Ὁ ἅγιος Διονύσιος ζοῦσε στὴν Ἀθήνα τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων. Καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια πλούσια καὶ ἀρχοντικὴ καὶ εἶχε ἀποκτήσει τόση σοφία καὶ τόση ἀρετὴ μὲ τὰ μέσα ποὺ τοῦ παρεῖχαν οἱ ἐπιστῆμες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ὥστε εἶχε ἐκλεγεῖ μέλος τοῦ ἐννεαμελοὺς Ἀρείου Πάγου ποὺ ἀποτελοῦσε τὸ ἀνώτατο δικαστήριο καὶ τὴ διοικητικὴ συνέλευση τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων.
Ὅταν ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἦλθε νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας στὴν Ἀθήνα, ὁ Διονύσιος τὸν κάλεσε νὰ λάβει τὸν λόγο στὸν Ἄρειο Πάγο. Ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου αὐτοῦ ποὺ προεξέχει πάνω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ὁ πτωχὸς σκηνοποιὸς διέλυσε τὶς σοφιστεῖες τῶν φιλοσόφων καὶ ἔδειξε καθαρότατα στοὺς Ἀθηναίους ὅτι ὁ «ἄγνωστος θεὸς» — γιὰ τὸν ὅποιο ἡ φυσικὴ λογική τους τοὺς εἶχε δώσει μία ἀσαφῆ ὑπόνοια — εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τά ἐν αὐτῶ, καὶ ὅτι οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενος τινός, αὐτὸς διδοὺς πάσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα (Πράξεις 17, 23-25). Τοὺς ἐδίδαξε ἐπίσης ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ἐκλήθη νὰ γίνει κοινωνὸς τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τῷ Υἱῶ αὐτοῦ, τῷ σαρκωθέντι δι’ ἠμᾶς καὶ ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν, καὶ τῷ πάλιν ἐρχομένω κρίναι τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀκούοντάς τον νὰ ὁμιλεῖ γιὰ ἀνάσταση νεκρῶν, ἡ πλειονότητα τῶν ἀκροατῶν, μὲ τὴ διάνοιά τους ἐσκοτισμένη ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, χλεύασε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὡστόσο, τὰ λόγια αὐτὰ περὶ ζωῆς αἰωνίου ἄγγιξαν τὴν καρδιὰ κάποιων ἀπὸ τὸ ἀκροατήριο, οἱ ὁποῖοι ἀσπάσθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ὁ ἅγιος Ἰερόθεος καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος. Ἀκούοντας την ἀφήγηση τῶν θείων Παθῶν τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σημεῖα ποὺ συνέβησαν μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ σοφὸς Διονύσιος θυμήθηκε ὅτι μερικὰ χρόνια πρίν, ὅταν βρισκόταν στὴν Ἡλιούπολη τῆς Αἰγύπτου μαζὶ μὲ ἄλλους σοφούς, παρακολούθησε μία ἔκλειψη ἡλίου ἡ ὁποία κατέλυε ὅλους τους νόμους τῆς ἀστρονομίας <1>. Εἶχε ἀνακράξει τότε: «Ἢ ὁ Θεὸς πάσχει, ἢ ἦλθε τὸ τέλος τοῦ κόσμου!» Προετοιμασμένοι κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ ἀναγνωρίσουν Ἐκεῖνον, τὴ βουλήσει τοῦ ὁποίου ἡττῶνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως, ὁ Διονύσιος καὶ ὁ διδάσκαλός του Ἰερόθεος ἄκουσαν μὲ προθυμία τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ βαπτισθοῦν.
Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὁ Παῦλος ἔφυγε σὲ νέες περιοδεῖες κι ἄφησε τὸν ἅγιο Ἰερόθεο ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν. Ὡσὰν ἀετὸς ποὺ μπορεῖ νὰ κοιτάζει κατάματα τὴ λάμψη τοῦ ἡλίου, ὁ Ἰερόθεος διείσδυε στὰ θεία μυστήρια, ἐλάχιστα ὅμως ἀποτύπωσε γραπτῶς, προτιμώντας νὰ μυεῖ προφορικὰ καὶ κρυφίως τὸν μαθητὴ τοῦ Διονύσιο στὶς ἄρρητες θεωρίες ποὺ τοῦ χάριζε ὁ Θεός. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰεροθέου, ὁ Διονύσιος ἔγινε μὲ τὴ σειρὰ του ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ἔλαβε ἐκ Θεοῦ τὸ χάρισμα νὰ ἀποκαλύπτει γραπτῶς τὴν ὑψηλὴ διδαχὴ τῶν διδασκάλων του σχετικὰ μὲ τὴν ἄφατο ἀπειρία τῆς θείας φύσεως – στὴν ὁποία ταιριάζουν μόνον ἀρνητικὲς καὶ ἀντινομικὲς ἐκφράσεις (ἡ λεγόμενη ἀποφατικὴ θεολογία) — καὶ τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς θείας ἀποκαλύψεως μέσω τῶν θείων ὀνομάτων καὶ ἐνεργειῶν (καταφατικὴ θεολογία). Περιέγραψε πὼς ὁ αἰσθητὸς καὶ ὁ νοητὸς κόσμος ἑνώνονται ἐν τῷ Θεῶ σὲ μία μεγαλειώδη ἱεραρχημένη διάταξη. Ἐξήγησε πὼς ἡ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας – ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ἕως τὸν μοναχὸ — ἀντικατοπτρίζει ἐπὶ γῆς τὶς ἐννέα τάξεις τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων καὶ διανέμει τὸ θεῖο φῶς σύμφωνα μὲ τὸν βαθμὸ καθαρότητος ἑκάστου πιστοῦ. Ὁρισμένοι τὸν κατηγόρησαν ὅτι ἦταν ἕνας νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος μὲ χριστιανικὸ ἔνδυμα, ἡ Ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία, φωτισμένη ἀπὸ τὶς φωτεινὲς ἀκτίνες τῆς διδασκαλίας του, πιστεύει ὅτι ὁ «θεῖος Διονύσιος» ὁπωσδήποτε δανείσθηκε καὶ χρησιμοποίησε τὴ φιλοσοφικὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, ἀνατρέποντας ὅμως τελείως τὶς θεμελιώδεις θέσεις τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Χρησιμοποιώντας αὐτὸ τὸ τέχνασμα, για να καταδείξει ὅτι ἡ μωρία τὸν Σταυρὸν ἐμώρανε τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου (Α΄ Κορ. 1), σὲ ὅλα τα ἔργα τοῦ διακηρύττει ὅτι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι πέραν παντὸς ὀνόματος καὶ πάσης οὐσίας, ὁ κατοικῶν ἀπαθῶς εἰς τὸν ὑπερφωτον γνόφον, ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ διὰ νὰ μᾶς καταστήσει κοινωνοὺς τοῦ ἀπροσίτου φωτός του.
Ὁ Διονύσιος ἔφθασε σὲ τόσον ὑψηλὸ βαθμὸ θεωρίας, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ συναριθμηθεῖ μετὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ μυστηριακῶς μετεφέρθη ὅπως ἐκεῖνοι στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ κηδεύσουν τὸ σῶμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου <2>. Ἐπέστρεψε κατόπιν στὴν Ἀθήνα καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετὸ καιρό, προσηλυτίζοντας τοὺς ἐθνικοὺς καὶ καθοδηγώντας μὲ σύνεση τὸ πνευματικό του ποίμνιο.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς βασιλείας τοῦ Νέρωνος (περὶ τὸ 68), λέγεται ὅτι ὁ Διονύσιος μετέβη στὴ Ρώμη γιὰ νὰ κάνει ἕναν ἀπολογισμὸ τῶν ἀποστολῶν του στὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Παρευρέθη στὸ μαρτύριο τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, καὶ κατόπιν ἐπανέκαμψε στὴν Ἑλλάδα. Ἐπέστρεψε ξανὰ στὴ Ρώμη τὴν ἐποχὴ ποὺ Πάπας ἦταν ὁ ἅγιος Κλήμης [24 Νοεμ.] καὶ κατόπιν ἐντολῆς τοῦ ξεκίνησε μὲ τοὺς μαθητές του, τὸν πρεσβύτερο Ρούστικο καὶ τὸν διάκονο Ἐλευθέριο, γιὰ νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὴ Γαλατία <3>. Καὶ ἀφοῦ ἐκήρυξε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας σὲ διάφορα μέρη, ὁ ἅγιος Διονύσιος ἐγκαταστάθηκε στὸ Παρίσι, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ἦταν παρὰ μία μικρὴ κωμόπολη βυθισμένη στὸ σκότος τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς εἰδωλολατρίας. Ἔκτισε μιὰ ἐκκλησία, ὅπου τελοῦσε τὰ θεία Μυστήρια καὶ ἐκήρυττε τὰ μεγαλεία του Θεοῦ. Ἐκεῖ ἔκανε πολλὰ θαύματα, καὶ οἱ μαθητὲς του πολλαπλασιάσθηκαν καὶ ξεκίνησαν νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας στὴ Μεγάλη Βρεταννία καὶ στὴν Ἱσπανία.
Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου Διονυσίου κίνησε τὸν φθόνο τοῦ δαίμονα, ποὺ ἔβαλε τὴν σκέψη στὸν αὐτοκράτορα Δομητιανὸ (περὶ τὸ 96) ὅτι ἐκεῖνος ὁ Ἕλληνας ἐπίσκοπος, ποὺ κήρυττε τὸν νέο Θεό, ἐπιθυμοῦσε νὰ δημιουργήσει ἀναταραχὴ καὶ ἐπεδίωκε νὰ ὑποκινήσει τὸν λαὸ σὲ ἐξέγερση ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορα. Ματαίως προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Διονύσιο καὶ τοὺς συντρόφους του ν’ ἀπαρνηθοῦν τὸν Θεὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦσαν καὶ ἐπιθυμοῦσαν νὰ πεθάνουν. Μὲ μεγάλη, λοιπόν, χαρά, ἔμαθαν ὅτι καταδικάσθηκαν σὲ ἀποκεφαλισμό. Ὁ Θεὸς δὲν ἀρκέσθηκε νὰ δώσει στὸν ἅγιο μάρτυρα τὸ χάρισμα τῆς θεογνωσίας καὶ τῆς διδασκαλίας, θέλησε ἐπίσης νὰ δείξει μέσω τοῦ μάρτυρος ὅτι διὰ τῆς πίστεως, οἱ χριστιανοὶ νικοῦν τὸν θάνατο. Ἀμέσως μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του, ὁ ἅγιος Διονύσιος σηκώθηκε ὄρθιος πρὸς κατάπληξη ὅλων των παρευρισκομένων, πῆρε τὸ κεφάλι στὰ χέρια του καὶ περπάτησε περίπου δύο μίλια ὥσπου συνάντησε μιὰ γυναίκα ἐνάρετη ὀνόματι Κατοῦλα, στὰ χέρια τῆς ὁποίας ἀπέθεσε τὸ πολύτιμο καὶ τίμιο λείψανο. Ἡ τιμία κάρα τοῦ ἁγίου Διονυσίου φυλάσσεται σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν ὁποία τὴ δώρησε ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνὸς (11ος αἰώνας).


Σημειώσεις
1. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Ἐπ. 7, 2, ΡG 3, 1081.
2. Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων Γ΄, 2, ΡG 3, 681.
3. Ἡ διήγηση τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ταυτίζεται στὴν πραγματικότητα μὲ ἐκείνη τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Διονυσίου τῶν Παρισίων [9 Ὀκτ.]. Τὰ δύο πρόσωπα ἀποτέλεσαν ἀντικείμενο σύγχυσης, πιθανῶς μὲ τὴν ἄφιξη στὴ Γαλλία ἑνὸς χειρογράφου μὲ ἔργα ποὺ ἀποδίδονται στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, τὸ ὁποῖο προσέφερε μιὰ ἀποστολὴ βυζαντινῶν πρέσβεων στὴν αὐλὴ τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Εὐσεβοῦς (827). Τὴν παράδοση αὐτὴ πῆρε καὶ διασκεύασε ἕνας ἀνώνυμος συγγραφέας Βίων ἁγίων καὶ ἡ διασκευὴ ἀποτέλεσε πρότυπό του ἐγκωμίου ποὺ συνέθεσε ὁ ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Σύγγελος [18 Δεκεμ.], ὁ ὁποῖος μετέφερε τὴ χρονολογία τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὰ χρόνια της βασιλείας τοῦ Δομητιανοῦ σ’ ἐκεῖνα τῆς βασιλείας τοῦ Τραϊανοῦ, καὶ ἡ διήγηση στὴ συνέχεια ἐνσωματώθηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Μεταφραστὴ στὸ Μηνολόγιό του.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, ὑπὸ ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἔκδ. Ἴνδικτος (τόμος δευτερος – Ὀκτώβριος, σ. 37-40)
*Μιὰ παράδοση θέλει τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο Διονύσιο νὰ παραδίδει τὴν κεφαλὴ τοῦ ἀμέσως μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του σὲ μιὰ Χριστιανὴ ποὺ βρισκόταν στὸ σημεῖο. Ἡ Κάρα τοῦ φυλάσσεται στὴν Μονὴ Δοχειαρίου στὸ Ἅγιον Ὅρος.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *