Ἐκ τοῦ τρίτου λόγου τοῦ «Θησαυροῦ Δαμασκηνοῦ» ἄνευ τοῦ προοιμίου, διασκευασμένος φραστικῶς.

Μετά τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἠκούσατε εἰς τα Χριστούγεννα, ὅταν ἐνεπαίχθη ὁ Ἡρώδης ἀπὸ τοὺς Μάγους, ἔστειλε καὶ κατέσφαξε βρέφη μικρὰ ἀπὸ δυὸ ἐτῶν καὶ κάτω. Μεταξύ των παιδιῶν ἐκείνων ἔλαχε καὶ ὁ τίμιος Πρόδρομος βρέφος μικρὸν εἰς τὰς χείρας τῆς μητρὸς του Ἐλισάβετ. Και ὅταν ἔμελλε νὰ τὸν κατασφάξουν ἐσχίσθη τὸ ὅρος καὶ ἐπέρασεν ἀντίπερα ἡ Ἐλισάβετ μὲ τὸν Πρόδρομο. Ἄγγελος δὲ Κυρίου τὸν ἐπῆρεν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ τὸν ἀνέθρεψεν ἐκεῖ, ἕως οὐ ἠνδρώθη, καὶ ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν τριάκοντα χρόνων καὶ μηνῶν τριῶν. Ἡ τροφή του δὲν ἦτο εἰς τὴν ἔρημον εἰ μὴ μέλι, ἄγριον καὶ βλαστάρια ἀπὸ τῶν δένδρων τῆς ἐρήμου. Λόγος δὲ Θεοῦ ἦλθε καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν νὰ ἀφήσει τὴν ἔρημον, καὶ νὰ ὑπάγη εἰς τὰ μέρη τῆς Ἰουδαίας καὶ τὰ ἔθνη τῆς Γαλιλαίας νὰ κηρύττη μετάνοιάν.  “τό δὲ πλῆθος τῶν Ἑβραίων προσήρχοντο καὶ ἐξωμολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των, καὶ ἐβαπτίζοντο εἰς τὸν Ἰορδάνην ὑπ’ αὐτοῦ”.

Ἐκεῖ λοιπὸν ἠρώτησαν τὸν Πρόδρομον «Μὴ εἶσαι σὺ ὁ Προφήτης;» Καὶ αὐτὸς εἶπεν «Ὄχι, δὲν εἶμαι ἐγώ». Διατὶ εἶπε τοῦτο; μήπως δὲν ἦτο Προφήτης; Ναί, Προφήτης ἦτο, ἀλλὰ δὲν τὸν ἠρώτησαν «Μὴ εἶσαι Προφήτης», ἀλλὰ «Μὴ εἶσαι σὺ ὁ Προφήτης;» Ἤτοι, μὴ εἶσαι σὺ ἐκεῖνος, ὅπου εἶπεν ὁ Προφήτης Μωυσῆς’ «Ὅτι Προφήτην ἠμὶν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ἠμῶν, ἐκ τῶν ἀδελφῶν ἠμῶν». Ἤτοι, ὅτι μέλλει νὰ ἔλθη εἷς μέγας Προφήτης ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων. Ἐνόμιζον λοιπὸν οἱ Ἑβραῖοι, ὅτι ὁ Πρόδρομος εἶναι ἐκεῖνος ὁ προφήτης, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἠρώτων. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς’ «Δὲν εἶμαι ἐγὼ Ἐκεῖνος’ μέλλει ὅμως νὰ ἔλθει μετὰ ἀπὸ ἐμέ, δὲν εἶμαι δὲ ἐγὼ ἄξιος νὰ λύσω τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ, ἤτοι δὲν δύναμαι ἐγὼ νὰ καταλάβω πὼς ἐγεννήθη Ἐκεῖνος. 

Ἀληθῶς ὑστερώτερα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὡς Θεὸς εἶναι πρωτύτερος ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὸν χρόνον τῆς Θεότητος. Ἐγὼ σᾶς βαπτίζω μόνον μὲ ὕδωρ, αὐτὸς ὅμως θέλει σᾶς βαπτίσει μὲ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ πῦρ. Αὐτὸς ἔχει εἰς τὴν χείρα του τὸ πτύον, καὶ καθαρίζει τὸ ἄχυρον ἀπὸ τὸν σίτον, ἤτοι καρδιογνώστης εἶναι ὡς Θεὸς καὶ γνωρίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς δικαίους, καὶ τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς καταδικάζει εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τοὺς δὲ δικαίους καλεῖ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν».

Οἱ ἄνθρωποι δὲ ὅλοι προσήρχοντο καὶ ἠρώτων αὐτὸν’ ‘’τί νὰ κάμωμεν διὰ νὰ σωθῶμεν;’’ Καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτοὺς’ «ὅστις ἔχει δύο χιτώνας, ἃς δώση τὸν ἕνα εἰς ἐκεῖνον πού δὲν ἔχει’ καὶ ὅστις περισσεύει ἄρτον, ἃς δίδη εἰς ἐκεῖνον ὅστις στερεῖται». Προσήρχοντο δὲ καὶ οἱ τελῶναι καὶ τὸν ἠρώτων «Τί νὰ κάμωμεν διὰ νὰ σωθῶμεν καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτοὺς’ «Προσέχετε ἀπὸ τὸ ἂδικον’ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δικαιοῦσθε μὴ παίρνετε’ μόνον τὸ διατεταγμένον σας, ἐκεῖνο ζητεῖτε». Ἐπῆγαν δὲ καὶ στρατιῶται καὶ τὸν ἠρώτησαν’ «Καὶ ἠμεῖς τί νὰ κάμωμεν διὰ νὰ σωθῶμεν;» Καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτούς: «Προσέχετε, ὥστε κανένα νὰ μὴ πειράζετε, κανένα νὰ μὴν συκοφαντεῖτε». Καὶ πάλιν ἠρώτησαν αὐτὸν ἐὰν εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ πάλιν ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς’ «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ὑπολαμβάνετε, ἀλλ’ Αὐτὸς ὁ ὁποῖος Ἰδοὺ ἔρχεται». Εἶπε δὲ τοῦτο ὁ Πρόδρομος, διότι, καθὼς συνωμίλει μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, ἔφτασε καὶ ὁ Χριστὸς διὰ νὰ βαπτισθῆ. Τότε, ὡς εἶδεν αὐτὸν ὁ Πρόδρομος, εἶπε πρὸς τοὺς Ἑβραίους’ «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ἤτοι Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο σᾶς ἔλεγα ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀληθινοῦ, ὅστις ἀνέλαβε τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ τὰς ἐξαλείψη.

Τότε προσῆλθεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν’ «Ἔλα νὰ μὲ βαπτίσεις, ὅτι δι’ αὐτὸ ἦλθα». Λέγει ὁ Πρόδρομος «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ἀπό Σε, ἴνα μαρτυρήσω καὶ νὰ δεχθῶ ἄλλο βάπτισμα διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ Σὺ ἔρχεσαι νὰ σὲ βαπτίσω ἐγώ; Ὁ Ἰορδάνης βλέπων σε ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ἐγὼ νὰ ἀποτολμήσω νὰ σὲ βαπτίσω; Ἐὰν ὁ Μωυσῆς ἐκεῖνος ὁ θεοπτικότατος καὶ μέγας Προφήτης ηὐλαβεῖτο νὰ ἴδει πρὸς τὸ πρόσωπόν Σου, ἐγὼ πῶς νὰ ἐγγίσω τὴν ἁγίαν σου κορυφὴν μὲ τὰς ἁμαρτωλᾶς χείρας μου; χόρτος τῆς γῆς εἶμαι, καὶ πῶς νὰ πλησιάσω πρὸς τὸ πῦρ τὸ ἄστεκτον; Σὺ ἁγίασον μέ, Κύριε’ Σὺ βάπτισόν με, Δέσποτα’ Σὺ καθάρησόν με ἀπὸ τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἀποτολμῶ νὰ σὲ βαπτίσω. Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Χριστὸς’ «Ἰωάννη, ἅφες τοὺς τοιούτους λόγους’ τώρα δὲν εἶναι καιρὸς τῆς τοιαύτης πολυλογίας, Οἰκονομίας καιρὸς εἶναι’ διὰ τοῦτο ἔγινα ἄνθρωπος’ διὰ τοῦτο σάρκα ἐφόρεσα’ διὰ τοῦτο πτωχὸς καὶ ταπεινὸς ἐφάνην, διὰ νὰ πληρώσω ὅλην τὴν δικαιοσύνην’ λοιπὸν βάπτισόν με διὰ νὰ πληρωθῆ ἡ οἰκονομία καὶ ἡ συγκατάβασής μου ὅλη». Τότε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἐβάπτισε τὸν σαρκωθέντα Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς περιστερὰ κατέβη ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Χριστοῦ’ καὶ φωνὴ ἠκούσθη ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, λέγουσα” «Οὗτος ἔστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὢ εὐδόκησα». Δηλαδή αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπημένος, μὲ τὸν ὁποῖον Υἱόν μου ὠκονόμησα καὶ ἔκαμα τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Τότε ἐξῆλθεν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν ποταμὸν βαπτισμένος.

Οὕτω μᾶς διδάσκουσιν οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ Εὐαγγελισταὶ ὅτι ἐβαπτίσθη ὁ Χριστὸς’ πλὴν ἔχομεν καὶ εἰς τὴν σημερινὴν ἑορτὴν νὰ ἐξετάσωμεν ζητήματα τινά. Καὶ πρώτον ζητούμενο διατὶ ὁ Χριστὸς ἀναμάρτητος ὧν ἐβαπτίσθη; Δεύτερον’ Διατὶ δὲν ἐβαπτίσθη εἰς ἄλλον ποταμόν, ἀλλὰ εἰς τὸν Ἰορδάνην; Τρίτον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διατὶ κατέβη; Τέταρτον Διατὶ κατέβη εἰς εἶδος περιστερᾶς; Πέμπτον Πόσα βαπτίσματα ὑπάρχουν; Ἕκτον Πόσα ὀνόματα ἔχει τὸ Ἅγιον Βάπτισμα; Ἕβδομον Τί ὀνομάζεται Πνεῦμα; Ὄγδοον Τί ὀνομάζεται Φῶς; Ἔνατον Διατὶ γίνεται Βάπτισμα μὲ ὕδωρ καὶ Πνεῦμα; Δέκατον Τί δύναται νὰ χαρίση τὸ Ἅγιον Βάπτισμα εἰς τὸν ἄνθρωπον; Αὐτὰ τὰ δέκα ζητήματα ἔχομεν σήμερον νὰ ἐξετάσωμεν καὶ νὰ ἐπιλύσωμεν, ἀλλὰ ἂν τύχη καὶ εἶναι ἄλλα περισσότερα, ἠμεῖς μόνον τὰ ἀναγκαιότερα λέγομεν διότι αὐτὰ τὰ δέκα δύνανται καὶ τὰ ἄλλα νὰ λύσουν.

Σεῖς δέ, ὢ εὐλογημένοι χριστιανοί, ὅσοι προσήλθατε σήμερον νὰ ἐορτάσητε τὴν πανήγυριν, ὅσοι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν συνήχθητε χάριν τῆς ἑορτῆς, ἀνοίξατε τοὺς ὀφθαλμούς σας, ὄχι μόνον τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς, διὰ νὰ ἀντιληφθῆτε σαφῶς τὰ λεγόμενα, ὅτι δὲν εἶναι πράγματα καὶ ὑποθέσεις τοῦ κόσμου, ἀλλὰ περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἑορτῆς μας τῆς ἁγίας διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἔγινε’ διότι πόθεν ἄλλοθεν ἐφιλανθρωπεύθη ὁ Θεὸς νὰ σαρκωθῆ; πόθεν κατεδέχθη ὁ ποιητὴς καὶ πλάστης τοῦ κόσμου νὰ καταβῆ σωματικῶς ἐπὶ τῆς γῆς; πόθεν καὶ ἀπὸ ποίαν ἀφορμὴν ὁ βασιλεὺς τῶν αἰώνων καὶ ἄχρονος ἠθέλησε νὰ γεννηθεῖ εἰς χρόνον, καὶ νὰ ὀνομασθῆ χρονικός; πόθεν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον ὑμνούσι Χερουβείμ, τὸν ὁποῖον δοξολογούσι Σεραφείμ, κατεδέχθη νὰ ὀνομασθῆ Σαμαρείτης καὶ δαιμονισμένος; διατὶ ὑπέμεινεν ὕβρεις, ὀνειδισμούς, καὶ τελευταῖον θάνατον σταυρικόν; Φανερὸν εἶναι ὅτι διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων τὰ κατεδέχθη ὅλα, θέλων νὰ σώση τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἐξ Ἀδάμ, θέλων νὰ ἐλευθερώση τὰς ψυχᾶς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ μισοκάλου διαβόλου.

Διότι ἀφοῦ ἡ φύσις τῶν ἀνθρώπων ἐξέπεσε διὰ τὴν παρακοήν, καὶ ἀπὸ τὸν Παράδεισον ἐδιώχθη, δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ἀναβῆ ὀπόθεν ἐξέπεσε, διότι ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἤτοι ἡ παρακοή, ἔκλεισε καὶ τὴν θύραν τοῦ Παραδείσου. Ἐδέχετο ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ νὰ τὸν εἰσαγάγη πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία θέλει μετάνοιαν διὰ νὰ διορθωθεῖ, ὁ δὲ Ἀδὰμ δὲν μετενόησε, δὲν ἔκλαυσεν οὔτε εἶπε πρὸς τὸν Θεόν, ὅταν τὸν ἠρώτα μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸ ξύλον, ὅτι ἔσφαλα, Θεέ μου, ἥμαρτον, ποιητά μου, ἐπλανήθην καὶ παρήκουσα τὸ θέλημά σου’ διὰ τοῦτο κλαίω καὶ θρηνῶ καὶ δέομαί σου, δέξαι μὲ πάλιν τὸν παρήκοον δὲν εἶπεν οὕτω, ἀλλὰ ἔρριψε τὴν ἀφορμὴν εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἶπεν, ὅτι ἡ γυνή, τὴν ὁποίαν μου ἔδωσες, ἐκείνη μὲ παρέσυρεν’ ἔδειξε παρευθύς, ὅτι ἐκεῖνος δὲν πταίει, ἀλλ’ ὁ Θεός, ὅστις τοῦ ἔδωσε σύντροφον τὴν Εὔαν, τὴν γυναίκα, ἐκεῖνος πταίει’ ἠρώτησε καὶ τὴν Εὔαν ὁ Θεός, καὶ οὔτε αὕτη εἶπεν ὅτι ἔσφαλεν, ἂλλ’ ἔρριψε τὴν ἀφορμὴν εἰς τὸν ὄφιν, ὅτι ἐκεῖνος τὴν ἐπλάνησεν. Ἐπειδὴ λοιπὸν τότε δὲν μετενόησαν, οὔτε ὁ Θεὸς τοὺς ἐδέχθη διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των, καὶ ὠκονόμησεν ὕστερον εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους καὶ καιροὺς νὰ ἔλθη νὰ φορέση σάρκα ἐκ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ νὰ βαπτισθῆ ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ δούλου του Προδρόμου. Ἀλλὰ ἃς ἔχω συγχώρησιν, ὅτι ὁ λόγος μὲ ἠνάγκασε νὰ ἐξέλθω ἀπὸ τὸν σκοπόν μου’ πλὴν ἃς ἐπανέλθω εἰς τὸ προκείμενον νὰ διαλύσω τὰ ζητήματα τῆς ἑορτῆς.

Και πρῶτον μὲν ζήτημα εἴπομεν: Διατὶ ὁ Χριστός, ἀναμάρτητος ὧν, ἐβαπτίσθη; Τό βάπτισμα εἶναι ἐλευθέρωσις ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ καθαρισμὸς ἀπὸ τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ὁ δὲ Χριστὸς ἦτο ἀμέτοχος ἁμαρτίας, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας’ «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Τίνος ἕνεκεν λοιπὸν ἐβαπτίσθη; Καὶ λέγομεν εἰς αὐτὸ’ τέσσαρα στοιχεῖα εἶναι, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἀπὸ αὐτὰ σύγκειται, καὶ πάλιν εἰς αὐτὰ τὰ στοιχεῖα μέλλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀναλύση εἰς τὴν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Κυρίου καὶ πάλιν νὰ συναρμοσθῆ ἀπὸ αὐτά. Εἶναι δὲ πρώτον στοιχεῖον καὶ ἀναγκαιότατον ὁ ἀὴρ διότι χωρὶς ἀναπνοὴν ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ ζήση οὔτε στιγμὴν δεύτερον στοιχεῖον καὶ ὑψηλότερον εἶναι ὁ αἰθήρ, τρίτον στοιχεῖον εἶναι τὸ ὕδωρ, καὶ τέταρτον στοιχεῖον εἶναι ἡ γῆ’ ἀπὸ αὐτὰ τὰ τέσσαρα στοιχεῖα εἶναι συνιστάμενος ὁ ἄνθρωπος’ καὶ ὁ μὲν ἀὴρ λέγεται ἀήρ, ὅτι γίνεται ἀπὸ τὸ ἄω, ἤτοι ἀναπνέω, ὅτι αὐτὸν τὸν ἀέρα ἀναπνέομεν’ ὁ δὲ αἰθὴρ λέγεται αἰθήρ, ὅτι γίνεται ἀπὸ τοῦ αἴθω, ἤτοι καίω, καὶ τὸ ὕδωρ ἀπὸ τὸ ὕω, ἤτοι βρέχω, ὅτι ὕδωρ βρέχουσι τὰ νέφη’ ἡ δὲ γῆ λέγεται γῆ, ὅτι εἶναι ἀπὸ τοῦ γῶ, ἤτοι χωρῶ, ὅτι ἡ γῆ χωρεῖ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ὅλων. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, ἐπειδὴ εἶναι σύστασις τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, πρέπον εἶναι νὰ ἁγιασθοῦν ἀπὸ τὴν συγκατάβασιν τοῦ Κυρίου’ καὶ ὁ μὲν ἀὴρ καὶ ὁ αἰθὴρ ἠγιάσθησαν ἀπὸ τὴν συγκατάβασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅπως καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιον φωτίζονται’ ἡ δὲ γῆ ἠγιάσθη, ὅταν ἐγεννήθη σωματικῶς εἰς τὸ σπήλαιον ἔπρεπε καὶ τὸ ὕδωρ, ὅπερ εἶναι ἐν ἀπὸ τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, νὰ ἁγιασθῆ καὶ αὐτὸ’ ἀλλέως δὲ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἁγιασθῆ τὸ ὕδωρ, ἐὰν δὲν ἤθελε βαπτισθῆ ὁ Κύριος σωματικῶς εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν.

Εἶναι ὅμως καὶ ἄλλος λόγος’ ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ εἶδε τὴν πτῶσιν τῶν δαιμόνων, ἡ ὁποία ἠκολούθησεν εἰς τὴν ἔπαρσιν τοῦ Ἑωσφόρου, ἐστάθη καὶ εἶπε’ «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου», τότε ἐστάθησαν ὅλοι ἐκεῖ ὅπου ἕκαστος εὑρέθη, οἱ μὲν ἀγαθοὶ Ἄγγελοι εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ πονηροὶ δαίμονες ἐκεῖ ὅπου ἐπεσον, ἤτοι ἄλλοι εἰς τὴν ἄβυσσον, οἵτινες καὶ ἔμειναν ἐκεῖ κάτω εἰς τὴν κόλασιν, ἄλλοι εἰς τὴν γῆν, ἄλλοι εἰς τὸ ὕδωρ καὶ ἄλλοι εἰς τὸν ἀέρα, οἵτινες λέγονται ἐναέρια τελώνια. Μὲ τὴν κατάβασιν ὅμως τοῦ θείου Λόγου ἐνικήθη ἡ δύναμις τῶν δαιμόνων ἐκείνων, οἵτινες ἤσαν εἰς τὸν ἀέρα καὶ εἰς τὴν γῆν ἐπρεπεν ὅθεν νὰ νικηθῆ ἡ δύναμις καὶ ἐκείνων οἵτινες ἤσαν εἰς τὸ ὕδωρ (1), (1) [Ἡ δὲ δύναμις ἐκείνων, οἵτινες κατέπεσον εἰς τὰ καταχθόνια, συνετρίβη μὲ τὴν κάθοδον τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἄδην μετὰ τὴν σταύρωσιν, ἀφ’ ὅτου ἀναστᾶς συνεξανέστησε καὶ ἅπαν το γένος τῶν ἀνθρώπων.] δι’ ὁ καὶ ὁ μόνος ἀναμάρτητος Χριστὸς κατῆλθεν εἰς τὸ ὕδωρ καὶ ἐβαπτίσθη διὰ νὰ συντρίψη τοὺς δαίμονας, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ λέγων διὰ τὸν Χριστόν’ «Σὺ συνέτριψας τὰς κεφάλας τῶν δρακόντων ἐπὶ τῶν ὑδάτων».

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς δυὸ προαναφερθέντας λόγους, οἵτινες λύνουν τὸ ζήτημα, ὑπάρχει καὶ τρίτος λόγος, καὶ αὐτὸς εἶναι ὅτι τοῦτο ἔπραξε διὰ νὰ μᾶς δείξη, ὅτι εἶναι μέγα καὶ θαυμαστόν το μυστήριον τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μυστήρια τῆς πίστεώς μας.

Καὶ πρώτον μὲν μυστήριον εἶναι αὐτὸ τὸ Βάπτισμα’ δεύτερον, τὸ Ἅγιον Μύρον’ τρίτον, ἡ ἁγία Κοινωνία’ τέταρτον, ὁ πρῶτος γάμος’ πέμπτον, ἡ ἱερωσύνη’ ἕκτον, ἡ Μετάνοια καὶ ἕβδομον τὸ Εὐχέλαιον. Ὡς μέγα λοιπὸν καὶ πρώτον μυστήριον τῆς πίστεώς μας ὅπου εἶναι, διὰ νὰ τὸ βεβαιώση ὁ Χριστός, διὰ τοῦτο ἐβαπτίσθη, ὅτι εἴτις δὲν βαπτισθῆ, δὲν σώζεται, ὡς ὁ ἴδιος ὁρίζει εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον ὅτι ἐὰν τὶς δὲν ἀναγεννηθῆ διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ἐκεῖνος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἐπειδὴ λοιπὸν μέγα καὶ ἀναγκαῖον εἶναι τὸ ἅγιον Βάπτισμα, καὶ διὰ νὰ μᾶς βεβαιώση τοῦτο ὁ Χριστός, δι’ αὐτὸ ἐβαπτίσθη καὶ ὄχι διὰ νὰ καθαρισθῆ ἀπὸ ἁμαρτίας. Ἰδοὺ σὺν Θεῶ ἐδιαλύσαμεν τὸ πρώτον ζήτημα.

Δεύτερον ζῆτημα εἶναι’ Διατὶ δὲν ἐβαπτίσθη εἰς ἄλλον ποταμόν, ἀλλ’ εἰς τὸν Ἰορδάνην; Και λέγομεν εἰς αὐτό, ὅτι πολλὰ θαύματα εἶχον γίνει εἰς αὐτὸν τὸν ποταμόν, καὶ ἦτο πλήρης χαρίτων ὡς ἠγιασμένος, διὰ τοῦτο ὅθεν καὶ ὁ Χριστὸς ἐπῆγεν εἰς αὐτόν. Ἔγιναν δὲ ἐκεῖ τα ἑξῆς θαύματα. Πρώτον θαῦμα ἔγινεν, ὅταν διῆλθε δι’ αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ μὲ τὴν κιβωτόν, τοῦτο δὲ ἔγινεν οὕτως. Ὁ μέγας ἐκεῖνος Προφήτης Μωυσῆς, ὅταν ἀπέθνησκεν, ἀφῆκε διάδοχον τῆς ἀρχηγίας του τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἐπῆρε τὴν ἡγεσίαν τῶν Ἑβραίων, πορευόμενος πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐκυρίευσε τὰ φρούρια ὅλα, καὶ τοὺς βασιλεῖς ὅσους συνῆντα εἰς τὸν δρόμον του. Μέλλων δὲ νὰ ὑπάγη καὶ εἰς τὴν Ἱεριχῶ, ἔστειλε δυὸ νέους ἔμπροσθέν του νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἱεριχῶ νὰ τὴν κατασκοπεύσουν. Ἐπῆγαν λοιπὸν οἱ στρατιῶται εἰς τὸν οἶκον μιᾶς πόρνης καὶ ἐκρύβησαν. Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς πόλεως, ὅταν τοὺς εἶδον, ἐγνώρισαν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἐνδυμασίαν, ὅτι εἶναι ξένοι καὶ ἐζήτουν νὰ τοὺς φονεύσουν, ἡ δὲ πόρνη ἐκείνη, Ραὰβ τὸ ὄνομα, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς ὁδὸν διαφυγῆς. Δι’ αὐτὴν τὴν καλωσύνην τῆς εἶπον οἱ στρατιῶται, ὅτι ἠμεῖς ἀνάγκη εἶναι νὰ παρωμεν τὸ φρούριον αὐτό, μόνον βάλε σημεῖον ἀναγνωρίσεως εἰς τὴν οἰκίαν σου, ὅταν λεηλατῶμεν τὰς ἄλλας οἰκίας, νὰ μὴ πειράξωμεν τὴν ἰδικήν σου, μήτε νὰ πάθης κακόν.

Ἐξελθόντες τῆς πόλεως κρυφίως οἱ στρατιῶται, ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ εἶπον εἰς αὐτὸν ὅσα εἶδον. Τὴν πρωΐαν ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου ἤσαν στρατοπεδευμένοι, ὅστις ὠνομάζετο Σαττίν, καὶ ἐπῆγαν κοντὰ εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἔμειναν δὲ ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας. Τότε ἐξῆλθον οἱ ἱερεῖς τῶν Ἑβραίων καὶ διεκήρυξαν εἰς ὅλον το πλῆθος, ὅτι, ὅταν ἴδητε τὴν Κιβωτὸν καὶ τὴν σηκώνουν οἱ δώδεκα ἱερεῖς, νὰ σταθῆτε ὅλοι ὀπίσω, μακρὰν ἀπὸ αὐτὴν ἕως δύο χιλιάδας πήχεις, αὔριον δὲ νὰ μὴ κοιμηθῆ κανεὶς μὲ τὴν γυναικά του, μόνον νὰ εἶσθε καθαρισμένοι, ὅτι αὔριον θέλει δείξει ὁ Θεὸς μέγα θαῦμα εἰς ὅλα τα ἔθνη. Τὴν πρωΐαν, ὅταν ἐξημέρωσεν, ἐσήκωσαν οἱ ἱερεῖς τὴν Κιβωτὸν εἰς τὸν ὦμον των, καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ εἶπε: «Σταθῆτε εἰς τὸν ποταμὸν μὲ τὴν Κιβωτόν, ἕως ὅτου νὰ περάσουν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι». Τότε εἰσῆλθον εἰς τὸν Ἰορδάνην οἱ ἱερεῖς καὶ θαῦμα ἔγινε παράδοξον’ ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ μόνον τόσον νερὸν ἀπέμεινεν, ὥστε ἐβράχησαν οἱ ἱερεῖς μόνον μέχρι τῶν σφυρῶν (ἀστραγάλων). Εκεί λοιπὸν ἐστάθησαν μὲ τὴν Κιβωτόν, ἕως ὅτου ἐπέρασε τὸ πλῆθος ὅλον τὸν Ἰορδάνην καὶ δὲν ἐβράχησαν. Τότε ἐδιαλάλησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν λαὸν καὶ εἶπε: «Θαρσεῖτε, ὅτι ὁ Θεὸς παρέδωκεν εἰς τὰς χείρας μας ὅλα τα ἔθνη, τοὺς Χαναναίους. τοὺς Χετταίους τοὺς Φερεζαίους, τοὺς Εὐαίους, τοὺς Γεργεσαίους, τοὺς Ἀμορραίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους’ αὐτὰ τὰ ἑπτὰ ἔθνη παρέδωκεν εἰς ἠμᾶς ὁ Θεός, πλὴν δώδεκα φυλαὶ εἶσθε ὅλοι’ ἃς πάρη εἰς ἄνθρωπος ἐξ ἑκάστης φυλῆς ἀπὸ μίαν πέτραν μεγάλην νὰ τὰς βάλετε ἐδῶ εἰς τοὺς πόδας τῶν ἱερέων διὰ νὰ εἶναι σημεῖον παντοτεινὸν ὅταν εὑρεθῆ κανεὶς καὶ σᾶς ἐρωτήση: Τί εἶναι αὗται αἳ πέτραι; νὰ εἴπητε ὅτι ἐδῶ ἐστάθησαν οἱ ἱερεῖς μὲ τὴν Κιβωτὸν καὶ δὲν ἐβράχησαν, ὁ δὲ Ἰορδάνης ἐγύρισεν εἰς τὰ ὀπίσω, ἕως ὅτου ἐπεράσαμεν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι. Νὰ πάρετε δὲ καὶ ἄλλους δώδεκα λίθους ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην νὰ τοὺς ἔχετε μαζί σας εἰς τὴν κατοικίαν σας». Ἔκαμαν λοιπὸν οἱ Ἑβραῖοι καθὼς ἐπροστάχθησαν. Αι δὲ πέτραι ἐκεῖναι εὑρίσκονται εἰς τὸν Ἰορδάνην ἕως τὴν σήμερον. Πρώτον λοιπὸν θαῦμα ἔγινεν αὐτὸ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν.

Δεύτερον θαῦμα ἔγινεν, ὅταν ὁ Ἠλίας ὁ Προφήτης ἐπέρασε τὸν Ἰορδάνην μὲ τὸν Ἐλισσαῖον, ὡς εἰς στερεάν, ἔγινε δὲ καὶ αὐτὸ οὕτως. Ὁ Προφήτης Ἠλίας, ὅταν ἔμελλε νὰ ἀναληφθῆ, εἶχεν ἕνα μαθητὴ Ἐλισσαῖον τὸ ὄνομα, καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν «Κάθου αὐτοῦ, ὅτι ὁ Κύριος μὲ ἔστειλεν εἰς ἄλλον τόπον». Λέγει ὁ Ἐλισσαῖος’ «Νὰ μὴ τὸ δώση ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἀφήσω, ἀλλ’ ἔρχομαι καὶ ἐγὼ ὅπου ὑπάγεις». Ἐσηκώθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὰ Γάλγαλα καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Βαιθήλ’ ἐκεῖ δὲ ἤσαν τέκνα τῶν Προφητῶν, καὶ ἔλεγον εἰς τὸν Ἐλισσαῖον «Νὰ ἠξεύρης, ὅτι ὁ Θεὸς θέλει νὰ πάρη τὸν διδάσκαλόν σου Ἠλίαν». Λέγει ὁ Ἐλισσαῖος’ «Τὸ ἠξεύρω καὶ ἐγώ, μόνον σιωπᾶτε». Πάλιν εἶπεν ὁ Προφήτης Ἠλίας εἰς τὸν Ἐλισσαῖον’ «Κάθου αὐτοῦ, ἕως ὅτου νὰ ὑπάγω παρέκει». Καὶ δὲν ἤθελεν ὁ Ἐλισσαῖος νὰ τὸν ἀφήση, ὅτι ἐφοβεῖτο νὰ μὴ ἀναληφθῆ καὶ δὲν τὸν ἴδη. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἐσηκώθησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἱεριχῶ. Εἶπον δὲ εἰς τὸν Ἐλισσαῖον καὶ ἐκεῖ τα τέκνα τῶν Προφητῶν «Νὰ ἠξεύρης, ὅτι ὁ Θεὸς θέλει νὰ πάρη τὸν διδάσκαλόν σου τὸν Ἠλίαν». Καὶ εἶπε πάλιν πρὸς αὐτοὺς’ «Τὸ ἠξεύρω καὶ ἐγώ, μόνον σιωπᾶτε». Καὶ πάλιν εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἠλίας’ «Κάθου ἐδῶ, ἕως ὅτου νὰ ὑπάγω εἰς τὸν Ἰορδάνην». Λέγει ὁ Ἐλισσαῖος’ «Νὰ μὴ τὸ δώση ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἀφήσω, ἔρχομαι καὶ ἐγὼ ὅπου ὑπάγεις». Τότε ἐκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ μὲ τὸν Ἐλισσαῖον καὶ μὲ ἄλλους πεντήκοντα ἀνθρώπους, οἵτινες ἤσαν τέκνα τῶν Προφητῶν.

Ἐπῆγαν λοιπὸν καὶ ἐστάθησαν εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ἰορδάνου, ὁ δὲ Προφήτης Ἠλίας εἶχε μίαν μηλωτήν, καὶ μὲ αὐτὴν ἔκρουσε τὸν Ἰορδάνην, καὶ παρευθὺς ἔγινεν ὁδὸς εἰς τὸ μέσον τοῦ ποταμοῦ. Καὶ οἱ μὲν ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ πεντήκοντα ἀπέμειναν πίσω τοῦ ποταμοῦ, ὁ δὲ Προφήτης Ἠλίας διῆλθε μὲ τὸν Ἐλισσαῖον ἀντίπερα καὶ οὐδόλως ἐβράχησαν. Ὅταν διῆλθον τὸν ποταμόν, λέγει ὁ Ἠλίας πρὸς τὸν Ἐλισσαῖον «Ζήτησε, τί χάρισμα θέλεις νὰ λάβης πρὶν ἀναληφθῶ». Καὶ λέγει ὁ Ἐλισσαῖος’ «Θέλω τὸ χάρισμα ὅπερ ἔχεις, νὰ ἔλθη διπλοῦν εἰς ἐμέ». Λέγει ὁ Ἠλίας’ «Πολὺ μεγάλον χάρισμα ἐζήτησες’ πλὴν ἐὰν μὲ ἴδης, ὅταν ἀναληφθῶ, νὰ λάβης αὐτὸ ποὺ ζητεῖς». Ἐνῶ συνωμίλουν ταῦτα, ἅρμα πύρινον μὲ τέσσαρας ἵππους ἤρπασε τὸν Προφήτην Ἠλίαν ἀπὸ προσώπου τοῦ Ἐλισσαίου. Ὁ Ἐλισσαῖος τόσον μόνον ἠδυνήθη, ὅτι ἤρπασε τὴν μηλωτὴν τοῦ Ἠλία καὶ ἐστέκετο καὶ τὸν ἐκύτταζε, πὼς ἀνέβαινεν ὡς εἰς τὸν οὐρανόν. Τότε ἐγύρισε νὰ περάση μοναχὸς τὸν Ἰορδάνην, καὶ ἔκρουσε μίαν φορᾶν τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, καὶ δὲν ἐσχίσθη ὡς εἰς τὸν Ἠλίαν. Τότε λέγει’ «Ποῦ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου τοῦ Ἡλιοῦ;» Ἔκρουσε δὲ δεύτερον, καὶ ἐσχίσθη ὁ ποταμὸς καὶ ἐπέρασε καὶ αὐτὸς ἀντίπερα χωρὶς νὰ βραχή• καὶ τὸ δεύτερον τοῦτο θαῦμα ἔγινεν εἰς τὸν Ἰορδάνην.

Τρίτον θαῦμα εἶναι τὸ ἑξῆς: Εἰς τὴν Συρίαν ἦτο βασιλεὺς τὶς, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἕνα στρατηγόν, Νεεμᾶν τὸ ὄνομα, ὅστις ἦτο λεπρὸς εἰς τὸ πρόσωπον, εἶχε δὲ μίαν δούλην Ἑβραίαν, ἥτις, βλέπουσα αὐτὸν λεπρόν, εἶπεν ἡμέραν τινὰ πρὸς τὴν κυρίαν της, τὴν γυναίκα τοῦ Νεεμᾶν «Ἂν εὐρίσκετο ὁ κύριος μου εἰς τὴν Σαμάρειαν, θὰ ἐθεραπεύετο». Ἡ δὲ γυνὴ εἶπεν εἰς τὸν ἄνδρα της τὸν Νεεμᾶν, ὅ,τι εἶπεν ἡ δούλη. Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Νεεμᾶν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν’ «Παρακαλῶ σε, ἄφησε μὲ νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Σαμάρειαν νὰ ἰατρευθῶ». Δίδει τότε εἰς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς δέκα τάλαντα ἀργύρου, ἤτοι χιλίας διακοσίας πεντήκοντα λίτρας ἄργυρον, ἔδωκε δὲ εἰς αὐτὸν καὶ ἐξ χιλιάδας φλωρία, καὶ δέκα ἐνδυμασίας καινουργεῖς καὶ γράμματα βασιλικὰ πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Σαμαρείας. Τότε ἐσηκώθη ὁ Νεεμᾶν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Σαμάρειαν καὶ ἔδωκε τὰς ἐπιστολᾶς εἰς τὸν βασιλέα τῆς Σαμαρείας, ὡς δὲ τὸν εἶδεν ἐκεῖνος διέρρηξε τὰ ἱμάτια του, καὶ εἶπε πρὸς τὸν Νεεμᾶν «Μήπως εἶμαι ἐγὼ θεός, καὶ σὲ ἔστειλεν ὁ βασιλεὺς νὰ σὲ ἰατρεύσω;» Εἶχε δὲ θλίψιν μεγάλην ὁ βασιλεὺς τῆς Σαμαρείας τὴν ἡμέραν ἐκείνην διὰ τὸν ὁρισμὸν τοῦ βασιλέως τῆς Συρίας. Τότε ἤκουσεν ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος, ὅτι ἐστενοχωρήθη ὁ βασιλεὺς καὶ ἔσχισε τὰ ἱμάτιά του’ ὅθεν ἐμήνυσε πρὸς αὐτὸν ταῦτα’ «Τί λυπεῖσαι, βασιλεῦ; ἃς ἔλθη νὰ τὸν ἰατρεύσω, διὰ νὰ γνωρίση ὅτι μέγας Θεὸς εἶναι εἰς τὸ γένος μας».

Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ ἄρχων Νεεμᾶν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν θύραν τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, καὶ ἐστάθη ἔξω, περιμένων νὰ ἐξέλθη ὁ Ἐλισσαῖος νὰ τὸν προϋπαντήση. Ὁ δὲ Ἐλισσαῖος εἶπε πρὸς αὐτὸν «Πορεύθητι εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, καὶ λούσου ἐκεῖ ἑπτὰ φορᾶς, ἐὰν θέλης νὰ καθαρισθεῖς». Ὡς ἤκουσε τοῦτο ὁ Νεεμᾶν, ἐθυμώθη καὶ εἶπεν «Ἐγὼ ἀνέμενον νὰ ἐξέλθη, νὰ μὲ εὐλογήσει εἰς τὸ πρόσωπον, νὰ ἰατρευθῶ, καὶ αὐτὸς μὲ στέλλει, νὰ ὑπάγω εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν νὰ λουστῶ; μήπως δὲν εἶναι καὶ ἀλλοῦ ποταμοὶ καλλίτεροι; Δὲν εἶναι ὁ Ἀρβανᾶς καὶ ὁ Φαρφάρ, οἱ δυὸ ποταμοὶ τῆς Δαμασκοῦ, καλλίτεροι ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην; ὑπάγω ἐκεῖ νὰ λουσθῶ». Καὶ ἐκίνησε νὰ ὑπάγη εἰς τὸν τόπον του. Λέγουν πρὸς αὐτὸν οἱ ὑπηρέται του’ «Ἴδε μέγαν λόγον σοῦ εἶπεν ὁ Προφήτης, καὶ δὲν τὸν ἔκαμες! Τί εἶναι αὐτό; «Ὕπαγε νὰ λουσθῆς, τί ἔχεις νὰ πάθης μὲ τοῦτο;» Ἐπήγε λοιπὸν καὶ ἐλούσθη ἑπτὰ φορᾶς, καὶ παρευθὺς ἐκαθαρίσθη, καὶ ἔγινε τὸ πρόσωπόν του τρυφερὸν ὡς μικροῦ παιδιοῦ. Τότε ἐγύρισεν ὀπίσω καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἐλισσαίου, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν ἄργυρον, αὐτὸς δὲ δὲν τὸν ἐδέχθη. Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτον θαῦμα ὅπερ ἔγινεν εἰς τὸν Ἰορδάνην.

Τέταρτον θαῦμα ἦτο τὸ ἑξῆς: Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Ἐλισσαίου τοῦ Προφήτου μετέβησαν τινὲς εἰς τὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ νὰ κόψωσι ξύλα, μεταξὺ αὐτῶν δὲ ἐπῆγε καὶ ὁ Ἐλισσαῖος. Ἐκεῖ, κόπτοντες τὰ ξύλα, ἔπεσε τινὸς ἀπὸ τὴν λαβὴν του εἰς τὸν ποταμὸν ὁ πέλεκυς, καὶ ἐφώναζεν ἐν μέσω αὐτῶν. Λαμβάνει τότε ὁ Ἐλισσαῖος τὴν λαβὴν καὶ ἐτοποθέτησεν αὐτὴν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ, καὶ εἶπε’ «Δεῖξον θαῦμα, Θεέ μου». Καὶ παρευθὺς ἀνεπήδησεν ὁ πέλεκυς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μέσον της λαβῆς καὶ ἐγένετο ὡς σταυρός. Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἦτο προεικόνισμα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ μελωδὸς εἰς ἐν Τροπάριον τῆς Ὑψώσεως. «Ὁ βυθῶ κολπωσάμενος, τέμνουσαν ἀνέδωκεν Ἰορδάνης ξύλω, τῷ Σταυρῶ καὶ τῷ Βαπτίσματι, τὴν τομὴν τῆς πλάνης τεκμαιρόμενος», ἤτοι ὁ Ἰορδάνης ποταμός, ὅστις ἐδέχθη εἰς τὰ ὕδατά του τὸν σίδηρον, ὅστις ἔκοπτε, πάλιν τὸν ἔδωκεν ὀπίσω εἰς τὸ ξύλον του, καὶ ἐσημείωσεν, ὅτι ὅπως μὲ τὸν πέλεκυν ἔκοπτον τὰ ξύλα, οὕτω ἐκόπη μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἡ πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν ἡ πολύθεος.

Διὰ ταῦτα λοιπὸν τὰ θαύματα καὶ δι’ ἄλλα περισσότερα ἐβαπτίσθη ὁ Χριστὸς εἰς αὐτὸν τὸν ποταμόν. Ἐν τῇ Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρονται καὶ ἄλλα θαύματα καὶ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐγένοντο εἰς τὸν Ἰορδάνην, ὅπως ὁ Γεδεῶν ὁ Κριτής, ὅστις τὸν διῆλθε καὶ ὁ Ἰακὼβ ὁ υἱὸς τοῦ Ἰσαάκ, ὁ ἀδελφός του Ἠσαύ, καὶ αὐτὸς τὸν διῆλθε μὲ μίαν ράβδον, τὴν ὁποίαν εἶχεν, ὡς τὸ λέγει μόνος του’ «Ἐν γὰρ τὴ ράβδω μου ταύτη διέβην τὸν Ἰορδάνην». Ἀλλὰ ἐγὼ τὰ παρατρέχω, ὅτι ἀρκούσιν ὅσα εἴπομεν, ἴνα βεβαιώσωσι τὴν λύσιν τοῦ ζητήματός μας. Ἔχομεν λοιπόν, εὐλογημένοι Χριστιανοί, καὶ τὴν λύσιν τοῦ δευτέρου ζητήματος. Ἃς προχωρήσωμεν τώρα καὶ εἰς τὸ τρίτον.

Τρίτον ζῆτημα ειναι τοῦτο’ Διατὶ κατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον; Και λέγομεν εἰς αὐτὸ’ Ὅταν ἐβαπτίζετο ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσχίσθησαν οἱ οὐρανοί, καὶ ὁ Πατὴρ ἐμαρτύρησε τὸν Υἱὸν εἰπῶν’ «Οὗτος ἔστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὢ εὐδόκησα». Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Πατὴρ ἐμαρτύρησεν, ἐνόμιζον οἱ Ἑβραῖοι, ὅτι διὰ τὸν Πρόδρομον ἐλαλήθη ἡ φωνὴ ἐκείνη, διότι τὸν ἐγνώριζον ὡς Προφήτην καὶ Υἱὸν Προφήτου, ἀσκητὴν καὶ ἐρημίτην. Διά νὰ μὴ λέγωσιν ὅθεν, ὅτι τὸν Πρόδρομον λέγει Υἱὸν ἠγαπημένον, διὰ τοῦτο κατῆλθε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Κυρίου, δεῖξαν ὅτι διὰ τὸν Χριστὸν μαρτυρεῖ ὁ Πατὴρ ἄνωθεν. Άλλο δέ, ὅτι ἐπειδὴ Τριὰς ἁγία εἶναι ὁ εἵς Θεὸς ὁ ἀληθινός, ἔπρεπε νὰ φανῆ καὶ εἰς τὸν κόσμον ὅθεν ἐνῶ ὁ Υἱὸς ἐβαπτίζετο, ὁ Πατὴρ ἐμαρτύρησε, καὶ τὸ Πνεῦμα ἔδειξε ποιὸν μαρτυρεῖ ὁ Πατὴρ ἄνωθεν. Ὡς θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ! Πόσα ὠκονόμησε διὰ τὴν σωτηρίαν μας, καὶ ἠμεῖς οἱ ταλαίπωροι εἴμεθα ἀχάριστοι πρὸς Αὐτόν!

Πολλοί, πιστεύσατέ με, ὑπάρχουν σήμερον, οἱ ὁποῖοι ἀθετούσι τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, καὶ μάλιστα οἱ Ἑβραῖοι. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἄνωθεν ἔλαβε τὴν μαρτυρίαν, καὶ ὄχι ἐξ ἰδίων ἢ ἀπὸ οἱονδήποτε ἄνθρωπον, καθὼς διηγεῖται καὶ εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον ὁ Ἰωάννης, ὅτι «Ἡ μαρτυρία ἡ ἐμὴ οὐκ ἐστὶν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Και πάλιν ἀλλοῦ λέγει ὅτι, «Ἄλλος ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμοῦ». Ἂν λοιπὸν τὴν μαρτυρίαν τοῦ Πατρὸς δὲν πιστεύωσιν, ἀλλὰ καν εἰς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἃς πιστεύωσι, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν.

Τέταρτον ζῆτημα εἶναι’ Διατὶ κατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς εἶδος περιστερᾶς; Και λέγομεν εἰς αὐτὸ μίαν ἱστορίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν ὁποίαν ὅλοι γνωρίζετε καὶ διὰ τοῦτο ἁπλῶς θὰ τὴν ὑπομνήσωμεν. Εἰς τοῦ Νῶε τὸν καιρὸν ἤσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἄδικοι καὶ ἁμαρτωλοί, καὶ οὐδόλως ἐσέβοντο τὸν Θεὸν οἱ πεπλανημένοι ἐκεῖνοι. Μόνον ὀκτὼ ψυχαὶ ἤσαν εὐσεβεῖς εἰς τὸν κόσμον ὅλον, ὁ Νῶε, ἡ γυνὴ αὐτοῦ, τὰ τρία τέκνα του, ὁ Σήμ, ὁ Χὰμ καὶ ὁ Ἰάφεθ, καὶ αἱ τρεῖς γυναῖκες τῶν υἱῶν του. Ὅθεν ὁ Θεὸς ἐβαρύνθη τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, καὶ ἠθέλησε νὰ τοὺς καταποντίση. Εἶπε λοιπὸν πρὸς τὸν Νῶε’ «Κάμε μίαν κιβωτὸν καὶ εἴσελθε εἰς αὐτὴν σὺ καὶ ἡ γυνή σου, καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου καὶ οἱ υἱοί σου, διότι θέλω καταστρέψει τὸν κόσμον ὅλον». Ἔκαμε λοιπὸν ὁ Νῶε μίαν κιβωτὸν μεγάλην καὶ ἔβαλεν ἐντὸς αὐτῆς τὴν γυναίκα του καὶ τὴν συνοδείαν του ὅλην, ἐπῆρε δὲ καὶ ἀπὸ πᾶν εἶδος ζώων δυὸ ζεύγη ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα, ἀπὸ δὲ τὰ καθαρὰ ἐπῆρεν ἑπτὰ ζεύγη. Ὅταν δὲ εἰσῆλθον εἰς τὴν κιβωτόν, ἔκλεισε τὴν θύραν. Παρευθὺς τότε ὁ Θεὸς ἔβρεξε τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας τόσον, ὥστε ἐπνίγησαν τὰ ζῶα ὅλα, τὰ θηρία καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι. Ἡ δὲ κιβωτὸς ἐκείνη ἐπλεεν ἐπάνω εἰς τὰ ὕδατα, ἕως ὅτου κατήντησεν εἰς ἕνα ὅρος ὀνομαζόμενον Ἀραράτ.

Ὅταν λοιπὸν ἔπαυσεν ἡ μεγάλη βροχή, ἔστειλεν ὁ Νῶε ἕνα κόρακα, διὰ νὰ ἰδῆ ἂν ἔπαυσεν ὁ κατακλυσμὸς ἢ ὄχι. Ὁ κόραξ ἐξελθῶν καὶ εὐρῶν τὰ πτώματα τῶν ζώων καὶ τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἐγύρισε νὰ δείξη σημεῖον τί ὅτι ἔπαυσεν ὁ κατακλυσμός. Ἔστειλε τότε ἄλλον ἕνα κόρακα, καὶ οὔτε ἐκεῖνος ἐγύρισεν. Ἀνάμεινε τότε ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ στέλλει μίαν περιστεράν, ἡ δὲ περιστερά, ὡς καθαρὰ ποὺ εἶναι, δὲν ἤθελε νὰ καθήση εἰς τὴν λάσπην. Ἔλαβε μόνον ἕνα κλῶνον ἀπὸ ἐλαίαν καὶ ἐπέστρεψε πάλιν ὀπίσω εἰς τὴν κιβωτόν. Τότε ἐγνώρισεν ὁ Νῶε, ὅτι κατέπαυσεν ὁ κατακλυσμός. Όπως λοιπὸν ἐκείνη ἡ περιστερὰ ἔδειξεν ὅτι ἔπαυσεν ὁ κατακλυσμός, οὕτω καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἐφάνη εἰς εἶδος περιστερᾶς ἐπάνω τῆς κεφαλῆς τοῦ Κυρίου, ἔδειξεν, ὅτι ἔπαυσεν ὁ μέγας καὶ πολὺς κατακλυσμὸς τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ἐπειδὴ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἐχρίσθη ὑπὸ τοῦ Πατρὸς μὲ τὸ ἔλαιον τῆς ἀγαλλιάσεως, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ Δαβίδ, βαπτίζεται, οὕτω μέλλουσιν οἱ μὲν δαίμονες, οἱ ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀφανισθοῦν ἀπὸ τὸν κατακλυσμόν, ἤτοι τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, οἱ δὲ δίκαιοι νὰ διαφυλαχθοῦν καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας των τὰς πολλᾶς, ὡς ὁ Νῶε ἐσώθη μὲ ὅλον τό οἶκον του ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν μὲ τὴν κιβωτὸν ἐκείνην.

Διὰ τοῦτο λοιπόν, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἐφάνη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς εἶδος περιστερᾶς. Ἀλλὰ καὶ δι’ ἄλλον λόγον ἐγένετο τοῦτο. Ὅτι ἡ περιστερὰ εἶναι ἀκεραία, ἤτοι πλέον ἄκακον ἀπὸ ὅλα τα πετεινά, καθὼς λέγει καὶ τὸ Εὐαγγέλιον «Γίνεσθε φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις, καὶ ἀκέραιοι ὡς αἳ περιστεραὶ» Ἤτοι ὁ ὄφις ἔχει συνήθειαν, ὅταν τὸν κτυποῦν, νὰ ἀφήνη τὸ σῶμα του νὰ τὸ θανατώσουν, μόνον τὴν κεφαλὴν του προφυλάσσει. Ούτω καὶ ἠμεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ εἴμεθα φρόνιμοι, τὰ πλούτη μας ὅλα καὶ τὸ σῶμα μας νὰ δίδωμεν εἰς τὸν θάνατον διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, μόνον τὴν πίστιν μας νὰ φυλάττωμεν ἀπὸ ὅλα περισσότερον, καὶ νὰ εἴμεθα ὡς ἡ περιστερὰ κατὰ πάντα ἄκακοι, νὰ μὴ κρατῶμεν κακίαν καὶ ἔχθραν κατὰ τίνος Χριστιανοῦ, οὔτε νὰ πονηρευώμεθα εἰς κάθε λόγον. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ περιστερὰ εἶναι ἀπὸ ὅλα τα πετεινὰ καθαρωτέρα καὶ ἄκακος, διὰ τοῦτο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐφάνη εἰς εἶδος περιστερᾶς. Ἠκούσατε, εὐλογημένοι Χριστιανοί, τὸ τέταρτον ζήτημα. Ἃς εἴπωμεν καὶ τὸ πέμπτον καὶ ἐνθυμεῖσθε ποιὸν εἶναι, ἢ ἀπὸ τὴν πυκνότητα τοῦ λόγου τὸ ἐλησμονήσατε; Νομίζω ὀλίγοι νὰ τὸ ἐνθυμῆσθε, πλὴν νὰ σᾶς τὸ ἐπενθυμίσω.

Πέμπτον ζῆτημα εἶναι’ Πόσα βαπτίσματα ὑπάρχουν; Και λέγομεν εἰς αὐτό, ὅτι βαπτίσματα εἶναι πέντε. Πρώτον βάπτισμα εἶναι τοῦ Μωυσέως, ὅστις ἐπέρασε τοὺς Ἑβραίους εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, καθὼς τὸ μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἰς ἕνα τροπάριον τῆς σημερινῆς ἑορτῆς εἰς τὴν ἑβδόμην ὠδήν, καὶ λέγει «Θάλασσα δὲ ἣν τύπος ὕδατος, καὶ νεφέλη τοῦ πνεύματος». Ἤτοι ἀντὶ ὕδατος ὑπῆρχεν ἡ θάλασσα ἡ Ἐρυθρά, καὶ ἀντὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦτο ἡ νεφέλη ἐκείνη, ἡ ὁποία τοὺς ἐσκέπαζε τὴν ἡμέραν, καὶ δὲν ἐκαίοντο ἀπὸ τὸ καῦμα τοῦ ἡλίου. Δεύτερον βάπτισμα εἶναι τὸ τοῦ Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ὅστις ἐβάπτιζε τοὺς Ἑβραίους, καθὼς τὸ λέγει καὶ τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον τὸ κατὰ Ἰωάννην, ὅτι «ἣν δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνῶν ἐγγύς τοῦ Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλὰ ἣν ἐκεῖ». Σαλεὶμ ἐλέγετο ἡ Ἱερουσαλήμ. Πλὴν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου μόνον πρὸς μετάνοιαν ἐγένετο, ἤτοι ὡς προετοιμασία τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου, διότι αὐτὸ τὸ βάπτισμα Πνεῦμα Ἅγιον δὲν ἐχάριζεν εἰς τοὺς βαπτιζομένους, καθὼς λέγουσιν αἳ Πράξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. «Ἐγένετο Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, ἐλθεῖν εἰς Ἒφεσον’ καὶ εὐρῶν μαθητᾶς τινὰς εἶπε πρὸς αὐτοὺς’ «Εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες»; Οἱ δὲ εἶπον. «Ἀλλ’ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἔστιν ἠκούσαμεν». Εἶπε δὲ Παῦλος’ «Εἰς τί οὒν ἐβαπτίσθητε»; οἱ δὲ εἲπον’ «Εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα». Εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ Παῦλος’ «Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῶ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ’ αὐτὸν ἴνα πιστεύσωσι, τουτ’ ἐστὶν εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν».

Ὁ Παῦλος δηλαδὴ ὁ Ἀπόστολος, ὅταν ἐκήρυξεν εἰς τὰς ἄνω τοποθεσίας τῆς Ἀνατολῆς, κατέβη εἰς τὴν Ἔφεσον, ἐκεῖ δὲ εὗρε δώδεκα ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔλεγον, ὅτι εἶναι καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς τῶν Ἀποστόλων, ἤτοι Χριστιανοί. Ἠρώτησε δὲ αὐτοὺς ὁ Παύλος• «Ἐλάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ὅταν ἐβαπτίσθητε καὶ ἐπιστεύσατε εἰς Χριστὸν ἡ ὄχι;» Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἲπον’ «Ἠμεῖς οὔτε καν ὅτι ὑπάρχει Πνεῦμα Ἅγιον ἠκούσαμεν». λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Παῦλος” «Πῶς ἐβαπτίσθητε;» ἢ «Εἰς τί βάπτισμα ἐβαπτίσθητε;» λέγουν ἐκεῖνοι, ὅτι «Εἰς τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἐβαπτίσθημεν». Τότε ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ἀπόστολος καὶ λέγει πρὸς αὐτοὺς’ «Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτιζε τοὺς ἀνθρώπους μόνον μὲ ὕδωρ καὶ εἰς μετάνοιαν». Ἤτοι, διὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ βαπτισθοῦν εἰς τὸ Βάπτισμα, τὸ ὁποῖον ἔδειξεν ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τότε, ὡς ἤκουσαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνο οἱ δώδεκα, ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ Βάπτισμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἀναφέρομεν διὰ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην, εὐλογημένοι Χριστιανοί, διὰ νὰ καταλάβετε, ὅτι βάπτισμα ἦτο καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Προφήτου Ἰωάννου, ἀλλὰ μόνον πρὸς μετάνοιαν ἦτο.

Τρίτον Βάπτισμα εἶναι τὸ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον αὐτὸς οὗτος ὁ Κύριος ἔδειξεν εἰς ἠμᾶς τοὺς Χριστιανούς, καὶ τὸ ὁποῖον γίνεται διὰ τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τὸ ὁποῖον Βάπτισμα ὅστις δὲν βαπτισθῆ, δὲν εἶναι Χριστιανός. Τέταρτον Βάπτισμα, εἶναι τὸ μαρτύριον, πλὴν εἶναι ἀπὸ ὅλα τα Βαπτίσματα τιμιώτερον καὶ καλλίτερον, ὅτι πλέον δὲν φοβεῖται νὰ μολυνθῆ ἀπὸ ἁμαρτίας’ αὐτὸ τὸ Βάπτισμα πρῶτος ὁ Χριστὸς τὸ ἔδειξε καὶ ἐβαπτίσθη εἰς αὐτό, ὅταν διὰ τὰς ἁμαρτίας ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων ἐσταυρώθη καὶ ἔχυσε τὸ Πανάγιόν του Αἷμα’ ἀλλὰ οἱ Μάρτυρες ὅλοι μὲ αὐτὸ τὸ Βάπτισμα ἐβαπτίσθησαν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Πέμπτον βάπτισμα εἶναι τὸ τῶν δακρύων, ἤτοι τὸ νὰ ἐνθυμηθῆ τὶς τὰς ἁμαρτίας του, νὰ κλαύση καὶ νὰ θρηνήση. Τά δάκρυα ἐκεῖνα ὡς νέον Βάπτισμα εἶναι’ ὅτι μὲ τὰ δάκρυα καθαρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ πρώτον Βάπτισμα, τὸ ὁποῖον ἐμόλυνε’ πλὴν εἶναι κοπιαστικώτερον ἀπὸ ὅλα, ὅτι ἔχει καὶ κόπον περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄλλα τέσσαρα Βαπτίσματα’ ὅτι καὶ τὸ μαρτύριον ἔχει κόπον καὶ πόνον, ἀλλὰ μόνον εἰς μίαν ὥραν ἢ ἡμέραν ἢ ἑβδομάδα’ ὅμως τὸ δάκρυ θέλει νὰ τὸ ἔχη ὁ ἄνθρωπος εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, καὶ διὰ τοῦτο εἶναι καὶ κοπιαστικώτερον ἀπὸ ὅλα τα βαπτίσματα. Εἴπομεν λοιπὸν καὶ πόσα βαπτίσματα εἶναι καὶ διελευκάναμεν τὸ πέμπτον ζήτημα.

Ἕκτον ζῆτημα εἶναι’ Πόσα ὀνόματα ἔχει τὸ ἅγιον Βάπτισμα;

Ἃς εἴπωμεν λοιπὸν ἐπ’ αὐτοῦ ὅσα λέγει ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Λέγεται δώρον, διότι, χωρὶς νὰ δώσωμεν τίποτε εἰς τὸν Θεόν, μᾶς τὸ δίδει. Λέγεται Βάπτισμα, ὅτι θάπτει τὴν προπατορικὴν ἁμαρτίαν, ἤτοι τὴν ἁμαρτίαν τοῦ Ἀδάμ, τὴν ὁποίαν ἔχει κάθε παιδίον, αὐτὸ τὴν ἐξαφανίζει. Τὸ ἅγιον Βάπτισμα λέγεται και χρίσμα, ὅτι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν ἤθελον νὰ κάμουν Βασιλέα ἡ Ἀρχιερέα, τὸν ἤλειφον μὲ ἔλαιον. Οὕτω καὶ ἠμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ἐπειδὴ βασιλεῖς τῶν παθῶν μας κάμνουν, μᾶς βαπτίζουν μὲ τὸ ἅγιον Βάπτισμα καὶ μᾶς χρίουν μὲ τὸ ἅγιον Μύρον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, εἰς τὰς χείρας καὶ εἰς τὸ στῆθος, διὰ νὰ μὴ ἔχη ὁ διάβολος χῶραν καὶ τόπον εἰς ὅλα μας τὰ μέλη. Εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς μᾶς χρίουν διὰ νὰ μὴ δύναται ὁ διάβολος νὰ μᾶς νικήση μὲ τὴν ὅρασιν εἰς κάλλος μάταιον ἡ εἰς εὐτυχίαν ἄλλου. Εἰς τὰς χείρας δέ, διὰ νὰ μὴ δύναται ὁ διάβολος νὰ μᾶς νικᾶ εἰς ἁρπαγήν, καὶ εἰς ὄσας ἁμαρτίας κάμνουσιν αἱ χεῖρες. Εἰς τὸ στῆθος δέ, διὰ νὰ μὴ ἐνθυμούμεθα πονηρᾶς ἐνθυμήσεις’ ὅτι τὸ ἐπιθυμητικὸν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ στῆθος εὑρίσκεται. Λέγεται φώτισμα, ὅτι φωτίζει καὶ λαμπρύνει τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὴν σώζει ἀπὸ τὸ σκότος τῆς αἰωνίου κολάσεως. Λέγεται ἀφθαρσιας ἔνδυμα, ὅτι μὲ τὸ ἅγιον Βάπτισμα ἐξαλείφονται αἱ ἁμαρτίαι τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐνδύεται ὁ ἄνθρωπος ἀφθαρσίαν, ἤτοι δὲν φοβεῖται πλέον ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος νὰ κολασθῆ, ἀλλὰ ὑπάγει εἰς λουτρὸν παλιγγενεσίας, ὅτι πλύνει καὶ καθαρίζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του, καὶ τὸ Βάπτισμα ἐκεῖνο εἶναι ὡς νὰ ἐδευτερογεννήθη χωρὶς ἁμαρτίας’ λέγεται και σφραγίς, ὅτι τοῦτο εἶναι σημεῖον τῆς χριστιανωσύνης’ καὶ ὅπως οἱ Ἑβραῖοι ἤλειψαν εἰς τὴν Αἴγυπτον τὰ ἀνώφλια τῶν θυρῶν μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου καὶ δὲν τοὺς ἠνώχλησεν ὁ θάνατος, τοιουτοτρόπως οὔτε τοὺς Χριστιανοὺς δύναται νὰ νικήση ὁ διάβολος, διότι εἶναι σεσημειωμένοι μὲ τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Τόσα καὶ ἀκόμη περισσότερα ὀνόματα ἔχει τὸ ἅγιον Βάπτισμα.

Ἕβδομον ζῆτημα εἶναι’ Τί ὀνομάζεται Πνεῦμα; Καί λέγομεν εἰς αὐτό, ὅτι κατὰ πρώτον λόγον Πνεῦμα ὀνομάζεται αὐτὸ τούτο το Πανάγιον Πνεῦμα, τὸν ἐν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, περὶ τοῦ ὁποίου καὶ ὁ Προφήτης Δαβὶδ λέγει’ «Τῷ λόγω Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν, καὶ τῷ Πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πάσα ἡ δύναμις αὐτῶν». Τὸ δὲ βιβλίον τοῦ Ἰὼβ λέγει «Πνεῦμα Κυρίου τὸ ποιῆσαν με, πνοὴ δὲ παντοκράτορος ἡ συνέχουσά με». Καὶ πάλιν τὸ Λευιτικὸν λέγει’ «Ἐνέπνευσε Πνεῦμα Κυρίου τὸν Βεσελεήλ». Πνεῦμα ὅμως ὀνομάζεται καὶ ὀ Άγγελος, ὡς λέγει ὁ Προφήτης Δαβίδ. «Ὁ ποιῶν τοὺς Ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα». Καὶ πάλιν, ὡς λέγει καὶ ὁ μέγας Παῦλος ὁ Ἀπόστολος’ «Οὐχὶ πάντες εἰς λειτουργικὰ πνεύματα πρὸς διακονίαν ἀποστελλόμενα;». Πνεῦμα ὀνομάζεται και ο δαίμων, ὡς λέγει καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, ὅτι ὁ Κύριος ἐπρόσταξεν ἕνα δαίμονα νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον καὶ εἶπε. «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐκ τοῦ ἀνθρώπου τούτου». Πνεῦμα ὀνομάζεται και ο ἄνεμος, ὡς λέγει τὸ βιβλίον τοῦ Προφήτου Ἰωνά. «Καὶ ἐξῆρε Κύριος πνεῦμα μέγα ἐν τῇ θαλάσση’ ἤτοι ἤγειρεν ὁ Θεὸς ἄνεμον μέγαν εἰς τὴν θάλασσαν, ὅταν ἦτο ὁ Προφήτης Ἰωνὰς εἰς τὸ πλοῖον καὶ πάλιν ὁ Προφήτης ὁ Ἠσαΐας λέγει’ «Ὁ στερεῶν βροντὴν καὶ κτίζων πνεῦμα». Καὶ ὁ Δαβίδ’ «Πνεύσει τὸ πνεῦμα αὐτοῦ, καὶ ρυήσεται ὕδατα».

Πνεῦμα ὀνομάζεται καί ἡ ψυχή, ὡς τὸ λέγει ὁ Προφήτης Δαβίδ. «Ἐξελεύσεται τὸ πνεῦμα αὐτοῦ, καὶ ἐπιστρέψει εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ», ἤτοι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ τὸ σῶμα ἀπομένει εἰς τὴν γῆν καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ ὁ αὐτὸς Προφήτης λέγει’ «Ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῶ καὶ οὒχ ὑπάρξει»’ καὶ πάλιν ἀλλοῦ’ «Καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ πνεῦμα μου». Πνεῦμα ὀνομάζεται καί ὁ νοῦς, ὡς λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὴν Σαμαρείτιδα’ «Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία δεῖ προσκυνεῖν»’ ἤτοι ὁ Θεὸς εἶναι νοῦς’ πρέπει δὲ καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τὸν προσκυνοῦν, μὲ νοῦν καθαρὸν νὰ τὸν προσκυνοῦν καὶ νὰ τὸν λατρεύουν. Πνεῦμα ὀνομάζεται και η ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς λέγει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας’ «Καὶ ἐπαναπαύσεται ἐπ’ αὐτῶ ἑπτὰ πνεύματα, πνεῦμα σοφίας» καὶ τὰ ἑξῆς. Πνεῦμα ὀνομάζεται το χάρισμα τῆς υἱοθεσίας, καὶ τὸ τούτου ἐναντίον, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος’ «Οὐ γὰρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας, ἀλλ’ ἐλάβετε πνεῦμα υἱοθεσίας». Πνεῦμα ὀνομάζεται και το ἀντιδιαστελλόμενον εἰς τὸ γράμμα, τοῦτο δὲ μαρτυρεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγων «Τὸ μὲν γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ». Πνεῦμα ὀνομάζεται η γνωστικὴ διάθεσις, ὡς λέγει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας’ «Καὶ τότε γνώσονται οἱ πλανώμενοι τῷ πνεύματι». Πνεῦμα ὀνομάζεται καί ἡ ζωτικὴ δύναμις, ὡς λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν «Πνεῦμα ἐν τοῖς πάσιν», ἤτοι ὅλα τα ζῶντα ἔχουν μίαν ζωήν. Ἀλλὰ ποιὰν νὰ διαλύσω καὶ ποιὰν νὰ ἀφήσω; ἀπὸ τὴν ἔννοιαν τὴν πολλὴν πίπτω εἰς ἀπορίαν’ ὁ λόγος μὲ ἀναγκάζει, καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἑορτῆς μὲ κάμνει νὰ πολυλογῶ, πλὴν νὰ κόψω τὸν λόγον μου τὸ ταχύτερον καὶ νὰ διαλύσω τὸ ὄγδοον ζήτημα.

Ὄγδοον ζῆτημα εἶναι. Τι ὀνομάζεται Φῶς; Και λέγομεν εἰς αὐτό. Φῶς ὀνομάζεται ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Φῶς ὀνομάζεται καὶ ὁ Ἄγγελος, ὅτι εἶναι τοῦ πρωταιτίου φωτὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος μέτοχος, μετέχων ἀπὸ τὴν λάμψιν τοῦ Θεοῦ’ Φῶς ὀνομάζεται καί ὁ ἄνθρωπος, διότι ἔχει τὴν φωνήν, καὶ ὅ,τι βουληθῆ τὸ φανερώνει μὲ τὴν φωνὴν τοῦ’ Φῶς ὀνομάζεται καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔδιωξε τὸ πρωτόγονον σκότος’ Φῶς ὀνομάζεται καὶ ἡ ἐντολή, πού ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀδάμ, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ Προφήτης Δαβίδ’ «Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου, καὶ Φῶς ταῖς τρίβοις μου». Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ «Διότι φῶς τὰ προστάγματά σου»’ φῶς ὀνομάζεται καὶ ὁ νόμος ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἑβραίους’ φῶς ὀνομάζεται καί τό πῦρ ἐκεῖνο, ποὺ ἐφλόγιζε τὴν βάτον, καὶ δὲν τὴν ἔκαιε’ φῶς ὀνομάζεται καί ὁ στύλος πυρός, ποὺ ὠδήγει τοὺς Ἑβραίους μετὰ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, καὶ ἐπεριπατοῦσαν τὴν νύκτα’ φῶς ὀνομάζεται καί ἐκεῖνο τὸ πῦρ, ποὺ ἤρπασε τὸν Προφήτην Ἠλίαν’ Φῶς ὀνομάζεται καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐφάνη εἰς τοὺς ποιμένας, ὅταν ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς εἰς τὸ σπήλαιον’ Φῶς ὀνομάζεται καὶ τοῦ ἀστέρος ἡ λάμψις, ποὺ ὠδήγει τοὺς Μάγους ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν ἕως τὴν Βηθλεέμ’ Φῶς ὀνομάζεται καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔδειξεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸ Θαβώριον ὅρος, καὶ ἔλαμψεν ἐμπρὸς εἰς τοὺς Μαθητᾶς’ Φῶς ὀνομάζεται καὶ ἡ φαντασία ἐκείνη, ποὺ ἐσκότισε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου’ Φῶς ὀνομάζεται καὶ ἐκεῖνο, ποὺ μέλλουν νὰ λάμψουν οἱ δίκαιοι εἰς τὴν δευτέραν Παρουσίαν’ Φῶς ὀνομάζεται καθαρῶς καὶ καθολικά το Ἅγιον Βάπτισμα. Ιδού βοηθεία Θεοῦ ἐλύσαμεν καὶ τὸ ὄγδοον ζήτημα.

Ἔνατον ζῆτημα εἶναι’ Διατὶ γίνεται τὸ Βάπτισμα δι’ ὕδατος καὶ Ἁγίου Πνεύματος; Λέγομεν εἰς αὐτό, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλούς, ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ τὴν ψυχήν’ καὶ τὸ μὲν σῶμα εἶναι αἰσθητόν, ὡς τὸ προείπομεν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου, ἡ δὲ ψυχὴ εἶναι νοερὰ καὶ ἄϋλος. Ὁμοίως καὶ τὸ Βάπτισμα γίνεται διὰ τοῦ ὕδατος μέν, τὸ ὁποῖον εἶναι αἰσθητόν, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον εἶναι νοητὸν καὶ ἄϋλον. Και ὅτι τὸ μὲν σῶμα, ὅταν θέλωμεν νὰ τὸ καθαρίσωμεν, δι’ ὕδατος τὸ καθαρίζομεν, τὴν δὲ ψυχὴν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὴν καθαρίζει καὶ τὴν λαμπρύνει’ διὰ τοῦτο ἔλεγε καὶ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας” «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλεσθε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν ἀπέναντί των ὀφθαλμῶν μου»’ ἤτοι, ἡ μὲν πλύσις διὰ τοῦ ὕδατος καθαρίζει τὸ σῶμα, ἡ δὲ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμπρύνει τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας. Ἔχομεν λύσει οὕτω καὶ τὸ ἔνατον ζήτημα. Βούλεσθε τώρα νὰ εἴπω καὶ τὸ δέκατον ζήτημα ἡ νὰ τὸ ἀφήσω; Νομίζω, ὅτι ὅλοι το καταλαμβάνετε, ὡς ἁπλοῦν καὶ φανερόν’ διότι, ποῖος Χριστιανὸς εἶναι, ὅστις δὲν καταλαμβάνει ποίαν χάριν ἔχει τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ἢ τί καλὸν δίδει εἰς τὸν ἄνθρωπον; πλὴν νὰ εἴπω καὶ περὶ τούτου ὀλίγα, διὰ νὰ μὴ φανῶ ὅτι ἀμελῶ.

Δέκατον ζῆτημα ειναι’ Τί δύναται νὰ χαρίση τὸ Βάπτισμα εἰς τὸν ἄνθρωπον; Καί λέγομεν εἰς αὐτό: Ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἀρχῆς ἀναμάρτητος ἔγινεν ἀπὸ τὴν γῆν χειρὶ Θεοῦ’ ὅμως, ὅταν παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγε ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, τότε ἀπέκτησε καὶ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ἀπὸ τότε ὅσοι ἄνθρωποι ἐγεννῶντο μετεῖχον ὅλοι τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Διὰ τοῦτο καὶ δὲν ἠδύναντο νὰ ἀναβοῦν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἐξέπεσεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδάμ. Ὁ Χριστὸς λοιπόν, ὡς φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων, δὲν ἀφῆκε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἤτοι τὸ πλάσμα του, νὰ τὸ κερδήση ὁ διάβολος, ἀλλὰ ἦλθε καὶ ἐβαπτίσθη καὶ μᾶς ἔδειξε τὸν τρόπον καὶ τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας μας, ὅτι διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος θὰ ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τῆς πρώτης μας πατρίδος. Εἶναι λοιπὸν τὸ Ἅγιον Βάπτισμα σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐλευθέρωσις ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν. Τὸ Βάπτισμα εἶναι ἡ κλεῖς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τὸ Βάπτισμα εἶναι φωτισμὸς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ Βάπτισμα εἶναι ἁγιασμὸς καὶ λαμπρότης τῶν ἀνθρώπων τὸ Βάπτισμα εἶναι ζωὴ καὶ σωτηρία τῶν Χριστιανών’ τὸ Βάπτισμα εἶναι ἐλευθερία ἀπὸ τῆς κολάσεως’ διότι, ὅστις τὸ φυλάξη καθαρῶς, ἀξιώνεται τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν τὸ Βάπτισμα εἶναι νοητόν, εἶναι δευτέρα πλάσις τοῦ ἀνθρώπου, διότι ὅταν βαπτισθῆ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀναμάρτητος, καθὼς τὸν ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἐξ ἀρχῆς, θέλεις νὰ μάθης τὴν ἀλήθειαν, τί δύναται νὰ χαρίση τὸ Ἅγιον Βάπτισμα; Άκουσον πὼς ὁρίζει τοῦτο ὁ Χριστὸς εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Ἅγιον Εὐαγγέλιον «Εἰ τὶς οὐκ ἀναγεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ μὴ εἰσέλθη εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν», ἤτοι ὅστις δὲν δευτερογεννηθῆ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ἐκεῖνος δὲν εἰσέρχεται εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐκεῖνος δὲ ὁ ἄνθρωπος ὅστις βαπτισθῆ πηγαίνει εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Τί ἄλλο περισσότερον θέλεις, ἡ τί ἄλλο χάρισμα ζητεῖς καλλίτερον ἀπὸ αὐτό, ποῦ σου δίδει τὸ Ἅγιον Βάπτισμα;

Διὰ τοῦτο, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Μίαν Ἁγίαν καὶ σεβάσμιον Τριάδα, ἃς μὴ μολυνθῶμεν μὲ πράξεις καὶ ἔργα δαιμονικά. Ὅσα ὑπεσχέθημεν εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ἃς σπουδάσωμεν νὰ τὰ ἐκτελέσωμεν, ὅτι ὑπεσχέθημεν νὰ ὑπακούωμεν εἰς τοὺς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου. Τὰς παραγγελίας τοῦ Χριστοῦ νὰ κάμνωμεν, τὰς ἐντολᾶς του νὰ τηρῶμεν, τὴν σωτηρίαν μας νὰ φροντίζωμεν, τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν νὰ ζητῶμεν, τὸν δαίμονα νὰ μισῶμεν καὶ νὰ ἀποστρεφώμεθα τὰ ἔργα αὐτοῦ, πορνείαν νὰ μὴ κάμνωμεν, νὰ μὴ φονεύωμεν, νὰ μὴ ἁρπάζωμεν, νὰ μὴ πλεονεκτῶμεν, νὰ μὴ ἐχθρευώμεθα ἀλλήλους, νὰ μὴ καταδίδωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴ εἴμεθα ἀνελεήμονες, νὰ μὴ εἴμεθα ἄσπλαγχνοι, νὰ μὴ ὀργιζώμεθα, νὰ μὴ ὑπερηφανευώμεθα, νὰ μὴ κενοδοξῶμεν, νὰ μὴ πράττωμεν κανένα ἔργον τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ ἔργα νὰ μελετῶμεν καὶ νὰ κάμνωμεν. Νὰ ἔχωμεν παρθενίαν, φιλοξενίαν, ἀγάπην εἰς πάντας, πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, ἀγαθωσύνην εἰς τοὺς ἐχθρούς μας τοὺς σωματικούς, ὑπομονὴν εἰς τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σώματος, ὑποταγὴν εἰς τοὺς μεγαλύτερούς μας, ὑπακοὴν εἰς τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐγκράτειαν τῶν παθῶν, ἀποχὴν τῶν κακῶν καὶ ἀποφυγὴν τῶν ἁμαρτιῶν.

Αὐτὰ ὅλα καὶ περισσότερα ἀγαθὰ ὑπεσχέθημεν, εὐλογημένοι Χριστιανοί, νὰ κάμνωμεν. Διὰ τοῦτο αὐτὰ ἃς φυλάξωμεν, αὐτὰ ἃς κατορθώσωμεν’ μὴ φανῶμεν ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες, ἃς τιμήσωμεν τὸν Χριστόν, ἃς δοξάσωμεν τὴν Δεσποτικὴν ἑορτὴν καὶ ἁγίαν ταύτην ἡμέραν ὄχι μὲ θυσίας εἰδωλατρικᾶς ἢ μὲ ἀπρεπεῖς καὶ ἀτάκτους χορούς, ἡ μὲ πολυποσίας καὶ πολυφαγίας’ διότι αὐτὰ ζητούσι τὰ ἔθνη, καθὼς τὸ λέγει καὶ ὁ μέγας Παῦλος ὁ Ἀπόστολος’ «Ταῦτα γὰρ πάντα τα ἔθνη ἐπιζητεῖ». Μὴ νομίζωμεν, ὅτι μὲ τοιαῦτα ἔργα εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐὰν νηστεύσωμεν διὰ τὸν γευσάμενον ὄξος καὶ χολήν, τότε εὐχαριστεῖται ὁ Θεὸς’ ἐὰν ὑβρισθῶμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ τοῦ ὑβρισθέντος δὶ’ ἠμᾶς, τότε ἔχομεν χάριν ἐκ Θεοῦ ἐὰν ὀνειδισθῶμεν, ἐὰν διωχθῶμεν, ἐὰν πειρασθῶμεν, ἐὰν φυλακισθῶμεν, ἐὰν ἐξορισθῶμεν, ἐὰν κάθε ἄλλο κακὸν πάθωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τότε ἃς χαιρώμεθα, ἃς εὐφραινώμεθα, ὅτι πολὺν μισθὸν ἔχομεν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, καθὼς λέγει καὶ τὸ κατὰ Ματθαῖον ἅγιον Εὐαγγέλιον «Χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Οὕτω λοιπόν, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἐὰν ποιῶμεν, τότε θὰ δεχθῆ ὁ Θεὸς τὰς ἐορτᾶς μας καὶ τὰς πανηγύρεις μας. Καὶ ἐδῶ μὲν θὰ μᾶς ἀξιώση νὰ διέλθωμεν ζωὴν εἰρηνικήν, ἀσκανδάλιστον καὶ ἀναμάρτητον, ἐκεῖ δὲ θὰ μᾶς καταξιώση τῆς στάσεως τῶν Ἁγίων Πάντων, τῆς αἰωνίου ζωῆς, τῆς ἀγήρω μακαριότητος, τῆς τιμῆς τῶν ἐκλεκτῶν, καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἧς γένοιτο πάντας ἠμᾶς ἐπιτυχεῖν ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ ἠμῶν ὢ πρέπει δόξα, τιμή, προσκύνησις, ἁγιωσύνη καὶ μεγαλοπρέπεια, σὺν τῷ ἀνάρχω αὐτοῦ Πατρί, καὶ τῷ Παναγάθω καὶ ζωαρχικῶ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς ἀπέραντους αἰώνας τῶν ἀτελευτήτων αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή