλ. Καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη. Ἐκεῖνες ὅμως ποὺ διεγείρουν τοὺς νέους, καὶ τοὺς σπρώχνουν στὴν ἀκολασία γιὰ νὰ χαροῦν τὴν ἄνομη ἡδονή, αὐτὲς εἶναι καταδικασμένες γιὰ τὴ φθορά, γιατί τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καταστρέφουν. Εἰ τὶς γάρ, λέγει, φθείρει τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός. Καὶ ἀπὸ τοῦτες ἤτανε ἡ ἁμαρτωλὴ ποὺ λέγουμε. Κι ἀφοῦ τόσον αἰσχρὰ ἐκμεταλλεύτηκε τὴ φύση, μὲ τὸ νὰ χρωματίζει μὲ φτηνὴ βαφὴ τὸ πρόσωπό της, καὶ μὲ ἐπιδεξιότητα νὰ προσπαθεῖ πῶς νὰ φανεῖ ἑλκυστική, ἔσερνε τυφλά τους νέους στὴν ἀκολασία καὶ τοὺς ἔσπρωχνε στὸ βάραθρο τῆς πορνείας.

Ε΄. Καὶ δὲν τὰ λέγω αὐτά, γιὰ νὰ περιγελάσω ἐκεῖνα ποὺ ἔκαμε· ἀλλὰ τουναντίον γιὰ νὰ τὴν ἐπαινέσω, μὲ τὸ νὰ ξέρετε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε καὶ ποῦ ἔφτασε. Καὶ λέγω ποιὰ ἤτανε πρῶτα, γιὰ νὰ σᾶς δείξω τί γίνηκε τώρα. Καὶ ὅλα τα  ἁμαρτήματά της καταλεπτῶς τὰ ἱστορῶ, γιὰ νὰ δείξω τὰ κατορθώματα τῆς μετανοίας. Ἀλλὰ αὐτή, ποὺ δὲ μεταχειρίστηκε ὡς ἔπρεπε τὸ σῶμα της· μὰ ἄλλους σαγήνευε μὲ τὶς πλεξοῦδες τῶν μαλλιῶν της, ἄλλους ἐμάγευε μὲ τὰ δάκρυά της κι ἄλλους μὲ τὴ θρασύτητά της  καὶ ὅλους ἀπὸ παντοῦ τους ὠδηγοῦσε στὸ βάραθρο τῆς ἀκολασίας, αὐτὴ τώρα τὸν αἰσχρὸ καὶ σαρκικὸν ἔρωτά της ἀλλάζει σὲ θεία καὶ οὐράνια στοργή.

Σὰν εἶδε τὸν Ἰησοῦ ἄλλοτε νὰ μιλᾶ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα κι ἄλλοτε νὰ σιμώνει τὴ Χαναναία, κι ἄλλη φορᾶ νὰ διαπιστώνει τὴν κλοπὴ τῆς αἱμορροούσης, καὶ πότε νὰ τρώγει μὲ τοὺς τελῶνες καὶ πότε νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς Φαρισαίους, σκέφτηκε. Ἀφοῦ τὶς πόρνες καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς τελῶνες καταδέχεται, ὡς πότε θὰ σπαρταράω σὰν ψάρι γιὰ τὴν ἡδονὴ καὶ θὰ βυθίζομαι συνεχῶς στὰ πελάγη τῆς ἁμαρτίας; Δὲ θὰ μείνω γιὰ πάντα στὸν κόσμο, οὔτε ὡραία θὰ μείνω, γιατί τὸ καθένα ἔχει στὸν καιρὸ τοῦ τὸ θάνατο καὶ ὅλα μαραίνονται· καὶ τὰ ἄνθη καὶ τὰ κρίνα κι οἱ ὀμορφιὲς τοῦ προσώπου. Καὶ τί θὰ πάθω γιὰ τὰ ἔργα μου; Ἀρχίζω τώρα καὶ ἐννοῶ τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως καὶ ἡ ψυχή μου μετανοεῖ, γιατί προσπαθώντας μὲ κάθε μέσο πῶς νὰ φανῶ ὡραιότερη γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν νέων, ἔβγαινα στοὺς δρόμους τῆς πολιτείας καὶ στὴν ἀγορὰ κι ἔτρεχα στὶς μαζώξεις τῶν ἀνθρώπων  κι εἶχα γιὰ δίχτυ μου τὰ πόδια κι ὡς δόλωμα τὶς ὡραῖες μου κουβέντες.

Ὢ πόσους νεαροὺς κατέστρεψα μὲ τὶς ματιές μου, τὶς γιομάτες ἀναίδεια καὶ πάθος. Κι ἔκαμνα πολλὰ φτιασίδια κι αὐτὸ γιὰ βλάβη πάλιν ἐκείνων ποὺ μὲ κυτοῦσαν, καὶ πότε ὕψωνα τὰ μαλλιά μου σὲ σειρὲς ἀπανωτὲς σὰν πύργο, καὶ πότε ἄφηνα ἀπὸ ψηλὰ πολλὲς πλεξοῦδες ἀφρόντιστα νὰ χαλοῦν στὸ μέτωπό μου. Καὶ τὰ μάγουλά μου ἔβαφα καὶ τὰ μάτια μου τὰ εἶχα πάντα μὲ μαυράδια. Καὶ πότε μὲ δάκρυα ψεύτικα ἔκαμνα τοὺς νέους νὰ πέφτουνε μπροστά μου. Ώ, τί θὰ καταντήσω γιὰ τοῦτα, καὶ ποιὸ γιατρὸ θὰ βρῶ σὲ ὅλα τοῦτα τὰ πάθη; Ἂν ἐξομολογηθῶ τὶς ἀνομίες μου στοὺς ἀνθρώπους, ἀνώφελη θὰ εἶναι ἡ ἐκμυστήρευσή μου· νὰ κρύψω τὰ ἁμαρτήματά μου δὲ μπορῶ. Κι ἀπὸ ποῦ νὰ τὰ κρύψω μιᾶς ποῦ τὸ Θεὸ δὲ μπορῶ νὰ ξεγελάσω; Καὶ ποῦ νὰ πάω ποῦ παντοῦ το δικαστὴ βρίσκω μπροστά μου; ποῦ ναὶ μὲν δὲ φαίνεται μὰ παντοῦ μὲ ἐλέγχει; Μιὰ ἐλπίδα σωτηρίας μου ἀπομένει, μιὰ εὐκαιρία γιὰ τὴ ζωή· νὰ βρῶ τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ τρέξω κοντά του. Αὐτὸς ποὺ τοὺς Τελῶνες δέχεται δὲν ἀπαρνιέται τὴν πόρνη. Αὐτὸς ποὺ δειπνεῖ μαζὶ μὲ τοὺς Φαρισαίους δὲ διώχνει τὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτωλῆς. Κι ἐπειδὴ ξέρω πὼς βρίσκεται στοῦ Σίμωνα τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ θὰ πάω. Μὰ τί νὰ τοῦ ζητήσω σὰν πάω; Τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν μου; Μὰ εἶναι πρόσκαιρό το χάρισμα. Ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ὁ αἰώνιος θάνατος εἶναι πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὴ σύντομη τούτη ζωή. Ἀπ’ ὅλα θὰ παραιτηθῶ λοιπόν, τὰ σωματικά, καὶ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μου θὰ ζητήσω. Καὶ μιὰ λύση στὰ κακὰ καὶ τὶς ἁμαρτίες ποὺ σώρεψα εἶναι νὰ δῶ τὸ Δικαστὴ καὶ νὰ προλάβω τὴν κόλαση. Θὰ μιμηθῶ τὴν πόρνη τὴ Ραάβ, καὶ θὰ ζηλέψω τὴν ἐνάρετη ζωὴ τῆς γυναικός. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲ ζητεῖ ὁ Θεὸς πλὴν τῆς μετανοίας.

Στ΄. Καὶ σὰ σκέφτηκε τοῦτα, ποὺ εἴπαμε, μὲ εὐσέβεια, καὶ σὰν μετάστρεψε τὸν νοῦ της στὴν πίστη, ἔρχεται στὸν Ἰησοῦ μὲ παρρησία νὰ ὁμολογήση τὴν ἀναίδειά της. Καὶ δὲ λέγει τίποτε· δὲν τολμοῦσεν· ἤξερε πὼς ἐκεῖνος ποὺ ἐποπτεύει τοὺς λογισμοὺς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λόγια. Καὶ τί θὰ τοῦ ἔλεγε ἀφοῦ ὅλα τα γνωρίζει! Πῶς ἁμάρτησε κι ἐργάστηκε τὴν ἀνομία; Πῶς ἐρωτεύονταν κι ἀπολάμβανε τὶς σαρκικὲς ἡδονές; Αὐτὰ τὰ ἤξερε καλὰ ὁ Θεός, ὄχι γιατί γίνηκαν ἀλλὰ γιατί γνωρίζει καὶ τοὺς λογισμοὺς στὰ μύχια της καρδιᾶς μας. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐγνώριζε πὼς ὅλα εἶναι φανερὰ στὸ Θεὸ καὶ δὲ μπορεῖ νὰ τὸν ξεγελάση, σφάλησε τὸ στόμα της κι ἄνοιξε τὰ δάκρυά της νὰ μιλήσει. Στάσα γάρ, λέγει, παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, κλαίουσα ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσιν. Καὶ δὲ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα της, ἀλλὰ μὲ στεναγμοὺς καὶ μὲ καρδιὰ συντετριμμένη ἔλεγε τὴν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτιῶν της· τοὺς ἄσεμνους στοχασμούς, καὶ τὶς αἰσχρὲς μνῆμες, τὶς βέβηλες πράξεις καὶ τὶς ἄνομες ὁμιλίες ὁμολογοῦσε. Καὶ δὲν ὑπῆρξε τίποτα ποὺ νὰ ἔκαμε καὶ ποὺ δὲν τὸ πλήρωσε μὲ δάκρυα. Κι ἤξερε καλὰ πὼς γιὰ ὅτι ἔλεγε ἐλάβαινε τὴν συγχώρεση. Εἶπα γάρ, λέγει, ἑξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου, καὶ σὺ ἀφήκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου. Καὶ ὄχι μόνον χωρὶς νὰ ὁμιλεῖ, ὁμολογοῦσε ζητώντας τὴν ἐξιλέωση τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς της· ἀλλὰ ἐξεπλήρωσε καὶ τὸ ὡραῖο σχῆμα τῆς μετανοίας. Ἐδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ· καὶ μὲ τὰ καλὰ δάκρυα λούζει τὸ κακό της γέλιο· μὲ τὶς σταγόνες τῶν ματιῶν τῆς ξεπλένει τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὰ μάγουλά της· ἤγουν μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἁμάρτησε μὲ τοῦτα καὶ ἀπολογιέται· μὲ ὅσα ἔπραξε τὶς ἀνομίες, μὲ αὐτὰ ζητεῖ νὰ ἐξιλεώσει τὸ νομοθέτη. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Δαβίδ, τὸ στρῶμα ποὺ μόλυνε μὲ ἐναγκαλισμοὺς τὸ ξέπλυνε μὲ τὰ δάκρυα…….

Μετάφρ.  Θεοδόση Νικολάου, Κυπρίου

ΚΙΒΩΤΟΣ
ΕΤΟΣ Α’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1952
ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛ. 3